Περί σεβασμού και κρίσεων
Αυτές τις μέρες, με όλα όσα βλέπουμε κι ακούμε τηλεοπτικά και διαβάζουμε στα φύλλα, κατέρχεται ως από μηχανής θεός στο προσκήνιο του λεξιλογίου μας η λέξη «σεβασμός». Με τη λέξη αυτή εννοούσαν στην αρχαιότητα το φόβο που συνόδευε τον άνθρωπο μπροστά στο θείο. Κατόπιν όμως η σημασία επεκτάθηκε και σε ανθρώπους και σε θεσμούς, από τους εκκλησιαστικούς άρχοντες ως τους πολιτικούς ηγέτες. Ακολουθεί ο σεβασμός στους γονείς και στους δασκάλους. Ο σεβασμός όμως προβληματίζει. Όπως και η λέξη «θεσμοί», που δεν ανευρίσκεται εύκολα το βάθος και πλάτος της, αφού άλλοι μ’ αυτό τον όρο καταλαβαίνουν άλλα. Γενικά όμως είναι αποδεκτό πως πρέπει να σεβόμαστε τους θεσμούς. Αλλά οι θεσμοί δεν είναι απρόσωποι. Οι φορείς ή οι εκπροσωπούντες τους θεσμούς είναι άνθρωποι και υπόκεινται σε κριτική.
Ας έρθουμε στο προκείμενο: την ευθιξία που δείχνει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και οι του κυβερνώντος κόμματος, όταν κρίνεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αν όμως δεν κριθεί, τι θα αποδεικνύουμε; Ότι όλοι είμαστε σύμφωνοι με την πολιτική του και τον χειροκροτούμε ως οι κομματικά υποτελείς του; Κι αν υπάρχει στον τόπο άλλη άποψη; Ποιος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπέστη κριτική; Γιατί αυτή η υπερπροστασία;
Η καλόπιστη κριτική γίνεται και για το καλό του κρινομένου και για το καλό του θεσμού και για να μπορεί να εκμεταλλεύεται ο κρινόμενος τα λεγόμενα και τις αντίθετες απόψεις και να τις χρησιμοποιεί, όταν πιέζεται. Γι’ αυτό οι κρίνοντες με καλή διάθεση πρέπει να τιμώνται. Η κριτική είναι το καλύτερο όπλο για να γίνεται καλύτερος ο κρινόμενος και να υπερασπίζεται τα πρόσωπα και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί, ακούοντας και τη φωνή των μη οπαδών του.
Τα περί σεβασμού ισχύουν για όλους τους εκπροσώπους θεσμών. Μη εξαιρουμένης της αντιπολίτευσης. Είναι δυνατό να σέβεται ο νουνεχής πολίτης τον αρχηγό της λεγόμενης αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν αυτός κάνει εισηγήσεις που περίπου μοιάζουν με πισώπλατες μαχαιριές στη διαδικασία των συνομιλιών και στον εκπρόσωπό μας, που διακηρύττει- σωστά- πως δε χρειάζονται επιδιαιτησίες, αφού ήδη πάθαμε και μάθαμε; Κι η μόνη έγνοια του είναι «να μη φανεί πως πρόκειται για επέμβαση τρίτων στις συνομιλίες»!
Είναι όμως κι οι ξένοι. Ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ στην Κύπρο, εξ Αυστραλίας ορμώμενος, το μόνο που αντιλαμβάνεται ως καθήκον του είναι να πεισθούν και ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι να πουν «ναι» στο επόμενο δημοψήφισμα, άσχετα αν είναι δίκαια ή άδικα τα παρουσιαζόμενα στο λαό για έγκριση. Πόσου και ποιου σεβασμού να τύχει ένας τέτοιος εκπρόσωπος, όσο μεγαλόσχημος κι αν είναι, όσο κι αν εκπροσωπεί παγκόσμιους θεσμούς; Πόσο σεβασμό αυτός επιδεικνύει στους πολίτες αυτής της Δημοκρατίας, όταν δεν τον ενδιαφέρει αν θα ζήσουν δίκαια, άρα ειρηνικά, αλλά το μόνο στο οποίο αποβλέπει είναι μια διπλωματική νίκη στο πέτο του; Μπορεί όμως ο ίδιος να υποτονθορύζει: «εγώ στραβώνω και πουλώ, εσύ άνοιξε τα μάτια σου κι αγόραζε.»
Μη λησμονούμε και το Σουηδό υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος ανέλαβε εργολαβικά να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του στην Τουρκία και περίπου μας εκβιάζει, να διευκολύνουμε την ένταξή της στην Ευρώπη, άσχετα αν είναι επιδρομική χώρα, με στρατό χιλιάδες στα κατεχόμενα, κατηγορούμενη για δολοφονίες, για προσφυγοποίηση και παράνομο εποικισμό, για κλοπή περιουσιών, καταστροφή και λεηλασία ναών. Ποιος σεβασμός μπορεί να οφείλεται στο δικαιώνοντα τον ένοχο, άρα και συνένοχο της μεγαλύτερης αδικίας που υπέστη αυτός ο τόπος, στο γεωργό μιας τουρκοποιημένης Ευρώπης;
Τέλος, αφού περί σεβασμού ο λόγος, πρώτο καθήκον του κάθε πολίτη πρέπει να είναι ο σεβασμός στον εαυτό του. Σεβόμενος τον εαυτό του, δε θα υφίσταται τους εξευτελισμούς κανενός παράνομου καθεστώτος. Θα δίνει μάλιστα μαθήματα και στους ηγέτες του, όταν αδιαφορούν για την αναξιοπρέπεια στην οποία οδηγούν οι ίδιοι πολλούς, προτρέποντάς τους να υπακούν στις εντολές ένστολων παρανόμων.