Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

περιγραμματου


ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΟΥ
Την πρώτη φορά που την έπαθα ήταν η πρώτη μου χρονιά σε σχολείο, να διδάσκω Νέα Ελληνικά, διαβάζω μια έκθεση, ωραιότατη αρχή, «ο ήλιος ανεβαίνει στο άρμα του και φωτίζει τη γη», ύστερα από καιρό, άλλη έκθεση, «ο ήλιος ανεβαίνει στο άρμα του και φωτίζει τη γη», ρε λέω κάπου ξαναδιάβασα την εικόνα, και μετροφυλλώ όλα τα τετράδια, στο τέλος ήταν του ίδιου μαθητή, α ρε μπαγάσα λέω, νομίζεις πως βρήκες τη χρυσή μέθοδο να γράφεις ωραίες εκθέσεις; Κι ύστερα συναντηθήκαμε συνάδελφοι, πάει καιρός. Ένας φιλόλογος, όταν διαβάζει έκθεση μαθητή μαθήτριας, ξέρει πια το επίπεδο, δεν ξεγελιέται εύκολα, τον φωνάζει και του τα βροντάει, να μάθει να εκφράζεται μόνος και να μη φοβάται, δεν είναι οι σκέψεις δεν είναι ο τρόπος, δικά του να είναι, να αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Τούτο δεν συμβαίνει πάντα στα σχολεία. Ήταν μια φορά κι  ένα καιρό της μόδας τα μαθητικά συνέδρια, και γράψε και να ξαναγράψεις οι συνάδελφοι τις ομιλίες των παιδιών, και τα παιδιά τις έλεγαν ωραία ωραία, κι οι σύνεδροι χειροκροτούσαν, άλλοι όμως ήταν οι συγγραφείς. Το ίδιο και σε μαθητικές εργασίες σε εφημερίδες και περιοδικά, αγνώριστα γίνονταν τα μαθητικά γραπτά από τις επεμβάσεις των διδασκόντων.
Ήταν και το τρίτο και χειρότερο, όταν επρόκειτο για εκδηλώσεις, κάτι για ψευδοκράτος, πολυτεχνείο και λοιπά, κατέφθαναν μέσω του τότε φαξ του σχολείου, από άνευ αριθμού αμαρκέ φαξ, ψηφίσματα έτοιμα από κομματικά γραφεία, και ομιλίες κι ώσπου να δεις και να πεις βρισκόταν έξω από το γραφείο ο μαθητής εκπρόσωπος αβγ να τα παραλάβει.
Οπότε το θέμα δεν είναι αν έχει δικαίωμα το παιδί να πει τα δικά του. Το θέμα είναι να είναι δικά του, και να μην το έχει χρησιμοποιήσει άλλος, για να υποβάλει τις ιδέες του. Οπότε τα πράγματα είναι χειρότερα. Ηρεμήστε.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

περιστέρια


Περιστέρια
Η θεία Χαρίτα στη Λακατάμια πίσω από το καινούργιο της τότε σπίτι, μιλούμε για το χίλια εννιακόσια πενήντα, είχε ένα παλιό δίπατο, πλιθαρένιο, γεμάτο πεζούνια, τους είχαν βάλει στους τοίχους τενεκέδες του λαδιού ή του πετρελαίου, κομμένους στη μέση, σπιτάκι μοιάζαν για τα πετούμενα,








 ήταν κι οι τοίχοι γεμάτοι τρύπες, κούρνιαζαν εκεί, στον περιστερεώνα θα λεγαν οι γραμματιζούμενοι ποιητάδες, και το πρωί η θεία γέμιζε τη χούφτα σιτάρι και τα καλούσε για φαΐ κι αυτά κατέβαιναν από το εξοχικό τους, νερό εκεί κοντά, με τη τουλούμπα τότε, στο βάθος συκιές και λεμονιές, οι απαραίτητες για κάθε σπίτι, κι έτσι είπαμε κι εμείς τότε που χτίζαμε, να βάλουμε καμιά λεμονιά και καμιά ελιά στο πεζοδρόμιο, ηλίθια πράματα, όταν ήρθε η συμπεθερά από την Αγγλία με αναπηρικό, τι γίνεται εδώ, πεζοδρόμιο και δεν μπορώ να κινηθώ, με το δίκιο της, αλλά να που κι η ίδια η κυβέρνηση στις μεγάλες τότε αστοχίες μας κάλεσε να δηλώσουμε ακόμα και τις ελιές που είχαμε στο πεζοδρόμια για να πάρουμε επιδότηση από την Ευρώπη, πω πω βοήθειες, τις ελιές κατέβηκαν μια μέρα του δημαρχείου, γεμάτες αρρώστια, κύριε, πρέπει να τις κόψουμε, κόψε, στην πραγματικότητα εμπόδιζαν τη θέα του δρόμου από το αλτ, να γίνουμε και πρόξενοι δυστυχήματος, τις έκοψαν, κάτι σαν διακοσμητικό τις άφησαν, να όμως που τώρα το καλοκαίρι με τέτοιες ζέστες χρειάζονται και πότισμα τα λουλούδια και τα δέντρα του πεζοδρομίου, και νάσου κατεβαίνουν και τα περιστέρια, γέμισε η γειτονιά, στο γειτονικό σπίτι, καινούργιο, τώρα κτίζεται, δεν τέλειωσε ακόμα, ήταν κάτι ψηλές σιδερένιες δοκοί, κούρνιαζαν εκεί, ήρθε όμως ώρα να τις καλύψουν, βλέπουν εκεί οι εργάτες κάτι αυγά κι ένα πουλάκι, μας τα πέταξαν στην αυλή, αφιλόξενοι σήμερα με τα μοντέρνα οικοδομικά υλικά, ούτε για χελιδόνια ούτε για περιστέρια είμαστε, η μονοκρατορία του ανθρώπου εντός εισαγωγικών, εκεί λοιπόν που πότιζα, κατέβηκαν δυο περιστέρια, ήπιαν το νεράκι τους, περήφανα κι ωραία, μου κέντρισαν τη μνήμη, και πέταξαν στα δέντρα εκεί απέναντι, να τα χαρώ.  

σιαγονες


ΣΙΑΓΟΝΕΣ
Οι σιαγόνες για ραπίσματα, το μεγαλύτερο το ‘74, ακούστηκε ένα τσακ κι αντηχεί ακόμα στους έχοντας ώτα και νουν και όμματα, η σιαγόνα έφτασε στο χώμα, δεν θα το φάει, αργά γρήγορα θα την φάει, εξαφανίστηκαν στεριές και θάλασσες, μέρες και νύχτες, όνειρα στην αστροφεγγιά, στις φεγγαρόφωτες νύχτες, στη χάση του φεγγαριού, μια ψηλά στο Βουνό, με τον παππού και τη γιαγιά να ποτίζουν το Περβολούδι και του Ματσάγγου, στο πανηγύρι τ’ άι Χρυσοστόμου, μια στα καντούνια της Χώρας, της μεγάλης ευτυχίας και ατέρμονης χαράς, μια στον Άι Δίχτητο, στην παράγκα και στην ακροθαλασσιά, στο Πέντε Μίλι, στο Έξι Μίλι στην Αϊκρκώτισσα, στον ‘Αι Γιώργη στου Ασπρή, τέλειωναν οι εξετάσεις τελευταία μέρα παίρναμε μαζί μας στο σχολείο και τα θαλασσινά μας, στα λεωφορεία του Τσέντα κατ’ ευθείαν, εκεί στο ΟΧΙ, κάποτε  ταξίδια για τον Απόστολο Αντρέα με την πρωινή δροσιά, κρατούν ακόμα στη μνήμη, η καταβύθιση όμως μεγάλη, πνιχτική, δεν έχουμε τι να δείξουμε στα παιδιά μας, ό τι έμεινε κατάληξε να μην είναι αυτό που ζήσαμε, καινούργια σπίτια, πολυκατοικίες, όροφοι στους ορόφους, και πάλι στην άμμο, όπως τότε στην Αμμόχωστο, ήταν όμως κι εκεί ωραία, κοντά το περβόλι του Πισία, της θείας Χρυστάλλας, μια φορά πήγα μα έμεινε αξέχαστο με τη μεγάλη δεξαμενή, τι να πούμε στα παιδιά μας, τι να πούμε στα εγγόνια, μια καταστροφή, κι άλλοι το χαίρονται, καλά να πάθεις, άλλοι σιωπούν, άλλοι θρηνούν μέσα στον καυτό Ιούνιο, Ιούλιος έρχεται, τότε ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων τρεμουλιάζει στο σύμπαν, η Ιστορία κρίνει, ή καλύτερα οι ιστορικοί, κι αυτοί άνθρωποι είναι, με το παραμύθι του ο καθένας, την οπτική του γωνία, εγώ όμως ξέρω, γιατί τα έζησα.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΛΑΝΘΑΝΟΜΑΙ


ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΛΑΝΘΑΝΟΜΑΙ
Οι πλείστοι γνώστες των πολιτικών και στρατιωτικών καταστάσεων, οι πλείστοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι, μελετητές και στοχαστές, παρουσιάζοντας την κατάσταση στα ελληνοτουρκικά και ελληνοκυπριακοτουρκικά απλώνουν μαύρες μαντήλες απ’ άκρου εις άκρον των μελετημάτων τους, οπότε οι αναγινώσκοντες, μέσα σε τόση απελπισία, αφού όπλα δεν έχουν, άμυνα δεν έχουν, ο εχθρός ήδη είναι εντός και επί τα αυτά, διεξόδους έχουμε μόνο τη λεωφόρο Τροόδους για τα όρη και τα παραρά ή τη λεωφόρο Λεμεσού για αεροδρόμιο Λάρνακος ή λιμάνι Λεμεσού, για να ταξιδέψεις όμως πρέπει να έχεις χαρτίν του γιατρού πως δεν είσαι κορωνοϊοφόρος ταξιδευτής, άρα πρέπει κάθε τρεις μέρες να περνάμε από χημεία, και με την προϋπόθεση πως, αν μπούμε σε λεωφόρο δεν θα πλακωθούμε ο ένας με τον άλλο καθοδόν, αν όλα αυτά είναι αδύνατα σε περίπτωση άλλης εχθρικής επίθεσης, τότε το συμπέρασμα είναι πως ο καθένας πρέπει να κάτσει στο σπίτι του και να περιμένει να πεθάνει αντιηρωικά. Δυστυχώς αυτό συμπεραίνω, θα ήμουν όμως ευτυχέστατος αν κάνω λάθος.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Οδύσσεια Νέα


ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΝΕΑ
Δεν ξέρω, Οδυσσέα μου, αν ανήκεις στην τάξη των προσφύγων, να ρωτήσουμε τους ειδήμονες, το 1974 με την εισβολή των Τούρκων στο νησί, όλοι που διωχτήκαμε ήμασταν «πρόσφυγοι», που έλεγε κι η γιαγιά, ύστερα όμως άλλαξαν τα ονόματα οδών και αριθμών, ετοιμάστηκαν δόκτορες να αποδείξουν το αντίθετο, η βρύση έτρεχε καθαρό κρύσταλλο χρήμα, βρομισμένο αλλά οι μύτες κλειστές, δεν «ακουόταν η μυρουδιά», που ‘λεγε κι ο Κρητικός ανθυπολοχαγός στο Κεν Λάρνακος, υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι να αποδεικνύεις τα αντίθετα του πραγματικού, κι έτσι ένα σύγνεφο βροχής κατέβηκε, τα πήρε το ποτάμι, τα πήρε ο ποταμός, φόρεσαν πολύ λευκές μπλούζες οι ειδήμονες, και μια μάσκα, δεν ήταν για τον ιό, χαραγμένο χαμόγελο ήταν, το σιδηρούν κομματικό προσωπείο, κι άλλοι περίμεναν στη γωνιά, ευκαιρία ήταν να εμέσουν τη χολή που κρατούσαν μέσα τους βαθιά και τους καρκίνευε, καιρός να αποβάλουν, κι αποβάλλουν νυχθημερόν, τούρκοι και ρωμιοί, δεν ξέρω αν είναι εξωμότες, ίσως και εξισλαμισθέντες χριστιανοί, από τον καιρό που μας άφησαν εδώ τις δυο τρεις χιλιάδες στρατιώτες οι τουρκομαννοί, έσκυψαν πολλοί το κεφάλι, είχαν στο σπίτι εκκλησιά και στο χωριό πήγαιναν στο τζαμί, άλλου παπά ευαγγέλια, μα έγιναν όλα αυτά που σου λέω, κι ύστερα μας ρωτούν, «μα γιατί δεν λάβατε υπόψη το σύνοικο στοιχείο;» Το στοιχείο το καταλαβαίνουμε, όπως λες το «στοιχειό του μεσονύχτου», έμεινε το σύνοικο, μα τώρα πληθαίνουν οι σύνοικοι, από περίπτερο ΟΧΙ και κάτω, κι ήταν ωραίοι δρόμοι, εκεί το σινεμά Ρόγιαλ, τα σπίτια του Ουζουνιάν, ένα ωραίο ζαχαροπλαστείο, κι η Ξάνθη του Ξενιέρου έμεινε στον καθρέφτη να χτενίζει τα κιτρινωπά μαλλιά της, όλα κατάμαυρα τώρα, κάτι μεταξύ Ινδιών και Μπακλατές, γίναμε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, Οδυσσέα μου, όνειρο προεδρικό βλέπεις, εσύ μόνο τους Τρώες ήξερες και τους Αχαιούς, εύκολα πράματα, λοιπόν, εδώ στο περιγιάλι που βρέθηκες τώρα, του Τζιυρκού που λέμε, παραπάνω το χωριό, ο άγιος Επίκτητος, δεν είναι ο φιλόσοφος, όχι, ούτε τον ένα ξέρεις ούτε τον άλλο, λοιπόν, εδώ, την βλέπεις την καλύβη, λίγα καλάμια έφερε ο Σκάρος, δυο τρεις πασσάλους και την έστησε, μπροστά στη θάλασσα το μποστάνι, ζαρζαβατικά και πέπονες, ακουστά τους έχεις ίσως από την Ιθάκη, πιο κάτω να σε πάρω μια βόλτα να δεις άγρια τοπία, θαλασσινές σπηλιές, μαζί με τον Ευριπίδη γράφουμε την τραγωδία μας εις το σπήλαιον, «αναπνοήν έχον προς την θάλασσαν»,  δεν το  ήξερα τότε, τώρα καταλαβαίνω τις ομοιότητες, τις στιγμές της αιωνιότητας που επαναλαμβάνονται, «τι λες, μου λέει, δεν πολυκαταλαβαίνω, εγώ θέλω την Ιθάκη μου», «εδώ συμφωνούμε απόλυτα», του λέω, όλοι οι πραγματικοί πρόσφυγες την Ιθάκη μας θέλουμε, κι ας κουρεύονται νούμερο ένα οι δικτάτορες και δόκτορες των όρων της Ιστορίας.
Εμείς έχουμε οδηγό την αλάνθαστη ψυχή μας.


Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

της θάλασσας


ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Τη θάλασσα που σε πικραίνει
τη φοβάσαι και στον ύπνο σου,
κατεβαίνει από τον Πενταδάκτυλο,
μπαίνει ακάλεστη στο δωμάτιο,
τρασκελά κάγκελα και παράθυρα,
τον κήπο και τα κυπαρίσσια,
τις ελιές και τερατσιές,
κάθεται καμιά φορά στο βουνό,
βλέπει τα φωσάκια της Χώρας
και με μια βουτιά βρίσκεται στα πρόθυρά σου,
δεν χτυπά,
δεν είναι Αθηνά δεν είσαι Τηλέμαχος,
ο χαμένος Οδυσσέας ταξιδεύει ακόμα,
οι Θεοί δεν συνεδρίασαν,
ο Ποσειδώνας όλο και οργίζεται,
με την τρίαινα αναδεύει τη θάλασσα,
δεν είναι η παιδούλα των δώδεκα και δεκαπέντε
που αγκάλιαζες δροσερή,
εκεί στις γούβες με το αλάτι,
δεν είναι το αεράκι κοντά στο ποτάμι και στις καλαμιές,
αυτή μια δράκαινα,
βγήκε λες από έργα του Σαίξπηρ,
νύχια τεράστια να γαντζωθούν πάνω σου,
γεροντικά δόντια
να θέλουν να μπηχτούν στο κορμί σου,
όχι όχι, αναπηδάς,
η θάλασσα του Επίκτητου,
της Κερύνειας και του Βαρωσιού
δεν ήταν ποτέ με ακάνθινο στεφάνι στολισμένες,
πώς έγινε,
και τα συρματοπλέγματα πληθαίνουν,
δεν βρήκες τον τρόπο εσύ,
δεν δέχεσαι τα διατάγματα,
τις υποκλίσεις,
τους ρητορικούς λόγους
τον κρείσσω λόγον και τον ήττω,
κουάξ κουάξ τα βατράχια στο ποτάμι,
κι εσύ να ξαγρυπνάς
λουσμένος στον ιδρώτα
μιας λεκιασμένης Λευκωσίας,
ακατανόητης,
κι οι ρήτορες πληθαίνουν,
συγχυσμένοι.
Στο μυαλό μου καθαρή η εικόνα σου,
των δώδεκα και δεκαπέντε χρόνων,
έλα στην αγκαλιά μου.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

αναβαθμοί


ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ
Η χαρά διαγράφεται φωτεινή στα χείλη
από το Ελεήμον ελέησόν με ο Θεός,
απλόχωρα μεταδίνεται στο δοξαστικό των αίνων,
οι καμπάνες ετοιμάζονται σε λίγο να δοξολογήσουν,
εν υψίστοις ήδη συγκεντρώθηκαν οι δυνάμεις,
μικρός θόρυβος ώσπου να επιβληθεί η σιωπή
ενός λεπτού πριν την παμφωνία,
μόλις τελειώσουν κάθονται,
αναπαύονται,
θα επιτελέσουν το μέγα έργο στο Χερουβικό,
άκρα σιγή,
στην αγια Σοφιά ακούγεται ακόμα,
φτάνει και στα δικά μας ώτα
κι ευφραίνει ψυχές,
ένα αγγελούδι σαν χελιδόνι πριν την ώρα του
βιάζεται να δοκιμάσει τα φτερά
της ουράνιας φωνής του,
θα κρατά ίσον στο Άξιον εστίν ως αληθώς
ήδη αστράφτουν τα πρόσωπα φωτεινά
η ανεκλάλητη χαρά
τους συνοδεύει ως το σπίτι.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

τα τριμήνια


ΤΑ ΤΡΙΜΗΝΙΑ
Θα ‘ναι, λέω, τα τριμήνια του ξαδέλφου του Αντώνη, μας έφυγε τις μέρες του μεγάλου εγκλεισμού, ελάχιστοι μπορούσαν να τον συνοδεύσουν στην τελευταία κατοικία, να περάσω να δώσω τα συλλυπητήριά μου στο Σαββή, το γιο και διάδοχο στο κρεοπωλείο, το όνομα του παππού, της υπομονετικιάς Αλεξάντρας εγγονός, της μεγάλης αδελφής του πατέρα,  «τόσο ξαφνικά που μας έφυγε», λέω, «όχι θείε μου, ο πατέρας είχε καρκίνο στους πνεύμονες, πήγαμε στους γιατρούς, εγχείρηση και θεραπεία», του είπαν, «όχι», λέει, «τα έζησα με το μακαριστό γιο μου, και τις θεραπείες και τους γιατρούς, νέος ήταν εκείνος, έπρεπε, δεν θέλω όμως εγώ να τα ξαναζήσω», ο γιατρός του είπε, «τότε θα μας υπογράψεις, για να σε αφήσουμε να φύγεις», φέρτε το χαρτί να υπογράψω, και υπογράφει το φυσιολογικό θάνατό του, «έχεις έξι μήνες- ένα χρόνο ζωή», του είπαν, και συνεχίζει ακάθεκτος και δυνατός τη δουλειά, στο κρεοπωλείο το τελευταίο του Σάββατο πήγε στις πέντε το πρωί, άρχισε να κατακόβει αριστοτεχνικά, από μικρός στο σφαγείο, τέλειωσε κατά τις εννέα, πήρε και τα μεζεδάκια του να του τα ετοιμάσει η Αντρούλα του, η παιδική του αγάπη, Κυριακή έκατσε στην τηλεόραση να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία, λίγα χρόνια πριν ερχόντανε περπατητοί στον άιν Κασσιανό μας, εκεί στο τέλος, έβαλε και το πιάτο του με το ουζάκι του, απόλαυσε τα επίγεια σαν άγγελος κι έγειρε κι αποκοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Κι εκεί που πήγαινα να πω τα συλλυπητήριά μου, είπα πόση χαρά ένιωσα που ο Αντωνής μας στάθηκε τόσο γενναίος στη ζωή και στο θάνατο, αιωνία σου η μνήμη ανιψιέ μας!    

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ο νονός


 Ο ΝΟΝΟΣ
Παρακολουθούσε με προσήλωση τις ειδήσεις από τηλεοράσεως και άφηνε το μυαλό του να συλλάβει την ιδέα, αυτό που θα σχεδίαζε για τον κινηματογράφο θα ήταν το έργο της χρονιάς, αν όχι του αιώνα, παρακολουθούσε τις κινήσεις του Τραμπ, προπαθούσε μέσα από τον άγριο θυμό του Ερντογάν να συλλάβει το απύθμενο μίσος εναντίον του εαυτού του, σχιζοφρενή δεν τον ήθελε, αντίθετα έπρεπε να μοιάζει με Μάρλον Μπράντο, ο ρόλος θα ταίριαζε, το έργο θα το ονόμαζε «Ο Νονός», μια μαφία κι έξω, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έβλεπε, τα μαφιόζικα ήταν μικρά κοντά σ’ αυτά που παγκόσμια τεκταίνονταν και κανείς δεν μιλούσε, περίμενε τον κάθε ηλίθιο του διεθνούς οργανισμού ν’ ανοίξει το στόμα κι αυτός σχεδόν έστελνε συγχαρητήρια σε κάθε επίθεση της αεροπορίας εναντίον της Λιβύης, των Κούρδων στο Ιράκ,  σκεφτόταν ο Κόπολα, μια οικογένεια εγκληματιών, να γίνεται πρόεδρος της χώρας του ο ένας, να γίνεται και ο άλλος, δυο αντίπαλες οικογένειας του υποκόσμου θα ήταν καλό να σμίξουν, να δούμε και την αντίδραση του κόσμου, να ανέχεται η ανθρωπότητα τους εγκληματίες να την κυβερνούν, παιδιά είχαν οι Πρόεδροι, δεν θα χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα παιδιά τους αλλά τους γαμπρούς τους, ο ένας θα έδινε κάλυψη στον άλλο για κάθε παρανομία, αν χρειαζόταν έφτιαχνε και κανένα πραξικόπημα, προτιμότερο αυτό να γινόταν στην Τουρκία, να δώσει ευκαιρία στον ένα να καθαρίσει από τους αντίπαλους, κι έτσι  έστελνε στη φυλακή όλους όσοι ντρέπονταν να τους κυβερνούν μαφιόζοι, ο άλλος μάλλον φάνταζε φρενοβλαβής, τους διαλέγουν οι μεγάλες χώρες, η χώρα του αγάλματος της Ελευθερίας,  με χίλια δυο κόλπα ξεγελούν τον κόσμο, χρήμα παιδί μου χρήμα, και απειλές, μεγάλα συμφέροντα, στενές οικονομικές σχέσεις, έπρεπε να βρει κι έναν ηθοποιό να μοιάζει στον Τραμπ, για τις κυρίες των Προέδρων είχε τα κομμάτια του ή κόμματους και κομματάκια, η άλλη ας ήταν όποια να ‘ναι, ούτε πρόσωπο φαίνεται ούτε κορμί, να της βρει μόνο ρούχα πολυτελείας, καλά, αυτό θα το αναλάμβανε το ειδικό προσωπικό,  πώς όμως θα βόλευε τόση βρομιά σε μια ταινία, αυτό σκεφτόταν, τη δυσωδία που θα αναδίνει η ταινία του, χειρότερη από χοιροστάσια, χειρότερη από λύματα της μιασμιλιάς… ενώ η πραγματικότητα ήταν χειρότερη. O tempora, o mores!!!

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

δεν ειναι δυνατό


ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ
Δεν είναι δυνατό να μη φταίμε, γιατί είμαστε περικυκλωμένοι από στεριά και θάλασσα.
Δεν είναι δυνατό να μη φταίμε, γιατί ανεχτήκαμε να διευθύνουν την εξωτερική μας πολιτική άνθρωποι υποχωρητικοί στο έπακρον, με την ουρά στα σκέλια μόλις έβλεπαν τον λύκο.
Δεν είναι δυνατό να μη φταίμε, που ανεχτήκαμε να έχουμε αγνοούμενους πενήντα χρόνια τώρα, θαμμένους κάτω από δάση και λεωφόρους που πέρασαν από πάνω τους, το έγκλημα όμως δεν σκεπάζεται με τίποτε, τις νύχτες βοά το αδικοχυμένο αίμα και ζητά εκδίκηση.

Δεν είναι δυνατό να μη φταίμε, που ανεχτήκαμε να ηγούνται των προσφύγων υποτελείς των κομμάτων και λακέδες του προεδρικού, την ώρα που, αν οι πρόσφυγες ενώνονταν σε κόμμα, θα ανέτρεπαν τους πάντες και τα πάντα, όχι ραγιάδες των εκ των υστέρων πλουσίων οι πρόσφυγες, χρεωμένοι και αδικημένοι, «όπου έπεσε η φωτιά έκαψε», ενώ τα άλλα θέριευαν και υπεράξιζαν εκατονταπλάσια, τι λέω!
Δεν είναι δυνατό να μη φταίμε, που ούτε τους προσφυγικούς συνοικισμούς δεν οργανώσαμε έτσι, που να μη χαθεί το χωριό, η παλιά κοινότητα, οι δεσμοί φιλίας και αίματος, τώρα δεν ξέρουμε ακόμα πού κρατούν οι σκούφιες κι από πού του καθενός, χαμένοι μέσα στον ίδιο μας τον τόπο, γηροκομεία και νεκροταφεία καταντούν, έλεος!
Δεν είναι δυνατό να μη φταίμε, που τα παιδιά μας στην Καρπασία δέχονται κατασκισμένα βιβλία, λογοκρισία και έλεγχο από το τουρκικό καθεστώς, ύστερα από τις ηρωικές μορφές που διώχτηκαν με τη βία και τον εξαναγκασμό από την πατρώα γη- κρίμα στις Συμφωνίες!
Δεν είναι δυνατό να μη φταίμε, που μας κατέφαγε το χρηματιστήριο, που οι συνεργατικές από καμάρι της φτωχολογιάς έγιναν το κλωτσοσκούφι των εκμεταλλευτών, και το τραπεζικό μας σύστημα γκρεμίστηκε μια νύχτα, αφού κατέφαγαν τα θεμέλιά του εγχώρια και παγκόσμια τρωκτικά.
Δεν είναι δυνατό να μη φταίμε που η παιδεία μας σιωπά και ασχολείται με αλλότρια, την ώρα που εμείς είμαστε θύματα ρατσισμού, να στρέφει τα βλέμματα των παιδιών μας αλλού, να γεννά στις ψυχές τους ενοχές που δεν έπρεπε να έχουν, να διαστρεβλώνει τον φυσικό και λογικό τρόπο σκέψης τους, ενώ διακηρύσσει πως εξασκεί στην κριτική σκέψη, στραβάρα μαύρη. Ελεύθερους ανθρώπους ετοιμάζεις, ω εκπαιδευτικό μας σύστημα; Αυτή η λυδία λίθος.
Δεν είναι δυνατόν να μη φταίμε, όταν αφήνουμε και ανεχόμαστε την υβριστική συμπεριφορά πληρωμένων υπαλλήλων, που εκβιάζουν να γίνει το δικό τους και να επιβληθούν οι δικές τους αντιλήψεις περί δικαίου ή αδίκου, περί μισαλλοδοξίας και ρατσισμού, την ώρα που οι ίδιοι είναι οι πρώτοι μισαλλόδοξοι, φως φανάρι, δείτε τις εκδηλώσεις τους, τον τυφλό φανατισμό τους, αν τους έδιναν όπλα, θα καθάριζαν κόσμο και κοσμάκη γιατί δεν σκέφτεται όπως αυτοί.
Και όμως μένουμε σ’ αυτό τον τόπο, ξέρουμε τον οχτρό, ξέρουμε τους οχτρούς,- μέσα χειρότεροι -έξω χείριστοι και κάκιστοι, μένουμε εντός, ριζωμένοι με πίστη, στον ελληνισμό μας, τον χριστιανισμό μας, σ’ αυτό που χιλιάδες χρόνια είμαστε και κανείς δεν μπορεί να μας το ξεριζώσει.  

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

την σήμερον ημέραν


ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΗΜΕΡΑΝ
-«Έχω κι εγώ πονοκεφάλους…»
Μπορεί να ‘ν τα χάπια
που μας έδωσε ο γεροντολόγος
Περνώντας έξω από το υπουργείο
Μπορεί να είναι οι αναλυτές
που μας στριμώχνουν στη γωνία
Να δεχθούμε, να δώσουμε κι άλλα
Να φορέσουμε σκούφο
Να ναι κόκκινου χρώματος
Με γαλάζια πολλή πολλή θάλασσα.
-Όχι, λέει ο άλλος, εσύ ο Ελληναράς
Να πάρεις τα όπλα και γιούργια…
-Δεν είναι έτσι τα πράματα, λέει ο άλλος ειδικός:
Υφαλοκρηπίδα και χωρικά ύδατα  
υδατάνθρακες και αεριούχα
είναι για το φαείν και το πιείν…
-Όλα λάθος. Δεν ακούσατε κι εμένα
Που σας τα ‘ λεγα, λέει ο άλλος…
Η Τουρκία, η Λιβύη, η Αίγυπτος και το Ισραήλ
Κι η Ρωσία κι η Αμερική κι ο Γιωργάκης
Που χορεύει τσιφτετέλι
Όλοι μαζί μαγειρεύουν στα μαγειρεία της Πολιτικής,
Που εμαείρευκεν φατζιήν…
-Έχω κι εγώ πονοκεφάλους…


Πέρασα τον Αχέροντα


Πέρασα τον Αχέροντα,
με τη βάρκα του Χάροντα,
πλήρωσα τον οβολό μου,
έλεγα στη γυναίκα,
δεν μπορώ τα νομίσματα κάτω από τη γλώσσα,
πιστή αυτή στις παραδόσεις δεν με άκουε,
πλησιάζαμε στην αντίπερα όχθη,
ζαλισμένος εγώ
άκουα σαν στον ύπνο του θανάτου
τα μουγκρίσματα του Κέρβερου,
μου θύμιζαν τα μπουλτόκ του γείτονα
ή  τα άλλα άγρια σκυλιά των τσοπάνηδων
μέσα στη νύχτα,
σαν έφευγα από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς
για να πάω στο δικό μου,
μέσα στα μαύρα κατάμαυρα πέπλα του χωριού,
ποτάμια και ποτάμια,
τα νερά κόχλαζαν,
ή τα νερά της Στυγός, που μας έλεγαν,
εκεί στη Λήθη να διακρίνω το Μαβίλη,
“Ποιητή μου και ήρωά μου, μην κλαις,
καλά τα είπες, καλή συντροφιά μας κράτησες τους χειμώνες,
χαίρε του είπα,
μα έστρεψε αλλού το βλέμμα, χαμηλά το κεφάλι.
Κι ύστερα άρχισε να μου απαγγέλλει για τα ασφοδέλια,
ως που συνάντησα το Έρεβος,
βιαστικός για τη δίκη,
αυστηρότητα παντού, όπως στο σχολείο, τότε,
οι δικαστές στους θώκους τους
Θα περιμένω πολλή ώρα,
αν και ξέρω την καταδίκη μου:
Να θυμούμαι τα εδώ και να κλαίω
για τον παράδεισο που έχασα.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

το εύδαιμον και το εύψυχον


Στέλιου Παπαντωνίου
Το εύδαιμον και το εύψυχον
Να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: Είμαστε ως κάτοικοι της Κύπρου κάτι. Αφού δεν είμαστε μωαμεθανοί, τούρκοι, αρμένιοι, μαρωνίτες, λατίνοι, άλλο δεν υπάρχει παρά να είμαστε Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι. Όχι, λεν άλλοι. Εμείς δεν είμαστε τίποτε από όλα αυτά. Είμαστε χωρίς θρησκεία χωρίς εθνότητα, γιατί αυτά φέρνουν καταστροφές στον κόσμο, τον χωρίζουν, δεν τον ενώνουν, εμείς διακρίνουμε τους ανθρώπους ανάλογα με τον πλούτο τους σε πλούσιους και φτωχούς, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, αγωνιζόμαστε για την ισότητα των ανθρώπων, τη δικαιοσύνη, την ευτυχία όλων.
Μάλιστα. Κι εμείς λέμε, ο ελληνικός πολιτισμός πρώτος δίδαξε τον άνθρωπο το τι εστί άνθρωπος, κέντρο του στάθηκε ο άνθρωπος, ούτε σε Θεούς υποτάχτηκε ούτε σε δαίμονες παρά μόνο στην ελευθερία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, εξ ου και οι λεγόμενοι ανθρωπισμοί, ανθρωπιστικά ιδεώδη κλπ. Και ερχόμενος ο χριστιανισμός στον κόσμο αυτά δίδαξε και προπάντων την αγάπη στον πλησίον που είναι ο άλλος Θεός μας. Κι όλα αυτά είναι βαθύτατα ριζωμένα στον πολιτισμό, στην παιδεία, στον τρόπο ζωής μας, στο ήθος μας, άσχετα αν επιτυγχάνουμε ή όχι, αυτά όμως έχουμε ζωής οδηγούς.
Ένα άνευ προηγουμένου περιεκτικότατο ρητό από τον Θουκυδίδη είναι το «το εύδαιμον το ελεύθερον». Ευδαιμονία, ευτυχία είναι η ελευθερία και παρακάτω λέει η ευψυχία, το να έχει κανείς γενναία ψυχή και γι’αυτό, επειδή η ελευθερία χρειάζεται ίσως και πολεμικούς κινδύνους για να διατηρηθεί ή να αποκτηθεί, γι’ αυτό λέει, «μη περιοράσθε τους πολεμικούς κινδύνους», μην παραμελείτε ή μη βάζετε παράμερα τους κινδύνους του πολέμου, γιατί αν έρθει η ώρα πρέπει να τους αναλάβετε, για να είστε ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι.
Ο καθένας μπορεί να πει, αυτά είναι λόγια των παραμυθιών, δασκαλίστικες κουβέντες. Τα πιο πρόσφατα για μας που τα ζήσαμε γεγονότα και αποδείξεις της ευδαιμονίας  των ανθρώπων είναι των ηρώων μας του 1955-59 που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά και περηφάνεια τραβούσαν στην αγχόνη ή έπεφταν στα πεδία των μαχών, ευτυχέστατοι, στο ύψιστο της ανθρωπίνης ευδαιμονίας, στην καλύτερή τους ώρα. Το ξέρουμε από τις επιστολές τους στους δικούς τους, από τα λόγια τους, από τη βαθύτατη πίστη τους. Είχαν ήδη διανοίξει διόδους στον άλλο κόσμο, μετείχαν ήδη της αιωνιότητας και της μακαριότητας.
Ούτε βέβαια εκείνοι φταιν, ούτε εμείς, αν πάμπολλοι συμπολίτες μας επαίρονται για τις αλλιώτικες γνώσεις τους, για τα διδάγματα που παίρνουν από τα σεμινάρια και τα κομματικά διδασκαλεία. Η κλίμακα του πνεύματος,  δυστυχώς γι’ αυτούς,  δεν σταματά στα ρεαλιστικά και οφθαλμοφανή, γιατί υπάρχουν και άλλα, αόρατα και ακατάληπτα, φτάνει ο άνθρωπος να αποδέχεται την μικρότητά του, και με ταπεινότητα να αποδέχεται πως δεν τα ξέρει όλα, ούτε μπορεί να τα ξέρει.
Ως Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι σ’ αυτό τον τόπο, αγωνιστήκαμε για την ένωση με την Ελλάδα, φυσικότατα, δημοκρατικότατα, 82% του πληθυσμού, κι είχαμε κάθε δικαίωμα να σχεδιάζουμε το μέλλον μας, όπως οποιοσδήποτε λαός. Αν μπήκαν στη μέση οι Άγγλοι, οι Τούρκοι, αν τους έβαλαν άλλοι, για τα συμφέροντά τους, δεν μπορούμε συνεχώς να δικαιολογούμε τους άλλους και να απορρίπτουμε τη δική μας θέληση, γιατί έτσι διδάσκουν οι διάφορες σχολές σκέψης. Κι εμείς μια σχολή σκέψης είμαστε, ή Η σχολή σκέψης της δημοκρατίας και πλειοψηφίας.
Έγιναν τα όσα έγιναν. Είναι δυνατόν να αποδεχόμαστε την παρούσα κατάσταση λέγοντας, «μα δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, ας τα αποδεχτούμε τα τετελεσμένα»; Απ’ ό, τι όμως ο καθένας βλέπει , τα πράγματα δεν τελειώνουν εδώ. Η Τουρκία ετοιμάζεται για άλλες επιθέσεις, άλλες καταβροχθίσεις. Αυτό θα είναι το σύνθημά μας; «Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με μεγαλύτερή μας δύναμη, ας δεχτούμε τα τετελεσμένα»; Ετοιμάζουμε για τους εαυτούς και για τα παιδιά μας μια νέα τουρκοκρατία και η δικαιολογία μας στην Ιστορία θα είναι: «δεν είχαμε ευψυχία»; Και ανεχτήκαμε τη δυστυχία μιας άλλης τουρκοκρατίας!!! Οικεία βουλήσει;;;


Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

Περιγραμμάτικα

Περιγραμμάτικα
Μπορεί να ασχολείται κανείς με τη φιλολογία εξήντα περίπου χρόνια, να διάβασε κείμενα αρχαία, βυζαντινά, νέα ελληνικά, να διόρθωσε γραπτά με τις χιλιάδες, βιβλία και τετράδια, και όμως να προστρέχει συνεχώς στη γραμματική, το συντακτικό, τα λεξικά παντός είδους, νιώθοντας ακόμα πως πάμπολλα έχει να μάθει.
Η ελληνική γλώσσα είναι αρχαιότατη, πλουσιότατη, εκφραστικότατη, χαρά να ασχολείται κανείς μ’ αυτήν, φτάνει να έχει μεράκι, να θέλει να γίνει καλύτερος στην κατανόηση κειμένων, στη συγγραφή κειμένων. Είναι κι αυτή μια ηδονή.
Από λάθη τα κείμενα πληθώρα. Επειδή κάτι είναι γραμμένο, δεν σημαίνει πως είναι και αλάνθαστο, όποια υπογραφή κι αν έχει από κάτω. Για ανθρώπους μιλάμε, οπότε δικαιούνται κι αυτοί τα λάθη τους. Υπάρχουν όμως και τα συνειδητά λάθη. Γράφει κανείς τραγωδία καλά, όταν ξέρει να γράψει και κωμωδία καλά. Γράφει κανείς συνειδητά σωστά, όταν συνειδητά μπορεί να γράψει και λανθασμένα.
Το αισθητήριο της γλώσσας ακονίζεται με τα χρόνια, με το πολύ διάβασμα και γράψιμο, την πραγματική μελέτη της γλώσσας. Έχει ακόμα ο Θεός.
Καλά να είμαστε, να μαθαίνουμε.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Τιπούκειτος


Τιπούκειτος
Είναι μερικές φορές που οι θέσεις ετοιμάζονται για τον άνθρωπο, τον συγκεκριμένο: Να φορεί βράκα με σαράντα δύο και μισό πήχες δίμιτο, πουκάμισο μπλου μπλακ, δερμάτινη ζώνη εκατόν είκοσι, μόνο τα αρχικά του ονόματος δεν βάζουν, κάποτε θα γίνει κι αυτό. Είναι όμως μερικές φορές που συμβαίνει το αντίθετο: Ετοιμάζεται ο άνθρωπος για τη θέση, βάφει τα μαλλιά ανάλογα με το χρώμα της παράταξης, κι αν πρόκειται για θέση σε πολυεθνική εταιρεία ή ευρωπαϊκό οργανισμό, η πολυχρωμία είναι πάντα στη μόδα, από τον καιρό της γύφτισσας με τη φούστα την κλαρωτή και το γαρύφαλλο σ’ αφτί.
Τα κυπαρίσσια σκεβρώνουν. Ούτε πουλί καταδέχεται να κάτσει στο λευκασμένα του μαλλιά ούτε τζιτζίκι να ερωτευτεί στα κλαριά του. Μια ζωή περνούσε ο μαραγκός κατά τακτά χρονικά διαστήματα από το σπίτι του, έπαιρνε τα μέτρα, να του φτιάξει την ανάλογη καρέκλα, τριπόδι, πολτρόνα, ας είναι και σκαμνάκι, ή ξύλινο κάθισμα λεκάνης, πάντα με το όνομά του στην πλακέτα, όπου τον έγραφε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
Τώρα, όπως την ξύλινη καρότσα, χαλασμένος ο τροχός, ή το αλακάτι, το μάγγανο στο μαγγανοπήγαδο, σαραβαλιασμένο από το χρόνο, να βγάζει μόνο γλυφό νερό από το λάκκο, κι όμως να κοιτά πίσω, τον ακολουθούν ή δεν τον ακολουθούν οι εβδομήντα πέντε οργανώσεις, εμείς είδαμε τρεις τέσσερις νεκροκεφαλές, των πειρατικών εκείνων σημαιών στα κινηματογραφικά έργα,  «τα τα τα ταααα. Κκάμ ον παιδίιιιι».
Κρίμα λες ο άνθρωπος, κρίμα οι άνθρωποι, η Κυριακή του τυφλού πέρασε, γιατρειά δεν είδαν, πολύ ανεκτικοί καταντήσαμε οι άνθρωποι στον τόπο μας, εκεί που έπρεπε να περιμένουμε τους Σπαρτιάτες να βγαίνουν από τη θάλασσα στον Άι Επίκτητο, ύστερα από την πρωινή άσκηση, να χτενίζονται στον ήλιο. Πάει να πει «οίους επ’ άνδρας, Μαρδόνιε», και βουλώνει το στόμα στο «οίους»….

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

το ευτύχημα


Το ευτύχημα
Πω πω ρε παιδί μου, θα πουν κι οι ουνιτάδες -πώς τους λέτε;-, γράφει κι αυτός για τους poor Turks, βαλμένη την είχα την τηλεόραση, εκεί που έγραφα για το μεροκαματιάρη το σύνοικο στοιχείο -που λέμε-  να σου έναν παππού να λούνεται στο κλάμα, «κι έρχομαι εδώ να δουλέψω», κι ανοίγει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου να μας δείξει το στρώμα που θα κοιμηθεί το βράδυ( α βρε κατακαημένε, χρόνια εμείς σε τέτοια αφρολέξ την βγάζαμε, στρωματσάδα ή ανοίγαμε έναν καναπέ τη μέρα, τη νύχτα κρεβάτι, εφτά σε ένα διαμερισματάκι των δύο υπνοδωματίων, ξέρουμε και καλοξέρουμε)  περασμένα κι αξέχαστα, κι εκεί που θυμήθηκε τα εγγόνια του ο εργάτης, πιάνει το κλάμα, «κι αφήνω για δεκαπέντε μέρες τα εγγόνια μου», κι εμείς οι παππούδες «δι΄ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», αλλά εμείς μείναμε στο φόβο και κάθαρση δεν βλέπουμε, αντίθετα την αδικία να ριζώνει και να γίνεται σημαία πολιτικής των πολιτικών μας, που φαίνεται όμως πως ανήκουν στην τάξη των μη παθόντων, γιατί όλα αυτά τα τερτίπια τους ακαταλαβίστικα μας είναι ακόμα.
Και βέβαια δεν τα ΄χουμε με κανένα απλό άνθρωπο που νοιάζεται για το μεροκάματό του, άλλοι το ξανάπαμε παίζουν στην ράχη του κοσμάκη, κάθεται ο άλλος σαν να ‘ναι στον καφενέ του χωριού του, κι από χωριό να μην είναι πάντως «χώρκατος» είναι, «και ποιος νομίζεις πως είσαι εσύ, και ποιος νομίζεις πως κυβερνά την Τουρκία; Και δεν μετράτε το μπόι σας, και δεν καταλαβαίνετε πως με ένα πατσαβούρι που βάζετε, βυζαντινή σημαία, εξάπτετε τον ισλαμισμό μας και τον πατριωτισμό μας και το σεβασμό μας στα ιερά και στα όσιά μας…», κι εμείς μένουμε, ρε παιδί μου ποιος τα λέει αυτά; Και γιατί δεν ρωτά ποιος έκτισε την αγια Σοφιά, ποιος είναι ο Θεός τους,  ποιες λειτουργίες γίνονταν εδώ μέσα; Να τον γράψει η ιστορία!  Θα τον γράψει!  Και τον Τραμπ και τον Χίτλερ έγραψε και τον Ναπολέοντα και πάει λέγοντας, αλλά πες μας, σουλτάνε μας, τι έχεις να επιδείξεις κι εσύ από πολιτισμό; Τι πέτυχες; Τα παλάτια τα μεγαλοπρεπή και τις τρύπες στα βάθη της θαλάσσης που σου βγάζουν φύκια; Και θα στείλει τις φρεγάτες του να συνοδεύουν τα γιαβούζ του, κι όλες οι θάλασσες δικές του, κι όλες οι πέριξ χώρες, και δεν υπάρχουν Έλληνες , Αρμένιοι, Εβραίοι, γιατί τους κατάφαγε, δεν υπάρχουν ούτε Κούρδοι ούτε Ρομά κι όλες οι άλλες φυλές της οικουμένης, μόνο Τούρκοι υπάρχουν στην Τουρκία, ενώ εδώ, στο νησί, υπάρχουν οι Τουρκοκύπριοι,  που θέλει γι’ αυτούς κρατίδιο, που δεν το αναγνωρίζει κανένας εκτός από τον πατέρα του, κι έρχονται να δουλέψουν οι φτωχοί, κι αφήνουν τα εγγόνια, και με το δίκιο τους τους πιάνουν τα κλάματα, κι εμείς παρακολουθούμε, μια τους μεγάλους Τούρκους  μια τους μικρούς, καταντήσαμε εμείς οι ίδιοι ανύπαρκτοι, ευτυχώς που υπάρχει ο κορωνοϊός και μας θυμίζουν πως ακόμα είμαστε ζωντανοί και κινδυνεύουμε από αρρώστιες. Ευτύχημα κι αυτό!!!

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ένας βιοπαλαιστής


ΕΝΑΣ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Ένας φτωχός βιοπαλαιστής είμαι κι εγώ, πώς βρέθηκα τώρα μπλεγμένος, τρεις μήνες χωρίς δουλειά, οικοδόμος, καλουψιής, πελεκάνος, όλα μου τα ’μαθε ο πατέρας, να μπορείς να ζήσεις την οικογένειά σου, μου έλεγε, τον θυμάμαι την ώρα που μας έβαζαν στο λεωφορείο να φύουμε από το χωριό, έπρεπε λέει η διαταγή να πάμε μαζί με τους άλλους δικούς μας, σε ένα χωριό που θα μας έδιναν, ήταν ξένα σπίτια μα θα γίνονταν δικά μας, βάλανε κλήρο σε μια τενέκα, μας έπεσε ένα ωραίο σπίτι, όλα τα σπίτια ήταν ωραία, μα της θείας μου ήταν ωραιότερο,  θα ‘ ταν πλούσιοι εδώ μέσα, στον καφενέ όλοι έλεγαν, τι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι, είχαν  απ’ όλα και τώρα να,  τους τα πήραμε εμείς, το ερμάρι  γεμάτο ρούχα, βρήκαμε και για μένα και για την αδελφή μου, πριγκιπέσσα φάνταζε, μόνο η γιαγιά δεν ήθελε να φορέσει ξένα ρούχα, στο χωριό έμεινε ριζωμένη στην καρέκλα, ο παππούς την απείλησε, θα σε δέσω με τη βρακοζώνα στην καρέκλα και θα μείνει ς εδώ να ψοφήσεις, να σε φαν οι ρωμιοί, της είπε, την κουβαλήσαμε με το ζόρι στο λεωφορείο, εδώ λοιπόν τα βρήκαμε όλα έτοιμα, ψυγεία γεμάτα, χαλιά και κουρτίνες στα σπίτια, αφού τα φάγαμε όμως ήρθε ώρα να βρουν δουλειά οι γονιοί μας, άλλος αγώνας, κι ύστερα ο δικός μας, τώρα που κάναμε τη δική μας οικογένεια, τέχνη ήξερα, να την κρεμάσω στο καρφί δεν ήθελα, έπρεπε να δουλέψω, άκουσα πως οι άλλοι είχαν δουλειές, τα κατάφερα, καλό μεροκάματο, κοινωνικές ασφαλίσεις, τη μάνα και τον κύρη μου τους έπαιρνα στο νοσοκομείο εκεί στους άλλους, τι διάολο, κάναμε αγώνα να ξεφύγουμε και πάλι στα πόδια  τους προσπέφτουμε, δουλειά, κύριε, δουλειά, και τώρα δεν ξέρω, κάτι για μια αρρώστια μου τσαμπουνούν, μπορεί να είναι και προπαγάνδα, μπορεί να είναι και το άλλο που λεν, προβοκάτσια, μάλιστα, αυτό, για να μην δουλεύουμε, να πεθάνουμε της πείνας!!! Μα η μητέρα πατρίδα θα μας αφήσει; Κι αυτός τώρα – ο πώς τον λεν- εξουσία θέλει, τον μεγάλο παίζει ανάμεσα στους μικρούς και ο άλλος μικρός τον μεγάλο παίζει και όλοι υπακούν στον μεγάλο, αυτός μάλιστα, λύνει το ζωνάρι του καθημέραν και βγαίνει στο μεϊντάνι για καυγά, μα εγώ ζητώ το μεροκάματο και πρέπει να δουλέψω στους άλλους, μου κλείνουν τις εισόδους, μου κλείνουν τις εξόδους, πλαστά πράματα, πρώτος εδώ τα ανακάλυψε ο Ντεκτάς, να κλειδωθούμε, είπε, εδώ, να κάμουμε τη δική μας διοίκηση, ύστερα την έκαμε κυβέρνηση, κάποτε μας έλεγαν μειονότητα, ύστερα κοινότητα, ύστερα διοίκηση ύστερα κράτος, λέει, τι διαφορά, εγώ το μεροκάματα, κι αυτό δεν εξαρτάται  από μένα, ευτυχώς μου έστειλαν λεφτά, οι άλλοι, στο όνομά μου, στο λογαριασμό μου, μα ως πού θα πάει, τώρα θα μας κρατήσουν λέει δεκαπέντε μέρες εδώ, στους άλλους, καραντίνα,  γιατί δεν μας δέχονται πίσω οι δικοί μας, άκου καραντίνα, αλλά την Παρασκευή εγώ θέλω τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, πού θα τους βάλω, θα βρει ο Αλλάχ τόπο, μια ζήση στα μπερδέματα, δέκα ψωριάρηδες κι έχουμε δέκα κυβερνήτες, άλλος άλλα λέει κι όλοι μας κοροϊδεύουν, στην πλάτη μας παίζουν καραγκιόζη, για  να δούμε σήμερα, θα μας αφήσουν να πάμε να δουλέψουμε;;;Πού καταντήσαμε !!! Οι άλλοι χειρότεροι!!! Αυτοί κι αν έχουν καταντήσει!!! Αλλάχ πελασινίβερσι…


Τι να πεις;


Τι να πεις; Ό τι λεν όλοι. Η αναίδεια υπερεπερίσσευσεν κι εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να την παρακολουθούμε να βγάζει γλώσσα και να συμβουλεύει μάλιστα!!! Στο όνομα του 18% του πληθυσμού του νησιού μας, η Τουρκία κατέλαβε το 36% του εδάφους, πολλαπλάσια παράλια, κατέστρεψε και καταστρέφει καθημερινά πολιτισμό αιώνων. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Όποιος διαβάζει Ιστορία, αυτή θα δει πως είναι η πολιτική της Τουρκίας. Εθνοκάθαρση για τους άλλους, για να μπορεί ο νυν Ερντογάν να χαιρετά με τα τέσσερα δάχτυλα ενωμένα, μια μεγάλη Τουρκία χωρίς άλλους εκτός Τούρκων, μια ισλαμική χώρα χωρίς καμιά άλλη θρησκεία μπλεγμένη στα πόδια τους, μια γλώσσα την τουρκική, κι ενιαίο λαό με μια την Ιστορία και «πολιτισμό», οτιδήποτε άλλο απαγορεύεται, γι’ αυτό και οι φυλακές του είναι γεμάτες από αντιφρονούντες όποιας λογής.
Και για να επιτευχθούν αυτά χρησιμοποιεί παν μέσον, προπάντων παράνομο, όλους τους εγκληματίες τους εργοδοτεί, όλες τις κλίκες τις υπέταξε στη αστυνομία του, και ξανά προς τις εθνοκαθάρσεις τραβά, ξέροντας όμως πως πρέπει και να παρουσιάζεται ο προστάτης των πτωχών και αδυνάτων, ο προστάτης των όπου γης τουρκικών πληθυσμών ή τουρκογενών, των όπου γης μωαμεθανών, της όπου γης πάλαι ποτέ οθωμανικής αυτοκρατορίας, διάδοχος και ανάδοχος της νέας τουρκοκρατίας κατά γην και κατά θάλασσαν, που την θέλει μάλιστα μαβιά, ή γαλάζια, οπότε κατατρώει και καταπίνει εν ονόματι της δύναμής του της πολεμικής, της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, των ισχυρών φίλων του, (και μπράβο του βέβαια γιατί τα καταφέρνει) αλλά σ’εμάς δεν συμφέρει, με τη μαλθακότητά μας και τους φόβους μας και τις οπισθοχωρήσεις μας, να δούμε τι θα πουν τα παλικάρια τα καλά αύριο που θα γιορτάζουμε την ελληνική επανάσταση του 21. Εξ όνυχος τον λέοντα ή βλέπουμε την κωλοσυρμαθκιάν της κουφής και καταλαβαίνουμε ή έχουμε ήδη άγρια πείρα, εδώ παν να ξεγράψουν τον ελληνισμό από τους χάρτες, ή μη μιλήσεις για ελληνισμό γιατί είσαι από φασίστας μέχρι ρατσιστής και άλλα μη ηχηρά παρόμοια!!!
Δεν είναι βέβαια πολιτική το να βάζουμε μια βυζαντινή σημαία σε ένα τζαμί ή να γράφουμε στο περιτοίχισμα άλλου πέντε έξι αλαμπουρνέζικα. Κανείς δεν νομίζει πως κάνει αγώνα με τις ανοησίες. Να καταλάβουμε μια κι έξω πως η Τουρκία είναι εχθρική μας χώρα, και της Κύπρου και της Ελλάδας. Οι εδώ Τουρκοκύπριοι δεν θα κάμουν τίποτε που να μην διατάξει η Τουρκία, όποιος κι αν είναι ο εκπρόσωπός τους. Με αυτά σαν θεμελιό, ας συνεχίσουμε τις σκέψεις μας και προπάντων ας κάμουμε και καμιά πράξη, σχεδιάζοντας το μέλλον αυτού του τόπου ή ας ψάχνουμε άλλη πατρίδα, εκτός Ελλάδος που κινδυνεύει το ίδιο, εκτός Αγγλίας που είναι γεμάτη κορωνοϊό, εκτός Αμερικής, όλο διαδηλώσεις και καταστροφές, και ρατσισμός ρε παιδί μου, ρατσισμός χειρότερος από τον τουρκικό. Οπότε;;; Γι’ αυτό γεννηθήκαμε; Για να ψάχνουμε να βρούμε πατρίδα εκτός Κύπρου; Έλεος πλέον!!!