Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ένας βιοπαλαιστής


ΕΝΑΣ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Ένας φτωχός βιοπαλαιστής είμαι κι εγώ, πώς βρέθηκα τώρα μπλεγμένος, τρεις μήνες χωρίς δουλειά, οικοδόμος, καλουψιής, πελεκάνος, όλα μου τα ’μαθε ο πατέρας, να μπορείς να ζήσεις την οικογένειά σου, μου έλεγε, τον θυμάμαι την ώρα που μας έβαζαν στο λεωφορείο να φύουμε από το χωριό, έπρεπε λέει η διαταγή να πάμε μαζί με τους άλλους δικούς μας, σε ένα χωριό που θα μας έδιναν, ήταν ξένα σπίτια μα θα γίνονταν δικά μας, βάλανε κλήρο σε μια τενέκα, μας έπεσε ένα ωραίο σπίτι, όλα τα σπίτια ήταν ωραία, μα της θείας μου ήταν ωραιότερο,  θα ‘ ταν πλούσιοι εδώ μέσα, στον καφενέ όλοι έλεγαν, τι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι, είχαν  απ’ όλα και τώρα να,  τους τα πήραμε εμείς, το ερμάρι  γεμάτο ρούχα, βρήκαμε και για μένα και για την αδελφή μου, πριγκιπέσσα φάνταζε, μόνο η γιαγιά δεν ήθελε να φορέσει ξένα ρούχα, στο χωριό έμεινε ριζωμένη στην καρέκλα, ο παππούς την απείλησε, θα σε δέσω με τη βρακοζώνα στην καρέκλα και θα μείνει ς εδώ να ψοφήσεις, να σε φαν οι ρωμιοί, της είπε, την κουβαλήσαμε με το ζόρι στο λεωφορείο, εδώ λοιπόν τα βρήκαμε όλα έτοιμα, ψυγεία γεμάτα, χαλιά και κουρτίνες στα σπίτια, αφού τα φάγαμε όμως ήρθε ώρα να βρουν δουλειά οι γονιοί μας, άλλος αγώνας, κι ύστερα ο δικός μας, τώρα που κάναμε τη δική μας οικογένεια, τέχνη ήξερα, να την κρεμάσω στο καρφί δεν ήθελα, έπρεπε να δουλέψω, άκουσα πως οι άλλοι είχαν δουλειές, τα κατάφερα, καλό μεροκάματο, κοινωνικές ασφαλίσεις, τη μάνα και τον κύρη μου τους έπαιρνα στο νοσοκομείο εκεί στους άλλους, τι διάολο, κάναμε αγώνα να ξεφύγουμε και πάλι στα πόδια  τους προσπέφτουμε, δουλειά, κύριε, δουλειά, και τώρα δεν ξέρω, κάτι για μια αρρώστια μου τσαμπουνούν, μπορεί να είναι και προπαγάνδα, μπορεί να είναι και το άλλο που λεν, προβοκάτσια, μάλιστα, αυτό, για να μην δουλεύουμε, να πεθάνουμε της πείνας!!! Μα η μητέρα πατρίδα θα μας αφήσει; Κι αυτός τώρα – ο πώς τον λεν- εξουσία θέλει, τον μεγάλο παίζει ανάμεσα στους μικρούς και ο άλλος μικρός τον μεγάλο παίζει και όλοι υπακούν στον μεγάλο, αυτός μάλιστα, λύνει το ζωνάρι του καθημέραν και βγαίνει στο μεϊντάνι για καυγά, μα εγώ ζητώ το μεροκάματο και πρέπει να δουλέψω στους άλλους, μου κλείνουν τις εισόδους, μου κλείνουν τις εξόδους, πλαστά πράματα, πρώτος εδώ τα ανακάλυψε ο Ντεκτάς, να κλειδωθούμε, είπε, εδώ, να κάμουμε τη δική μας διοίκηση, ύστερα την έκαμε κυβέρνηση, κάποτε μας έλεγαν μειονότητα, ύστερα κοινότητα, ύστερα διοίκηση ύστερα κράτος, λέει, τι διαφορά, εγώ το μεροκάματα, κι αυτό δεν εξαρτάται  από μένα, ευτυχώς μου έστειλαν λεφτά, οι άλλοι, στο όνομά μου, στο λογαριασμό μου, μα ως πού θα πάει, τώρα θα μας κρατήσουν λέει δεκαπέντε μέρες εδώ, στους άλλους, καραντίνα,  γιατί δεν μας δέχονται πίσω οι δικοί μας, άκου καραντίνα, αλλά την Παρασκευή εγώ θέλω τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, πού θα τους βάλω, θα βρει ο Αλλάχ τόπο, μια ζήση στα μπερδέματα, δέκα ψωριάρηδες κι έχουμε δέκα κυβερνήτες, άλλος άλλα λέει κι όλοι μας κοροϊδεύουν, στην πλάτη μας παίζουν καραγκιόζη, για  να δούμε σήμερα, θα μας αφήσουν να πάμε να δουλέψουμε;;;Πού καταντήσαμε !!! Οι άλλοι χειρότεροι!!! Αυτοί κι αν έχουν καταντήσει!!! Αλλάχ πελασινίβερσι…