Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

περιστέρια


Περιστέρια
Η θεία Χαρίτα στη Λακατάμια πίσω από το καινούργιο της τότε σπίτι, μιλούμε για το χίλια εννιακόσια πενήντα, είχε ένα παλιό δίπατο, πλιθαρένιο, γεμάτο πεζούνια, τους είχαν βάλει στους τοίχους τενεκέδες του λαδιού ή του πετρελαίου, κομμένους στη μέση, σπιτάκι μοιάζαν για τα πετούμενα,








 ήταν κι οι τοίχοι γεμάτοι τρύπες, κούρνιαζαν εκεί, στον περιστερεώνα θα λεγαν οι γραμματιζούμενοι ποιητάδες, και το πρωί η θεία γέμιζε τη χούφτα σιτάρι και τα καλούσε για φαΐ κι αυτά κατέβαιναν από το εξοχικό τους, νερό εκεί κοντά, με τη τουλούμπα τότε, στο βάθος συκιές και λεμονιές, οι απαραίτητες για κάθε σπίτι, κι έτσι είπαμε κι εμείς τότε που χτίζαμε, να βάλουμε καμιά λεμονιά και καμιά ελιά στο πεζοδρόμιο, ηλίθια πράματα, όταν ήρθε η συμπεθερά από την Αγγλία με αναπηρικό, τι γίνεται εδώ, πεζοδρόμιο και δεν μπορώ να κινηθώ, με το δίκιο της, αλλά να που κι η ίδια η κυβέρνηση στις μεγάλες τότε αστοχίες μας κάλεσε να δηλώσουμε ακόμα και τις ελιές που είχαμε στο πεζοδρόμια για να πάρουμε επιδότηση από την Ευρώπη, πω πω βοήθειες, τις ελιές κατέβηκαν μια μέρα του δημαρχείου, γεμάτες αρρώστια, κύριε, πρέπει να τις κόψουμε, κόψε, στην πραγματικότητα εμπόδιζαν τη θέα του δρόμου από το αλτ, να γίνουμε και πρόξενοι δυστυχήματος, τις έκοψαν, κάτι σαν διακοσμητικό τις άφησαν, να όμως που τώρα το καλοκαίρι με τέτοιες ζέστες χρειάζονται και πότισμα τα λουλούδια και τα δέντρα του πεζοδρομίου, και νάσου κατεβαίνουν και τα περιστέρια, γέμισε η γειτονιά, στο γειτονικό σπίτι, καινούργιο, τώρα κτίζεται, δεν τέλειωσε ακόμα, ήταν κάτι ψηλές σιδερένιες δοκοί, κούρνιαζαν εκεί, ήρθε όμως ώρα να τις καλύψουν, βλέπουν εκεί οι εργάτες κάτι αυγά κι ένα πουλάκι, μας τα πέταξαν στην αυλή, αφιλόξενοι σήμερα με τα μοντέρνα οικοδομικά υλικά, ούτε για χελιδόνια ούτε για περιστέρια είμαστε, η μονοκρατορία του ανθρώπου εντός εισαγωγικών, εκεί λοιπόν που πότιζα, κατέβηκαν δυο περιστέρια, ήπιαν το νεράκι τους, περήφανα κι ωραία, μου κέντρισαν τη μνήμη, και πέταξαν στα δέντρα εκεί απέναντι, να τα χαρώ.