Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ


Τρίαρχο με λένε, ευρεσιλεξία της μάνας μου, γεννήθηκα των τριών Ιεραρχών, πήγαινε αρχικά ο νους μου στις τριήρεις, κι έβλεπα το Σωκράτη στο Λάχητα να περιγράφει εκείνο τον πολεμιστή με τις ευρεσιτεχνίες, μπουρδουκλώθηκε στα σύνεργά του, τριήραρχος δεν του πήγαινε, ήρεμος άνθρωπος, καλόκαρδος, πού η εικόνα του αρχαίου εκείνου πλούσιου που όπλιζε τριήρη και τάιζε και πότιζε κωπηλάτες, αυτός ένα κατάστημα στην Πυγμαλίωνος, καλλιγραφικές πένες, με μύτη πλακουτσή, κομμένη, οξεία και αμβλεία, άλλος πάθος κι αυτό,  πολυγράφους που δούλευαν με μπλε σπίρτο, έτσι άρχισαν τα πράματα, κι ύστερα ήρθαν τα στένσιλ, με τις κάσες τα φυλάγαμε, κι ύστερα οι φωτοτυπικές και πάει, των Τριών Ιεραρχών, σεβαστή μέρα, το απόγεμα στην εκκλησία, οπότε μου στέλλει στο σχολείο μήνυμα την άλλη μέρα, ο μακαριστός Χρυσόστομος, ψες στον εσπερινό δεν είχαμε παιδιά του Παγκυπρίου, δεν γίνονται αυτά τα πράματα, πού καιρός, νόμιζε ο αγαθός άνθρωπος πως ακόμα παν τα παιδιά με το σχολείο στον εσπερινό, κι ύστερα από τις μεγάλες τιμές της εποχής μας, εορτή των ελληνικών γραμμάτων και της σύζευξης ελληνικού πολιτισμού και χριστιανισμού, ήρθαν και οι διωγμοί, μοδέρνοι κύριοι και κυρίες, δεν υπάρχει ελληνοχριστιανισμός πολιτισμός, και άλλα τέτοια κουφά, τους έβαλε στη θέση τους θυμάμαι με ένα άρθρο του ο φίλος μου ο Νίκος Παναγιώτου, σιώπησαν κάμποσο καιρό, έβλεπαν πως τα σχέδιά τους προχωρούν κανονικά, η γιορτή ξεθύμαινε, όπως το Δημοψήφισμα, δεν ξέρω αν έχει κι εδώ λόγο ο Ακιντζί, μα ο Γρηγόριος ήταν μεγάλος ποιητής, ο μακαρίτης ο φίλος μου Αντρέας Μητροφάνους είχε γράψει ωραιότατα για την ποίησή του, δεν θυμάσαι παρά μόνο την εντύπωση, και ακόμα τώρα η εντύπωση είναι περιχυμένη με νοσταλγία και αγάπη, συγκίνηση και θαυμασμό και για το Γρηγόριο και για τον Αντρέα, κι ύστερα ανάλαβα και παρουσίασα σ’ένα συνέδριο προς τιμήν άλλου μακαριστού, του  Στυλιανού Παπαδοπούλου το βιβλίο του για τους τρεις Ιεράρχες, τώρα που το βρήκα, ας μην το χάσω.



Στυλιανού Παπαδοπούλου,  «΄Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος»,  «Η ζωή ενός μεγάλου, Βασίλειος  Καισαρείας», και  «Ο πληγωμένος αετός (Γρηγόριος ο Θεολόγος)».        

             

Ο συνεορτασμός των τριών Ιεραρχών με οδήγησε στην απόφαση να παρουσιάσω τα βιβλία του καθηγητή κ Στυλιανού Παπαδοπούλου που αναφέρονται στον Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Μέγα Βασίλειο και τον Θεολόγο Γρηγόριο. Χρειαζόμουν όμως οδοδείχτη, και αυτόν βρήκα σ’ ένα απόσπασμα,  χαραγμένο από τη δική του γραφίδα.  

Η έννοια, η σημασία και το κύρος του Πατρός και Διδασκάλου ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΙΣ (γιατί σπουδάζομε τους Πατέρες).  

«Ο πρώτιστος λόγος, γράφει,  που κάνει αναγκαία την προσέγγιση και σπουδή των Πατέρων δεν είναι βέβαια να μάθωμε τι ήσαν και τι δίδασκαν, αλλά να γευθούμε το πνευματικό τους κλίμα.  Να ψαύσωμε τα ίχνη του αγ. Πνεύματος στα ιερά τους πρόσωπα. Να θέσωμε το δάκτυλο στην αγωνία τους για την αλήθεια. Να ακούσωμε τους κτύπους της καρδιάς τους, όταν εισέρχωνται περαιτέρω («πλέον και πλείον») στην αλήθεια. Να ζήσωμε κάτι από τις θείες εμπειρίες, τις θεωρίες, τις χαρμολύπες, τις απογοητεύσεις, τις εξάρσεις, τις αρπαγές από την εγκοσμιότητα, τις αρπαγές σε τρίτους ουρανούς. Να παρακολουθήσωμε την απόλυτη πιστότητά τους στην Παράδοση. Να μάθωμε πόσο βαθειά εμπιστοσύνη είχαν στο άγιο Πνεύμα. Να εκπλαγούμε από το θάρρος τους για δημιουργία νέων όρων στη θεολογία. Να διδαχθούμε την απαραίτητη και τολμηρή τακτική αυξήσεως και διευρύνσεως της διδασκαλίας, της θεολογίας, της Παραδόσεώς μας. Να γνωρίσωμε τη γενναιοψυχία τους. Να γνωρίσωμε την ευγένειά τους και την αισθαντικότητά τους. Kαι κάτι πολύ σπουδαίο: Να μάθωμε πώς μεθόδευαν την πρόσληψη και μεταστοιχείωση του κόσμου, της γλώσσας του δηλαδή και της σκέψεώς του.»


Ο κ. Καθηγητής, πολυγραφότατος, υπηρετεί και την επιστήμη και τη λογοτεχνία.

Η ροπή προς τη λογοτεχνία κάποτε είναι άσχετη με την επιστήμη, είναι όμως ευλογία όταν απαντάται σε επιστήμονα και θεολόγο, γιατί οι αναγνώστες  των έργων του ωφελούνται τριπλά, και από το λογοτέχνη και από τον επιστήμονα και από το θεολόγο. Η επιστημονική μελέτη των έργων των τριών Ιεραρχών, Βασιλείου, Χρυσοστόμου και Γρηγορίου οδήγησε τον επιστήμονα  όχι μόνο στην αυστηρή παρουσίαση των έργων των αλλά και σε εύγλωττη προς τον απλό αναγνώστη γραφή, με τα έργα του, κατά σειράν από το εγγύτερο στην επιστημονική γραφή στο εγγύτερο προς τη λογοτεχνία και λογοτεχνικό,

α. «΄Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος»,

β. «Η ζωή ενός μεγάλου, Βασίλειος  Καισαρείας», και

γ. «Ο πληγωμένος αετός (Γρηγόριος ο Θεολόγος)».        

            

            Αναλυτικότερα, το έργο του  

Α. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σε δυο τόμους, αναφέρεται στον πρώτο

στη ζωή , τη δράση και τις συγγραφές του, και στο δεύτερο τόμο στη σκέψη, την προσφορά και τη μεγαλοσύνη του.

            Στον Πρόλογο της Α΄εκδόσεως κατατίθεται η ανάγκη της μελέτης του έργου των μεγάλων πατέρων, για να είναι δυνατή η δημιουργία αληθινού έργου και η ορθή απάντηση στα σύγχρονα ζητήματα.  Άρα η συγγραφή του εμπνευσμένου δημιουργού, που παρουσιάζουμε, δεν αποβλέπει στην αναστήλωση ερειπίων του παρελθόντος αλλά στην αντιμετώπιση του παρόντος με τον οπλισμό του πνεύματος και των αγώνων παρελθουσών και αιώνιων μορφών της ορθοδοξίας.

            Ο μόχθος τεράστιος, για να παρακολουθήσει την απέραντη βιβλιογραφία, αλλά και το αποτέλεσμα ζων και σκιρτών  λόγος, στήριγμα του αναγνώστη.

           

            Μεγάλη συγγραφική αρετή, αφ’ ενός η λακωνική συμπύκνωση νοημάτων και χάραξη κύριων γραμμών στην αρχή των κεφαλαίων, και η αναλυτικότερη ύστερα παρουσία.  ΄Ετσι παρακολουθούμε και βιώνουμε τους αγώνες και θαυμάζουμε τη μεγαλοσύνη του Ιωάννη Χρυσοστόμου, του ευρύτατης παιδείας, ταλαντούχου και πληθωρικού ρήτορα, ασκητή και αναχωρητή, ποιμένα και διδασκάλου της οικουμένης.

            

            Το ιστορικό και κοινωνικοθρησκευτικό περιβάλλον της εποχής σαρκώνεται,

            οι φωνές του παρελθόντος, με την παράθεση των κειμένων ακούονται ευκρινώς,

            αποτέλεσμα ζων και σκιρτών λόγος, στήριγμα του αναγνώστη. Μεγάλη συγγραφική αρετή αφ’ ενός η λακωνική συμπύκνωση νοημάτων και χάραξη κύριων γραμμών στην αρχή των κεφαλαίων και η αναλυτικότερη ύστερα παρουσίαση.  Έτσι παρακολουθούμε και βιώνουμε τους αγώνες και θαυμάζουμε τη μεγαλοσύνη του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του ευρύτατης παιδείας ταλαντούχου και πληθωρικού ρήτορα, ασκητή και αναχωρητή, ποιμένα και διδασκάλου της οικουμένης. Το ιστορικό και κοινωνικοθρησκευτικό περιβάλλον της εποχής σαρκώνεται,  οι θεολογικές συγκρούσεις αναβιώνουν, η γεωγραφία μεταποιείται σε πάλλουσες περιγραφές πολύβουων πόλεων, ποταμών και ερήμων. Η ψυχολογία των προσώπων διατέμνεται. Το έργο, στηριγμένο στην αντιπαραβολή και στον έλεγχο των πηγών, στην εξονυχιστική μελέτη του παρελθόντος αλλά και στη γνώση των διόδων της επιστημονικής πορείας του παρόντος, φανερώνει την αλήθεια. Οι αντιδράσεις και παρεξηγήσεις των μικρών ανθρώπων μεγαλύνουν τον αγωνιστή ιεράρχη. Οι κρίσεις και συγκρούσεις γιγαντώνονται, το θεολογικοεκκλησιαστικό φρόνημα του Ιωάννου μέσα από τις γραμμές αφενός του αγίου με τις επιστολές του και αφετέρου του συγγραφέα με το ρέοντα λόγο διαγράφεται θαυμαστό. Οι ζωντανές περιγραφές των συγκρούσεων, των επιθέσεων κατά της ζωής του αγίου, της εξορίας του, δι’ αντιπαραβολής κειμένων είναι και επιστημονικές και κινηματογραφικές. Και το τέλος, «Δόξα τω θεώ πάντων ένεκεν. Αμήν», και ο άγιος παρέδωσε το πνεύμα. Λακωνικά, λιτά, όπου και όπως πρέπει.

           

            Από το τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο Χρυσόστομος ως διδάσκαλος και  συγγραφέας με κυρίαρχο στοιχείο την αυστηρή συλλογιστική του επιστήμονα. Μέγα μάθημα το δίδαγμα του μέγιστου των ρητόρων: «Επειδή γαρ ου φύσεως, αλλά μαθήσεως το λέγειν, καν εις άκρον αυτού τις αφίκηται, τότε αυτόν αφίησιν έρημον,

             αν μη συνεχεί σπουδή και γυμνασία ταύτην θεραπεύη την δύναμιν.» σελ.124  

             Στο τέταρτο κεφάλαιο καταγράφονται και παρουσιάζονται όλα τα έργα του Χρυσοστόμου, άριστο βοήθημα για τον όποιο μελετητή.

                   

            Ο δεύτερος τόμος είναι αφιερωμένος στη σκέψη, την προσφορά και τη μεγαλοσύνη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Στο τέλος του τόμου περιέχονται αναλυτικά τα δεκαπέντε κεφάλαια, ώστε ο αναγνώστης να καταφεύγει σ’ αυτά και να ανευρίσκει ακριβώς το ζητούμενο. Πρόκειται για ένα θησαυροφυλάκιο γνώσεων και θεολογικών τοποθετήσεων με τέχνη λόγου.

   

Β. Δεύτερο στη σειρά, με γραφή εγγύτερη στη λογοτεχνία και λογοτεχνικό είναι το έργο του κ. Παπαδοπούλου για το Μέγα Βασίλειο. Η ζωή ενός μεγάλου, όπως επιγράφει την αφηγηματική βιογραφία του.

Στον Πρόλογο της τρίτης έκδοσης ο συγγραφέας γράφει:

«Ο αναγνώστης, η αναγνώστρια,  ήτανε κάθε στιγμή στο νου και την καρδιά μου, όταν έγραφα το βιβλίο τούτο. Και δεν το’ γραψα εύκολα, γιατί πάσχιζα να φανερώσω στον αναγνώστη μου την ιερή λεπτομέρεια, τα έσω σκιρτήματα του Μεγάλου άνδρα, του Βασιλείου. Πόσο τα κατάφερα δεν ξέρω. Μα η αγάπη των ανθρώπων στο βιβλίο τούτο με συγκίνησε βαθιά, Με’ κανε κιόλας να γράψω και άλλο ένα παρόμοιο. «Τον πληγωμένο Αετό. Γρηγόριος  ο Θεολόγος». Συγχρόνως η αγάπη αυτή με προβλημάτισε, διότι, όταν κάποιος με σταματά στο δρόμο, για να μου πει «διάβασα το βιβλίο σας»,  εννοεί πάντα ή «Τη ζωή ενός Μεγάλου» ή αργότερα «Τον πληγωμένο Αετό».  Με τα περισσότερα, λοιπόν, βιβλία μου, τα αυστηρώς επιστημονικά-πανεπιστημιακά, δεν ασχολούνται οι εγγράμματοι; Κατάλαβα, γρήγορα, ότι είναι το πικρό ποτήρι, που ο ερευνητής οφείλει να συνηθίσει.

 Διαβάζεται λίγο, από τους ειδικούς, που πάντα είναι λίγοι. Όμως εδώ, στην αφηγηματική βιογραφία του μεγάλου Βασιλείου, η έρευνα έχει προηγηθεί. Όλες οι πηγές μελετήθηκαν εξονυχιστικά, η βιβλιογραφία-πολυάριθμη και συχνά δυσπρόσιτη- χρησιμοποιήθηκε και αποτιμήθηκε. Όλα, λοιπόν, είναι ηλεγμένα επιστημονικά. Μόνο η μορφή του λόγου είναι αφηγηματική.

Το δικαιούνται αναμφίβολα ο έλληνας και η ελληνίδα.»



Πάσχιζα να φανερώσω στον αναγνώστη μου την ιερή λεπτομέρεια, τα έσω σκιρτήματα του Μεγάλου άνδρα, του Βασιλείου. Πόσο τα κατάφερα δεν ξέρω.



Η βαθιά γνώση, η εμπειρία, η προσπάθεια του συγγραφέα να εισέλθει στα ενδότερα της ψυχής του μεγάλου Βασιλείου, δίνει σελίδες εξαίσιες. Ένα μικρό μόνο δείγμα για του λόγου το αληθές και για την επιβεβαίωση της επιτυχίας.

Από το τρίτο κεφάλαιο, με υπότιτλο Κάθαρση και φωτισμός.

Διαβάζω:  «Την κατ’ εξοχήν καθαρή και υψηλή προσευχή την έκανε τα βράδυα και τις νύχτες για πολλές ώρες΄  συνήθως μετά την ανάγνωση της Γραφής…Η έντονη άσκηση και η πολύωρη προσευχή έφεραν γρήγορα τη θεία χάρη. Ο αρχάριος μοναχός τυλίγεται τη νύκτα με φως. Το πνεύμα του, ολόκληρος, κατακλύζεται από άπλετο και γλυκύτατο φως….Στην αρχή φοβήθηκε, δίστασε, αμφέβαλλε: είναι η χάρη του Θεού; Είναι η θεία ενέργεια ή μήπως επήρεια δαιμονική; Το Πνεύμα του Θεού τον καθησύχασε. Αφέθηκε να ζει σε άφατη αγαλλίαση. Ζούσε μέσα στο Θεό και ο Θεός ήταν στο πνεύμα του! Οι στιγμές ηδύτατες. Το πνεύμα του σκληρού αγωνιστή Βασιλείου ήταν τώρα μακάριο. Αισθανόταν κι είχε μόνο την εμπειρία του Θεού. Τίποτε γύρω του δεν τον ενοχλούσε. Δεν πεινούσε, δε διψούσε…΄Ετσι, μια νύχτα που ο άγιος είχε δοθεί στη νοερή προσευχή χαριτώθηκε πάλι με το θείο φως. Πάλι στο νου του άστραψε το φως. Πάλι καταλήφθηκε από μακαριότητα. Τούτη όμως τη φορά το φως που άστραψε ήταν αλλιώτικο. Δε φώτιζε μόνο το πνεύμα του. Έγινε λάμψη και δυνατό πυρ που φώτιζε ολόκληρο το σπίτι. Έπρεπε να το δουν και άλλοι…

Έλαμπε ολόκληρο χωρίς να καίγεται΄ καιγόταν χωρίς να καταστρέφεται. Πόσο θαυμαστός είσαι Κύριε! Πόσο μεγάλη χάρη δίνεις στον άνθρωπο! Πόσο μεγάλος γίνεται ο άνθρωπος κοντά σου! Δόξα σοι, Κύριε!»







Περικοπές που επαληθεύουν τα προλεχθέντα:

Ψαύουμε τα ίχνη του αγίου Πνεύματος στο ιερό πρόσωπο.

Θέτουμε το δάκτυλο στην αγωνία του για την αλήθεια.

Ακούμε τους κτύπους της καρδιάς του.

Ζούμε κάτι από τις θείες εμπειρίες, τις αρπαγές σε τρίτους ουρανούς.



Το βιβλίο βρίθει φιλοσοφικής γνώσης και θεολογίας, νέας οπτικής γωνίας από την οποία ο μέγας Βασίλειος συλλαμβάνει τη μεγάλη και απλή αλήθεια του Θεού, σεβόμενος ταυτόχρονα την παράδοση. Ο στη διάθεσή μας χρόνος όμως, συμπιεστικός, δε φείδεται ούτε της άκρως δραματικής σύγκρουσης Βασιλείου- επάρχου Μοδέστου.

Γι’ αυτό προχωρώ στο τρίτο βιβλίο.



Γ. Το λογοτεχνικότερο, με ελεύθερες αποδόσεις ιστορικών στιγμών και τόπων, προσώπων και αγώνων,  με δραματικές προεκτάσεις  είναι το πολυδιαβασμένο έργο του Ο Πληγωμένος Αετός, (Γρηγόριος ο Θεολόγος)



Δεν είναι εύκολο να γράφει κανείς την αφηγηματική βιογραφία του Γρηγορίου του Θεολόγου, αν δεν είναι ο ίδιος θεολόγος και προπάντων υψιπετής. Οι ίδιες οι άγιες μορφές που ιστορούνται απαιτούν το πέταγμα στα ύψη και της θεολογίας και της γλώσσας, κινούμενης από το θαύμα όσων βιώνει ο συγγραφέας. Γιατί πρέπει να περιγραφούν καταστάσεις υψηλοφροσύνης, αγιότητας, παρθενίας, αγάπης. 

Σε λογοτεχνικό βιβλίο, γραμμένο από επιστήμονα, είναι αναγκαίος ο συνδυασμός επιστήμης και λογοτεχνίας θεολογικών παρατηρήσεων και λογοτεχνικών τρόπων.

Γνωρίσματα του λογοτεχνικού έργου ενός επιστήμονα φαίνονται



α. Η ιστορία και γεωγραφία ως αρκούντως γνωστά χρησιμοποιούνται ως χωροχρονική τοποθέτηση των διαδραματιζομένων. Η ιστορία όμως δεν είναι μια στυγνή καταγραφή γεγονότων, αφού η τέχνη απαιτεί τη ζωντάνια των σκηνών και την αφηγηματική δύναμη, ώστε ούτε η ιστορία να προδίδεται ούτε  η λογοτεχνία να φυλλοροεί. Το ίδιο συμβαίνει με τη γεωγραφία. Όχι μόνο ως γνώση παρατίθεται,

αλλά με τη δύναμη του επιστήμονα λογοτέχνη να περιγράφει ναούς, τοπία, φυσικά φαινόμενα,  αυτή μεταποιείται σε εικονική πνευματική πραγματικότητα.

Συγκεκριμένες αλησμόνητες στον αναγνώστη σκηνές είναι η περιγραφή της τρικυμίας στην πορεία του Γρηγορίου στην Αθήνα (σελίδα 35) με προσωποποιήσεις, κινητικές εικόνες, ηχητικές, αλλά και εσωτερικής ενδοσκόπησης και ανάλυσης ψυχικών καταστάσεων, όπως του φόβου του Γρηγορίου ότι πεθαίνει χωρίς να βαφτιστεί (στη σελ 37). Η συμπλοκή αφηγήματος και γνώσεων, για την Αθήνα της εποχής, τα ήθη και έθιμα, όπως τον αττικό νόμο(στη σελ 42-43) προϋποθέτουν τη γνώση θεμέλιο της έμπνευσης, που αφήνεται ελεύθερη να αναπλάσει και ζωοποιήσει τις ιστορικές στιγμές.



β. Δεύτερο χαρακτηριστικό Το περιβάλλον των προσώπων και τα πρόσωπα,

όντας επιστημονικά γνωστά, μέσω της τέχνης μεταπλάθονται σε ζωντανούς ανθρώπινους χαρακτήρες με σφίζουσα ψυχική ζωή. Το τραγικό στοιχείο, υποβλητικό, παρακολουθεί συνεχώς το έργο, αφού ο Γρηγόριος είναι  ο άνθρωπος της ησυχίας, της νηστείας και της προσευχής, οι περιστάσεις όμως τον αναγκάζουν να μετέχει σε αγώνες πνευματικούς αλλά και εκκλησιαστικούς, ξένους στο χαρακτήρα του, γι’ αυτό και πολλές φορές οπισθοχωρεί και προτιμά την προσευχή του.  Όμως και πάλι ή επανέρχεται ή τον επαναφέρουν στη φλέγουσα πραγματικότητα την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει. Κι αυτή κάποτε είναι σκληρή, λόγοις και πράξεσιν, αφού οι εχθροί του πλέκουν σχέδια εξόντωσής του, υφασμένα όμως και με λογοτεχνική μαεστρία από το συγγραφέα.



γ. Η εμβάθυνση στον αγώνα και στην αγωνία του αγίου να προσπελάσει το θείον,

να συλλάβει και να μεταδώσει στους ανθρώπους την ενότητα της αγίας Τριάδας και τις σχέσεις των προσώπων αποτελεί και την κύρια αιτία της συγγραφής, αλλά και αποδεικνύει το ανάλογο συγγραφικό σθένος του κυρίου καθηγητού.

Είναι σκηνές που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη; Ναι. Τότε ο συγγραφέας πέτυχε, όχι μόνο να δώσει ζωή στη σκηνή, αλλά και να είναι τόσο δυνατός ο λόγος του, ώστε να χαράζεται στην ψυχή του αναγνώστη.

Από τις ωραιότερες σελίδες είναι οι αναφερόμενες στο λόγο του Γρηγορίου:

Διαβάζω: «Ο λόγος του κύλαγε πότε σαν ρυάκι που δροσίζει τα λουλούδια, πότε σαν γεμάτο βίαιο ποτάμι, που πλημμυρίζει τη διψασμένη γη. Άλλοτε θώπευε τους παρασυρμένους και τους εξηγούσε υπομονετικά την αλήθεια. Κεραύνωνε όμως και κάποτε ειρωνευότανε τους κακότροπους αιρετικούς. Όλα τα μέτρα τα δοκίμαζε.

Για ένα σκοπό, να γεμίσει τις καρδιές και το νου με αλήθεια.»



Και παρακάτω στο κείμενο, ο ομιλητής Γρηγόριος.  «Έβγαινε στην ωραία πύλη και με το στόμα του φωτιζότανε η αλήθεια για την Τριάδα. Μίλαγε με ιερό πάθος.

Το εκκλησίασμα μετείχε. Οι πιστοί ζούσαν πανίερα αισθήματα. Ο αετός της θεολογίας πήγαινε όλο και βαθύτερα στην αλήθεια.  Έπαιρνε τα ρητά της Γραφής και προχωρούσε στο βάθος, στην αλήθεια που αυτά δηλώνανε. Ζητούσε να δείξει στο εκκλησίασμα το «απόθετον κάλλος», καθώς έλεγε. Την πανώρια ομορφιά που βρισκότανε κάτω από το γράμμα της Γραφής. ...(σελ.154)

Και πιο κάτω στο κείμενο:. «Φόβος και τρόμος είναι η θεολογία. Και μαζί κάλλος άρρητο και ομορφιά...Πρέπει να γίνεις φως για να δεις το περισσότερο φως.

Κι ο ανέτοιμος για κάτι τέτοιο θα σκοτιστεί τελείως μπροστά στο θείο φως...»(157)

Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο για το Γρηγόριο το θεολόγο μπορεί να θέσει σε μερικές σελίδες το ερώτημα, μήπως η βιογραφία ισοπεδώνει τον άγιο Γρηγόριο με τους λοιπούς ανθρώπους,  ώστε να κρίνεται με ανθρώπινα μέτρα χαμηλότερα από το ύψος της αγιοσύνης του. Ο συγγραφέας όμως, όπως ομολογεί, προσπαθεί να συλλάβει τους κτύπους της καρδιάς του αγίου. Εξάλλου, τόσο πολύ γνώρισε τον άνθρωπο Γρηγόριο, ώστε μπορεί με άνεση να γράφει γι’ αυτόν, όπως θα έγραφε για τον καλύτερό του φίλο.



δ. Τα κοινωνικά αλλά προπάντων τα θεολογικά προβλήματα της εποχής αίρονται από τις διατριβές και τις βίβλους των επιστημόνων και σπαρταρούν στα χέρια του επιστήμονα λογοτέχνη. Δογματικές θέσεις της εκκλησίας μας παρατίθενται στον υποτιθέμενο διάλογο του Γρηγορίου με τους συμπολίτες του περί της φύσεως του Πατρός, του Υιού και του αγίου Πνεύματος( στη σελ. 71.)

Με τη μαγεία της τέχνης, φέρνοντας μπροστά στα μάτια μας το Γρηγόριο να μιλά στο μνημόσυνο της αδελφής του Γοργονίας, ανατέμνει το λόγο του και εξηγεί τις προσπάθειες του αγίου να συμβιβάσει γάμο και αγαμία, αφού το ακροατήριο τον ανάγκαζε να επανατοποθετείται.

 Στο βιβλίο δίνεται ευκαιρία να αισθανθούμε και τον άνθρωπο- συγγραφέα που, στηριγμένος στα γραπτά των Μεγίστων φωστήρων βλέπει μπροστά του τα διαδραματιζόμενα. Για παράδειγμα: Ένας λόγος του Γρηγορίου εκφωνείται μπροστά σε εκκλησίασμα. Ο συγγραφέας όχι μόνο γνωρίζει το περιεχόμενο, θεολογικό, για την Αγία Τριάδα το πλείστον, αλλά ζωντανεύει και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τους ανθρώπους που παρακολουθούν, τις αντιδράσεις τους.   Το ίδιο επιτυχημένη, η απολογία της φυγής του Γρηγορίου, ένα πολύφωνο έργο που διεισδύει στα βάθη του μυστηρίου της ιερωσύνης.



Ένας ανεξίτηλος λόγος του Γρηγορίου είναι ο γραμμένος στην επιστολή του 49,

«Μάθε Βασίλειε ότι για μένα η πιο μεγάλη πράξη είναι η απραξία

«Εμοί δε μεγίστη πράξις εστίν η απραξία.»



Είναι σημεία στα οποία ο επιστήμονας νικά το λογοτέχνη, αλλά και ο λογοτέχνης υποτάσσεται εν γνώσει του μπροστά στην κρυστάλλινη γνώση και την αξιολόγηση της προσφοράς του βιογραφουμένου αγίου. Ο θεολόγος συγκρούεται με το λογοτέχνη, μα και ο εις Χριστόν παιδαγωγός απαιτεί τα δικαιώματά του.

Το έργο πρέπει να είναι ψυχωφελές.



Επιλογικά, χαιρόμαστε γιατί μπορούμε να χρησιμοποιούμε λόγια του συγγραφέα

αποτιμώντας το έργο του. Γράφοντας για τον πρώτο λόγο του Γρηγορίου στη Ναζιανζό ο λογοτέχνης επιστήμονας  λέει: «Και προπαντός η ατμόσφαιρα γέμισε από ποίηση. Ο Γρηγόριος άφησε το ταλέντο του (σελ.73) την ποιητικότητά του ελεύθερη.» Με τα ίδια αυτά λόγια μπορούμε κι εμείς, τελειώνοντας, να αναφερθούμε στον καθηγητή Στυλιανό Παπαδόπουλο, για  να εικονίσουμε τον αντίκτυπο του έργου του στο σημερινό αναγνώστη: «Κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο και όλοι εκπλαγήκανε. Τους εμφανίστηκε μεγάλος ποιητής. Από δω και πέρα θα ξέρουν οι ακροατές και οι αναγνώστες του ότι θα έχουν να κάνουν μ’ ένα γεννημένο ποιητή που έγινε σπουδαίος θεολόγος.»(σελ.74)                          


Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Η καλύτερη ζωή


Η Καλύτερη ζωή

Όταν ο γιατρός της είπε πως το παιδί της δεν θα έχει και την καλύτερη ζωή, για να την προετοιμάσει, δεν κατάλαβε και πολλά, κάτι υποψιάστηκε, ένα σύγνεφο πέρασε από το τζάμι, ευχήθηκε όλα τα καλά της γης να βρουν το παιδί της , άρχισε να ψιλοβρέχει, ίσως μαζί να καθάριζε κι η ατμόσφαιρα, πολλή σκόνη πλάκωσε τελευταία, η άγια υπομονή, η αγάπη αμέριστη, παιδί της είναι, ολοκληρωτικά δικό της, δική της κι η αγάπη, την δίνει εκεί που πρέπει, άνευ όρων, κι έτσι σαν πήγε στο δημοτικό, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα δείγματα, μόνο του το παιδί δεν προχωρούσε, άρχισαν οι δάσκαλοι, η στήριξη,  οι συνοδοί, και τώρα δεύτερη φορά στην ίδια τάξη στου γυμνασίου την καμπή,  ενώ περιμένει να πάρει ένα απολυτήριο, να βρει μια δουλειά, να μάθει μια τέχνη, είναι και οι τεχνικές σχολές, κι αυτές αναβαθμίζονται από μόνες τους, γίνονται πανεπιστήμια και πολυτεχνεία καμιά φορά, όπως όλοι αναβαθμίζονται από κατωτάτων ανέρχονται, μόνοι και μετά συντεχνιών, μα οι άνθρωποι διαφέρουν εκ γενετής, άλλοι έχουν τις αδυναμίες τους στο ένα, άλλοι στο άλλο, χέρια πόδια μάτια αυτιά, να η Βασιλικούλα κάθε μήνα για μετάγγιση, κι ο Γιωργής με τα ακροαστικά του και βασανίζεται και αγωνιά, θα τ’ αφήσουν το παιδί και τρίτη χρονιά στην ίδια τάξη; Αποκλείεται, της λέει η λογική, κι οι γειτόνισσες, κι ο δάσκαλος που πέρασε να πάρει τα ρούχα που του είχε πλύνει, μια γνωριμία στο υπουργείο αν έχει, τόσοι και τόσοι τα ίδια κάνουν, να την βεβαιώσει, αν πάει στην εκκλησιά και ρωτήσει τον παπά, αυτός όλο και κάτι θα ξέρει, τι θα γίνει το παιδί στο μέλλον, πώς θα τα βγάλει πέρα στη ζωή, ένα μεροκάματο, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, κι η πόρτα χτυπά, το φέρνουν από το σχολείο, ένα κοριτσάκι όλο αγάπη και μελωδία και χορευτικά βήματα, η συνοδός, ελπίζουμε όλα να πάνε καλύτερα, κάθε ένας και τη μοίρα του, γι’ αυτό και η διευθύντρια κάτι παρόμοιο έλεγε σήμερα, στον τοίχο κρεμασμένο το κέντημα της μάνας της, εκατοχρονίτικο, το ΄φερε τότε με την προσφυγιά, πώς τα κατάφερε, την κυνηγούσαν από τη μια κι αυτή ξεκρέμαζε από τον τοίχο το κάδρο, ήταν η εποχή που οι άνθρωποι ήλπιζαν! Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα!




πρόσεχε- η καλύτερη ζωή


Πρόσεχε

Του’ λεγε καθημερινά σχεδόν, «αν έρθετε στη Λευκάδα θα σας φιλοξενήσω», πρώτη της φορά στην Κύπρο και στο σχολείο,  στρατιωτικός ο άντρας της, είχε τα προβλήματά του, τα έτσουζε, κι αυτή πρώτη στο σχολείο, χαράματα,  προετοιμασίες και κόντρα, για να είναι εντάξει, μην πουν πως, άλλες από την πατρίδα, κοριός, ούτε επιθεώρηση είχαν ούτε και τις ένοιαζε, ο μισθός να πέφτει κατά προτεραιότητα, και τα παιδιά μπαινόβγαιναν στο γυμνασιάρχη για παράπονα, εκεί ήταν κι ο Κοσμάς, στη Λευκάδα, Πόρτο Κατσίκι κοντά, τα καλοκαίρια μου περίγραφε το τοπίο, ένας άϊς Επίκτητος, με τις θαλασσινές σπηλιές του, παρακάτω ο Παχύαμμος, το Κατσίκι θα τον ζήλευε, από άμμο κι ερημιά, περπατητοί πηγαίναμε από Σκάρου στον Παχύαμμο, παρά θίν’ αλός, ιώδιο ν’ αναπνέουμε, έλεγε ο Δράκος, οι Λευκάδιοι ξαδέλφια ήταν, Κοσμαυτός και Κοσμαυτή, κατέβαινε αυτός μέσα μέσα για καμιά διάλεξη, για καμιά παρουσίαση βιβλίου, λόγιος Ερμής, λευκώλενος Ήρη εκείνη, ο Δίας μπερμπάντευε, να προσέχεις τη συμπεριφορά σου στην Κύπρο, του έλεγε, δεν μας ξέρουν μα μάτι βγάζουν, γινόμαστε στα στόματά τους τσίχλα χιώτικη, όταν πας στην πατρίδα να πεις και στους δικούς μου πώς περνώ, «ντάξει».

Στο σκολειό κατέβηκαν μια μέρα δυο τρεις μαντραχαλέοι, «εμείς πατρίδα δεν έχουμε, πατρίδα δεν θέλουμε, μεγάλο κακό έκανε η καλαμαριά στο σπίτι μας, ο πατέρας μου σκοτωμένος στο πραξικόπημα», καλά παιδί μου, πήγε να τους πει η καημένη, την αρπάζουν από το μαλλί, σεβαστή κυρία στους άλλους, σ’ αυτούς εκπρόσωπος της χούντας, να την ρίξουν χάμω να την ποδοπατούν, τρέξαμε όλοι όσοι ήμασταν στο λιακωτό, ένα άγαλμα έμενε να κοιτάζει και να μην πιστεύει στα μάτια του, οι πίνακας στράβωσαν, οι μαθητές που την αγαπούσαν είδαν τη σκηνή, διάλειμμα, έσπευσαν κι αυτοί με μια βοή, ουουουου, και τους έσπρωξαν έξω, στα προπύλαια, κλείσαν και την κύρια είσοδο του σκολειού, γκρίζα, βαριά, κι όταν ήρθε η αστυνομία ήταν αργά, πάντα ερχόταν αργά στα σχολεία, μην μπλέξουμε με τους τρελούς!!! Κι όμως πρόσεχε!  

Η Καλύτερη ζωή

Όταν ο γιατρός της είπε πως το παιδί της δεν θα έχει και την καλύτερη ζωή, για να την προετοιμάσει, δεν κατάλαβε και πολλά, κάτι υποψιάστηκε, ένα σύγνεφο πέρασε από το τζάμι, ευχήθηκε όλα τα καλά της γης να βρουν το παιδί της , άρχισε να ψιλοβρέχει, ίσως μαζί να καθάριζε κι η ατμόσφαιρα, πολλή σκόνη πλάκωσε τελευταία, η άγια υπομονή, η αγάπη αμέριστη, παιδί της είναι, ολοκληρωτικά δικό της, δική της κι η αγάπη, την δίνει εκεί που πρέπει, άνευ όρων, κι έτσι σαν πήγε στο δημοτικό, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα δείγματα, μόνο του το παιδί δεν προχωρούσε, άρχισαν οι δάσκαλοι, η στήριξη,  οι συνοδοί, και τώρα δεύτερη φορά στην ίδια τάξη στου γυμνασίου την καμπή,  ενώ περιμένει να πάρει ένα απολυτήριο, να βρει μια δουλειά, να μάθει μια τέχνη, είναι και οι τεχνικές σχολές, κι αυτές αναβαθμίζονται από μόνες τους, γίνονται πανεπιστήμια και πολυτεχνεία καμιά φορά, όπως όλοι αναβαθμίζονται από κατωτάτων ανέρχονται, μόνοι και μετά συντεχνιών, μα οι άνθρωποι διαφέρουν εκ γενετής, άλλοι έχουν τις αδυναμίες τους στο ένα, άλλοι στο άλλο, χέρια πόδια μάτια αυτιά, και βασανίζεται και αγωνιά, θα τ’ αφήσουν το παιδί και τρίτη χρονιά στην ίδια τάξη; Αποκλείεται, της λέει η λογική, κι οι γειτόνισσες, κι ο δάσκαλος που πέρασε να πάρει τα ρούχα που του είχε πλύνει, μια γνωριμία στο υπουργείο αν έχει, να την βεβαιώσει, αν πάει στην εκκλησιά και ρωτήσει τον παπά, αυτός όλο και κάτι θα ξέρει, τι θα γίνει το παιδί στο μέλλον, πώς θα τα βγάλει πέρα στη ζωή, ένα μεροκάματο, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, κι η πόρτα χτυπά, τον φέρνουν από το σχολείο, η συνοδός, ελπίζουμε όλα να πάνε καλύτερα, κάθε ένας και τη μοίρα του, γι’ αυτό και η διευθύντρια κάτι παρόμοιο έλεγε σήμερα, στον τοίχο κρεμασμένο το κέντημα της μάνας της, εκατοχρονίτικο, ήταν η εποχή που οι άνθρωποι ήλπιζαν! Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα!






Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Πιστεύω εις ένα λαόν


Πιστεύω εις ένα λαόν

Του Στέλιου Παπαντωνίου

Στο τέλος ούτε μεταλλάξεις έχουμε υποστεί ούτε μας ποτίζουν ούτε μας ραντίζουν, εμείς εκεί, στο ρότσο μας, στην ελιά και την τερατσιά μας. Κι ας τρων από πάνω τους οι οχτροί της αλήθειας, της ιδέας της ελευθερίας και της πατρίδας. Αργά γρήγορα η ελευθερία νικά, οι αγωνιστές της επιβραβεύονται, έστω κι αν πέρασαν μέσα από πυρά και αντίπαλο βούρκο. Φτάνει που πιστεύουμε στην ελευθερία μας, στην κατακεραύνωση της αδικίας, στην αναγεννηθησόμενη δικαιοσύνη, και με υπομονή και επιμονή και βαθιά πίστη επιμένουμε στο δίκαιό μας, μη λησμονώντας ποιοι υπήρξαμε και ποιοι είμαστε και ποιοι πρέπει να είμαστε. Βλέπουμε τη θολούρα, την λασπουριά σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής και όμως είμαστε αθεράπευτα πιστοί στη ράτσα, στην τρισχιλιόχρονη ελληνική ιστορία μας, στα διδάγματα της ιστορίας και των ποιητών μας, «πολλούς αφέντες άλλαξες δεν άλλαξες καρδιά».

Σκεφτείτε τόνους μελάνια και φαιές ουσίες πληρωμένες που σπαταλήθηκαν για να συλλάβουν ένα σύγνεφο θολό μέσα στο οποίο να μας τυλίξουν, να μη βλέπουμε, να μην ακούμε, να μην σκεφτόμαστε παρά αυτά που μας υποβάλλουν. «Λησμονήστε την εισβολή» και πώς να την λησμονήσουμε; «Λησμονήστε τις κλοπές των περιουσιών σας, τις αρπαγές, τα μαρτύρια, τους βιασμούς, τους καταβασανισμένους σας νεκρούς, τις βαρβαρότητες του εισβολέα» και πώς να τα λησμονήσουμε; Και η αναίσχυντη ερώτηση «πώς θα τα βρείτε και πώς θα συμβιώσετε;» Ιδού το ερώτημα και η απορία: Πρέπει δηλαδή εμείς να διαγράψουμε την αλήθεια μας, να λησμονήσουμε, να παραχαράξουμε την ιστορία και τα ήθη μας, για να γίνουμε αρεστοί, από φόβο μήπως μας αποκαλέσουν εθνικιστές, ρατσιστές, εμπαθείς; Από λέξεις ξέρουμε πολλές, από λεξιλόγια με κενό περιεχόμενο δεν φοβόμαστε, κενοί εφευρέτες λεξιλογίων, κενοί ιδανικών οι γλωσσοπλάστες.

Το πιο δυνατό μας σύνθημα ήταν το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ. Κι όσοι προσπάθησαν να το εξαλείψουν από τη μνήμη, από τα τετράδια, από τους τοίχους, από τις καρδιές μας, γονάτισαν και έκυψαν αυχένα, να τους κλαις για τη κατάντια και για το γεμάτο βαλάντιο. Γιατί, ετεροκατευθυνόμενοι προσπάθησαν να παίξουν με τον πόνο ενός αδικημένου λαού, για να επιβάλουν τη λύση της αρεσκείας τους, τη μετατροπή της Κύπρου σε τουρκική επαρχία, ραγιάδες όντας. Απελθέτω το ποτήριον. Από ηχηρά ονόματα μπουχτίσαμε.

Ήταν όντως μεγάλη η κουστωδία, μεγάλη η χορωδία, μα όλα κατασκευάσματα παράλογα, μακριά από το κρύσταλλο της αλήθειας και της μελλοντικής μας ευτυχίας, που πρέπει να είναι το σχέδιο κάθε κυβερνήτη του τόπου, δημοκρατικά εκλεγομένης κυβέρνησης. Όποιος κι αν είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει πρώτα να διαφυλάξει την ασφάλεια του λαού του, και την ευημερία και πνευματική του άνοδο, όποιος κι αν είναι. Η Ιστορία τον υποχρεώνει, το βάρος των χρόνων και του πολιτισμού τεράστιο, αν έχει δύναμη να αντέξει. Κι όμως  είδαμε και τα αντίθετα, είδαμε και ζήσαμε τα απομεινάρια της δύναμης, τα αχαμνά και κλονισμένα, γονατισμένα και έρποντα, να μας κυβερνούν ή να ζητούν την ψήφο μας, Κατάντια!

Ευτυχώς υπάρχει το προζύμι, το παρακολουθούμε καθημερινά στις κοινωνικές συναναστροφές του διαδικτύου, στις συζητήσεις και στη γνήσια και άφοβη έκφραση των έστω λίγων δημοσιογράφων ή αρχιερέων, γι’ αυτό και πιστεύουμε στη μαγιά. Όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο δεν τα καταφέρνουν, η φωνή της ελπίδας ακούεται, καθοδηγεί μέσα στο σκοτάδι. Οι απειλές των οχτρών προκαλούν τον γέλωτα. Αν έχουν άλλοι οράματα να μας καταλάβουν και να καταβροχθίζουν λαούς ή το κόκκινό τους να το μετατρέψουν σε γαλάζιο,  έχουμε κι εμείς τα δικά μας, να ζήσουμε ελεύθεροι στον τόπο μας, σεβόμενοι τον νόμο και την παγκόσμια τάξη, πολέμιοι κάθε νεοναζιστικής νοοτροπίας και νεοοθωμανικής βαρβαρικής και ύπουλης αρπακτικότητας. Όσο εξαρτάται από τους ελεύθερους ανθρώπους ο κόσμος θα πηγαίνει μπροστά.


Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΕΒΕΝΤΗ - ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ



Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ο Στέλιος Παπαντωνίου μένει στην ευρύτερη γειτονιά της λεωφόρου Κερύνειας στην Αγλαντζιά. Τα σπίτια μας είναι σχετικά κοντά. Για το βιβλίο του Η γειτονιά μου, που μου έφερε, του έγραψα ηλεκτρονικά τον Μάρτη του 2018, μιμούμενος, κατά κάποιο τρόπο, την τεχνοτροπία του:

Καλημέρα Στέλιο και τα φώτα και τη γειτονιά μας πρώτα, τη λεωφόρο Κερύνειας,  που την έχεις στο χέρι, κι όμως κάλλιο δέκα και καρτέρει, καλύτερα δεκαπέντε διηγήματα, με τον Χριστό και την Παναγία και τους Αγίους, της παλιάς γειτονιάς, μεγάλη η χάρη τους, και η χάρη του Ελιάρ. Ένας αγεωμέτρητος είπε πως δεν γίνεται να οργανώνεις τον αυτοματισμό, χωρίς να δει το στάδιον δόξης λαμπρόν, ανοιχτό μπροστά σου, λαμπρόν να τον κάψει.

Την ίδια μέρα, ως ανταπάντηση σε μήνυμά του, συμπλήρωσα:

Τα διηγήματά σου διακρίνει πλήθος γνώσεων και εμπειριών. Πολύ μου άρεσαν οι αναφορές στις βόμβες μολότοφ, στη στρατιωτική  εκπαίδευση στη Χαλκίδα, στα φοιτητικά και πολλά άλλα, για τα οποία είχα τις ίδιες εμπειρίες. Πολύ τολμηρή η ταύτιση και το ανακάτωμα αγίων και ανθρώπων. Οι υπερρεαλιστικοί αλλεπάλληλοι συνειρμοί, η φανερή θλίψη και νοσταλγία, αλλά και μια ελπίδα που χαράζει, κρατούν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον και το συν-αίσθημα του αναγνώστη.

Ύστερα από δέκα μήνες,  αφού γράφτηκαν μερικές εξαίρετες και διθυραμβικές κριτικές, και αφού ξαναδιάβασα το 104 σελίδων, σχήματος 21Χ14 βιβλίο, που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Χρυσοπολίτισσα, στο σημερινό μου σημείωμα θα ασχοληθώ κυρίως με το βάθρο, πάνω στο οποίο οικοδομεί και με τα στοιχεία του οικοδομήματος. Θα επικεντρωθώ δηλαδή στο περιεχόμενο, το οποίο είναι εξίσου σημαντικό με την τεχνοτροπία. Από τους τίτλους των διηγημάτων είναι σαφές ότι το βάθρο δεν είναι άλλο από τα Ιερά Πρόσωπα.

Η εσωτερική συνειρμική γραφή είναι οργανωμένη. Ο Παπαντωνίου δεν κατεβάζει τους αγίους για να τους ανθρωποποιήσει, ούτε αγιοποιεί τους ανθρώπους της γειτονιάς. Είναι ο καθένας ομώνυμος  με τον Άγιο άνθρωπος, που ζει τη γνωστή από τα συναξάρια και τα τροπάρια ζωή του Αγίου, αλλά εμπλουτισμένη με τη ζωή του ανθρώπου της γειτονιάς.  Εγγονός ιερέα, τους ζει από μικρός, τους ταυτίζει. Ήταν βοηθός του ιερέα αλλά και βοηθός ψάλτη στην εκκλησία του Αγίου Κασσιανού, στην ανατολική πλευρά της εντός των τειχών Λευκωσίας. Το μεγαλύτερο μέρος της ενορίας είναι κατεχόμενο. Παρόλο που η εκκλησία και το σπίτι του, μια πολύ μικρή περιοχή, έμειναν ελεύθερα, για τον Παπαντωνίου η γειτονιά που έζησε δεν υπάρχει πια.  Ο μικρός Στέλιος μιλούσε με τον Άγιο στην προσευχή του, ο Άγιος του έδινε πρόσφορα και τον πρόσεχε. Όπως οι αρχαίοι θεοί, οι ανθρώπινοι Άγιοι του Παπαντωνίου συμμετέχουν στη ζωή των ανθρώπων.

Τα συγκεκριμένα Ιερά Πρόσωπα πρέπει να έχουν σχέση με τη γειτονιά. Μια πρώτη προσέγγιση θα ήταν να δούμε τις εκκλησίες της γειτονιάς. Υπάρχουν σε ελάχιστη απόσταση, νοτιοανατολικά, η εκκλησία της Παναγίας της Χρυσαλινιώτισσας και βορειοανατολικά, τώρα κατεχόμενη, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Στα νοτιοδυτικά είναι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που απέναντί του φοίτησε ο Στέλιος, στο Παγκύπριο Γυμνάσιο . Έξω από τα τείχη, σε σχετικά κοντινή απόσταση, στα νοτιοανατολικά, στον Λυκαβηττό, είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου και  στα βορειοανατολικά, στο Καϊμακλί, οι εκκλησίες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και της Αγίας Βαρβάρας. Στα νοτιοδυτικά βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και, στην ομώνυμη συνοικία, η εκκλησία των Αγίων Ομολογητών. Στην επαρχία Λευκωσίας, κοντά στο Ψημολόφου, το χωριό του άλλου παππού του Στέλιου, είναι η μονή του Αγίου Ηρακλειδίου, και στον Καλοπαναγιώτη της Μαραθάσας η μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή. Στην επαρχία Λάρνακας στην Τρεμετουσιά ή Τριμυθούντα υπάρχει η κατεχόμενη μονή του Αγίου Σπυρίδωνος. Οι τρεις τελευταίοι είναι οι μόνοι που είναι Κύπριοι, που έχουν μονές, και που βρίσκονται εκτός της μείζονος Λευκωσίας.  

Όμως κάτι δεν ταιριάζει στη σχέση των διηγημάτων μόνο με τις εκκλησίες. Λείπουν εκκλησίες του Χριστού και του Αγίου Χαραλάμπους που να έχουν σχέση με τα γραφόμενα.  Διαβάζοντας ξανά τη σειρά στον πρόλογο με πρώτο τον Χριστό και ύστερα την Παναγία, ακολουθούμενη από Αγίους, ο νούς οδηγείται στο εικονοστάσι. Οπότε φάνηκε αναγκαία όχι μόνο ονομάτων, αλλά και εκκλησίας Αγίου Κασσιανού, και συναξαρίων και διαδικτύου επίσκεψις. Πήγα στον Άγιο Κασσιανό για να δω τι έβλεπε ο Παπαντωνίου γύρω από την  εκκλησία, όπου ήταν το σπίτι του και μέσα στην εκκλησία, ιδιαίτερα  από τη θέση του ψάλτη. Το σπίτι πλάι στην εκκλησία, τα δρομάκια στενά, στην άλλη μεριά του συρματοπλέγματος τα χαλασμένα και καμένα από τους Τούρκους σπίτια, σχολεία, εκκλησία. Στο εικονοστάσι ο  Χριστός, βέβαια,  και η Παναγία, και στη συνέχεια ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο  Άγιος Κασσιανός, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Άγιος Χαράλαμπος, ο Άγιος Νικόλαος. Στη συνέχεια, στον τοίχο ο Άγιος Γεώργιος με κάποιες σκηνές κάτω από την εικόνα του. Πιο πέρα, ψηλά στον τοίχο η Αγία Βαρβάρα. Στην άλλη πλευρά, μετά τον Χριστό, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Άγιος Σπυρίδων, οι Άγιοι Ομολογητές, και στη συνέχεια, στον τοίχο, ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής και ο Άγιος Ηρακλείδιος. Η σειρά στο εικονοστάσι είναι εκείνη που καταγράφει στον πρόλογο και που ακολουθεί ο συγγραφέας στο βιβλίο του.

Με βάση και τις δυο πιο πάνω προσεγγίσεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γειτονιά των διηγημάτων δεν είναι εγκεφαλική, αλλά πραγματική. Και δεν είναι μικρή, περιορισμένη στις εικόνες της εκκλησίας του Αγίου Κασσιανού, αλλά περιλαμβάνει και τις κοντινές εκκλησίες, και εκείνες της  εκτός των τειχών Λευκωσίας. Περιλαμβάνει ακόμη και μακρινές εκκλησίες εκτός Λευκωσίας. Το περιεχόμενο των διηγημάτων μαρτυρεί ότι ο συγγραφέας ενσταλάζει στοιχεία όχι μόνο των εικόνων και των συναξαρίων αλλά και των συγκεκριμένων εκκλησιών, και ας μην ήταν, ίσως, η αρχική πρόθεσή του.

 Από τα δεκαπέντε διηγήματα,  τρία αναφέρονται στον Χριστό και την Παναγία, έντεκα σε άντρες αγίους, και ένα σε γυναίκα αγία.

Αυτά τα Ιερά Πρόσωπα, τα γνώριμα στον συγγραφέα, με τις εκκλησίες, τις εικόνες, τις λειτουργίες, τις γειτονιές, τις γιορτές, τα καταστήματα και τα σπίτια αποτελούν το βάθρο της γραφής του. Σ’ αυτό εντάσσονται και οι άλλες εμπειρίες του συγγραφέα, με κυριότερη την επέλαση των Τούρκων και την απώλεια.

Για τα πραγματικά πρόσωπα δεν μπορεί κανένας,  που δεν έζησε στη γειτονιά, να πει κάτι, ιδιαίτερα αν δεν έζησε στη μικρή γειτονιά. Κατά πόσο δηλαδή ο συγγραφέας κατέγραψε φάσεις της ζωής συγκεκριμένων προσώπων, που τους ταύτισε με τα Ιερά Πρόσωπα. Μας παρουσιάζει πάντως πρόσωπα πιθανά, όπως άλλα που ζήσαμε στις δικές μας γειτονιές της Κύπρου. Στους συνειρμούς του βέβαια συναντούμε και κάποια γνωστά υπαρκτά πρόσωπα.

Στο Σπίτι του Χρίστου,  στο οποίο προσωποποιείται ο Χριστός, θεμελιώνεται η ταύτιση, με αποσπάσματα από τη ζωή του Χριστού που σταυρώνεται και από τη ζωή του αγωνιστή της ΕΟΚΑ  που απαγχονίζεται από τους Εγγλέζους. Περιέχει αναφορές στη Γέννηση, στους Δώδεκα Αποστόλους, στην προδοσία του Ιούδα,  στην Ανάσταση. Συνειρμικές αναφορές σε εκδρομή στον Απόστολο Ανδρέα, στη στρατιωτική εκπαίδευση του συγγραφέα, μαζί με πλήθος άλλων Κυπρίων φοιτητών στη Χαλκίδα τον Ιούνιο του 1964, στην παραμονή του Σικελιανού και του Χριστού στην έρημο.

Στην Κυρά Παναγιώτα, την Παναγία, καταγράφονται οι παιδικές παραστάσεις της Γέννησης, το χωριό του Παπαντωνίου, το Βουνό, ο Χρίστος- Χριστός που τον εκτέλεσαν  οι Εγγλέζοι και τον σταύρωσαν οι Εβραίοι, ο φίλος του ο Γιάννης-Ιωάννης, στον οποίο ανέθεσε, προτού πεθάνει, τη φροντίδα της μητέρας του Παναγιώτας-Παναγίας και πολλά άλλα του βίου της.

Στις Φωτογραφίες της κυρα Παναγιώτας, τις εικόνες δηλαδή της Παναγίας, που υπάρχουν στον Άγιο Κασσιανό, εναλλάσσονται οι φασαρίες με τους Τούρκους το 1963  με την αναπαλαίωση των σπιτιών, οι εικόνες της Παναγίας που ζωγράφισε ο Άγιος Λουκάς με τις φωτογραφίες του φωτογράφου Βαβλίτη και άλλων, αλλά και με τους πίνακες των ζωγράφων καθηγητών και συμμαθητών του συγγραφέα. Και ακόμη αναφορές στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, στον  Παπαδιαμάντη και στην  ανάσαση των Χριστιανών από την πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος.

Στον Μιχάλη τον ταχυδρομικό, έχουμε αναφορές και στον Γαβριήλ με το κρίνο, στον Ραφαήλ, και σε μια γνώμη  του καθηγητή της αρχαιολογίας Μαρινάτου. Ειδικά για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ διαβάζουμε για λάθη του ζωγράφου που τον ζωγράφισε, για τα παλιά πένθιμα στεφάνια με τα χάρτινα φύλλα, για τις φιλοσοφικές περί θανάτου κουβέντες μαζί του, για τον τραυματισμό του μαχητή της γειτονιάς αδελφού του από όλμο που έριξαν οι Τούρκοι, και για τον θάνατό του.

Το γερόντιον ο Κασσιανός, εξαίρετο, είναι μια συνομιλία του συγγραφέα με τον ερημίτη Άγιο Κασσιανό, που γεννήθηκε στη Ρώμη και που έγινε προστάτης της γειτονιάς. Γραμμένη χωρίς ένδειξη εναλλαγής προσώπων, χωρίς εισαγωγικά, με μακρές περιόδους και ασύνδετα, όπως σε όλο το βιβλίο. Θυμάται ο συγγραφέας τα παιδικά παιγνίδια στην αυλή της εκκλησίας, νιώθει άσχημα που δεν μπόρεσαν να σώσουν τη γειτονιά, ευτυχώς έκαμε το θαύμα του ο Άγιος και σώθηκε η εκκλησία του.

Ο Γιάννης, ο φίλος του Χρίστου μας, παραπέμπει στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.  Αναφορές στο Ευαγγέλιό του, στον Μυστικό Δείπνο, στην κηδεία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Β΄ , στον Κυρηνείας Κυπριανό με τους τόμους του δημοψηφίσματος του 1950 για την Ένωση,  στο κλείσιμο των σχολείων από τους Εγγλέζους, στις διαδηλώσεις. Αναφορές ακόμη στην εξορία του Αγίου στην Πάτμο, όπου έγραψε το Ευαγγέλιό του, και του Μακαρίου στις Σεϋχέλλες. Και μια προτροπή να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο του Ιωάννη για να μάθουμε κυρίως για την αγάπη.

Ο Χαράλαμπος, o Μικρασιάτης που βασανίστηκε για την πίστη του, με την εικόνα του φτωχική, πολύ πράσινη, ο αγωνιστής που βασανίστηκε Κυριάκος Μάτσης και που τον σκότωσαν στο Δίκωμο, ο καφετζής της γειτονιάς με τα μαγαζάκια χριστιανών και μωαμεθανών, και πάλι ο Κασσιανός. Και άλλοι ομώνυμοι του Χαράλαμπου.

Ο καπτα-Νικόλας, Ποσειδώνας και Άγιος Νικόλαος των ναυτικών. Συνειρμοί με το πλοιάριο που έφερε όπλα στην Κύπρο για τον Αγώνα, με το πλοίο που ταξίδεψε ο συγγραφέας κατάστρωμα για σπουδές, με το πλοίο που ταξίδεψε, αφού εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά, στην Κύπρο για την άμυνά της. Και ακόμη άλλοι ομώνυμοι να δρουν στη γειτονιά. Όλα ναυτικά.

Ο Γιώργος ο στρατιωτικός, έχει την εκκλησία του στη γειτονιά,  σώθηκε η εικόνα του στον Μαχαιρά, έχει και μικρή εκκλησία στο Βουνό, το  χωριό του ιερέα παππού του συγγραφέα. Συνειρμοί με τους Άγγλους στρατιώτες, με την εκπαίδευση στη Χαλκίδα, με την κάθοδο στην Κύπρο, με την εκπαίδευση στο ΚΕΝ Λάρνακας, με τη δράση σε άλλα στρατόπεδα και στη γειτονιά στις δύσκολες ώρες με τους Τούρκους, προσβλέποντας στην ανάσταση. Όλα στρατιωτικά.

Η Βαρβάρα η κουκλάρα. Τίτλος που δοκιμάζει την ευσέβεια. Άμα διαβάσεις τον βίο της όμως, θα δεις πως ήταν μια όμορφη νέα που αποκεφαλίστηκε, επειδή έμεινε ακλόνητη στη χριστιανική της πίστη. Από τον χώρο του δεξιού ψάλτη, όπου βρισκόταν ο Στέλιος, έβλεπε την Αγία Βαρβάρα, αλλά και πιο πάνω, στο μπαλκόνι, στον  τότε γυναικωνίτη δηλαδή, έβλεπε τις μαθήτριες, όπως τις έβλεπε και στα μπαλκόνια της γειτονιάς.  Συνειρμοί για την παιδική και εφηβική ζωή του συγγραφέα, τα πρώτα σκιρτήματα για τις μαθήτριες, τις εκδηλώσεις των σχολείων, την παθητική αντίσταση στους  Άγγλους και τη συμμετοχή του στην ΕΟΚΑ με τις βόμβες μολότοφ, αφού η αγία έχει σχέση με τη φωτιά, το πυροβολικό.

Ο Γιάννης ο λεγόμενος Πρόδρομος που αποκεφαλίστηκε, όπως ο Ονήσιλος, περιέχει τις πρώτες εμπειρίες του συγγραφέα, καθηγητή σε ορεινό χωριό, κοντά στο χωριό Πρόδρομος, συνειρμούς με τα οπωροφόρα της γειτονιάς, τους πολιτικούς κρατουμένους και τους απαγχονισθέντες αγωνιστές, και πάλι με τη ζωή και τον θάνατο του Ιωάννη και του Ονήσιλου, και  με τη σφαγή των Κοντεμενιωτών. Θυσίες για να ανοίξει ο δρόμος, λέει ο Παπαντωνίου, για την ανάσταση.

Στο διήγημα Σπύρος ο Τρεμετουσιώτης ο συγγραφέας μας παραθέτει πρωθύστερα τις σφαγές και τις καταστροφές από τους Τούρκους το 1974 στην περοχή της Τρεμετουσιάς, και την εκδρομή εκεί τα προηγούμενα χρόνια με τους συμμαθητές του. Συνειρμοί της φιλανθρωπίας του Αγίου  με τη δωρεάν διανομή τροφίμων στους εγκλωβισμένους από τα παλιά χειροποίητα λεωφορεία. Αναμνήσεις από το χωριάτικο σπίτι του παππού, και πάλι η μετακίνηση των σφαγμένων και θαμμένων στο Ορνίθι από τους Τούρκους και η μεταφορά της σορού του αγίου στην Κέρκυρα. Και η απόδειξη του ιεράρχη για το ομοούσιο της Αγίας Τριάδας.

 Οι Άγιοι Ομολογητάδες έχουν την εικόνα τους μικρότερη. Συμπληρώνεται με άλλη άσχετη.  Αποκεφαλίστηκαν από τους Τούρκους το 1821, με τα παράξενα ονόματά τους, συνείρονται με τη γυναίκα της Λαπήθου που την έσφαξαν  επειδή  δεν ομολόγησε πού έκρυψε τους στρατιώτες μας, και συμπληρώνονται με την προσφορά στέγης στους πρόσφυγες κοντά στην εκκλησία τους.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, ως Γιαννάκης ο μικρός ο Μαραθεύτης, εικονογραφημένος από τους μοναχούς ζωγράφους της μονής του Αγίου Ηρακλειδίου, απαρνήθηκε τα εγκόσμια, όπως τον Μάτση και τον Παλληκαρίδη. Συνειρμοί με τον Ηρακλή που σκοτώνοντας τη Λερναία Ύδρα έφερε νερό, με τον ποταμό της Μαραθάσας, όπου τον βάφτισε ο Άγιος Ηρακλείδιος, με τις κερασιές, με τη μονή του στον Καλοπαναγιώτη, απέναντι  από τα ξενοδοχεία της αναπλασμένης παλιάς γειτονιάς.

Φωτογραφείο Ηρακλείδη, είναι ο Άγιος Ηρακλείδιος και το κέντρο αγιογραφίας στη Μονή του, στην οποία αγιογραφήθηκαν κάποιες εικόνες της εκκλησίας του Αγίου Κασσιανού, χειρ Νεκταρίου εποίησεν, με τη γενειάδα του να μοιάζει με εκείνη του Αγίου Σπυρίδωνα, ορθά επιστεγάζει το έργο. Συνειρμοί με τις χρυσομηλιές του κοντινού χωριού Ψημολόφου, με το ποτάμι, όλος ο τόπος ένα θαύμα.

Στο Επίμετρο, Των μανάδων κοίμηση, συνειρμοί του θανάτου της μητέρας με την εγκατάλειψη καθαρών των σπιτιών που επρόκειτο να σκλαβωθούν και με την κοίμηση της Θεοτόκου.

Όπως φαίνεται από την πιο πάνω παράθεση των συνειρμών, οι γνώσεις και τα βιώματα του συγγραφέα απλώνονται αποσπασματικά, αλλά εμφανίζονται συνδεδεμένες θεματικά. Για να μπορέσει συνεπώς κάποιος να κατανοήσει και να αισθανθεί τα γραφόμενα, όσο το δυνατόν καλύτερα, θα πρέπει να είναι, όσο το δυνατόν περισσότερο, γνώστης των βιωμάτων και των γνώσεων του συγγραφέα. Όσοι ζήσαμε τα ίδια περίπου γεγονότα, έχουμε ένα πλεονέκτημα. Δεν έχουμε όμως γνώσεις για όλα τα πραγματικά πρόσωπα και τα γεγονότα της μικρής γειτονιάς. Εικάζουμε. Η έξοχη ωστόσο παρουσίαση της γειτονιάς, μικρής ή ευρύτερης, από τον Παπαντωνίου, παραμένει. Ίσως και κάποιο μυστήριο να συνεπικουρεί στον θαυμασμό μας.



Δημήτρης Λεβέντης

16.1.2019

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Σαν τα χιόνια


Σαν τα χιόνια

Τέτοια ακριβώς μέρα, το 1969 ή 70, χιόνισε στα βουνά, πρώτη μέρα που θ’ άνοιγαν τα σχολεία, κι εμείς με το Χρίστο τον Πετρίδη, καινούργιο Κορόλλα Τογιότα, να βγαίνουμε στο βουνό για να παρουσιαστούμε στο Γυμνάσιο Λεμύθου, δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους μας πως κι αν αργούσαμε κι αν δεν πηγαίναμε μέσα στα χιόνια δε θα ανατιναζόταν κι η γη στο διάστημα, πού εμείς, κάνουμε την απόπειρα, από Κακοπετριά δεν μπορούσαμε να πάμε, να δοκιμάσουμε κι από Μουτουλλά, κάπου εκεί τα χιόνια εμπόδιζαν παραπάνω διάβαση, και τι γίνεται τώρα, όπου πετάγεται ένας κύριος από το καφενείο, από δω με τα πόδια μπορείτε ν’ ανεβείτε το βουνό και κατεβαίνετε Λεμύθου, ποιο το πρόβλημα, στην ηλικία μας δεν υπήρχαν δισταγμοί, αρπάζουμε τα απαραίτητα, γαλόσιες είχαμε, και μια και δυο κατακοφτά ανεβαίνουμε το βουνό, στο δρόμο ο Χρίστος έχασε τη μια γαλόσια αλλά πού να το καταλάβει, κατεβαίνουμε Λεμύθου, στο Γυμνάσιο, ήδη τα παιδιά ήταν στο οικοτροφείο, κι ο φίλος Δράκος υπεύθυνος, άντε τρέξτε για ζιβανία, κι απ’ έξω κι από μέσα, κι έτσι τα τέτοια δεν τα ξεχνάμε, αυτά μας μένουν, όχι πως δεν έμεινε η πρώτη χιονόπτωση στη Λευκωσία, 1949-50, θα ήμουν νηπιαγωγείο, η γειτονιά γέμισε, τα αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να κινηθούν, κι ένα μικράκι βαν, το είχε στην επιχείρηση τσιγάρων Πατίκη ο Κόκος, θείος του Θάσου και του Ζήνωνα και του Κωστάκη, κι έρχεται στη γειτονιά και μένει ακίνητο, ανοίγει πίσω την πόρτα, ελάτε μικροί μπείτε μέσα να βαρέσει το αυτοκίνητο να κινηθούμε, έτσι κι έγινε, γέμισε το μικρό βαν παιδάκια, χοροπηδούσαμε για να βοηθήσουμε την κίνηση, έτσι μας είπαν, έτσι κάναμε, μετακινήθηκε λίγο πιο κάτω, μας κατέβασε, δεν μπορούσαμε ν’ απομακρυνθούμε κι από τη γειτονιά, μωρά πράμα, αλλά κοίτα τι ωραία συμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων!

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Αναγνώστη έρωτες


Αναγνώστη έρωτες

Έχουν κι οι αναγνώστες κι οι μικροψαλτάδες τους κρυφούς έρωτές τους, τις Ώρες, πρώτη, τρίτη, έκτη, ενάτη, μια ποίηση αναγνώσματα, λίγοι ψαλμοί, κείμενα θεϊκής έμπνευσης, μιας αιώνιας ποιητικής ευφορίας, ίσως ενός άλλου κόσμου, όμως τόσο δικού μας μέσα στην εκκλησιά, ο Αβραάμ κι ο Ιακώβ, κι ο Ιορδάνης ποταμός, ακούς τις λέξεις κι αναγαλλιάζεις, ευφράνθητι έρημος διψώσα, αγαλλιάσθω έρημος και ανθείτω ως κρίνον, μα ολόκληρη η προφητεία του Ησαϊα δροσίζει την ψυχή, ανοίγει τους ουρανούς μας, τα φύλλα της καρδιάς, ακούς τις λέξεις και ευφραίνεσαι, υλοχαρήσει, αγαλλιάσεται, η τιμή του Καρμήλου, ανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών και ώτα κωφών ακούσονται, αλείται χωλός ως έλαφος και τρανή έσται γλώσσα μογγιλάλων, κι ακόμα παρακάτω όλα τα φύλλα των αγρών ανοίγονται, όλοι οι ουρανοί, και στο τέλος απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός, να το’ λεγα για σένα πατρίδα μου και με πιάνει το παράπονο, γιατί ο λιόντας και το πονηρό θηρίο σου πατά την κεφαλή, διεσπαρμένα τα παιδιά σου, διψά η γη της ψυχής μας από την απουσία σου, ερημιά, κι οι σειρήνες πλανούν τους απίστους τη διανοία, φαράγγια προς το παρόν μας χωρίζουν, μα εμείς πιστεύουμε κι ελπίζουμε, φωνάζουμε στην έρημο τον Πρόδρομο να ετοιμάσει την οδό. Είναι δυνατόν ένας λαός να ζει την αιώνια αδικία;  

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Μαρούλα Γιασεμίδου- Κάτζη


Μαρούλας Γιασεμίδου-Κάτζη, Της Πολύπαθης Πατρίδας… Ποιήματα

Σε δυο τόμους, 2006 και 2018 η Μαρούλα Γιασεμίδου-Κάτζη μας δίνει τα ποιήματά της αφιερωμένα στην Πολύπαθη Πατρίδα. Άλλα γραμμένα προ της εισβολής, τα περισσότερα όμως μετά από το μεγάλο κακό.
Τα πρώτα κατατάσσει κάτω από τον τίτλο Τα Εγκλωβισμένα. Συγκινητικές σκηνές και εικόνες για το καθήκον, τους ταξιδιώτες, σε παγκόσμια και τοπική κλίμακα, μπορούν να θεωρηθούν προφητικά της εισβολής και του ξεριζωμού. Ένα Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο μπορεί να γράφτηκε για σχολικές ανάγκες, δεν παύει όμως να εκφράζει ποιητικά το θαύμα της Γένεσης και γέννησης.
Η δεύτερη ενότητα, της Προσφυγιάς, με την Πολύπαθη Πατρίδα, τόπος και χρόνοι, γεωγραφία και ιστορία, με τα χνάρια των στιγμών στον πολιτισμό και στα πάθη μας, η τραγωδία του νησιού και των ανθρώπων του, η ανάγκη για κάθαρση και δικαιοσύνη, με καταβύθιση του ποιητικού λόγου στους πανάρχαιους μύθους της τραγικότητας του ανθρώπου και της διάψευσης. Το ειρωνικό στοιχείο που κρύβεται πίσω από τις παράτες και τις θορυβώδεις εκδηλώσεις, το παρελθόν σε αντιστοιχία με το παρόν,  ήρωες και αντιήρωες, ο διωγμός και η θρησκευτική προσήλωση στην ελπίδα της επιστροφής στην αρπαγείσα γη μας, όλα σε στίχους σφιχτοδεμένους με καθαρά νοήματα, ένας ολόκληρος κόσμος ζωντανός να περιβάλλει τα αντικρουόμενα συμβαίνοντα, τις απρόσμενες ανατροπές που ζούμε από την εισβολή και εξής.
Η ποιήτρια μιλά τη γλώσσα της όμορφης αλήθειας.
Δίστιχα, Αναγνώσματα και Γράμματα στον Πατέρα, θεμελιωμένα στον ελληνικό πολιτισμό και στη σύγκριση του παρελθόντος με το παρόν, εκφράζουν καημούς και ελπίδες, πίστη στις σταθερές στο χρόνο ιδέες και αξίες.
Τα Εγκλωβισμένα, της Προσφυγιάς και  Προβληματισμοί, με συγκινητικά και φιλοσοφημένα λόγια, από τα βάθη της ψυχής, δίνουν τρεις ενότητες βαριάς σκέψης και ευγενούς λόγου.



 Μαρούλας Γιασεμίδου-Κάτζη, Της Πολύπαθης Πατρίδας… Ποιήματα ΙΙ, Λεμεσός 2018

Ύστερα από ένα μεστό Πρόλογο που εγχαράζει τη θεματολογία και τον σκοπό της έκδοσης, η ποιητική συλλογή ανοίγει με συγκινητικά ποιήματα νοσταλγικά, με εντυπώσεις βαθιές και φιλοσοφική διάθεση. Τόποι και τοπία, γνωστά, αναγνωρισμένης ομορφιάς, συνυφασμένα με στιγμές ζωής, ιστορίας, μόχθου, και προπάντων των παθών της εισβολής και κατοχής της μισής πατρίδας μας.
Αλήθειες άμεσες ή συγκαλυμμένες, της προσωπικότητα και της ολότητας, του εαυτού και των άλλων, το είναι και το φαίνεσθαι στην παγκόσμια σκηνή. Αρετή και κάλλος, αγώνας και ελευθερία, βασικά λιθάρια του ποιητικού της οικοδομήματος. Οι μεγάλες αλήθειες λέγονται εν παραβολαίς και η ποιήτρια γνωρίζει πώς να τις εκφράσει ελκυστικά.
Λόγος κρυστάλλινος, αξιών, πίστης και βεβαιότητας. Πλούσια θεματολογία, πικρή ειρωνεία. Η σοφή ποιήτρια φθέγγεται, τα λόγια της αντιχτυπούν στην πραγματικότητα και στη τραγική ερμηνεία της, στην μετά τη μεγάλη ιστορική καταστροφή μας εποχή.
Χαρακτηριστικό της ποιήτριας η βεβαιότητα και ευθύτητα των σκέψεων, των συναισθημάτων της  και των εκφραστικών της εν γένει τρόπων.
Σφραγίδες της εποχής μας, στην Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή, της αδικίας και του αιτήματος της δικαιοσύνης.
Στέλιος Παπαντωνίου




Κοιλάνι


Μαρούλα Γιασεμίδου-Κάτζη, Κοιλάνι, Το Χωριό, η Ιστορία και ο Κόσμος του

Λευκώματα ή μεγάλου μεγέθους βιβλία πολύτιμα μνημεία για τους χωριανούς και τα χωριά μας αποτελούν δείγμα της αγάπης των συγγραφέων προς τη γενέθλια γη, την τροφό και διαπλάστρια  των ανθρώπων. Ένα τέτοιο βιβλίο, πολυτελούς έκδοσης, είναι και το αποτέλεσμα της εργασίας της και της πατριδολατρίας της Μαρούλας Γιασεμίδου- Κάτζη για το Κοιλάνι.

Μέσα από τις σελίδες του, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, παρελαύνει όλη η ζωή του Κοιλανιού, από τη γεωγραφική του θέση ως την Ιστορία, οικονομική ζωή, κοινωνική, ήθη και έθιμα και γενικά το λαϊκό πολιτισμό. Το γλωσσάριο, στο τέλος, διασώζει τον λεξιλογικό μας θησαυρό και τα πράγματα που σημαίνει. Διαβάζοντας το βιβλίο και βυθιζόμενος κανείς στις φωτογραφίες ξαναζεί μια μοναδική ζωή και θαυμάζει τον ανθρώπινο μόχθο που αθανατίζει στιγμές του παρελθόντος με τόση ζέση.

Στέλιος Παπαντωνίου

οδούς οδόντος


Οδούς οδόντος

Και πού να βρουν τώρα κεραμίδια χαμηλά να πετάξουν το δοντάκι που εξάγουν, όπως τότε εμείς, ένα στενό δρομάκι η αγίου Γεωργίου του πυρπολημένου από τους τούρκους το εβδομήντα τέσσερα, κι ήταν απέναντι από την εξώπορτά μας χαμηλό σπιτάκι, και είναι ακόμα, της γριάς Κατινούς, μπορούσαμε να πετάξουμε το δοντάκι και να πούμε «σου στέλλω κοκαλένιο στείλε μου καινούργιο γερό και δυνατό» ή κάτι παρόμοιο, πάντως πιστεύαμε πως έτσι πρέπει να συμπεριφερόμαστε στα όργανα και μέλη του σώματος, έστω ένα δόντι, ήταν δικό μας, ήθελε την περιποίησή του και την ιεροτελεστία του, όπως όταν ξυπνούσε ο πατέρας, η πρώτη του δουλειά ήταν να βγει έξω, να βάλει το σταυρό και να πει, δόξα Σοι ο Θεός, κι ύστερα να καλημερίσει τους ανθρώπους γύρω του. Κάποτε η μάνα μου μας έδενε μια γερή κλωστή γύρω από το δόντι, άντε τράβα, κι έβγαινε, κι ύστερα γνωρίσαμε τον Σιεφκέττη, καλός άνθρωπος, τούρκος της γειτονιάς, απέναντι από το φούρνο του Πιτζιολή, τον προτιμούσαμε γιατί ήταν ευγενέστατος και αγαθός άνθρωπος, ύστερα ήρθαν άλλοι και άλλοι, με τα νέα μηχανήματα, τα αθόρυβα, δεν ήταν σαν τις τροχαλίες και τα ρινίσματα του καιρού εκείνου, περάσαμε κι από τον Καραγιάννη κι από τον Πίπη, σου έβαζε την ένεση να μουδιάσεις, ξεκρέμαζε το βιολί κι άρχιζε να παίζει, ξακουστός βιολιτζής στους κυπριακούς χορούς, τον βλέπαμε κι από τηλεοράσεως, σήμερα έχουμε την Αθηνά μας, ο Δράκος βιάστηκε, έφυγε νωρίς, μας δένουν όμως πολλά ρε παιδί μου, μια ζωή μαζί τη βγάλαμε, από την Τρίτη Γυμνασίου που ήρθε στη Λευκωσία από το Όμοδος κι ήρθε στη γειτονιά να δουλέψει στο μπακάλικο του Βάσου, μόλις μάθαινε ποδήλατο και μάλιστα το φορτηγό εκείνο με τη σιδερένια θήκη μπροστά, μέχρι κοφίνα έπαιρνε, μαθητευόμενος ακόμα, μπαμ και δίνει στον τοίχο του σπιτιού μας, γωνία αγίου Κασσιανού Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, πετάχτηκα έξω, τον βοήθησα να σηκωθεί, βάλαμε την κοφίνα στη θέση της και με την πρώτη μέρα που μπαίνω στο Γ3, διάδρομος για Σεβέρειο Βιβλιοθήκη, να σου τον μπροστά μου, κι έκτοτε δεν χωρίσαμε, Λευκωσία Αθήνα Λεμύθου, μόνο ο θάνατος. Έβγαλε όμως παιδιά!

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

καλή ηλικία


Καλή ηλικία!

Η θεία Μαρούλα –Θεός σχωρές την- μαζί με τη μάνα, είχαν την ιδέα πως ό, τι κάνει ο άνθρωπος την πρώτη μέρα του χρόνου θα το συνεχίσει και το υπόλοιπο, γι’ αυτό με καλούσαν να κάτσω να διαβάσω, για να διαβάζω ολοχρονίς, κι έτσι με το λέγε λέγε απέκτησα κι εγώ το θάρρος να πω στη θεια μου, αφού ρωτάς τι δώρο θέλω, να μου δώσεις είκοσι πέντε σελίνια ν’ αγοράσω την Ανθολογία Ποίησης του Αποστολίδη, την έχει ο Κασουλίδης στη βιτρίνα, έτσι κι έγινε, μια και δυο, βιβλίο… τσέπης τεραστίων διαστάσεων για τον καιρό μας η Ανθολογία, αλλά ήταν καλή αρχή, δεν βγήκα έξω από το σπίτι, ωραία ατμόσφαιρα, ζεστασιά με τη σόμπα του γκαζιού, μόλις κυκλοφορούσε, κάθισα στο διάβασμα, και έμαθα πρόσωπα και ποιήματα, από τότε, μιλάμε για τρίτη Γυμνασίου, δεκαπέντε χρονών, καλή ηλικία για να μπει κανείς στην ποίηση, και πρώτος  βέβαια Διονύσιος Σολωμός και Σικελιανός, ήταν μια συμμαθήτρια μας ξετρέλαινε, πολύ της αρέσει ο Σικελιανός, να δώ εγώ! (στο μεταξύ έγραφα κι εγώ τα δικά μου, αλλά μην τα είδατε, ούτε εγώ δεν θυμάμαι πού τα ’κρυβα) ήταν κι οι δάσκαλοι τότε που συνεχώς μας τσαμπουνούσαν, ο Διονύσιος Σολωμός και ο αγώνας του για τελειότητα, και δεν δημοσίευε, κι όλο τα δούλευε, μια ο Σολωμός μια αργότερα ο Σωκράτης, πολύ μας έφαγαν κι αυτοί, Θεός σχωρές τους. Κι ο Παπαδιαμάντης στο χορό, με τα αγαπημένα του από τρίτη Γυμνασίου, καλά λέω, καλή ηλικία για γράμματα!
καλή χρονιά λοιπόν