Οδούς οδόντος
Και πού να βρουν τώρα κεραμίδια χαμηλά να πετάξουν το
δοντάκι που εξάγουν, όπως τότε εμείς, ένα στενό δρομάκι η αγίου Γεωργίου του
πυρπολημένου από τους τούρκους το εβδομήντα τέσσερα, κι ήταν απέναντι από την
εξώπορτά μας χαμηλό σπιτάκι, και είναι ακόμα, της γριάς Κατινούς, μπορούσαμε να
πετάξουμε το δοντάκι και να πούμε «σου στέλλω κοκαλένιο στείλε μου καινούργιο γερό
και δυνατό» ή κάτι παρόμοιο, πάντως πιστεύαμε πως έτσι πρέπει να
συμπεριφερόμαστε στα όργανα και μέλη του σώματος, έστω ένα δόντι, ήταν δικό μας,
ήθελε την περιποίησή του και την ιεροτελεστία του, όπως όταν ξυπνούσε ο
πατέρας, η πρώτη του δουλειά ήταν να βγει έξω, να βάλει το σταυρό και να πει,
δόξα Σοι ο Θεός, κι ύστερα να καλημερίσει τους ανθρώπους γύρω του. Κάποτε η
μάνα μου μας έδενε μια γερή κλωστή γύρω από το δόντι, άντε τράβα, κι έβγαινε,
κι ύστερα γνωρίσαμε τον Σιεφκέττη, καλός άνθρωπος, τούρκος της γειτονιάς,
απέναντι από το φούρνο του Πιτζιολή, τον προτιμούσαμε γιατί ήταν ευγενέστατος
και αγαθός άνθρωπος, ύστερα ήρθαν άλλοι και άλλοι, με τα νέα μηχανήματα, τα
αθόρυβα, δεν ήταν σαν τις τροχαλίες και τα ρινίσματα του καιρού εκείνου,
περάσαμε κι από τον Καραγιάννη κι από τον Πίπη, σου έβαζε την ένεση να
μουδιάσεις, ξεκρέμαζε το βιολί κι άρχιζε να παίζει, ξακουστός βιολιτζής στους κυπριακούς
χορούς, τον βλέπαμε κι από τηλεοράσεως, σήμερα έχουμε την Αθηνά μας, ο Δράκος
βιάστηκε, έφυγε νωρίς, μας δένουν όμως πολλά ρε παιδί μου, μια ζωή μαζί τη
βγάλαμε, από την Τρίτη Γυμνασίου που ήρθε στη Λευκωσία από το Όμοδος κι ήρθε
στη γειτονιά να δουλέψει στο μπακάλικο του Βάσου, μόλις μάθαινε ποδήλατο και
μάλιστα το φορτηγό εκείνο με τη σιδερένια θήκη μπροστά, μέχρι κοφίνα έπαιρνε, μαθητευόμενος
ακόμα, μπαμ και δίνει στον τοίχο του σπιτιού μας, γωνία αγίου Κασσιανού
Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, πετάχτηκα έξω, τον βοήθησα να σηκωθεί, βάλαμε την
κοφίνα στη θέση της και με την πρώτη μέρα που μπαίνω στο Γ3, διάδρομος για
Σεβέρειο Βιβλιοθήκη, να σου τον μπροστά μου, κι έκτοτε δεν χωρίσαμε, Λευκωσία
Αθήνα Λεμύθου, μόνο ο θάνατος. Έβγαλε όμως παιδιά!