Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

οι αρχαίοι ημών πρόγονοι


ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΗΜΩΝ ΠΡΟΓΟΝΟΙ

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι σχεδίαζαν τις πόλεις, τις ακροπόλεις, κουβαλούσαν κάτι τεράστιες πέτρες να προστατεύουν το λαό, τις οικογένειές τους, τις αρχές και εξουσίες, τους ναούς τους, λάτρευαν τα δάση και τα ποτάμια, και σήμερα ακόμα, αν πας να τα δεις, θαυμάζεις, απορείς, σκέφτεσαι τους νεότερους, κάτι πλαστικά πεταμένα στους δρόμους, ο καθένας και τη δίοδό του για το δικό του, ο ξένος μακριά, ο γείτονας άγνωστος, κι εκείνος το σπιτικό του, την αυλή του, τα δέντρα του, οι περαστικοί απορούν, πώς κοινωνούν σήμερα οι άνθρωποι, περιμένουν το μεγάλο πόνο, τη μεγάλη καταστροφή για να ανοίξουν για λίγο την αυλή, κι ύστερα την ξανακλείνουν, και ξανά, ο καθένας τα σύνορά του, αυθαίρετα βαλμένα, τόσα ήθελε, τόσα πήρε, ξεκίνησε από το χωριό, μια μάντρα τα ζα κι οι δικοί του, μιζέρια κακοριζικιά νόμιζε, τα εγκατέλειψε, ας είναι και θυρωρός στην πολυκατοικία, αλλά στην πόλη, τα μπουζούκια εθνικό όργανο, τα μπαράκια τα καφέ, πού ο δικός του καφενές στο χωριό, η ταβερνούλα, το κρασάκι ξεχάστηκε, το ουίσκι έσκιζε λαρύγγια, μια ζωή την έχουμε και τη χάσαμε στην πόλη, κι ύστερα, από το διαμερισματάκι και το ψιλικατζίδικο στο εξοχικό, στο ΙΧ, όσο πιο μεγάλο, ο καθένας και το δικό του, το αμερικανικό όνειρο στις κινηματογραφικές ταινίες,  το πλαστικό χρήμα ξοδευόταν άφθονο, πήγε και το παλιάμπελο κι ο γερο πατέρας κι η γριά, το καλοκαίρι θα βρούμε λίγο χρόνο να πάρουμε τα παιδιά, βλέπει ο μικρός το χοίρο, ω τι μεγάλος κουμπαράς πατέρα, ξένες γλώσσες, κι η δική μας μοιάζει ξένη, έτσι που την κάμαμε, όπως τη μιλάμε, όπως την γράφουμε, στην εκκλησιά το Πάσχα μόνο, αν προλάβουμε, είμαστε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, μας ενοχλούν οι καμπάνες όταν χτυπούν, την ώρα που έπρεπε δεν βρέθηκε άνθρωπος να τις χτυπήσει, τον καιρό μας, μόλις κατέβαιναν οι ορδές της ΤΜΤ το πρώτο, χτυπούσε η καμπάνα, να ετοιμαζόμαστε, προετοιμαζόμαστε, κι ύστερα, χρόνια μετά, να διδάξουμε και τα παιδιά μας να προλαμβάνουν, να προετοιμάζονται, κατάντησε το νοικοκυριό να το περιγελάμε, όπου σ’ εύρω κι όπου μ’ εύρεις, αλλά δεν με βρίσκεις, μερικοί από την ύψιστη φωτιά εξαϋλώθηκαν.


Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

ΣΠΕΥΔΟΥΜΕ


ΣΠΕΥΔΟΥΜΕ

Γι’ αυτό σπεύδουμε να προλάβουμε, μην μας πιάσει η πυρκαγιά στο ακρογιάλι, μη μας κάψει την Ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, πρόσωπα και πράγματα ιερά, ναοί κι αγάλματα, εικόνες θείων αγίων, μη γίνουν σκελετοί καρβουνιασμένοι με μια λύση καύση, μια λύση πνιγμό στη διεθνή σκηνή, με τα φώτα στραμμένα αλλού, κανείς μη δει το κοιμητήριο γεμάτο, τους ζώντες μηδενισμένους ή μηδίζοντες, το νησί μου βυθισμένο στα σκοτάδια της μπαρμπαριάς, της βαρβαρότητας, της ημισελήνου, όσο κι αν κρώζουν τα όρνεα, όσο κι αν ψάχνουν να βρουν άλλες λέξεις για να με ξεκουφάνουν, να με τυφλώσουν, να τεμαχίσουν το άγιο κορμί, λέγοντας ξανά και ξανά τις λέξεις «επανένωση, διχοτομιστές, εθνικιστές, εθνοσωτήρες, υπερπατριώτες», δεν μας φοβίζουν οι λέξεις, ξέρουμε το λεξικό και το λεξιλόγιο, μελετήσαμε κι αγαπήσαμε τον ελληνικό λόγο από αρχαιοτάτων ως σήμερα, οι προφεσόροι ήταν ακόμα στην κούνια τους, βύζαναν ξένο γάλα, δεν έζησαν τη γειτονιά, δεν χόρεψαν σε γάμο στο χωριό, δεν άκουσαν καμιά φορά το Χριστός ανέστη στο νάρθηκα, δεν έκαμαν παρέλαση στις κοσπέντε του Μάρτη, γι’ αυτό και νομίζουν και νομίζουν και νομίζουν, κάλπικο νόμισμα. Άνομα και παράνομα, πλάσματα της λόγχης και των ορδών του Αττίλα, πλάσματα του μεγαφωνικού μιναρέ, της μεσοβέζικης ζωής, της ναι μεν αλλά, ας μη μπαίνουν στον κόπο, ας μη δυσανασχετούν πως υπάρχουν ακόμα στον τόπο πεισματάρηδες, έτσι μας δίδαξε η ζωή, η ανάγκη για επιβίωση, η ανάγκη να σωθεί ο ελληνισμός στην γωνιά αυτή της γης, με τις θάλασσες και τις ελιές,  τις τερατσιές, τον εύοσμο ποταμοείτονα στην άκρη του δρόμου, να μας κρατά συντροφιά στη ζωή και στο θάνατο, ελληνικό κι ελεύθερο. Γι΄ αυτό σπεύδουμε.

Στέλιος Παπαντωνίου

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Μήδεια


Στέλιος Παπαντωνίου

Μήδεια

Τις συμπληγάδες πέτρες κατασχίζει ο Ιάσονας, ακίνητο τον περιμένει το χρυσόμαλλο δέρας, η Μήδεια την κατάλληλη στιγμή στο πλευρό του, στέφεται η δούλη των θεών, ταιριαστό ζευγάρι, ο χρυσός κι ο άργυρος η υποβρύχια δύναμη, το άτμητο υπερπηδά το κοινό,  κι οι φτωχοί στη μιζέρια και στον πόνο των ανθρώπων, στην απλή χαρά της φτώχειας, τα πλούσια τη πτωχεία, στην απλή ζωή του μεροκαματιάρη, του λιτοδίαιτου, που απολαμβάνει την ελιά και το τεράτσι, τον οίνον, τον σίτον και το έλαιον. Αχόρταγος ο Ιάσων κυβερνά, σπέρνει εδώ κι εκεί τα κοπελούδια του, να τα στεγάσει στα δάση, κάτω από τα πεύκα, τα δέντρα προσκεφάλι τα παράθυρα, τις πόρτες, κάθε παιδί απλώνει κι ένα δίχτυ  όλο και πιο πέρα, το χρυσόμαλλο δέρας κυβερνά, κατευθύνει, άναρχο κι αόρατο, κατατρώει τις πέτρες,  τα χώματα, το συρματόπλεγμα ο ένας  του άλλου, κανενός δεν είναι δικά του, της μάνας τους, της Μήδειας, μια άλλη μορφή δικής μας μάνας, άναρχος άκοσμος απάνθρωπος νόμος κατευθύνει τους βροτούς μυστικά.

Ο Ιάσονας υπεραίρεται, εκμηδενίζει τη Μήδεια, εκτροχιάζει τις σιδηροδρομικές γραμμές, ανεβάζει άλλη κόρη στο θρόνο, με τον πλούτο και τα στέμματά της, του Κρέοντα κόρη, μέγας δυνάστης τα δάση τώρα κυβερνά, ω κερδοφόρες επιχειρήσεις, κι εγώ για τι να μη, ο άλλος γιατί να, όλοι το ίδιο κάνουν, η πιο ανήθικη δικαιολογία.

Και, Ω τα φίδια και τα φλεγόμενα στολίδια που της στέλνει η προδομένη, το μίσος της πληγωμένης γης, της ανομίας τέρας, κάθε τρίχα των μαλλιών της ανάβει στο σκότος, αρπάζουν οι πευκοβελόνες  φωτιά, της αδηφάγου φλόγας τέκνα, της συρίζουσας και θυελλώδους, της μεμετρημένης με μποφόρ και με αόρατες δυνάμεις, ορατές από δορυφόρους. Λυγίζουν τα σίδερα, τα κεραμίδια ξαναγίνονται χώμα, το νερό ασφυκτιά, οι φλόγες εκπορεύονται, οι σάρκες λιώνουν, τα κόκαλα στάχτη, πάνω από τους γκρεμούς της άγριας θάλασσας το κατακαίον  πυρ, οι αθώες ψυχές των κεκοιμημένων και αγνοουμένων, η Μήδεια κατατρώει τα τέκνα της, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς, κλαίει τα τέκνα της θορυβωδώς, μυκηθμοί και βροντές, κρύβει ο ουρανός το πρόσωπο, φοβούνται μην ξεσπάσει στο άγριο κλάμα και καταβυθίσει τα απομεινάρια,  οι ακταιωροί βυθίζονται στο έρεβος του αγνώστου, δεν είναι αυτή την τίση που περίμενε η δίκη, βγήκαν οι θεοί στον Όλυμπο κι αναλύουν, εκείνες τις αθώες ψυχές, τα σφριγηλά και γηραλέα σώματα, δεν είναι χώμα να τα θάψει. Ο πόνος πολύς. Δεν εξεμετρήθη ακόμη.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΕΚ ΤΑΦΟΥ


ΕΚ ΤΑΦΟΥ

Την  εκ τάφου ανάσταση των μυστικών φωνών προμηνούσαν ιριδισμοί χρωμάτων στον ορίζοντα, χίλιοι χαιρετισμοί εκπορεύονταν από το χώμα, τα κυπαρίσσια και τα πεύκα συγκλονίζονταν σύγκορμα, η ακακία ριζωμένη στην άκρη του καλντεριμιού άκουε τα κελαδήματα των πουλιών, άναβε τα ρόδινα φωτάκια της μισοκλείνοντας το μάτι στα παιδιά της γειτονιάς, μη ξεχνώντας πως κάποτε την μάλωναν, όταν απαγορεύονταν τα παιχνίδια στους δρόμους.

Η καμπάνα χτυπούσε χαρμόσυνη, το  γλωσσίδι της χοροπηδούσε ιδρωμένο,
κατέβαιναν ήρεμα  οι άγγελοι, περνούσαν πρώτα από την εκκλησιά να ευωδιάσουν τα φτερά, να πλύνουν τα χέρια με ροδόσταμο από τη μερρέχα κι ύστερα ν΄ανέβουν να χαιρετήσουν όλους τους παραγνωρισμένους αγίους στα παλιά εικονίσματα ψηλά στο γυναικωνίτη.

Τις νύχτες η Μαρία ξαγρυπνούσε καθισμένη πίσω απ' τη μεγάλη πόρτα της εκκλησιάς περιμένοντας το γιο της, πάλι βγήκε έξω, πάλι θα γύριζε με τις πόρνες και τους πορνοβοσκούς, τόσο που πλήθυναν αυτό τον καιρό στη Λευκωσία. Και στα στέκια τους να πάει και να τον αναζητά θα την παρατηρήσει αύριο, Εσύ, Μητέρα, δεν πρέπει ν’ ανακατεύεσαι  μ΄ αυτές τις αντρίκειες δουλειές, όπως κι ο Τηλέμαχος την Πηνελόπη. Και τώρα τι να πει; Κάθεται και περιμένει σαν καλή μάνα, σαν τις παλιές μανάδες, σαν τη δική μου.

Κι όταν επιστρέψει κι ανέβει στο εικόνισμά του και κάτσει στο θρόνο του και καταλάβει την τιμητική θέση, αυτή θα πάει σιγά σιγά στις μύτες των ποδιών να τον σκεπάσει, παρόλο που ξέρει πως δεν κρυώνει, αλλά πιστεύει πως η αγάπη δεν πρέπει μόνο να υπάρχει  μα και να φαίνεται.

Εκείνος ο Ιωάννης μόνο ο Πρόδρομος δίπλα του, ξινίζει τα μούτρα, ας  τον να σκληραγωγηθεί, θα ’χει πολλά να πάθει στη ζωή του, μη μου τον κανακεύεις,
δεν είδες εμένα η Ελισάβετ, μια ζωή ξυπόλυτος και δεν ρώτησε αν τρώω ακρίδες
ή αν ξέρω από σάνταλο.

Η Μαρία το κατέχει πως ο Ιωάννης θα ΄χει δρόμο άγριο να περπατήσει, φίδια κι όχεντρες τη φτέρνα του θα δαγκώσουν, μα θα κορδακιάσουν μπροστά στη λάμια τη μαινόμενη μαινάδα την Ηρωδιάδα και σιωπά η θεία Υπομονή και Παραμυθία.

Στο μεταξύ ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανέμενε σε στάση προσοχής τις διαταγές, θα 'πρεπε να κομίσει την καλήν αγγελίαν, γι΄ αυτό λούστηκε τ΄ ανθόνερο, έβαλε τα λευκά φρεσκοπλυμένα χιτώνια, έδεσε τα σανδάλια μην του βγουν στη βιασύνη, γυάλισε το πρόσωπο, η χτένα στο χέρι πήρε, κρίνο και δάφνη και μυρσίνη, έτοιμος για το μεγάλο γεγονός της 25ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου του 1955-59.

Κατέβηκε απ΄ τα νέφαλα, ο νεφεληγερέτης τον προέπεμψε ως τα ξωπόρτια, είδε κάτω στα πόδια του τα φωσάκια της Λευκωσίας όπως τα’ βλεπε ο παππούς από το Βουνό ψηλά εκεί με την ερημική εκκλησούλα τ΄ Άι Γιώργη και κατήλθεν ωσεί περιστερά.

Άλλοι τότες είδαν καράβια στο γιαλό, φορτωμένα ελληνόπουλα, άλλοι έβλεπαν σημαίες  να πλαταγίζουν στον ουρανό κι η μάνα μου με το καπνιστήρι στο χέρι
κάπνισε τον  ΄Αι Γιώργη στη Χλώρακα, την ώρα που ζωσμένος  όπλα και πυρομαχικά
πολεμούσε να σκοτώσει τον λέοντα.

Σε γνωρίζω από την κόψη, έγραφαν τα παιδιά στους δρόμους στους τοίχους
και τη ζωγράφιζαν στον πίνακα της τάξης τους σαν Αθηνά σαν Παναγιά κι αυτή στο άκουσμα του αρχαγγέλου έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να ψάλλει την τιμιωτέραν ωδήν της, ενώ στην εκκλησιά μας οι ψαλτάδες πατούσαν τον ψηλό νη στην Υπερμάχο.

Ο Τηλέμαχος έριξε το καράβι στη θάλασσα να πάει να ρωτήσει για τον πατέρα του
στα φιλικά ρηγάτα, σκοτώθηκε στο δεύτερο παγκόσμιο, χάθηκε στον εμφύλιο, από τη Μικρασία γλίτωσε, ήρθε εδώ στα σοκάκια της Λευκωσίας, νυμφεύτηκε και τώρα
αγνοείται η τύχη του για δεύτερη φορά. Η γιαγιά ρώτησε μια τσιγγάνα και της είπε
πως δε θα  ’ν η τελευταία.

Ο Αρχάγγελος σαν εξετέλεσε τη διαταγή ανέβηκε μεμιάς ολόλαμπρος στον ουρανό,
δεν κάθησε στης Καλυψώς ούτε στης Μαρίας ούτε ποτήρι νερό  να πιει στην αυλή της, μια καμπανούλα όμως την έκοψε απ΄ τη φραγή, να θυμάται τα γήινα σαν μαραζώνει.

Κι αμέσως συνάχτηκεν η λεβεντιά, με τις βράκες με τις βούρκες με τα κεφαλομάντιλα, στα λημέρια του Κύκκου κι ύστερα στου Μαχαιρά να πιουν ζιβάνα,
ν΄ ανάψουν φωτιές, να γράψουν οι φυλλάδες για το άδικο, για τον αγγελιαφόρο των Περσών που κίνησε από τη Σαλαμίνα για το Λονδίνο, ν΄ αναγαλλιάσει ο τόπος,
να χαρεί ο μικρός Χριστός, μαθητούδι δώδεκα χρονών του Γυμνασίου.

Η Λευκωσία τις ημέρες εκείνες γέμισε θηριοτροφεία, τα 'φεραν από την Αφρική,
ρίχνονταν οι χριστιανοί στα λιοντάρια, βρυχηθμοί κι ολολυγμοί ολημερίς κι ολονυχτίς κι όμως αυτοί με το χαμόγελο στα χείλη, εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης, ηφαιστειογενείς καρδιές κροκάλες.

Σ΄ όλο τον άλλο κόσμο τα παιδιά κάθονταν φρόνιμα στα θρανία κι αυτοί ρίχναν τις στέγες των Βιβλιοθηκών πετροβολώντας κάτω τη θολούρα, δεν απομνημόνευαν την Ιστορία γιατί αυτή προτιμούσε τη βιωματική προσέγγιση εξετάζοντας στους δρόμους, στο ικρίωμα, στα κρησφύγετα και στα Φυλακισμένα Μνήματα, κάτω από την οσμή της δακρυγόνας.

Τι άλλο ύστερα απ΄όλα αυτά μπορούσαν να κάμουν οι μνηστήρες, παρά να θαυμάσουν το μικρό Τηλέμαχο κι ύστερα να σεβαστούν, έστω και επιφανειακά,
τη μάνα του. Η Πηνελόπη κατέβη απ΄το γυναικωνίτη ν΄ ακούσει κι αυτή το Φήμιο που τραγουδούσε των Αχαιών τα πάθη. Κι άρχισε τότε να λαλεί με την κιθάρα στο χέρι, ο ξακουστός τραγουδιστής τα πάθια των ανθρώπων και των θεών που γίνηκαν
αιώνια τραγούδια.
«Έναν τραούιν να σας πω για τους λεβέντες τούτους
Π’ ανοίξασιν τα στήθκια τους τζι εφύσησεν αέρας 
Πο’  σάρωσεν ερείπια το κλάμαν της Αροδαφνούς
Τζι έσπειρεν
Τα δώρα τούτα της Λαμπρής
τζιαι τα Χριστός Ανέστη.»

Η Πηνελόπη δάκρυσε κι ανέβη στο μπαλκόνι να ακούει μόνη κι έρημη, θυμούμενη την Κόρη που πήρε τους δρόμους μοναχή κρούοντας χρείας θύρες. Το ποδάρι της αίματα κι αγκάθια, μέσα από τα μνήματα παιδιά να κλαιν, προσμένοντας καβαλλάρη τον Άι Γιώργη, τον Ρήγα τον Βελεστινλή και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Κι η Ψυχή της Πολιτείας βιάζονταν να  γδυθεί της αμαρτίας το ντύμα κι έβγαζε ένα ένα τα πέπλα ως άκουε συγκλονισμένη τον  Ιωάννη τον Πρόδρομο να ουρλιάζει
Μετανοείτε, μα η ανομία υπερεπερίσσευεν.

Ο Χριστός έπρεπε να πάθει και να μάθει,  η Ροδαφνούσα ν’ αλέθουν με το χερομύλι στην κοιλιά της και τα παιδιά να πετροβολούν τα καμιόνια, να κουβαλούν όπλα
στις θήκες των βιολιών ως τη θηλιά και την καταπακτή.

Ο Τηλέμαχος μελέτησε την κατάσταση με το Μενέλαο και την Ελένη κι επέστρεφε φέρνοντας τ΄αναγκαία του πολέμου. Πήδηξεν από το πλοίο στη στεριά, κουβάλησε κάμποσες κάσες όπλα και πυρομαχικά στα βράχια, οι Τουρκαλβανοί του Αλή πασά
τους μυρίστηκαν σαν κυνηγετικά, τους άρπαξαν, τους αλυσόδεσαν, τους ρίξαν στα μπουντρούμια, μα ο παππούς είχεν ήδη σπείρει το χωράφι, τα πουλιά άλλο σπόρο τον έτρωγαν, άλλο τον κουβαλούσαν, όπου χωράφι γόνιμο να πιάσει να καρπίσει.

Κάποτε ο Τηλέμαχος δραπέτευσε, πέρασε στα κρυφά κι από την εκκλησιά μας,
βρήκε το μικρό Χριστό, πάμε στη διαδήλωση κι αυτός τρέχοντας με την ελληνική σημαία έξω από το Παγκύπριο κι όλοι εμείς να τους ακολουθούμε.

Πάμε στης μάνας μου της Φανερωμένης δοξολογία, κι εμείς Ένωση ένωση φωνάζοντας, γονατιστοί στην Παναγιά, τους ροπαλοφόρους κυκλωμένοι,
να ματώνουμε, κλαμένο δακρυγόνο αλύπητα χτυπώντας μας κι η μάνα μου να βγαίνει στο σοκάκι κι η Παναγιά με τις ασημένιες κι ολόχρυσες πουκαμίσες της
να τόνε βλέπει να τον πυροβολούν στην Αμμόχωστο τον Πετρή και να φρενιάζει:
Έτσι μας έκαμες και στα Ιεροσόλυμα να σε ζητούμε και να μη σε βρίσκουμε
κι εσύ στο σπίτι του Πατέρα σου.

Ναι ακόμα και στο σπίτι του Πατέρα μου θα κηρύσσουμε το λόγο της Ανάστασης,
θα καλούμε το λαό στα Πάθια της Αντίστασης, θα παίζουμε πέντε πέτρες τα τραγούδια που ευφραίνουν τους ήρωες.

Ο μικρός Χριστός κρυφά γέμιζε μπουκάλες βενζίνη κι έβαζε φωτιά στα εγγλέζικα αυτοκίνητα, τον περίμεναν οι φίλοι του κάτω στη ράχη του Ιορδάνη ποταμού
να ετοιμάσουν την άλλη έφοδο, ενώ ο Μιαούλης κι ο Πιπίνος κι ο Κανάρης
το βράδυ στο Καφενείον τα Ελευθέρια τον κατηχούσαν στα μυστικά της τέχνης τους
κουτσοπίνοντας και διηγώντας. 

Τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής συνάχτηκαν να παν έξω από τις Φυλακές
θα κρέμαζαν στο Ξύλο το μικρότερο, σχεδόν συμμαθητή τους, να ψάλλουν μαζί
Έκστηθι φρίττων ουρανέ, δεν είχε ανάγκη αυτός από θάρρος μα έπρεπε αυτοί να μεταλάβουν, ν΄απλώνεται το μαύρο χαμπέρι από Απόστολο Αντρέα ως τον Πύργο
από Κερύνεια ως Αμμόχωστο.

Ο Τηλέμαχος προσπαθούσε να πηδήξει από τους τοίχους μέσα στις φυλακές,
όποιον βρει μπροστά του να τον γρονθοκοπήσει, ο μικρός Χριστός έμεινε στο ιερό για προσευχή κι εμείς έξω από τις φυλακές περιμέναμε με τα κεριά αναμμένα τον ήρωα στις πασχαλιές ζωσμένο.

Οι Ιουδαίοι διέδωσαν πως έκλεψαν το σώμα του Νεκρού ενώ κρεμόταν από την αγχόνη, κατηγορούσαν τον Τηλέμαχο, έφεραν ψευδομάρτυρες, τον είδαν, λέει, να το αρπάζει και να πετά σαν Αθηνά μέσα από το φεγγίτη της φυλακής και να εξαφανίζεται.

Εμείς επιστρέψαμε το πρωί στο σπίτι, κάτσαμε γύρω απ’ το τραπέζι και τον κλάψαμε μαζί με το Γρηγόρη, Σήκωσες  και δεν σηκώσαμε, πικράθηκε στο στόμα το ψωμί, μα τουλάχιστον αυτόν τον είδαν όλοι ν΄ ανεβαίνει αετός τα νέφαλα και να απλώνει τις φτερούγες ν΄ αγκαλιάζει όλο το νησί κι ακόμα χερσόνησο ήπειρο πλανήτη.
Ο Πέτρος τους περίμενε στον παράδεισο, ο Πλάτων στον υπερουράνιο τόπο του,
ο Κάντιος στο Βασίλειο των Σκοπών κι ο Μπερτιάεφ κρατούσαν δέλτους και ειλητάρια, τ΄ άπλωναν να πατήσουν, ενώ  η λάμψη του προσώπου τους
αντιφέγγιζε το χαλκό της πατρίδας.

Σ΄όλες τις εκκλησιές έγιναν λειτουργίες, να μετουσιωθεί το Αίμα και το Σώμα τους,
να μεταλάβουμε θυσίας και αθανασίας, μοσκοβολούν οι εκκλησιές στη μυρουδιά του νάματος κι ο Αμνός σπαρταρά στο Ποτήρι.

Ο τελευταίος αυτοκράτορας διαβαίνει την ωραία πύλη, ο πατριάρχης ευλογεί το λαό και πορεύονται μαζί στην κόγχη του ναού μετά το κοινωνικό.

Αυτή ανοιγοκλείνει και τους δέχεται κι από κει ψηλά από μια μυστική πορτούλα
φτερουγίζουν στα ουράνια.

Ο Χριστός μεγαλώνει παράξενα, δεν τον προλαβαίνει τους χιτώνες η Μαρία, ράβει μερόνυχτα και δεν τελειώνει, πώς μεγάλωσαν τα γένια σου Παιδί μου, πώς πλάτυνε η καρδιά σου, πώς μου χάνεσαι από τη μια στιγμή στην άλλη, τη μια σου μιλώ, την άλλη σε χάνω στο θέλημα του πέμψαντός Σε Πατρός, ας γίνει το δικό Του.

Ο Ιούδας δεν ήταν ο μόνος προδότης, μα κάποιος έπρεπε να πληρώσει, το ΄χουν συνήθειο τον αποδιοπομπαίο τράγο, είτε Χριστός είτε Ιούδας, ο καθένας θα πληρώσει να εξιλεωθεί ο λαός, η μοίρα του το θέλημα του Πέμψαντος, όπως το αποφάσισε και το δέχτηκε στους ώμους, ας αναλάβει ο καθένας το σταυρό του, έλεγε.

Τον περικύκλωσαν μια νύχτα που οι πορτοκαλιές κι οι λεμονιές μοσκομύριζαν στη Μόρφου, άναψαν δαδιά να δουν το Πρόσωπό του χαρακωμένο από την Προσευχή,
θρόμβοι αίματος, ο Ιούδας τον φιλά, ο μαθητής τον διδάσκαλον, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, η σύλληψη, κι ο Πέτρος να θυμώνει, ατίθασο πάντα αγόρι, μια με τη σημαία στο χέρι και τώρα με το μαχαίρι κόβει το αυτί του Μάλχου, δεν είναι τρόπος αυτός να λύνουμε τις διαφορές μας, του είπε κι εμείς ντραπήκαμε, τι να κάμουμε οι μικροί, μας αδικούν οι μεγάλοι και πώς ν’ αντιδράσουμε.

Τον έπιασαν, τον πήραν σηκωτό με συρματόπλεγμα σκουριασμένο στο κεφάλι
να γιουχαΐζουν να τους σιχαίνεσαι, να βρίζεις, να κλοτσάς τις πέτρες, κεφάλι μου πού να σε χτυπώ και τι να γίνει τώρα.

Η μάνα του σαν τ΄ άκουσε σέρνει φωνή βόδι μουκανά της παίρνουν το σπλάχνο
γδέρνεται στο πρόσωπο και στο λαιμό φύρνεται κι  οι μανάδες της γειτονιάς μου
τρέχουν, τη συνεφέρνουν κανάτες με νερό κι αγκάλες .

Ο παπάς έπιασε να τραγουδά το θρήνο της Παναγίας
άδε μαντάτο σκοτεινό τζ΄ημέρα πικραμμένη
επιάσαν τον υγιούλλην μου
Οι μανάδες κατέβηκαν από τ’ οδόφραγμα με τις φωτογραφίες των δικών τους,
κόσμος πολύς στην εκκλησιά μας, τους έφεραν όλους την ίδια μέρα για ταφή,
άλλους από τα βουνά, τις Φυλακές, τα Κρατητήρια, τα Κρησφύγετα και τους αχυρώνες, από τις πόλεις και τα χωριά, άλλους Αγνοούμενους Ετεροχρονισμένους
να’ χουν μεγαλώσει τα γένια τους, πέθαναν στα νιάτα τους και τους θάβουν παππούδες, άσπρα γένια ζαρωμένο δέρμα, τόσα χρόνια να περιμένουν τη σειρά τους.

Κι Αυτός, ο πρώτος κι αιώνιος, τυλιγμένος στα λουλούδια, να μυρίζει άνοιξη,
να του τραγουδούν τα κορίτσια Επιτάφιους Θρήνους κι ο Παύλος να στέκεται στο θρόνο του δεσπότη για τον επικήδειο

Εμείς δε οι περιλειπόμενοι να περιμένουμε ν’ αρπαγούμε εις απάντησιν του Κυρίου
εις αέρα και όλοι να βρισκόμαστε μαζί στον ουρανό και στις νεφέλες, στα φωτεινά παλάτια με τα πολυκάντηλα κι ο μεγάλος πια Χριστός να χαίρεται σαν βρέφος.



Ο ΑΔΗΣ


Ο ΑΔΗΣ



Το σκότος, ο τριγμός των οδόντων, η μαύρη χοάνη, μετά κλαυθμών και οδυρμών, αν δεν βρούμε διόδους στο φως, αν δεν διαλάμψει ο λόγος, η βαθιά μνήμη, η ελευθέρα φωνή εν τη ερήμω, ο Όμηρος, ο Σωκράτης, ο Κύριος, λέγε Ιωάννη της ερήμου, στην κρήνη, έξω από τον πάνσεπτο ναό, η επιγραφή: ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ

Καιρός καθαρμών, για να βλέπουμε τις ψυχές διάφανο στερέωμα, να μην έρχεται καπνός, θολούρα,  ανασεμιά ούτε χνούδι, κρυστάλλινη καρδιά, κρύσταλλο λόγος, νους, ψυχή, μεγάλα τα έργα να επισωρεύονται και να σωριάζονται, μόνη να μένει η καθαρότητα, το πάλλευκο της σινδόνης, τα φτερά των αγγέλων κύκνων κι οι μάγοι με τα δώρα να προβληματίζουν ανίδεους και αδαείς, μελέτη θανάτου, έξω των αισθήσεων. Γι΄ αυτό και χρειάζεσαι την έρημο, πορεύου εις έρημον τόπον, είπε.  Ίσως το μεγαλείο της σιωπής να’ ναι τούτες οι φωνές που σου μιλούν σε λίγη ώρα κρατώντας συντροφιά στη μοναξιά σου, τα σύννεφα κατεβαίνουν στα χέρια σου, τανύζεσαι να τα πιάσεις, να γευτείς αρμεγμένο σύγνεφο σε τούτες τις ερημιές που αποθέτεις την ψυχή, στη μοναξιά σου μπορείς να συλλαβίσεις το μεγαλείο των άλλων, των δέντρων, των βουνών, τη μικρότητά σου,  το συμπτυγμένο στιγμιαίο παρόν. Εδώ ακούγονται το πουλί που κελαηδά, το δέντρο που μεγαλώνει, η πέτρα π’ αναπαύεται κι ονειρεύεται τα θάμνα που θα της χτενίσουν την κόμη. Ο δρόμος χάνεται στα βουνά ανάμεσα σ’ άλλους δρόμους, μονοπάτια, πέτρες και δέντρα. Σ’ ετούτη την ερημιά σ’ αναζητώ, ψυχή μου, στα δάχτυλά μου να σε κρατήσω, να σε χαϊδέψω μωρό και γέροντα πολιό και ρόδινο. Η ψυχή αναζητεί τον ησυχαστή της νύχτας, τον ερημίτη της ημέρας, να του εξομολογηθεί αμαρτίες, σκέψεις, πλανέματα φαρμακερά, μέσα στα βράχια θαλάμια χταπόδια του βυθού. Να λουσθείς τα καθάρια ιορδάνεια νερά να ξαλαφρώσεις.

Εκεί κατερχόμενη η Μνημοσύνη μονολογεί, Μνημοσύνης τέκος, λέγε και μνημόνευε,

την πρώτη ειδή του θανάτου, ξαπλωμένο στο κρεβάτι, ήρεμο πρόσωπο,

ποιας ηλικίας,  μικροί δεν γνωρίζουμε, μεγάλοι δεν συνειδητοποιούμε, το κερί στο πλευρό του, ιερή κατάνυξη, ο ιερέας με τ’ άχραντα, τον ζεσταίνουν οι ψυχές των φίλων, των συγγενών που πυκνώνουν στο μικρό λιακωτό,  μερικές  θα τις έβλεπε, σαν πουλιά πάνω στο ταβάνι, στο πλαϊνό παράθυρο, στο περβάζι, να περιμένουν να τον πάρουν μαζί τους,  έτοιμος φαινόταν για το ταξίδι.

Δεν ήταν ο άλλος, ο νιος των παιδικών δέλτων, απόφευγαν το πρόσωπο, σιγομιλούσαν για το αίμα πώς φεύγει από το σώμα και σωρεύεται σ’ ένα κύπελλο,  με όλα τα μέλη τεμαχισμένα  να κρέμονται πάνω απ’ τη φαρέτρα του Άδη πάνω απ’ τα κεφάλια μας, να βγαίνουν μέσα από τις σάκες των παιδιών, τα σχολικά βιβλία και να λάμπουν στο μυθολογικό φως, στη σκοτεινή κάμαρα, με το παλικάρι καβάλα στη μοτόρα.

Κι ύστερα η σημαδιακή φωτογραφία στο σπίτι, σαρακοφαγωμένη, στην ταφή του προπάππου, ν’ αθανατιστούν παιδιά, γαμπροί, νύφες, συγγενείς και φίλοι γύρω από το σκήνωμα, για να γνωρίζω στο θάνατό του τον προπάππο, τις ξακουστές κορμοστασιές της ράτσας, τα ήρεμα γερόντια, ενωμένα στον άλλο κόσμο με τα λουλούδια και την απόλυτη σιωπή. Σαν σε φωτογραφία η φωτογραφία. Σιγά σιγά τα ονόματα παίρνουν τη μορφή τους, οι μορφές ανιχνεύουν τις ράχες της μνήμης, σκαρφαλώνουν στους τοίχους σε χρονολογίες απροσδιόριστες, σε χώρους από καιρό ερειπωμένους μαζί με την ιστορία της γειτονιάς, της φυγής, ενός δύσμοιρου και μακάριου παρελθόντος.

Άνδρα μοι έννεπε Μούσα, κατέβηκε στον Άδη, παππού, γιαγιά, πατέρα, μητέρα, πάω να σ’ αρπάξω μικρό μου αδέλφι, μου φεύγεις άδειο σύγνεφο, χαμογελάς ως πάντα.

Κι ύστερα συνηθίσαμε να τον ζούμε κάθε μέρα, μια με τους φίλους, τους συμμαθητές, θείους και θείες, τον σεβαστό πατέρα και μητέρα της ευτυχίας μου, τον είδαμε πολλές φορές με τον κόκκινο μανδύα, τα μαύρα σιρίτια, τον ιμάμη και τον καδή, το σουλτάνο και την αϊσέ, στη γειτονιά, στον ουρανό με τα γεράκια, μέρες δεκαπενταυγούστου, μέρες Ιουλίου.

Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, μας προετοίμαζαν,  ήδη βλέπουμε το θάνατό μας, τον ξανακούσαμε σαν μοιράζαν τις πορτοκαλιές, τον είδαμε κατάματα σαν μας οδήγησαν στο ικρίωμα, και τώρα συνομιλώντας για τη θανατική μας ποινή, για την εγχείρηση που πρέπει να φανεί επιτυχής,  καραδοκούμε σε γλωσσικό σφάλμα, απαιτούμε εξηγήσεις, δεν χωνεύεται το μέλλον μας,  δεν ήταν κουβεντολόι καφενόβιων, καλύτερα να κλείνετε την αυλαία οι αίτιοι και να αποχωρείτε, όχι ένας ένας, δεν σας ανέχεται η σκηνή, δεν ανέχεται κανείς τα χνώτα σας, αποχωρήστε μαζικά, τρομοκρατημένοι. Ο Διγενής σκοτώνει τον Χάροντα, όλους εσάς, μπορεί να είχατε μελετήσει όλα τα Κεφάλαια από φοιτητικές περιλήψεις, τα συντάγματα από άρθρα εγκυκλοπαιδικά, δεν εγκύψατε, δεν είχατε καιρό, σας περίμεναν ηγετικές φυσιογνωμίες να τις αντικαταστήσετε, το κόκκινο χαλί πήγε στο καθαρτήριο, δεν καθαίρεται, κι οι αμαρτίες αμαυρώνουν το κρύσταλλο.  Και τώρα ακόμα, έτι και έτι, πάλιν και πολλάκις,  παίζετε με την ψυχή μας, χαράζετε στην άμμο καινούργιες λέξεις κι ηχηρά ονόματα να τα πάρει το κύμα, να τα σβήσουν τα βατράχια με τα κοάσματά τους, ό, τι γράψετε στην άμμο, πολυκατοικίες της Αμμόχωστος. Γιατί δεν ξέρετε από αρχές, τις νομίζετε λέξεις.  

Μεγάλες αναβάσεις οι αρχές. Οι αρχές πρέπει  να ορειβατούν αιθεροβάμονες σαν το Σωκράτη, να μπορούν ν’ ανεβαίνουν και ν’ ανεβάζουν,  οι αρχές δεν είναι του κόσμου τούτου, αν ήταν, θα ζάρωναν σε μια γωνιά, σαν την κανναβίτσα σφουγγαρίστρα της μάνας μου. Οι αρχές απογειώνονται είτε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας είτε στο παλιό της Λάρνακας με το πεπιεσμένο χαρτί ή στο νέο του Καννάβεραλ. Οι παραστάσεις σας υποτιμούν την πτήση. 

Η γνώση κολλούσε απελπιστικά στις ανοιχτές σελίδες με τους αετούς να φτερουγίζουν, με την άλλη πραγματικότητα του Πλάτωνα, του πλατωνικού Σωκράτη, των Πυθαγορείων μπροστά στο ικρίωμα.

Πλάτων δε οίμαι ησθένει. Γιατί δεν ήξερε ακόμα τις ανακόλουθες χορδές που θ’ ακούγονταν μέσα στις μεσοπρόθεσμες συμφωνίες και τις αχάριστες ζητωκραυγές των νικητών της άδικης δίκης των αθώων όπου γης, κι αράχνιαζε γύρω το σκοτάδι στη φυλακή κι απλώνονταν κύκλους μεγάλους, ίσαμε τον τότε γνωστό κόσμο, ως τη Βακτριανή και τα Εκβάτανα. Κι η σωτηρία δεν ήρθε με τη ναυαρχίδα του Απόλλωνα, με τη σοφία της δάφνης ή τις χρησμωδίες της αλήθειας.  Οι μεγάλες αλήθειες έμεναν κρυμμένες στο μύθο κι ο μόνος που όσο γερνούσε γινόταν φιλομυθότερος ο Αριστοτέλης. Ο Πλάτων πράγματι ησθένει.

Φέρε βελόνες, πευκοβελόνες, να ράψουμε το στόμα της αλήθειας, φέρε το δηλητήριο σε ύαλο κερασί να ποτίσουμε τα στόματα που ανοίγουν στον ορίζοντα και διαλαλούν πραμάτειες αγίνωτες ακόμα ή άπεφθες, στον κόσμο άφθορες,  στο χρόνο που τρέχει πιο γρήγορα από τα στόματα, που πρέπει να σταματήσει, για να τον προφτάσουν με τα γαϊδουράκια τους τα φτωχά ανθρωπάκια.

Εξοικονομήστε ενέργεια παρακαλώ, μην μιλάτε, μην αναπτύσσετε θεωρίες,

μην ταξιδεύετε στο διάστημα. Θα χρειαστούμε διπλή και τριπλή δόση, το κώνειο είναι λιγοστό, τρίβουμε όσο χρειάζεται για έναν, αλλά λέοντα.

Ήταν δυνατό να υπάρχει Σωκράτης χωρίς Ξανθίππη; Στη σκιά του κάθονταν, αλλά αυτή τη μέρα την τελευταία όρθρια βρέθηκε στη φυλακή, κοντά στο μνήμα του, ν’ ακούσει πρώτη το λόγο τον τελευταίο, τι θα χαραμίσει την ψυχή του αν δεν πει τον τελευταίο του λόγο, λιτό, κοφτό, σπαρτιατικό, φιλοσοφημένο, όπως τον άκουαν τα παιδιά σαν της έλεγαν δώσε γάλα, δώσε καρύδια και σύκα και παστά κι αυτή γυρόφερνε τη γειτονία και ζωντάνευαν τα τέκνα του και τα τέκνα της. ώσπου της έφερε την άλλη, την κόρη του μεγάλου και δικαίου κι αυτή πάλι πίσω του, να τον κεντά σαν αλογόμυγα. Αυτή στο τέλος ήταν η μοίρα του. Αυτήν του διάλεξε το μαντείο να τον αναγκάζει να φιλοσοφεί για να επιβιώσει.

Κι ο Φαίδων με τις μπούκλες του δεκοχτούρες, να παίζει ο γέρο δάσκαλος και να χαζεύει, τώρα που αρχίζουν να ξαναζούν τα μεγάλα παραμύθια κι η αιωνιότητα κυκλώνεται λογικά και παράλογα, ο χρόνος πλέκεται με το νήμα που ξετυλίγει,

το τρικό θα δέσει, το σάβανο υφαίνεται έτσι όπως ο υφαντής φτιάνει τα ιμάτια και δεν ξέρει κανείς ποιο θα είναι το τελευταίο ή ποια ψυχή θα το φορέσει. Κι αν το ιμάτιο είναι το τελευταίο, τι θ’ απογίνει μια ψυχή; Και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ.

Κι οι εμβιώσεις, κάτι λεπτά νήματα περνούν το αίμα δεν το περνούν, ένα ρυάκι στη ρίζα του δέντρου ποτίζει δεν ποτίζει, κόβεται κάπου ρυάκι νήμα, εμποδίζεται, κι η ρίζα να διψά, δεν ξέρει να μιλήσει παρά με πόνους και  βρυχηθμούς. Γλώσσες πολύχρονες του ανθρώπου ταλανίζουν, ευφραίνουν, μεταφέρουν μηνύματα

κι άξιος ο ερμηνευτής τους. Ο Ερμής με το κηρύκειο διαγγέλλει τα γιγνόμενα  και γενησόμενα, η γλώσσα μία πολυτάλαντη κι οι ερμηνείες αρίφνητες. Κι άλλοι δεν καταλαβαίνουν όσα λεν τα λουλούδια την άνοιξη κι όσα η πορτοκαλιά σιγοψιθυρίζει στ’ αφτί της πεταλούδας.

Κι εσύ τόσον καιρό κρυφάκουγες, κρατούσες μυστικά, δεν εκμυστηρευόσουν

τ’ ανήλια βάθη στο χώμα τι κρύβουν τα πελώρια κυπαρίσσια στους τάφους των κεκοιμημένων. Μια πνοή ζωής, ένα λευκό πέταγμα στον αέρα κι η αιωνιότητά σου διακόπτεται, κάποτε προσωρινά, κάποτε εξολοκλήρου, για τη μετάβαση στην άλλη. Δεν άκουσα κύκνους να τραγουδούν, χορεύουν στη φαντασία σου μικρές μηχανές

καλοκουρδισμένες, με κομματιασμένους καθρέφτες κρύσταλλα κι η μελωδία επανέρχεται. Την επιβεβαιώνει ο Σωκράτης για την ευτυχία του πτηνού, για την ευτυχία του θνητού σαν ξέρει πως ελευθερώνεται και πετά στους άλλους κόσμους

γαλάζια χρώματα. Έτσι και συ μουρμούριζες, τραγουδούσες, απολάμβανες μουσική σιγόψελνες,  όπως στις εικοσιτέσσερις ώρες τον πολυέλεο. Ίσως στο έλεός Του να μπορείς να αναπνέεις και πάλι στη δεύτερη τώρα ζωή σου μετά το φράξιμο.

Ιδού αναβαίνομεν εις Ιερουσαλήμ. Καταβάλλουσιν όντως μεγάλες προσπάθειες, φίλε, για να μας πείσουν πως «πήραμε τη ζωή μας λάθος», Κι εμείς κατανοούμε πως δεν είναι πια καιρός ν’ αλλάξουμε ούτε τα εσώρουχα ούτε τις πουκαμίσες μας ούτε τα χαμόγελα ούτε τα δάκρυα περιβεβλημένοι τη στολή μας όπως την υφάναμε χρόνια στον αργαλειό. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε την Πηνελόπη να την ξεϋφάνει ούτε τον Νέσσο να στείλει το χιτώνα μας στους αδελφούς μας και να τους φλογίσει. Ο καθένας καίεται στο δικό του χιτώνα, σκοτώνει τα μικρόβια, τις κακίες του και τα σκουλήκια του, ίσως πίσω από όλα αυτά φανερωθεί εκείνη η ψυχή, η πεταλούδα της ομορφιάς, της αγιότητας, της ειρήνης και της χαράς, η πάντα νουν υπερέχουσα, η ενοποιός δύναμις του σταυρού και του κόσμου, ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στο βάθος της καρδιάς μας να μας καλεί να γίνουμε ένα , Ίνα πάντες έν εσμεν, Εγώ, εσύ, αυτοί, όλοι γύρω μας, έξω και μέσα μας.

Για να δαμάσεις ένα τέτοιο άλογο να ξέρεις πρέπει πολλές τέχνες λογικές και παράλογες, υπέρλογες, και προπάντων να νιώθεις υπόλογος, ο τράχηλός σου να μην αντέχει. Για να δαμάσεις ένα τέτοιο άλογο πρέπει να κατέλθεις στην αλογία του, στο ηφαίστειο της αγάπης του, να δοθείς αυτόβουλα στη λάβα, να χοχλακιάζουν όλα σου τα κύτταρα κι αν δύνεσαι ανέβα μπροστάρης. 

Δεν είναι αξίωμα, δεν είναι μεταλλικά κιονόκρανα στο πέτο, είναι τα εκατομμύρια των ψυχών από Τεύκρου κι Ευαγόρα, εκατομμύρια ψυχές αναστημένων, που κυνηγούν ανάμεσά μας την ευμάρεια, τις καταστρέψαμε στις υπεραγορές, κι όμως  ζητούν να επιστρέψουν,  πάμε στη βάφτιση.

Στα Θεοφάνεια κατεβαίνουν τα ουράνια γιατί ανεβαίνουμε στα επουράνια. Τρίζουν τα ερμάρια της γιαγιάς, οι σκιές τρέχουν να κρυφτούν, ο μέγας μελωδός Ορφέας κατεβαίνει στους σκοτεινούς διαδρόμους, ρίχνει φως στις γωνίες των δρόμων που συναντιόμαστε τα βράδια των χελιδονιών και των μικρών θανάτων.

Γι΄αυτό τον άλλο κόσμο ζούμε, που ξαναζήσαμε που κατέρχεται χείμαρρος ορμητικός στα όνειρά μας και ζητά τα κοτσάνια του -φίλε μου φίλε μου - γι’ αυτό τον άλλο κόσμο, την άλλη ζωή τη μικρή και μεγάλη, την τεράστια κι απέραντη που μύριζε φρέσκο αγγούρι και το χειμώνα γλυκάνισσο, για τη ζωή της γιαγιάς και του παππού, για την αθωότητα των θορύβων,  την άγνοια των εμπλεκομένων, την αμεσότητα των αισθήσεων. Χέρι με χέρι και πάλι θα πιαστούμε ν’ ανεβούμε στο σπίτι μας,  να κατέβουμε στο περβόλι, ν΄ ακούσουμε το ρυάκι, να δούμε το φως ν΄ αγκαλιάζει τα παιδιά μας κι η γεύση του πορτοκαλιού στο φιλί σου.

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

τω καιρώ εκείνω


Τω καιρώ εκείνω

Ξαναζώ στην αγκαλιά σου, ξανοίγω τα βλέφαρα
, δεν κοιμάμαι, δεν ονειρεύομαι, βρίσκεσαι τόσο βαθιά μέσα μου, στα πουπουλένια μου σύννεφα, στις πτυχές των έσω χιτώνων μου, στ΄ αραχνοΰφαντα σωθικά μου, κι όταν ανοίξω το στόμα μου μιλάς, κι όταν πάρω να γράψω τρέχεις πριν από μένα, νικητής του θανάτου, όμορφη, πλούσια κι άπαρτη και σεβαστή κι αγία, ως είπε ο ποιητής.

Δυο τρεις καρέκλες, το τραπεζάκι , το κρασί, να συμπλαστούν καμιά φορά συνδυό, συντρείς, τσουγκρίζουν τα ποτήρια προπάπποι, πάπποι, εγγονοί, δισεγγονοί, δένουν τα δάχτυλα , σιωπή. Χτυπά αραχνιασμέν΄ η πόρτα, πέφτει, οι προπάπποι με τη βράκα, τη ζώστρα, τις σκάρπες, ίσως να μην αντάμωσαν ποτέ, να μην ήπιαν μαζί το κρασί τους, καιρός  να μας τα πούνε , να τα πούν. Δεν έχουμε καιρό.

'Ησυχο το σπίτι στο χωριό, τα ζα στο στάβλο, κι ο προπάππος σηκώνεται ως αλέκτωρ εφώνησε,  στη νηστιά η γυναίκα του το κρασί να ζεσταθεί, όλη μέρα στον κάμπο ζευγολάτης, να βουτήξει το ψωμί στο κρασί μια καντήλα, ως το βούττημαν ήλιου, ο προπάππος με τις βράκες, τις ποδίνες, την πλατιά ζώστρα, που 'δεσε το γιο στη συκομορέα, να μην παραβαίνει τις εντολές του, τεσσαράκοντα παρά μίαν έλαβεν.

Κι αναθιβάνει να τα πει ο πιο μεγάλος πρόπαππος, στ΄αλώνι με βλέπεις κι ύστερα κρεμαλίζομαι στα δέντρα, πολλά τα στόματα, λίγο το στάρι, μέρα τη μέρα μαραζώνουν τα παιδιά κι ένα ποτάμι μες απ' τα δάχτυλά μου βογγά να δροσίσει τα πουλιά μου, να βγάλουν φτερά, να κυνηγήσουν δρόμο το δρόμο, μακριά από  τον κάμπο, στη Χώρα.

' Ετσι είπε και θρήνησε, ο προπάππος με τις βράκες, τις ποδίνες, την πλατιά ζώστρα, το κεφαλομάντηλο.


Τω καιρώ εκείνω, πεδιάδα, συκιές , χρυσομηλιές, το ποτάμι να διασχίζει το χωριό, παρέκει βάφτιζε ο Ιωάννης ύδατι, πρασινάδα ν΄απλώνει τη δροσιά της, ν΄ανοίγει την καρδιά τους, να συνάγουν στην αποθήκη το λίγο καρπό, κι ο γερο παππούς  να θυμάται τη Χώρα, σαν ήρθε κι έμενε στους νοτάδες τ΄΄Αι Σάββα, να μάθει την τέχνη του παπουτσή, ο άλλος ήταν σκηνοποιός, σιγά σιγά να γίνει μάστορης με το μαγαζί του, τους καλφάδες, τα τσιράκια τρία και τέσσερα, από το Συγχαρί, το Βουνό, τη Λακατάμια, ο Αλέξης, ο Κύπρος, ο Κωστής, να χτυπούν το σκαρπέλο, να ράβουν το βάρτουλο, να διαλέγουν το μεσιήνι, το βιδελάκι, τρίχες καμήλου και ζώνη δερματίνη κι ύστερα, το μεσημέρι, όλοι μαζί τη ρέγγα, το κρασί, κουκιά με λάχανα, ακρίδες και μέλι άγριο, πέντε άρτους κι έναν ιχθύ για τους περαστικούς, στην οδό Ξενοφώντος, πάροδος Ερμού, οι χτικιασμένοι ξένοι που μας τ' άρπαξαν, όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων.

Κι αφού ήρθε και κατώκησεν εις γην Καπερναούμ, εν ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, στο πύραυνο τηγάνι, δεν είναι γατιά, η γιαγιά τα διώχνει, "ψιτ, μακριά" και τα εγγόνια τρέχουν στο σύνθημα, ν’ αγάλλεται ως ουρανοί.



 Οι μυρουδιές απ' το γιασεμί τον μεθούσαν, έφερνε στο σπίτι την οντζιαρού
, να κάτσει στο παραπόρτι, λίγη ντομάτα λίγο αγγούρι κι η μεζετζού η γιαγιά μ' άγρυπνο μάτι. 'Αγραφα τα λόγια του τα κρατούσε στον τάφο δεμένα μέσα στο μαντίλι, κι όμως σαν τ΄άνοιξε η γιαγιά ελεφαντόδοντο χρυσάφι.

Από το στενό γυρνούσαν τουρκάλες με το φερετζέ στις αυλάδες τους κι εσύ ο μικρός,  χλοϊσμένη καρδιά, μύριζε νοτισμένο το χώμα, ράντιζε το δημαρχείο, τα χελιδόνια μπαινόβγαιναν κι ο πατέρας με το ποδήλατο στην ανηφόρα για το βουνό. 

Ώσπου ήρθεν ο Απρίλης, κανείς δεν ήξερε πώς λέγονταν, μόνο που περνούσε απ' ανάμεσό τους χαμηλοβλεπούσα , ντροπαλή, με μια καρδιά φλογισμένη, με τα χέρια μέγκενη, κι αυτοί ξεφόρτωναν καΐκια,  σιγομουρμουρίζοντας για μακελειό. Ξάφνου μεταμορφώνονταν  
αγριόγατα και λιόντισσα, μια να γυρίζει τα χωριά, να σεργιανά στις   πόλεις  ν΄αφουγκράζεται τις φωνές των νερών και των κυμάτων, στο ξύπνιο της να αναρριπίζει τις φωτιές τ΄αϊ Γιαννιού, να λούζεται ροδόσταμο, τ΄ αμούστακα να πέφτουν στην ποδιά της κι αυτή να κόβει λούλουδα να ρίχνει σ΄όσους άνοιγαν τις φλέβες για χατίρι της. Χαρά τους.

Ώσπου ήρθεν ο Ιούλης κι ο Αύγουστος,  δεν ήταν άνεμος να φυσά να παίρνει τα σπίτια, ν’ ανασκαλεύει τα κεραμίδια, να χτυπούν πορτοπαράθυρα στην ερημιά της κουρτίνας, η φοινικιά ηρεμούσε, δεχόταν τα χάδια του ήλιου, άφηνε τις αχτίδες του να τρεμοπαίζουν με τα πελώρια κλαριά της, περίμενε να τα κόψουν να στολίσουν την πόρτα της εκκλησιάς να ΄ρθει Εκείνος, ο κύκλος ανεβοκατέβαινε στους ίδιους ρυθμούς μελίρρυτους, ιλαρούς, γαλήνιους, και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία, κι ύστερα θάψαμε τους παππούδες, τις γιαγιάδες, ευτυχώς δεν είδαν τα ερείπια, πώς αναψοκοκκίνησε το φεγγάρι πάνω από τα τείχη της Λευκωσίας, δεν είδαν τα μπαϊράκια, δεν είδαν τον μπαϊρακτάρη, μην ανοίξετε τα μάτια. Παρακαλώ σας!

Στέλιος Παπαντωνίου

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄


ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Να σ΄έβλεπα κι εγώ

Βγαλμένη από τη θάλασσα

Καθάρια από τα αίματα

Λάμπουσα καλλονή

Ένα φέγγος ολόκληρο

Στο μέτωπο, στα χέρια, στους μηρούς

Κι ας μου ΄λεγες

Μη μ’ αγγίζεις

Δεν πήγα ακόμα στη μητέρα

Να της φιλήσω το χέρι

Δεν άναψα τα καντήλια

Στους τάφους πατέρων κι αδελφών

Δεν χάιδεψα τα κόκκαλα

Των κεκοιμημένων

Δεν μέτρησα με βια όλη τη γη μας

Ελιές και τερατσιές

Μη μ’ αγγίζεις

Περίμενε.


Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Το ¨προεδρικό"


Το «προεδρικό»

Πρόεδρος μιας ποδοσφαιρικής ομάδας δεν ονομάζει, Μουσταφά μου, προεδρικό το σπίτι του. Κι αν είναι δικό σου! Αν δεν είναι κλεψιμιό, γιατί τα περισσότερα σπίτια στο θεωρούμενο χωριό σου κλεψιμιά είναι, τα πήρες διά της βίας το 74 και τώρα το γιορτάζεις, με μια μεγάλη τουρκική σημαία πάνω από το χωριό μου και μιαν άλλη, αγνώστου εθνικότητας, γιατί δεν υπάρχει τέτοια, μόνο μια χώρα αναγνωρίζει το εξάμβλωμα, τι να κάμουμε, δεν θα αναγνωρίσουμε εμείς πρώτοι τα ανύπαρκτα για να σε ευχαριστήσουμε, άσε που σου βρίσκουν τόσα κόλπα να το παίζεις από μουκτάρης «πρόεδρος», βγάζεις κι αστυνομία με στολή, της  επιδεικνύουν και ταυτότητα, στα σπίτια τους θέλουν να παν, να τους κεράσουν καφέδες, αν τους αφήσουν να μπουν,  και φοβούνται μην τους λαπορτάρεις στη διαδρομή με το παραμικρό, να σου πληρώνουν και προστίματα!

Το λοιπόν, γιορτή ελευθερίας και ειρήνης, λέει, τι ελευθερίας, για ποιαν ελευθερία μιλάς, από τους εγγλέζους ελευθερώθηκες με τον αγώνα της ΕΟΚΑ, με τις στερήσεις των Ελλήνων της Κύπρου μπήκες στην Ευρώπη και το παίζεις ευρωπαίος, τα λεφτά τους τα θέλεις, όχι όμως το κεκτημένο τους. Από τι ελευθερώθηκες, που πήγες ν’ ανοίξεις το στόμα και σου είπε εκείνος ο πιο ενεκδιήγητος από σένα σουλτάνος, «ακούν τ’ αφτιά σου τι λέει το στόμα σου;» Και το έκλεισες, γυάλισες με τη γλώσσα τα παπούτσια του, ένα χεσμένο φαίνεσαι πάντα σαν τον αντικρίζεις, αυτός πληρώνει, καλά να πάθεις, βαλτός είσαι, ένας εγκάθετος που λέει και το γλωσσάρι! Ελευθερία με τον Ερντογάν λιγάκι δύσκολο φαντάζει, πόσοι δημοσιογράφοι στη φυλακή, πόσοι δικαστικοί, πόσοι εκπαιδευτικοί, πόσοι στρατιωτικοί, μιλιά τσιμουδιά!

Κι η ειρήνη τι σου φταίει, το πιο ανίδεο κορίτσι, την σέρνουν κι οι από δω κι οι από κει, όλοι οι ζελέδες σ’ αυτήν καταφεύγουν, ειρηνούλα με σαράντα χιλιάδες στρατιώτες στα σκέλια της, με χιλιάδες εποίκους, και να προσεύχεσαι στα τζαμιά, μην ξεχνάς, εκατομμύρια στοιχίζουν, κι οι χοτζάδες κι οι ιμάμηδες, χάθηκες μέσα στους έποικους, το ξέρεις και το αναγνωρίζεις μα τι να πεις, να όψεται το δίκαιο του ισχυρού, καλά το ’παιξες στην αρχή «κυπραίος», ήπιες τις ζιβάνες σου, έφας το σουτζούκο σου, ξεγελάς για λίγο καιρό, δεν μπορείς να ξεγελάς τους πάντες για πάντα!

Την ειρηνούλα μάλλον δεν την πειράζουν, συμφέρει σαν λέξη πολλούς,  αλλά εκείνη την ελευθερία τα μάτια της βγάζουν. Γιατί άλλοι την λατρεύουν, άλλοι θυσιάστηκαν γι’ αυτήν. Στο σπιτάκι σου να καλείς τους φίλους σου, και προπάντων μη μου το λες «προεδρικό». Κλέφτη, ε κλέφτη!

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

20 Ιουλίου


20 Ιουλίου

Και τώρα που διαβάσαμε

και για το κεμπάπ του Ντεκτάς

εκείνη τη νύχτα,

και για το κρασί του,

Πού να τον βρούμε ν’ αλλάξει τα λόγια του

Να χωρέσει η χαρά του στη λύπη μας

Κι εκείνα τα συγχαρητήρια που δέχτηκε

από τον αυστριακό οηέ

Πώς να τα εκφραστούμε διεθνώς;

Εκείνοι με τη χαρά τους

Εμείς με τη λύπη μας

Να την κρατήσουμε αξιοπρεπώς

Να την μαλάξουμε

να της δώσουμε σχήμα

Μην την ξεφτιλίζουμε.

Ύστερα από το προδοτικό πραξικόπημα

Υπέστημεν την βάρβαρον τουρκικήν εισβολήν.

Και τώρα που καθόμαστε και περιμένουμε

Έρχονται με τα κιτάπια

να μας πουν τις λέξεις

Να ντύσουμε το έγκλημα,

να το αποδεχτούμε

Να βλέπουμε σφαγμένα κορμιά

Τυραγνισμένα και μετά θάνατον

Κι εμείς να καθόμαστε

στα καφενεδάκια της Κερύνειας

Ν’ αναπαυόμαστε.

Τελώνες και φαρισαίοι,

Πόσοι πέρασαν και σήμερα

να επισκεφτούν την πόλη μας

Να κάμουν τα μπάνια τους

Να παίξουν στα καζίνα τους;

ΜΟΜΑΔΑΣ Β΄: ΕΚΒΑΤΑΝΑ


Στέλιου Παπαντωνίου

ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΕΚΒΑΤΑΝΑ

Στο τέλος, αυτό συμβαίνει με τους ποιητές που γράφουν πεζά, η ποίηση δεν τους εγκαταλείπει, τους αρέσουν τα παιχνίδια με την ιστορία, τη φιλοσοφία, την αυτογνωσία, αφήνονται ελεύθεροι,  γράφουν κι έτσι τους χαιρόμαστε. Ο μεγαλέξαντρος, η Ρωξάνη η Οφιλία, τα Εκβάτανα και όσα μας ταξιδεύουν, αλλά πάντα επιστρέφουν στην Πενταλιά. Το μέγα δίδαγμα. Από κει που ξεκίνησες, εκεί να επιστρέψεις.

Ο συγγραφέας ξέρει να διαβάζει την ιστορία, κάτι παραπάνω από Ιστορία, έλεγχος και κριτική των πηγών, ο επιστήμονας δεν υποχωρεί μπροστά στο μυθιστοριογράφο, που κυκλώνει το θέμα, και περικυκλώνει τους αναγνώστες μέσα στο λαβύρινθο των σκέψεων, γνώσεων και προβληματισμών του, με ωραίες όμως αναφορές, μυθικές  και ποιητικές, αφού ο λογοτέχνης μπορεί να πάει πιο πέρα από τον ιστορικό, δεν παύει όμως να είναι ο επαναστάτης, που ταυτόχρονα παλεύει για την ανατροπή δικτατοριών  και φιλοσοφεί για τη δομή των λογοτεχνικών έργων.

Κάποτε λες, οι άνθρωποι στην ίδια εποχή τα ίδια πράγματα αγάπησαν τους ίδιους ποιητές τους ίδιους μύθους, γι’ αυτό και συνεννοούνται, εσωτερικά, τα κοινά δεσμά τόπων και χρόνων και του πνευματικού κλίματος που οδηγούν και πάλι στην αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας ή στη διαπίστωση της μέσα από τους μαιάνδρους του ποταμού της σκέψης και της μνήμης.

Είμαστε όλοι ξεριζωμένοι από κάπου. Μια χαρακτηριστική φράση μεστή περιεχομένου, ανάμεσα στις ιστορίες μελών της οικογένειας αλλά και της γενικότερης προσφυγιάς που επικρατεί σήμερα στον κόσμο μας. Κι έτσι με μια μονοκοντυλιά, φεύγουμε από την Πενταλιά, πάμε στην Αίγυπτο, στην Αθήνα και μάλιστα στο Παρίσι, τον καιρό των μεγάλων ονομάτων όπως του Σαρτρ, του Ντε Γκολ, του υπαρξισμού ως φιλοσοφίας και τρόπου ζωής και τις συζητήσεις για το επαναστατικό πνεύμα των Γάλλων, με θέσεις και αντιθέσεις, λόγο και αντίλογο, πλατωνικοί διάλογοι ένα πράμα.

Τον ίδιο καιρό στην Κύπρο δρα η ΕΟΚΑ Β’ ο Μακάριος και ο Γρίβας, ο καθένας στις θέσεις του, συζητήσεις επί συζητήσεων, το μέλλον αόρατο αλλά μοιάζει  οδυνηρό. Ζούμε με το συγγραφέα για λίγο το Λονδίνο και παρακολουθούμε τις προσωπικές σχέσεις του συγγραφέα με την Ανδρομάχη, οι πολιτικές αναλύσεις μαρξιστικού τύπου και Θουκυδίδειας έμπνευσης εμπλέκονται στις ερωτικές σχέσεις , η διαπλοκή καλλιτέχνη και επιστήμονα είναι εμφανής.

Το Πολυτεχνείο κατεβάζει Παπαδόπουλο και ανεβάζει Ιωαννίδη, από δικτατορία σε δικτατορία, συναντήσεις Καραμανλή το 1973 με αμερικανούς, αλλά πάντα τα αρχεία για τον μελετητή είναι ελεγμένα, με πολλή προσπάθεια μπορεί να βρει κανείς την πάσα αλήθεια. Το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου γίνεται ενώ ο συγγραφέας βρίσκεται στο Παρίσι. Η αγωνία, οι προσπάθειες να διευρυνθεί η ομάδα με Ελλαδίτες ονόματα ξακουστά της εποχής, ίσως βοηθήσουν. Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο είναι γεγονός, όπως και οι προσπάθειες να κατανοήσουν, να διαφωτίσουν, να επιδράσουν, η ομάδα των φοιτητών στη Γαλλία. Η εξιστόρηση των γεγονότων, των κύριων επεισοδίων, των πρωταγωνιστών, της πτώσης της Κύπρου.

Η συνάντηση στο  Παρίσι του συγγραφέα με ένα κύπριο φοιτητή που σπούδαζε στη Μόσχα του έδωσε την ευκαιρία να μάθει για τη ζωή στη σοβιετική ένωση και να διαφωτίσει και τους αναγνώστες του, πράγματα γνωστά πλέον, ύστερα από την κατάρρευση της σοβιετικής ένωσης. Ο Στέφανος είναι ένας καλός συζητητής, ξεψαχνίζει, ρωτά τα ουσιώδη, μαθαίνει και ταυτόχρονα διδάσκει, διαφωτίζει.

Επιστρέφουμε στα γεγονότα της κυπριακής τραγωδίας, βιασμοί, προσφυγιά, πού και πώς να εξαντλήσει το βάρος των γεγονότων ο συγγραφέας, πώς θα τα έλεγε ο Καβάφης, ποια θα ήταν η στάση του Σεφέρη; Μια σειρά πολεμικών γεγονότων, με τον απαραίτητο έρωτα να απαιτεί τα της ζωής μέσα στις μέρες του θανάτου, κι η πρόσκληση για το Λονδίνο, να αναλάβει μια εφημερίδα παροικιακή. Το Λονδίνο, οι κύπριοι εργοστασιάρχες, οι εφημερίδες, η Εκκλησία, οι φοιτητές  και τα κόμματα της αριστεράς εκεί. Μια γνωριμία με τον κυπριακό κόσμο μας του εξωτερικού.

Στο μυθιστόρημα μαθαίνεις πράγματα από πρώτο χέρι, από άνθρωπο που είχε την ευκαιρία στη ζωή του και τις εμπλοκές σε καταστάσεις και τις γνωριμίες με ανθρώπους, έναν οραματιστή, επαναστάτη, που μέσα από τις γνώσεις και την δίψα του διευρύνει τους ορίζοντές του και με τα επιστημονικά του εργαλεία αναλύει και μαθαίνει συνεχώς, ώστε να μεταδίνει  στον αναγνώστη το κλίμα της εποχής, τους προβληματισμούς και τις καταστάσεις, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για μας τους κυπρίους.

Η γνωριμία με πολλούς γνωστούς του Λονδίνου και της πολιτικής ζωής,  η γνωριμία με τον Πλουτή Σέρβα του έδωσε ευκαιρία τομής στην κομμουνιστική ζωή των ηγητόρων του ΚΚΚ και του ΑΚΕΛ.

Συνάντηση με τον επίσκοπο Πάφου Χρυσόστομο, και σκέψεις για τη μικροπολιτική, τον επαρχιωτισμό, τον τοπικό συμφεροντολογισμό, τα συνθήματα της άνοιξης, του Μάη του 68 στο Παρίσι. Μια επίσκεψη του Λυσσαρίδη στο Λονδίνο  του δίνει ευκαιρία να εκθειάσει το πρόσωπο, να παραθέσει τις παρατηρήσεις του από τον Θουκυδίδη με τον οποίο βαθιά αναστρεφόταν, να καταλήξει όμως στη μάνα του σε μια συγκινητική αποστροφή. Μόνο ο γυρισμός στην Πενταλιά θα δώσει τέλος στα πνευματικά γυμνάσματα.

Ευτυχώς δεν μπορεί να πει κανείς στο συγγραφέα, έτσι γράφεται ένα μυθιστόρημα, γιατί έχουμε μπροστά μας ένα κείμενο- περίληψη όλων των κειμενικών ειδών, από ποίηση, πολιτική ανάλυση, Ιστορία, παράθεση κειμένων παντός είδους, ένας πολύπλευρος συγγραφέας ένα πολύπτυχο κείμενο μας δίνει, με τις  λογοτεχνικές ποιητικές νησίδες του, το φιλοσοφικό του λόγο, την ρεαλιστική του γραφή, τις εμβαθύνσεις στη γνώση και ανάλυση γνωστών του περιοχών του επιστητού. Ωφελημένοι βγαίνουμε από την ανάγνωση.

Η ανατροφή του μικρού παιδιού τους, οι θεωρίες του Πιαζιέ, οι προβληματισμοί για τη δεύτερη διατριβή του, μας περιδιαβάζουν σε μεθοδολογικά επιστημονικά θέματα ανάμικτα με τη φαντασία και τις σημαντικές γνωριμίες του με προσωπικότητες της εποχής. Η σφραγίδα όμως όλων των ιστορικών συγκρίσεων και αναφορών είναι η αρετή και η θυσία για ελευθερία και ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Βιβλία που διάβασε, θεωρίες μαρξιστικές στη βάση τους, η αντίθεση ανάμεσα στο ατομικό και στο κοινωνικό, αντιθέσεις χαρακτήρων, οπτικής γωνίας μελέτης των πραγμάτων, η Μυριόβιβλος του Φωτίου σε τελευταία ανάλυση. Η σύγκρουση ατομικού- οικογενειακού με το κοινωνικό προβληματίζει τον ήρωα, η σύγκρουση ανάμεσα στην κοινωνική στράτευση και στην ευθύνη απέναντι στην οικογένεια, φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό πρόβλημα, καμιά φορά λες, με τι ασχολούνται οι άνθρωποι ή η γνώση ως πρόξενος δυστυχίας, ένας λαβύρινθος για γερά νεύρα, βγες άνθρωπέ μου έξω, δες το φως της ζωής, στενός κορσές σου έγιναν οι θεωρίες! Η συγγραφή της δεύτερης διδακτορικής διατριβής, με θέμα την πολιτική ζωή της δεκαετίας του 60 περίπου, με την αποστασία, το Ιουλιανό πραξικόπημα, και τις παρεμβάσεις Σβορώνου στη συγγραφή, μας παραπέμπουν σε γεγονότα που ζήσαμε, αλλά εδώ πρόκειται για την ερμηνεία τους, για την οπτική γωνία, τα επιστημονικά εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Παίρνει το δοκτοράτο και ο προβληματισμός για το μέλλον συνεχίζεται, τα όνειρα και η πραγματικότητα, η ποίηση του Ρεμπώ κι η παραμονή του στην Κύπρο, καταφυγή του επιστήμονα και ποιητή.  Ο μυθιστοριογράφος βρίσκει διάφορους τρόπους να εκφραστεί, μέσω άλλου μυθιστορήματος ως παράλληλου κειμένου ή μέσω άλλων ποιητών και πεζογράφων που εξυπηρετούν το στόχο του και τη συνέχεια της εξέλιξης της ιστορίας πολυτρόπως, φιλοσοφώντας για τη συγγραφή, κάποτε με επιτυχημένες σελίδες κάποτε όμως έχει τις μεταπτώσεις της η γραφή, κάνει κοιλιά κατά το λεγόμενο. Μια επίσκεψη όμως της οικογένειας στην Ισπανία ξαναφέρνει το ζωντανό ρυθμό στην αφήγηση, την οπτική και δραματική της υφή, ιδιαίτερα χάρη στην ύπαρξη του μικρού Ιάσονα, που βρίσκεται ανάμεσα στο συγγραφέα και την Ανδρομάχη. Κι ύστερα η επίσκεψη στη Λισαβόνα, η επανάσταση μια μαγική λέξη, ελκυστική, κι η επιστροφή στο Παρίσι. Η εναλλαγή των ονομάτων των πρωταγωνιστών, η εναλλαγή μυθιστορημάτων μέσα από το ένα να βλέπει τη συνέχεια ή σαν καθρέφτη το άλλο, πραγματικότητα και φαντασία, είναι στη διαρκή ροή του έργου, όχι πως δεν αποφάσισε ο συγγραφέας πώς θα διέλθει των προβλημάτων, αλλά διότι αποφάσισε όλα τα είδη λόγου να χρησιμοποιήσει, αφού του είναι οικεία, και να επικαλείται από μυθολογία ως την πάσα επιστήμη………

Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το τριακοστό κεφάλαιο.

Εκείνες τις μέρες ξανάπιασα το μυθιστόρημα που είχα αρ­χίσει να γράφω πριν από δύο χρόνια και αποφάσισα να το δουλέψω. Η ιστορία πήγαινε πίσω στον Στέφανο, τον πα­λιό συμμαθητή μου και τις φαντασιώσεις του….

Κάποτε η ζωή του Στέφανου με γοήτευε και γι’ αυτό ήθελα να τη διηγηθώ. Τώρα όμως, όχι. Και αν ο Στέφανος εξελισσόταν μεγάλος σε κάτι από όλα όσα ασχολιόταν; …

Το μυθιστόρημα δεν προχωρούσε. Έκανα σημειωτόν και κύκλους επί τω αυτώ κι επί τα ίδια. Ο Στέφανος ήταν δυσκο­λοχώνευτος. Προσπάθησα να εφεύρω μια ιστορία που θα τον ξεπερνούσε και θα τον τοποθετούσε σε ένα φανταστικό κά­δρο. Αδύνατο. Ο πραγματικός Στέφανος ξεπηδούσε πάντα μπροστά μου. Αυτό, λοιπόν, δεν θα ήταν μυθιστόρημα, αλλά βιογραφία του Στέφανου. Μια βιογραφία, όμως, είναι Ιστορία. Και τι ενδιαφέρον μπορούσε να έχει η ζωή του Στέφανου για την Ιστορία; Μόνο ως περίπτωση κοινωνιολογικής μελέτης μιας εποχής θα είχε νόημα η βιογραφία του. Και ως ψυχολογι­κό πορτρέτο ενός ατόμου με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά… Το ήξερα, ο Στέφανος θα με βασάνιζε συνέχεια, αν δεν τον ξεφορτωνόμουν σε ένα μυθιστόρημα, σε μια βιογραφία. Τέλος πάντων, αν δεν έβαζα τη ζωή του στο χαρτί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το καλύτερο θα ήταν να τον ενέτασσα στην πα­ρούσα διήγηση, μα δεν έγινε κατορθωτό. Η δυσκολία της σύν­θεσης παρέμενε. Θα με κατηγορούσαν, ίσως, οι κριτικοί ότι ενέταξα ένα δεύτερο μυθιστόρημα μέσα στο πρώτο. Μολονότι ο εγκιβωτισμός δεν είναι κάτι κακό. Ένα μυθιστόρημα για τον Στέφανο θα ήταν και βιωματι­κό. Τι το κακό; Υπάρχουν και βιωματικά μυθιστορήματα. Και πολλές φορές είναι πιο ζωντανά από αυτά της απόλυτης φαντα­σίας, αν υπάρχει απόλυτη φαντασία σε μια μυθιστορηματική αφήγηση. Φτάνει να έχουν πετυχημένη πλοκή. Ούτως ή άλλως, σε ένα βιωματικό μυθιστόρημα τα γεγονότα μυθοποιούνται. ….Θα το ξαναπροσπαθήσω αυτό το μυθιστόρημα με τον Στέ­φανο. Διότι ουκ εά με καθεύδειν η ιδέα να γράψω ένα μυθιστό­ρημα γι’ αυτό τον άτυχο παλιό συμμαθητή.»

Η καταφυγή σε γραφές άλλων, στο ημερολόγιο της Νεφέλης, στο μυθιστόρημα της Χ, σε συνομιλίες με φίλους στην προσπάθεια να παρουσιάσει αλλά προπάντων να ερμηνεύσει τα γεγονότα, βοηθούν το μυθιστόρημα να κυλίσει άνετα, στην ποικιλία των γραφών. Βρισκόμαστε στη μεταπολίτευση, η Κύπρος έχει πληρώσει το τίμημα, ο Καραμανλής και η διακυβέρνησή του, η προσπάθεια των λοιπών να κατανοήσουν τι συμβαίνει, να αποσιωπήσουν το κυπριακό προβάλλοντας συνεχώς το Πολυτεχνείο, γεγονότα που ζήσαμε και βαθιά κατανοήσαμε. Οι προβληματισμοί για το μυθιστόρημα συνεχείς, για παράδειγμα:  «Το μυθιστόρημα ανοίγει, λοιπόν, ένα παράθυρο όχι μόνο στον κόσμο της λογοτεχνίας, αλλά και σε αυτόν της φιλοσο­φίας, της Ιστορίας, του μύθου, του θρύλου, μα και της γεωπο­λιτικής. Και όλα αυτά έχουν τη δική τους δυναμική. Άλλωστε αυτή η γεωπολιτική οπτική υπάρχει σε όλα τα μεγάλα έργα. Πάρτε, για παράδειγμα, την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια του Ομή­ρου.»

Όσο κι αν φαίνονται όλα αυτά πολύ φιλολογικά, είναι ενδιαφέροντα. Φιλόλογος είσαι, θα μου πείτε!

Και βρισκόμαστε στην Αμερική, ύστερα βέβαια από συζητήσεις  και αναζητήσεις, προβληματισμούς, γνώσεις, στάσεις και αντιστάσεις. Ο συγγραφέας δεν αφήνει ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, είναι στη φύση του να ερευνά, να γνωρίζει, να ερμηνεύει. Πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω, ή θεωρίης είνεκεν.  Στον Ηρόδοτο ο Κροίσος λέει στον Σόλωνα “ως φιλοσοφέων γήν πολλήν θεωρίης είνεκεν επελήλυθας”.

Όμως, έστω και με δεύτερο δοκτοράτο, το Δημοτικό της Πενταλιάς δεν το ξεχνά, και αναζητεί το απολυτήριο του Δημοτικού του Σχολείου, επιστροφή στην παιδική αθωότητα και στη γενέθλια γη. Χρωστάμε.

Ο προβληματισμός για το μυθιστόρημα δεν παύει, ίσως για να συνειδητοποιήσει ο ίδιος τι κάνει, ίσως για να δώσει τις άλλες πτυχές του είδους αυτού του λόγου, για παράδειγμα διαβάζουμε: Το σημερινό μυθιστόρημα είναι πολυεπίπεδο και το χαρακτηρίζει η πολυπλοκότητα και η πολυφωνία περιεχομέ­νου, χαρακτήρων και ιδεών. Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλού­με ήδη για μετα-μυθιστορηματικό λόγο ή μετα-μυθιστόρημα.»

Και ακόμα, για τη σχέση Ιστορίας και Λογοτεχνίας, τα ακόλουθα:

«Αυτό που παρατηρείται συνήθως είναι ότι Ιστορία και λο­γοτεχνία συμβαδίζουν στον τρόπο που εκφράζουν το ιστορικό γίγνεσθαι, διότι εκφράζουν την ίδια εποχή, τις ίδιες ιδέες, την ίδια νοοτροπία. Και περισσότερο εκφράζουν τον ίδιο κυρίαρχο λόγο. Μπορεί η λογοτεχνία να ανοίγει καμιά φορά τον δρό­μο στην Ιστορία, επειδή έχει λιγότερους περιορισμούς στον τρόπο, με τον οποίο αναφέρεται στα γεγονότα. Με αυτή την έννοια δίνει μια πιο αληθινή γεύση της Ιστορίας στον αναγνώ­στη. Ειδικά το μυθιστόρημα ανοίγεται σε έναν κόσμο στον οποίο δεν μπορεί να επεκταθεί η ιστορική μελέτη. Αλλά ακόμη και η ποίηση έχει αυτό το προνόμιο. Το καβαφικό παράδειγμα είναι το πιο χτυπητό, αλλά δεν είναι το μόνο.»

Με την παράθεση των πιο πάνω καίριων επισημάνσεων του συγγραφέα δίνουμε μια συνοπτική θεώρηση του τρόπου με τον οποίο γράφει και πώς αντιμετωπίζει αυτό που γράφει ως μυθιστόρημα.

Είναι μερικές σελίδες ωραιότατες γιατί ασχολούνται με το ωραιότατο, τον έρωτα, πλατωνικό ή  μη, πραγματοποιημένο ή στις απαρχές της φαντασίας ή φαντασίωσης.

Η ιστορία όμως κάπου πρέπει να κλείσει, κι αυτό θα γίνει βέβαια στην Κύπρο, στην Πενταλιά βασικά. Ο επίλογος έστω μια περιληπτική θεωρητική τοποθέτηση για το εγχείρημα της συγγραφής. Μεγάλο πρόβλημα το μυθιστόρημα, η συγγραφή, ο γενέθλιος τόπος, η παιδική ηλικία, η Ιστορία των ιδεών και των πολιτικών εξελίξεων.

Ο Νομάδας Β΄Εκβάτανα, αποτελεί μια πλούσια κιβωτό. Ο αναγνώστης αμειφθήσεται.


Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ΕΚΒΑΤΑΝΑ 21-30


21-30  Βιβλία που διάβασε, θεωρίες μαρξιστικές στη βάση τους, η αντίθεση ανάμεσα στο ατομικό και στο κοινωνικό, αντιθέσεις χαρακτήρων, οπτικής γωνίας μελέτης των πραγμάτων, η Μυριόβιβλος του Φωτίου σε τελευταία ανάλυση. Η σύγκρουση ατομικού- οικογενειακού με το κοινωνικό προβληματίζει τον ήρωα, η σύγκρουση ανάμεσα στην κοινωνική στράτευση και στην ευθύνη απέναντι στην οικογένεια, φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό πρόβλημα, καμιά φορά λες, με τι ασχολούνται οι άνθρωποι ή η γνώση ως πρόξενος δυστυχίας, ένας λαβύρινθος για γερά νεύρα, βγες άνθρωπέ μου έξω, δες το φως της ζωής, στενός κορσές σου έγιναν οι θεωρίες! Η συγγραφή της δεύτερης διδακτορικής διατριβής, με θέμα την πολιτική ζωή της δεκαετίας του 60 περίπου, με την αποστασία, το Ιουλιανό πραξικόπημα, και τις παρεμβάσεις Σβορώνου στη συγγραφή, μας παραπέμπουν σε γεγονότα που ζήσαμε, αλλά εδώ πρόκειται για την ερμηνεία τους, για την οπτική γωνία, τα επιστημονικά εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Παίρνει το δοκτοράτο και ο προβληματισμός για το μέλλον συνεχίζεται, τα όνειρα και η πραγματικότητα, η ποίηση του Ρεμπώ κι η παραμονή του στην Κύπρο, καταφυγή του επιστήμονα και ποιητή.  Ο μυθιστοριογράφος βρίσκει διάφορους τρόπους να εκφραστεί, μέσω άλλου μυθιστορήματος ως παράλληλου κειμένου ή μέσω άλλων ποιητών και πεζογράφων που εξυπηρετούν το στόχο του και τη συνέχεια της εξέλιξης της ιστορίας πολυτρόπως, φιλοσοφώντας για τη συγγραφή, κάποτε με επιτυχημένες σελίδες κάποτε όμως έχει τις μεταπτώσεις της η γραφή, κάνει κοιλιά κατά το λεγόμενο. Μια επίσκεψη όμως της οικογένειας στην Ισπανία ξαναφέρνει το ζωντανό ρυθμό στην αφήγηση, την οπτική και δραματική της υφή, ιδιαίτερα χάρη στην ύπαρξη του μικρού Ιάσονα, που βρίσκεται ανάμεσα στο συγγραφέα και την Ανδρομάχη. Κι ύστερα η επίσκεψη στη Λισαβόνα, η επανάσταση μια μαγική λέξη, ελκυστική, κι η επιστροφή στο Παρίσι. Η εναλλαγή των ονομάτων των πρωταγωνιστών, η εναλλαγή μυθιστορημάτων μέσα από το ένα να βλέπει τη συνέχεια ή σαν καθρέφτη να βλέπει το άλλο, πραγματικότητα και φαντασία, είναι στη διαρκή ροή του έργου, όχι πως δεν αποφάσισε ο συγγραφέας πώς θα διεξέλθει, αλλά διότι αποφάσισε όλα τα είδη λόγου να χρησιμοποιήσει, αφού του είναι οικεία, και να επικαλείται από μυθολογία ως την πάσα επιστήμη.