Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

οι αρχαίοι ημών πρόγονοι


ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΗΜΩΝ ΠΡΟΓΟΝΟΙ

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι σχεδίαζαν τις πόλεις, τις ακροπόλεις, κουβαλούσαν κάτι τεράστιες πέτρες να προστατεύουν το λαό, τις οικογένειές τους, τις αρχές και εξουσίες, τους ναούς τους, λάτρευαν τα δάση και τα ποτάμια, και σήμερα ακόμα, αν πας να τα δεις, θαυμάζεις, απορείς, σκέφτεσαι τους νεότερους, κάτι πλαστικά πεταμένα στους δρόμους, ο καθένας και τη δίοδό του για το δικό του, ο ξένος μακριά, ο γείτονας άγνωστος, κι εκείνος το σπιτικό του, την αυλή του, τα δέντρα του, οι περαστικοί απορούν, πώς κοινωνούν σήμερα οι άνθρωποι, περιμένουν το μεγάλο πόνο, τη μεγάλη καταστροφή για να ανοίξουν για λίγο την αυλή, κι ύστερα την ξανακλείνουν, και ξανά, ο καθένας τα σύνορά του, αυθαίρετα βαλμένα, τόσα ήθελε, τόσα πήρε, ξεκίνησε από το χωριό, μια μάντρα τα ζα κι οι δικοί του, μιζέρια κακοριζικιά νόμιζε, τα εγκατέλειψε, ας είναι και θυρωρός στην πολυκατοικία, αλλά στην πόλη, τα μπουζούκια εθνικό όργανο, τα μπαράκια τα καφέ, πού ο δικός του καφενές στο χωριό, η ταβερνούλα, το κρασάκι ξεχάστηκε, το ουίσκι έσκιζε λαρύγγια, μια ζωή την έχουμε και τη χάσαμε στην πόλη, κι ύστερα, από το διαμερισματάκι και το ψιλικατζίδικο στο εξοχικό, στο ΙΧ, όσο πιο μεγάλο, ο καθένας και το δικό του, το αμερικανικό όνειρο στις κινηματογραφικές ταινίες,  το πλαστικό χρήμα ξοδευόταν άφθονο, πήγε και το παλιάμπελο κι ο γερο πατέρας κι η γριά, το καλοκαίρι θα βρούμε λίγο χρόνο να πάρουμε τα παιδιά, βλέπει ο μικρός το χοίρο, ω τι μεγάλος κουμπαράς πατέρα, ξένες γλώσσες, κι η δική μας μοιάζει ξένη, έτσι που την κάμαμε, όπως τη μιλάμε, όπως την γράφουμε, στην εκκλησιά το Πάσχα μόνο, αν προλάβουμε, είμαστε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, μας ενοχλούν οι καμπάνες όταν χτυπούν, την ώρα που έπρεπε δεν βρέθηκε άνθρωπος να τις χτυπήσει, τον καιρό μας, μόλις κατέβαιναν οι ορδές της ΤΜΤ το πρώτο, χτυπούσε η καμπάνα, να ετοιμαζόμαστε, προετοιμαζόμαστε, κι ύστερα, χρόνια μετά, να διδάξουμε και τα παιδιά μας να προλαμβάνουν, να προετοιμάζονται, κατάντησε το νοικοκυριό να το περιγελάμε, όπου σ’ εύρω κι όπου μ’ εύρεις, αλλά δεν με βρίσκεις, μερικοί από την ύψιστη φωτιά εξαϋλώθηκαν.