Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Έχει ο καιρός γυρίσματα


Έχει ο καιρός γυρίσματα

Του Στέλιου Παπαντωνίου

Δεν είμαι κάνας θαλασσόλυκος με τη γενειάδα και το ψαρό μαλλί, μα σαν βρεθώ στην αγκαλιά της, θάλασσα γη ουρανός συγχωνεμένα, ξεχνιέμαι στο θαύμα, πώς τα δέχεται όλα, πανδέγμων θάλασσα, λέει ο φίλτατος κυρ Αλέξανδρος του Παπαδιαμαντή, και βάσανα και πίκρες και φαρμάκια, ξαλαφρώνει ο άνθρωπος, ήρεμη κι ημίζεστη, αλλά και κρύα κάνει, μια φορά στην Άι Επίκτητο ήταν με τον παππού τον Στυλλή, έξω βέβαια αυτός, στα βράχια στεκόταν, της πεδιάδας άνθρωπος,  δεν ήξερε από θάλασσα, όταν για πρώτη φορά πήραμε παιδιά του Γυμνασίου από τη Λεμύθου κι είδαν θάλασσα ποθάμασαν, τόσο νερό κύριε… Κι η μάνα μας από κοντά, ένα αγιάζι της Καραμανιάς, βγαίνουμε έξω, τουρτουρούσαμε, μας περιτύλιξε με τους τόρους ο παππούς, γλιτώσαμε το κρύωμα. Ο Σκάρος, βέρος αϊεπικτίτης,  έμπαινε με τα παιδιά του, γίνονταν κουκκίδες στο πέλαγο, κι όταν έβγαινε, αν ήταν στον Παχύαμμο, παρακολουθούσε τις τρύπες στην άμμο, έπαιρνε στη χούφτα άμμο στεγνή, την έχυνε στην τρύπα κι έσκαβε όπου τον οδηγούσε, άρπαζε τα καβουράκια, τα ’πλενε στη θάλασσα κι ολόισια στο στόμα,  ούτε ψήσιμο ούτε κάρβουνο. Στου Τζιυρκού ήταν η καλύβα, ήταν μποστάνι του Σκάρου, τα καλοκαίρια για χρόνια εκεί τα βγάζαμε, τίποτα δεν θέλαμε, πρωί πρωί στη θάλασσα, καλημερίζαμε τον ήλιο, εκείνος ψηλά περήφανος, εμείς τα ανάξια πλάσματα της γης, τη χαιρόμαστε τη φύση, τα κηπευτικά, τις γούβες το αλάτι, τις θαλασσινές σπηλιές.  Η πιο ωραία επαρχία της Κύπρου είναι η επαρχία Κερύνειας, μικρά χωριά, μικρή πόλη η ίδια, είκοσι λεπτά από τη Χώρα, για ένα παγωτό στου Σκανναβή, για μια βόλτα στην παραλία, τι με νοιάζει αν οι άλλοι πάνε ακόμα, μια μέρα του Ιούλη του 1974 χτίστηκε ένας μαύρος πελώριος τοίχος, δεν βλέπω, δεν ακούω, ταφόπλακα, δεν ματαπήγα. Μόλις τέλειωναν οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο, τελευταίο μάθημα παίρναμε μαζί μας τα μπογαλάκια μας, μια τσάντα με τα μαγιό και τις πετσέτες, εκεί στο περίπτερο ΟΧΙ κοντά ήταν τα λεωφορεία του Τσέντα, και κινούσαμε για πέντε μίλι, εκεί κάναμε τη δική μας  τελετή λήξεως των μαθημάτων, χαλλούμι πόλιπιφ ελιές ντομάτες,  τα πολλά τυπικά τα βαριόμασταν. Τώρα να μου πεις είναι πράματα, να θυμάται ένας άνθρωπος μια πέτρα; Και όμως, στο κατέβασμα από Πάναγρα, όταν άνοιξε αυτός ο δρόμος για να μην περνούμε με το κονβόι από Κιόνελι, μεγάλη η κατηφόρα των Πανάγρων, η πρώτη παραλία πλουσιότατη σε μεγάλες πέτρες, ήταν μια, ολόκληρο βουναλάκι έμοιαζε, πράσινη ριγέ, όπως αυτά που ζωγραφίζουν οι αγιογράφοι μαζί με κανένα προφήτη, την πήρα στο σπίτι της μάνας μου, μεγάλα παράθυρα μα δεν έμειναν ανοιχτά, χτυπούσαν τα τζάμια με το λίγο αεράκι, την έβαλα στο περβάζι, στολίδι και κράτημα, και θυμάμαι τη θάλασσα, εκεί λέει έκαναν έργα για να μεταφέρουν νερό από την Τουρτζιά, την κατάρα μου να ΄χουν. Ήταν καιροί που πηγαίναμε με το κονβόι, κάπου εκεί στον άγιο Δομέτιο, μπροστά οηέδες, κι ύστερα σειρά τα αυτοκίνητά μας, να διέλθομεν διά των τουρκοκυπριακών θυλάκων, τόσα βάσανα αυτός ο τόπος, μακάρι κάποτε να τελειώσουν, να πάει ο καθένας στο σπίτι του, να κατέβω κι εγώ με τα παιδιά και τα εγγόνια μου, να τους πάρω στο κάστρο, να δούμε το πλοίο της Κερύνειας, με τους αμφορείς, με τον αρχαίο μυθικό κόσμο και τα ταξίδια των προγόνων μας, κι ύστερα να τους ανεβάσω στον άγιο Ιλαρίωνα, όπως τότε που πηγαίναμε μαθητές με το σχολείο, με τα λεωφορεία, κι αντικρίζαμε εκείνο το μαγευτικό θέαμα καθισμένοι στο περβάζι του γοτθικού παραθύρου, ένα παραμύθι στον παράδεισο η ζωή μας τότε, για τούτο δεν χωνεύουμε την παρούσα κόλαση. Έχει ο καιρός γυρίσματα.