Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΜΑς


ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ - Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

(από τον Στέλιο Παπαντωνίου)

Σεβασμιότατε, σεβαστόν ιερατείον,

κύριοι βουλευτές κύριοι δήμαρχοι –

προύχοντες και επίτροποι

Κυρίες και κύριοι,

Όπως έγραφα στην αρχή του Προλόγου : «Το βιβλίο “Άγιος Γεώργιος Κερύνειας- Ο Παράδεισός μας” είναι γραμμένο εκτός παραδείσου.

 Όσοι μετέσχαν στη σύλληψη, σχεδίαση, συλλογή πληροφοριών, συγγραφή και στα απαραίτητα για την έκδοσή του , έζησαν στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας,                                       κατά γενική ομολογία όχι μόνο τον παράδεισο των παιδικών τους χρόνων αλλά και τον παράδεισο πολλών άλλων που κατοικούσαν εκεί, τα καλοκαίρια ιδιαίτερα.

Με την έξωση από τον παράδεισο το 1974,  έτος πραξικοπήματος και τουρκικής εισβολής,                                     όλοι αυτοί οι άνθρωποι βίωσαν τον τρόμο, τον κατατρεγμό, την απάνθρωπη μεταχείριση, το βιασμό, τον τραυματισμό,   τον φόνο δικών τους, μερικοί των οποίων συνεχίζουν να είναι καταχωρημένοι στον κατάλογο των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής.                                                                              Ο παράδεισος μεταβλήθηκε σε κόλαση εκτός και εντός των ανθρώπων.

Ύστερα από χρόνια όμως γεννήθηκε το χρέος να μεταποιηθεί πνευματικά ο παράδεισος, να μεταφερθεί στην άυλη μορφή του, να αποτυπωθούν τα βιώματα, οι στιγμές να διαιωνιστούν, να συντηρηθεί η μνήμη, να μεταδοθούν οι γνώσεις και τα συναισθήματα, ο τίμιος ιδρώτας των ανθρώπων του χωριού κι η χαρά της ζωής.                                                                                    Η νέα γενεά που δεν είχε γνωρίσει τον τόπο έπρεπε να μάθει γι’ αυτόν,                                                                                            για να μπορεί το πνεύμα των Αϊγιωρκιτών να συνεχίζεται.» >>>>

Και τώρα στην παρουσίασή του

Το βιβλίο «Άγιος Γεώργιος Κερύνειας- Ο παράδεισός μας», μ’ ένα εξώφυλλο λουσμένο στο γαλάζιο, μπροστά το χωριό, πίσω το παρεκκλήσι του αγίου Φανουρίου,

ύστερα από πολύχρονες και πολύμοχθες προσπάθειες βρίσκεται στα χέρια μας.                                                         Ψηλαφούμε, πνευματικά μεταποιημένο το χωριό, ζεσταμένο μέσα στις χούφτες της αγάπης και της μνήμης, της συγκίνησης και του χρέους για μετάδοση και παράδοση στους νεότερους των βιωμάτων και της εντολής για επιστροφή.

Είναι περίπλοκο το συναίσθημα: αντί να βρίσκεται ο καθένας στον τόπο του και στο  σπίτι του και  να απολαμβάνει  όσα ο Πανάγαθος δώρισε στον τόπο και σε μας, (αφού ο τόπος εν ο άδρωπος), αντί τούτου του πραγματικού παραδείσου να κρατά στο χέρι ένα βιβλίο και να ομολογεί από τη μια την αγάπη στον τόπο και από την άλλη την ανάγκη να διασωθούν στις αυλές των σελίδων του οι αυλές και οι δρόμοι, τα περβόλια και οι παραλίες του χωριού.

Κι όλα αυτά με την ακοίμητη έγνοια για τη νέα γενιά,   να διδαχτούν, να ξέρουν, να αναγνωρίσουν τα σημάδια την κρίσιμη ώρα της επιστροφής,                                                           να μην αποκοπούν από τις ρίζες και την παράδοση και προπάντων να μη χάσουν την πίστη. Τα θεμέλιά τους μπορεί να μην τα γνώρισαν εκεί, αλλά το τέρμα των προσπαθειών πρέπει να είναι το χωριό, το σπίτι του καθενός,  που αναγράφεται στα πολεοδομικά σχέδια, στα κοτσάνια, στους χάρτες που με τόση επιμέλεια παρουσιάζονται σε τσέπη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Όλα έχουν το λόγο τους.

Να μη χαθούμε, να μη χαθεί το χωριό, η ζωή του, η θύμηση. Οπλισμένη με γνώση να επιστρέψει η νέα γενιά.

Το βιβλίο αφιερώνεται «στη μνήμη εκείνων που με τον μόχθο τους μετέτρεψαν ένα μικρό οικισμό  σε μια ανθούσα κοινότητα, στους δολοφονημένους, αγνοουμένους και στους βίαια ξεριζωμένους,  καθώς και σ’ αυτούς που συντηρούν ακέραιη  την ελπίδα της επιστροφής».

Ιδρώτας και αίμα, ψυχική δύναμη, παρελθόν, παρόν και μέλλον.

Για την έκδοση του βιβλίου μόχθησαν και συνέβαλαν πολλοί: πρώτα οι εκδότες: το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού,   το Προσφυγικό σωματείο, η εκκλησιαστική επιτροπή του αγίου Φανουρίου του Αϊγιωρκίτη.   Μπορούν να νιώθουν περήφανοι για το έργο ο γενικός συντονιστής Σοφοκλής Κοτζιαμάνης, και για  την έρευνά του και συλλογή στοιχείων για όλες τις οικογένειες του χωριού, την ετοιμασία χάρτη και του γενεαλογικού δέντρου όλων,                        η Ειρήνη Πράτσου Ξενοφώντος με τις ατέλειωτες αλλά τελεσφόρες ώρες εργασίας, όπως η Ήρα Μαυρομμάτη, η Άντρη Χρυσοστόμου και η  Γιόλα Μαυρομμάτη Βούρκου, που υπήρξαν οι ψυχές της έκδοσης,  ο Πόλυς Χριστοφή:  ο καθείς και τα όπλα του.   Όσοι έδωσαν πληροφορίες, ζωντανοί πομποί της ζωής εκεί: ο  Χρίστος Δράκος, ο Σωτήρης Παπανικολάου, ο Κώστας Χαραλαμπίδης, ο Γιώργος Σιαηλής, ο Αντρέας Βασιλειάδης.

Όπως γράφει στην εισαγωγή της η Ειρήνη Πράτσου Ξενοφώντος, εκ μέρους της Συντονιστικής επιτροπής,  «η πάροδος του χρόνου επέβαλλε την καταγραφή όσων συνθέτουν τον μαγευτικό χώρο της κοινότητας, γιατί αλλοιώνονται από την Τουρκία τα στοιχεία που συνθέτουν το χωριό, περιφρονούνται διεθνείς συμβάσεις και αρχές δικαίου,  τοπωνύμια μετονομάζονται, κάθε θρησκευτικό και πολιτικό μνημείο παραποιείται, γι’ αυτό ήταν αναγκαία η πολύπονη συλλογή των στοιχείων και συγγραφή του βιβλίου.»

Οργάνωση, συλλογή, περισυλλογή, σκληρή εργασία απαιτήθηκε, γιατί στο μεταξύ είχαν πολλοί εκδημήσει,                   και πολλά στοιχεία είχαν καταστραφεί με την εισβολή. Ευτυχώς είχε μεριμνήσει το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης να διασώσει πολλά, στα οποία η ομάδα συγγραφής κατέφυγε,  και άλλα κυβερνητικά αρχεία συνεπικούρησαν στη διάσωση πληροφοριών.

Φωτογραφίες, χάρτες, οικογένειες και προπάντων η πάλη ενάντια στο χρόνο, η θέληση και η σκληρή δουλειά οδήγησαν σε αίσιο πέρας το έργο που με την ίδια νοσταλγία αναφέρεται  στο παρελθόν της κοινότητας,   με πόνο στο παρόν και στις προσπάθειες επιβίωσης                    και με ελπιδοφόρα συναισθήματα και σκέψεις γράφουν οι απόγονοι, αφού με τους νέους αναβιώνει η ελπίδα για επιστροφή στα γενέθλια ευλογημένα χώματα. ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ

Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι μέρη: το πρώτο, Το χωριό άγιος Γεώργιος Κερύνειας από της ίδρυσής του μέχρι τις 20 Ιουλίου 1974, με υποκεφάλαια: τη Γεωγραφική και ιστορική επισκόπηση, τις ασχολίες των κατοίκων, γεωργία, κτηνοτροφία, εργοστάσια, βιοτεχνίες, ασβεστοκάμινα, τουρισμός, το συνεργατικό κίνημα του χωριού, εκπαίδευση, αθλητισμός, πολιτισμός, εκκλησίες, οι άγιοι του χωριού, έθιμα και παραδόσεις, κοινωνικές εκδηλώσεις, αναμνήσεις από το χωριό, και συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες.

Το δεύτερο μέρος: η τουρκική εισβολή του 1974 με μαρτυρίες από την εισβολή και τις βαρβαρότητες του Αττίλα

Στο τρίτο μέρος, στην Προσφυγιά, δυσκολίες και προβλήματα στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, δραστηριότητες ιδιαίτερα των τριών επιτροπών του χωριού και δηλώσεις νέων για τον άγιο Γεώργιο

Στο τέταρτο μέρος Περιδιάβαση στο χωριό, ο Χάρτης του Χωριού

Στο πέμπτο μέρος το γενεαλογικό δέντρο των οικογενειών του χωριού

Τέλος,  το έκτο μέρος με φωτογραφίες από τη ζωή του χωριού.

Ένα πλουσιότατο σε ύλη βιβλίο, ο πανδέκτης του αγίου Γεωργίου Κερύνειας.ΜΜΜΜΜΜΜΜ



Πολύ δύσκολο να πω «έλα παππού να σου δείξω τα αμπέλια σου» γι’ αυτό θεωρώ πως ταξιδεύω καλύτερα, με οδηγούς μου τους συγγραφείς των κειμένων, με τις φωτογραφίες, τους χάρτες και τους καταλόγους, παρακολουθώ και μεταδίδω,  κι εσείς με τις παραστάσεις που έχετε φέρνετε μπροστά σας και ζωντανεύετε πρόσωπα, πράγματα, στιγμές ακινητοποιημένες στο χώρο και το χρόνο.

Το ταξίδι αρχίζει με μια πανοραμική έγχρωμη εικόνα του αγίου Γεωργίου, που γεμίζει με θαυμασμό και νοσταλγία τους εξορισθέντας του παραδείσου.                                                     Με χάρτη και εικόνες ο Σοφοκλής Κοτζιαμάνης μας παίρνει από το χέρι και μας γνωρίζει τη γεωγραφία και την ιστορία του χωριού. Μια αναδρομή στο χρόνο και στο χώρο, με πίνακα στοιχείων των οικιών και της εξέλιξης του πληθυσμού του χωριού.                                                                                                 Βλέπω τις πρώτες οικογένειες που έρχονταν από το Κάρμι, το Τριμίθι και τα Φτέρυχα, φτωχοί, με τα γαϊδούρια, το λίγο βιος, το βρίσκουν καλύτερο να εγκατασταθούν εδώ, να ανοίξουν λάκκους, να βάλουν αλακάτια, να οργανωθούν ως κοινότητα, με τους  κοινοτάρχες, τα μέλη του κοινοτικού συμβουλίου, με σεβάσμιους ιερείς, εκκλησιαστικούς  επιτρόπους, μερακλήδες ψάλτες. Οδηγός μας σε πολλά ο Ανδρέας Βασιλειάδης.

Και γίνεται το θαύμα: μια μικρή κοινότητα προοδεύει.  Ο αιώνιος δάσκαλος Σοφοκλής Κοτζιαμάνης μας εξηγεί: είναι η καλή γεωγραφική θέση, το κλίμα, η βλάστηση με το μαγευτικό τοπίο, η θάλασσα με τις παραλίες και ακτές της.  Λες τις λέξεις κι επιθυμείς κολύμπι. Τη βλέπεις τη θάλασσα, θέλεις να βουτήξεις, είναι καιρός.     ΜΜΜΜΜΜΜ

Ευλογημένοι που έφεραν νερό στο χωριό και το μοίρασαν, που έφεραν το ρεύμα.                                                                                   Κάτι μυρουδιές δεν μας αφήνουν ήσυχους: τα ματσικόριδα του αγίου Φανουρίου. Ένα μυριστικό ποίημα του Αντρέα Κτωρίδη σε κυπριακή διάλεκτο σε ωραίο έγχρωμο φόντο, απόδειξη της καλαισθησίας των επιμελητών της έκδοσης.

 Ο Κώστας Χαραλαμπίδης επιμένει πως πρέπει να περάσουμε και από τα περβόλια, να γνωρίσουμε βοσκούς και κτηνοτρόφους με τον ιδρώτα και τον κόπο.                                         Ο Σοφοκλής υπενθυμίζει πως δεν πρέπει να ξεχάσουμε τις γεωργικές ασχολίες των κατοίκων, τα οπωροκηπευτικά. Βρίσκουμε τον Κώστα Χατζηζωρζή ανάμεσα στις ελιές και χαρουπιές, τις λεμονιές,  ενώ παρέκει η Ήρα Μαυρομμάτη περιμένει να μας περπατήσει στα αλώνια, αλωνάρης μήνας, ο θερισμός και το αλώνισμα,  το χωριό επί ποδός, οι μικροί τρέχουν στ’ αλώνια, παρακολουθούν τον παππού στη δουκάνη, ενώ στο βάθος, το ιστορικό τσιφλίκι Φουντζί. Μας ξεναγεί εκεί η Ανθούλα Μορφάκη.

Ασπρόμαυρα ή έγχρωμα εργαλεία  στήριξης οι συνοδευτικές φωτογραφίες. Είμαστε και κάποιας ηλικίας, θέλουμε και τα μπαστούνια της μνήμης. ΜΜΜΜΜΜΜΜ

Το χωριό δεν έμεινε όμως στη γεωργία και κτηνοτροφία, προοδεύει. Το ταξίδι στο χρόνο εμπλουτίζεται,   ήλθε η βιοτεχνία και η βιομηχανία, ο κόσμος εξελίσσεται. Σημαδιακό το εργοστάσιο Σεβέρη.  Μια βόλτα ως εκεί με τον Χριστόφορο και Ανδρέα Κτωρίδη. Στη βιοτεχνία Κουτσοκούμνη μας ξεναγεί η Μαρία Κουτσοκούμνη Σφηκουρή. Θυμηθείτε πόσοι δούλεψαν εκεί, πόσοι εργοδοτήθηκαν, πόσοι έδεσαν δεσμούς.

Ο Σοφοκλής Κοτζιαμάνης παίρνει συνέντευξη από τον Κώστα Μαυρουδή για την ομώνυμη βιοτεχνία.   Δεν είναι μόνο οι φωτογραφίες, είναι κι οι ευλογημένοι ζωντανοί μάρτυρες με την αλήθεια των λόγων τους.

 Ίσως μερικοί να έχετε στο σπίτι αγγεία από τα αγγειοπλαστεία της περιοχής. Τα θυμάται με λεπτομέρεια η Ήρα Μαυρομμάτη. Λες ασβεστοκάμινα κι ο νους σου πάει στη φωτιά, στον ασβέστη. Καλά μας καθοδηγεί ο Ηρακλής Χαραλαμπίδης.              Δεν είναι όμως μόνο αυτά,                                                               γι’ αυτό  συμπληρώνει ο Σοφοκλής Κοτζιαμάνης με τις άλλες ασχολίες των κατοίκων.                                                                       /////////////

Όλοι οι παλιοί θυμάστε, ο καθένας στη γειτονιά του, τους πρώτους λευκωσιάτες. Ο τουρισμός μπορεί να άρχισε με λίγους λάτρεις της θάλασσας από τη Χώρα.                                   Η Χριστοφούλα Παπανικολάου όμως γνωρίζει περισσότερα για την ανάπτυξη του τουρισμού.

Μην ξεχάσετε να περάσετε και από τα συνεργατικά, συστήνει η  Αγλαϊα Χατζημάρκου με την Ήρα Μαυρομμάτη. Κι έτσι μας περνούν από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία.

Ο Σοφοκλής από το Συνεργατικό Παντοπωλείο, ο Κώστας Χατζηζωρζής από την Συνεργατική Εταιρεία Λεμονοπαραγωγών και το Συνεργατικό Ελαιοτριβείο.                      

 Ένα καμάρι τότε ο συνεργατισμός, μια συνένωση δυνάμεων, σήμερα δυστυχώς τα τραπουλόχαρτα σωριάζονται.////////////

Αναφαίρετον η παιδεία. Είδαμε τη σημασία της μετά το 74. Ήταν σωτήρια τα σχολεία κι η μόρφωση που έδωσαν σε μας και στα παιδιά μας.                                                                    



Γνώστες των πραγμάτων οι δάσκαλοι και νηπιαγωγοί, η  Χριστοφούλα Παπανικολάου και ο Σοφοκλής Κοτζιαμάνης,  μας παίρνουν μια βόλτα στα σχολεία, μας θυμίζουν μαθητές και δασκάλους.

Η Γιόλα Μαυρομμάτη Βούρκου θυμάται τον Κώστα Μαυρομμάτη, τον Κώστα Πατσαλίδη, την Ανδρούλα Σούπασιη.

Η Ήρα Μαυρομμάτη γράφει τις αναμνήσεις μιας νηπιαγωγού, η Χριστοφούλα Παπανικολάου τις αναμνήσεις μιας δασκάλας, η Κυριακή Σιεγκαρή Ελευθερίου αναμνήσεις μιας μαθήτριας.

 Και μεις μεταφερόμαστε ο καθένας στα δικά του, μνημονεύουμε δασκάλους, δασκάλες, συμμαθητές και συμμαθήτριες. Έχουμε πολλά να λέμε για τη σχολική μας ηλικία.//////

Το αθλητικό σωματείο Ίκαρος πρέπει να έπαιξε μεγάλο ρόλο στο χωριό και να γράφτηκε ανεξίτηλα στα φύλλα της καρδιάς του Αντρέα Κτωρίδη.

Η Ιωάννα Κύρρη προτίμησε τον κλασσικό αθλητισμό,  βιογραφίες αθλητών και αναμνήσεις  μιας αθλήτριας.                      ////////Οι πρόσκοποι ακόμα και σήμερα φαίνεται να συγκινούν τη Γιόλα Μαυρομμάτη Βούρκου.

/////// Ήδη η ζωή φουντώνει,  σε ένα τόπο ευλογημένο και παραδεισένιο,  σε άπλετο χρόνο, τα πρόσωπα πληθαίνουν, οι ασχολίες δεν είναι μόνο οικονομικές αλλά και κοινωνικές, η οργανωμένη κοινωνία αποδεικνύει την ύπαρξή της με την οργανωμένη συλλογική ζωή για το καλό όλων, υλικό, πνευματικό, ανθρώπινο.

//////////Είναι δυνατόν να επισκεφτώ χωριό και να μην περάσω από την εκκλησία ή τις εκκλησίες του;

Η Άντρη Χρυσοστόμου ξεναγός, η εικόνα της εκκλησιάς του αγίου Γεωργίου, στο βάθος μια βουκεμβίλια.  Σαν από άλλο κόσμο να έρχεται ο Παπανικόλας, ο πρώτος ιερέας από τη Δρούσια και το Τριμίθι.

Το χωριό μετονομάζεται από Αλακάτια ή Κάμπος σε άγιο Γεώργιο με την εύρεση της εικόνας του αγίου και το κτίσιμο της εκκλησιάς του, για το οποίο μιλούν ο Δημήτρης Ασπρής και ο Κώστας Συμεού.///////

Η Αντρούλα Σούπασιη μας κατεβάζει στη σπηλιά του αγίου Φανουρίου, φτωχικές εικόνες στις ρωγμές,    το εργοστάσιο Σεβέρη κατεδαφισμένο,  ένα ξένο στο τοπίο ξενοδοχείο τώρα εκεί, η καταστροφή.

 Όμως οι μύθοι κι οι θρύλοι, ζωντανές οι παραδόσεις, η πίτα του αγίου Φανουρίου γνωστή στη γεύση,  το παρεκκλήσι του δέχεται και σήμερα τους πιστούς. Τα ξέρει καλύτερα ο Μενέλαος Πίττας, και τα γράφει καλύτερα.

Συνδεδεμένος άμεσα με την εκκλησία ο ιερέας της κοινότητας, ο Παπακυριάκος Θεοδούλου, παρών στο γάμο του Αυξεντίου. Η Ειρήνη Πράτσου Ξενοφώντος μας τον γνωρίζει.     α έχουμε την ευχή του από κει που βρίσκεται.///////////

Ο χρόνος σημαδεύεται με τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, κι αυτές με τα ήθη και έθιμά μας, χριστούγεννα, θεοφάνια, πρωτοχρονιά, σήκωσες,  αγία εβδομάδα και πάσχα,                                                         συνδυασμός θρησκείας και γαστριμαργίας.  Η Άντρη Χρυσοστόμου σε ένα ταξίδι στο χρόνο.                       

Ξαναζούμε μαζί της τις γιορτάρες μέρες,  αξέχαστες πάντα στο χωριό, στο οικείο περιβάλλον.

Κι αλλού τα έζησαν οι πρόσφυγες, σαν στο χωριό όμως ποτέ. Αντίθετα, τα πρώτα χρόνια οι θύμησες πίκραιναν τα κουλούρια και τις φλαούνες.  

Μπροστά στο φούρνο έμεινε άλλη με την ποδιά, άλλη με το φουρνόφκιο, κάποιος θα πρέπει να μαζώξει ξύλα, να πυρώσει το φούρνο.

Την Κυριακή του Πάσχα γιορτάζουν μαζί με τους ανθρώπους τα λουλούδια του Πάσχα, λάζαροι, πετεινοί και μαργαρίτες. Την ώρα που οι άνθρωποι χαίρονται τη φύση, παίζουν τα γνωστά παιχνίδια, πατροπαράδοτα.  Ο Ανδρέας Κτωρίδης θα διδάξει μερικά τέτοια παιχνίδια σ’ όσους τα ξέχασαν. Φέρτε και κανένα τσιακκί μαζί σας, όσοι θυμάστε το παιχνίδι, θα χρειαστεί.

Η ‘Αντρη Χρυσοστόμου φαίνεται να απέκτησε ειδικότητα στις γιορτές: την Καθαρή Δευτέρα με τις πεταλίνες, τη Δευτέρα του Πάσχα στη Χρυσοτριμιθιώτισσα, στης Παναγίας της Γλυκιώτισσας το πανηγύρι με τις βαρκάδες γύρω από το νησί των εχιδνών.

Τέτοιες αλησμόνητες μέρες κάνουν την έξωση από τον παράδεισο δυσβάστακτη. Ως άλλοι Αδάμ καθόμαστε έξω του παραδείσου και ο θρήνος πολύς.  

Αλλά η ζωή συνεχίζεται: με τους αρραβώνες,  τους γάμους, (πεζουνούθκια τη Δευτέρα),                                        με τις βαφτίσεις στην κολυμβήθρα και όχι στο φτωχικό τσίγκενο πανιούδι. Το ταξίδι δεν έχει τελειωμό.                                    

Ο Αντρέας Κτωρίδης μας θυμίζει τον καραγκιόζη στα καφενεία του Παλιομούχταρου, του Μαυρουδή, του Ευάγγελου,  του Αθανάση, του Πίστου.                                                                  Ο ίδιος θυμάται και μας μιλά για το ψάρεμα κι ο Νεοκλής Χάσικου για το κυνήγι. ΜΜΜΜΜΜΜ

Στο κεφάλαιο «Αναμνήσεις από το χωριό», μιλά στον Σοφοκλή Κοτζιαμάνη ο Παναγής Ερωτοκρίτου (Ρωτόκλης).  Στην Ειρήνη Πράτσου Ξενοφώντος η Μαρούλα Πίστου Πατσαλίδη.   Κάτω, σε φωτογραφίες,  το καφενείο, το Συνεργατικό, ο τηλεφωνικός θάλαμος, η παραλία με τις καλύφες.   Ο μακαριστός Γιάννης Κλεάνθους στη Γιόλα Μαυρομμάτη Βούρκου στην οποία μίλησε κι ο γιατρός Ανδρέας Ξερός.            Ο Χριστόφορος Κτωρίδης, (Ψωμάς) στον Ανδρέα Κτωρίδη. Ο Δημήτρης Ασπρής στον Σοφοκλή.                                                    Η Χρυστάλλα Μορφάκη Κουτσοκούμνη στη Μαρία Σφηκουρή Κουτσοκούμνη και στην Ειρήνη.

Στην όλη παρέα προσκαλούνται και θυμούνται τη ζωή στον παράδεισο οι Λευκωσιάτες,  ο Γιάννος Πίττας και ο Λουκής Χαραλαμπίδης.       Είναι όμως και ευτράπελες ιστορίες που θυμούνται ο Σοφοκλής, ο Αντρέας Κτωρίδης και ο Νεοκλής Χάσικος. Σκηνές αξέχαστες από την υποδοχή των κρατουμένων τον καιρό της ΕΟΚΑ, από τα κέρφιου, τη λαμπρατζιά, τις φανουρόπιττες.

Τέλος ένα λαϊκό ποίημα για τον Άην Γιώρκην τον Άην Κόκον.                           

                 ΜΜΜΜΜΜΜΜ

Το κεφάλαιο «Συμμετοχή στους Εθνικούς αγώνες»  χρειάστηκε έρευνα και μελέτη πολλή,  που έφερε σε πέρας η Ειρήνη Πράτσου Ξενοφώντος, με φωτοτυπίες των σελίδων από το ενωτικό δημοψήφισμα με υπογραφές όλων των χωριανών.                                                             Η συμμετοχή στον αγώνα της ΕΟΚΑ και οι δεκαεφτά μέρες κέρφιου στο χωριό, με συνέντευξη προς την Ειρήνη  της Μαρούλας Ξερού Χατζηνικολάου.                                       Αναφορές των εφημερίδων της εποχής  για το κέρφιου του Νιόβρη του 1958.



Ακολουθούν τα πρώτα δεκατέσσερα χρόνια της ανεξαρτησίας με κείμενα του Σοφοκλή και του Κλεάνθη Ερωτοκρίτου                 κι έτσι εισερχόμαστε στην κόλαση του 1974.                                       Τίτλος: Η τουρκική εισβολή του 1974 και οι συνέπειές της- Μαρτυρίες από κατοίκους του χωριού.

Μπήκαμε έτσι στο δεύτερο μέρος του βιβλίου.

Ύστερα από μια σύντομη ιστορία της Κύπρου από αρχαιοτάτων χρόνων από τον Σοφοκλή, την εισβολή και τις συνέπειές της,  ακολουθεί η Ειρήνη με κείμενό της για το πραξικόπημα και την εισβολή με μαρτυρίες κατοίκων για τους εξευτελισμούς και τη βαρβαρότητα του Αττίλα.

Στρατεύσιμοι ήταν τότε ο Λάμπρος Λάρκου Κοτζιαμάνης,   που έζησε για εξήντα μέρες την κόλαση του πολέμου, ο Ανδρέας Βασιλειάδης, έφεδρος ανθυπολοχαγός, ο Κώστας Χατζηζωρζής, έφεδρος στρατιώτης,  ο Λάμπρος Στρατή Χατζηλάρκου,  ο Γιάννης Φιλαρέτου Βούρκου.

Υπάρχουν όμως και οι μαρτυρίες από πολίτες.  Ο Σοφοκλής παίρνει συνέντευξη από τον Χρίστο Δράκο  για τις δραματικές στιγμές που έζησε τότε.    Η Ολυμπία Χρύσανθου Στυλιανού μιλά στην Ειρήνη για τους αγνοούμενους δικούς της. Και άλλες ανώνυμες γυναίκες.

Εικόνες ασυγκράτητης θλίψης.

//////Ύστερα, όπως πολλοί θυμάστε, ακολούθησε  εκτός από το δρόμο στην προσφυγιά  και ο εγκλωβισμός στο Πέλλαπαϊς, με το κρυφό σκολειό εκεί.   

Για όλα αυτά είχαν δώσει συνέντευξη στο Φρίξο Δαλίτη του Φιλελευθέρου                                                                                          ο Πόλυς Χριστοφή, ο Κλεάνθης Ερωτοκρίτου και   ο Αντρέας Κυριάκου.

Ο Κλεάνθης Ερωτοκρίτου κλείνει το όλο κεφάλαιο με τους πέντε τελευταίους εκδιωχθέντες από το χωριό το 1974.

Ακολουθούν κατάλογοι Πεσόντων και Αγνοουμένων της εισβολής, αιχμαλώτων και απελευθερωθέντων.

Το κακό δεν έχει τέλος. Τώρα αρχίζει μια άλλη ζωή, «Στην προσφυγιά», όπως τιτλοφορείται.  ΜΜΜΜΜΜ

Βρισκόμαστε στο Γ΄μέρος του βιβλίου, που αρχίζει με τον Αντρέα Παπανικολάου   να διεκτραγωδεί τις δυσκολίες και τα προβλήματα στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς.    Τον Δήμο Σούπασιη με το κείμενο «Από την ανέμελη ζωή του χωριού στην Προσφυγιά», με μια επιστολή που έστειλε τότε στον Τζον Μπραδήμα και με την απάντηση του Γερουσιαστή. Προσπάθειες συγκινητικές και απέλπιδες, όμως προσπάθειες αναγκαίες.

Στην προσφυγιά οι άνθρωποι θέλουν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους να μη χαθούν, οργανώνονται και πάλι.   Εκ μέρους του Κοινοτικού Συμβουλίου γράφει ο Αντρέας Βασιλειάδης για το Συμβούλιο,  η Ήρα Μαυρομμάτη για το Προσφυγικό Σωματείο,                       ο Γιάννης και η Ανδρούλα Σούπασιη για την εκκλησιαστική επιτροπή του αγίου Φανουρίου και το παρεκκλήσι που κτίστηκε στην προσφυγιά.

Τα τρία αυτά οργανωμένα σύνολα είναι περήφανα για την προσφορά τους και για άλλες δραστηριότητές τους. Είναι ώρα όμως να δοθεί ο λόγος και στους νέους, να δηλώσουν τον ασίγαστο πόθο για επιστροφή.  Η Έφη Δαρείου, η Έμιλη Δημητρίου, η Έφη Βουρκίδου Λιασίδη. Κείμενα συγκινητικά και ελπιδοφόρα.  Μια μεγάλη προσφορά του βιβλίου είναι ο χάρτης του χωριού, με τις οικίες και τα μέλη των οικογενειών που κατοικούσαν σ’ αυτές.

Βρισκόμαστε στο Μέρος Δ΄με τίτλο

«Περιδιάβαση στο χωριό- Ο χάρτης του χωριού με τις οικίες και τις οικογένειες που ζούσαν σ’ αυτές».

Είναι ένα κείμενο της Ειρήνης και του Σοφοκλή, μια περιδιάβαση στο χωριό.                                                              Ιδρύματα και καταστήματα, εργαστήρια και άλλα στο χάρτη, από τους Χαραλαμπίδη, Παπανικολάου, Δράκο, Κοτζιαμάνη , Βασιλειάδη.                                                                                    Επεξήγηση του χάρτη από το Σοφοκλή και τον Πόλυ Λεωνίδα Χριστοφή που τοποθέτησε ηλεκτρονικά τις οικίες στο χάρτη. Καταγραφή των οικιών στο χάρτη με στοιχεία των μελών κάθε οικογένειας από το Σοφοκλή. 419 οικογένειες.

Το πέμπτο μέρος αυτό του βιβλίου περιέχει «Το γενεαλογικό δέντρο των οικογενειών του χωριού». Έργο του Σοφοκλή Κοτζιαμάνη με εισαγωγή και επεξηγήσεις, σύνολο πενήντα επτά οικογενειακές ρίζες, από τις οποίες προήλθαν οι υπόλοιπες.

Στο τέλος του βιβλίου φωτογραφίες από τη ζωή στο χωριό με ηλεκτρονική τους επεξεργασία από τον Πολύβιο Λεωνίδα Χριστοφή. Και

Πηγές- Βιβλιογραφία.

Όπως τελειώνω στον Πρόλογο στο βιβλίο έτσι κι εδώ:

«Αργά γρήγορα βλέπω μια πομπή των Αϊγιωρκιτών να ξεκινά από όλα τα ελεύθερα της Κύπρου μέρη   και να πορεύεται στα άγια χώματα, να καταθέτει στα κοιμητήρια και στους τόπους ταφής πεσόντων, αγνοουμένων,                                                                         στις εκκλησιές και στα προσκυνήματα, τα λουλούδια της αγάπης παλαιών και νέων                                         και να επανεγκαθίσταται πανευδαίμων στον παράδεισο.

Δικαιοσύνη.»

Σας ευχαριστώ  

Ο Παράδεισος Άδωνις


Ο Παράδεισος Άδωνις

Κλαριά τετρακόσια, ρίζες πενήντα εφτά

Τα όρνεα κατέβαιναν στην ξηρά μέσω θαλάσσης

Πατούσαν τη γη και τη μάτωναν

Άρπαζε ο καθένας τα κλωνάρια του να σωθεί

Κομμάτια τις σάρκες του Άδωνη μαζί τους

Άλλος το σκολειό άλλος την εκκλησιά άλλος την εικόνα

Να μεριμνήσουν σαράντα χρόνια ύστερα να περισυλλέξουν τα ιερά

Θρήνος ήταν, βουβό κλάμα, ήταν η χαμένη χαρά

Ο Άδωνης κείτονταν εκεί

Στον Παράδεισο

Κοντά στα βράχια, στα περβόλια, στους καφενέδες και στα πανηγύρια

Σπυρί σπυρί μαζεύαν οι μοιρολογίστρες

Ν΄ ανασυνθέσουν τ όμορφο σώμα

Να του φυσήσουν πνοή ζωής

Άπλωναν λευκά  σεντόνια, λευκές σελίδες

Μαύρες κι έγχρωμες σελίδες τις αυλές του χωριού

Σφραγισμένος ο Άδωνις  

Στην απόλυτη σιγή της αγάπης

Του βωβού θρήνου

Όπως στον επιτάφιο με τους λαζάρους και τις μαργαρίτες.

Πέρασε κι αυτό το Πάσχα και δεν λειτουργήθηκαν

Εκείνος αναλήφθηκε στους ουρανούς

Κι αν κανένας επισκέφτεται τον τάφο του

Δεν είναι αυτός, λέει, δεν είναι αυτός,

Τέτοια παράταιρα πράματα στο χωριό δεν είχαμε.

Από την κλειδαρότρυπα χαίρεται ο κλέφτης κι ο φονιάς

Όπως κάθε κλέφτης κάθε φονιάς

Πασχίζει να αρθρώσει το τέλειο έγκλημα  

Παραχαράζοντας τον όμορφο κορμό

Να μην τ’ αναγνωρίσουν τα παιδιά

Να πουν «αυτός δεν είναι ο  κόσμος μας δεν είναι δικός μας».

Κύπτουμε τον αυχένα στην αυθάδεια

Υπομένουμε καρτερικά ως αύριο

Κι αυτό δεν γίνεται καλύτερο.

Τον περιμάζεψαν τον Άδωνη

Τον έκλεισαν στις αυλές του βιβλίου

Ο Θεός ξέρει πότε θα του δώσει ξανά την πνοή του

Κι εμείς γονατιστοί τον αδράχνουμε στον ύπνο

Στην απόλυτη αθωότητα

παρακαλούμε το Θεό και περιμένουμε.

Στέλιος Παπαντωνίου

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Το την Πόλιν σοι δούναι


Το την Πόλιν σοι δούναι

Του Στέλιου Παπαντωνίου

Πάλιν Ερντογάν μαίνεται πάλιν ταράσσεται, ζητεί την κεφαλήν πάντων των μη μουσουλμάνων επί πίνακι, λανθάνονται οι Αμερικάνοι, λανθάνονται οι Ευρωπαίοι, λανθάνονται οι Έλληνες, λανθάνονται οι Ελληνοκύπριοι, χαιρετά με τα τέσσερα δάχτυλα αλα ερντογάν, ένα κράτος- μία γλώσσα- ένα έθνος- μια θρησκεία, ο παντουρκισμός να επικρατήσει επί γης, όπου μουσουλμάνοι και τούρκοι όπου τούρκοι και άρχοντες της γης, οι λοιποί σκλαβάκια, ραγιάδες, υπόδουλοι, η τουρκοκρατία να επανέλθει, το όνειρο να πραγματοποιηθεί, να απλωθεί επί γης το κόκκινο πέπλο της αδικίας, των πρώτων και των δεύτερων, των κυβερνώντων και των υπηκόων απανταχού του τουρκισμού, κι έξω από την αγια Σοφιά τα πλήθη των αλλοφρόνων κραυγάζουν, δεν έχουν τεμένη, να προσευχηθούν στον πάνσεπτο ναό  του Ιουστινιανού, της του Θεού Σοφίας, όπως την αποφράδα εκείνη μέρα, με το άλογο να μπαίνει ο πορθητής, με τα αμερικάνικα αεροπλάνα ο Ερντογάν και με τους ρωσικούς πυραύλους, αλλά κάπου κάποιοι τον σταματούν, αυτός κραυγάζει, το Αιγαίο δικό του, οι ενεργειακοί πόροι ανά την Μεσόγειο, τους ορίζει, γκρίζες ζώνες, επιτελεία εργάζονται πυρετωδώς, πώς να καταβροχθίσουν τον άλλο, πώς να υποτάξουν, αυτή η νοοτροπία, κι εδώ ακόμα, αλοίμονο σ’ όσους δεν το κατάλαβαν από καιρό, η μειονότητα να υπερβεί την πλειονότητα, να την διοικεί, να έχει λόγο και στις γιορτές και στα πανηγύρια της και στους πόρους και στις αποφάσεις της, δεν την αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά της είναι εγγυήτρια δύναμις, εγγυάται την ύπαρξη ενός ανύπαρκτου -κατά την άποψή του-, ο αρχιστράτηγος, πρώην ή τέως ή νυν, απαγορεύει στο φερέφωνό του εδώ να έχει άποψη, τα αυτιά του απέχουν από το στόμα του, και πολλοί δικοί μας, λύση να είναι, να επανενώσουμε την πατρίδα, μεγάλη υπόθεση να βρίσκεις τις λέξεις, για ένωση πολέμησαν για επανένωση δεν θα συγκινηθούν; Και φερεφωνούν και υποστηρίζουν και αλαλάζουν, η αντιπολίτευση, οι μόνοι ορθοφρονούντες, με το εγγεγραμμένο χαμόγελο, δώστε τα πάντα, άμυνα δεν χρειάζεται, στρατεύματα εισβολής δεν πειράζουν προς το παρόν, μπορεί να μην τα λεν έτσι, υπάρχει τρόπος να λέγονται και να παραπλανούνται οι ακούοντες, κι όμως όλοι αντιλαμβάνονται πως άλλες υποχωρήσεις δεν χωρούν, ο γκρεμός είναι ούτε βήμα, άλλη τουρκοκρατία δεν σηκώνουν οι ώμοι, ο τράχηλος, ο ελεύθερος άνθρωπος. «Το την πόλιν σοι δούναι ούτε εμόν εστιν ούτ’  άλλου των κατοικούντων εν αυτή».

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Ο Μωσής


Ο Μωσής

«Ιλύν γαρ εκτινάξας όμματος νόου ορά τον όντα και μυείται πνεύματος γνώσιν…»

Ο Μωυσής. Τίναξε λέει τη λάσπη από τα μάτια του νου και είδε το Θεό και μυήθηκε στο Πνεύμα του, κι εμείς έξω από την εκκλησιά, κοντά παντελόνια χακκί, της εποχής, με τα σάνταλα ή τα φλιπ φλοπ, της εποχής, γεμίζαμε τη τσίγκενη σίκλα με νερό, κι αρχίζαμε στο νάρθηκα τον νεροπόλεμο, καλάμια πού βρίσκαμε- κόβαμε το καλάμι, ανοίγαμε μια τρύπα στη μια άκρη, το καθαρίζαμε εσωτερικά για να μπορεί ένα κλαρί να μπαινοβγαίνει, στην άκρη του τυλιγμένο ρουχαλάκι ένα κομμάτι, για να εκτοξεύει το νερό, κι έτσι δούλευε η πιτσίκλα, τη γεμίζαμε από τη σίκλα, και πιτσικλιάζαμε, κι ο μακαρίτης ο παπάΚωστας μόνος του στο ψαλτήρι όλα τα έλεγε, ο μόνος ίσως που μετείχε πνεύματος, καμιά φορά λέω,  αδικούμαστε με το άγιον Πνεύμα χωρίς την εκκλησιά του τη Δευτέρα, όλοι στον καταλυσμό, παρά θίν’ αλός-  αλλά την Κυριακή,  «διπλογιορτή λέγαμε και καλά καλά δεν ξέραμε τι σήμαινε», – ο Παπατσώνης, τι ωραίο το Μελτέμι του-  μια μέρα εκεί που καθόμουν, είδα απ’ έξω εκείνο το δέντρο με τα μωβ τα λουλούδια – λίγο γιακαράντα- στο δημόσιο κήπο, κοντά στο άγαλμα του Μάρκου μας, γραφεία ήταν από πάνω, μέσα στο φως λουσμένο, μια φωτεινή ομορφιά, έτσι κατεβαίνει λέει, με χίλιες δυο μορφές, να διώξεις μόνο τη σκουριά από τα μάτια, σαν το Μωσή, να το χαρείς.

‘Αντε, να το αξιωθούμε καμιά φορά, γιατί πολλή σκουριά και λάσπη τη σήμερον.   

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ


Η ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Η Αθηνά Τέμβριου στην ποιητική της συλλογή “Ανάμεσα στους Ήχους” δίνει στην ποίηση μοναδικά βαρύνουσα και θεμελιώδη για την ύπαρξη σημασία ως σήμα ουσίας «άγκυρα της ψυχής στον πυρήνα του κόσμου».

Το πρώτο μέρος της συλλογής «Για την έμπνευση» επαληθεύει την ταύτιση του δουλεμένου στίχου με τη μορφή του κόσμου. Εκρηκτικές οι διαστάσεις της πίστης της στη δύναμη της Ποίησης ως καθρέφτη του έσω και έξω κόσμου που μπορεί να εξακτινωθεί στους ανθρώπους και να τους θρέψει πνευματικά.

Η ποιητική δημιουργία διατρέχει τα στάδια της γέννησης με πόνο πολύ και αυταπάρνηση, πολύμορφη και πολυποίκιλη, μαχητική και ασυμβίβαστη. Οι ποιητές φέρνουν στο φως το δικό τους κόσμο, γιατί μπορούν να διαβάζουν ανάμεσα στις γραμμές, να συλλαβίζουν τις μυστικές φωνές και να τις ενσαρκώνουν στο στίχο μέσα στον ερωτικό τους οίστρο. Μόνο με πόνο και σκληρή φωτεινή δημιουργία απλώνεται το φως της ποίησης στον κόσμο.

Στο δεύτερο τμήμα της συλλογής, «Της Απόγνωσης» με τον Άμλετ στη σκηνή κι εμάς θεατές, ανοίγεται η καταπακτή του ψεύδους μέσα στο οποίο ζούμε, με τραγικούς απόηχους για την ύπαρξή μας. Ο βιασμός της ανθρώπου, η βαρβαρότητα, μια παρέλαση αίματος και απανθρωπιάς σε παγκόσμια κλίμακα και μικρογραφία, με την αδικημένη κάθε Αμμόχωστο και τις κραυγές που δεν αφήνουν την ποιήτρια παρά στην αγρύπνια της. Η άγνοια και η γνώση, το κρυπτό και το φανερό, η διαμαρτυρία για καταστάσεις που ζήσαμε και ζούμε, μιας ανθρώπινης ευαίσθητης ποιητικής ψυχής, που κραυγάζει για το δίκαιο και την αλήθεια σε μια κοινωνία που βουλιάζει, παρασύροντας μαζί της την παιδικότητα και αθωότητα.  

«Ψηφίδες Ποίησης» η τρίτη, ενότητα είκοσι τεσσάρων ολιγόστιχων ποιημάτων, κοφτός λόγος, λακωνικός, μεστός, και στο ρυθμό ως χαϊκού, σαν αρπάγματα στον άνεμο ποιητικές πτήσεις, αλήθειες, ομορφιές, αντικειμενικά δοσμένα ή απευθυνόμενα, εκφραστικά ποιήματα ατόμου ή ομάδων. Η ποίηση κι η προβληματική της, η αγάπη, ο Έρως, τα όνειρα των ανθρώπων, ερωτήματα κι αποφθέγματα πείρας. Μπορούσαν να ήταν και «Στιγμές», όταν η ποιήτρια συλλαμβάνει τα μηνύματα «Ανάμεσα στους Ήχους», αιώνια μηνύματα, τα κλειδώνει στο στίχο τα κρυσταλλώνει και μας τα προσφέρει.

«Του Έρωτα». Μέσα στο κλίμα του Σαίξπηρ στην αρχή ταξιδεύουμε με την ποιήτρια ταξίδι μαγευτικό στο άπειρο του τόπου και των χρονικών εναλλαγών, ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό, χωρίς να μας εγκαταλείπει ο φιλοσοφικός προβληματισμός κι οι αιώνιες για τον Έρωτα συλλήψεις, από το Μύθο ως το Σήμερα, από τα πανάρχαια αρχέτυπα ως το πραγματικό γυναικείο Εγώ και τους περήφανους καημούς του.

«Μεταφυσικοί στοχασμοί». Η Αθηνά Τέμβριου συνδυάζει την ποίηση με τη φιλοσοφία ως παλαιότατα γινόταν από μεγάλους στοχαστές της αρχαιότητας. Τα αιώνια ερωτήματα της ζωής και του θανάτου, ποιητικά δοσμένα, κεντρίζουν ολοκληρωτικά τον αναγνώστη που παρακολουθεί, εκπλήττεται, θαυμάζει- κατά το αρχαίον- μπαίνει στον πόλεμο κατά της φθοράς και της ανθρώπινης μοίρας. Το συμπέρασμα από αυτά του κύκλου τα γυρίσματα είναι η εσωτερική σταθερά: «Τη χαρά τη φέρω εσώψυχα/ κάτω από τα πόδια σου/ με στίχους και άσματα.»

«Παρορμήσεις». Ελπιδοφόρα μηνύματα για τον άνθρωπο, τη γλώσσα, στάσεις ζωής στη σχέση των φύλων, αποδοχές πραγματικοτήτων, μα στο βάθος η ελπίδα για αλλαγή ή η ανάγκη για αλλαγή. Η ποιήτρια δέχεται ερεθίσματα, μηνύματα «Ανάμεσα στους Ήχους», αφήνει τα δικά της εκφραζόμενη ελεύθερα και υπεύθυνα, παίρνει θέση, προβληματίζεται και προβληματίζει μέσα από την ομορφιά, την αλήθεια και το ήθος της ποιητικής της συλλογής, καθρέφτη της ίδιας και του ευγενούς κόσμου της.

 «Ανάμεσα στους Ήχους»: μια ποιητική συλλογή της ομορφιάς και της καθάριας σκέψης.

Στέλιος Παπαντωνίου

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου


ΜΟΝΑΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
12+2 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ ΣΙΚΕΛΙΑ
3.7.2015-10.7.2015
Κυρίες και κύριοι,
Μια ολιγοήμερη επίσκεψη ευαισθησίας γεννά ένα βιβλίο πλούσιο σε γνώσεις και  πολιτισμό.
Δεκατέσσερα ποιήματα και τριάντα σελίδες σημειώσεις, οδηγούν τον αναγνώστη στην άγνωστή του ελληνίδα γη.
Μότο στην αρχή της ποιητικής συλλογής «Ξένη εσύ δεν είσαι εδώ στην Καλημέρα». Καλωσόρισμα σε όλους τους Έλληνες επισκέπτες.
      Η ποιητική συλλογή αφιερώνεται στους φίλους συνταξιδιώτες.
Οι τοποχρονικές ενδείξεις, στην αρχή κάθε ποιήματος, συμβάλλουν στην όλη μεταφορά και σύλληψη της ατμόσφαιρας και του ποιητικού πνεύματος. Σε όλα τα ποιήματα υπάρχουν  προμετωπίδες στα γρεκάνικα, την ελληνική διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας και των περιοχών που επισκέφτηκε η ποιήτρια.                                           
Πολλές φορές εύκολα κατανοούνται, αποκαλύπτοντας μιαν άλλη ζωντανή διαλεκτική μορφή της ελληνικής γλώσσας.
Με τις προμετωπίδες βεβαιωνόμαστε για την πεισματική  ευαισθησία με την οποία επίμονα κρατούν τη διάλεκτό τους οι ελληνόφωνοι αδελφοί μας.
 Απλά, καθάρια, ειλικρινή, τραγούδια της αγάπης.  Ανήκουν στους ποιητές Vito Domenico Palumbo, Giuseppe Aprile, Antonio Tomassi αλλά και σε ανώνυμους ελληνόφωνους ποιητές.  Επιλογές της ποιήτριας από τη γνωριμία της με την ποίησή τους.
Οι Σημειώσεις στο τέλος της συλλογής, προϊόν έρευνας και φιλομάθειας, πληρούν νοήματος λέξεις που θα ήταν κενές περιεχομένου.  Όσο πιο πλούσιοι σε γνώσεις είμαστε, τόσο περισσότερα αντλούμε εισδύοντας στο ποιητικό σώμα. Γι’ αυτό θεωρούνται πολύτιμες οι Σημειώσεις.#### 
Ταξίδι δεν είναι μόνο μετακίνηση σε τόπο αλλά και διαδρομή σε χρόνο.
Υπάρχει η ταξιδιωτική πεζογραφία. Υπάρχει και η ταξιδιωτική ποίηση, που διακριτικά επιλέγει τα ουσιώδη, λέξεις και ονόματα, ανθρώπους και πράγματα, φύση και πολιτισμό                                    και μας ψιθυρίζει   άμεσα τα μηνύματα, τους προβληματισμούς και το αίσθημα. Κι εδώ ένα βασικότατο, που ανοίγει και κλείνει τη συλλογή,  είναι του Έλληνα, που ταξιδεύει από την Κύπρο στη Σικελία.
Ο καθένας κι ο πολιτισμός του: αρχαιότατος. Περήφανος ο καθένας για τον αγώνα του να κρατηθεί στα χώματά του, να νιώθει χαλικάκια στη γλώσσα του τις διαλεκτικές του λέξεις.
Χρόνοι: από αρχαιοτάτων ως σημερινοί.
Τόποι : δικοί μας, από τα υπόγεια σπήλαια ως τα κρυμμένα μοναστήρια, τις πόλεις που άκμασαν στην αρχαιότητα και που ψιθυρίζαμε στο μάθημα της Ιστορίας.
Πρώτο ποίημα: «Το λιμάνι του Λεβάντε».
«Σαν άλλοι αχαιοί, / απόγονοί τους κι εμείς, / με τον καημό της Μεσογείου, / οι πιο ακριτικοί,/                                                                    απ’ τον ουρανό  προσγειωθήκαμε στη γη της Απουλίας. / Συκιές ελιές πεύκα φραγκόσυκα / μας υποδέχτηκαν με τη λαύρα του ήλιου. / Μνημονεύσαμε τον ζωγράφο Αλταμούρα / και την τραγική εκείνη Ελένη ή τον κανένα, / γυναίκα του, περαστικοί. /   Όλα τα λιμάνια έχουν τους ανέμους τους / και το ρόδο των ανέμων στην καρδιά μας.»
Εμείς οι ακρίτες του ελληνισμού, στη γη της Απουλίας. Το ιστορικό βλέμμα της Κυπρίας επισκέπτριας σμίγει με το τοπίο:  συκιές, ελιές, πεύκα, φραγκόσυκα.  Ευπρόσδεκτοι οι επισκέπτες, νιώθουν το καλωσόρισμα. Ένας αέρας από τον πολιτισμό και τις συνυφασμένες με αυτόν ιστορίες των δημιουργών του: η ιδιαίτερη αγάπη της ποιήτριας στη ζωγραφική, η ιστορία μιας τραγικής γυναίκας, αυτής του ζωγράφου Αλταμούρα.
Κι η πνευματική συνάντηση της ποιήτριας με την ηρωίδα της. Η γενίκευση στο τέλος του ποιήματος συντελεί στην ανύψωση της σύμπτωσης στον κόσμο των ιδεών.
Το ρόδο των ανέμων από τη μια ως ναυτικός όρος και από την άλλη τα ρόδα των ανέμων ως ερωτικό σύμβολο. Κι ο νους πετά στον «Ερωτικό Λόγο» του Σεφέρη. 
Ποίηση, ζωγραφική, έρως.
Στο δεύτερο ποίημα παρουσιάζεται η ποίηση όχι ως ζώσα ζωγραφία αλλά ως ζώσα κινηματογραφική ταινία.
Η μνήμη του Πάολο Παζολίνι με τα γυρίσματα της ταινίας «Το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον» σφραγίζει κινηματογραφικά και τη ματιά της ποιήτριας και το ποίημα.  
Με τις νεκροκεφαλές στην πόρτα της εκκλησίας του αγίου Φραγκίσκου μεταφερόμαστε και πάλι στη μοίρα, στο μερίδιο μας στη ζωή και στο θάνατο, στο παιχνίδι αυτό που δεν έχει τέλος. Ένα ταξίδι στην ποίηση του  Δάντη από την κόλαση στο πουργατόριο. Η δίψα για ζωή των ζωντανών δεν σταματά, ο χυμός του πορφυρού πορτοκαλιού δεν την σβήνει.
Το κινηματογραφικό:
Στις σπηλιές της γης η μια επίστρωση διαδέχεται την άλλη, τους μοναχούς οι φτωχοί, τους φτωχούς οι εκκλησιές, τον θάνατο στην πόρτα του αγίου Φραγκίσκου η ζωή, τη δίψα ο χυμός του πορτοκαλιού.
Η δίψα συνεχίζεται, όπως τα ποιήματα,  που ακολουθούν την πορεία της συγγραφής για την ποιήτρια, της ανάγνωσης για τον αναγνώστη.
Τρίτο ποίημα:  4 Ιουλίου 2015, Απουλία –Τάραντας. Από τον Τάραντα στο Ρήγιο, προμετωπίδα: Σαν το καλό κρασί που σε βοηθά. Τίτλος του ποιήματος: «Όλες οι λέξεις έχουν ρίζα.»
Όπως από τις εκρήξεις των βομβών των αεροπλάνων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο/ στην πόλη του Τάραντα/ ήρθαν στην επιφάνεια της γης αρχαία έργα πολιτισμού θαμμένα,                                                   έτσι και από μια επίσκεψη με εκρηκτικό αντίκτυπο στην ευαισθησία του ποιητή
έρχονται στο φως ποιήματα γεμάτα έργα τέχνης και Ιστορία.
Τον σκεπτόμενο Ηρακλή του Λυσίππου, που συναντά στο Μουσείο του Τάραντα, διαδέχεται στη σκέψη της ο Διανοούμενος του Ροντέν, το άγαλμα του Ηρακλή αιχμαλωτίζεται στην Κωνσταντινούπολη, από εκεί χρόνια μετά επιστρέφει πίσω στο μουσείο του Τάραντα.
Μια κίνηση η Ιστορία, μια κίνηση το ταξίδι.
Η μετοικεσία των Ελλήνων και των έργων τους, ο αποικισμός και η μεταφορά ανθρώπων, ηθών, εθίμων και πολιτικού βίου από τη Σπάρτη στον Τάραντα.
Η ομορφιά σε άγαλμα ή μικρογραφία σκαλισμένη σε στρείδι κι η ομορφιά του ποιήματος.                                                                    Όλα μας ταξιδεύουν  στον τόπο και στο χρόνο μαζί με την τέχνη της ποίησης στις διαστάσεις του αενάως εν κινήσει πνεύματος.
Ποίημα τέταρτο:   4 Ιουλίου 2015. Απουλία, από τον Τάραντα στο Ρήγιο. Προμετωπίδα: Μα εσύ δεν μου λες για όσα σε ρωτώ.  λίγο ανεβαίνεις, λίγο κατεβαίνεις, λίγο αγγίζεις το νερό.
Τίτλος: «Ποιος ξέρει.»   Γεωγραφία, Ιστορία, ταξιδιωτικά, αντιθέσεις ηθών, ανθρωπογεωγραφία ή εθνογραφία, ψυχογραφία λαών και πολιτισμών, μπορεί να είναι η πρώτη ύλη. Σημασία έχει πως η  ποιήτρια μας δανείζει τα μάτια της και βλέπουμε, τα αφτιά της και ακούμε, απολαμβάνουμε, μαθαίνουμε, σκεφτόμαστε, προβληματιζόμαστε. Μαζί της συναισθανόμαστε. «Ταξιδεύαμε», λέει,  «με τον άγιο Ιωάννη των λουλουδιών, / τον άγιο Ονούφριο, τον άγιο Ισίδωρο, / δίπλα στην ισοπεδωμένη / από τους αυστηρούς και λιτούς / Κροτωνιάτες/  Σύβαρη, / ναι, αυτούς που έπνιξαν / και τους Ποσειδωνιάτες- / αφού εξέχασαν τη γλώσσα τους- / αλλάζοντας τη ροή του ποταμού… / τα περισσότερα στεφάνια / στους Ολυμπιακούς / είχε ο Κρότωνας. / Πώς ν’ ανεχθεί τους Συβαρίτες / που δεν ήθελαν αλέκτορες στην πόλη τους;»
Θυμηθείτε τους συβαρίτες και το συβαριτισμό, θυμηθείτε Καβάφη, τους Ποσειδωνιάτες που εξέχασαν τη γλώσσα τους, ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Οι μεγάλες αντιθέσεις, πρότυπα προς μίμηση, πρότυπα προς αποφυγήν.
Δυστυχώς από το β΄παγκόσμιο πόλεμο  κίνδυνο αφανισμού  διατρέχουν οι διάλεκτοι της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, εκτός αν ευοδωθούν οι προσπάθειες για διδασκαλία στα νέα παιδιά.
Ποίημα πέμπτο: «Αυτοανάφλεξη»
Πώς η φύση δέχτηκε τις ευγενείς προσφορές του ανθρώπου, τα έργα πολιτισμού, ενός πολύπτυχου, πολυεδρικού αποτυπώματος ψυχών. Οι μετακινήσεις στο χρόνο, τα πάθη των ανθρώπων παλαιά και νέα, η αιώνια φύτρα των ανθρώπων: «Ανάξιος θε να ΄ναι όποιος ζει σε τέτοιαν εποχή, δίχως εσένα, έρωτα γλυκέ!» σε στίχους από τα Carmina Burana. 
«Ταξιδεύουμε» λέει «όπως από την Πάργα και το Σούλι οι πρόσφυγες του 1822.»
Ταξιδεύουμε, πρόσφυγες κι εμείς. Η ποιητική ταυτότητα του πρόσφυγα, από τη Μικρά Ασία και την Κύπρο παρακολουθεί την ποιήτρια, κι εμείς μαζί της! Ο φυλετικός καημός. Ο ακοίμητος σκώληξ.
Ποίημα έκτο. Προμετωπίδα: Εγώ πάντα εσένα σκέφτομαι, γιατί εσένα ψυχή μου αγαπώ, κι όπου πάω,  κι όπου βρεθώ, στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ» Τίτλος:  «Ο αλάς ή η αγαύη».
Είναι το ποίημα-μνημόσυνο, κατά την άποψή μας, που έγραψε η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου για τον αγαπημένο της αείμνηστο σύζυγο Θεόδουλο Θεοδούλου, γλύπτη.
Πρώτα η επιλογή της μαντινάδας «Εγώ πάντα εσένα σκέφτομαι».  Ύστερα οι γνώσεις της για τις κλωστές από τα φύλλα του αλά που δένουν τα μέλη των αγαλμάτων, κάνουν τα φύλλα του να είναι για την ποιήτρια «λόγχες μνήμης, / αγωγοί πυρομανείς / της μνήμης, / ταξιανθίες, κροσσοί, κρύσταλλοι / της μνήμης, / θύσανοι, στις αποθήκες / του νου και της καρδιάς.» 
Στις Σημειώσεις διαβάζουμε ότι στο εργαστήρι του γλύπτη υπάρχει αντίγραφο του ανάγλυφου έργου του μεγάλων διαστάσεων «Το μάζεμα της αλόης» το οποίο βρίσκεται στην είσοδο του ξενοδοχείου «Αλόη» στην Πάφο.
 Έτσι  ο αλάς υπενθυμίζει την αθανασία της τέχνης μέσω των αγαλμάτων. Το ωραίο όμως συνταιριάζεται με το τρομερό: Τα λατομεία των Συρακουσών στο ποίημα, συνταράζουν με το ανατριχιαστικό, το συγκλονιστικό της ήττας και αιχμαλωσίας των χιλιάδων Αθηναίων της σικελικής εκστρατείας.  Ένα απλό διάβασμα της παραγράφου εκείνης στο Θουκυδίδη, παράθεμα στις Σημειώσεις,  δίνει τραγικές διαστάσεις στο ποίημα, με το τραγικό και το ωραίο να συνοδεύουν τη ζωή και το ταξίδι.
Ποίημα έβδομο. «Στους χιλιόχρονους ανέμους»:
«Περνούμε κάτω απ’ την πύλη της Ευτυχίας / για μιας στιγμής την έκλαμψη», λέει η ποιήτρια.   Αναφέρεται σε πύλες, κρήνες, ποτάμια, γέφυρες, αγάλματα, εκκλησιές, δέντρα κι ο δρόμος που συνεχίζεται κι εμείς μαζί του ακολουθούμε.Μαζί με το ρυθμό του ποιήματος, τα αριθμητικά συσσωρεύουν εικόνες: «διακόσιες εβδομήντα πέντε εκκλησιές / στους χιλιόχρονους ανέμους, / κι εβδομήντα μοναστήρια».                
Η εικόνα δεν χωρεί, απλώνεται έξω από τις σελίδες.
Ἐτσι απλώνεται η ποίηση έξω από το ποίημα και την ποιητική συλλογή.
Ποίημα όγδοο:  Ο Ακράγας. Η  Κοιλάδα των Ναών του Ακράγαντα   με την επανάληψη:  «να μην αρκούν οι ναοί, / οι θυσίες, / στην Ήρα, στην Ομόνοια, στον Ηρακλή / στον Δία τον Ολύμπιο / να μην αρκούν τα τείχη / χιλιόμετρα, /  να μην αρκούν οι σεισμοί, / το τέλος κι η αρχή / η αρχή και το τέλος».
Η απεικόνισή τους εκτεταμένη και παραστατική.
Ο άνθρωπος στη σχέση του με το θείο, οι θεολογικές και φιλοσοφικές συλλήψεις                                                     που αναδύονται μέσα από τους αρχαίους πολιτισμούς.
Μίλησα για ταξιδιωτική πεζογραφία. Κανένας πεζογράφος δεν θα έγραφε, όπως την ποιήτρια στο ένατο ποίημα με τίτλο  «Αίτνα»:  “Άφησα κι εγώ  τα σάνταλά μου στην Αίτνα, / θυσία στο βολκάνο, / από σεβασμό στον Εμπεδοκλή.”  Και τελειώνει, «Δοκίμασα κι εγώ/  το μέλι των ανθέων / της Αίτνας.»
Οι πορτοκαλιές στην περιοχή γιομάτες λουλούδια και μέλισσες, το μέλι ακριβοπληρωμένο.
Μα σ’ ένα ποίημα, έστω κι αν η φράση φαίνεται μονοεπίπεδη, ο αναγνώστης διακρίνει επίπεδα άλλα, πραγματικά και μεταφορικά ύστερα από το θαυμασμό στον Εμπεδοκλή, που παίρνει τις όντως υπεράνθρωπες διαστάσεις του.
Μύθος και θρύλος, επιστήμη και φιλοσοφία μέσα στην ποιητική ομορφιά, πολυποίκιλες φωνές, καλειδοσκοπικές συλλήψεις και ερμηνείες..
Στο δέκατο ποίημα   «Ο Επιζεφύριος Λοκρός», μονολογεί
«ήδη αισθάνομαι από καιρό / ότι αυτά που συλλογίζομαι και ποθώ / προβάλλονται μπροστά μου / και χάνω τη διαφορά. / Τα έζησα / ή ήθελα να τα ζήσω;»                                                                                    
ερώτημα της ποιήτριας, ερώτημα των αναγνωστών, όταν δοθούν ολόψυχοι στα ποιήματα, στη συλλογή, στην πνευματική περιδιάβαση στη Μεγάλη Ελλάδα.
Και παρακάτω, για να πεισθείτε για τη ζωντάνια, την ολοκληρωτική μας συμμετοχή, περιγράφει:
«Ένας Επιζεφύριος Λοκρός / με χαιρετά / καθισμένος στο ιππάριό του / γυμνός έφηβος/  με τα πόδια στηριγμένα στα χέρια / μιας Σφίγγας γονατισμένης / κάτω απ’ το υπογάστριο του αλόγου του, / ενώ τα φτερά της / δίνουν φτερά, / στον καλπασμό του και στη μνήμη μας.»
Η τέχνη ζωντανεύει τ’ άψυχα, διαιωνίζει τα πρόσκαιρα, κινεί το στοχασμό και τη μέθεξη στα τεκταινόμενα, ανεβάζει στον κόσμο των ιδεών.
Στο ίδιο ποίημα, γράφει «Η Σκύλλα και η Χάρυβδη / ενώ κοιμούνται στον μύθο, / ακόμα τρομάζουν / τους άγρυπνους ταξιδιώτες.»
 Ένας μεγάλος ταξιδευτής, ο Όμηρος στην Οδύσσεια, μας περνά από τα μυθικά αυτά όντα, τις Συμπληγάδες πέτρες της Αργοναυτικής εκστρατείας, τα ηφαιστειακής προελεύσεως νησιά.
Οι λέξεις όμως, τα ονόματα,  έχουν δύναμη πράγματι τρομακτική.
Για τους αρχαίους ζωντανούς.» Ενδέκατο.
Ένα ποίημα για τα γιγαντιαία ελληνικά χάλκινα αγάλματα των δύο πολεμιστών που ανασύρθηκαν από τη θάλασσα του Ρηγίου το 1972 και όταν τοποθετήθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ρηγίου τα καλωσόρισαν οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της περιοχής: 
«Ἦταν ὥρα νά φανεῖτε… Καλῶς ἤρτετε!» 
Η ποιήτρια θαυμάζει τα τεράστια έργα: 
[...] γλυπτικά σώματα ἀνυπέρβλητα [...] νά μᾶς σκοτώνουν μέ τό κάλλος τους/ νά μᾶς αἰχμαλωτίζει
τό σιντέφι τοῦ βλέμματός τους,/ ἀναδυμένοι ἐπιτέλους/ ἀπ’ τό νερό/- αἰῶνες δοσμένοι τοῦ βυθοῦ –
ὁ Ἰδομενέας κι ὁ Τηθεύς/ ἤ ἄλλοι ἀρχαῖοι,/θεοί ἤ ἥρωες,/ νά μᾶς ἐκπλήσσουν/ γιά τούς ἀρχαίους ζωντανούς/ πού ἀναπαρέστησαν ὁ Φειδίας/ κι ὁ Πολύκλειτος/ κι ἄν ὄχι ὁ Φειδίας κι ὁ Πολύκλειτος
τότε ὅποιος ἄλλος ποτέ καλλιτέχνης,/ ἐρωτευμένος ὅμως ἀθεράπευτα/ μέ τήν τέχνη του.»
Αυτός ο έρωτας της τέχνης ωθεί τον γλύπτη στο άγαλμα, την ποιήτρια στην ποίηση, τους αναγνώστες στη μέθεξη των ποιημάτων.
Η ποιητική συλλογή μπορούσε να ιδωθεί μόνο από τη σκοπιά της ζωγραφικής, της γλυπτικής, του κινηματογράφου.
Όμως το ταξίδι οδεύει προς το τέλος.
Το ταξίδι που μας κάμνει σοφούς.


Το δωδέκατο και δέκατο τρίτο ποίημα που έχουν τίτλο «Μαύρη η φωνή, μαύρο το κλάμα»  και «Τα Επιρρήματα» σφύζουν από ζωή και πληρούνται φυλετικού καημού.
[...] Δέν ἄντεξα τῶν Ἀθηναίων/ τίς οἰμωγές στά λατομεῖα./Κάθισα στίς κερκίδες τοῦ θεάτρου
κι ἄκουα τή φωνή τοῦ Αἰσχύλου/ἀπό τήν πρώτη διδασκαλία/ «τῶν Περσῶν».[...] μας λέει η ίδια.   
«Είμαστε αρχαίοι, / είμαστε πιο αρχαίοι από τους βυζαντινούς / είμαστε αδέλφια.» «Εἴμαστε μειονότητα,/ ἀλλά εἴμαστε ἀρχαῖοι ἕλληνες ἐμεῖς./ Ὄχι ἀπό τούς βυζαντινούς, ἀρχαῖοι γκρέτσι, Ἀχαιοί.[...]»
Περήφανα διαλαλούν οι αδελφοί  Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας.

Θουκυδίδης, Αισχύλος, η φωνή της τραγωδίας και της Ιστορίας ή  της τραγωδίας της Ιστορίας αντηχεί στο τέλος.
Το ταξίδι τελειώνει στις 10 Ιουλίου 2015. Σαλέντο- Ότραντο. Προμετωπίδα σε εξήγηση: Ποιος ξέρει, χελιδονάκι, ποια θάλασσα πέρασες κι από πού έφτασες, με τον καλό καιρό.»
Τίτλος του τελευταίου αυτού ποιήματος: «Φτερά από γυαλί», εμπνευσμένο από το Μνημείο, που αντίκρισε η ποιήτρια στο Ότραντο, ένα σαπιοκάραβο που ο γλύπτης Κώστας Βαρώτσος το διαμόρφωσε με τη γνωστή του τεχνική ενσωματώνοντας γυαλιά στην πρύμνη και στην πλώρη.
 Έτσι η ποιήτρια του έδωσε τον δικό της τίτλο «Φτερά από γυαλί» και το χαρακτήρισε ως «μάρτυρα ανοξείδωτο της προσφυγιάς».
Ο καημός της σφραγίζει το έργο της Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου εν γνώσει ή εν αγνοία.

Αγαπητοί φίλοι, το ταξίδι ετελείωσε. Ταξιδέψαμε με τη Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου στα φτερά της ποίησης, tης Ιστορίας, της τραγωδίας, της γλυπτικής, της ζωγραφικής, του καημού της προσφυγιάς,
περιδιαβάσαμε κι εμείς στις ελληνόφωνες περιοχές της Μεγάλης Ελλάδας, άνοιξαν οι ορίζοντές μας, αναθυμηθήκαμε δόξες και μεγαλεία ελληνικά, πολέμους και πολιτισμικές δημιουργίες, συναισθανόμαστε τη σημερινή μας κατάσταση, κι όλα αυτά χάρη στην ποιητική συλλογή
«12+2 ποιήματα για την ελληνόφωνη Κάτω Ιταλία και Σικελία».
Ευχαριστώ.