Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

απαγκίστρωση

 

 

ΑΠΑΓΚΙΣΤΡΩΣΗ

Άλλη μια λέξη που μου έμεινε από καιρό, η απαγκίστρωση, σήμανε για τη γειτονιά μου, τον άγιο Κασσιανό Λευκωσίας, την απομάκρυνση στρατιωτών από τα φυλάκια της περιοχής, ένα έμεινε, κι αυτό κανείς δεν ξέρει ποιο ρόλο παίζει, αφού οι Τούρκοι βρίσκονται πρός της αγια Σοφιά ενώ οι φαντάροι μας προσέχουν προς τον άγιο Κασσιανό απαγορεύοντας στον καθένα να τους πλησιάσει, γιατί προφανώς τους ενδιαφέρει ο αξιωματικός που θα κάνει έφοδο και θα τους ελέγξει παρά οι Τούρκοι. Αλλού κοιτούν κι από αλλού έρχεται ο οχτρός.

Κι αυτά τα θυμάμαι τώρα που οι Τούρκοι προχωρούν και στον άγιο Δομέτιο, την πράσινη γραμμή από καιρού την κάμαμε νεκρή ζώνη, από κάθε άποψη, αφού αντί να σφύζει από στρατιωτική ζωή, έμεινε έρημη και ορφανή από ελληνόπουλα, για να σεριανίζουν και ν’ απλώνουν χέρι τα τουρκόπουλα.

Αντιπαρατάσσουμε μια στρατιά λέξεων απέναντι στα ηνωμένα έθνη, στους επίσημους διεθνείς τουρίστες της περιοχής, και περιμένουμε να μας προστατέψουν, την ώρα που εμείς εκφωνούμε λογύδρια. Κανένας δεν αναλαμβάνει να ρίξει μια μπαζουκιά και να τινάξει τις φωτογραφικές των οχτρών στον αέρα, κανένας δεν ήταν εκεί τόσον καιρό που αυτοί μπαινόβγαιναν και φώτιζαν την περιοχή, εγκαθιστούσαν τις μηχανές τους. Ύπνον ελαφρόν, και λόγια παχουλά, τα διακριτικά μας γνωρίσματα. Κάπου εκεί κοντά θα περιμένουν τα αυτοκίνητα τον ελληνοκυπρίων στη σειρά για να γεμίσουν βενζίνη. Αυτά.

Η επόμενη τουρκική κίνηση θα τους βρει στο ψαλτήρι της εκκλησιάς μου να  υμνούν τον Αλλάχ.

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

η κούκλα

 Η κούκλα


Της άνοιγε τα ματάκια,

τα φιλούσε,

τα ξανάνοιγε,

κι όλο τα φιλούσε,

Μια κούκλα στην αγκαλιά του παππού

δεχόταν γλυκόλογα τα τραγούδια του

Κι ύστερα την έδωσε

Να την περιτυλίξουν το διάφανο αυτοκόλλητο

Τοποθετημένη κι αυτή στη σειρά

με τις άλλες

ακίνητες κούκλες.

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

επιστροφή

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Αγόρασε την αγρύπνια

σε φλυντζανάκια πορσελάνης

γυάλισε την καινούργια εξώπορτα

να περιμένει τους φίλους

άλλος τη γυναίκα, τον αγρό ή το βόδι του.

 

Κατέβηκαν περιστέρια οι μέρες

που περπατούσε στα καντούνια της χώρας

να μυρίζει βασιλικό και δυόσμο

τα στενά τενεκέδες μυριστικά.

 

Ξαναπήρε τον παλιό δρόμο,

τον είδε ο Στέντορας

“να παραμείνεις ένας γείτονας καλός

άγρυπνος φύλακας” του φώναξε.

βαρ βαρ

 

Βαρ βαρ

Και ενεφύσησε πνοή ζωής

Με το δεξί του χέρι

Κι οι τοίχοι μίλησαν πολύχρωμοι

Ευλαβικοί γέροντες και άγγελοι

Με την Παρθένο και το βρέφος

Ο λαός στο θάμπος

Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού

Μουρμούριζε ο ιερέας ενδομύχως

Κι ύστερα από χρόνια

Γεράκια, όρνεα παντός είδους επέδραμαν

Κατέφαγαν τον άρτον

Ήπιαν τον οίνο από το ιερό ποτήριο

Οι τοίχοι έμειναν βωβοί

Να τους περιφέρουν στις αγορές του κόσμου.

Βαρ βαρ

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

 

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Πρόλογος

 

Το Λεύκωμα «Τα Τελευταία Χριστούγεννα» είναι μια σύνθεση λόγου και εικόνας που αναφέρεται στον ήρωα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα μας του 1955-59 υπαρχηγό της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου, που έζησε με την ομάδα του και άλλους τα Χριστούγεννα του 1956 στον Αγρό, τα τελευταία της ζωής του, στο σπίτι του μακαριστού Παπαχριστόδουλου Αυγουστή, της μακαριστής πρεσβυτέρας Κυριακής, του Σόλωνα που  σπούδαζε τότε στην Αθήνα, της  Αλίκης, καθηγήτριας στο Απεήτειο Γυμνάσιο, του Στέλιου, μαθητή του Γυμνασίου, και της μικρής τότε Μάγδας.

 

Η ιδέα, όπως σε όλα τα Λευκώματα που εκδίδει η Ασφαλιστική Εταιρεία Η «Κεντρική Λτδ», συλλαμβάνεται από τον κ. Στέλιο Γεωργαλλίδη, Γενικό Διευθυντή της, και υλοποιείται με τη συνεργασία του Πέτρου Παπαπέτρου, που αναλαμβάνει το καλλιτεχνικό μέρος και την επιμέλεια της έκδοσης.

 

Η ζωή, η δράση, οι ιδέες και ο ηρωικός θάνατος του Γρηγόρη Αυξεντίου αποτελούν για τον ελληνικό κυπριακό λαό το ύψιστο φωτεινό σημείο της νεότερης Ιστορίας μας και η συνειδητή συνεργασία του απλού λαού της υπαίθρου της Πιτσιλιάς και ιδιαίτερα του Αγρού με την ΕΟΚΑ αποτελούν φανέρωση του ήθους των ανθρώπων της εποχής, της φιλοξενίας, φιλοπατρίας, αυτοθυσίας για το κοινό καλό.

 

Μέσα από την προσφορά της οικογένειας Παπαχριστοδούλου, που φιλοξένησε στον Αγρό τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Κυριάκο Μάτση, τον Στυλιανό Λένα, τον Μάκη Γιωργάλλα  και άλλους πολλούς αγωνιστές επιζήσαντες του αγώνα, τιμούμε τον κάθε Έλληνα της Κύπρου, ιδιαίτερα τους ανθρώπους της υπαίθρου που υπέστησαν τα πάνδεινα, θυσίασαν την οικογενειακή γαλήνη και ασφάλεια, έδωσαν από το υστέρημά τους, κατασκεύασαν με ίδιο κίνδυνο στα σπίτια τους κρησφύγετα, με αποτέλεσμα μερικοί να τα χάσουν, λόγω ανατίναξής τους από τους Άγγλους κατακτητές. Έζησαν οι άνθρωποι αυτοί μέσα στον κίνδυνο, στην φτώχεια και στην ανέχεια, βασανίστηκαν απάνθρωπα από τους δυνάστες, με μοναδικό σκοπό την πολυπόθητη ελευθερία.

 

Με το Λεύκωμα αυτό τιμούμε όλους τους αγωνιστές της ελευθερίας του τόπου μας, ζώντες και τεθνεώτες, που συνεισέφεραν σωματικά, υλικά και πνευματικά στον αγώνα της απελευθέρωσης του τόπου από τους Άγγλους.

 

Σημασία δεν έχει αν πέτυχε τον στόχο του ο αγώνας, την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα,  γιατί τούτο δεν εξαρτιόταν μόνο από την αγωνιστικότητα και την αυτοθυσία των Ελλήνων της Κύπρου. Σημασία έχει πως ο αγώνας έδωσε την ευκαιρία στην ελληνική κυπριακή  ψυχή να εκφραστεί, να ανυψώσει στο φως το ήθος της και να απαιτήσει  ο άνθρωπος του τόπου δικαίωση για τις θυσίες του.

 

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) είναι το μέγιστο μάθημα που δίνει στην τρισχιλιόχρονη Ιστορία του ο νεότερος ελληνικός κυπριακός λαός στα παιδιά του, γι’ αυτό πρέπει να είναι σεβαστός και να ανυψώνεται με κάθε τρόπο, ώστε να αποτελεί δίδαγμα για τους νεότερους.

Ένας τρόπος ανύψωσης  και προβολής του είναι η έκδοση του παρόντος λευκώματος.

 

Εισαγωγή

Ο ελληνικός κυπριακός λαός και πριν από το 1821 θέλησε την ένωσή του με την Ελλάδα και την ενσωμάτωσή του στο ελληνικό κράτος που θα δημιουργείτο μετά τον αγώνα του εναντίον των Οθωμανών Τούρκων.

 

Η πορεία του ελληνικού κράτους και η πορεία της διεθνούς πολιτικής και στρατιωτικής Ιστορίας απέδειξαν τη μεγάλη διαφορά λόγων και έργων, οραμάτων και πραγματικότητας.

 

Παρ’ όλες τις θυσίες και συμμετοχές του ελληνικού κυπριακού λαού σε απελευθερωτικούς ελληνικούς αγώνες και σε παγκόσμιους πολέμους, η άρνηση των Μεγάλων να του δοθεί ελευθερία εγγράφεται στα αρνητικά της διεθνούς πολιτικής ηθικής.

 

Όμως η ελευθερία είναι αίτημα βαθύτατο στις ψυχές των ανθρώπων, και ως εκ τούτου η ηγεσία του ελληνικού κυπριακού λαού ανέλαβε αγώνα πολιτικό πρώτα και στρατιωτικό ύστερα για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον αγγλικό ζυγό την 1 Απριλίου 1955, με πολιτικό αρχηγό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄ και στρατιωτικό τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενή.

 

Ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, Γρηγόρης Αυξεντίου, είναι μια από τις πιο ένδοξες μορφές του αγώνα, γιατί ευθύς εξαρχής αποφάσισε να θυσιάσει τη ζωή του για την ελευθερία των συμπατριωτών του. Γνώστης των στρατιωτικών, αφού σπούδασε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, υπηρέτησε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να πολεμήσει για τον τόπο του. Από τους πρώτους στην ΕΟΚΑ, αγωνίστηκε στην επαρχία Αμμοχώστου, Κερύνειας στον Πενταδάχτυλο, και στην περιοχή Πιτσιλιάς, ως τον ηρωικό θάνατό του στα βουνά του Μαχαιρά. Κάηκε από τους Άγγλους στο κρησφύγετό του, αναφωνώντας ως άλλος Λεωνίδας το «μολών λαβέ», όταν εκλήθη να παραδοθεί.

 

Για τη ζωή και τους αγώνες του έχουν ήδη γραφτεί πολλά, γι’ αυτό δεν θα θέλαμε να προσθέσουμε στην ήδη υπάρχουσα ιστορική βιβλιογραφία, αλλά να δώσουμε τις ενδιαφέρουσες πτυχές της ζωής του, αν είναι δυνατόν ποιητικά.

 

Στο παρόν Λεύκωμα δεν είναι δυνατόν να δοθεί όλη η δράση του, παρά μόνο αποσπάσματα της ηρωικής ζωής του. Από το κεφαλοχώρι τη Λύση, στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου, στις σπουδές του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και στην υπηρεσία του στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στον ερχομό του και στην ένταξή του στην ΕΟΚΑ, στη δράση του στην επαρχία Αμμοχώστου, Κερύνειας, στις μάχες του στο Τρόοδος και στην Πιτσιλιά και τέλος στον ηρωικό θάνατό του στον Μαχαιρά.

 

Επειδή υπάρχει όχι μόνο η ιστορική πτυχή του θέματος αλλά και η ανθρώπινη, στο Λεύκωμα αυτό δίνεται έμφαση στη φιλοξενία του ήρωά μας μαζί με άλλους μαχητές, όπως ο Κυριάκος Μάτσης,  ο Στυλιανός Λένας και ο Μάκης Γιωργάλλας, στο σπίτι του Παπαχριστόδουλου και της πρεσβυτέρας Κυριακής στον Αγρό. Εκεί ο Στυλιανός Λένας στο πάνω σπίτι κατασκεύαζε βόμβες και στο κάτω ο Γρηγόρης Αυξεντίου είχε στήσει το αρχηγείο του, πάντα ένοπλος και εν εγρηγόρσει, άγρυπνος φρουρός των παλικαριών του πάντα την νύχτα. 

 

 Τα τελευταία Χριστούγεννα της ζωής του ο Γρηγόρης Αυξεντίου τα περνά με συναγωνιστές του στο σπίτι του Παπαχριστόδουλου και της πρεσβυτέρας Κυριακής στον Αγρό. Αυτή είναι και η καρδιά του Λευκώματος. Από εδώ εκπορεύεται η κυπριακή φιλοξενία και φιλαλληλία, η αυτοθυσία και προσφορά για το κοινό καλό, χαρακτηριστικά της ανθρωπιάς του Έλληνα της Κύπρου την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59.

 

Ευχαριστίες οφείλουμε σ΄ αυτούς που ασχολήθηκαν με το θέμα πριν από μας, πήραν συνεντεύξεις, έγραψαν βιβλία, όπως ο Γιάννης Σπανός, ο Σπύρος Παπαγεωργίου, ο Αντρέας Καουρής, ο Γιώργος Χατζηκωστής, ο Αλέξανδρος Χριστοφόρου, και σε όσους μας έδωσαν πληροφορίες και υλικό, όπως ο Σόλων Παπαχριστοδούλου, ο Στέλιος Παπαχριστοδούλου, η Αλίκη και Μάγδα Παπαχριστοδούλου, ο Αλέξανδρος Στεφανής…

Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο ΣΙΜΑΕ (Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ 1055-59) για το «Οδοιπορικό Γρηγόρη Αυξεντίου» και στον ιστορικό δρα Χάρη Αλεξάνδρου για τις ουσιαστικές παρατηρήσεις, όπως και στον Στέλιο Παπαχριστοδούλου για τον ίδιο λόγο.

 

Χρονολόγιο

 

22 Φεβρουαρίου 1928. Γέννηση του Γρηγόρη Αυξεντίου στη Λύση από τον Πιερή και Αντωνού.

Γυμνασιακές σπουδές και σπουδές στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Ελλάδας.

Υπηρεσία στον ελληνικό στρατό, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα

1955

20 Ιανουαρίου 

Μύηση στην ΕΟΚΑ από τον Γρίβα Διγενή στον οποίο δίνει το λόγο της στρατιωτικής του τιμής.

26 Ιανουαρίου           

Τομεάρχης Αμμοχώστου με το όνομα Ζήδρος. Ορκίζει τους Αντώνη Παπαδόπουλο, Σωτήρη Έλληνα, Παύλο Παυλάκη, Κυριάκο Μάτση.

1 Απριλίου

Επιθέσεις εναντίον αγγλικών στόχων. Στην επίθεση στη Δεκέλεια έχασε την ταυτότητά του. Καταζητείται. Επικηρύσσεται. Η επικήρυξη δημοσιεύεται στις εφημερίδες με το ποσόν των £250.

5 Απριλίου

Μεταφορά από τον Χρίστο Μασωνίδη μέσω Λευκονοίκου - Ακανθούς -Κερύνειας, στον Καραβά. Στο Μοναστήρι της Αχειροποιήτου, σε ακατοίκητο σπίτι στο περβόλι του Χαρμαντά. 

18 Απριλίου

Κατασκευή κρησφυγέτου στο σπίτι του Κυριάκου Κίρκου.

10 Ιουνίου

Γάμος του με την Βασιλού με ιερέα τον Παπάσταυρο Παπαγαθαγγέλου.

Ιούλιο

 

Με τον Στυλιανό Λένα και τον Κώστα Ιωάννου αποτελούν αντάρτικη ομάδα στο Μαύρο Όρος.

Επιχειρήσεις στην Αγύρτα και στον αστυνομικό σταθμό Λαπήθου

Τον Ιούλιο μετακίνηση στην Καλογραία ψηλά στο βουνό, στην κορυφή «Σκαλί».

Ομάδα: Γρηγόρης Αυξεντίου, Στυλιανός Λένας, Θάσος Σοφοκλέους, Κώστας Ιωάννου και  

Χαράλαμπος Καμπούρη, Φώτης Παπαφώτης

Σημαντικά γεγονότα (1) η σύλληψη του Μιχαλάκη Καραολή, που ερχόταν να καταταγεί στην ομάδα του Αυξεντίου. (2) ο ερχομός του Χατζημιτσή, πράκτορα των Άγγλων.

Μετακίνηση από το Σκαλί στο Μαύρο Όρος, στη Μάλλινα, χειμερινό κρησφύγετο.

3 Οκτωβρίου

Ο στρατηγός Τζων Χάρτιγκ κυβερνήτης της Κύπρου

4 Οκτωβρίου

Καταδρομική επιχείρηση στον Αστυνομικό Σταθμό Λευκονοίκου. Ο Χατζημιτσής πρόδωσε στους Άγγλους μυστικά της Οργάνωσης. Οργή Διγενή γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη ειδοποιήσεις του. Θέλει να τιμωρήσει τον Αυξεντίου

21 Οκτωβρίου

Παραδίδει τον τομέα Πενταδάκτυλου στον Θάσο Σοφοκλέους

29 Νοεμβρίου

Στα λημέρια των Σπηλιών. Τομεάρχης Πιτσιλλιάς, ενώ του αντάρτικου ο Ρένος Κυριακίδης.

5 Δεκεμβρίου

Ανατίναξη του ηλεκτρικοὐ μετασχηματιστή στον Καρβουνά με τους: Χρίστο Τσιάρτα, Κυριάκο Κόκκινο, Γεώργιο Μιχαήλ, Γεώργιο Λοϊζίδη – Απόστρατο, μετέπειτα συνεργάτη των  Άγγλων.

Ψευδώνυμα: Ζήδρος, Ρήγας, Αίας, Άρης, Ζώτος.

11 Δεκεμβρίου

Η μάχη των Σπηλιών. Ομίχλη. Βρισκόμενος ανάμεσα σε δυο ομάδες Άγγλων χτύπησε και τη μια και την άλλη, ώστε οι  Άγγλοι να αρχίσουν να αλληλοσκοτώνονται.

Αγία Ειρήνη. Καννάβια,  Σαράντι. Λαγουδερά. Προστίθενται στην ομάδα ο Αυγουστής Ευσταθίου και ο Ιωάννης Παύλου (Πιπίνος). Σε μια καλύβα νύκτα των Χριστουγέννων.

Ανδρέας Αντωνιάδης (Κεραυνός) μετέπειτα συνεργάτης των Άγγλων. Ο Γρηγόρης αφήνει γένια. Ψευδώνυμο Άρης.

Άλλοι αντάρτες στην ομάδα Χαράλαμπος Χριστοδούλου, Μπαταριάς, Γεώργιος Μάτσης, Αντωνάκης Αντωνά και Πέτρος Στυλιανού.

1956

Πρωτοχρονιά στο Παλαιχώρι.

Οι μισοί της ομάδας στο σπίτι του Ανδρέα και Μαρίτσας Καραολή.

Ο Αυξεντίου με άλλους συντρόφους στο σπίτι του Χριστόφορου Μιχαήλ Φορή.

Στο σπίτι του Ανδρέα Καραολή κατασκευή του κρησφυγέτου του «φούρνου».

22 Ιανουαρίου

Μεγάλη συλλογή όπλων από τα σπίτια των Ελλήνων.

Η ομάδα του Παλαιχωρίου κτυπήθηκε. Αποτέλεσμα ο τραυματισμός του Κυριάκου Κόκκινου και η διαφυγή του Γιώργου Μάτση. Περισυλλογή όπλων από την ομάδα Αγρού και Αγίου Ιωάννη με τους Μπαταριά και Αυγουστή. Στον Αγρό συνεργασία Αυξεντίου με τον Διομήδη Μαυρογιάννη (Αγαμέμνων). Μεταφορά των όπλων στον Αυξεντίου από τον Στέλιο Παπαχριστοδούλου. Η πρώτη συνάντηση με τον Αυξεντίου.

Στην Παπούτσα δύο κρησφύγετα στις Αετοφωλιές.

Τέλη του Γενάρη

Δραπέτης από τα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης και συνένωσή του με  την ομάδα του Αυξεντίου στην Παπούτσα.

Κρησφύγετα σε σπίτια μαζί με τον Μιχαήλ Ασσιώτη.

Φεβρουάριος

Με τον Γιώργο Μάτση στην Μονή Μαχαιρά. Ηγούμενος Ειρηναίος.

15 Μαρτίου

Κυπερούντα, Χανδριά. Συνάντηση με Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και Ανδρέα Τσιάρτα.

16 Μαρτίου

Στο δρόμο Χανδριών - Αγρού, παρά τα Αγρίδια ύστερα από διαταγή του Διγενή ενέδρα στα Χαντριά εναντίον δύο λάντροβερ και ενός πολιτικού αυτοκινήτου, με θύματα νεκρούς και τραυματίες από τους Άγγλους. Θάνατος Χρίστου Τσιάρτα.

Λημέρια της Παπούτσας. Προδοσία. Περιοχή Αετοφωλιά, Μαχαιράς

26 Μαρτίου

Στα Κιόνια για δύο μήνες. Με ράσο στο Μαχαιρά, ως πατήρ Χρύσανθος. Ο Στυλιανός Λένας στην ομάδα.

29 Απριλίου

Εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας Αυξεντίου

21 Μαΐου

Χωρισμός σε ομάδες, η μια με τον  Στυλιανό Λένα και τον Νίκο Σπανό προς τα Λεύκαρα για ενέδρα και η άλλη ομάδα με τον Γιώργο Μάτση  προς το Παλαιχώρι και πάλι για ενέδρα.

Ακύρωση οδηγιών για ενέδρες. Να συναντηθούν και οι δύο ομάδες στο Φτερικούδι και να κατευθυνθούν προς τα Λαγουδερά. Μετακίνηση Αυξεντίου στο βουνό Κατανάππης, πάνω από τα Λαγουδερά.

Μέσα Ιουνίου

Από Μαχαιρά προς Παλαιχώρι, Άγιο Θεόδωρο, Καλό Χωριό, Ζωοπηγή. Στο σπίτι του Μηνά Μηνά. Χωρισμός Πιτσιλιάς σε τρεις υποτομείς που ανατέθηκαν ο πρώτος στο Γιώργο Μάτση, ο δεύτερος στον Στυλιανό Λένα και ο τρίτος στον Νίκο Σπανό.

12 Σεπτεμβρίου

Στα Λαγουδερά ο Αντώνης Παπαδόπουλος, δραπέτης από τα Κρατητήρια Πύλας στις 8 Σεπτεμβρίου 1956.

13 Σεπτεμβρίου

Μαζί με τον Αντώνη Παπαδόπουλο στον Αγρό στου Παπά Χριστόδουλου, όπου υπήρχε κρησφύγετο.

Νοέμβριος

Επιθέσεις  Αυξεντίου και των ομάδων του εναντίον αυτοκινητοπομπών, αστυνομικών σταθμών και υποστατικών. Οι Άγγλοι τον ονόμασαν «Μαύρο Νοέμβρη». Από το Παλαιχώρι στον Αγρό. Συνάντηση με τον Κυριάκο Μάτση.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Φεύγοντας από τον Αγρό πορεία προς τον Άγιο Θεόδωρο και τη Ζωοπηγή.

30 προς 31 Δεκεμβρίου

Σύγκρουση με πράκτορες των Άγγλων και Τούρκους επικουρικούς. Θάνατος του Μιχαήλ Γιωργάλλα. Ο Αυξεντίου πληγωμένος, μετά από έξι ώρες πεζοπορία με την ομάδα του και με τον Μηνά, στο κρησφύγετο της Παπούτσας.

1957

18 Φεβρουαρίου 

Στην Ποταμίτισσα Λεμεσού μάχη με πολυάριθμο στρατό κατοχής. Τραυματισμός Στυλιανού Λένα. Σε διαφορετικές ενέδρες των Άγγλων νεκροί οι Σωτήρης Τσαγκάρης και Δημητράκης Χριστοδούλου. Μεταφορά του Λένα στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ακρωτηρίου. Θάνατός του το απόγευμα της 28ης Μαρτίου του 1957 στα χέρια του πατέρα του σε ηλικία 24 ετών. Την ίδια μέρα ανακοινώθηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και οι συνεξόριστοί του αφέθηκαν ελεύθεροι από τις Σεϋχέλλες. Άρνηση των Βρετανών να δώσουν την σορό του Λένα στην οικογένειά του να κηδευτεί, για να μην ξεσπάσουν ταραχές. Κηδεία του στα Φυλακισμένα Μνήματα δίπλα από το μνήμα του Ανδρέα Δημητρίου.

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου στον Μαχαιρά. Μήνυμα στον Ανδρέα Καραολή να χαλάσει το κρησφύγετο του «φούρνου», που βρισκόταν στο σπίτι του, γιατί αυτό προδόθηκε.

Στον Μαχαιρά κατασκευή κρησφυγέτου 1000 μέτρα από το Μοναστήρι.

3 Μαρτίου

Έρευνες των Άγγλων. Πρόδωσαν ο Πιπίνος και ο Απόστρατος τον αγωγιάτη Πέτρο Φιλίππου.

Στο μοναστήρι του Μαχαιρά ο Γρηγόρης Αυξεντίου παρέμενε με τους αντάρτες συναγωνιστές του Αντώνη Παπαδόπουλο, Φειδία Συμεωνίδη, Αυγουστή Ευσταθίου, Ανδρέα Στυλιανού και Μηνά Μηνά, που μετακινήθηκε μερικές μέρες πριν από τη μάχη. Κλοιός ασφυχτικός. ‘Ολοι στο κρησφύγετο.

Όταν οι Άγγλοι ανακάλυψαν το κρησφύγετο και τον καλούσαν να παραδοθεί, προέτρεψε τους συντρόφους του να παραδοθούν. Εκείνος, είπε ότι έπρεπε να πολεμήσει και να πεθάνει.

Οι συναγωνιστές βγήκαν έξω με διαταγή του, αλλά ο Αυγουστής Ευσταθίου ξαναμπήκε στο κρησφύγετο ύστερα από διαταγή Άγγλου στρατιώτη, για να δει αν ο Αυξεντίου πέθανε, μετά από ρίψη χειροβομβίδας.  Έμεινε πολεμώντας μαζί με τον Αυξεντίου ως τη στιγμή που οι Άγγλοι έριξαν τη βενζίνη στο κρησφύγετο. Ο Σταυραετός του Μαχαιρά πολέμησε για οκτώ ώρες με χιλιάδες στρατιώτες.

Ο Αυξεντίου ολοκαύτωμα στο κρησφύγετό του στον Μαχαιρά.

Αυτές τις μέρες δικάζεται και ο Παπαχριστόδουλος Αυγουστή και φυλακίζεται ως τον Μάρτη του 1959.

1958

19 Νοεμβρίου

Περικύκλωση του Κυριάκου Μάτση στο κρησφύγετό του στο Δίκωμο Πενταδάκτυλου. Αρνήθηκε να παραδοθεί.  Ανατινάχθηκε από τις Βρετανικές δυνάμεις. Ταφή του στις Κεντρικές Φυλακές.

 

Τα σπίτια του Παπαχριστόδουλου

Ο Παπαχριστόδουλος Αυγουστή παραχώρησε και τα δυο σπίτια του στην ΕΟΚΑ. Στο κάτω σπίτι, έδρα της τομεαρχίας, διέμεναν ο Γρηγόρης Αυξεντίου «Αίας» από τη Λύση, ο Κυριάκος Μάτσης από το Παλαιχώρι, ο Αντώνης Παπαδόπουλος από το Βαρώσι, ο Ευαγόρας Παπαχριστοφόρου από τον Κάτω Αμίαντο, ο Αυγουστής Ευσταθίου από το Προδρόμι, ο Φειδίας Συμεωνίδης από τα Λαγουδερά, ο Ανδρέας Στυλιανού από τα Λαγουδερά, ο Γιώργος Μάτσης από το Παλαιχώρι, ο Κώστας Κυνηγός από την Ποταμίτισσα, ο Μιχαήλ Ασσιώτης από την Άσσια, ο Λάμπρος Καυκαλίδης από τον Αγρό, ο Αργύρης Καραδήμας από την Ελλάδα, μετέπειτα συνεργάτης των Άγγλων. Στο ίδιο σπίτι, στο υπόγειο,  διέμεναν οι οικοδεσπότες Παπαχριστόδουλος Αυγουστή, Κυριακή Παπαχριστοδούλου, Στέλιος, Αλίκη και Μάγδα Παπαχριστοδούλου.

Στο πάνω σπίτι διέμεναν: Στυλιανός Λένας, Κώστας Κυνηγός, Αργύρης Καραδήμας, Δημητράκης Χριστοδούλου, Παναγιώτης Αριστείδου. Ένοικοι, μαθητές στο Γυμνάσιο ήταν οι Λουκής Αυγουστίδης και Γιώργος Κυνηγός.

 

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Γέννηση 17 – 9 – 1910.

Χειροτονίες:

7-12 - 40 σε διάκονο από τον Πάφου Λεόντιο,

15 -8- 1950 σε ιερέα από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Φυλάκιση 5- 3- 1957.

Κοίμηση 21 -8 - 89.

 

 

Θεγέ μου, δέξε μου αυτή

από τα βάθη της καρδιάς μικρήν εξομολόγηση

καθάρια, πολλούς τους στεναγμούς, τα δάκρυα, την πίκρα,

πολλή όμως την πίστη μου σ’ Εσέ τον Πλαστουργό μου,

σ’ Εσέ τον Παντοδύναμο, τον Κύριο και Θεό μου.

 

Ξέρεις και για τη γέννηση και για το θάνατό μου.

Εσύ οδηγείς τους λογισμούς, τα λόγια και τις πράξεις

και γέμισες τα χρόνια μου με θεία ευλογία.

 

Είχα μεγάλο δάσκαλο, τον Νέαρχο Κληρίδη,

κι ύστερα μπήκα στη ζωή, μαζί με τον πατέρα,

στο καφενείο, στο μαγαζί, στο χτίσμα και στην τέχνη.

Χαιρόμουνα τα χέρια μου και στο κορμίν υγεία,

μες στα περβόλια, στου αμπελιού δουλειές μέρα και νύχτα.

 

Χαρά μεγάλη η εκκλησιά, η θεία λειτουργία,

κι ήρθε μεγάλη η στιγμή, ανοίγουν τα επουράνια,

κλίνω σεμνά την κεφαλήν, με χειροτονούν διάκονο

κι ύστερα ιερέα,

άξιος άξιος άξιος η εκκλησιά τραντάζει.

 

Σ΄όλη τη νήσο πλάκωνε η σκλαβιά της Αγγλιτέρας,

ώσπου μια θεία πρωταπριλιά μπουμπούκιασαν εκρήξεις,

φως, δρόσος και ανάσταση σκορπίζουν στις καρδιές μας.

 

Τα σπίτια ανοίγω στα παιδιά,

στους μαχητές της ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα,

χέρι με χέρι τα παιδιά, η πρεσβυτέρα Κυριακή,

ολόκληρη οικογένεια,

μιαν αγκαλιάν ανοίξαμε, στέγη και προστασία.

 

Δάκρυζα στο αντίκρυσμα Γρηγόρη του Αυξεντίου,

του Μάτση του Κυριακού, ήρωα του Δικώμου,

του Λένα, πρωτομάστορα στις πόμπες,

του Μιχάλη μας, του Μάκη του Γιωργάλλα,

Δημήτρη Χριστοδούλου.

 

Έξι μήνες στα σπίτια μας, Χριστούγεννα εφτάσαν,

αποχαιρετιστήκαμεν την νύχταν στο τραπέζιν,

άλλοι επήαν κατά γης, άλλοι πετάξασιν ψηλά

στης δόξας τα ουράνια,

κι εμένα παίρνουν φυλακήν και μένω δύο χρόνια.

 

Θεγέ μου, που μ’ αξίωσες τέτοιαν ζωήν να ζήσω,

ευχαριστώ σε πάντοτε, εκ βάθους της καρδίας.

 

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΎΛΟΥ

Εκκλησάκι θα σου χτίσω, αγία μου Κυριακή,

που αξιώθηκα να δω τόσην αντρεία στούν τη γη.

 

Δώσαμε όρκο φοβερό κι εγώ και τα παιδιά μου,

αγάπη στην πατρίδα μας και σέβας να κρατούμε,

να υπηρετώ την όσο ζω, με το κορμί και την ψυχή,

με όλα τ’ αγαθά μας.

Καθένας εις το σπίτι μου, φτωχός,

κατατρεγμένος άδικα,

να βρει ψωμί και στέγη,

την προστασία στα παιδιά, που πρόσφεραν

θυσία στην πατρίδα τα κόκκαλά τους τα ιερά.

 

Ήξερα, δεν τους ήξερα, μαγείρευα για όλους,

κι έβαζα την αγάπη μου και στη φωτιά και στη νηστιά

και μες στα πήλινα αγγειά, Θεού την προστασία.

 

Παρακαλούσα, αγία μου Κυριακή,

να μου προσέχεις τα παιδιά και τον μικρό μου Στέλιο,

τον ταχυδρόμο του αρχηγού, Γρηγόρη Αυξεντίου.

 

Πρωί πρωί σηκώνονταν επιστολές να πάρει

στα λεωφορεία της γραμμής,

τις νύχτες με το γάιδαρο να κουβαλεί τις βόμβες

στην ηλεκτρογεννήτρια, το τελευταίο χέρι.

 

Γραμμένο χρυσά γράμματα στη μνήμη μου το δείπνο.

Χριστούγεννα, ήρθαν τα παιδιά,

κάθεται ο παπάς στη μια γωνιά, στην άλλη ο Αυξεντίου,

κι εμείς χαρά για τη γιορτή, λύπη που θα μας φεύγαν.

 

Γύρω τριγύρω στο χωριό εστήσαν καραούλια

νέοι και νιές, μας πρόσεχαν τις νύχτες μη μας πιάσουν.

 

Έφαγαν, διασκέδασαν, ξεκίνησαν κι εφύγαν,

μα οι προδότες πλήθυναν, ψάχναν τον τομεάρχη,

«πάτε στο σπίτι του παπά, εις τον Αγρόν να βγείτε.»

 

Ήρθαν, αρπάξαν τον παπά, έκαμεν ένα μήνα

στις Πλάτρες,

ακουμπισμένος στη γωνιά, ούτε παπούτσια έβγαλε

ούτε το πανωφόρι,

κι εκεί που θα του έσφιγγαν με βίδες στο κεφάλι

ένα στεφάνι σίδερο,

πετιέται και τους λέει: «Πυροβολήστε με όρθιο, φωνάξτε τα παιδιά μου

στο χώμα να με θάψουνε του αγαπητού χωριού μου.»

 

Κι ύστερα τον επήρασιν στη φυλακή δυο χρόνια,

ήρθεν, ελευθερώθηκεν, έπνασεν η ψυχή του.

 

Ευχαριστώ σε, αγία μου Κυριακή,

το τάμα μου ν’ αξιωθώ,

εγώ ή τα παιδιά μου.

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ

 

Χτυποκάρδια χαράς τη μέρα εκείνη

μες στη μαύρη σκλαβιά χαρακιά φωτεινή

ποθητό επισκεπτήριο να δω τον πατέρα

στα κάγκελα της φυλακής.

 

Παίρνω λεωφορείο, το λεωφορείο της γραμμής,

δεξιά ζερβά το μάτι μου, τα θαύματα κοιτούσα,

στον Άγιο Επιφάνιο εκεί κοντά, από το βουνό

μια αλεπού διαβαίνει,

τον δρόμο διασχίζει τον και μπαίνει στη χαράδρα.

 

Και μια χαρούμενη ακούω φωνή,

του Κυριάκου Κανναουρή,

«Μαζί μας θα τον φέρουμε εις το χωριό, Αλίκη,

Τον σεβαστό μας τον παπά.

Καλό σημάδι η αλεπού,  χαρούμενο το μήνυμα,

το λένε γύρω τα πουλιά, μαζί τους οι αλεπούδες»

 

«Μακάρι τώρα ανοιχτά να’ ναι τα επουράνια,

ν’ ακούσουν την ευχή μας.»

 

Κόσμος πολύς στις φυλακές,

Χαρούμενα τα πρόσωπα και γελαστά,

μιλούσαν,

η αίθουσα πιο φωτεινή,

σηκώσαν και το τέλι, τίποτε δεν μας χώριζε,

κοντά ένας στον άλλο.

 

Τέλος της ώρας, σκυθρωποί εμείς,

κι εκείνοι, μπαίνουν ξανά στα σίδερα

κι εμείς, το δρόμο της επιστροφής με μαύρη την καρδία.

 

Μα άλλοι πολλοί στο δρόμο μας, ο κόσμος μαζεμένος,

«Δεν μάθατε χαρμόσυνα τα νέα της ημέρας;

Μαζί μας θα τους πάρουμε,

θα τους ελευθερώσουν!»

 

Βγαίνουν από τη φυλακή,

 πρώτες οι γυναίκες

κι ύστερα οι άντρες κι ο παπάς

μας χαιρετά με τον μποξά και με τα χέρια ανοιχτά,

συγκίνηση μεγάλη,

αγκαλιές, δάκρυα χαράς

κι  όλοι μαζί στην εκκλησιά της Χώρας τη μεγάλη,

αγιά  Φανερωμένη,

για ευχαριστήρια δέηση, λαμπρή δοξολογία.

 

Κι ύστερα δρόμο στο χωριό χαρά και ευλογία.

 

Στο Παλαιχώρι φτάσαμε, κι ύστερα στην Παπούτσα.

Μάτια γεμάτα δάκρυα.

Φτάσαμε στο Καψαλερό, ο δρόμος μας κομμένος

Ήταν εκεί οι συγχωριανοί όλοι συμμαζεμένοι

στα χέρια τους σημαίες,

κατέβηκε ο πατέρας μου,

αγκάλιασαν, τον φίλησαν,

κι όλοι μαζί περπάτησαν ώσμε το κάτω σπίτι.

 

Πρόσχαρη τότε η παπαδιά τους πρόσφερε να ζεσταθούν,

περούνιαζε το κρύο.

 

Σύραμε ευτύς τα βήματα στην εκκλησιά της Παναγιάς

ν’ ανάψουμε ευχαριστήριο κερί,

να ψάλλουμε τους ύμνους.

 

Συγκινημένος ο παπάς αγκάλιαζε τον κόσμο

κι ύστερα στράτα το στρατί  

στο σπίτι να ξεκουραστεί, να ζεσταθεί,

ελεύθερος, χαρούμενος, γαλήνιος.

 

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

 «Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης»

 

Άνοιγε η καρδιά μου τριαντάφυλλο

πετούσαν στην εκκλησιά μαύρα περιστέρια

τα λευκά εξαφανίστηκαν από τον ουρανό μας.

 

Στο σχολείο μιλούσαμε για λευτεριά, γράφαμε,

ζωγραφίζαμε την ένωση με την Ελλάδα,

ύστερα γράφτηκαν φυλλάδια, τα ρίχναμε στο δρόμο,

πόθο γαλάζιο  χρωματίζαμε τους τοίχους,

γαλάζιο απλώνονταν στους δρόμους, στον αέρα.

 

Τα δέντρα του σκολειού καμάρωναν και θλίβονταν

έριχναν δάκρυα βροχή, οι Εγγλέζοι δακρυγόνα

κι εμείς στο πετροβολητό, έ έ ένωση αντηχούσε

κι οι γυναίκες του χωριού μαζί μας, πέτρα την πέτρα.

 

 

Τ’ αμπέλια γέρναν, κρύβαν το πρόσωπο,

η σκλαβιά περπατούσε, περήφανοι Εγγλέζοι στρατιώτες,

δικοί μας αστυνομικοί, τα χέρια πίσω, ύφος βλοσυρό,

κι εμείς τα όπλα μας, οι πέτρες, οι φωνές, οι βούρτσες, οι μπογιές.

 

 

Αυτοί συλλήψεις, εμείς στα κρατητήρια, μικροί στα δικαστήρια,

ώσπου μια μέρα πάγωσαν οι συννεφιές,

όρκος ιερός στο ευαγγέλιο δένει τα παλικάρια του χωριού

κι ύστερα κι άλλους κι άλλους

που άνοιγαν διάπλατα τα μάτια τους στο φως.

 

«Βάλε, μάνα, στην νηστιά πολλή απ’ την αγάπη σου

να πάρουμε φαΐ στα παιδιά που πολεμούνε.»

 

Ο Θεός μας διάλεξε, τα σπίτια μας φυτώρια παλικαριάς,

εκκλησιές  να προσκυνάμε δόξες θυσίας,

Γρηγόρη Αυξεντίου, Κυριάκο Μάτση, Στυλιανό Λένα,

Μάκη Γιωργάλα, Δημητράκη Χριστοδούλου.

 

Πρώτη φορά στ’ Αγρίδια να θωρώ στ’ ανώι τον Γρηγόρη!

Ένας αξιωματικός θεόρατος, με το πιστόλι,

νέφος επιβλητικό το πρόσωπό μας πνίγει.

Κι ύστερα, Διομήδη,  με τα ίδια τα χέρια μας 

να σκάβουμε κρησφύγετα

στο ίδιο μας το σπίτι,

να στήνουμε σιδερικά εργαστήρια

μάστορας πρωτομάστορας ο Στυλιανός ο Λένας.

 

Τ’ αστέρια κρυφοκοίταζαν στον ουρανό τις νύχτες

κι εμείς με τα γαϊδούρια στην ηλεκτρική,

οι βόμβες θέλουν τέλειωμα καλό, όσο μπορούμε

κι άλλες κρυφά ως τα χωριά

κι ο Κώστας Πισσαρίδης

μες στα βρεγμένα των βουνών άγρια μονοπάτια.

 

Η μνήμη καλεί στο τραπέζι της φίλους  παλιούς.

Εκεί στο σπίτι τόσα παλικάρια, ο Γρηγόρης, ο Αντώνης,

ο Μάτσης, ο Γιωργάλας, ο Αυγουστής,

ο Αντρέας, ο Δημητράκης.

 

Μνήμη, βάλε μεγάλη δύναμη, φέρε τους στο τραπέζι.

Κι άλλους στο εργαστήριο, στο πάνω το κρησφύγετο,

ο Λένας, ο Κώστας Κυνηγός, Φειδίας Συμεωνίδης,

 Γιώργος Παλαιολόγος.

 

Κι εγώ να τον παρακαλώ:

«Στείλε με, Λένα στείλε με στου θείου  σου στη Χώρα  

να βρω σωλήνες δυνατές μπαζούκας να τραντάζεις.»

 

«Κι εσύ, Γρηγόρη, ολονυχτίς γράφε και γράφε επιστολές,

την άλλη μέρα το πρωί στα λεωφορεία πάω,

σαν ταχυδρόμος του χωριού, δικός σου ταχυδρόμος.»

 

Με γένια και μαυρόρασα  στην εκκλησιά πηγαίνει

κάποτε ο Γρηγόρης και ρωτούν

«Ποιος ο παπάς ο νέος;»

«Απ’ το γειτονικό χωριό, στην εκκλησιά μας ψάλλει.»

 

Τα χρόνια πήραν τα βουνά, κατέβηκαν τα χιόνια

Φίλοι παλιοί στην κάμαρά μου απόψε τριγυρίζουν

Άλλοι πήραν τον ουρανό, άλλοι κάτω στο χώμα

Κι εμείς τους μνημονεύουμε ευλογημένοι να’ ναι.

 

Αφήγηση Ανδρέα Στυλιανού

Εκείνη τη μέρα, Χριστούγεννα του 1956, πράγματι άρχιζε ο Γολγοθάς. Ο Αυξεντίου μας επέτρεψε να πιούμε από ένα ποτήρι κρασί στην υγεία του Ελληνισμού της Κύπρου και της ΕΟΚΑ και να τραγουδήσουμε Ελληνικά δημοτικά τραγούδια και ο ίδιος χόρεψε ελληνικούς δημοτικούς χορούς. Ακολούθως έβγαλε ένα πύρινο λόγο που έλεγε ανάμεσα σ’ άλλα πως «δεν ξέρουμε ποια θα είναι η μοίρα του καθενός και ότι είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε ένα θα είναι το έπαθλο του αγώνα για νεκρούς και ζώντες: Η Κύπρος να γίνει ελληνική και να ζήσει ελεύθερη κι ευτυχισμένη. Όσοι  επιζήσουν να μην επιδιώξουν ανταμοιβές και αξιώματα, γιατί οι υπηρεσίες προς την πατρίδα ποτέ  δεν εξαργυρώνονται και πάνω απ’ όλα η αγάπη και η ομόνοια είναι καθήκον και χρέος προς την πατρίδα. Ο διχασμός υπήρξε πολλές φορές κατάρα της Φυλής και η διχόνοια παρ’ ολίγον να καταστρέψει την Επανάσταση του ΄21 και να αφανίσει τη Ελλάδα. Τούτα είχα να σας πω» και μας ευχήθηκε καλά Χριστούγεννα.

 

Η στιγμή ήταν αλησμόνητη. Όλοι είχαμε τα μάτια καρφωμένα στον αρχηγό, τον «Μάστρο» μας, με συγκίνηση. Μερικοί δακρύσαμε. Ήταν μια ιερή στιγμή που θα μου μείνει αλησμόνητη. Ύστερα χωρίσαμε. Την ίδια νύχτα κάλεσε τους ομαδάρχες μετά το δείπνο, τους έδωσε τις αναγκαίες οδηγίες και έστειλε τον κάθε ένα στην περιοχή του. Ο «Βελισσάριος» Νίκος Σπανός ξεκίνησε για το Όμοδος. Ο «Ζήνων» Γιώργος Μάτσης πήρε τα μονοπάτια για το Σαράντι, ο κύριος «Κρουπ», ο Στυλιανός Λένας, για την Ποταμίτισσα. Μείναμε τότε με τον Μάστρο ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ένα ψηλόλιγνο παλληκάρι από την Αμμόχωστο, γυμναστής και ποδοσφαιριστής της «Ανόρθωσης» Βαρωσίων, προσωπικός φίλος του Αυξεντίου και παλιός του συμμαθητής στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου, ο Αυγουστής Ευσταθίου, ένα αυθόρμητο και γενναίο παλληκάρι, ο «Ματρόζος», και εγώ που αποτελούσαμε και οι τρεις την ομάδα του όλμου, περιπλέον δε ο  μακαρίτης ο Φειδίας Συμεωνίδης, ένα αγνό βλαστάρι της Πιτσιλιάς από τα Λαγουδερά και ο «Λιάκος» μας, ο Μάκης Γιωργάλας, από το Μαραθόβουνο, ένας ιδεολόγος έφηβος τελειόφοιτος του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Αποτεινόμενος προς τους πέντε μας ο αετός της Λύσης μας είπε: «Εσείς παιδιά απ’ εδώ και μπρος θα είσαστε μαζί μου».
(Γιάννη Σπανού, Αγρός)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

 

Ύμνοι αγγελικοί, αρμονίες φωτός, θελκτικό γαλάζιο της Λαμπρής,

Άπτερη Νίκη στο θόλο τ’ ουρανού, με ταξιδεύουν οι άνεμοι

-Και πού με πάτε οι άνεμοι;

-Στου Παπά το σπίτι, στον Αγρό, στης Παπαδιάς, την Κυριακήν ημέρα,

ένα αεράκι αγκάλιασμα, ενός βαγιού κλωνάρι, χαιρετισμός των  λουλουδιών,

της κάππαρης, του δυόσμου, του Παπά χειροφίλημα, της Παπαδιάς αγκάλη 

για ένα ζεστό μυριστικό καφέ, κεφάλι σγουρομάλλικο του πιο μικρού μου αντάρτη

να δω το «Αετόπουλο»  και τις μικρές κοτσίδες.

 

Δεν είναι η δική μου η Χρυσταλλού, μα η Μάγδα κι η Αλίκη,

π’ απλώσαν την αγάπη τους φτερούγες της γωνιάς μου,

στο μυστικό ανώι το μικρό, στο μικρό δωμάτιο,

μεγάλος αδελφός εγώ.

 

Τα μυστικά μου γρατζουνώ στο ξύλινο τραπἐζι, ολονυχτίς, χάραμα φου,

να σου ο ταχυδρόμος

στα λεωφορεία το πουρνό με το πρώτο χάραμα, την πρώτη καλημέρα,

με τα κοκόρια να λαλούν και το χωριό να ξεκινά

με το δισάκι για δουλειά, να σκαλίζει το χώμα, να πάρει έξω τη βοσκή,

φωτάκια εδώ, φωτάκια  εκεί, καντήλια μες στα σπίτια,

λάμπες, αραιά και πού τα ηλεκτρικά.

 

Ο Λένας στο εργαστήρι του πάνω ψηλά κι απέναντι,

σαν μέγας βράχος στη σκεπή,

σαν Ήφαιστος λιοφώτιστος ή με το σεληνόφως,

βόμβες αυγά στη θήκη τους, φορτώνει το δισάκι

στο γαϊδουράκι, στο στρατί για την ηλεκτροκόλληση,

το τελευταίο χέρι, κι απέ στις πόλεις, στα χωριά,

πολύτροπος, σαν Οδυσσέας ξέρει.

 

Ποιος καλός Θεός μας προστατεύει εδώ;

Ποιες φτερούγες των αγγέλων μας σκεπάζουν;

Ρολόι χορδές του σύμπαντος, προστασία και σκέπη μας,

όταν τ’ αστέρια συμμαχούν με τ’ αγριόχορτα,

ρινίζοντας τα σίδερα των σκλάβων.

 

Κόρες γονατιστές στην Παναγιά,

ο Αϊ- Γιάννης άγρυπνος ν’ ανάβει το καντήλι,

μη χτυπήσουν ξένοι το πορτί, ξένοι το παραπόρτι,

μπότες, φωνές νυχτερινές, κι όμως, με τη βοήθεια σου, Θεέ,

φυτρώνει τόση αγάπη, στο θρόνο η βεβαιότητα

στου Παπά το σπίτι, το σπίτι του Θεού.

 

Γι’ αυτό πρέπει πριν φύγω να σφίξω

τις αγιασμένες  παλάμες της Παπαδιάς,

να χαράξω στη μνήμη το συγκρατημένο χαμογέλιο της

μέσα από τη μαύρη κουρούκλα.

 

Εσύ, Παπαδιά μου, μια άλλη Αντωνού,

με το τραγούδι να σιγομιλούμε,

κι εσύ, Παπά μου, άλλος Πιερής,

εγώ, το πέμπτο παιδί σας.

Ξεχνάτε κάθε μέρα;

«ελάτε να φάτε, ελάτε να πιείτε, να προσέχετε, γιε μου»

κι όλοι μαζί, δικά σας παιδιά

στον ορατό κι αόρατο κίνδυνο,

στο φεγγαρόφωτο και στο ηλιόφως,  

στο παιχνίδι ζωής και θανάτου,

στο άγριο σπρώξιμο του στρατιώτη, του αστυνομικού,

στον τριγμό των οδόντων, όταν ανατριχιάζουν οι Πλάτρες.

 

Διάβασα τις χαρακιές στο κορμί του Χριστόδουλου,

στο κορμί του Παπά στα κρατητήρια,

σωρευμένη ανέγνωθα  την υπομονή,

βράχο την πίστη, την καρτερία,

θαυμαστός ο Θεός,

δύναμή σου ο Πλάστης μου.

 

Μόλις ανοίξαμε την πόρτα και πιάσαμε το βουνό,

21 Ιανουαρίου 1957, 

βροντά το ξωπόρτι,  βαρβάρων ορδές

μπουκάρουν.

Η προδοσία ξερνούσε φίδια στο δρόμο μας,

κι ας ήταν στο σπίτι φιλοξενημένο καράβι,

μαύρο καράβι.

Το εργαστήρι του Λένα ψηλά στο άλλο σπίτι,

πολυγράφος κρυμμένος στο κρησφύγετο

τυλιγμένος τη σιωπή του

κι ο Παπάς μας στα χέρια τους

κι ω φριχτή κατηγόρια:

βρήκαν φυλλάδια στο φιλόξενο σπίτι .

 

Μακριά κι ακούω τις κραυγές, τους ραβδισμούς, τις αλυσίδες,

στο στεφάνι να του σφίξουν το κεφάλι.

Τον βλέπω να πετάγεται:

«Να με σκοτώσετε τη στιγμή αυτή».

Αντρίκεια κλονίζεται σύγκορμος,

τρέμουν ακόμα γύρω τα βουνά,

ξεριζώνονται πέτρες, κατρακυλούν στο ποτάμι,

τα γένια του σκεπάζουν τον Αγρό.

 

Τρία χρόνια φυλακή, εκστομίζει ο φρικτός δικαστής!

Ακούς, παπά μου τον δυνάστη,

γέννημα του σκοταδιού;

 

Ο τιμημένος θάνατος η μόνη λύτρωση και λύση,

απέραντη ελευθερία.

«Θανάτω θάνατον πατήσας.»

 

Έτσι πήρα την απόφαση από καιρό.

Πλένω το θάνατο πρωί πρωί με τα χέρια,

τον χτενίζω, τον κοιτώ στον καθρέφτη,

φως στη σκοτία,  

μ’ αυτή, λέω, τη σφραγίδα σφραγίζω τη ζωή,

όπως χαράζει βαθιά τους πιστούς στο Μαχαιρά

η Παναγία η Μαχαιριώτισσα

κι η δύναμη του Υψίστου.

 

Πλεξούδες στο χρόνο, μερόνυχτα,

κάθομαι καμιά φορά με τα παλικάρια,

με τον Παπά, την Παπαδιά και τα παιδιά,

και φύλαττε αυτούς, Κύριε ο Θεός ημών.

 

Χρυσόνειρο πλανιέται πάνω απ΄ το χωριό,

μπαίνει στα σπίτια από τις χαραμάδες,

μέσα από τους ψηλούς φεγγίτες, αχτίδα φωτός.

Ξέρω πως γύρω τα κορίτσια του χωριού ξαγρυπνούν

φύλακες της νυχτός, μέσα στο ζόφος

ένα δίχτυ αγάπης και προστασίας μας.

 

Άλλα τα μάτια μου εδώ! Δεν είναι η Λύση,

δεν είναι η άπλα της βοσκής, νερό του λάκκου.

Συντροφιά γύρω τα βουνά,

καρύδια, αμύγδαλα, κεράσια.

Την  όμορφη πατρίδα μου την κελαηδούν αηδόνια.

 

Απλώθω χέρια ν’ αγκαλιάσω τη μορφή σου,

Μάνα Πατρίδα μου,

κάθε θυσία για την όμορφή μου,

στο βωμό σφαχτάρι,

στην αγρύπνια προσευχή μου,

μαλαματένιος ο σταυρός στο στήθος, η πατρίδα μου.

 

Τα κόκκαλά μου αναπαύονται στο χώμα της,

κάθε σβώλος και ιστορία,

ιδρώτας και σταγόνες αίματος.

Αυτό το σαρκίο είναι για πάλεμα και θυσία,

για μιαν άλλη ομορφιά, του αιώνιου,

από τη σκοτία στην αστροβολιά, στο ηλιόφως.

 

ΛΥΣΗ

Στη Λύση τριγυρνούν οι βοσκοί με τα κοπάδια,

μεγαλοχώρι της Μεσαριάς,

αρχόντισσα η Παναγιά στην εκκλησιά μας,

ζήλευε ο ήλιος τ’ απογέματα στους καφενέδες,

ερχόταν μαζί μας  για καφέ,

να κουβεντιάσουμε τα πάθια και τους καημούς της εργατιάς,

του περβολάρη, του βοσκού και της νοικοκυράς.

 

Άλλο στον Αγρό το ηλιοβασίλεμα,

βουνίσιο αμφιθέατρο, καταπράσινο, φουντωτό,

τ’ αγέρι δροσερό, μυρουδιές γεμάτο,

δυόσμο και ποταμογείτονο,

καλωσορίζει, παίζει με τις στέγες των σπιτιών

κι η μνήμη ταξιδεύει στο σπίτι, στα όπλα,

στη στολή της πατρίδας, στο φεγγερό εθνόσημο.

 

Ελληνοβουλγαρικά σύνορα στο χάρτη στον τοίχο,

με τους φίλους στις εξόδους, γυαλισμένοι, γελαστοί.

Λαχταρώ την αγάπη μου,

καρφιτσωμένο γαρύφαλλο στη μέσα τσέπη του πουκαμίσου μου,

η φωτογραφία μας.

Ακρίτες με τα τραγούδια που μας θρέψατε,

μαζί στο στρατόπεδο της λεβεντιάς

στις στράτες του χωριού,

θα ΄χω να λέω στους φίλους,

στην αρραβωνιαστικιά.

 

Μιλούν ακόμα οι μαυρόασπρες φωτογραφίες

και τα τραγούδια, τα τραγούδια, είναι να τα ξεχνάς;

«Ο ακρίτας είμαι Χάροντα, δεν περνώ με τα χρόνια.»

‘Ένα αστέρι λάμπει στο στρατόπεδο σήμερα,

δεν το ξεχνώ, ένας φωτοδότης,

μια ψυχή ευωδιαστή, όλο φλόγα και μικρή πατρίδα,

ρήτορας της λευτεριάς,

«Το αηδόνι της Κύπρου»,

ο Κυριάκος Μάτσης στο στρατόπεδό μας,

εγείρει και νεκρούς εκ των τάφων στον ενθουσιασμό του,

σκορπίζει τον σπόρο του ανθρώπου

να ζήσει λαμπρός μες στην ελευθερία.

 

ΑΓΡΟΣ

Ευλογημένος τόπος εδώ στον Αγρό,

όσο να τον χωρεί η αγκάλη μου,

παραπάνω από το χωριό μου,

δεν είναι δικοί μου,

μα παραπάνω από τους δικούς μου

και μάνα και πατέρας κι αδέλφια μου,

κι οι φίλοι συναγωνιστές μου,

ο Αυγουστής, ο Αντώνης, ο Αντρέας, ο Νίκος…

 

Κι όλα τα παιδιά του χωριού,

με τα λευκά πουκάμισα,

το γκρίζο παντελόνι,

το σήμα στο πέτο και στο πηλήκιο,

μαθητούδια που μοιράζουν τη ζωή

ανάμεσα στο σκολειό και στις διαδηλώσεις 

για την αιώνια φωταψία,

το λεύτερο πέταγμα στον καθαρό αέρα.

Όσοι το ζήσουν…

 

Γι’ αυτούς πολεμούμε,

για τα βλαστάρια σου, νησί μου.

 

ΝΗΣΙ ΜΟΥ

Το θλιμμένο νησί μου σε μια χούφτα κρυώνει

μικρό χελιδόνι  στη φωλιά του φοβάται

στο νάρθηκα της εκκλησιάς τριγυρίζει

να βρει διεξόδους.

 

Τα δέντρα παρέκει κουβέντα

τους μοσκομύριστους θάμνους,

παρέκει χορωδίες

με το κραμπί, το κρεμμύδι, το σέλινο.

 

Ξανάρχονται το βράδυ θλιμμένα

τα πουλιά να κουρνιάσουν

ο κοράζινος, ο στρούθος, ο κολοιός.

 

Πάλευαν ολημερίς  στο βουνό τα κατσίκια,

ξένα αχνάρια παντού, τα σκυλιά τρομαγμένα,

κι η γιαγιά καπνιστήρι στο κοιμητήρι το γιόμα

ν’ ανάψει τα καντήλια πολλά, κλίνει το  γόνυ, 

κόλλυβα, κερί ευωδιαστό κι ο παπάς ταπεινό πετραχήλι

 

Μνημονεύουμε μαζί της τις ρίζες μας

δαχτυλίδι ατίμητο η γενιά τους

πνιγμένοι συγκαιρινοί στον ιδρώτα  

γιορτές και πανηγύρια μονάχα στη μνήμη,

ανοιχτές αγκαλιές,

ψιθυρίζαν τα κορίτσια μυστικά στον αγέρα

τ’ αγόρια πηδούσαν τις φωτιές

στ’ Αϊ- Γιάννη το πλάτωμα

κι ένα ποτάμι διαπερνά το χωριό,

αλμυρό σαν ιδρώτας του ανθρώπου

να μεγαλώσει παιδιά,

καμαρωτά να βαδίσουν στον ήλιο

στητά, ολόρθα, λεβέντικα.

 

Ο καθένας και τα όνειρά του

κι ολωνών, ένα ολόλαμπρο φως,

η λευτεριά του νησιού

ταξιδιάρικα όνειρα στον ανοιχτόν αιθέρα

στην απέραντη θάλασσα.

 

Γι’ αυτή τη λευτεριά η θλίψη, το δάκρυ,

οι βόστρυχοι στων νεκρών μας τα μνήματα.

Μακριά από ξένα χέρια, μητριάς αγκαλιές,

για μια μάνα Ελλάδα ο καημός κι η ζωή μας.

Σταλαματιά- σταλαματιά πίνω τον θάνατό μου,

έτοιμος, πάντα έτοιμος!

 

ΑΓΡΟΣ

Βουρκωμένος κάθομαι, καταλαβαίνουν,

σκύβουν κι οι φίλοι το κεφάλι

πάνω τα ξύλινα δοκάρια, κάτω ξύλινο πάτωμα,

ο άνεμος προσκομίζει μύρα των δέντρων,

οι γλάστρες ντυμένες τα χρώματά τους,

γαλαζοπράσινα, κόκκινα, λευκά,

χαμογελούν.

Σκέφτομαι καμιά νύχτα:

πέρασε κι αυτός ο τόπος πολλά,

χρόνια και χρόνια στο ζυγό,

κεφάλι δεν σηκώναμε στον μωχαμέτη,

ψηλαφητό το σκοτάδι.

 

Χάραξε όμως ξαφνικά μια μέρα αλλιώτικη,

ένα τρεμάμενο φως,

δεν ακούσαμε το μουεζίνη,

έτσι έλεγε ο παππούς,

μα βρεθήκαμε μ’ άλλη σκούφια στο κεφάλι

δεν ήταν το φέσι, εγγλέζικο ήταν,

κάτι μπερέδες κόκκινοι, πράσινοι, μαύροι,

κανένας δεν ήξερε τίποτε, μας είπαν:

«έρχονται φίλοι,

φέρνουν δώρα, το φως, τη ζυγαριά»,

τη μάνα Ελλάδα,  έλεγαν οι δεσποτάδες,

ο κόσμος ανυπομονούσε,

έστελνε υπομνήματα, «εξοχότατε κύριε…».

 

Ξεσπά ένας μεγάλος πόλεμος, τώρα είναι η ώρα,

κούφια λόγια κούφια καρύδια,

έρχεται η μεγάλη πείνα, η φτώχεια,

μελανιάζουν οι άνθρωποι,

φωνάζουν, πορεύονται με τη σημαία:

«Πάμε στο κυβερνείο να το κάψουμε».

 

Σαν ήρθε ο μεγάλος πόλεμος μας είπαν

«ελάτε μαζί μας».

Να πολεμήσουμε στο πλευρό τους,

σύμμαχοι αυτοί με την Ελλάδα,

πού να ξέραμε;

Πολλοί πήγαν, ο ένας για την πατρίδα,

ο άλλος για ένα κομμάτι ψωμί, φτωχός κόσμος,

πληρώναμε την αγοραπωλησία,

ξεθωριάζαμε, πού να τα βρούμε;

 

Τελειώνει ο πόλεμος,

ένας μπαγιάτικος αγέρας φυσούσε στους δρόμους

σκέλεθρα απλώναν το χέρι για ένα κομμάτι ψωμί,

λίγες ελιές, και τι ναι που ζητούμε;

Τι είναι η λευτεριά, τι είναι η ένωση,                                                                                                                      

τι είναι το φως μες στο σκοτάδι,

η φωταυγή μες στο σκιάδι.

Τι ;

Περπατάς στο δρόμο, σε στήνουν στον τοίχο,

τ’ ανίερα χέρια σε ψάχνουν,

γιατί είσαι Έλληνας,  

αυτοί γεννηθήκαν λόρδοι και πρίγκιπες

σε μυρωμένους θαλάμους,

εμείς δούλοι και πένητες,

«ουδέποτε λευτεριά στο νησί».

 

Μας βλέπουν αφ’ υψηλού

σαν κάτι δέντρα και ζώα,

μας λογαριάζουν ανάμεσα

στις αγελάδες, τα γαϊδούρια, τα ψωριασμένα σκυλιά.

 

Διαβάζουν τη γλώσσα μας στ’ αρχαία,

παίρνουν ύφος, απαγγέλλουν Όμηρο,

«άνδρα μοι έννεπε»

τον κακοποιούν,

όπως τους κρατουμένους στην Ομορφίτα,

στα συρματοπλέγματα και στα βασανιστήρια.

 

Ακούω τον Κυριάκο Μάτση να μου τα λέει,

τότε με τον Χάρτιγκ, να του προτείνει πλούτο

κι αυτός περήφανος να απαντά:

«Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα

αλλά περί αρετής»,

πού να καταλάβει ο στρατάρχης!

 

Κύριε, συγχώρεσέ με,

βοήθα με κάποτε ν΄ αγαπήσω τους εχθρούς μου.

 

Η κοιλιά τους φουσκώνει εμφυλίους πολέμους

Επιδρομές και μαχαίρια

σκυμμένοι στο στέμμα,

γονατίζουν στο ψέμα,

αυτοκρατορίες του φόνου,

του ανθρώπινου πόνου.

 

Κι εγώ

βαφτίζομαι πάλι και πάλι στα γαλάζια νερά

στο φως της μεγάλης πατρίδας,

στη γλώσσα, στη λαμπρά Ιστορία,

στη θωριά του Παρθενώνα και της Άγια- Σοφιάς,

στους στίχους των ποιητών

που θερμαίνουν την καρδιά μου

κι απαγγέλλω κι απαγγέλλω

μες στο μουντό ηλιοβασίλεμα και στη σκοτία

σίγουρος πως θα ‘ρθει η αστροφεγγιά

κι ύστερα η μεγάλη φωταψία.

Με το αίμα μας όλα θ΄ αστράψουν φως.

 

Ένα μεγάλο μπαλκόνι εδώ, να κελαηδεί όλη η πλάση,

με τα χρώματα της ορτανσίας,

χάραμα φου, βούττημαν ήλιου, μελιχρά χρώματα

φωτεινά χρώματα.

Κι όμως,

μέσα σ’ αυτό τον παράδεισο, κάτω στο χωριό

καραδοκούν μάτια κι αυτιά κολασμένα

περιμένουν την ώρα ν’ απλώσουν τα χέρια

να σβήσουν το κερί της ελπίδας

κι εμείς στο καραούλι μερόνυχτα

κουβεντιάζοντας με το πεύκο, το πλατάνι, τη φτελιά.

 

Η κουκούλα κρύβει το πρόσωπο,

ο Εφιάλτης φίδι στον κόρφο μας

κι εγώ πίνω σταλαματιά -σταλαματιά το θάνατό μου!

 

Ο ΙΟΥΔΑΣ

Ο Ιούδας δεν φορούσε κουκούλα

τον φίλησε.

«Με φίλημα προδίνεις το δάσκαλό σου;»

Η νύχτα κρύβει το πρόσωπο,

αποστρέφει το πρόσωπο,

ντρέπεται την κατάντια.

 

Τις πιο πολλές φορές, μέρα καταμεσήμερο,

με την κουκούλα, παραμορφωμένος,

μια σχισμή στα μάτια, ένα κορμί κολασμένο

μια κολασμένη ψυχή,

κι αν μπήκε στον κλίβανο

δεν δοκιμάστηκε, χρυσάφι στο χωνευτήρι:

«Αυτός… αυτός… αυτός…»

Κλαίω την κατάντια.

Να τη βουτήξεις στο ποτάμι

να πνιγεί.

 

Οι λεβέντες διπλώνονταν στα σίδερα

φοβερές λαβωματιές στις Πλάτρες,

ουρλιάζοντας, ασθενείς,

στο χώμα κατακείμενοι,

ξεψυχώντας χωρίς την αγάπη

ζωσμένοι σύρματα, πνιγμένοι στα νερά,

ποταμοί υδάτων στο φάρυγγα.

Κριάρια παρίσταναν τα πρόβατα

κι ύστερα τους έριχναν στην πυρά και στο ξύλο.

 

ΓΙΝΑΜΕ ΠΟΛΛΟΙ

Λίγοι  βρεθήκαμε στην αρχή στο μετερίζι

χορό να στήσουμε για την τρικυμισμένη θάλασσα

με τους αφρούς και το χρώμα τ’ ουρανού,

τα ρίγη και τους παλμούς της καρδίας,

τις φωνές των θρανίων στις διαδηλώσεις.

Τι γυρεύουν οι ξένοι στον τόπο μας;

 

Αντρειωμένες  γυναίκες να τους παίρνουν με τις πέτρες

αν κατεβούν καμιά φορά στο χωριό για τις συλλήψεις,

τις κρατήσεις, τις φυλακίσεις,

τα στενά κελιά να εκραγούν,

κάμποι κρατητήρια,

άλλα τ’ αγκάθια των Εγγλέζων,

η κλαγγή των όπλων τους.

 

Κι όμως πληθαίνουμε κι εμείς σπυρί -σπυρί

κι όσο κι αν με ρωτούν:

«Και τι θα γίνουμε αν φύγεις, μάστρε;»

Είμαστε, παιδιά, πολλοί:

 Άφησαν άλλοι τα θρανία,

άλλοι πάγαιναν τη μέρα στο σκολειό,

στη σάκκα φυλλάδια και όπλα,

μπογιές και βούρτσες,

βενζίνη να λαμπαδιάζουν αυτοκίνητα σταμπαρισμένα,

άλλοι αποχαιρετήσαν κοπελιές στα πανεπιστήμια

και στις δουλειές

ν’ αναπνεύσουμε βουνίσιο αέρα.

Κι έτσι, χωμένοι σε κρησφύγετα,

σε σπηλιές και λαγκαδιές,

τη μέρα να παίζουμε τις ηλιαχτίδες

μέσα στο φύλλωμα της καρυδιάς,

τη νύχτα καραούλι στη μαύρη σκοτεινιά,

στον αγέρα, στη νεροποντή,

όπου τόπος κι άγια πατημασιά του αντάρτη

να μας σγάψει το πάθος κι ο μαθός

να κάτσει μιτά μας,

να πάθουμε και να μάθουμε

πως έτσι κοινωνούμε των αχράντων της πατρίδας.

 

Οδοδείχτης στο δρόμο του καθενός

το πάλεμα για λευτεριά

του τόπου, του ανθρώπου όπου γης

με την ευχή του Παπά και της Παπαδιάς

εμείς τα παιδιά τους.

 

ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ

Πέρασαν τόσα χρόνια, κι αν ο θάνατός μου δεν σας φωτίζει

ολόγιομο φεγγάρι να περπατάτε αγέρωχοι στις κακοτοπιές,

πέρασαν τόσα χρόνια, κι αν οι θυσίες των ανθρώπων,

των απλών ανθρώπων αυτής της γης δεν σας έγιναν ήλιος

να λάμπει στα πανιά του νησιού μας μέσα στ’ αναδιπλωμένα κύματα,

αν δεν έχετε καθάριο καντήλι το νου,

λουσμένο στο αίμα και στον ιδρώτα,

αν οι βροντερές φωνές της επανάστασης,

οι οιμωγές στα κρατητήρια,

οι κραυγές των βασανιζομένων

δεν αντηχούν ακόμα στ’ αυτιά σας,

άδικος θάνατος, θα έλεγα,

άδικα μας δόθηκε η χάρη της θυσίας,

άδικα κακοπάθησαν τ’ αδέλφια μου ξενύχτι στην ενέδρα,

ολονυχτίς περπάτημα μέσα στα άγνωστα βουνά και στα λαγκάδια,

στις στροφές των δρόμων, παρατηρητήρια,

ν’ ακούμε τις τροχιές των άστρων

καρφωμένοι στο στόχο οι συναγωνιστές κι η γενιά μας,

στο βάθος ένα φως,

γι’ αυτό το φως ο θάνατος κι η ζωή μας.

 

Τώρα το βλέπω καλύτερα.

 

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Κάτσε, μικρέ μου αντάρτη, ν’ ακούσεις

το διαβατάρικο πουλί στον Αγρό

κι εγώ κι εμείς κι όσοι κουρνιάσαμε στο σπίτι σου,

μια στέγη να κρύψουμε τη σκιά μας,

να αναθαρρέψουμε για την επόμενη μάχη,

αδέλφια σας κι αδέλφια μας,

τέκνα του δούλου του Χριστού,

Κυριακής ημέρας χαμογέλιο,

στήριγμα στη θύελλα,

μια συμβουλή, κουβέντα του πατέρα.

 

22 Φεβρουαρίου 1928. Γέννηση του Γρηγόρη Αυξεντίου στη Λύση από τον Πιερή και Αντωνού.

Γυμνασιακές σπουδές και σπουδές στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Ελλάδας.

Υπηρεσία στον ελληνικό στρατό, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα

1955

20 Ιανουαρίου 

Μύηση στην ΕΟΚΑ από τον Γρίβα Διγενή στον οποίο δίνει το λόγο της στρατιωτικής του τιμής.

26 Ιανουαρίου          

Τομεάρχης Αμμοχώστου με το όνομα Ζήδρος. Ορκίζει τους Αντώνη Παπαδόπουλο, Σωτήρη Έλληνα, Παύλο Παυλάκη, Κυριάκο Μάτση.

1 Απριλίου

Επιθέσεις εναντίον αγγλικών στόχων. Στην επίθεση στη Δεκέλεια έχασε την ταυτότητά του. Καταζητείται. Επικηρύσσεται. Η επικήρυξη δημοσιεύεται στις εφημερίδες με το ποσόν των £250.

5 Απριλίου

Μεταφορά από τον Χρίστο Μασωνίδη μέσω Λευκονοίκου - Ακανθούς -Κερύνειας, στον Καραβά. Στο Μοναστήρι της Αχειροποιήτου, σε ακατοίκητο σπίτι στο περβόλι του Χαρμαντά. 

18 Απριλίου

Κατασκευή κρησφυγέτου στο σπίτι του Κυριάκου Κίρκου.

10 Ιουνίου

Γάμος του με την Βασιλού με ιερέα τον Παπάσταυρο Παπαγαθαγγέλου.

Ιούλιο

 

 

ΛΥΣΗ

-Πούθε μας ήρθες;

-Από τη Λύση, λέω,

-Τι είν’ αυτό;

-Κεφαλοχώρι ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστο,

της Μεσαριάς ανθρώποι,

δουλευταράδες με το γλέντι,

με το μυστρί και το σκεπάρνι,

τα ψαλίδια, τα κλαδευτήρια, τις χτενιές.

 

Ο πατέρας έγραφε

στην πόρτα του ξύλινου αρμαριού

την ημερομηνία γέννησης

βλασταριού του πρώτου,

με μολύβι γραμμένο το δικό μου,

22 Φεβρουαρίου 1928.

Στην πεδιάδα οι βοσκοί να τραβούν

γλυφό νερό του λάκκου,

διψασμένα τα ζα με τα κουδούνια στο λαιμό,

δοξολόγημα στον Αρχιποίμενα.

Την άνοιξη τα χρώματα χορεύουν στον αγέρα,

στα σύγνεφα,

σεργιανίζουν στα χωράφια,

μέγας ζωγράφος είσαι, Κύριε,

με τον χρωστήρα,

τους ήχους του ανέμου,

των πουλιών φτερούγισμα.

 

Με τα παιδιά στ’ αλώνια,

στην αυλή της εκκλησιάς,

στους δρόμους με τα καφενεία,

τις ταβέρνες,

-ρίξε την μπάλα

-χτύπα το λιγκρί,

κι αρπαζόμαστε απ’ τα μαλλιά,

πετροβολούσαμε ο ένας στον άλλο,

κι εγώ τους έστηνα παράταξη,

ο αξιωματικός:

«εν – δυο».

 

ΔΗΜΟΤΙΚΟ

Το Δημοτικό Σκολειό ησύχαζε τα βράδια.

Έβλεπε στ’ όνειρο τα παιδιά στην αυλή.

Γύριζε από την άλλη να δει τους δασκάλους,

άκουε παραμύθια για τη Σφίγγα, τις Σειρήνες, τον Πήγασο.

 

Οι μαθητές, κουρεμένα στρατιωτάκια,

κι οι μικρές, τα κοτσιδάκια, η ποδιά,

αλατζένη, τετραγωνάκια, 

να τρέχουν το κυνηγητό,

να μάθουμε μικροί να μας κυνηγούν

κι εμείς να ψάχνουμε να κρυφτούμε,

ως την στιγμή της απόφασης:

«Θα ‘ρθει μια μέρα που θα σταθώ αγαλματένιος.»

 

Ερχόταν η μεγάλη μάνα και με κεντούσε στον ύπνο.

Πίναμε μαζί καφέ ως τον ξύπνιο,

μαυροντυμένη, με κάτι χαρακιές στα μάγουλα,

ένας θρήνος σιωπηλός, δεν το μπορούσα!

 

Μιλώ για το χωριό μου και το πρόσωπό μου γέρνει. 

Ούτε όνειρο μαύρο δεν ξεθεμέλιωνε 

τα δέντρα και τα σπίτια μας,

κι όμως κάποιοι θρήνοι δεν σταματούν.

 

Η Παναγιά της Λύσης στον θρόνο ποικιλμένη,

στα μοιρολόγια του πένθους την ακούω να στενάζει,

μελαγχολία στους ουρανούς από τότε,

ανασκαμμένο κοιμητήρι, αναστραμμένος κόσμος,

κι οι δεσμοί ακατάλυτοι,

σφιχτά δεμένοι,

γι’ αυτό λέω σε σας που απομείνατε:

ένα κουβάρι η Ιστορία μας,

πανάρχαιο, μυθικό,

ξαναβρείτε την αρχή, ξεδιαλύνετε,

δεν είναι μόνο όσοι θα ’ρθουν

αδικημένοι από τις πράξεις μιας γενιάς,

είναι κι όσοι περάσαν

κι ανάψαν αίμα και φωτιά γι’ αυτή τη γη,

να τη διαφεντεύουμε χωρίς ξανθές χειροπέδες

ούτε την κόκκινη πληγή στον Πενταδάχτυλο.

 

ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Ο Πιερής μ’ έβλεπε ν’ απλώνω μπόι,

καιρός να πάμε στο Γυμνάσιο,

πόλη χωμένη στην άμμο,

να σε χαράξουν τα γράμματα.

Πάγαιναν άλλοι στη Χώρα,

τα λεωφορεία της γραμμής,

πρωινό ξύπνημα,

κεφαλάκια της βρύσης,

ο αυγερινός συντροφιά.

 

Σφιχταγκάλιαζα τον πατέρα,

ορθός, ακλόνητος, στύλος στην κρίση,

τ’ αχνάρια του κι εγώ μικρός μελετώ.

 Ξανοιγόμαστε στη Σαλαμίνα,

χαιρετούσαμε τους φίλους, 

τους προγόνους ζωντανούς,

αγαλματένιες μορφές συγγενικές,

βαφτισμένοι στην ίδια κολυμβήθρα,

φτερούγες αετού,

χαραγμένη στο σανίδι, στη σκηνή

μια σεβάσμια μορφή βροντερή:

«Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί, όντες ο κόσμος λείψει».

Ο θάνατος γυρόφερνε τ’ αγάλματα

Το γυμνό μάρμαρο εναρμόνιζε τα χελιδόνια

στη Σαλαμίνα,

στην ιστορία των μικρών παιδιών.

 

ΣΧΟΛΗ ΕΦΕΔΡΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ

Χωμένο στην άμμο το Γυμνάσιο

άπλωνε τον δείχτη εκεί,

στη Μητρική Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών.

Μεγάλος πόθος η Σχολή των Ευελπίδων,

με στρατιωτικό πηλήκιο,

ξίφος περήφανο,

λεβεντονιός στις παρελάσεις

κι απόφαση θανάτου.

 

Μιας γροθιάς  φωνή μ’ έσπρωχνε: 

«δεν είσαι για τέχνες και λόγια,

μα για πράξη κι έργο».

Κι η καρδιά ηρεμούσε,

το πρόσωπο γαλήνευε,

χαμογελούσα στον ύπνο,

πίστευα στη φωνή,

άκουα, υπάκουα,

και το χέρι κατεύθυνε ψηλά στα βουνά,

θυμίαμα στον Ύψιστο.

Κάποτε την έβλεπα στον ύπνο την ίδια τη μάνα μου,

ένα μεγάλο νησί, μαυροντυμένο:

«Ν’ ακούς, γιε μου, τη φωνή της μάνας,

τα βάθη και τις ρίζες των δέντρων μας», έλεγε.

 

Φωτιζόμουν, άνοιγαν δρόμοι,

πόρτες και παράθυρα,

μου ζητούσαν την ανάσα του καλοκαιριού,

ένα ποτήρι δροσερό καθαρό νερό.

 

Με όλη τη δύναμή μου,

αίμα και σάρκα, ύλη και πνεύμα,

δηλητήριο κι αφιόνι η Σχολή Ευελπίδων,

γκρεμισμένα σπίτια,

όπως εκείνα στα χωριά

με τα πλιθάρια.

 

Κουβαλούσα τα συντρίμια ως τον Αγρό,

έγερνα τους ώμους,

τα ΄λεγα στο μικρό «Αετόπουλο»

«Να κυνηγάς τα όνειρά σου ως το τέλος».

Κι εκείνος τα ‘δενε κόμπο στο μαντήλι,

να τα ψιθυρίζει η μνήμη  στα παλικάρια του χωριού:

«Να κυνηγάς τα όνειρά σου ως το τέλος».

 

Τα πληγωμένα μου χέρια φώτισε μια νύχτα

στον ουρανό λαμπρό αστέρι:

«Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών»!

Να κολυμπήσω στα τρεχούμενα νερά της

ν’ ακούω τα γάργαρα «εύγε» των δασκάλων,

θερμή η παλάμη των συμμαθητών

διάπλατες αγκαλιές κι εβίβα

«στην υγειά των δικών μας».

 

Ένα αστεράκι στο χιτώνιο καρφωμένο στα σύνορα,

«Έλλην Αξιωματικός του Στρατού»,

τιμημένη στολή των εμβατηρίων,

στο κεφάλι δοξασμένο πηλήκιο.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Το νησί γυρόφερνε στους λογισμούς,

μαυροντυμένη η μάνα στο λιακωτό,

να της μιλώ με δίστιχα,

τον κύρη στο καφενεδάκι,

μεγάλη περηφάνεια,

θα ’χα πολλά να λέω τις νύχτες στους αντάρτες,

στα παιδιά του Παπά.

Τα σύνορα μακρινή περιπέτεια,

να μαθαίνουν οι φίλοι, να τους κεντά η μνήμη.

Σύντροφος παντοτινός το πιστόλι στη μέση

και το σαρκίο ξεγραμμένο.

Σταλαματιά -σταλαματιά πίνω τον θάνατό μου.

 

ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

Ποδοπατημένη, προδομένη σημαία  κι ο σταυρός μας.

Τα μαστάρια της Μεσαριάς σπάραζαν

τ’ απομυζούσαν ξένοι, με τίναζαν στον ύπνο εφιάλτες. 

Πανώρια κόρη ξαγρυπνούσε στο προσκέφαλό μου,

ώσπου κάποτε, τον Γενάρη του 1955,

πυκνώνουν τα όνειρα, παίρνουν χρώματα ζωηρά

με σταυροβελονιά να κεντούν νεύρα,

σάρκες και οστά. Η λευτεριά

δεν ήταν αερικό σε κενό αέρος.

 

Ο αρχηγός Διγενής, στητός εγώ

προσοχή στο πρόσταγμά του,

σ’ ευχαριστώ, πατρίδα, που με διάλεξες.

 

Η Κλωθώ ξετυλίγει το  κουβάρι,

τα μυστικά κλειδιά σχισμές στο φως,

η καρδιά μου χτυπά πασχαλιάτικα,

σαν μαθητούδι πετώ ψηλά το πηλήκιο

στα γαλάζια χρώματα.

 

Χωρίς τον όρκο των λοιπών,

έφτανε ο λόγος της στρατιωτικής τιμής μου.

Ο αγώνας θα είναι σκληρός, αιματηρός.

Μετρημένοι, σκελετωμένοι κι άοπλοι εμείς, 

μα η ψυχή γυπαετός,

αλύγιστη στα σκληρά χρόνια,

στήριγμα στον αδύνατο,

τον φτωχό, τον αδικημένο.

Ακούτε και ανοίγετε το νου.

 

ΤΟΜΕΑΡΧΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Στις 26 Ιανουαρίου του 1955,

μεγάλη μέρα για μένα,

τομεάρχης Αμμοχώστου, ο Ζήδρος,

του Ολύμπου κλεφταρματολός.

Με το λεβέντικο τραγούδι

«Αφήνω γεια στον Όλυμπο , σ ' όλα τα κορφοβούνια,

 σ' εσάς λημέρια μου έρημα, πλατάνια με τους ίσκιους,

βρυσούλες με τα κρυά νερά και χαμηλοί μου κάμποι.

Αφήνω γεια στους σταυραετούς και σ' όλα τα ξιφτέρια,

αφήνω γεια στον ήλιο μου και στο λαμπρό φεγγάρι

που μου ΄φεγγε να περπατώ σαν άξιο παλληκάρι.»

 

Το τοπίο αντιγραμμένο κι εκεί κι εδώ,

το χώμα ελληνικό, λεβέντικη μουσική στον αέρα

στα δροσάτα δέντρα.

Λίγοι εμείς,

στείλε, Θεέ μου, τα παιδιά σου.

 

Γονατιστοί μπρος στο ευαγγέλιο για τον τρανό τον όρκο

Αντώνης Παπαδόπουλος, Σωτήρης Έλληνας, Παύλος Παυλάκης,

Κυριάκος Μάτσης, ο φίλος μου στα σύνορα,

η θαυμαστή αγάπη, ο φιλοσοφημένος νους

με το διάχυτο ερωτηματικό στον αέρα.

 

«Λάβετε φάγετε το σώμα και το αίμα μας»

Για τη νέα γενιά.

 

ΠΡΩΤΗ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1955

 

«ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ,

 Ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων μᾶς ἀτενίζουν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν τὴν Ἑλληνικὴν Ἱστορίαν

διὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐλευθερίαν των, οἱ Μαραθωνομάχοι, οἱ Σαλαμινομάχοι, οἱ τριακόσιοι τοῦ Λεωνίδα καὶ οἱ νεώτεροι τοῦ Ἀλβανικοῦ ἔπους. Μᾶς ἀτενίζουν οἱ ἀγωνισταὶ τοῦ '21, οἱ ὁποῖοι μας ἐδίδαξαν, ὅτι ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπὸ τὸν ζυγὸν δυνάστου ἀποκτᾶται μὲ ΑΙΜΑ.

Μᾶς ἀτενίζει ἐπίσης σύμπας ὁ Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖος μᾶς παρακολουθεῖ μὲ ἀγωνίαν ἀλλὰ καὶ μὲ ἐθνικὴν ὑπερηφάνειαν.»

 

Πρωταπριλιάτικο δεν ήταν ψέμα το ΄55.

Λάμψαν οι βουνοκορφές στα χωριά,

βόγκηξαν οι πόλεις, στέναξε η περιφραγμένη γη,

πολύς ορυμαγδός σηκώθη,

συρματοπλέγματα πέσαν,

αχτίδες φωτός διαπερνούν της σκλαβιάς το σκοτάδι,

ορμητική πνοή από τα σπλάχνα μας,

να σβήσει όπου γης τον ξένο, 

τον κόρακα που μας σπαράζει.

 

Μνημονεύετε Μόδεστο Παντελή.

Η απειρία μας να γίνει πείρα με το αίμα του,

η άγνοια να γίνει γνώση με τον ενθουσιασμό του,

έγνοια για τον καθένα και για όλους μας.

Τι είναι τύχη, τι ατυχία, τι μοίρα του δύσμοιρου τόπου μου;

Στα χέρια μας κι αυτά, χωρίς όπλα, χωρίς πυρομαχικά,

η στρατιά των αμάχων,

των μαχητών μόνης της καρδιάς.

 

Στην επίθεση στη Δεκέλεια  ένα κομμάτι άσπρο χαρτί

με τη φωτογραφία και τα δακτυλικά μου αποτυπώματα,

η ταυτότητά μου στα χέρια του κατακτητή.

 

Η αστυνομία καταζητεί τον αντάρτη,

τον μαχητή της ένωσης, τον ατρόμητο επαναστάτη.

 

Επικηρυγμένος,

η φωτογραφία μου στον τοίχο και στους στύλους των ηλεκτρικών

περιγελούσε το θάνατο με τ’ ανάρια μου δόντια στην πλατεία του χωριού.

Κι ο θάνατος να σιγομουρμουρίζει στο πλευρό μου.

 

ΛΑΠΗΘΟΣ ΚΑΡΑΒΑΣ

Πέντε χιλιάδες αργύρια για τον Ιούδα.

Η Λύση μ’ αγκαλιάζει σφιχτά, δεν μ’ αφήνει να φύγω,

όμως πρέπει,

για λίγες μόνο μέρες, της λέω,

κι ύστερα για τον Καραβά,

στο Μοναστήρι της Αχειροποιήτου,

με τις πατημασιές του Κανάρη,

χαραγμένες στους βράχους και στη μνήμη μας.

 

Της ερημιάς το μοναστήρι,

της ομορφιάς,

της μοίρας μου το μοναστήρι,

η εκκλησιά σου, Παναγιά μου.

 

Καραβάς και Λάπηθος,

πλούσια κεντίδια της γης μας,

ν’ αγναντεύουν τη θάλασσα,

να δροσίζονται στους ανέμους,

λεμόνια, πορτοκάλια, κίτρα,

ο Πενταδάκτυλος κορώνα στέμμα καταπράσινο,

αρχοντοπούλα με νεράιδες των πηγών και των δέντρων,

το γαλάζιο τ’ ουρανού και του πελάγου,

γλυκός χειμώνας, δροσερό καλοκαίρι,

ασφαλισμένα στην αγκαλιά του βουνού

στη γαλήνη της θάλασσας.

Ακούω τις νύχτες τις οιμωγές των προγόνων μου,

πειρατές, Άραβες επιδρομείς,

κι η Λάμπουσα

λάμπει στον πλούτο και στο ασήμι.

Τεχνίτες σκυμμένοι στο αργαστήρι,

μια ζωή μεράκι, αγάπης χρέος στην ομορφιά.

 

Ο τόπος μας κεντίδι σε νυχτέρι παρθένας

Ιστορία γραμμένη με ιδρώτα και αίμα,

ο χρόνος με τις αφηγήσεις των γιαγιάδων,

ο τόπος με τ’ αχνάρια των παππούδων

ζυμωμένα με το χώμα κειμήλια.

 

Κι η ιστορία μας γράφει και γράφει

για τους Φράγκους, τους Βένετους, τους Τούρκους

την Αγγλιτέρα,

την εξευγενισμένη αποτρόπαιη κυρά.

 

Οι αρχαίοι μου πρόγονοι ανεξίτηλοι,

του Βυζαντίου οι εκκλησιές

κι ο σταυρός του μαρτυρίου.

Κατεβαίνει στον λογισμό μου η Παναγιά,

με τους δίσκους της Λάμπουσας.

Ο τόπος σου πλούτος και λάμψη

λέει και ξαναλέει

κι ακούω το κλάμα των κυμάτων

και πώς να σου σπουγγίσω, μάνα, τα δάκρυα;

 

Στης Αχειροποιήτου το μοναστήρι,

τριγυρνώ στα ερείπια

πρωτοχριστιανικής βασιλικής,

ένα ρίγος κι ένας πόθος στην ακρογιαλιά.

Στοές, τόξα, κελιά, δωμάτια,

κι ο ίσκιος της μάντρας,

κι ο ήχος του σήμαντρου στο μισοσκόταδο,

αναμμένο ένα καντήλι από μένα

μπροστά στο ξυλόγλυπτο εικονοστάσι

για την ψυχή των μακαρισμένων της γης μας,

γι’ αυτούς που πέρασαν και που θα ‘ρθουν

κι εγώ τους χρωστώ.

 

Χαϊδεύω τον πωρόλιθο,

συναντώ την παλάμη του κτίστη,

του μαρμαροπελεκητή το χέρι,

ξερακιανό, επιδέξιο

να πελεκά την πέτρα,

λουλούδια να βγάζει στο φως,

η χαρά του ιδρώτας ποτίζει τις πέτρες.

 

Στον τοίχο οι ιεράρχες

Χρυσόστομος, Βασίλειος, Γρηγόριος,

 

 

 

Θεολογούν,

να στήνουμε κουβέντα,

μισοκατεστραμμένες τοιχογραφίες

στην προσευχή

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.

Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.»

 

Ένα μοναστήρι ξεγδαρμένο, ξεφτισμένο μια και δυο,

πυρπολημένο από Καραμανίτες, μια και δυο,

ληστές και πειρατές σκάβουν την αυλή του,

ανοίγουν τρύπες στο χώμα, στους τοίχους,

πίνουν νερό στις χούφτες

κι οι φωνές τους σκαρφαλώνουν στα δέντρα

νυχτιάτικα.

 

Μια ζωή στο δρόμο,

μια ζωή στο ξένο αγριοβόρι,

κι  ύστερα με τα παλικάρια μου

σ’ ένα ερημοσπίτι, στο περβόλι του Χαρμαντά.

Σε κάθε μου βήμα η Βασιλού

αγκαλιάζει με τα δυο της χέρια το νου μου,

με δυόσμο και βασιλικό.

 

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Κάθομαι καμιά νύχτα και λέω,

αυτές τις νύχτες τις αξέχαστες στον Αγρό

μέσα στην ασφάλεια των φίλων,

τους καπνούς της τσιμινιάς,

βγάζω τη φωτογραφία της Βασιλικής μου από το πουκάμισο,

«Ο κουμπάρος», λέω,

το χαϊδευτικό της ψευδώνυμο,

η βασιλικιά της γλάστρας μου,

της μυρουδιάς και του σταυρού λουλούδι.

 

Σπηλιές που με δεχτήκατε στον πυκνό αγέρα σας,

κι ο «Κακοτρής» στον Καραβά,

πορτοκαλιές ν’ ανθίζουν κι η αγάπη μου φτεροκοπά,

ο  Παπασταύρος ξέρει.

 

Η Βασιλική στα μαύρα της, 

ο αρραβωνιαστικός «εχάθη»,

μαράθηκε ο βασιλικός,

κλαίει και τον ποτίζει.

Δακρύζει, νιώθω το,

άλλο δεν το  αντέχω.

 

 

ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ

«Δώσε τη διάτα Διγενή, να πάρω κείνην π’ αγαπώ,

να γαληνέψει η θάλασσα να κελαηδήσουν τα πουλιά

ψηλά στα κορφοβούνια σου, στα κλέφτικα λημέρια.»

 

Φέρτε την κόρη απ’ το χωριό, κατέβασ’ την στη χώρα

κι από κει να μη σας δουν απ’ τα χωράφια το δρομί,

σε περιβόλι καρτερεί, κάπου Κοντέα -  Λύση,

ένα παιδί θα κατεβεί εκεί κοντά στη βρύση,

θα της ζητήσει κρύο νερό «Εις την υγειά του Ζήδρου».

 

Κι η κόκκινη στα μάγουλα Βασιλική δεν ξέρει

το ποιο παιχνίδι παίζεται,

μα τον Γρηγόρη αγαπά

τα μαύρα να τα βγάλει.

 

Νύχτα γιομάτη αρώματα της λεμονιάς, πορτοκαλιάς,

να ρθεις με την αγάπη μου στην εκκλησιά,

κουμπάρα και κουμπάρος,

ο Παπάσταυρος κι η παπαδιά, όλοι μαζί. 

Την εκκλησιά ζώνουν τα παλικάρια.

 

Σκιρτά ζαρκάδι η π’ αγαπώ τρέμουν τα φυλλοκάρδια της,

τα δευτερόλεπτα βαριά, η αγωνία ιδρώτας,

στον δρόμο φίδια ολόμαυρα και βρέθηκαν στη Λάμπουσα,

η κάμαρη ετοιμάστη

και οι κουμπάροι ανήσυχοι.

Μόνο ένα παιδί μικρούτσικο έπιασε το τραγούδι:

«Ω Παναγία Δέσποινα με τον Μονογενή σου

στ’ αντρόγυνο που γίνεται να δώσεις την ευχή σου!

 

Ώρα καλή κι ώρα χρυσή κι ώρα ευλογημένη

τούτη η δουλειά π’ αρχίσαμε να ΄ναι στερεωμένη.»

 

Μπαίνω κι εγώ στην εκκλησιά με τ’ όπλο μου στον ώμο

Σ’ ένα τραπέζι τ’ ακουμπώ, σακάκι στρατιωτικό,

Η αγκαλιά μεγάλη

Και ο Παπάς με τρανταχτή γλυκιά φωνή μάς ψάλλει

«Άγιοι μάρτυρες, οι καλώς αθλήσαντες»

«Ους ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη  χωριζέτω.»

 

Στεφάνια στα κεφάλια μας, στεφάνια ελιάς και δάφνης.

«Να ζήσετε» λέει ο παπάς,

«καλό βλήμα, καλό βόλι, καλή λευτεριά»

εύχεται ο Γρηγόρης.

10 Ιουνίου 1955.

Στεφάνι από ελιά ολοτίμητο στη μάνα και στον κύρη

για να φιλήσουν στέφανα.

Και στους δικούς της Βασιλούς.

«Δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς.

Δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς.»

 

 

 

Με τον Στυλιανό Λένα και τον Κώστα Ιωάννου αποτελούν αντάρτικη ομάδα στο Μαύρο Όρος.

Επιχειρήσεις στην Αγύρτα και στον αστυνομικό σταθμό Λαπήθου

Τον Ιούλιο μετακίνηση στην Καλογραία ψηλά στο βουνό, στην κορυφή «Σκαλί».

Ομάδα: Γρηγόρης Αυξεντίου, Στυλιανός Λένας, Θάσος Σοφοκλέους, Κώστας Ιωάννου και 

Χαράλαμπος Καμπούρη, Φώτης Παπαφώτης

Σημαντικά γεγονότα (1) η σύλληψη του Μιχαλάκη Καραολή, που ερχόταν να καταταγεί στην ομάδα του Αυξεντίου. (2) ο ερχομός του Χατζημιτσή, πράκτορα των Άγγλων.

Μετακίνηση από το Σκαλί στο Μαύρο Όρος, στη Μάλλινα, χειμερινό κρησφύγετο.

3 Οκτωβρίου

Ο στρατηγός Τζων Χάρτιγκ κυβερνήτης της Κύπρου

4 Οκτωβρίου

Καταδρομική επιχείρηση στον Αστυνομικό Σταθμό Λευκονοίκου. Ο Χατζημιτσής πρόδωσε στους Άγγλους μυστικά της Οργάνωσης. Οργή Διγενή γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη ειδοποιήσεις του. Θέλει να τιμωρήσει τον Αυξεντίου

21 Οκτωβρίου

Παραδίδει τον τομέα Πενταδάκτυλου στον Θάσο Σοφοκλέους

29 Νοεμβρίου

Στα λημέρια των Σπηλιών. Τομεάρχης Πιτσιλλιάς, ενώ του αντάρτικου ο Ρένος Κυριακίδης.

5 Δεκεμβρίου

Ανατίναξη του ηλεκτρικοὐ μετασχηματιστή στον Καρβουνά με τους: Χρίστο Τσιάρτα, Κυριάκο Κόκκινο, Γεώργιο Μιχαήλ, Γεώργιο Λοϊζίδη – Απόστρατο, μετέπειτα συνεργάτη των  Άγγλων.

Ψευδώνυμα: Ζήδρος, Ρήγας, Αίας, Άρης, Ζώτος.

11 Δεκεμβρίου

Η μάχη των Σπηλιών. Ομίχλη. Βρισκόμενος ανάμεσα σε δυο ομάδες Άγγλων χτύπησε και τη μια και την άλλη, ώστε οι  Άγγλοι να αρχίσουν να αλληλοσκοτώνονται.

Αγία Ειρήνη. Καννάβια,  Σαράντι. Λαγουδερά. Προστίθενται στην ομάδα ο Αυγουστής Ευσταθίου και ο Ιωάννης Παύλου (Πιπίνος). Σε μια καλύβα νύκτα των Χριστουγέννων.

Ανδρέας Αντωνιάδης (Κεραυνός) μετέπειτα συνεργάτης των Άγγλων. Ο Γρηγόρης αφήνει γένια. Ψευδώνυμο Άρης.

Άλλοι αντάρτες στην ομάδα Χαράλαμπος Χριστοδούλου, Μπαταριάς, Γεώργιος Μάτσης, Αντωνάκης Αντωνά και Πέτρος Στυλιανού.

 

ΣΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟ

Ο Πενταδάχτυλος ψηλαφούσε σκιές.

Εκεί ο Γρηγόρης, νυχτοκόρακας σε οικόπεδο,

μόνος, χωρίς νερό, κι ο Λένας πατά στα βράχια,

μαζί του στη σπηλιά, στον Κακοτρή του Καραβά.

Προκλητική μια πέτρα εξέχει,

χτυπά ο Γρηγόρης, η πέτρα πέφτει, το νερό κελαρίζει:

«Ευφράνθητι έρημος διψώσα, ότι ερράγη 

εν τη ερήμω ύδωρ, και φάραγξ εν γη διψώση»

λέει ο Στυλλής.

 

Ηχήστε ταμπούρλα του πολέμου, στήστε  χορό,

υποδεχτείτε τον στρατάρχη κυβερνήτη

που έρχεται να μας συντρίψει!

Στου Λευκονοίκου το πολίτσι

έφοδος, φορτώστε τα όπλα τους,

θραύσματα στους ορίζοντες να γίνει

η ράβδος του Τζων Χάρτιγκ!

 

Στην Καλογραία ψηλά στο βουνό,

στο «Σκαλί», μ’ αναστατώνει μορφή ονείρου:

 «Αντρέα Δημητρίου, Μιχαλάκη» βάζω φωνή

«σέρνετε πρώτοι τον χορό, ολόρθοι»

«Αντρέα Δημητρίου, Μιχαλάκη Καραολή».

κι αυτοί αραχνοΰφαντοι,

βαρύς σταυρός, σχοινί αγχόνης.

Βουνό πλακώνει τα στήθη μου,

μαράζωσαν τα σωθικά μου.

 

Ξανθά κεφάλια χίλια σφίγγουν τον κλοιό

σκυλιά κι ελικόπτερα, σιδερένια χέρια.

 

Από το Σκαλί στο Μαύρο Όρος,

σταυροκοπιέμαι, προσπίπτω στη σκέπη σου,  

Παναγιά μου Κανταριώτισσα,

κρύβω στην καρδιά μου τα λόγια σου,

Αντιφωνητή  μου αρχάγγελε!

 

«Κρεμάσαμεν το τομάρι μας στο παλλούκι

και μετά βγήκαμε στον χορό.

Τι έχομεν να φοβηθούμε;»

χαράζω στο χώμα ανεξίτηλο,

δοσμένος στη γη μου ολάκερος

στη ζωή και στον τάφο μου.

 

Αυτός ο θάνατος μόνο λυτρώνει:

ο θάνατος του φόβου του θανάτου.

Μέρα και νύχτα τον λιώνω

κάτω από τις πατούσες μου

«θανάτω θάνατον πατήσας».

Έτσι να ζήσουμε, παιδιά μου,

μια ζωή μέσα στο φως,

γαλάζιο φως του Παρθενώνα.

Κεφάλι σηκώνει ο θάνατος

κι εγώ καταπατώ τον.

 

Οι πέτρες αγκομαχούν στο βουνό,

ιδρώνουν τις νύχτες,

στενεύει του σατανά ο κύκλος.

Τα κορμιά τους αχνίζουν, τα όπλα τους στράφτουν, 

τανάλιες παντού, τη νύχτα εφιάλτες

καταπίνουν το αίμα, κατατρώνε τις σάρκες.

Ποιανού το δίκαιο θα νικήσει στο τέλος;

 

Ο Πενταδάχτυλος δεν λέει πια παραμύθια,

σκληραίνει ο αγέρας,

ανασαίνω κακοτράχαλες ώρες,

διωγμένοι, καταδιωγμένοι,

ούτε τ’ αχνάρια των ποδιών μας στους βράχους.

Πώς αποχαιρετώ τα λημέρια,

τα δέντρα, τα μυστικά τους κλαριά!

 

Κι ο Διγενής μηνύματα να φέρουν περιστέρια,

στήνει τ’ αυτί, ακροάζεται, στο χώμα καθηλώνεται,

σφίγγεται η καρδιά του:

«Βουνό μου Πενταδάχτυλε, πού είναι τα παιδιά μου;

Ανάμεσό τους η οχιά, κι αυτοί τ΄ αυτιά τους κλείνουν!

Δεν τον ακούν τον Διγενή!»

 

Κι αυτός πάν΄ στην οργή του:

-«Παλικάρια που δεν υπακούν, να τα βροντήξω κάτω,

όποιοι κι αν είναι! Αητοί πήραν το γράμμα μου:

Μ’ ένα κοντύλι σβήσετε τον άτιμο προδότη.…»,

μονολογεί.

Κι ο Λένας, στη σπηλιά στον Κακοτρή του Καραβά,

κι εγώ σκυφτός, υπάκουος, πειθαρχικός στον αρχηγό:

«Αναφέρω παράδοσιν ομάδας ανταρτών εις Ξάνθον.

Ζήδρος.»

Υψώνω τα χέρια στις εντολές σου.

 

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Τις ημέρες εκείνες, στις 21 Οκτωβρίου 1955, ο γιος του Πιερή και της Αντωνούς, Γρηγόρης Αυξεντίου με διαταγή του οργισμένου Διγενή, παράδωσε τον Πενταδάκτυλο στου «Ξάνθου» τις παλάμες.

Ο Διγενής τον τιμωρεί, τον παύει από τομεάρχη του βουνού, γιατί, καλόκαρδος, δέχτηκε μιαν οχιά στους κόλπους του, ένα δραπέτη φυλακών.  Ο Θάσος – Ξάνθος στέλνει μήνυμα στον αρχηγό του: «Ο Γρηγόρης είναι άξιος, μικρός εγώ κοντά του.»

Μα η προδοσία σκυλί λαγωνικό. Τους κυνηγούν χιλιάδες χαλκοχίτωνες οχτροί. Χάνονται τα ίχνη της ομάδας, διαλύεται. Κι ο Διγενής στου Τροόδους το λημέρι καλεί τον Γρηγόρη.

Κάπου κοντά στα Σπήλια, Νιόβρης ΄55, ολονυχτίς στη μοναξιά ο Γρηγόρης απαγγέλλει Παλαμά. Κάπου ψηλά στους ουρανούς τ’ αστέρια κουβεντιάζουν κι οδηγούν: « Δείξτε μου τη στράτα, εσείς που ξέρετε, τιμή σας και τιμή μου.»

 

Ο Διγενής οργίζεται κι η γη τόνε τρομάζει.  

Στον κλεφτοπόλεμο κεφάλι δεν σηκώνει καμιά παρακοή,

«Εμπιστοσύνη στην οχιά στον κόρφο σου;

Σκοτώνει και σένα και τους αθώους στην ψυχή,

γενναία παλικάρια», μου λέει.

Κι εγώ κλίνω το κεφάλι.

Ανθρώπινα τα λάθη.

Κι η μεταμέλεια.

 

5 Δεκέμβρη του ΄55

Ήρθε όμως ο καιρός για τρίδιπλα χτυπήματα

μ΄ όλη τη ζέση της ψυχής

ηλεκτρικό ηφαίστειο στη γη μας,

στο σταυροδρόμι κάρβουνα να γίνει ο σταθμός

τα βράχια να μαυρίσουν στον Καρβουνά σαν πρώτα,

φωτιά λαμπρή να λάμψει στο σκοτάδι

λιωμένα της σκλαβιάς τα σίδερα να δούμε

και τα πουλιά στο ράμφος τους κλωνάρι δάφνης

«Κάτι να καταφέρουμε κι εμείς»!

 

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΣΠΗΛΙΩΝ

 

Μάχη στα Σπήλια 11 του Δεκέμβρη 1955

Σάλπιγγες ηχούν εγερτήριο, βράχοι βροντούν στις σπηλιές,

εκεί στην άκρα σιγή, στις ρίζες των δέντρων,

κεφάλια σαλεύουν ξανθά,

κρωγμοί ορνέων, γαυγίσματα σκύλων.

 

Στη σκοπιά σκίζονται μαύρα τα πέπλα,

αναμμένα δαδιά στον κλοιό, φωτιά σ΄ ανίερα χέρια.

Ταράζουν τον Διγενή μες στα κυκλώπεια τείχη,

στα κρησφύγετα- κάστρα που σειούνται.

 

Κι έτσι πετιέμαι αητός, ρομφαίας Αρχάγγελος,

ομίχλη τυλίγει στο άσπρο πανί της  δέντρα και βράχια, ξιφολόγχες

αναμαλλιασμένα κεφάλια.  

 

Με μια ψυχή σιδερόφρακτη ξερνώ δεξιά σιδερικά

ξερνώ ζερβά ριπές φωτιάς

με βαρελάκια στον γκρεμό κυλιέμαι.

 

Σκεπάζει τα μάτια σκοτάδι, σφαίρας κροτάλισμα σταυρωτό 

τυφλό σκοτάδι, στον νου μαυρίλα, τραγωδία στου φονιά τα παιδιά:

ξένος τον θάνατο σκορπίζει στον ξένο αδελφό του,

χαλκοχίτωνας σκοτώνει χαλκοχίτωνα

πολύς ορυμαγδός σηκώθη, κλαγγή των όπλων,

λίγες οι μέρες της ζωής τους και δεν το ‘ξεραν.

 

Πετώ αητός από ράχη σε ράχη.

Πέτρες κυλούν στο ποτάμι.

 

Λεύτερη φλόγα να μείνει η καρδιά του νησιού,

μύθος και θρύλος του αντάρτη, πρώτη χρονιά του αγώνα,

σώστε τον αρχηγό!

 

Αν γκρεμιστούν τα κεφάλια,

μεγάλος ανοίγει ο τάφος στα Σπήλια,

Κυριακήν ημέρα!

Κι όλο το νησί, στον βυθό του πόνου,

στον βυθό της μαύρης οργής

να πεθαίνει για πάντα!

Κάλλιο να κλείσουν τα μάτια μου

παρά να χαθεί ο Διγενής!

 

Ο αρχηγός στεριώνει το βήμα σ’ άλλα λημέρια.

Καταυγάζει τα σωθικά η χαρά, σωτήρια λάμψη,

σε κύματα φωτός τ’ αδέλφια οι αντάρτες

κι εγώ μες στην άγρια χαρά μου κραυγάζω:

«κρεμάσαμε το τομάρι μας στο παλλούκι

και βγήκαμε στο χορό.

Πόσες είναι οι μέρες της ζωής μου;»

 

Η καρδιά μου ασυγκράτητη στο χαρτί ξεχειλίζει:

 

« Αγαπητέ Πάρη. Πήρα το γράμμα σου και είδα την άδικη ανησυχία σου για το βιολί μου. Το δικό μου βιολί δεν πρόκειται να πέσει ποτέ στα χέρια των «κότσιηδων» εφ' όσον είμαι ζωντανός. Το ’χω τώρα που σου γράφω στα γόνατά μου κι είμαι περήφανος γι' αυτό, γιατί έπαιξα κάτι όμορφους σκοπούς στην περίπτωση που μου γράφεις. Έστησα ένα σπουδαίο παιχνίδι στους «κότσιηδες» που θα το θυμούνται εφ' όσον υπάρχει Βρετανικός στρατός. Έβαλα δυο τάγματα κι αλληλοσυγκρούονταν και γέμισαν την χαράδρα πτώματα, κι εγώ έφυγα κατρακυλιστός με τον τρόπο που ξέρεις μέσ' απ' τα μάτια τους. Είχα και συνοδεία δυο απ' τα περίφημα σκυλιά τους. Είναι της τύχης μου φαίνεται όπου πάω να με κυνηγά η προδοσία. Δεν έφτασα να καλοκάτσω όταν έφυγα από κοντά σας και εφάνη αμέσως ο προδότης. Τώρα τρέχω διαρκώς κυνηγημένος από την προδοσία. Το μόνο που έχω να σου τονίσω είναι να φυλάγεσαι από την προδοσία. Τώρα την φοβήθηκα.»

 

Πούπουλα οι ελπίδες πια και φτέρωμα,

Πολλοί χτύπησαν χαρμόσυνες καμπάνες της καρδιάς

σαν άκουσαν τις οιμωγές και τις κραυγές των λόχων

στέριωσαν την πίστη στον αγώνα

βοηθός και σκεπαστής ο Πανάγαθος κι η Παναγιά.

Ολόρθοι εμείς στην ανηφόρα.

 

Κι ύστερα μια γωνιά ν’ αναπαυτώ

στην Αγία Ειρήνη, στα Καννάβια,

τρεις νύκτες μες στην εκκλησιά η μοναχή καρδιά μου

βλέπει της μάχης όραμα, από τα βάραθρα ακούει τις κραυγές

τρεις μέρες και τρεις νύχτες

κι ύστερα Σαράντι και  Λαγουδερά

σταλαματιά- σταλαματιά πίνω τον θάνατό μου,

βυθίζομαι στη θάλασσά μου

π’ ακούω στην ψυχή μου!

 

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Σε μια καλύβα στα Λαγουδερά

ο Ιωσήφ με τη Μαρία

σε μια καλύβα φτωχική,

στη Βηθλεέμ σαν να ’ταν

ανάμεσά μας,

στους σκλάβους που γλεντούν τη γέννηση

κι ένα αστέρι φωτεινό στον ουρανό

ανοίγει την καρδιά μου,

του Μαλακάση ο Μπαταριάς:

 

 

«Μα στο τραπέζι ως κάθουνταν, κι άνοιγεν η φωνή σου,
μεγάλε Μπαταριά!
στο τρίτο κρασοπότηρο, πουλιά του Παραδείσου
ξυπνούσανε κι αηδόνια στα κλαδιά.
Και λίγο λίγο ως γύριζες μες στο τραγούδι, ω θάμα!
παλικαριές, καημούς,
Τ’ αρματολίκι ανέβαζες και την αγάπη αντάμα,
στ’ αστέρια, στο φεγγάρι, στους Θεούς.»

 

 Κι εγώ βαφτίζω «Μπαταριά», εσένα,

Χαράλαμπε Χριστοδούλου, παλικάρι …

 

Μα είναι η νύχτα της γιορτής,

ένα κρασάκι ας πιούμε

με τον Παλαμά,

τον Καζαντζάκη,

μαζί μου ο Νίκος κι ο Τεύκρος κι ο Ονήσιλος

ανοίγουν τα επουράνια και μηνούν

άγγελοι θαρραλέοι

εφτά φορές να σε υμνώ Δέσποινα Παναγιά μου

Χριστέ μου καλώς όρισες

μες στους τριγμούς του ορίζοντα

στα δόντια που χτυπούν του ξένου.

 

Κι ο Άϊς- Βασίλης έρχεται πρωτοχρονιά, στο Παλαιχώρι,

Σ’ ένα κρησφύγετο «του φούρνου»…

Δεν έχει βόμβες στην Καισάρεια,

δεν έχει όπλα,

πρωτοχρονιάτικη γιορτή,

κρυμμένα κυνηγετικά στων χωρικών τα σπίτια.

Δώσε, κυρά μου Παναγιά, δώσε μας νουν και φώτιση,

να πάμε σπίτι του σπιτιού  

ν’ αρπάξουμε τα δίκαννα, τα κυνηγετικά,

ντουφέκια, καραμπίνες, μάουζερ,

φλομπέρ, μαρτίνια,  μακρύκαννα, κοντόκαννα,

περίστροφα, πιστόλια.

1956

Πρωτοχρονιά στο Παλαιχώρι.

Οι μισοί της ομάδας στο σπίτι του Ανδρέα και Μαρίτσας Καραολή.

Ο Αυξεντίου με άλλους συντρόφους στο σπίτι του Χριστόφορου Μιχαήλ Φορή.

Στο σπίτι του Ανδρέα Καραολή κατασκευή του κρησφυγέτου του «φούρνου».

22 Ιανουαρίου

Μεγάλη συλλογή όπλων από τα σπίτια των Ελλήνων.

Η ομάδα του Παλαιχωρίου κτυπήθηκε. Αποτέλεσμα ο τραυματισμός του Κυριάκου Κόκκινου και η διαφυγή του Γιώργου Μάτση. Περισυλλογή όπλων από την ομάδα Αγρού και Αγίου Ιωάννη με τους Μπαταριά και Αυγουστή. Στον Αγρό συνεργασία Αυξεντίου με τον Διομήδη Μαυρογιάννη (Αγαμέμνων). Μεταφορά των όπλων στον Αυξεντίου από τον Στέλιο Παπαχριστοδούλου. Η πρώτη συνάντηση με τον Αυξεντίου.

Στην Παπούτσα δύο κρησφύγετα στις Αετοφωλιές.

Τέλη του Γενάρη

Δραπέτης από τα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης και συνένωσή του με  την ομάδα του Αυξεντίου στην Παπούτσα.

Κρησφύγετα σε σπίτια μαζί με τον Μιχαήλ Ασσιώτη.

Φεβρουάριος

Με τον Γιώργο Μάτση στην Μονή Μαχαιρά. Ηγούμενος Ειρηναίος.

15 Μαρτίου

Κυπερούντα, Χανδριά. Συνάντηση με Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και Ανδρέα Τσιάρτα.

16 Μαρτίου

Στο δρόμο Χανδριών - Αγρού, παρά τα Αγρίδια ύστερα από διαταγή του Διγενή ενέδρα στα Χαντριά εναντίον δύο λάντροβερ και ενός πολιτικού αυτοκινήτου, με θύματα νεκρούς και τραυματίες από τους Άγγλους. Θάνατος Χρίστου Τσιάρτα.

Λημέρια της Παπούτσας. Προδοσία. Περιοχή Αετοφωλιά, Μαχαιράς

26 Μαρτίου

Στα Κιόνια για δύο μήνες. Με ράσο στο Μαχαιρά, ως πατήρ Χρύσανθος. Ο Στυλιανός Λένας στην ομάδα.

29 Απριλίου

Εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας Αυξεντίου

21 Μαΐου

Χωρισμός σε ομάδες, η μια με τον  Στυλιανό Λένα και τον Νίκο Σπανό προς τα Λεύκαρα για ενέδρα και η άλλη ομάδα με τον Γιώργο Μάτση  προς το Παλαιχώρι και πάλι για ενέδρα.

Ακύρωση οδηγιών για ενέδρες. Να συναντηθούν και οι δύο ομάδες στο Φτερικούδι και να κατευθυνθούν προς τα Λαγουδερά. Μετακίνηση Αυξεντίου στο βουνό Κατανάππης, πάνω από τα Λαγουδερά.

Μέσα Ιουνίου

Από Μαχαιρά προς Παλαιχώρι, Άγιο Θεόδωρο, Καλό Χωριό, Ζωοπηγή. Στο σπίτι του Μηνά Μηνά. Χωρισμός Πιτσιλιάς σε τρεις υποτομείς που ανατέθηκαν ο πρώτος στο Γιώργο Μάτση, ο δεύτερος στον Στυλιανό Λένα και ο τρίτος στον Νίκο Σπανό.

12 Σεπτεμβρίου

Στα Λαγουδερά ο Αντώνης Παπαδόπουλος, δραπέτης από τα Κρατητήρια Πύλας στις 8 Σεπτεμβρίου 1956.

13 Σεπτεμβρίου

Μαζί με τον Αντώνη Παπαδόπουλο στον Αγρό στου Παπά Χριστόδουλου, όπου υπήρχε κρησφύγετο.

Νοέμβριος

Επιθέσεις  Αυξεντίου και των ομάδων του εναντίον αυτοκινητοπομπών, αστυνομικών σταθμών και υποστατικών. Οι Άγγλοι τον ονόμασαν «Μαύρο Νοέμβρη». Από το Παλαιχώρι στον Αγρό. Συνάντηση με τον Κυριάκο Μάτση.

 

1956

Κατέβαινε η μάνα μας  τις νύχτες στα σκοτάδια

και μού ΄δειχνε τα χέρια αδειανά.

Άοπλοι να διασχίζουμε τα βουνά, τα λαγκάδια!

Και πώς να αγκαλιάσω τη μητέρα Ελλάδα με παλάμες γυμνές;

Δεν είχαμε όπλα, δεν είχαμε σφαίρες,

μόνο με κάτι πανάρχαιες στις κάννες.

Κι όμως ωμόσαμε να πολεμήσουμε

για λευτεριά, για σφιχταγκάλιασμα με την Ελλάδα!

 

Χωρίς όπλα, χωρίς βόλια;

Κι άρχισε να με σκουντά:

«Να περάσεις μέσα από τη φωτιά και το νερό

μα να βγεις νικητής. σε περιμένω.

Κοίταξε γύρω σου: τα σπίτια γεμάτα!

Δεν ήρθαμε να σκοτώνουμε μαυροπούλια,

λαγούς και περιστέρια.

Για τον λεύτερο άνθρωπο μιλάς.»

 

Κι ανοίξαν τα μάτια μου, πέσαν τα λέπια:

Να χτυπήσουμε τις πόρτες, να μπούμε στα σπίτια,

ν’  ανεβάσουμε στα κρησφύγετα ντουφέκια

να γεμίσει η χούφτα, το μπαρούτι να βουίξει

στις βουνοπλαγιές.

 

Ρίξε, Θεέ μου, απ’ ουρανού και βρόντηξε στις στέγες,

ν’ ακουστεί βαριά η φωνή:

«Δώστε τα όπλα σας! Δεν κυνηγούμε εδώ πουλιά,

δεν θέλουμε τις πέρδικες, ούτε λαγούς ξιδάτους,

πικραίνουμε τις αλυσίδες της σκλαβιάς,

μασούμε, ροκανίζουμε τα σίδερα με φλόγα,

δώστε μας όπλα, αδέλφια.»

 

Κι όμως τις ημέρες εκείνες 

οι χαλκοχίτωνες οχτροί

στήνουν καρτέρι, ερευνούν, πλέκουν το δίχτυ

να μας κόψουν τα χέρια,

κρύβουν παγίδες, οδούς πονηρές,

κωλύματα δόλια,

μας φορτώνουν θλίψη στην πλάτη.

 

Κι εμείς

Αλλού γεμίζουμε σακιά κι αλλού ο αέρας σπέρνει.

 

Καιρός όμως

κρησφύγετα να σκάβουν τις  πλαγιές

ανάμεσα στα βάτα και στις πέτρες

ολονυχτίς παλεύουμε, ολημερίς κρυμμένοι.

Το ‘παμε, το ξανάπαμε: «Κρεμάσαμε

Στο παλλούκι το τομάρι μας  

και βγήκαμε στον χορό,

όσες μέρες κι αν μένουν.»

 

ΕΝΕΔΡΑ ΧΑΝΤΡΙΩΝ- ΧΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΣΙΑΡΤΑ

 

Μετά τη μάχη των Σπηλιών, τη σύλληψη του Τομεάρχη Πιτσιλιάς Ρένου Κυριακίδη και τη διαφυγή του Αρχηγού Διγενή στην Κακοπετριά κι από εκεί στον Κύκκο, τον τομέα της ευρύτερης Πιτσιλιάς ανέλαβε ο Γρηγόρης Αυξεντίου, που ηγήθηκε της μεγάλης ενέδρας στις 16 Μαρτίου 1956, μεταξύ Χαντριών και Αγρού.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 1956

»Η Ομάδα ήταν δεκαεφταμελής. Δύο άνδρες της, οι Πολύκαρπος Γιωρκάτζης και Ανδρέας Τσιάρτας, οι οποίοι απουσίαζαν σε περιοδεία, ειδοποιήθηκαν να φθάσουν το βράδυ της Πέμπτης 15 Μαρτίου 1956. Οι υπόλοιποι 15 άντρες ήταν οι: Γρηγόρης Αυξεντίου, Γεώργιος Μάτσης-«Θαλής», Αυγουστής Ευσταθίου-«Ματρόζος», Χρίστος Τσιάρτας-«Μεγκούλας», Κυριάκος Κόκκινος-«Κίτσιος», Σάββας Κουλλαμής-«Γεροόλυμπος», Χριστόφορος Χριστοφίδης, Ανδρέας Νικολαΐδης, Ιωάννης Παύλου-«Πιπίνος», Μιχαλάκης Ασσιώτης-«Γαλανός», Γεώργιος Μιχαήλ, Γεώργιος Λοϊζίδης-«Απόστρατος», Νίκος Σπανός-«Βελισσάριος» και Χαράλαμπος Χριστοδούλου-«Μπαταριάς».

Οι αντάρτες καρφωμένοι στα βράχια,  

τις ρίζες των πεύκων αγκαλιά,

οι καρδιές τους  γρηγορούν μες στη νύχτα

φάλαγγα περνούν μουγκρητά, φωτάκια στον δρόμο

αρχίζουν τα βόλια, πρώτος εγώ,

άγρια σίδερα ηχούν, σφυριγματιές  στον αγέρα,

ορυμαγδός πολύς, κλαγγή των όπλων,

ανοίγουν οι πόρτες, οι οχτροί κατεβαίνουν, κυλιούνται στο χώμα

ρίχνουν στη νύχτα, στα δέντρα, στις πέτρες, στα βράχια.

 

Ξάφνου ακούω μια φωνή, «μου σίγησε το όπλο».

Φωνή βροντή του έβαλα

«κι αν σίγησε το όπλο σου, βούννα του με τες πέτρες».

 

Πολεμούσαν τα δικά μας κριάρια με τα ξένα κοράκια.

Κατακάθεται κάπου της νυχτιάς η αντάρα,

ο καθένας στο στενό το  στρατί του, 

κουφοί, βωβοί, κλονισμένοι,

κι αόρατο πλανιέται το σύννεφο:

«επιστρέφουμε όλοι ζωντανοί, μετρημένοι;»

 

Μετριούνται λείπει ο Χρίστος μας, κι ο αδελφός μαζί μας

και πώς να πεις και πώς να δεις τ’ αδέλφι του κλαμένο;

 

Οι Εγγλέζοι σ’ ένα αμάξι ριγμένο τον νεκρό

γυροφέρνουν στα χωριά λυσσασμένοι

ουρλιάζοντας «να φτύσει ο λαός  τον νεκρό ‘τρομοκράτη’»,

Κι ο βρακάς της Μαδαρής γονατιστός με υπομονή

την άγια σεβαστή μορφή του προσκυνά,

τον ήρωα της Πιτσιλιάς, τον Χρίστο Τσιάρτα.

 

Μα πώς εγίνην το κακόν;

Ανεβασμένα τα φτερά σαν χόρευε τη νίκη,

ψηλά τα χέρια, δέηση κι ευχή στον ουρανό,

τον περιμένουν τα παιδιά κι η ευγενική γυναίκα,

στου χωριού του την ποδιά οι φουντουκιές,

νερό δροσιάς στην κρύα βρύση,

στους γονιούς και στ’ αδέλφια του

δόξας στεφάνι,

ένα βόλι του οχτρού τον χτυπά,

όλων τα μάτια ήταν κλειστά,

βαρυμένα στον πυκνό καπνό της μάχης

δεν τα ‘φησε η Παρθένα

να ποντιστούν στο φονικό του φίλου!

 

Και τώρα ποιος να θρηνήσει τον Χρίστο τον Τσιάρτα

αν όχι πρώτος εγώ;

Να’ ταν ο Κάλβος, με ποια ωδή θα τιμούσε

του Πολυστύπου την αστραπή;

 

Κι έτσι πιάνω και γράφω στη μέλαινα καρδιά, στον γέροντα γονιό του:

«Σου γράφω, γέροντα, όχι για να σε παρηγορήσω και να σου δώσω θάρρος. Διότι, ένας πατέρας που έδωσε την ευχή του και έστειλε και τους τρεις γιούδες του να πολεμήσουν για τη ΛΕΥΤΕΡΙΑ της Κύπρου δεν χρειάζεται ούτε παρηγοριά ούτε θάρρος. Σου γράφω μόνο για να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη της Πατρίδος και τον σεβασμό μας προς τη μνήμη και τη θυσία του γενναίου παλληκαριού. Και να δώσω εκ μέρους όλων των συμπολεμιστών του τη διαβεβαίωση ότι: Και τον θάνατό του θα εκδικηθούμε και πιστοί στην υπόθεση για την οποίαν έδωσε τη ζωή του θα παραμείνουμε ακλόνητοι. Καμιά ατυχία δεν πρέπει να μας απογοητεύσει, τουναντίον πρέπει να χαλυβδώσει τη θέλησή μας, για να συνεχίσουμε με περισσότερο πείσμα τον Αγώνα»

ΜΑΧΑΙΡΑΣ

Ήταν όμως καιρός στο μοναστήρι του Μαχαιρά

την Παναγιά Παρθένο

στα πόδια της προσπέφτω

και προσκυνώ γονατιστός

να ανοίξει ο γούμενος ο Ειρηναίος τη μονή

ανάπαψη και σκέπη στα παιδιά μας.

 

Φεβράρης, Μάρτης κάπου εκεί

μια στη μονή, στα Κιόνια,

κοντά στον δασοφύλακα,

κι εγώ με μαύρα ράσα

ο πατήρ Χρύσανθος, με γένια, τα γυαλιά μου,

έρχεται φίλος καρδιακός, ο Στυλιανός ο Λένας.

Κι οι καλογήροι στη σκοπιά, καλοί μαντατοφόροι,

φέρνουν τροφή κι ευλογητό  μαζί κι η θεία Χάρη.

 

Μπουκάρουν ξάφνου οι βρετανοί

καλόγερος εγώ, στο μοναστήρι,

προσφέρω τους κεραστικό

χίλιοι στρατιώτες στις γωνιές, χίλιοι στα παραθύρια

κανόνες, τρίγωνα,  διαβήτες,

μοιρογνωμόνια τα μάτια τους στα σχέδια του Ευκλείδη

μην κτίσουμε κρησφύγετα και δεν τα μυριστούνε.

 

Κι εμείς στα βουνά, στο μοναστήρι, στα κρησφύγετα

μελετούμε τους ήχους, την κουκουβάγια, το φίδι που σέρνεται,

το περιστέρι, στους αμπελώνες τα κλαδιά και τα φύλλα που μεγαλώνουν,

τον αγέρα που φυσά στην καρυδιά,

στήνουμε τ’ αυτί στους χυμούς των δέντρων,

μα ακούμε και την καρδιά, τα σωθικά, κάτι δεν πάει καλά,

ένας πόνος, περιμένω και υπομένω, τυφλού οργή και κλώθει με,

και ποιος γιατρός και πού και  πώς να βάλει το νυστέρι.

 

Τις νύχτες χέρια ψηλά  στον ουρανό

ανοίγουν τις φτερούγες και προστάζουν

 «Σφίξε τους γρόνθους, έλα Λεμεσό.».

 

28 Απριλίου 1956

Σάββατο του Λαζάρου, Κυριακή των Βαΐων,

 

Τα μάτια μου υψώνω ξανά στον ουρανό

Χειρουργικό κρεβάτι, αφήνω μυρμηγκότρυπα

Και σκωληκοειδίτιδα

στην κλινική και φεύγω.

Έρχονται τα χελιδόνια, μαύρες φτερούγες

Άσπρη κοιλιά, να πετάξω κι εγώ στον ουρανό μαζί τους.

 

Μεγάλη Πέμπτη, στο μοναστήρι πάλι.

Κύριος φυλάσσει την είσοδό μου και την έξοδό μου

κι ο ηγούμενος στο πάτωμα δίνει μου το κρεβάτι

κι αυτός χαμαικοιτία.

 

ΟΙ ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΦΙΛΟΙ

 

Αετός, αγριοπερίστερο πετώ στα κορφοβούνια                                                                    

μα οι φίλοι μου στις φυλακές και στα βασανιστήρια.

Αγκάθια κρατητήρια Πύλας, Κοκκινοτριμιθιάς

ο Αντώνης Παπαδόπουλος κι ο Κυριάκος Μάτσης.

 

Ανοίξτε φτέρουγες, παιδιά, μέρα της Παναγίας

κι ελάτε σπίτι στον Αγρό, ν’ ανοίξω τις αγκάλες μου.

Οι ορτανσίες φούντωσαν πολύχρωμες ελπίδες.

 

Πέτα ψηλά σαν αετός, μέρα της Παναγίας,

κατέβα από τις βουνοκορφές

έλα κι εδώ, φίλε, να βρεις άγκυρα και λιμάνι

παρηγοριά και στέγη.

Γινείτε πυρ, δέσμη φωτός, λύστε τα σκότη της νυχτός

που δένουν την πατρίδα

 

Το Σεπτέμβρη κοντά του ο  Αντώνης Παπαδόπουλος, που δραπέτευσε από τα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς  (8 Σεπτεμβρίου 1956) και ο Κυριάκος Μάτσης  (δραπέτευσε 13 Σεπτεμβρίου 1956 από τα ίδια κρατητήρια και έμεινε μαζί του ως τον Νοέμβριο του 1956, οπότε ανέλαβε την τομεαρχία Κερύνειας).

Ο Στέλιος Παπαχριστοδούλου θυμάται τον Κυριάκο Μάτση με άλλους να κατεβαίνουν το βουνό. Τους περιμένουν να τους οδηγήσουν στο σπίτι του Παπαχριστόδουλου. Άσπρο φανελάκι ο Κυριάκος, δεν κάνει όμως το λευκό μες στη νύχτα, κι έρχεται με τα στήθια γυμνά στο φιλόξενο σπίτι, ένα φωτόδεντρο στη σκλαβιά.

 

Σε μια επιστολή του προς ένα παιδί ενός συγγενή του γράφει ο Κυριάκος Μάτσης: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από εκείνη που αισθάνεται ένας σαν βλέπει να μετατρέπονται σε πραγματικότητα τα όνειρα, οι ελπίδες και τα ιδανικά του. Το ξέρω πως ο δρόμος είναι δύσκολος, μα είμαστε και εμείς ακούραστοι. Δοκίμασα πιο έντονα τον πειρασμό όταν, περαστικός από το χωριό μου, ήμουν υποχρεωμένος να μη δω τους δικούς μου. Μα έτσι θα είναι πιο έντονη η χαρά όταν βρεθούμε τη μέρα της νίκης.» 

 

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ

Ο Νιόβρης μαύρα φόρεσε, βάνει στιβάνια μαύρα

και κατεβάζει  απ’ τα βουνά όπλα, χειροβομβίδες.

Όπου αυτοκινητοπομπές, όπου αστυνομία,

εκεί κι εμείς κι η μπόρα μας κι οι  Άγγλοι «Μαύρο Νοέμβρη».

Διασκορπισθείτε οι οχτροί  μη δω το πρόσωπό σας,

καπνός σκεπάζει τις σκηνές και τα στρατόπεδά σας.

Όσο μπορούμε! Πείνα και δίψα του καλού.

Η ψυχή πεινά. Διψά για λευτεριά και για δικαιοσύνη.

 

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟ

Το χώμα στενεύει κάτω από το πέλμα μου, μεταφέρει τις πορείες μέσα στη νύχτα, το ανακατωμένο φως του φεγγαριού μέσα στα φύλλα των δέντρων, την ησυχία που σκίζουν σαν χασέ οι συριγμοί στο σκοτάδι.

Βαθαίνω στη ζωή, στη μικρή κουκκίδα από αίμα μπροστά μου, στη γαλάζια επιφάνεια της θάλασσας, στο λευκό των κιόνων της Σαλαμίνας.

Περιπατητής της δικής μου αλήθειας ανοίγω το στήθος στη μοίρα και την προκαλώ να χτυπήσει, γιατί μόνο τότε, στον πόλεμο, θα πετύχω τον στόχο μου, όπως μικροί ρίχναμε τα βελάκια και δεν άφηνα κανένα να με κερδίσει.

Οπλαρχηγός, αρχηγός, υπαρχηγός, δεν είναι οι λέξεις που στριφογυρίζουν στον νου αλλά η πράξη. Ζωσμένος το πιστόλι να ξέρω γιατί πολεμώ, να νιώθω τη σιγουριά της ψυχής μου, την ευθύνη για τα παλικάρια μου, μερόνυχτα να υπηρετώ, να ξαγρυπνώ στη σκοπιά, να σχεδιάζω την ενέδρα με τον ανύπαρκτο σχεδόν οπλισμό μας.

Όλο χαϊδεύω τον θάνατό μου, στο πρόσωπο, στα γένια, στα χοντρά γυαλιά. Μοιράζομαι το λίγο ψωμί το λίγο νερό περιμένοντας τον αγγελιαφόρο να μου προσκομίσει διαταγές, αποφάσεις, εισηγήσεις, αναφορές.

Η μέρα με βρίσκει στο τραπεζάκι, η νύχτα κάθεται μαζί μου σε μια γωνιά, σ’ όλο το σπίτι μεγάλη ησυχία, κι όμως φιλοξενεί τόσους πολλούς. Μόνο η δύναμή σου, Θεέ μου, προστατεύει τον μικρό τούτο τόπο.

Τα σκυλιά γαυγίζουν, το ποτάμι κυλά, ήσυχα τα δέντρα σιγοτραγουδούν μελωδικά, κι ένας λαός στα κρατητήρια, στις φυλακές, στα συρματοπλέγματα.

Παιδιά με τις σημαίες στις διαδηλώσεις, γυναίκες με τις πέτρες να διώχνουν τον εχθρό.

Το νησί καρτερεί να κατέβει η λευτεριά από τον ουρανό, να ‘ρθει με τα καράβια η Ελλάδα όπως τότε με τον Κίμωνα.

Χρόνια και χρόνια λυγίζουμε στο χώμα, χτυπούν στα κεφάλια, κατατρών το βιός οι ξένοι, κι οι δικοί με σκυμμένο κεφάλι.

Ο πατέρας κι η μάνα ένα καντήλι αναμμένο στην εικόνα της Παναγιάς.

 

Σε λίγο σηκώνεται ο Παπαχριστόδουλος για τον όρθρο, η παπαδιά ετοιμάζει τον καφέ, ο Στέλιος για το ταχυδρομείο, η Αλίκη κι η Μάγδα προσεύχονται.

Ευλόγησον αυτούς Κύριε. Την Κυριακή θα πάω μαζί του στην εκκλησιά, με τα γένια και τα ράσα, με τα γυαλάκια μου, «ποιος είναι ο άλλος παπάς», ρωτούν οι χωριανοί, «ο παπάς του Αρακαπά», λέει ο Παπαχριστόδουλος. Είναι κι ένα παιδί δικό μας στο ιερό, ο Αντρέας, θα πάρω φυλλάδια να του δώσω.  «Όλοι έξω από το ιερό», λέει ο Παπαχριστόδουλος, τα δίνω στον μικρό, τα πετάει στην εκκλησιά, χαρά μεγάλη.

 

ΔΟΞΟΛΟΓΗΜΑ

Ποια φτωχή στέγη στον Αγρό

σας χώρεσε τους γίγαντες, νησί μου;

Ποιο χώμα ποτισμένο τον ιδρώτα πάτησες

πρωταντάρτη Γρηγόρη Αυξεντίου

κι εσύ δέντρο στην έρημο, Κυριάκο Μάτση;

Ανύψωσε, δόξα ορθρινή τα παιδιά μας,

δόξα με το αίμα τους θρεμμένη, αναστημένη

και στην καρδιά μας βρύση της ζωής.

 

Κύριε, σ’ ευχαριστούμε που αξίωσες

αυτή την πέτρα μες στη θάλασσα

να ξεφυτρώσει βλαστούς της λεβεντιάς.

Κύριε, σ’ ευχαριστούμε που δέχτηκες

στο θυσιαστήριο της πατρίδας μας ιερά

μέσα από τα βάθη της ηφαίστειας ψυχής των

δυο ποτάμια λάβας φλογερά.  

 

Ο θάνατός τους νίκησε τον θάνατο

κι η πάλη τους με την σκιά του τάφου

φανέρωσε ολόλαμπρο αστέρι,

τους λεύτερους στον λογισμό και στην ανάγκη,

τους ταπεινούς και δοξασμένους

στο δοξάρι του βιολιού. Εκεί εναρμονίσαν

τη θέληση για θάνατο και για ζωή,

χαρά τιμής ευλογημένης.

 

Με το πιστόλι πάντα στη μέση

σαν αετό στον ουρανό,  ιδέστε τον Γρηγόρη!

Βήμα το βήμα απομυζούσε τον χυμό της γης,

τη μεγάλη κλεψύδρα του θανάτου,

βήμα το βήμα σκόρπιζε τον σπόρο,

έτσι πεθαίνουν οι Έλληνες, η εντολή κι η διαθήκη του,

σαν τον αρχαίο με ασπίδα, τον βυζαντινό με το σκουτάρι,

τον κλέφτη και τον αρματολό με καριοφίλι

Κι όλο έλεγε: «εμείς κρεμάσαμε το τομάρι μας στο παλλούκι

Και βγήκαμε στον χορό».

 

Μνήμη, μελέτη, σκέψη και δράση,

ένα χρυσόνειρο στον ουρανό 

φως και βροντή

κραταιός στον λόγο και στην πράξη

ο Κυριάκος

χρυσόστομος αληθινός

ποιητής στα μονοπάτια τα καλά,

θερμή μια δύναμη να ωθεί στα υψηλά

μέγιστη θυσία για τον άλλο,

τον φίλο τον ξένο, τον δικό,

μακριά από τα βάρη της γης

για μια πατρίδα ελληνική κι ανθρώπινη.

 

«Τώρα αυτή η γη μας θα μας νοιώσει άξιους

να την πατάμε, να την ζούμε

και να γευόμαστε τους καρπούς της»!..

Ο Κυριάκος Μάτσης στο Δίκωμο

θάβει το μπόι του κάτω στη γη

κι ανυψώνει στο νησί μια σημαία γαλανόλευκη

στης υδρογείου  γραμμένη το μέγα δεφτέρι.

 

Νεαρά βλαστάρια του τόπου μας,

αναβλέψτε στον ουρανό.

Στον ουρανό του νησιού μας προβάλλουν

εικόνες ηρώων, δόξα θυσίας,

ευωδιάζουν θυμιάματα.

Βαδίστε τον δρόμο τον μαρτυρικό,

βαπτιστείτε στην προγονική κολυμβήθρα.

 

Ανεβείτε τη σκάλα του Κυριάκου Μάτση,

του Γρηγόρη Αυξεντίου την ανηφόρα σκαρφαλώστε,

νικητές του θανάτου,

να λάμπει το φωτεινό στρατί τους στη δική σας ζωή

για τον νέον άνθρωπο.

 

Ένα ηφαίστειο στον Αγρό

στο πάνω σπίτι του Παπά

Μια ψυχή, άνθος του αγρού, φως και φωτιά

μερόνυχτα σαν Ήφαιστος από τα Χαντριά,

λαμπαδιασμένα μπράτσα

να χαράζει στη φλούδα του δέντρου

το καλούπι της βόμβας

να εξολοθρεύει τους εχθρούς

ο Κρουπ της Κύπρου.

Κι η ψυχή του, αντάρτικο σχήμα μετάλλου,

μικρός σπόρος παιδικός, σε ταπεινό σαρκίο.

Στυλιανός Λένας.

Ο πολυμήχανος Οδυσσέας νύχτα και μέρα

να τον αναζητεί  ο πατέρας κι η μητέρα

«Μπορεί και να μη ζήσουμε».

Τα πανάρχαια ομηρικά χέρια

 

του χειροποίητου θανατικού

και με χτυπημένο κεφάλι,

ατέρμονη η σιδερένια θέληση για πετούμενο νησί

σε λευτεριάς αγέρα, στης μάνας την αγκάλη.

 

Γονατιστός με δάκρυα στην Παναγιά προσεύχουνταν

σαν έστελνε τις νύχτες βόμβες στον ηλεκτρικό σταθμό

ν΄ ανακράξουν ανατινάξεις φεγγοβόλες 

στις μάχες των αδύνατων.

Κι όταν μέσα στις κούφιες πόρτες έστελνε στις πόλεις

σειρές τις βόμβες ένας τεχνίτης, μάστορας,

θυσία στο βωμό της λευτεριάς,

χαρακιές στην Ιστορία, να θυμάται.

 

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

 

Χαίρετε και αγαλλιάσθε στον Αγρό. Ήρθε τον Σεπτέμβρη ο φίλος μου Αντώνης Παπαδόπουλος, στο σπίτι του Παπαχριστόδουλου. Μαύρο Νιόβρη μνημονεύουν οι χαλκοχίτωνες οχτροί. ‘Ηλθε κι ο Κυριάκος. Κι οι δυο αγκαλιαζόμαστε, Γρηγόρης Αυξεντίου- Κυριάκος Μάτσης. Μέσα στο αίμα να ακροαζόμαστε τον θάνατό μας, τη θυσία της Ιφιγένειας να ξεκινήσει το ταξίδι της η λευτεριά του τόπου. ‘Αγγελοι στους ουρανούς μας χαίρονται, παίζουν μαζί μας, πάντα τους κερδίζουμε γιατί μάθαμε να έχουμε τη ζωή μας ξεγραμμένη, κι οι δυο. Εκείνος, φιλοσοφημένος άνθρωπος, ένα φωτισμένο μυαλό, και μια καρδιά να χωρεί την πλάση, με τα δέντρα και τα πουλιά, τις μέλισσες και τα λουλούδια της, ζυμωμένος το σβώλο του χώματος, με τον ιδρώτα του ανθρώπου, κάθε ανθρώπου, περήφανος στο φως και στη μελλοντική ηλιαχτίδα. Σφιχταγκαλιασμένοι και τώρα εδώ πάνω θυμόμαστε, στριφογυρίζουν εικόνες στο στερέωμα.

 

Ο Παπαχριστόδουλος κι η Παπαδιά Κυριακή κάθονται σε μια σεβάσμια γωνιά και μας ακούν. Παρακολουθούν με προσοχή κάθε μας κίνηση. Ο Κυριάκος θαυμαστός, καμάρι της νιότης, αστέρι φωτεινό, δείτε τον στον ουρανό τις νύχτες της σιωπής, ακολουθήστε τ’ αχνάρια του, μελέτη, σκέψη, νους και καρδιά, δύναμη κι απόφαση. Τον θαυμάζω. Μεστός πολιτικός νους και λόγος, μόρφωση διάχυτη στο πρόσωπο, στην όψη, στην κορμοστασιά, απόφαση θανάτου στα χείλη και στην καρδιά, οραματιστής του μέλλοντος του τόπου, όταν λεύτερα τα παιδιά θα ανδρώνονται και τα κορίτσια με χορούς και τραγούδια θα γιορτάζουν  την ανάσταση. Πρέπει όμως ν’ αναλάβει την Κερύνεια. Τον περιμένει το Δίκωμο.

 

Θα ‘θελα να ‘μουν κι εγώ ποιητής.

Μ’ αρέσει ν’ απαγγέλλω.

Η πατρίδα κάθεται στα γόνατά μου,

καθαρίζω το όπλο, έτοιμος πάντα,

η ομορφιά γύρω μου ανθίζει,

τη νύχτα λέει παραμύθια στις μυρουδιές,

της κρατούν κάποτε ίσο τα συκοπούλια.

 

Βαρύ το τίμημα της λευτεριάς.

Με τον θάνατό μου θα εξαγοράσω το θεϊκό μου δικαίωμα,

ανθρώπινο δικαίωμα.

Τώρα όμως κρέμονται στον λαιμό μου ψυχές καθαρές,

βασανισμένα κορμιά,

λαχτάρες πουλιών, γαλάζια κύματα της σημαίας μας.

 

Κορμί μου πλασμένο από ατσάλι,

στης μάνας μου την αγκαλιά, με του κυρού μου τα χάδια,

στις κορφές των βουνών, στα κρησφύγετα,

με τις πέτρες μιλούσες νύχτες ολάκερες,

με τις ρίζες των δέντρων, τα πουλιά στις φωλιές τους,

πάντα ένα πιστόλι στη μέση,

στο χέρι μου ο θάνατός μου.

Σταλαματιά -σταλαματιά τον πίνω κάθε μέρα.

 

Η σεβάσμια μορφή της μητέρας με συνοδεύει:

«σε μεγάλωσα παλικάρι, όχι σκλάβο,

κάλλιο νεκρός παρά ξεγδαρμένος.»

 

Μυστική ζωή, στο σκοτάδι της νύχτας,

στις οπές της γης και των σπιτιών.

Μια μπουκιά ψωμί για όλους, λίγο νερό,

κι αν δεν έχουμε, παρακαλούμε το Θεό.

Με τη βροχή ευλογεί τα ποτάμια,

παραστάτης, προστάτης.

 

«Σας γέννησα λεύτερους»,

τον ακούω να ψιθυρίζει ανάμεσα στ΄ άστρα της νυκτός,

όταν ξαγρυπνώ για τα παλικάρια μου,

όταν  οραματίζομαι τη γαλάζια μέρα

στην αγκαλιά της Μάνας μας.

 

Θα ‘ρθει ώρα που θα γυρίσετε στα σπίτια σας.

Εγώ θα σας χαιρετώ από ψηλά,

βιάζομαι να δω τη λευτεριά,

το φωτεινό αστέρι, του φεγγαριού την άλλη όψη,

τον ήλιο να φλογίζει τη μορφή μου.

 

Θα ‘ρθει ώρα που θα γυρίσετε

στην αγκαλιά που στερήθηκε τη ζεστασιά σας,

στα παιδιά με τα λυπημένα μαλλιά

τους γέρους γονιούς με τις αγωνιώδεις ρυτίδες.

 

Σπεύδω να δω τον ήλιο, τη λευτεριά

με τις γαλάζιες φτερούγες των ονείρων μας.

Θα ‘ρθει ώρα!

 

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Έχουμε έξι μήνες σχεδόν στον Αγρό, στο σπίτι του σεβάσμιου ιερέα, οι κίνδυνοι πολλοί, να μελετήσουμε την μετακίνηση πρέπει. Τις ημέρες εκείνες ο αστυνομικός σταθμάρχης του Αγρού βρήκε μια σφαιροθήκη στο δρόμο, κι εμείς βέβαια δεν θέλαμε ν’ αρχίσουν τις έρευνες οι οχτροί στο χωριό, θα γινόταν μεγάλο κακό. Τον Αγρό τον θέλαμε τόπο ειρηνικό, για να έχουμε το αρχηγείο μας. Στήσαμε ένα θέατρο, πως την βρήκε ένας μαθητής και την παρέδωσε. ‘Οταν ο σταθμάρχης πήγε στο σχολείο, να ρωτήσει δήθεν τους μαθητές,  «την βρήκα χάμω», είπε στην αστυνομία ένα παιδί δικό μας μιλημένο.

Κι είναι Χριστούγεννα, τελευταία μέρα πολλοί μαζί, σε λίγο πρέπει να διαβούμε το κατώφλι, να κάτσουμε απόψε όλοι στο τραπέζι, να πιούμε ένα μόνο ποτήρι «εκ του γεννήματος της αμπέλου» στην υγειά του αρχηγού, στη λευτεριά του τόπου μας, για την Ελλάδα να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε, τα παλληκάρια. Ξύπνα καημένε μου ραγιά.

Ένα ποτήρι κρασί, απόψε μόνο, «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», να γιορτάσουμε τη γέννηση του Χριστού μας, όλοι μαζί στο τραπέζι ένα γύρο, σαν ένας δείπνος μυστικός, «σήμερον Υιέ Θεού κοινωνόν με παράλαβε», αύριο δεν ξέρει κανείς αν θα ζούμε, όλο το χωριό γιορτάζει, κι όμως θα ΄θελα να γιόρταζε την λευτεριά του. Ίσως αύριο πάνε όλα καλύτερα. Κλωνάρι ελπίδας από τη μια, η χαρμολύπη, κι ο Ιούδας απ’ το τραπέζι απόψε λείπει, μα το ξέρουμε πως έξω τριγυρνά, κι εμείς πρέπει να πάρουμε τα κομμάτια μας και ν’ ανταμώσουμε σε άλλους τόπους, στα κρησφύγετα. Γύρω στις βουνοκορφές τα παλικάρια ξενυχτούν, τα κοριτσόπουλα στις γρίλιες των παραθυριών, παρακολουθούν κάθε κίνηση, δεν παίζουν με τη ζωή των ανθρώπων, των παλικαριών μας.

 

Ας σύρουμε τώρα τον χορό, λεβέντικο, ευχαριστήρια γιορτή στον Παπά και στην Παπαδιά, στα παιδιά τους, στο χωριό, ένας φιλόξενος τόπος, μια αγκαλιά  ζεστή για τους αντάρτες, κι είναι μαζί μας ο Χριστός κι η Παναγιά, οι Άγιοι Απόστολοι, σαν τότε.

 

Φτιαγμένα με τα δικά τους χέρια, ο άρτος, το κρασί, το δείπνο, μια μεγάλη οικογένεια που γίναμε τόσον καιρό, τίποτε δεν ξεχνιέται, ούτε τα ματογυάλια να βγάλουμε φωτογραφία, εγώ κι ο Κυριάκος για τις ταυτότητες, να διαπερνώ με το βλέμμα μου τον καθένα που με κοιτά και να ρωτώ, «τι έκανες εσύ για την πατρίδα;»

 

Ένα ποτήρι κρασί απ’ το πιθάρι στο κελάρι, βγαλμένο απ’ τα σπλάχνα της γης μας, ζυμωμένο με τον ιδρώτα των ανθρώπων, λαμπυρίζει στο ποτήρι τη νύχτα,  να γίνει ένα με τη μνήμη, την αιώνια στιγμή που χαράζεται στους τοίχους των σπιτιών, στις ψυχές μας ολωνών.

Ο καθένας τις λαχτάρες του, κι όλοι μαζί να ποτίζουμε το δέντρο της λευτεριάς της πατρίδας. 

Ο δίσκος με τα λεβέντικα τραγούδια, ο Παπάς με τους ψαλμούς τους χριστουγεννιάτικους, βήματα θαρραλέα στον χορό και στο χτυποκάρδι μας αποφασισμένο για τον θάνατο και το καλύτερο αύριο για την πατρίδα.

 

«Κάτσετε κι εσείς μαζί μας, Παπαδιά, κορίτσια, έλα Στέλιο το τραγούδι βάλε μπρος», να ρθουν οι αγγέλοι στο τραπέζι να κατεβούν απόψε στη γη, να μας ψάλλουν το «επί γης ειρήνη».

 

Ο Λένας με χαραγμένο  στο λαμπερό μέτωπο τον σταυρό, μοίραζε το σώμα και το αίμα του, «δεύτε λάβετε, δεύτε φάγετε, δεύτε πίετε εξ αυτού πάντες», κι ήταν ήδη ο δικός μου σταυρός χαραγμένος από την πρώτη μέρα του αγώνα στην ύπαρξή μου ολάκερη, τον ένιωθα μερόνυχτα. 

 

«Και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», «του δείπνου σου του μυστικού», «σήμερον κρεμάται επί ξύλου» «Χριστός ανέστη εκ νεκρών», όλα κυλούσαν ψαλμωδικά στο αίμα μας αυτή  τη νύχτα τη μοναδική, συντροφιά με τ’ αστέρια, το φεγγάρι, τα πετράδια στον ποταμό και τις λαξιές, με τη λατζιά και τη φτέρη, έξω κρύο τσουχτερό, μέσα η ζεστασιά της αγάπης, με τα αγαθά του Αβραάμ..

 

Άλλος μελετούσε κρυφά την αγάπη του, άλλος τα παιδιά και τους γονιούς του, δεν είναι τέτοια νύχτα να ξέρω την Αντωνού, την Χρυσταλλού και τον Πιερή με τη Βασιλική μου να κάθονται στη Λύση μοναχοί, χωρίς εμένα, αν και τη μοίρα τους γνωρίζαν από νωρίς, χαραγμένη στο μέτωπό μου από τη μέρα που γεννήθηκα.

 

Πάει ο Στέλιος στο σκολειό, να φέρει τραγούδια λεβεντιάς στους δίσκους, έι λεβεντιά μου κλέφτες κι αρματολοί του Ολύμπου, σας ξαναζούμε στα φιλόξενα βουνά, μέσα στη μαύρη τούτη τη σκλαβιά, κι όμως δροσάτοι, τυλιγμένοι στην ευλογία του Παπά και την αγάπη της Παπαδιάς μας.

 

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε», ο λυτρωτής του κόσμου, κι από την άλλη δείπνος μυστικός, με την ομάδα και τους φίλους. Ο Ιούδας, πολύμορφος κι άσχημος, δεν θα βουτήξει στο τρυβλίο μαζί μου το ψωμί, δεν θα ρωτήσει ποιος θα προδώσει τον αρχηγό του, μπορεί να ψάλλουμε απόψε και το «δεύτε τελευταίον», ας μη κακομελετούμε όμως, θέλουμε να ζήσουμε το Πάσχα, να τσουγκρίσουμε τα κόκκινα αυγά της ανάστασης του τόπου, της λευτεριάς και της ένωσης τη δοξολογία να ψάλλουμε.

 

Στο τραπέζι κάθονται ο Παπαχριστόδουλος Αυγουστή, ο  Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Γιώργος Μάτσης, ο Στυλιανός Λένας, ο Νίκος Σπανός, ο Κώστας Κυνηγός,  ο Αυγουστής Ευσταθίου, ο Ανδρέας Στυλιανού, ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ο Φειδίας Συμεωνίδης, ο  Παναγιώτης Αριστείδου, ο Ματθαίος Κυπριανού, ο Πολύδωρος Πολυδώρου σταθμάρχης, ο Μιχάλης αστυνομικός, ο Γιώργος Βιολάρης, ο Διομήδης Μαυρογιάννης, ο Δημητράκης Χριστοδούλου, ο Κώστας Πισσαρίδης, ο Λουκής Αυγουστίδης και ο Παναγιώτης Γεωργιάδης.

 

Η οικοδέσποινα Κυριακή Παπαχριστοδούλου, ο Στέλιος Παπαχριστοδούλου, η Αλίκη και η Μάγδα Παπαχριστοδούλου διακονούν.


«Δόξα εν υψίστοις Θεώ», άντε παπά μου να ψάλλουμε. Καλή αρχή

καλό να ΄ν και το τέλος, στη λεύτερη πατρίδα μας να ξαναβρεθούμε.

Ολάνοιχτο το σπιτικό σ’ Εγγλέζους και δικούς μας,

ολάνοιχτη την αγκαλιά στον ξένο και στον πρώτο

όπως και στον έσχατο και στο μικρό λουλούδι.

 

Ευλόγησον την τράπεζαν, πάτερ Χριστόδουλε,

να πληθύνει ο Θεός στο σπίτι τ’ αγαθά σου.

Νιώσε σαν άλλος Αβραάμ κι η Παπαδιά η Σάρρα.

Φιλόξενο χαμόγελο στο πρόσωπό σου φωτεινό.

Μ΄ ολάνοιχτες τις χούφτες σου έδωσες τόσα αγαθά

κι η τράπεζα γεμάτη.

Κι έβαλε πρώτος την ευχή ο γέροντας και είπε

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν

των ταπεινών των δούλων σου που πολεμούν για λευτεριά

και για τη μάνα Ελλάδα…»

 

Παρέκει η παπαδιά η Κυριακή, στεφάνι αγαθοσύνης,

κρυφής  μεγαλοπρέπειας, φιλαλληλίας, θέλησης,

μα με ψυχή γρανίτη, αδάμαστο το θάρρος της κι η πίστη στον Θεό μας

σταυροκοπιούνταν κι έλεε: «Ευχαριστώ, Θεέ μου,

για τού ‘ν το δώρο της ζωής, τα πλούσια ελέη σου,

την σκέπη και το στέγαστρο της δύναμής Σου πρώτα».

 

«Θεγέ μου, που μ’ αξίωσες τραπέζι με τις κόρες μου για τα παιδιά να στρώσω

και τώρα πώς θα πορευτούν και πού θα παν, Θεγέ μου;

Σαράκι ο αποχαιρετισμός. Πού πάνε  τα παιδιά μου….

Χριστούγεννα ημέραν;» 

 

Ο Στέλιος ο μικρότερος άνοιγε αυτιά,

πλάτυνε νου, ως σπάζουν τα καρύδια.

Η φαντασία ταξίδευε ψηλά στα κορφοβούνια.

«Μια μέρα βγαίνω στα βουνά, παίρνω τα μονοπάτια,

ν’ ανοίξω στήθια στον βοριά και στου νοτιά τις αύρες

να νιώσω λεύτερο πουλί στης Μαδαρής τις πλάτες.

Κι όπου βρύση κρύο νερό, κι όπου δεντρό να κοιμηθώ,

να ονειρευτώ την Παναγιά σκέπη και προστασία

Σ’ ελεύθερη πατρίδα.»

 

-Ξέρεις, μάστρε, με ρώτησε μια μέρα ο Κυριάκος ο Μάτσης

«Και τι θα γίνει, βρε παιδί, αν φύγεις απ’ το σπίτι,

άλλο σχολείο αν θα πας, αν θέλεις άλλες τάξεις;»

 

Σεμνή οικονόμα σ’ Ομηρικό παλάτι η μεγάλη κόρη, η Αλίκη,

δουλεύτρα, δασκάλα, κρυφή παραστάτις, αόρατη προστάτις,

καπετάνιος στο σπίτι, στιβαρή στο τιμόνι, πολλές τρικυμίες,

μ’ επιδέξιο χέρι, κανείς μην πεινάσει, σε ξένο σπίτι μη νιώσει.

 

 

Κανείς μη νιώθει ξένος στο σπιτικό τους,

ένα αηδόνι ντροπαλό, ηφαίστειο πατρίδας.

 

Η μικρή Μάγδα τις καθημερινές

μια έπαιζε με τους αντάρτες σκάκι,

μια κέρδιζε μια κέρδιζαν κι εκείνοι το γλεντούσαν,

ένας αγέρας ξεγνοιασιάς στη συντροφιά.

Γι’ αυτή τη νέα γενιά ο πόλεμος, για δαύτους οι θυσίες.

Όλα για τα μικρά δεντρά, για τα μικρά πουλάκια,

νέα βλαστάρια να χαρούν τον τόπο τους, τη γη μας.

 

Ο Παπάς καθόταν κι επέβλεπε, χαιρόταν τη συντροφιά, τις κουβέντες των παλικαριών, κι η κεφαλή, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο μάστρος, ακόμα και στο τραπέζι των Χριστουγέννων να τον παιδεύει η μέριμνα για τους άλλους, μην πάθουν κάτι τα παιδιά, το πιστόλι στη μέση, πανέτοιμος για μάχη μέρα νύχτα, τη νύχτα δεν κοιμόταν, ο ύπνος ήταν για τους άλλους, καθημερινή και σκόλη, οι φρουρές του γύρω στο χωριό και στα βουνά στην αγρυπνία απόψε.

 

Αρμαθιές κρέμονταν οι ψυχές όλων από την ψυχή του, κοφτός, στρωτός  λόγος, σε κάθε μάχη πήγαινε σαν να ήταν η τελευταία, προστασία και σκέπη, σθεναρός οδηγός.

 

Ήταν πιο κάτω ο Γιώργος Μάτσης, ο «Ζήνων» που θα ΄παιρνε σε λίγο τα μονοπάτια για το Σαράντι. «Πολλή δουλειά χρειάζεται», λέει στον Λένα. «Πόσες  άχρηστες σφαίρες, πόσα άχρηστα όπλα, την ώρα που τα χρειάζεσαι να παθαίνουν εμπλοκή!»

«Μην ξεχνάς και την απειρία μας», του λέει ο Λένας,  «η απειρία στις εφόδους, με μόνη εμπιστοσύνη στον Γρηγόρη, στην ανθρωπιά και στο ήθος του, κι αν δεν ήταν αυτός…»

 

Κι ο Γιώργος Μάτσης άρχισε τα δίστιχα:

 

«Για το Σαράντι ξεκινώ αδέλφια μου, ο Ζήνων,

κι έχω μονάχο οπλισμό τον άχρηστον εκείνο.

 

Οι σφαίρες κακορίζικες, πανάρχαιες δεν παίζουν,

κι αντί για όπλα πολεμώ με πέτρες που με γδέρνουν.

 

Αν δεν είχα τον Λένα μου μαζί με τον Γρηγόρη,

θα πέθαινα στη φυλακή, για ΄που Εγγλέζου βόλι.»

 

Πάντα συλλογισμένος ο  Λένας, ο «Κρουπ» της ΕΟΚΑ, ο βαθιά θρησκευόμενος.  

Να ‘χουμε θώρακα την πίστη και περικεφαλαία την ελπίδα, σκέφτεται,

κι ετοιμάζεται για την Ποταμίτισσα.

Και πώς να χαλάσει το εργαστήρι και πώς ν’ αφήσει τα παιδιά, τόσον καιρό μαζί τους

στο πάνω σπίτι του Παπά και τότε που πληγώθη χύνοντας ζεστό μέταλλο,

και τότε που όλο σκάλιζε καλούπια για τις βόμβες σε φλούδες δέντρων,

και τότε που περίμενε από το εργαστήριο του θείου να του φέρουν…

Μια κινητήρια μηχανή το άγρυπνο μυαλό του, όλα να τα σκέφτεται,

να εφευρίσκει όπλα, πώς να χτυπήσει τον εχθρό…

Κι ο Νίκος Σπανός, ο «Βελισσάριος» θα ξεκινούσε σε λίγο για το Όμοδος. Θυμάται τότε, δευτεροετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, έρχεται στο νησί τον Ιούνιο του 1955, θάρρος κι ευθύνη μεγάλη στη Λευκωσία, υπεύθυνος των ομάδων κρούσεως, κι ύστερα καταζητούμενος να εκπαιδεύει τις πρώτες ανταρτικές ομάδες στην περιοχή Κύκκου. Στην ενέδρα στα Χαντριά κοντά στον Χρίστο Τσιάρτα, δεν είδε όμως τον χορό και την ανάληψη του ήρωα…

Είναι ένας χρόνος τώρα μπροστάρης στις ομάδες της περιοχής Πιτσιλιάς.

Τώρα με τον Γρηγόρη, να δούμε το μέλλον, έτοιμος για όλα, καλώς να ρθει σαν έρθει…

 

Εγώ θα σας απαγγείλω ένα ποίημά μου, λέει ο Νίκος Σπανός, ο «Βελισσάριος».

 

«Ιδρώτας κι αίμα της καρδιάς τις ρίζες της ελιάς ποτίζει,

πέρα στα Πέρα Ορεινής βροχές στη γη, ν’ ανθίσει.

 

Στη γειτονιά στην εκκλησιά, στης Χώρας τα καντούνια

ένα κερί στο φύσημα τ’ αγέρα της ψυχής

ν’ ανάψει λευτεριάς το φως μέσα στα μαύρα σκότη.

 

Πάνω στου Κύκκου τα βουνά θ’ ανοίξω ένα σχολείο

‘να βγάλω αντάρτες μαθητές, παιδόπουλα λιοντάρια,

να μάθουν να χορεύουνε λεβέντη πεντοζάλη

ψηλά ψηλά στα Χαντριά, κοντά στον Χρίστο Τσιάρτα.

 

Κει στον Σταυρό στο Όμοδος θα στείλω περιστέρια

να ρθουν να πιουν κρυό νερό τα νέα παλικάρια

να ανατρανέψουν το κορμί και την ψυχήν ατσάλι.»

 

Κι ο Κώστας Κυνηγός, ένα ποτήρι επιτρέπει ο μάστρος, κρασάκι του Αγρού, πάει να το βάλει στο στόμα,  λέει: «Θυμούμαι,  αρχές του 1955, ο πατέρας, η αδελφή, όλοι στον αγώνα, συνόδευα αντάρτες. Αξέχαστα τότε, που πήραμε τα κυνηγετικά από τα σπίτια. Είχαμε να στρατολογήσουμε και  νέα μέλη, κάμαμε τρία κρησφύγετα στην Ποταμίτισσα, κάτω από την τσιμινιά, στην αποθήκη με τα πιθάρια.

-Φίλε μου,  Λένα, έμαθα μαζί σου τέχνη, με τις χυτές χειροβομβίδες.

-Πάτερ μου, όταν μας ζήτησαν να βρούμε σπίτι στον Αγρό, με τον Διομήδη καταλήξαμε πως το καλύτερο  για κρησφύγετο  ήταν το δικό σου.»

 

Άντε, καλά Χριστούγεννα…»           

 

Με το χαμόγελο στα χείλη ο Αυγουστής Ευσταθίου, ένα αυθόρμητο, γενναίο παλληκάρι, ενθουσιώδης, ο «Ματρόζος», από τους πρώτους αντάρτες, τους πρώτους αγωνιστές.

«Θυμάσαι, μάστρε, που βρεθήκαμε τότε στα Λαγουδερά, μισκί πάνω μισκί κάτω, μικρέ μικρέ κι αδύνατε που μ’ έλεγες! Και τότε στο λημέρι που’ μασταν χωρίς νερό, κανένας μας δεν πήγαινε να φέρει, κι εσύ σηκώθης λεβεντιά, ‘πάω να φέρω εγώ νερό’, κι εμείς σκύψαμε στο χώμα. Μάθαμε το μάθημα. 

«Θα ‘χω να λέω: Είμαι ως τώρα ένα χρόνο αντάρτης με τον Γρηγόρη Αυξεντίου και τρεις μήνες με τον Αντώνη Παπαδόπουλο. Όταν απέδρασε ο παιδικός μου φίλος, ο Παπαδόπουλος, ήρθε στον Αγρό. Συναντηθήκαμε σ’ αυτό το ευλογημένο σπίτι του παπά Χριστόδουλου. Θυμάσαι Αντώνη; Καλά Χριστούγεννα!»

 

Ο Ανδρέας Στυλιανού  θυμάται τα Λαγουδερά, τον πατέρα βρακά να μην ξεκολλά από την εκκλησία,  την οικογένεια, τα αδέλφια, τα περσινά Χριστούγεννα μέσα στα βουνά, άλλα τα φετινά, σε σπίτι, ανάμεσα σε φίλους, τραπέζι…  οι εικόνες αποτυπώνονται στη μνήμη, λόγια και κινήσεις…

Να πω κι εγώ ένα τραγούδι:

«Άφησα στα Λαγουδερά, πατέρα κι αδελφάδες

και μιαν αγάπη μυστική, με κάλλη κι ομορφάδες.

Μα βρήκα μιαν πολύτιμη, την σκλαβωμένη μάνα,

γι’ αυτήν επήρα τα βουνά, τους κάμπους τα ορμάνια

και πολεμώ για λευτεριά και για γλυκιά Ελλάδα.»

 

Εδώ χειροκροτούν…Μπράβο ολμιστή μας!

 

Ο Αντώνης Παπαδόπουλος, σκέφτεται;

«Μέσα στη ζεστασιά και την αγάπη φίλων και δικών,

από παιδιά με τον Γρηγόρη, στο σχολείο, στα ταξίδια,

μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Ήταν Γενάρης του ‘55

δεν μπορούσε να με αφήσει έξω από τον αγώνα

κι αφού ορκίστηκα τον ιερό όρκο θα ΄πρεπε να βρω κι εγώ

άλλα παιδιά της γενιάς μας, έμπιστα και τίμια,

πατριώτες με αυταπάρνηση για τις ομάδες.

 

Στην αρχή υπεύθυνος νεολαίας και των ομάδων κρούσεως»

 

Ο Γρηγόρης του λέει:

«Ο Γιώργος ο Μάτσης παραπονιέται για τα πυρομαχικά.

Πες του κι εμείς στις αρχές πώς τα βρίσκαμε…!»

 

Κι ο Αντώνης:

«Μα δεν είχαμε πυρομαχικά, κι έπρεπε να βρούμε.

Οι ψαράδες να ΄ν΄ καλά. Στην αγαπημένη θάλασσα

από Παραλίμνι ως την Κώμα του Γιαλού

είχαν κάμποσα στην κατοχή τους.

Έλα φίλε, μου έλεγαν, 

μ’ ανοιχτό το χέρι και την καρδιά.

 

Μα δεν κράτησε πολύ καιρό. Πριν ένα χρόνο ακριβώς,

23 του Δεκέμβρη 1955, ήμαστε στην Ανόρθωση με τον Παύλο Παυλάκη,

μπουκάρουν οι οχτροί και μας αρπάζουν!

 

Πόσο καιρό στα κρατητήρια;

Κι έτσι αποδράσαμε

και από κει στα βουνά,

και πάλι με τον Γρηγόρη. Ως το τέλος…»

 

Ο Φειδίας Συμεωνίδης, ένα αγνό βλαστάρι της Πιτσιλιάς από τα Λαγουδερά,

ήρεμος, σίγουρος πως κάνει το καλό για την πατρίδα,

δεν θέλει ούτε ανταμοιβές ούτε τιμές…

«Να τελειώσει ο αγώνας και στα σπίτια μας,

στις δουλειές μας, μια ζωή στη μοναξιά…»

Ένα μόνο έχει στο μυαλό, τα λόγια που άκουσε πολλές φορές από τον Γρηγόρη:

«Όσοι επιζήσουν να μην επιδιώξουν ανταμοιβές και αξιώματα, γιατί οι υπηρεσίες προς την πατρίδα ποτέ δεν εξαργυρώνονται». Αυτό ταιριάζει στον διαμαντένιο χαρακτήρα του! Τι να ζητήσει; Δεν θα ζητήσει, και στην ψάθα κι αν πεθάνει, έρμος και μόνος…

 

Ο Ματθαίος Κυπριανού,

«Παπά μου, συγχώρεσέ με, αλλά όλο θυμάμαι ιερείς απόψε,

ίσως που βλέπω εσένα. Από τον καιρό που ήμουν κοντά στην Ιερατική Σχολή,

με τις αποθήκες των όπλων, φέρνω στο νου μου τον Κωνσταντίνο Λευκωσιάτη,

τον Παπαφώτη, τον Παπασταύρο, όλοι αυτοί οι ιερωμένοι στον αγώνα.

Γι’ αυτό κι ο Θεός μάς βοηθά…»

 

Ο Παναγιώτης Αριστείδου:

«Να πω κι εγώ ένα;

Εεε φέρτε μου τις ποδίνες σας να σας τις ε μπαλώσω

μάστρος καλός είμαι κι εγώ και θα σας τις χρυσώσω

και αν  είμ’ αντάρτης στα βουνά, τη μάχη μου θα δώσω.

 

Μια βόμβα για τον Χάρτιγκ τους κοντά σ’ ένα γραφείο,

στου  χειρουργείου μια γωνιά μες στο νοσοκομείο,

έβαλα μα εγλίτωσεν που το νεκροταφείον

έκοψεν μέτρα μακριά τζι επήρεν το για αστείον.»

 

-Πες μας κι εσύ, Πολύδωρε, το δικό σου..

Κι αρχίζει ο Πολύδωρος Πολυδώρου, σταθμάρχης Αγρού

οι «Κάλχαντες», όπως τους έλεγαν

 

«Μια μέρα που επέστρεφα μέσω σανατορίου

από την πόλη Λεμεσό μαζί με τον Καζούλη

βλέπω στον δρόμο Χαντριών- Αγρού μια σφαιροθήκη.

Κατέβηκα, την έπιασα, την έφερα στον μάστρο,

μα ήρθε γρήγορα στρατός έρευνες για ν’ αρχίσει,

κάθε σπιτάκι, μαγαζί, τα πάντα να γυρίσει.

 

Στους στρατιώτες λέω εγώ: ‘Οι Αγρότες εν νομοταγείς.

Αν σφαιροθήκη καταγής ευρούν, θα τηνε δώσουν.

Μην ερευνήστε το χωριό, κι εγώ θα σας την φέρω.’

 

Έριψα χάμω επίτηδες στη γη τη σφαιροθήκη

να βουλλωθεί, να φαίνεται πετάμενη του δρόμου,

σ΄έναν τόπο την έβαλα να μην πολυγυαλίζει

κι εστείλαμε ένα μαθητή, τον Μιχαλάκη τον Σκορδή,  

να πει το παραμύθι του, πως δήθεν στον περίπατο

τυχαία τηνε βρήκε και πίσω την γυρίζει.

 

Την άλλη μέρα είπαμε πως θα ΄μουν στο σχολείο,

τις τάξεις να εγύριζα, όλους να τους ρωτήσω,

και πως ο φίλος μαθητής ευτύς  θα μολογούσε

πως κάπου την ήβρε χαμαί, και πάει να μας τη φέρει.

 

Επέτυχε το θέατρο!  Πήρα κι εγώ το χασιμιό  και πάω εις τις Πλάτρες

στον αστυνομικό διευθυντή εκεί την παραδίδω

κι αυτός μου δίνει αμοιβή για το μικρό τον μαθητή είκοσι λίρες.

Κι ο μάστρος μας τις έστειλε στον μαθητή, να το χαρεί λιγάκι,

γιατί οι άλλοι μούγκριζαν, κομμάτια να τον σχίσουν,

να τον ποδοπατήσουν.

 

Αυτή, αδέλφια, είναι η αφορμή και το γλεντούμε απόψε.

Καλά την εγλιτώσαμε, γιατί αν γινόνταν έρευνες,

κανένας μας δεν ξέρει τι θα ‘βρισκαν μες στο χωριό

και μες στα σπίτια τούτα.

Γι’ αυτό,

Στο σπίτι τούτο πού ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.»

 

Ο Μιχάλης ο αστυνομικός μένει σιωπηλός, σκέφτεται πόσους άκουσε σε διάφορους σταθμούς που εργάστηκε να προδίνουν μυστικά της οργάνωσης, πόσους είδε να τους σκανδαλίζει το δεξί τους χέρι, άλλοι να ανοίγουν οχετό το στόμα, πόση δυσωδία μες στην ομορφιά της αθωότητας των παιδιών που οδηγούνταν  θυσία στο βωμό της λευτεριάς…

 

Ο Γιώργος Βιολάρης, «τι εκτίμηση στον άνθρωπο», σκέφτεται για τον Γρηγόρη, «να μου προτείνει να με πληρώσει, πεντακόσια μίλια σε τρεις μέρες τότε, ο ταχυδρόμος ήμουν, τον γιατρό τότε που έφερα στον Αγρό, τον βλέπω τον Αυγουστή Ευσταθίου και χαίρομαι, καλά να είναι… αύριο όλα θα πάνε καλύτερα, τότε που μ’ έβαλε στην αγκαλιά του ο μάστρος, τον αγαπώ και μ’ αγαπά, εκτίμηση…»

«Μεγάλη εκτίμηση μάστρε σου έχω,

Μα δεν το περίμενα να θες να πληρώσεις,

‘πεντακόσια μίλια σε τρεις μέρες έκαμες’, μου είπες,

‘Δεν θα βάζεις κι από την τσέπη’, οικογένεια έχεις.

 

Ταχυδρόμος ήμουν, τον γιατρό να τον φέρω,

Ο Αυγουστής μας να γίνει καλά

τον βλέπω και χαίρομαι.

Εύχομαι κι εγώ, καλά Χριστούγεννα

και καλή νέα χρονιά…

 

Ο Διομήδης Μαυρογιάννης

«Εγώ, αν μου επιτρέπετε, από μικρός νιώθω περήφανος για την ελληνική μας Ιστορία, όλο σκεφτόμουν, γιατί εμείς να είμαστε σκλάβοι και ποιοι είν’ αυτοί που μας διαφεντεύουν; Στο ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 πρωτοστάτησα στον Αγρό, και πριν ακόμα αρχίσει ο αγώνας δίναμε τον δικό μας με τα συνθήματα και το σημαιοστολισμό της εκκλησιάς και του χωριού. Ο Κωνσταντίνος Λευκωσιάτης μας έβαλε στο δρόμο. Ορκίστηκα από τον Ματθαίο Κυπριανού, και όρκισα κι εγώ από την οικογένεια του Παπά πρώτο τον Στέλιο κι ύστερα τον Παπαχριστόδουλο.

Να οργανώσουμε τους μαθητές πρώτη ανάγκη. Ο Ρένος Κυριακίδης ήταν πρώτα υπεύθυνος της περιοχής. Μας εκπαίδευε ο Σκουφάς στις εκρηκτικές ύλες, κι ύστερα από τη μάχη στα Σπήλια αναλαμβάνει ο Ρήγας, ο  Αυξεντίου. Δεν θυμάμαι όλα όσα έχω κάμει ως τώρα, το μάζεμα των όπλων από τα σπίτια του  Αγρού και του Αγίου Ιωάννη, την επιστολή του Αυξεντίου, τα συγχαρητήρια γιατί πετύχαμε το δύσκολο έργο- Θυμούμαι τον είδα τον μάστρο στην κλινική, έκατσε κι έγραφε επιστολές στο κρεβάτι του πόνου. Το λέω και το ξαναλέω. Κι ο νους του, μην χτυπηθούν αθώοι σε επιθέσεις μας. Σαν παπάς με τα γένια και τα ράσα επισκέφτηκε το σπίτι μου κι έμεινε εκεί μια δυο μέρες- θυμάσαι μάστρε; -«ίνα μη έχωμεν απωλείας», έγραφες, κι εγώ ο Αγαμέμνων.  Ένα παραμύθι μια ζωή τι να πρωτοθυμηθεί κανείς…  Και το παράξενο, από το 1936 ο μόνος που ήξερα πως υπάρχει ένα κενό, ανάμεσα στο σπίτι του Παπαχριστόδουλου και στο διπλανό ήμουν εγώ, μικρός τότε. Παίρνω μια  μέρα τον Στέλιο, έτσι κι έτσι, με δυο χτυπήματα ρίξαμε το κενό, κι έγινε το κρησφύγετο… Ήταν τότε που βρίσκαν οι Εγγλέζοι τα κρησφύγετα στα βουνά, κι είπαμε να τα κάμουμε στα σπίτια. Πάντως, με  την ευλογία σου Παπά μας, και πενήντα αντάρτες φιλοξενούσες κάποτε στα σπίτια σου, ήταν και το πάνω και τα άλλα τα κενά…

Ματρόζο θυμάσαι; Ήταν μια μέρα, καθόμασταν στου Αντρέα Αυγουστή των «Μετεώρων», βλέπουμε έναν ξένο, μαθαίνουμε ποιος είναι, γνωστά ονόματα, εσύ λογοκοιμόσουν στο κρεβατάκι, πετάγεσαι, «να πάω να καθαρίσω, μάστρε;» Κι ο μάστρος σου λέει: «κάτσε τζιαμαί, ρε μισκί, έχουμεν εκεχειρίαν…

Γέλια…

Κι ύστερα πώς τα καταφέραμε και φέραμε τον ηγούμενο Ειρηναίο στον Αγρό, δεκαπενταύγουστο…όλα μια περιπέτεια.

 

Ο Δημητράκης Χριστοδούλου, κοιτάζει μια τον Γρηγόρη μια τον Λένα, από μεγάλη οικογένεια, ηλεκτρολόγος, με δικό του αυτοκίνητο «τω καιρώ εκείνω», με τον  Ηλία Παπακυριακού και τον Αλέκο Κωνσταντίνου, σε μια από τις επιθέσεις τους εναντίον Άγγλου ταγματάρχη, αναγνωρίστηκε το αυτοκίνητό του, καταζητούμενος, αντάρτης με την ομάδα Αυξεντίου στο Παλαιχώρι, σε λίγο με τον Λένα … ποιο θα είναι το τέλος… καλά Χριστούγεννα τώρα…

 

Ο Κώστας Πισσαρίδης, θυμάται και θυμάται, Μάρτιο του 1956,  δεκαεξάχρονος τότε, στην ταράτσα του σπιτιού του Παπαχριστόδουλου, με τα ράσα και τα γυαλιά μυωπίας του Παπά. Τους φωτογραφίζει. Έπρεπε να βγάλουν πλαστή ταυτότητα κι ο Μάτσης κι ο Αυξεντίου, και «να καταστρέψεις τα αρνητικά μικρέ.»  Κι όμως τα φύλαξε…και θα μείνουν οι φωτογραφίες για πάντα.

 

Λουκής Αυγουστίδης

 

«Κανένας την μοίρα του δεν ξέρει,

Ξεκινώ από το χωριό την Ποταμίτισσα

κατέβηκα στη Χώρα, μαθητής στην Εμπορική Σχολή Σαμουήλ,

δίνω τον μεγάλο όρκο, μπαίνω στην οργάνωση δεκαπεντάχρονος,

εκεί στον Ολυμπιακό τραγουδούσαν λεύτερα τα νιάτα,

στα δεκαέξι με ρίχνουν στη φυλακή, 

την επομένη πηδώ και χάνομαι,

στη Λευκωσία δεν μπορούσα πια να μείνω,

έρχομαι στον Αγρό, στην Απεήτειο, 

κι ύστερα αντάρτης, μες στα κρησφύγετα,

και με τον Ρένο και με τον Λένα και με τον Αυξεντίου.

«Μακάριοι οι ελεήμονες, Παπά μου,  ότι αυτοί ελεηθήσονται.»

 

Ο Παναγιώτης Γεωργιάδης σκέφτεται τα  Λειβάδια, τέτοια νύχτα η οικογένεια, η δουλειά στη Λευκωσία, έμαθε όμως να λέει, δόξα τω Θεώ…δόξα τω Θεώ…και επί γης ειρήνη…

 

Και ο Λιάκος μας, ο Μάκης Γιωργάλας, από το Μαραθόβουνο, ο ιδεολόγος έφηβος του Παγκυπρίου Γυμνασίου, με τις χριστιανικές ομάδες, τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, πρώτος με τη σημαία στην αυλή του σχολείου, δι- α- δη- λω- ση, ε- ε- ενωση φώναζαν οι μαθητές…έτρεχε ο γυμνασιάρχης…κι ύστερα στο εκτελεστικό Λευκωσίας, φυλάκιση, κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς … δραπέτευση, Παλαιχώρι, και τώρα… με τον Γρηγόρη Αυξεντίου…

Θα χορέψουμε απόψε ελληνικούς χορούς…“Μην τον βλέπετε έτσι λεπτό και αδύνατο”, έλεγε ο Αυξεντίου, “είναι πολύ δυνατός στην ψυχή”…. Για την Ελλάδα…

Γεννήθηκα με τον Χριστό και με την Παναγία,

με το χρυσό ευαγγέλιο και με την ευλογία.

Από μικρός σεβάστηκα την κάθε οικογένεια.

Πατρίδα μου, θρησκεία μου, μεγάλη μου λατρεία!

 

Μες στο σκολειό εγείρομουν πρώτος στη διαδήλωση.

Με τη σημαία, το σταυρό και την καρδιά πυρούμενη.

 

Κι ύστερα στην οργάνωση στο εκτελεστικό,

Κρατούμενος στις φυλακές, στα μαύρα κρατητήρια

και τώρα αντάρτης στα βουνά.

Μικρός- μικρός κι αδύναμος, μα στην ψυχή μου Έλληνας.

Για την Ελλάδα η ζωή, για την Ελλάδα ο θάνατος…

 

μπράβοοοοοο

 

Και συνέχισε ο Γρηγόρης:

«Προσέξετε βρε. Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η μοίρα του καθενός μας. Είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε ένα θα είναι το έπαθλο του αγώνα μας για νεκρούς και ζώντας. Η Κύπρος να γίνει Ελληνική και να ζήσει ελεύθερη και ευτυχισμένη. Όσοι επιζήσουν να μην επιδιώξουν ανταμοιβές και αξιώματα, γιατί οι υπηρεσίες προς την πατρίδα ποτέ δεν εξαργυρώνονται. Άλλοι θα πεθάνουμε, άλλοι θα ζήσετε... Πάνω απ' όλα η αγάπη και η ομόνοια είναι καθήκον και χρέος προς την πατρίδα, ο διχασμός υπήρξε πολλές φορές κατάρα της φυλής μας και η διχόνοια παρ' ολίγο να καταστρέψει την επανάσταση του '21 και ν' αφανίσει την Ελλάδα. Τούτα είχα να σας πω. Καλά Χριστούγεννα.»

 

Και μυστικός τέτοιος δείπνος να είναι, που οδηγεί στη σταύρωση, δεν μπορεί παρά ο θάνατος να φέρει την ανάσταση, γι’ αυτήν ζούμε, γι’ αυτήν πολεμούμε και πάσχουμε, και ξέρουμε γιατί ζούμε και ξέρουμε γιατί πεθαίνουμε.

 

Του καθενός η μοίρα καθόταν παράμερα και κανοναρχούσε, του καθενός η Ιστορία καθόταν παράμερα και σημείωνε, η Μνημοσύνη χόρευε, αγκάλιαζε τη συντροφιά, μέγας πατριάρχης ο Παπαχριστόδουλος, κι η Σάρρα του η πρεσβυτέρα Κυριακή στο πλευρό του, «η Μάρθα κι η Μαρία διηκόνουν», η Αλίκη κι η Μάγδα, οι καρδιές τους στα παράθυρα μπαινόβγαιναν, στον έξω κόσμο, στο γιορταστικό χωριό, στον Αγρό της προσμονής της λευτεριάς μας.

 

Κι όμως πρέπει να σας ευχαριστήσω και δεν ξέρω αν θα δεχθείτε την προσφορά μου. Περήφανοι άνθρωποι, θησαυροφυλάκιο οι καρδιές σας, αφήνω το βλέμμα να ζωγραφίσει την κάμαρα, το κρησφύγετο, το τραπέζι, ολονυχτίς με ξαναβλέπω να γράφω και να γράφω, η αγρύπνια μου γίνηκε σύντροφος, να και τα γυαλιά, μ’ αυτά στη φωτογραφία, εμείς θα φύγουμε, αύριο θα μείνουν να θυμίζουν τη στιγμή, το μέλλον μας αόρατο, η απόφαση ορισμένη, όταν πάρεις την απόφαση όλα αλλάζουν, βλέπεις άλλη τη ζωή, αλλιώς τους φίλους, αυτοί πρέπει να σωθούν, το δικό μου σαρκίο δοσμένο από καιρό, και το χαίρομαι που έφτασα στο βαθύ σκαλοπάτι ελεύθερος.

 

Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα. Τον θάνατό μας τον αποφασίσαμε από καιρό. Τελειώνουμε, αποχαιρετούμε και παίρνουμε το δρόμο. Ένα τραγουδάκι στα χείλη ας αφήσουμε φεύγοντας, μια και δεν ξέρουμε αν θα ξαναδούμε τον Αγρό. Ένα τελευταίο χαίρε!

Τραγουδούν όλοι μαζί

 

«Να χαίρεις Αγρέ,

χρώμα κι οσμή του τριαντάφυλλου

δροσιά τ’ ουρανού,

πλούτος της γης πολυστάφυλος,

χαίροις Αγρέ.

 

Χαίροις Αγρέ, μονοπάτι φιλόξενο

ρανίδες  στο χώμα σου από ιδρώτα και αίματα,

χαίροις Αγρέ

 

Να χαίρεις Αγρέ, του μόχθου γεννήματα,

στις εκκλησιές σου παράδεισος,

των αγγέλων ψαλμοί, της ψυχής μας η λύτρωση

χαίροις Αγρέ.

 

Χαίροις Αγρέ, με τους σκιαφτιάδες κι εργάτες,

Γρανιτένιες γυναίκες, Πέτρα και λάβαρο

Χαίροις Αγρέ.

 

Χαίροις Αγρέ,

ποταμοί κερασιές, καρυδιές,

Κεχριμπάρι τ’ αμπέλια σου

Χαίροις Αγρέ

 

Σκαρφαλώνουμε κι εμείς στα βουνά.

Χωρίς σπίτι, πέτρα προσκέφαλο,

Στις οπές μόνο της γης

τάφοι και σκέπαστρα 

Χαίροις, Αγρέ!» 

Να μακαρίζετε την Κυριακή και τον Παπαχριστόδουλο. Τέτοιες μέρες κάθονται στην καθέδρα και δέχονται τις θερμές ευχές μας. Ήταν για μας το λιμάνι, ήταν η κιβωτός της διαθήκης, η προστασία και σκέπη και σωτηρία, όπως ψάλλαμε για την Παναγιά και τους αγίους μας.

Φυτρωμένο μέσα στις γλάστρες του σπιτιού, στην καρδιά των παιδιών τους, οι μικρές κόρες κρατούσαν με ευλάβεια ένα μεγάλο μυστικό: στο σπίτι τους φιλοξενούσαν  αντάρτες,  στο σπίτι τους λίγο πιο πάνω κατασκευάζονταν βόμβες, σ’ άλλο σπίτι στο χωριό άλλο κρησφύγετο, να το βρίσκουν οι Εγγλέζοι και να το ανατινάζουν. Η ερημιά στο δρόμο. Αλλά όλο το χωριό χτυπούσε καρδιά στον ίδιο ρυθμό. Ήταν αναγκαία η σωτηρία, η φιλανθρωπία κι η φιλοξενία, ο καθαρισμός της ψυχής και του σώματος, η αυτοθυσία να προπορεύεται και να μας καλεί: «Ελάτε μαζί μου, νικήστε τον θάνατο.» Σε τούτο το κάλεσμα υπακούσαν τα παιδιά στο Γυμνάσιο, με τις διαδηλώσεις και τις επιθέσεις στον αστυνομικό σταθμό,  υπακούσαν οι γυναίκες με τις πέτρες στα χέρια να διώχνουν τους Εγγλέζους από το χωριό. Χαίρετε λοιπόν!

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Φεύγοντας από τον Αγρό πορεία προς τη Ζωοπηγή.

30 προς 31 Δεκεμβρίου

Σύγκρουση με πράκτορες των Άγγλων και Τούρκους επικουρικούς. Θάνατος του Μιχαήλ Γιωργάλλα. Ο Αυξεντίου πληγωμένος, μετά από έξι ώρες πεζοπορία μαζί με τον Μηνά, στο κρησφύγετο της Παπούτσας.

1957

18 Φεβρουαρίου 

Στην Ποταμίτισσα Λεμεσού μάχη με πολυάριθμο στρατό κατοχής. Τραυματισμός Στυλιανού Λένα. Νεκροί οι Σωτήρης Τσαγκάρης και Δημητράκης Χριστοδούλου. Μεταφορά του Λένα στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ακρωτηρίου. Θάνατός του το απόγευμα της 28ης Μαρτίου του 1957 στα χέρια του πατέρα του σε ηλικία 24 ετών. Άρνηση των Βρετανών να δώσουν την σορό στην οικογένειά του να κηδευτεί, για να μην ξεσπάσουν ταραχές. Κηδεία του στα Φυλακισμένα Μνήματα δίπλα από το μνήμα του Ανδρέα Δημητρίου.

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου στον Μαχαιρά. Μήνυμα στον Ανδρέα Καραολή να χαλάσει το κρησφύγετο του «φούρνου», που βρισκόταν στο σπίτι του, γιατί αυτό προδόθηκε.

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΕΝΑΣ

Κι ενώ τριγύριζαν  για να σωθούν,

υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι,

εν ερημίαις πλανώμενοι

και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης,

κάπου εκεί ανάμεσα Πελέντρι Ποταμίτισσα

οι κοκκινοσκούφηδες οχτροί στήνουν καρτέρι,

φίδια ζωσμένη η προδοσία, ξερνούσε χολή και φωτιά,

από πάνω πετά ελικόπτερο,

ανάμεσα στα δέντρα, άοπλος ο Λένας,

ντυμένος την τιμημένη αλατζιά, μεταλλωρύχος μοιάζει,

τον καλούν να σταθεί,

πετιέται ολόρθος από δόμη σε δόμη, μια βολή,

γονατιστή μια γριά παρακολουθεί, προσεύχεται,

το πληγιασμένο σώμα του πήρε το ελικόπτερο

στον Αμίαντο, ύστερα στ΄ Ακρωτήρι,

17 Φεβρουαρίου του 1957

και πέταξε στον ουρανό, αγγέλων συνοδεία,

28 του Μάρτη.

 

«Ζωντανό δεν έπρεπε να με πιάσουν, φέρτε φαρμάκι τώρα πια να πιω.»

Ένα κεφαλόσκαλο, κεφαλοχώρι, κεφαλόβρυσος φωτιάς

πήγε στον άλλο κόσμο, στην ευκρασία των καιρών του αιωνίου.

 

 

 

Στον Μαχαιρά κατασκευή κρησφυγέτου 1000 μέτρα από το Μοναστήρι.

3 Μαρτίου

Έρευνες των Άγγλων. Πρόδωσαν ο Πιπίνος και ο Απόστρατος τον αγωγιάτη Πέτρο Φιλίππου.

Στο μοναστήρι του Μαχαιρά ο Γρηγόρης Αυξεντίου παρέμενε με τους αντάρτες συναγωνιστές του Αντώνη Παπαδόπουλο, Φειδία Συμεωνίδη, Αυγουστή Ευσταθίου, Ανδρέα Στυλιανού και Μηνά Μηνά, που μετακινήθηκε μερικές μέρες πριν από τη μάχη. Κλοιός ασφυχτικός. ‘Ολοι στο κρησφύγετο.

Όταν οι Άγγλοι ανακάλυψαν το κρησφύγετο και τον καλούσαν να παραδοθεί, προέτρεψε τους συντρόφους του να παραδοθούν. Εκείνος, είπε ότι έπρεπε να πολεμήσει και να πεθάνει.

Οι συναγωνιστές βγήκαν έξω με διαταγή του, αλλά ο Αυγουστής Ευσταθίου ξαναμπήκε στο κρησφύγετο ύστερα από διαταγή Άγγλου στρατιώτη, για να δει αν ο Αυξεντίου πέθανε, μετά από ρίψη χειροβομβίδας.  Έμεινε πολεμώντας μαζί με τον Αυξεντίου ως τη στιγμή που οι Άγγλοι έριξαν τη βενζίνη στο κρησφύγετο. Ο Σταυραετός του Μαχαιρά πολέμησε για οκτώ ώρες με χιλιάδες στρατιώτες.

Ο Αυξεντίου ολοκαύτωμα στο κρησφύγετό του στον Μαχαιρά.

Αυτές τις μέρες σύλληψη του  Παπαχριστόδουλου Αυγουστή,  βασανίζεται, φυλακίζεται ως τον Μάρτη του 1959.

1958

19 Νοεμβρίου

Περικύκλωση του Κυριάκου Μάτση στο κρησφύγετό του στο Δίκωμο Πενταδάκτυλου. Αρνήθηκε να παραδοθεί.  Ανατινάχθηκε από τις Βρετανικές δυνάμεις. Ταφή του στις Κεντρικές Φυλακές.

 

Ένα χρόνο προηγουμένως είχε γράψει στους γονείς του:

«Πιστεύουμε ότι κάθε θυσία μας δεν πηγαίνει άδικα και εσείς να είστε περήφανοι για μας. Αν ο καλός Θεός μας επιφυλάσσει την λαμπράν τύχη να δώσωμεν την ζωήν μας για την πατρίδα, τότε η χαρά σας πρέπει να είναι απέραντη. Δεν ξέρω αν μπορεί να ονειρευτεί ένας άνθρωπος καλύτερη τύχη από αυτήν. Και δεν μπορώ να σκεφθώ γονείς που να είναι πιο περήφανοι παρά για τα παιδιά τους που έπεσαν για την πατρίδα».

 

 

Σβήνει ο χρόνος, ξεχάσαμε τα χρώματα της ορτανσίας, στα βουνά και στα μονοπάτια αφήνουμε τον κορνιαχτό μας, ο Ιούδας φιλαργυρεί, οι Τζωνήδες συντροφιά με Τούρκους επικουρικούς, 30 προς 31 Δεκεμβρίου 1956 πλησιάζουμε τη Ζωοπηγή, τι όνομα το χωριό, πηγή ζωής, εκεί στην άκρη του χωριού το σπίτι το δικό μας, οι πράκτορες μάς έστησαν καρτέρι, ο Μιχάλης μας ο Γιωργάλλας, πόσο συμπαθούσα αυτό το παιδί, σεμνός και ταπεινός, μια αγιότητα στο πρόσωπό του, πληγώνεται θανάσιμα. Πρώτος στις διαδηλώσεις ο Μάκης, θυμάται ακόμα τον ενθουσιασμό των παιδιών, δεκαεννιά χρονών παιδί και βοηθούσε τον Λένα, “Μην τον βλέπετε έτσι λεπτό και αδύνατο”, τους έλεγα, “είναι πολύ δυνατός στην ψυχή”. Πριν πεθάνει μου φωνάζει : “Μάστρε μου, μάστρε μου, πεθαίνω. Ζήτω η Ελλ..” κι η λέξη πνίγηκε στο αίμα. Κι εγώ πληγωμένος, μετά από έξι ώρες πεζοπορία με την ομάδα και τον Μηνά, φτάνουμε στο κρησφύγετο της Παπούτσας. Τέλος του χρόνου στη Ζωοπηγή, να κλαίμε το πιο καλό παιδί!!! Πολύ στενή πύλη διάλεξες, φίλε μου Μάκη!

 

Ο Αυξεντίου μετακινήθηκε στον Μαχαιρά, απ' όπου έστειλε μήνυμα στον Ανδρέα Καραολή να χαλάσει το κρησφύγετο του «φούρνου», που βρισκόταν στο σπίτι του, γιατί αυτό προδόθηκε.

Ο Αυξεντίου εγκατέλειψε τη Μονή τον Αύγουστο του 1956, και επέστρεψε στον Μαχαιρά στις αρχές του 1957, για να φύγει εκ νέου μια βδομάδα αργότερα.

Στου Μαχαιρά την Παναγιά θ’ ανάψω μια λαμπάδα

να λάμπει τα μεσάνυχτα μες στης σκλαβιάς τα σκότη

με το κορμί μου ολόκληρο με της ψυχής τη φλόγα.

 

Αγκάλιασε, Παρθένα μου, την αντρειά, το θάρρος,

αξίωσε μας άνθρωποι να ζήσουμε με τη μητέρα Ελλάδα.

 

Άνοιξε τις αγκάλες σου και δέξου μας τους ξένους

που πολεμούμε το κακό, ως να το εξορίσεις.

 

Δώσε μας στέγη, άπλωσε τις σεβαστές παλάμες

Εσύ, που είσαι ακαταίσχυντη χριστιανών προστάτις. 

Ευλογημένη την ευχή δώσε μας

Είτε μαζί σου στη Μονή ή μέσα στις οπές της γης, στα βράχια που τρυπούμε.

 

Να ΄χεις καλά τον γούμενο, δεξί χέρι πολύτιμο,

κι όλους τους καλογήρους.

Παναγιά μου, δώσ’  τους δύναμη τα βάσανα ν ’αντέξουν

 

Τα χτήνη γδέρνουν πρόσωπα, γένια τραβούν, χτυπούνε

κλωτσιές, μπουνιές, κοντακισμούς, δεξιά ζερβά,

κρεμάζουν τους από το παραθύρι στον γκρεμό,

για να τους μολογήσουν πού είμαστε οι νιοι πολεμιστές,

οι θαρραλέοι αντάρτες.

 

Κάποτε λέω, «Κούγκι το μοναστήρι σου θα κάμω, Παναγιά μου»,

μα η ψυχή μου κρέμεται απ’ τη δική σου σκέπη.

Δεν είμαι τύραννος εγώ, ένα παιδί δικό σου!

 

Κάλλιο μες στο κρησφύγετο να μείνω να πεθάνω

παρά να αγγίξουν τον ναό, το μέγα μοναστήρι,

παρά μια πέτρα σου μικρή χαλάσματα να κάμουν

τα αμαρτωλά τους χέρια

πέτρα της Ιστορίας μας, Θρησκείας και Πατρίδας.

Άκουσε, κυρά Δέσποινα, τούτη τη δέησή μου!

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Πολύ το σκοτάδι στη γύρω περιοχή του Μαχαιρά. Ο ήλιος κρύβεται κάτω από τα σύννεφα, οι στρατιώτες του οχτρού περικυκλώνουν το μοναστήρι. Οι άνθρωποι λυγίζουν κάποτε, ανοίγουν στόμα καταστροφικό, σκοτώνουν τον αδελφό με τα λόγια τους, καρφώνουν την πατρίδα στον σταυρό. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου με τα παλικάρια του, στο κρησφύγετο παρακολουθούν και ετοιμάζονται. «Οι αλεπούδες έχουν πού να μείνουν, κι εμείς στο κρησφύγετο. Αν δεν γίνω σπόρος σταριού, κι αν δεν φυτευτώ στο ιερό τούτο χώμα, πώς να λευτερωθεί η θυγατέρα, να αγκαλιάσει  τη γαλανόλευκη μάνα, πώς;»

 

Παναγιά Μαχαιριώτισσα,

στη σκέπη σου προσπέφτουμε, σώσε μας,

κυνηγημένα πουλιά,

τριγυρίζουμε για λίγο λεύτερο ουρανό,

σκύβουμε στα κατώτατα της γης,

σκάβουμε κρησφύγετα,

εν τοις όρεσι και ταις οπαίς της γης

γονατιστοί σιγομιλούμε μαζί σου.

 

Μητέρα σ’ έχουμε,

τείχος απροσμάχητο,

δεν είναι για τη ζωή μας,

θυσία για να λευτερώσουμε

τα βουνά και τους κάμπους μας,

τη θάλασσα και τα ποτάμια μας,

τους ανθρώπους μας,

ένα άλμα η ζωή μας

κι ετοιμαζόμαστε να το κάμουμε

την κατάλληλη ώρα,

μια στιγμή στης ζωής το μεταίχμιο,

κι ο θάνατος ένας  άνθρωπος δικός μας

πιο δικός μας δεν γίνεται.

 

Ζωνάρια στον ουρανό,

ζωνάρια στις πέτρες και στα δέντρα,

στα φυτρωμένα χαμόδεντρα,

συντροφιά μας τις νύχτες της αγρύπνιας,

μια μεγάλη μηχανή στήνεται

στα επιτελεία των οχτρών,

με την κουκούλα ο Ιούδας φιλά τον φίλο,

χαιρετά επιδεικτικά τις σιδερές αρπάγες

να ξεραθούν τα χέρια του σαν το χορτάρι.

 

Ακούμε τα ποδοβολητά τους τις νύχτες,

το μοναστήρι κοντά,

ούτε τρίχα σου να μην καεί, Παναγιά μου,

στήνουμε το τείχος μας

με τα κορμιά και την ψυχή μας,

προδομένη, κυνηγημένη,

μα εμείς,

στύλος ακλόνητος η πίστη μας.

 

Μνημόνευέ μας στα συγχωροχάρτια σου:

Αντώνης Παπαδόπουλος,

Φειδίας Συμεωνίδης,

Αυγουστής Ευσταθίου,

Ανδρέας Στυλιανού και

Μηνάς Μηνά,

Γρηγόρης Αυξεντίου,

μια πυριτιδαποθήκη ολόκληρη.

 

Τα σκυλιά ουρλιάζουν

πάνω από το κρησφύγετο,

λύκοι μας περιζώνουν

δώσε την ευλογία σου

κι αρχίζουμε με το πρώτο σου νεύμα,

να ζήσουν πρώτα οι φίλοι,

να συνεχίσουν τη ζωή,

κι εγώ μες στην αγκάλη σου

ζωσμένος τα πυρομαχικά μου,

θα μαρτυρήσω για την πατρίδα και την τιμή,

για σένα,

Παναγιά Παρθένα,

Μαχαιριώτισσα.

 

Με τον ήλιο ακίνητο 

να παρακολουθεί τη μάχη,

με το φεγγάρι να περιμένει στη γωνιά,

ταράχτηκαν τα βουνά

κι οι πέτρες σχίζονται,

ανοίγουν το στόμα τα πουλιά

να διαλαλήσουν τον θάνατό μου,

ως τα πέρατα της γης,

Σ’ ευχαριστώ.

 

Βάζω φωτιά στην ιστορία του τόπου μου,

γράφω με το καρβουνιασμένο μου κορμί

την τελευταία μου σελίδα,

ΜΑΝΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ.

 

 3 Μαρτίου 1957

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μεγάλη δόξα κατέλιπε με τον θάνατό του στην οικογένεια, στο χωριό, στην πατρίδα, ο μεγαλομάρτυς της Λευτεριάς και της Ένωσης με την Ελλάδα Γρηγόρης Αυξεντίου. Ο πατέρας του Πιερής Αυξεντίου κλήθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο Λευκωσίας να αναγνωρίσει τον νεκρό γιό του. Ο πατέρας δήλωσε πως δεν ήθελε να τον δουν οι κατακτητές να κλαίει, γι’ αυτό και αλύγιστος αναγνώρισε το παιδί του κι είπε:

Δεν κλαίω που σε έχασα

που σ’ είχα για καμάρι

Κλαίω που δεν έχω άλλο γιο

τη θέση σου να πάρει! 

 

Η μάνα του η Αντωνού του έγραψε το παρακάτω ποίημα

Σήμερον που σ’ αντίκρυσα
τζι είδα την ζωγραφκιάν σου,
την τόλμην σου φαντάστηκα
τζιαι την παλληκαρκάν σου.

Να μεν σε πιάσουν ζωντανόν
τζι ας ήταν όπως τύχει,
αφού για την Πατρίδα μας
το γαίμα σου εχύθην.

Ξύπνα Γληόρη μου να δεις
που κόντεψεν η Νίκη,
τζι εσέναν βάλλουσιν μπροστά
γιατί σ’ εσέν’ ανήκει.

Μια μάνα τέτοιου ήρωα
εν προσβολή να κλάψει,
προσβάλλει τον λεβέντη της,
τζιείνον που θ’ απολάψει.

Χαλάλιν της Πατρίδος μου
ο γιος μου, η ζωή μου,
τζι αφού εν επαραδόθηκεν
τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν
ας έσιει την ευτζήν μου.

 

 

Την ώρα που φλεγόσουν και άστραφτες στον ουρανό,

πού να ΄ξεραν πως φλόγιζες και νέκρωνες την ύβρη των εχθρών.

‘Ηρθαν να ανεβάσουν στους ουρανούς το στράτευμά τους  

και γονατίσαν.

 Ανίσχυροι θρασείς με τη βενζίνη

να κάψουν ένα  μαχητή.

Φωστήρας και πυρσός στο σκοτάδι

φλεγόμενος έφλεγες τη σάρκα

κι η ψυχή διαυγής,

αστέρας στεφανωμένος τη νίκη

ακούγονταν άσματα στον ουρανό

οι αγγέλοι τραγουδούσαν.

 

Αστραπές και λάμψεις έσβησαν μεμιάς

το σκυθρωπό του θανάτου.

Τα σύμπαντα γέμισαν χαρά.

 

Πυρί τελειούνται

Τη 2α του μηνός  Σεπτεμβρίου ο άγιος Λεωνίδης πυρί τελειούται.                                                                  Του προς Θεόν σε φλοξ πόθω, Λεωνίδη, έπεισε ράστα και φλογός φέρειν βίαν

Τη 3 του μηνός Σεπτεμβρίου ο άγιος Ιερομάρτυς Αριστίων επίσκοπος Αλεξανδρείας πυρί τελειούται.          Ως εις άριστον την πυράν σπεύδων τρέχεις, άριστε Χριστού μαρτύρων Αριστίων.

Τη 28 του μηνός Δεκεμβρίου ο μάρτυς Μαρδόνιος πυρί τελειούται.                                                           Στέργοντα Χριστόν και στέργοντα πυρ φλέγον

Τη 16 του μηνός  Μαΐου οι Άγιοι Μάρτυρες Ισαάκιος, Συμεών και Βαχθισόης πυρί τελειούνται.

Τη 3η του μηνός Μαρτίου εν κρησφυγέτω παρά τη μονή Μαχαιρά ο νεομάρτυς Γρηγόρης Αυξεντίου πυρί τελειούται  

Της πατρίδος ώφθης υπέρτατος ήλιος εν ουρανώ, και τους εν τη γη αδελφούς εφωταγώγησας.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

Ο ΑΕΤΟΣ

Την στιγμή που ανελήφθη στον ουρανό, άφησε κάτω στη γη ένα απανθρακωμένο σώμα, το είδε ένας γλύπτης, εμπνεύστηκε, άλλος τον είδε αετό στα νέφαλα κι άλλος στον ύπνο του ακούει ακόμα τα λόγια του, «εγώ θα σας διδάξω πώς να πεθαίνετε», έτσι έλεγε, με το περίστροφο στη μέση.

Οι μαθητές ήταν συνηγμένοι διά τον φόβον των Ιουδαίων, οι χωριανοί του περίμεναν να τους δοθεί για ταφή, οι Ρωμαίοι κάλεσαν μάλιστα και τηλεόραση να προβάλει το κατόρθωμά τους, να διαιωνιστούν οι πομπές τους!

Αυτός όμως μας παρακολουθούσε από ψηλά, μας το είπε πως θα είναι μαζί μας όσο ζούμε. Εμείς όμως τι γίναμε, λέμε και ξαναρωτάμε: εμείς όμως τι γίναμε;

«Μπαινοβγαίνουμε στην Κερύνεια», του λέμε, κι αυτός δεν καταλαβαίνει, οι τουρκικές δυνάμεις έχουν καταλάβει κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας τη μισή Κύπρο σχεδόν, αυτό το ξέρει, αυτό που δεν καταλαβαίνει είναι πώς εξαργυρώσαμε τη θυσία του, τις θυσίες τους, ένας λαός πολεμούσε με τα φτυάρια και τα κυνηγετικά, με τις πέτρες οι γυναίκες, αυτές οι γυναίκες, του κάμπου και των ορέων, ωραίες που είναι στον θυμό τους, στο πείσμα τους για απελευθέρωση, για ένωση.

Ο αετός ανέρχεται, εμείς κατερχόμαστε στα κατώτατα της γης. Δεν τον φτάνουμε. Σβήνουμε τη λαμπρή μας ιστορία και την ξαναγράφουμε με μαύρα κατάμαυρα κάρβουνα. Μακάρι να ήταν τα δικά του! Έτσι καρβουνιασμένος που έμεινε στο κρησφύγετο, μακάρι να ήταν από το δικό του κάρβουνο, να ξαναγράψουμε την Ιστορία μας, γιατί του οφείλουμε, τους οφείλουμε. «Μάθετε να πεθαίνετε», φωνάζει.