Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Η αυλή μας

Στέλιου Παπαντωνίου
Η αυλή μας

                                       Στον Κώστα Βασιλείου

Μες στην αυλήν μας εμεινίσκασιν
τα τελευταία
δκυο οικογένειες,
η δική μας,  του Παπαδάμου
-όπως την έξερεν ο κόσμος ούλλος-  
τζιαι της Τουρκούς της Κατριγιές.

Εμείς είμαστεν οχτώ,
γέροι, νέοι, μεσοτζιαιρίτες,
ο Παπαδάμος, η παπαδκιά,
ο παππούς μας , η στετέ μας,
τζιαι τα τέσσερα παιδκιά,
δκυο κόρες τζιαι δκυο γυιούδες.

Στα πισινά εμείνισκεν
η Κατριγιέ τζι ο Τζιεμαλής,
ο γυιος της.

Τούτοι ήρταν υστερόττερα
με παμπορκές που την Τουρτζιάν
κουβαλητοί  να μας ξηλείψουν
για  ήταν δικοί μας, γριστιανοί,  
λινοπάμπατζιοι ποριψιμιοί
στην μούττην του σιηπέττου
ν’ αλλαξοπιστήσουν.





Το σπίτιν μιαν περίοδον,
ως το 960,
είχαν το κάτι εγγλέζοι,
που το εγοράσαν ΄πο΄ναν ππασιάν.

Εμείς, ίντα να κάμουμεν,
μιτσιοί καταησιεμμένοι
εκαταντούσαμεν πωρικά στα παναϋρκα
κκιοφτέρκα σισαμόπιττες
σουτζιούκκος τζαι σταφίδκια.

Ο ππασιάς έπνιξεν  έναν Bένετον,
αφήκαν Ιστορίαν,

τζι οι Τούρτζιοι αρπάξαν την  αυλήν
τζι’ εματζιελλέψαν το νησίν.

Ο  Bένετος  έκαμέν το δικόν του
με τα ττερτίππια  από΄ναν Φράγκον
τζι ο Φράγκος εγόρασέν το
που τους ιππότες τους τεμπλάρους
τζαι τούτοι ΄πο΄ ναν άλλον της αγγλιτέρας
που΄σιεν ελάλεν καρκιάν λιονταρκού

τζαι τούτος άρπαξέν το με μάχην  
από ’ ναν Ρωμιόν Βυζαντινόν,
πόρνον, λαλεί τζι ο Μασιαιράς,
ψευτοπαλλήκαρον

τότε που οι παππούδες μας επεθανίσκαν
της δίψας με τα φίδκια

για ακκάνουνταν  γρόνους πολλούς
που τους Σαρατζιηνούς.


Είσιε γρονιές πο΄ν  έμεινεν κανένας στην αυλήν,
ώσπου ήρτεν η Ελένη πο’ φερεν τον σταυρόν
των γριστιανών.

Πολλά πριν είχαν την αυλήν κάτι Ρωμαίοι,
τζι ο Μεγαλέξαντρος τζι οι φαραώ
τζι άλλοι πολλοί γειτόνοι,

μα πρώτοι που τους πρώτους  
τα παιδκιά της Εβροϊτούς
που ξέην που τη θάλασσαν
το γέλιο στα λουκκούδκια της.
Ο ήλιος εκατέβηκεν λαλούν  
έσπαζεν  ρόθκια
τζι εράντιζεν αθθούς.

Πολλά παλιόν το σπίτι τζι η αυλή μας.

Επκιερώνναμεν το νοίτζιν,
μα ο Εγγλέζος εν  ήταν του χαϊρκού.
του πάτσου τζαι του κλώτσου.  

Κοτσινοτρίσιης,
το συφφέρον του,
έβαλλεν πάνω την Τουρκούν,
να τσακκωννούμαστιν  
να βασιλεύκει τζιείνος.

Μιαν ημέραν ο Παπαδάμος  
έβαλέν του τες φωνές:

«Να φύεις τζι έ σε θέλουμεν,
πάμεν στα δικαστήρια.»



Εσύραμεν του τζιαι δκυο τρεις  
με το σιεπέττον,
δκυο τρεις πόμπες
με τες σωλήνες του νερού,
πετριές τα κοπελλούθκια που τα σκολεία,

άρπαξεν τον μιτσόττερον  τζι έζεξέν του θηλιάν
κρεμμασταρκάν στην φυλακήν,
σγιαν εκρεμμάσαν τον προπάππον  μας  
οι Τούρτζιοι στο σεράγιον
καμπόσα γρόνια πριν.

Ο Παπαδάμος επήε στους δικεόρους, στα δικαστήρια:
«ενοίκιον κανεί
τούτον το σπίτιν εν δικό μας
σιιλιάες χρόνια πριν.»

Ελαλούσαν μας ούλλοι «έσιετε δίτζιον»,
αμμά ως τζιαμαί, κανεί.

Με σιέρκα όφκερα μες στες πούντζιες
ερκούμασταν μουλλωτοί

τζι άλλοι εσκοτώνουνταν μες στους σπήλιους
στες φυλακές  στα μοναστήρκα
για την Ελλάδαν τζαι την τιμήν.

Στο τέλος εμάθαμεν το παραμύθιν,
«έσιετε δίτζιον», μα ως τζιαμαί.

Ο Παπαδάμος εδέχτην  
με τον Εγγλέζον τζιαι την Κατριγιέ
να δώκουν νεπαμόν,
εσυφφωνήσαν, υπογράψαν,
πέρκιμον πάει πάσα κακόν.

Αμμά η Τουρκού επήρε μας πρέφαν:

Εν άφηννεν να κάμουμεν  
δουλειάν του χαϊρκού  
αν δεν την αρωτούσαμεν
τζι άδειαν εν εδίαν.

Αρκέψαν τζι οι βουλήσεις
οι πελλοαπαιτήσεις  
ο Τζιεμαλής τριάντα ποδά, σαράντα ποτζιεί,
τζι εμάς ό, τι μείνει.

Ο Παπαδάμος εφουρτζιίστηκεν,
«εν ν’ αλλάξω σελίδα»,

τζιείνοι εβάλαν τες φωνές.

Ήρταν οι συγγενείς τους
να μας κρούσουν, να μας κάψουν
εσύρναν πόμπες τ’ αεροπλάνα
πόμπες  φωθκιές.

Επειράξαν τζι οι δικοί μας κάτι τουρκοκοπέλια

τζιαι τούτοι εκόψαν την αυλήν
τζι έν μας αφήνναν πκιον
να κοντέψουμεν τα ττέλια.

Εξαναμπήκεν τζι ο εγγλέζος
τζι έπαιζέν το διαιτητής.

Μιαν ημέραν,
έσιει σαράντα γρόνια,
ήρταν κάτι καλαμαράες
εβάλαν πάνω τον  μιτσήν,
πελλοκοπελλούιν,
άρπαξεν το τζυνηετικόν,
τζι ό, τι άλλον ήβρεν ομπρός του φονικόν,
έβαλέν τα με τον Παπαδάμον:
«να σε παίξω», λαλεί του,
«έθ θελεις να σμιχτούμε με τους άλλους συγγενείς,
τζι αρέσκει σου δαμέσα να σαι παπάς τζαι δικαστής».

-Ρε γυιε μου, ρε καλέ μου,  κάτσε στ’αβκά σου
τζι η Τουρκού
εν μ’ αννοιχτόν το στόμαν
να φωνάξει τους συγγενείς 
να μασήσει την αυλήν.

Ώσπου να φέξει,
με τα παμπόρκα
κατεβαίνουν οι συγγενείς,
εδώκαν μας πάνω στη κκελλέν,
εγαιματώσαμ μας,
μεγάλον κακόν,
ατιμάσαμ μας,  
αρπάξαν την μισήν αυλήν  
τζι εμείναμεν
με δκυο σιείλη καμένα
μέσα στον τόπον μας
ξενιτεμένα.

Έτσι κακόν στον κόσμον εν εγίνην.
Τα κλάματα εφτάνναν τους ουρανούς
τα γαίματα που τα χώματα
ετρέχαν στα λαούμια
πο΄σύραν ματζιελλεμένους  
καμπόσους γριστιανούς.

Ο Παπαδάμος που το κακόν του
επέθανεν τζι εθάψαν τον  
ψηλά πάνω στα δάση.
Λαλούμεν,
να μπει ομπρός
ο μιαλλύττερος αρφός,

μα που τζιαμαί τζιαι τζιει,
ούλλα παν ζαβά.

Η Τουρκού με τους συγγενείς της
εστροντζιυλοκάτσασιν  στο μισό σπίτιν,
ούλλα εκαταστρέψαν τα
ετουρτζιέψαν τα  
εφέραν κάμποσους  
βρακάες τζιαι χανούμισσες
λιμάντερους  κουβαλητούς,
εν συγγενείς, λαλούν,
εν κληρονόμοι.

Βουρούμεν  τόσα γρόνια,
το δίτζιον εν το βρίσκουμεν
ούτε στα δικαστήρια
ούτε με τες κουβέντες

εχάθην μέσα στα δεντρά
στα όρη τζιαι στα δάση
εσβήστηκεν που τες καρκιές
σαν τοίχος εξωβάφτην.

Εφτάσαμεν να φοούμαστιν
τους λλίους οι πολλοί,
να με θωρούμεν πιον ανατολήν
αφτούμενον τζιερίν.

Τώρα επελλετήσαμεν ποτζιεί ποδά
να κάτσουμεν πάλε να τα πούμεν,
να δούμεν ίντα  θέλουσιν,
ίντα τζι εμείς ποθούμεν, 
μα το χαντάτζιν μιαλώνει,
τζιαι το νερό θολώνει.

Εδώκαμε θάρρος του χωρκάτη
τζι εμπήκεν με τες σκάρπες  στο κρεβάτιν,
τζιαι να βκει εν λοαρκάζει.

Εσηκώσαμ μες στο σπίτι
τζι ένα δκυο κοπελλούθκια  
κάτι ττερτίππια,
«να δούμεν τζιαι το δίτζιον της Τουρκούς,
να δούμεν τζιαι το δίτζιον του Τζιεμαλή»,

το δικόμ μας πκοιος να το δει;

Πριν καμιάν δεκαρκάν χρόνια
εκαταφέραμεν τζι εμπηχτήκαμεν  
σε μιαν οικογένειαν ευρωπαϊτζιήν,
πέρκιμον κάμουμεν τζιαινούρκαν αρκήν,

αμμά πρέπει να κόβκει τζι ο νους σου
να αρπάσσεις τες περίστασες
τζιαι να τες δήννεις κόμπον.

Εμάς ανακουτρέψαν μας
τζιαι παίζουμεν πελλόν.
Εδιπλώσαμεν τα σιέρκα
τζαι πάμεν πίσω πίσω
στραοί μες στον γκρεμόν.

Εδ δυνατόν ούλλον το δίτζιον
να το’ σιει η Τουρκού τζι ο Τζιεμαλής,
τζιαι στο τέλος να γινεί
το άδικον το δικόν τους;


Οξά είμαστιν αχαϊρευτοι
τζι ελλίανεν το φως μας!

Πότε εν να δούμεν τζι εμείς προκοπήν
να πνάσει τζι η καρτούλλα μας
ν’αναστηθούμεν
να πάμεν στα χωρκά μας τζιαι στα σπίθκια μας
να παίξουμε καμπάνες
να δούμεν την αυλήν μας πράσινην
να σιήψουμε στη γη μας να γιορκήσουμεν
να πιούμεν νερόν του λάκκου
να ποτίσουμεν;

Το περβολούιν εν τζιαμαί τζαι περιμένει μας.
Το τρεξιμιόν κοντά
εν να το φέρνω με τη βάτταν
μα τα δεντρά εθ θα διψούν
τζιαι τα πουλιά εν να τζιελαδούν
σγιαν τότε που’ μαστεν μιτσιοί
τζι εφεύκαμεν που το ποστάνιν
εζι εμπαίνναμεν στη θάλασσαν
την πρώτην ερωμένην μας, αγαπημένην μας.

Πρώτα ο Θεός τζιαι Κύριος!