Ο δράκος του νερού
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Κι όντεν εφέραν τον δράκοντα του νερού, να πνίξει τους χωριανούς,
να μείνουν μόνοι να διαφεντεύουν στον τόπο, κι όταν οι άλλοι συνήθισαν να μην
ξυπνούν ούτε με τις μπομπάρδες, ούτε με τις ομιλίες στα μνημόσυνα και στις κηδείες
των κακοποιημένων ούτε και με τους άμβωνες παρά μόνο με τις σειρήνες της αεροπορίας
που τους καλούσαν να σπεύδουν στα καταφύγια να γλιτώσουν το φτηνό τους πια
τομάρι, γιατί από καιρό το ήξεραν πως, όπως παν, λίγοι θα μείνουν, λίγοι θα
μπουν σε μια βάρκα για τη νέα Ιουστινιανή, τότε κατάλαβαν πως δεν έπρεπε να
συνεργάζονται με τον τούρκο δυνάστη, ούτε και να’ χουν εμπιστοσύνη στα λόγια
του, είτε λεγόταν τουρκότουρκος είτε τουρκοκύπριος, διαπραγματευτής, είτε μουφτής είτε αφέντης
έποικος. Δεν έβγαζαν πια λογαριασμό τόσοι πολλοί που γίναν, η κάθε καρυδιά και
το καρύδι της κι οι κλώνοι των καρυδιών δεν διακρίνονταν πια, ούτε οι 50
χιλιάδες του Χριστόφια δεν τους έφταναν, εφτακόσιες χιλιάδες κιλά ψωμί
φούρνιζαν κάθε μέρα οι φούρνοι στην Κερύνεια και στη χώρα.
Δεν έπρεπε λοιπόν να συζητούν καν αν θα τους δώσουν ρεύμα να
κουβαλούν νερό, γιατί το νερό και ξεδιψά και πνίγει, κι αυτοί το’ χαν για να μας
πνίξουν να ησυχάσουν, έτσι το σχεδίαζαν μισόν αιώνα πριν, και ποιος μπορεί να
διακρίνει στο βάθος του ορίζοντα ποιο θα’ ν
το τέλος των διψασμένων τη δικαιοσύνη και πνιγμένων στις δικές τους ανομίες;
Γιατί έκλεισαν τις τράπεζες, έκλεισαν τα σχολεία ή τα καμαν μαζικά νηπιαγωγεία, κακοποιούσαν τη
γλώσσα και το ήθος, την εθνική φρουρά την είχαν μόνο για τα λούσα, κάνα
παρουσιάστε στις γιορτές στα πανηγύρια, κι η φιλοπατρία φάνταζε εθνικισμός και
καταδίκη κι οι ξένοι μπαινοβγαίναν σαν στο
σπίτι τους, μισθοφόροι βρακοφόροι, βρίσκαν δικαιολογία τα χρυσοφόρα αέρια και
την Ευρώπη, μ’ αυτή δεν ήταν στα καλύτερά της, ανεργία, κι ακαταστασία,
συμφέροντα και φούσκες του αέρα στον κάθε σημαντικό τομέα.
Αν χάσαμε τον εαυτό μας πρέπει να τον ξαναβρούμε. Κι η αγάπη
δεν είναι παραμύθια για του αγίου Βαρνάβα τα φτωχικά πανηγύρια. Είναι θυσία για
το κοινό καλό πρώτα του εγωισμού μας, που χει για καλά παραβαρύνει. Κι αν όλα
τα ζώντα έχουν πρωταρχική ανάγκη την αυτοσυντήρηση και τη διαιώνιση του είδους,
έτσι κι εμείς έχουμε ανάγκη να παραμείνουμε στη γη των προγόνων μας και να
συνεχίσουμε τον ελληνισμό, ακρίτες στα ακροτόπια και τα στρατιωτόπια, στα
σχολεία και στην κοινωνία, αλληλοστηριζόμενοι, για να κρατηθούμε και με νύχια
και με δόντια και με τα οργανωμένα σύνολα και με τις σημαντικές μονάδες, φτάνει να μην είμαστε εμείς που θα
σβήσουμε αιώνων στο νησί ελληνικές λαμπάδες. Ν’ ακούει κι η Ελλάς να ξεμεθύσει,
στο βαθύν ύπνο και λήθαργο που ερίχτει.
Η ανοχή στην αδικία και στα κελεύσματα και τα τερτίπια του
ισχυρού μας οδηγούν στο γκρεμό του αφανισμού. Όλοι το ξέρουμε, μα δεν το
συνειδητοποιούμε. Ειδ’ άλλως ως τώρα θα’ χαμε οργανωθεί σε αντίσταση επιβίωσης.
Κι η Εκκλησία κι οι συντεχνίες κι οι οργανώσεις και το κράτος θα ηττηθούμε κατά
κράτος, αν συνεχίσουμε την ίδια μουσική, με το βαπόρι να βυθίζεται στον πάτο
ενώ εμείς χορεύουμε, χορτάτοι ή νηστικοί.