Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ, ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ

 

Στέλλα Ρωτού, Μετέωρο Ταξίδι, Διηγήματα, Εκδόσεις Γκοβόστη

«Μετέωρο ταξίδι»: ένας επιτυχημένος τίτλος διηγήματος και συλλογής διηγημάτων, περιεκτικός του πνεύματος των κειμένων. Ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, στις σκέψεις και τα συναισθήματα, στη ζωή και το θάνατο,  στην ατολμία και την τόλμη, γιατί μερικά διηγήματα -όντως- χρειάστηκε αρκετή τόλμη να γραφτούν.

Ίσως να θεωρούμε δεδομένο το ότι ένας γράφει. Του αρέσει, έχει έμπνευση. Ο λόγος του ρέει, δεν κοπιά, παίζει, το χαίρεται. Στην περίπτωση της Στέλλας Ρωτού δεν φαίνεται καμιά προσπάθεια ή κόπος στο γράψιμο, παρόλο που είναι κέντημα- λεπτοδουλειά. Δεν μπορώ όμως να πω το ίδιο για το περιεχόμενο. Γιατί, όπως δείχνει, πίσω του βρίσκεται ένας άνθρωπος που αποκαλύπτει πτυχές του εαυτού του. Δεν είναι μια κατασκευαστική μηχανή, ούτε και διανοητική -εγκεφαλική, που τετραγωνίζει κύκλους ή ζευγαρώνει τα αζευγάρωτο για να επιτύχει ανατροπές. Αντίθετα, βιώνει, συγκλονίζεται και γράφει, γι’ αυτό και είναι αληθινή. Τα διηγήματά της είναι ψυχικού πάθους σημαντικά.

Διηγήματα ανοιχτά στην αρχή και στο τέλος. Μοιάζουν με ταινίες μικρού μήκους ή με φωτογραφίες. Η ζωή συνεχιζόταν πριν πατήσει το κουμπί ο φωτογράφος, και συνεχίζεται και μετά τη φωτογράφηση. Η στιγμή αθανατίζεται με το λόγο. Χρονικός προσδιορισμός μπορεί να μην υπάρχει, τον υποκαθιστά όμως ο τοπικός, που μαρτυρεί τη γεωγραφική πραγματικότητα. Το λακωνικό, κοφτό γράψιμο, δίνει ρυθμό, νευρικότητα, ζωντάνια, αγωνία, χτυποκάρδι. Ο αναγνώστης μπαίνει στο ρυθμό και ζει με τη συγγραφέα.

Ο χρόνος, οι γονείς, η ίδια γονιός, η κόρη, το δέσιμο με τους ανθρώπους της. ‘Ο, τι και να γίνει δεν τους βγάζει από το νου, μεριμνά γι’ αυτούς, ως κόρη και μάνα. Ανατροπές ή περιπέτειες. Το άγνωστο, το απρόσμενο κεντρίζουν τον αναγνώστη. Πινελιές- κεντρίσματα. Ευχάριστο και ζωντανό διάβασμα. Αυτές οι πρώτες εντυπώσεις. Εν- τυπώσεις, στη βαθύτατη κυριολεξία τους.

Ειδικότερα, η προσωποποίηση του φόβου, η ενσάρκωση τού εντός κόσμου, η δραματοποίηση, με τους ανάλογους κραδασμούς στο γράψιμο κυκλώνουν τον αναγνώστη που μετέχει νοερά και συναισθηματικά.

 

Οι υποθέσεις έχουν στη ζωή την ίδια σημασία με την πραγματικότητα: είναι εσωτερικές σκέψεις, φόβοι ζωντανοί. Παραστάσεις που προκαλούνται από άλλους στην συγγραφέα παρουσιάζονται ως φωτεινές στιγμές σε τεράστιο πίνακα. Διάλογοι φωτίζουν τους χαρακτήρες και τις σχέσεις των ανθρώπων, τους δεσμούς και συγκρούσεις των. Η κλιμακωτή αποκάλυψη ανθρώπινων τύπων μπορεί να περιλάβει πλήθος συνανθρώπων. Κοινωνικά προβλήματα, με μια σταθερή ανθρώπινη στάση, αποφασιστικότητα για το καλύτερο, για την αξιοπρέπεια και την αλήθεια, φανερώνουν συγγραφικό ήθος σπάνιο, ομολογητικό στις δύσκολες μέρες μας.

Στο τέλος της συλλογής, μικρά διηγήματα, φιλοσοφικά, που εκφέρονται αφηγηματικά, εικονικά, κινηματογραφικά, μαρτυρούν μεγάλες αλήθειες.

Μια δεύτερη ανάγνωση και ανασύνθεση της σειράς των κειμένων δίνει μια άλλη διάσταση, μπορεί να πει κανείς μυθιστορηματική ή βαθιά ποιητική στο σύνολο των κειμένων. Αυτό που παρατηρεί ο αναγνώστης είναι πως ένας αδιόρατος φόβος έρχεται και επανέρχεται με πολλές και διάφορες μορφές στα διηγήματα. Ως επί το πλείστον επικρέμαται, πλησιάζει, βρίσκεται μέσα στη συγγραφέα και εξωτερικεύεται με αποκρουστικές μορφές. Αν συμπληρώσουμε και με την μορφή και την επάνοδο στα διηγήματα του νεκρού πατέρα, θα σχηματίσουμε τη μορφή του θανάτου, να αιωρείται ασυνείδητα και συνειδητά στα διηγήματα. Ο θάνατος συνοδεύει την ηρωίδα, η οποία προσπαθεί να τον αποφύγει, ώσπου στο τέλος συμφιλιώνεται και αποδέχεται την ύπαρξή του βρίσκοντας στηρίγματα τα παιδιά της και τις αρχές και αξίες με τις οποίες πρέπει να βαδίσει και βαδίζει στη ζωή

Στο μεταξύ όμως γίνονται προσπάθειες διαφυγής, είτε στον τόπο είτε στον χρόνο. Στον τόπο με τα ταξίδια, στο αεροδρόμιο, στο λεωφορείο, σε ξένες χώρες. Είναι όμως και μια βαλίτσα που μπήκε στη ζωή μας από τότε που πληροφορηθήκαμε για τα πολλαπλά εγκλήματα και τις βαλίτσες με τα πτώματα. Εκτός από την βαλίτσα γεμάτη ή άδεια με τα σημαινόμενά της επιστρατεύονται και κλειστές κάμαρες, κλειστά κουτιά, επισκέψεις σε παλιές αποθήκες ή στη σοφίτα. Το μυστήριο συνοδεύει τον αναγνώστη.

Ταξιδιώτες δεν είναι μόνο η ίδια, είναι και άλλοι, στα αεροδρόμια, στις επικίνδυνες προσπάθειες να απομακρυνθούν από τη χώρα τους, οι σύγχρονοι πρόσφυγες με τα θλιβερά καθημερινά σχεδόν μαντάτα.

 

Για παράδειγμα στο διήγημα Στο λεωφορείο

Οπτικά ερεθίσματα στο λεωφορείο από το αεροδρόμιο στην Αθήνα. Ο πολύμορφος κόσμος γύρω, η εσωτερική διερεύνηση της συγγραφέως, ένδον σκάπτει, ο έσω και έξω κόσμος εναλλάσσονται, το εγώ και οι περιβάλλοντες αποτελούν κεντρίσματα για ανασκοπήσεις των τραγικών ναυαγίων μεταναστών κι επαναφορά στα ημέτερα, με την τουρκική εισβολή.  «Και σκέφτομαι ότι η μοίρα των ανθρώπων παραμένει τραγική και απάνθρωπη, με πολέμους, σεισμούς, πείνα κι ένα σωρό άλλα δεινά να υποβαθμίζουν την αξία της ζωής.»

Το ταξίδι όμως μπορεί να είναι στο χρόνο, στο παρελθόν, μνήμες της νεανικής, φοιτητικής ζωής σε ξένες χώρες.

Φυγή όμως είναι και ο έρως και η τέχνη και το πνεύμα και το οινόπνευμα. 

Όλα αυτά αποτελούν προσπάθειες απελευθέρωσης, δεν οδηγούν όμως πουθενά. Από τον θάνατο κανείς δεν μπορεί να ελευθερωθεί.

Εξάλλου το «θανάτω θάνατον πατήσας» αυτό ακριβώς εισηγείται ή διδάσκει: με τον προσωπικό θάνατο να νικηθεί ο φόβος του γενικότερου θανάτου.

Ο θάνατος πρέπει να γίνει ζωηφόρος, δύναμη ζωής και αυτό θα επιτευχθεί με την αποδοχή του και την απόφαση για ζωή με μέλλον, που είναι τα παιδιά και με αρχές, που ανυψώνουν τον άνθρωπο. Αγώνας για αρχές και αξίες και ιδανικά καταπατούν την μηδενιστική αντίληψη του θανάτου και οδηγούν σε παραγωγική και ανθρώπινη ζωή, «βίον βιωτόν ανθρώπω».

«Ταράττει τους ανθρώπους ου τα πράγματα αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα.» Αυτή η ρήση των στωικών, του Επίκτητου, είναι πολύ σημαντική και στην κατανόηση και σύλληψη των νοημάτων των διηγημάτων της Στέλλας. Το
«πράγμα καθ’ εαυτό» δεν το γνωρίζουμε, λέει και ο Κάντιος. Ό τι ξέρουμε είναι αυτό που συλλαμβάνουμε με τις πενιχρές μας δυνάμεις, τις αισθήσεις και τις κατηγορίες του νου, αφού τοποθετήσουμε τα πράγματα στον χώρο και στο χρόνο, αφού με τέτοια γυαλιά είναι οπλισμένος ο νους μας.

Για τα πράγματα έχουμε εικόνες, και αυτές οι εικόνες είναι που μας τυραννούν, οι αντιλήψεις μας για τα πράγματα, αφού τα ίδια δεν τα γνωρίζουμε.

Η προσπάθεια διείσδυσης στο καλυμμένο, στο κρυμμένο, στην κλειστή κάμαρα, στη σοφίτα, στο κλειδωμένο συρτάρι, στην βαλίτσα ή στο κουτί προδίδει άνθρωπο που επιδιώκει να εισχωρήσει στα μυστικά των όντων- ο άνθρωπος «φύσει του ειδέναι ορέγεται», λέγει ο Αριστοτέλης. Πίσω όμως συνεχώς κρύβεται ένας φόβος, όπως στον Καβάφη με «Τα Παράθυρα»:

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαριές,

επάνω κάτω τριγυρνώ για  νάβρω τα παράθυρα.

— Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω.

Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

Τα καινούργια πράγματα μπορεί να είναι ένα παρελθόν αμαρτωλό, ενοχοποιητικό, αφού η συγγραφέας αποδέχεται και έχει πεισθεί για τις ατέλειες, τις αδυναμίες, τα πάθη των ανθρώπων. «Ουδείς αναμάρτητος».

Πολλές κινήσεις ανίχνευσης των κρυμμένων σχετίζονται με τον θάνατο, ιδιαίτερα του πατέρα. Πώς ένα παιδί μπορεί να αποδεχτεί το γεγονός της πατρικής απώλειας χωρίς να του αφήσει ερωτηματικά, τα οποία προσπαθεί να απαντήσει και να φωτίσει στα ώριμά του χρόνια;

Οι κρυμμένοι θησαυροί μπορεί να ήταν πλάσματα του μύθου και της φαντασίας,  γιατί ήταν αναγνώσματα ελκυστικά της παιδικής ηλικίας και παιχνίδια με το κυνήγι του άγνωστου θησαυρού. Μπορεί όμως να σχετίζονται άμεσα με γεγονότα που μας συντάραξαν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο με συγκεκριμένα στυγερά εγκλήματα.

 

 

Σημασία έχει πως όλος αυτός ο αγώνας μέσω της γραφής των διηγημάτων οδηγεί στην αυτογνωσία, καθαίρει, οδηγεί στη συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων του ανθρώπου και προπάντων στην  αποφασιστικότητά του για αγώνα για το μέλλον και το καλό των ανθρώπων. Τον θάνατο δεν θα τον αποφύγουμε, αλλά τουλάχιστον να ζήσουμε αντάξια του Ανθρώπου.

Όλα αυτά τα βρίσκουμε συγκεντρωμένα στο πρώτο της ήδη άτιτλο διήγημα, γραμμένο πολύ πριν από τα άλλα, όμως περιεκτικότατο όσων ακολουθούν.

«Ξυπνώ αλαφιασμένη, ανήσυχη, αλλάζοντας διαρκώς πλευρό και  προσπαθώντας να καταλάβω τι γίνεται, πού βρίσκομαι. Κι ενώ κανονικά θα έπρεπε να  είμαι  στο κρεβάτι μου, οδηγώ με ιλιγγιώδη ταχύτητα και με συνεπιβάτη τη μεγάλη μου κόρη σε δρόμο που το σήμα της τροχαίας δείχνει μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα τα πενήντα χιλιόμετρα. Αισθάνομαι χαμένη, δεν μπορώ να καταλάβω αν βρίσκομαι σε κατοικημένη περιοχή· σίγουρα πάντως δεν είμαι καθόλου συγκεντρωμένη στην οδήγηση, γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνομαι εγκαίρως την απότομη στροφή που ξανοίγεται μπροστά μου, με συνέπεια να βρεθούμε σε μια χαράδρα τραυματισμένες και οι δυο. Η κόρη μου τρέχει σε κατάσταση πανικού κι εγώ την ακολουθώ προσπαθώντας έντρομη να δω αν το χτύπημά της είναι σοβαρό. Η μύτη μου αιμορραγεί όταν ξαφνικά ένα αόρατο χέρι με αρπάζει δυνατά, τόσο που δεν μπορώ να πάρω ανάσα.»

Ζούμε ήδη σε έναν κόσμο μεταξύ, μετέωρο, αιωρούμενο ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό. Ταξίδι, φυγή, με συνοδηγό την θυγατέρα, το μέλλον για το οποίο αξίζει να αγωνιστεί. Ένα αόρατο χέρι την αρπάζει δυνατά. Ο φόβος, η συγκεκριμενοποίηση του φόβου ή και του θανάτου. Αφήγηση ακριβής, κινηματογραφική.


Βρίσκομαι στην κουζίνα σε μια στιγμή άσχετη εντελώς. Μου είναι δύσκολο να διακρίνω αν αυτό που ζω είναι όνειρο, δημιούργημα της φαντασίας μου ή πραγματικότητα. Πρέπει να αντιμετωπίσω έναν άγνωστό μου κουκουλοφόρο· προσπαθεί να με συγκρατήσει κι εγώ επιστρατεύοντας όλες μου τις δυνάμεις, με νύχια και με δόντια, καταφέρνω και του ξεφεύγω. Ο φόβος μου είναι τέτοιος που μπορώ και τρέχω με μιαν αναπάντεχα μεγάλη ταχύτητα, χωρίς καθόλου να γυρίσω να κοιτάξω πίσω· ούτε που θυμάμαι αν ήμουν μόνη ή μαζί με την κόρη μου.

Το ερώτημα, είναι όνειρο, είναι δημιούργημα της φαντασίας ή πραγματικότητα. Επανέρχεται συνεχώς το μεταξύ, το ανάμεσα, στο μετέωρο και αιωρούμενο. Ο άγνωστος κουκουλοφόρος δεν είναι μόνο για το συγκλονιστικό, είναι η πραγματικότητα του θανάτου ή ο φόβος του ή η εντύπωση καλύτερα, γι’ αυτόν. Ακούστε την περίοδο «μπορώ και τρέχω με μιαν αναπάντεχα μεγάλη ταχύτητα». Προσέξτε τον ρυθμό, την παρήχηση των ρ, και των ουρανικών κ, γ, χ. Το αγκομαχητό της τρεχάλας.


 

 Φτάνω στο λιμάνι. Μόλις που προλαβαίνω να επιβιβαστώ στο καράβι που πρόκειται να φύγει χωρίς να ξέρω ούτε να ενδιαφέρομαι για πού. Κανείς δεν μου ζητάει ταξιδιωτικά έγγραφα· όλοι δείχνουν να βιάζονται. Ανασαίνω με ανακούφιση. Μου είναι αδιάφορο εντελώς το πού πηγαίνω. Μου φτάνει που σώθηκα. Η θάλασσα είναι γαλήνια κι αυτό με κάνει να ελπίζω ότι το ταξίδι θα είναι ευχάριστο.

Η φυγή, η σωτηρία, το ταξίδι αρχίζει, η προς στιγμήν ανακούφιση. Έχει την εντύπωση της σωτηρίας με τη φυγή.

Κάθομαι αμέριμνη στην πρώτη άδεια θέση που βρίσκω στο κατάστρωμα και συμπεριφέρομαι όπως ένας κανονικός ταξιδιώτης, όταν από τα μεγάφωνα του πλοίου ανακοινώνεται ότι έχουμε πέσει σε θαλασσοταραχή και μας συστήνουν να είμαστε σε ετοιμότητα ενώ ταυτόχρονα μας μοιράζουν σωσίβια. Η καρδιά μου χτυπάει ασύστολα, αλλοπρόσαλλα. Απελπισμένη πιάνω το χέρι του διπλανού συνταξιδιώτη μου, όταν με τρόμο διαπιστώνω ότι είναι ο κουκουλοφόρος από τα χέρια του οποίου με τόση δυσκολία είχα καταφέρει να ξεφύγω. Με λούζει κρύος ιδρώτας και σκέφτομαι ότι αν θέλω να σωθώ δεν έχω παρά να πέσω στη θάλασσα.

Σωτηρία όμως δεν υπάρχει. Ο κουκουλοφόρος ταξιδεύει μαζί με την ηρωίδα. Μια σύγκριση των ποιημάτων του Καβάφη όπως εδώ με την Πόλη που ακολουθεί τον ποιητή όπου και να πάει, όλο και θα οδηγήσει σε συμπεράσματα συγγένειας ποιητή, συγγραφέως, σύλληψης των ίδιων βιωμάτων και συναισθημάτων.


 

Μετά τη θεώρηση των διαβατηρίων και τον σωματικό έλεγχο επιβιβάζομαι στο αεροπλάνο που με έκπληξη διαπιστώνω ότι είναι βυθισμένο στον πάτο της θάλασσας. Κάθομαι και μένω κατάπληκτη όταν δυο θέσεις μπροστά διακρίνω τον πατέρα μου μαζί με μια άγνωστη γυναίκα. Τα μαλλιά της είναι ολόλευκα και το δέρμα της κέρινο. Παρόλο που βρισκόμαστε λίγο πριν από την απογείωση και η αεροσυνοδός μας καλεί να  παραμείνουμε στις θέσεις μας με δεμένες τις ζώνες ασφαλείας, σαν σπρωγμένη από μιαν ακατανίκητη δύναμη, οπλίζομαι με θάρρος, παρακούω τους κανονισμούς και τους πλησιάζω.

«Ώστε γι’ αυτό μας εγκατέλειψες; Γι’ αυτήν τη γυναίκα; Και καλά, τη μάνα μας δεν τη σκέφτηκες, εμάς, τα παιδιά σου;». Στο αντίκρισμα του πατέρα μου παγώνω. Το πρόσωπό του ολόκληρο ένα τεράστιο βλέμμα, αυτό που πάντοτε κάποτε με προστάτευε. Δεν παίρνω καμιά απάντηση, ενώ η γυναίκα με κοιτάζει με ύφος περίλυπο. Τα μάτια της βουρκώνουν και με πολύ κόπο συγκρατεί τα δάκρυά της. Μοιάζει να θέλει να μου πει, μάλλον να με συμβουλεύσει, να φύγω, να μην τους αγγίξω.

       

Μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές, πυρήνας του όλου, ο πατέρας που έφυγε. 

Τα μεγάφωνα με καλούν επιτακτικά να επιστρέψω στη θέση μου. Τα πόδια μου όμως με κρατούν καθηλωμένη εκεί, μπροστά στον πατέρα μου· όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να μετακινηθώ. Η φωνή της γυναίκας ακούγεται παρακλητική, προτρέποντάς με να φύγω όσο πιο γρήγορα μπορώ. «Τρέξε να σωθείς, εσύ είσαι νέα, έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Δες την κόρη σου, περιμένει πολλά από σένα. Μείνε δίπλα στα παιδιά σου που σε χρειάζονται. Μην βιαστείς να μας ακολουθήσεις. Αργά ή γρήγορα, θα ξανανταμώσουμε».

 

Μέσα σ’ αυτά τα λόγια επιβεβαιώνεται το τέλος του καθενός, η προτροπή να μείνει κοντά στα παιδιά της, αλλού είναι οι αξίες για τις οποίες θα αγωνιστεί.

Τ’ αυτιά μου βουίζουν. Το αεροπλάνο απογειώνεται. Η κόρη μου με κρατάει σφιχτά. Δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο ν’ αντιδράσω. Επιστρέφω αποφασισμένη να βάλω μια τάξη στη ζωή μου. Η κουζίνα είναι πάντα εκεί στην ίδια θέση. Στο πάτωμα διάσπαρτες κηλίδες αίμα• αυτό που λίγο πριν έτρεχε από τη μύτη μου.»

Κάθε τέτοιο ταξίδι προσθέτει στην πείρα, με αυτό συνειδητοποιείται το αναπόφευκτο, αλλά και η απόφαση πως πρέπει να τεθεί μια τάξη στη ζωή, να της δώσουμε νόημα με δική μας απόφαση.

Το όλον μπορεί να είναι ένα μάθημα ηθικής, δοσμένο με τον καλύτερο τρόπο, με ένα διήγημα.

                                           ************

Ύστερα από αυτή την περιδιάβαση στα διηγήματα της συλλογής ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ της Στέλλας Καζαμία Ρωτού, μπορούμε να μιλήσουμε και για τη γλώσσα και τη μαγεία της, η οποία πηγάζει εκ βαθέων.

Ό τι εκφράζει, είναι συγκλονιστικά βιώματα, ως επί το πλείστον, τα οποία πρώτα συγκίνησαν εκείνην τόσο δυνατά, ώστε οι εσωτερικοί κραδασμοί να συνεχίζουν με τον λόγο να μεταδίνονται στον αναγνώστη.

Ο λόγος της είναι πολλές φορές εικονικός, κινηματογραφικός. Ακριβής και ουσιαστική στις περιγραφές, συνοδευόμενες με το ταιριαστό στην περίπτωση συναίσθημα. Όταν οι εικόνες ρέουν, μοιάζουν με κινηματογραφική προβολή σε πανί, την ίδια την ψυχή των αναγνωστών. Αντανακλούν έτσι ζωντανά στον εσωτερικό μας κόσμο, κι εμείς συμπορευόμαστε με την συγγραφέα, οδηγό στο
«μετέωρο ταξίδι».

Όπως τα κινηματογραφικά έργα, ανάλογα με την υπόθεση, διακρίνονται σε δραματικά, τραγικά, θρίλερ, κωμικά, ειδυλλιακά -ρωμαντικά -ερωτικά, έτσι και οι σελίδες των διηγημάτων φορτίζουν τον αναγνώστη ανάλογα.

Ο λόγος ρέει, οι λέξεις σφιχτοδεμένες με τον ρυθμό και τον ήχο τους εκπέμπουν την μουσική υπόκρουση του έργου συνοδεύοντας την ανάγνωση.

Και αυτό οφείλεται, επαναλαμβάνω, στο ότι πηγάζουν εκ βαθέων, άρα δεν είναι της επιφανειακής ροής του λόγου. Γι’ αυτό και αποτυπώνονται στη μνήμη.

Γενικά, αυτά που δεν μπορούν να μας διαφύγουν από την τέχνη της Στέλλας Ρωτού είναι

Α. η σύλληψη του ασύλληπτου, η προσωποποίηση, υλοποίηση του αόρατου, του εσωτερικού,

Β. η ελευθερία στη σύλληψη των θεμάτων, δοκιμές στα πάντα, από τον έρωτα, το σεξ ως τον θάνατο, δοκιμή και επιβεβαίωση

Γ. η φιλοσοφική ενατένιση της ζωής, η ωριμότητα με όλα τα παρεπόμενα.

Δ. Πλούσια γνώση της γλώσσας – στρωτός λόγος, επιπέδου φτασμένου πια λογοτέχνη.

Διαβάστε τη συλλογή διηγημάτων της Στέλλας Καζαμία Ρωτού ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ.

Θα εμπλουτίσετε τον εσωτερικό σας κόσμο ζώντας μαζί της τα φανταστικά και πραγματικά, τα μυστικά νοήματα στα βάθη της ψυχής της.

Ευχαριστώ

 

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

και ενώ...

 

Και ενώ…

·         Και ενώ η Τουρκία το 1974 επενέβη στρατιωτικά στην Κύπρο με τη δικαιολογία πως θα αποκαταστήσει την τάξη και θα επαναφέρει το καθεστώς όπως ήταν προ του πραξικοπήματος εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου,

·         και ενώ θα απέτρεπε ένωση της Κύπρου με άλλη χώρα ή διχοτόμησή της, όπως το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προνοούσε,

·         στην πραγματικότητα διχοτόμησε την Κύπρο, κατέλαβε το βόρειο της τμήμα, εγκατέστησε εκεί τους Τουρκοκυπρίους και χιλιάδες Τούρκους έποικους, αφού έδιωξε από τα σπίτια και τις περιουσίες τους τους Ελληνοκύπριους, ενώ τα Ηνωμένα Έθνη παρακολουθούσαν και οπισθοχωρούσαν ανάλογα με τις διαταγές των εισβολέων.

·         Και ύστερα από τόσα χρόνια, πλησιάζουμε τον μισό αιώνα, διαβάζουμε τα πρακτικά των συναντήσεων στο Κραν Μοντάνα και επιβεβαιώνουμε πως από μόνη η Τουρκία σκληρύνει συνεχώς τις θέσεις της, θεωρεί δικαίωμά της το να επεμβαίνει στρατιωτικά- κατά παράβαση αρχών των ΗΕ.-

·         Και δέχεται, το πολύ να αλλάξει την ονομασία, αντί Συνθήκη Εγγυήσεως να μετονομαστεί σε Συνθήκη Εφαρμογής, αλλά πρώτα πρέπει

·         οι Τουρκοκύπριοι να νιώθουν ασφάλεια, άρα να έχουν την προστασία της Τουρκίας και των στρατευμάτων εισβολής και κατοχής, επίσης

·         θα πρέπει να ικανοποιηθεί κάθε αίτημά τους, την ώρα που θεωρήθηκαν το 1964 ως αποσκιρτήσαν μέρος και καλούνταν οι άλλες χώρες να μην το αναγνωρίσουν,

·         τώρα όχι μόνο  δικαιώνεται το αποσκιρτήσαν αλλά θα δοκιμάσει και μια πενταετία διοίκησης του νησιού με Τουρκοκύπριο πρόεδρο και όλα τα παρεπόμενα,

·         άλλες δυο πενταετίες με Ελληνοκύπριο, και βλέπουμε.

·         Αν είμαστε καλά παιδιά, ίσως η Τουρκία επανεξετάσει σε δεκαπέντε χρόνια το θέμα αποχώρησης στρατευμάτων της, αν δεν επέμβη στο μεταξύ για να κατασπαράξει τους εναπομείναντες.

·         Ήδη όμως ετοιμάζει στρατιωτικές βάσεις στα παράλια, στην ενδοχώρα, αεροδρόμια και λιμάνια να επιβλέπει όχι μόνο την Κύπρο αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο, κι εμείς περιμένουμε την καλή της θέληση.

·         Κι επειδή μάλλον δεν θα ανήκουμε στους ζώντας σε μια δεκαπενταετία, άρα δεν θα αξιωθούμε να παρακολουθήσουμε συζητήσεις αν τα τουρκικά στρατεύματα θα ξεκουμπιστούν από τον τόπο, αντίθετα θα παρακολουθούμε το καρκίνωμα της Τουρκίας να κάνει τις μεταστάσεις του εδώ κι εκεί, σε ξηρά θάλασσα και αέρα,

·         Στο μεταξύ, το πολύ εμείς να προσπαθούμε να μεταφράσουμε τα πρακτικά των συναντήσεων των «επιφανών  και αξιόπιστων κυπρίων» που θα συνέρχονται για να συμβουλέψουν τους ηγέτες, πώς να πείσουν τους Ελληνοκύπριους ότι «τα τουρκικά στρατεύματα είναι φιλικά και δεν επιδεικνύουν εχθρικές διαθέσεις εναντίον μας.»

·         Ήδη υπάρχει πολλή προπαιδεία στα τοιαύτα, και πολλοί δημοσιογράφοι και γλωσσάριοι ξέρουν καλά τη δουλειά!

·         Γρηγορείτε!

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

τα εισόδια

 

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ

Τα εισόδια της κόρης, στο πανεπιστήμιο, Αμερική ήθελε το παιδί, έκατσε μόνη, διάλεξε από έναν μεγάλο κατάλογο, είχε κάμποσα αστεράκια, βραβευμένο ξακουστό, εδώ θα πάω, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά λεφτά δεν έχουμε να πάω μαζί σου, μόνη θα πας να διασχίσεις τους αέρηδες, είχα κάμει παρόμοιο ταξίδι προηγουμένως, κάτι ήξερα, εδώ να προσέχεις, εδώ θα βρω κάποιον να σε βοηθήσει, καλή ώρα την βοήθησε, στο τάδε αεροδρόμιο συμβαίνει αυτό, πρόσεξε πού θα αλλάξεις αεροπλάνο, κάτι τέτοιο τρελά, τω καιρώ εκείνω, ξεκίνησε, ήταν μια πόλη κάπου στο αχανές, βρήκε ταξί λέει και την πήρε στο οικοτροφείο, εκεί και τα εισόδιά της, αλλά εγώ στην αγωνία μου γέμισα κοκκινίλα, μέχρι να πάρω τηλεφώνημα, έφτασα. Έγιναν και τα εισόδια, πέρασαν τα χρόνια, πάμε τώρα για δεύτερο, αλλά στην Αγγλία αυτή τη φορά, η αλήθεια κάθε φορά που ερχόταν μου έφερνε και μια γραβάτα, οπότε εγώ είχα να πω πως φορούσα τις πιο ακριβές γραβάτες του κόσμου, αφού η κάθε μια μου κόστιζε χιλιάδες, τω καιρώ εκείνω, λέμε. Μια και θα μπαίναμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ειδικευτεί σε θέματα Ευρωπούλας, άλλα εισόδια εκεί, τελειώνει με το καλό, ανοίγουν θέσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών, περνά από την εσωτερική επιτροπή, άριστα, γραμμένα είναι και γραμμένη την έχουν, πάει στην επιτροπή της δημόσιας που λένε, έρχεται πίσω, ξέρεις με ρώτησαν για το έργο του αγίου Νεοφύτου και για τις εκδόσεις του, τι λες καλή μου, αυτά. Άντε και δεύτερη φορά, άριστα στην εσωτερική επιτροπή του Υπουργείου, μηδέν από μηδέν στην επιτροπή δημόσιας υπηρεσίας, έρχεται μια μέρα στο σπίτι ένας πρέσβης, έφερε την κόρη του να της δώσω λίγα μαθήματα ελληνικά, βλέπει την κόρη μου, τι σου είναι το κορίτσι; Η κόρη μου, λέω, που δεν ηξιώθη εισοδίων στο Υπουργείο σας: Εγώ, μου λέει, γι’ αυτό το κορίτσι έδωσα την παύση μου από πρόεδρος της εσωτερικής επιτροπής του Υπουργείου Εξωτερικών, γιατί μου είχε κάμει δυο φορές εντύπωση, ρωτούσα αν προσελήφθη, μου έλεγαν όχι και τους τα παράτησα. Τρίτη φορά για δημόσια, σηκώνεται πρωί, αρχίζει τους εμετούς, δεν πάω πατέρα, μου λέει, άκου παιδί μου εγώ δεν γέννησα καμιά κόρη για να μου την κακοποιεί ο ένας και ο άλλος, κάτσε εδώ, και θ’ ανοίξουμε τη δική μας δουλειά, κανένα να μην έχεις ανάγκη, κι έτσι έκαμε άλλα εισόδια, στο πατρικό φροντιστήριο, υγεία να έχουμε.  

 

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

ΟΥΔΈΝ ΚΑΙΝΟΝ

 Η λέξη εγκλωβισμένοι αντικαθίσταται με Ελληνοκύπριοι ή και Μαρωνίτες πουν ζουν στο βόρειο μέρος της Κύπρου

2, παράνομο καθεστώς αντικαθίσταται με Τουρκοκυπριακή διοίκηση
3. κατοχικός στρατός, Αττίλας, εισβολέας αντικαθίσταται με Τουρκικός στρατός, τουρκικά στρατεύματα
4. κατεχόμενες περιοχές, κατεχόμενα αντικαθίσταται με το βόρειο μέρος της Κύπρου
5. Εισβολή αντικαθίσταται με ειρηνευτική επιχείρηση
6. ελεύθερες περιοχές αντικαθίσταται με το νότιο μέρος της Κύπρου
7. Ψευδοπρωθυπουργός. Λεγόμενος υπουργός, εγκάθετος αντικαθίσταται με Τουρκοκύπριος ηγέτης
Ψευδοβουλή Τουρκοκυπριακή συνέλευση
απελευθερωτικός αγώνας ΕΟΚΑ αγώνας ΕΟΚΑ
Θα θυμάστε το γλωσσάρι που μας ετοίμασαν, αλλάζοντας τον Μανολιό και βάζοντας τη σκούφια του αλλιώς.
Το ίδιο διαβάζουμε τώρα, «Κραν Μοντάνα: Τα πρακτικά συνάντησης Γκουτέρες – ΠτΔ»
Οι Τούρκοι, λέει, εισηγούνται να αλλάξει η ονομασία της «Συνθήκης Εγγυήσεως» και να μετονομαστεί σε «Συνθήκη Εφαρμογής», αλλά η Τουρκία να έχει περισσότερα στρατεύματα, και στρατόπεδο και βάση στα Κατεχόμενα. Κι επειδή θα άλλαζε η ονομασία, θα παρείχε την εντύπωση πως έκαμε και υποχωρήσεις.
Α ρε Θουκυδίδη, όλους τους πρόλαβες, και τους γενικούς γραμματείς και τους φαρισαίους υποκριτές δημοσιογράφους του γλωσσαρίου.
«Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει» που σημαίνει: «Άλλαξαν ακόμα και την καθιερωμένη σημασία των λέξεων, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους».
Όλα τα είπαν πριν από μας. Ουδέν καινόν.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

στις υπονομους

 

Πόσοι πενταδάχτυλοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας; 

Δυο, τρεις, ίσως κανείς, 

οι περισσότεροι τυφλοί και κωφοί 

δεν βλέπουν δεν ακούν, 

μυρίζουν μόνο βενζίνη, 

ο Άϊς Δεμέτης δεν άναψε ακόμα τα μπουρλότα, 

ούτε ο ουρανός δεν ρίχνει φωτιά 

να κάψει τα καντούνια της χώρας, 

να εξολοθρεύσει τις κατσαρίδες και τα ποντίκια. 

Τόσα που κυκλοφορούν στις υπονόμους. 

Στις υπονόμους.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

ΑΓΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΡΩΓΜΕΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

 

ΑΓΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΡΩΓΜΕΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Ένας ποιητής με την ευαισθησία του μπορεί να συλλάβει την τραγικότητα της ζωής, τις ανατροπές, το βάθος των πραγμάτων, τη διαλεκτική τους κίνηση και να τα εκφράσει με απλό φιλοσοφημένο ευγενικό λόγο, πάντα ποιητικά, με πλούσιες και πρωτότυπες εικόνες της καθημερινής ζωής, που έρχονται στο φως μέσα από τον πλούτο της γλώσσας μας και τη μυθολογία που αιώνια διδάσκει και επαναλαμβάνεται από Τρωικού πολέμου.

Θέματα παρμένα από τον τόπο μας αλλά και από τον παγκόσμιο χάρτη και Ιστορία. Η χαμένη ανθρωπιά, η απανθρωπιά, η τραγική μοίρα των ανθρώπων και του τόπου μας, παρατηρήσεις στη ζωή με ισχυρά και ηχηρά διδάγματα, απόρροια γνώσης, πείρας, ανθρωπιάς.

Φιλοσοφικός, ανθρώπινος λόγος, βαθύς και καθαρός, ο λόγος του Άγι Χαραλαμπίδη στην ποιητική του συλλογή Ρωγμές των Καιρών.

Στέλιος Παπαντωνίου

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

περί εχθρών

 

ΠΕΡΙ ΕΧΘΡΩΝ

Δεν ξέρω πόσο δύσκολο είναι σε μερικούς το να διαχωρίσουν τα πρόβατα από τα ερίφια, γι’ αυτό και βρίσκονται μια ζωή στο μεταξύ, ανάμεσα στα, στο ενδιάμεσο, και δεν αποφασίζουν μια κι έξω να αποφανθούν, «αυτοί είναι φίλοι μου αυτοί είναι εχθροί μου».

Πρώτον, δεν είναι δυνατόν να είμαστε με όλους φίλοι, γιατί υπάρχει και ο υιός της απωλείας, λέει και το ευαγγέλιο. Υπάρχουν οι δεδηλωμένοι εχθροί μας, οι ύπουλοι, οι αφανείς. Κι όταν λέμε εχθρό προπάντων εννοούμε αυτόν που προσπαθεί να μας εξολοθρεύσει από προσώπου γης, κινδυνεύει από αυτόν η ίδια η ύπαρξή μας. Δεν πρόκειται δηλαδή για μικροπράγματα της ζωής αλλά για το μέγιστο, και μάλιστα όχι ενός εκάστου εξ ημών αλλά ολόκληρης της φυλής, του έθνους, της θρησκείας μας με όλα τα παρεμφερή.

Από παιδικής ηλικίας ζήσαμε στη Λευκωσία, στις λεγόμενες Κάτω Γειτονιές, άγιο Λουκά, άγιο Κασσιανό, Χρυσαλινιώτισσα, τις θηριωδίες των Τούρκων της Κύπρου. Ζήσαμε και τον παιδικό πετροπόλεμο, ύστερα από ποδοσφαιρικούς αγώνες στους οποίους είχαμε την ψευδαίσθηση πως θα παίζαμε με τους γείτονες, Όμως ζήσαμε και την καταστροφή του αγίου Λουκά, εκκλησίας και ενορίας, φωτιά να βάζουν στα σπίτια, για να αναγκαστούν οι κάτοικοι να εκκενώσουν την περιοχή και να την καταλάβουν οι παλιογείτονες, σχεδιασμένα πράγματα από τότε, 1958 και πριν ακόμα. Το ίδιο και στη συνοικία του αγίου Κασσιανού, προσωπικά βιώματα, με τους γυμνόστηθους νεότουρκους της εποχής, εφοδιασμένους με πάλες και κοντάρια και προπάντων στουπί με πετρέλαιο, να βάζουν φωτιά κάτω από τις πόρτες των σπιτιών μας, να μας κάψουν, μια μειονότητα και ανύπαρκτοι στη γειτονιά, αφού μόνο μια οικογένεια είχαμε, του μουχτάρη τους, που έπρεπε διά νόμου να διαμένει στη γειτονιά.

‘Εκτοτε ξέρουμε ποιοι είναι οι εχθροί μας, αφού τους ξαναζήσαμε ως εχθρούς το 1963, το 1974. Η γειτονιά εξαφανίζεται σταδιακά, καίγονται σχολεία και εκκλησιές, ένα μικρό καλύκι έμεινε, ενώ ήταν η μεγαλύτερη ενορία της Λευκωσίας. Μικρογραφία της μεγαλύτερης καταστροφής ολόκληρης της Κύπρου.

Υπάρχουν όμως τόσοι και τόσοι που, επειδή δεν τα έζησαν, αλλού στρέφεται ο νους τους, στην ειρηνική συμβίωση και στα παρόμοια. Είναι και ιδεολογίες, οι διεθνιστές, για όλα φταίει που υποστηρίζουμε την εθνότητά μας, τη θρησκεία και τη γλώσσα μας. Η παγκοσμιοποίηση και ο διεθνισμός απαιτεί να διαιρούμε τους ανθρώπους σε πλούσιους και φτωχούς, σε εκμεταλλευόμενους και υφιστάμενους την εκμετάλλευση, και άλλα ηχηρά παρόμοια, που μάλλον συγχύζουν, ή ωθούν σε προσπάθειες πραγματοποίησης του απραγματοποίητου, να ασπρίσουν το μαύρο ή να πλύνουν τον σκύλο να μη μυρίζει. Όλα μάταια και ψευδή. Η επιθετικότητα, η αρπακτικότητα, η επεκτατικότητα είναι στο αίμα τους, και ως πρώτη φύση και ως δεύτερη με τη συνήθεια. Τα ξέρουμε πριν από το 1453, τα είδαμε στα 1922 και η Ιστορία επιβεβαιώνει πως οι Τούρκοι είναι οι εχθροί μας και πρέπει κι εμείς να το πάρουμε απόφαση και να συμπεριφερόμαστε ανάλογα: Να διαφυλάξουμε όσα έχουμε περισώσει ή μας έχουν αφήσει. Να είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε για την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την ακεραιότητά μας, τη γλώσσα, το έθνος, τη θρησκεία και τον πολιτισμό μας. Τα σούρτα φέρτα γιατί είναι φτηνά τα πράγματα εκεί, είναι προφάσεις όχι εν αμαρτίαις μόνο αλλά και εγκληματικές πράξεις εις βάρος του εαυτού μας.

Τα όνειρα περί κόμματος που θα ενώσει τους οπαδούς του, Έλληνες και Τούρκους και θα κυβερνήσει τον τόπο μετά τη λύση, έστωσαν όνειρα θερινής, φθινοπωρινής, χειμέριας, εαρινής νύχτας. Πόσοι είναι οι ελληνόφωνοι οπαδοί του κόμματος, πόσοι οι τουρκόφωνοι; Μειονότητα μπροστά στο σύνολο.

Πάντα ανοιχτά τα μάτια: Αυτοί είναι εχθροί μου, αυτοί είναι φίλοι μου.

Στέλιος Παπαντωνίου

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Γιώργου Α. Κωνσταντίνου

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ γιώργου Α. Κωνσταντίνου

Τρία αδέρφκια…τρία μήλα…τζιαι ένας Δράκος


Διαβάζοντας μόνο την αφιέρωση, το ποίημα, τα εισαγωγικά, Συναπάντημα στον καιρό και στον τόπο, θαυμάζει κανείς την ευαισθησία και γλωσσική ικανότητα του γιώργου Κωνσταντίνου να εκφράζει τα βάθη της ψυχής του, άρα του τόπου και των χρόνων μας, χιλιάδων δηλαδή.

«Δεντρόν είμαι..σγιαν την μηλιάν./ Μα έχω τζι΄εν εχω μιλιάν./ Περίτου που τα κόκκαλα τζαι το κορμίν μου/ λοαρκάζω την δύναμην π’ αντέχει/ πο΄΄ νας ουρανός την βρέχει/ το κλωνίν πον η ψυχιή μου./ Τον καρπον της που εψήθην,/ τόσα γρόνια ώσπου να γίνει/ κότσιινος , ολοπόρφυρος τζι εν ενικήθην./ Ερούφαν που τες ρίζες,/ κάτι ηλεκτροφόρες πρίζες,/ δύναμην των μεγατόνων/ την ενέργειαν των προγόνων.»

Όπως στον αρχέγονο μύθο σταδιακά και με την αφή στα σκοτεινά διακρίνει ο μελετητής τους λίθους εις κεφαλήν γωνίας,  τις βάσεις της φιλοσοφίας και της θρησκείας, έτσι και στο παραμύθι, γέννημα της μακρόχρονης, αέναης πείρας και σοφίας του λαού, ακούει τις πνοές των μεγάλων αληθειών και τις διά μέσου των αιώνων στέρεες δομές του δράματος, του θεατρικού έργου, της τραγωδίας ή κωμωδίας. 

Ο χορός από τον καιρό του Στησίχορου και των πρώτων τραγωδών, τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής, η εξέλιξη του αρχαίου δράματος, οι μετρημένοι τρεις ηθοποιοί, ο αριθμός τρία ως μαγικός, σκληρός και ελάχιστος με τον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί ένας μύθος, μια ιστορία, ένα παραμύθι, περιορισμένος αλλά και ικανός να συμπυκνώνει τις αναπτυσσόμενες αλήθειες, στυλοβάτης παραμυθιών και ιστοριών από αρχαιοτάτων χρόνων, πρυτανεύει και στο δικό μας παραμύθι, τρεις αδελφοί, τρεις αδελφές, ο τρίτος ο καλύτερος, όπως στο δημοτικό της αγια Σοφιάς, το καράβι θα πάρει «το τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζά μας».

Οι πολιτειακές,  κρατικές δομές, οι της βασιλείας, από τον καιρό του Οδυσσέα και του Ομήρου, χωρίς επαναστατικότητες, αποδεκτές από τους ακροατές του παραμυθιού, ο βασιλιάς είναι ο ανώτερος, ο λόγος του νόμος, ο παραβάτης τιμωρείται. 

Κοινωνικά, οι πλούσιοι και οι πτωχοί, η ανώτερη και κατώτερη τάξη, των φυλάκων και των πολιτών, απαρασάλευτες. Επαναστατικότητα δεν χωρεί.

Ανάλογα με τον πνευματικό οπλισμό του, την σκευή του τη φιλολογική ή και θεολογική, διακρίνει κανείς σκιές της Παλαιάς Διαθήκης, παμπάλαιους μύθους και παραδόσεις, με διαιώνια νοήματα, αξίες, αρχές ζωής. 

Οτιδήποτε και να συμβεί, η αγάπη θα νικήσει.

 Όσο περίπλοκη γίνεται η διαδρομή του έργου, άλλο τόσο βέβαιο είναι πως ο από μηχανής Θεός θα κατέβει και θα δώσει λύση στο οποιοδήποτε και με όποιο τρόπο δεμένο σκοινί του παραμυθιού.

Μια φορά κι έναν καιρό: Ένα παρελθόν που γίνεται παρόν και μέλλον, έξω του χρόνου και του τόπου, πριν δημιουργηθεί η λογική και ο ρεαλισμός, όταν ο μύθος θεμέλιωνε τον κόσμο.

Σκηνή 1 στην πλατεία, ο χορός προλογίζει με τα ελάχιστα, πως πρόκειται για τρεις και το δράκο. Το δράμα απαιτεί περισσότερες προσλαμβάνουσες από τα παιδιά, γιατί με τα ελάχιστα πρέπει να συλλάβουν το σύνολο του νοήματος και του δράματος. Υπάρχει βέβαια η κίνηση και η μουσική, η σκηνογραφία που θα συμβάλουν στη συναισθηματική και λογική σύλληψη του όλου.

Σκηνή 2 στο παλάτι, η επιθυμία του βασιλιά να γεννήσει τριπλάρια.  Ο αριθμός τρία της αγίας Τριάδος πρώτα, τρεις αρχάγγελοι «γυρόν που την παρθέναν», οι θρησκευτικές εξακτινώσεις με το σταυρό, τρεις γιοι, τρία βασίλεια, το κάθε παιδί από ένα. 

Οι φρουροί, οι δορυφόροι θα λέγαμε στην αρχαία τραγωδία, συγχαίρουν. Απούσα όμως η βασίλισσα καθόλη τη διάρκεια του δράματος- παραμυθιού. Και ποιος ακούει για ισότητα και φεμινισμό; 

Η επιθυμία του βασιλιά να του φέρουν μια μηλιά, την άριστη, κόκκινη, να φυτέψουν στη μέση της αυλής, μα μόνο τα παιδιά όταν μεγαλώσουν θα μπορούν να απλώσουν χέρι στο δέντρο μηλιά. Η ύβρις διαφαίνεται, όπως και το εν παραδείσω δένδρον του απαγορευμένου καρπού. Εδώ όμως η υπέρβαση μόνο για τα βασιλόπουλα. 

Τώρα βέβαια για μας τους Έλληνες, η Κόκκινη μηλιά είναι το όριο της καρδιάς μας, ως εκεί θα διώξουμε τους Τούρκους όταν ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.  Τίποτε δεν είναι άσχετο, και τα βασιλόπουλα, ή το ένα τουλάχιστο, θα φτάσει στα όρια του κόσμου του παραμυθιού.

Είναι όμως και το ερωτικό στοιχείο, όπως στο τραγούδι από τη Μακεδονία, 

«Μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο, γιατί με μάρανες τον πικραμένο. Πααίνω κι έρχουμαι μα δεν σε βρίσκω, βρίσκω την πόρτα σου μανταλωμένη, Τα παραθύρια σου φεγγοβολούσαν, Ρωτώ την πόρτα σου που πάει η κυρά σου, Κυρά μ’ δεν είν’ ιδώ πάησι στην βρύση, πάησι να πιει νιρό κι να γεμίσει.»

Κι η μηλιά του παραμυθιού μας θα περάσει περίοδο στειρότητας. Η Σάρρα έγινε μητέρα στα ενενήντα της, η μηλιά στα δεκαεφτά, όταν τα παιδιά έφτασαν σ’ αυτή την ηλικία, το θαυμαστό παράλληλο των πρωταγωνιστών, μηλιάς και παιδιών. 


Ο αγγελιαφόρος σπεύδει πριν προλάβουν άλλοι, ένας κλασικός αγγελιαφόρος, να πει πρώτος το καλό μαντάτο, η υποκείμενη αντιπαλότητα ανάμεσα στους φρουρούς, η τύχη αναδεικνύει τον καλύτερο: Η μηλιά άρχισε να παράγει μήλα. 

Μεγάλη η χαρά του βασιλιά. Όμως πρώτα οι γιοι θα δουν, θα γευτούν κι ύστερα ο κόσμος όλος ας φάει να χαρεί. Και πατέρας και βασιλιάς. Όμως έκαμε μόνο τρία μήλα η μηλιά κρεμασμένα από ένα χρυσό κλωνί. Σε τρεις μέρες οι τρεις γιοι γίνονται δεκαεφτά, να κόψει ο καθένας το δικό του και να επανέλθουν στο βασιλιά πατέρα.

Στην τέταρτη όμως σκηνή, ο χορός διεκτραγωδεί το κακό: τα μήλα χάνονται ένα ένα κι η διαβάθμιση των συναισθημάτων του βασιλιά, «εμαράζωσεν, εθύμωσεν, εφουτουνιάστηκεν και απειλεί».

Σκηνή 5 ο  βασιλιάς δεν ανέχεται την παρακοή. Κάποιος δεν τον λαμβάνει υπόψη. Βάζει φρουρούς, ο αγγελιαφόρος φρουρός  με τον πρόλογό του, «όταν είναι για καλό όλοι θέλουν να το αναγγείλουν, όταν για το αντίθετο, μόνο με κλήρο», ο φρουρός στην Αντιγόνη του Σοφοκλέους αντίστοιχος. 

Ο βασιλιάς κατηγορεί τους φρουρούς ως πλεονέκτες. Αυτοί και θα τιμωρηθούν. Στη μαύρη πηγή τώρα όλοι! Μαύρο το κακό: πηγή εξ ης απορρέουν κακά. Το λευκό το καλό, το φως, σε αντίθεση με το σκότος: σκοτώνω. 

Ο φρουρός αποκλείεται να είναι ο δράστης. Η δικαιοσύνη αυτό απαιτεί: ο βασιλιάς τους δίνει ψωμί, και αυτοί δεν πρόκειται να τον κλέψουν. Μια νοοτροπία κι αυτή: ο εργοδότης, ο εργοδοτούμενος ως οφειλέτης. Ο μαρξισμός δεν είχε εισχωρήσει στο παραμύθι. Και η υπακοή υπακοή. 

Η ψυχολογική αντίδραση του φρουρού είναι τέτοια, ώστε να βρει συμμάχους τα παιδιά του βασιλιά, που υπόσχονται τον επόμενο χρόνο να αναλάβουν αυτοί τη φύλαξη της μηλιάς. Χρέος των, αφού γι’ αυτούς φυτεύτηκε. 

«Ο κλέφτης τζιαι ο ψεύτης τον πρώτον χρόνον σιαίρουνται.» Η παροιμία, η διείσδυσή της στις παιδικές ακοές και κατ’ επέκταση ψυχές.

«Μια του κλέφτη δυο του κλέφτη», ο χορός υποδαυλίζει την ελπίδα πως θα βρεθεί ο ένοχος.

Ο χορός, όπως και στην αρχαία τραγωδία εκφράζει τον λαό, τις γενικές πεποιθήσεις, σχολιάζει, επιτυγχάνει την επιβράδυνση στην εξέλιξη της υπόθεσης, η αγωνία ενδυναμώνεται.

Σκηνή 7, το καθένα από τα παιδιά θα αναλάβει τη φύλαξη της μηλιάς. Ο πρώτος, λαίμαργος, ετοιμάζει φαγητά και κρασιά, τραγουδά αυτοχαρακτηριζόμενος, με τα φαγιά και την αναπαυτική του, με βεβαιότητα για τη νίκη του. Αποκοιμιέται όμως ως είναι φυσικό. Τα διδάγματα εξακτινώνονται. Το πρώτο μήλο εχάθη.

Αναλαμβάνει ο δεύτερος την άλλη νύχτα, με τα χρυσοκέντητα παπλώματα και τα διαμαντένια σπαθιά, έτοιμος να συλλάβει τον κλέφτη. Η χρυσή επιφάνεια, χωρίς βάθος ανδρείας, γιατί ο φόβος τον συγκλονίζει, «άψετε ούλλες τες φωδκιές, να γίν’ η νύχτα μέρα/πέρκι τζι εν συντρομμάσουμαι που φύσημαν αέρα.» 

Νυχτώνει, ακούγεται ένα βουητό, φοβάται, κλείνει τα μάτια, το μήλο χάνεται.

Αναλαμβάνει ο τρίτος, προετοιμάζεται, με τις σαΐτες του και λίγους ξηρούς καρπούς, θα κοιμηθεί τη μέρα για να ξαγρυπνήσει φύλακας του μήλου. 

Η 9η σκηνή, το τραγούδι του τρίτου γιου, φωτίζει τον χαρακτήρα και εκφράζει τη βεβαιότητα για την αίσια έκβαση των γιγνομένων.

Ακούγεται το βουητό, ήταν παράξενη νύχτα, έρχονται τα αδέλφια, ήταν ένα σύννεφο, ενώ η νύχτα ήταν γλυκιά, σκέπασε τη μηλιά, ο μικρός τόξεψε με τις σαΐττες, ακούστηκε εξώκοσμον μουγκάρισμαν, κάποιος πληγώθηκε! 

«Εν' πάνω το μήλον κρέμεμεται που το γρουσόν κλωνίν, αλλά έχει κόκκινα σημάδια, κάποιος είναι πληγωμένος».

Όπως στο παραμύθι του Κοντορεβιθούλη, οι αδελφοί θα ακολουθήσουν τα σημάδια στο χώμα, σταγόνες αίματος, και θα βρεθούν μπροστά σε ένα λάκκο βαθύ και σκοτεινό. Ο κάτω κόσμος, το άγνωστο που πρέπει όμως να γίνει γνωστό. «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», λέει ο Σεφέρης στον Τελευταίο Σταθμό.

‘Υστερα από τη διαμάχη ανάμεσα στ’ αδέλφια, ποιος θα κατέβει πρώτος, δεν είναι πια τόσο μονόβουλοι, ο καθένας τηρεί εαυτόν, κατεβαίνει ο πρώτος. Η δομή του παραμυθιού πρέπει να τηρηθεί. Τάξη σε αντίθεση με το χάος. Στο κατέβασμα νιώθει σ’ ένα σημείο του λάκκου να καίγεται, τον ανεβάζουν, όπως και τον δεύτερο που έχει την ίδια τύχη. Ως επί το πλείστον σε πολλά η δεύτερη φορά είναι επανάληψη της πρώτης, για να φανεί η διαφορά του τρίτου. Ακούστε και στην εκκλησιά τους ψαλτάδες. 

Ο τρίτος, με μια διδακτική λάμψη περί εκλογής και  ανάληψης ευθύνης, (αφού είναι δική του απόφαση, ας πάει), πρέπει όμως να αλλάξει τακτική, να κάμουν το αντίθετο τα άλλα δυο αδέλφια: μόλις φωνάξει πως κάηκε, να αφήσουν περισσότερο σκοινί, όλο το σχοινί, οπότε βρίσκεται στο βάθος του λάκκου, παρακαλώντας όμως τα αδέλφια του να μείνουν εκεί, μόλις ειδοποιήσει να τον ανασύρουν. Κάποιος πρέπει να εξερευνήσει το άγνωστο.

Σκηνή 10η, Σε άγνωστο τόπο. Συνάντηση του τρίτου στη βρύση με τη δούλα του Δράκου. Ο τρίτος γιος με το τραγούδι του  διαπιστώνει πως βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο, ερημιά. Ως κοινωνικό ον αναζητεί άνθρωπο, όμως primum vivere:  πρώτα πρέπει να πιει νερό και να ξαποστάσει. Οι ήρωες των παραμυθιών ως επί το πλείστον έχουν πολύ το ανθρώπινο στοιχείο, δεν είναι υπεράνθρωποι. Κατά το εικός και αναγκαίο συμπεριφέρονται, για να γίνουν όσο το δυνατόν πιστευτοί και να τους πλησιάσει η παιδική φαντασία. 

Έρχεται μια δούλα, λυερή, καλλονή, την ρωτά το βασιλόπουλο πού βρίσκεται, κάτω που τη γη, όπως κι ο Οδυσσέας κινημένος από την πείνα θα συναντήσει στην Οδύσσεια την Ναυσικά στο νησί των Φαιάκων. 

Παράξενα πράγματα συμβαίνουν σε τόπο που δεν συνηθίζονται ξένοι, μα, μέχρι να γεμίσει το σταμνί, θα ακούσει. 

Οι συναντήσεις στη βρύση, τόπο κοινωνικοποίησης ή ερώτων,  συνήθεις στα παλιά χρόνια. Το νερό πολύτιμο, ευκολίες στο σπίτι δεν υπήρχαν, κάποιος -ακόμα και σήμερα σε άλλες χώρες του τρίτου κόσμου- πρέπει να φέρει νερό από μακριά. 

Μόλις τελειώσει το γέμισμα πρέπει να φύγει, γιατί υπάρχει αφέντης φοβερός, ο Δράκος, που μάλιστα τώρα είναι πληγωμένος τζιαι ολογαίματος. Και δίνονται οι αναγκαίες πληροφορίες, ένας μιτσής του γέλασε και τον χτύπησε, γι’ αυτό πρέπει να καθαριστεί από τα αίματα.

Λίγο βαθύτερα αν το ψάξουμε, δεν πρόκειται μόνο για τον σωματικό καθαρμό, αλλά προπάντων για να απεκδυθεί ο αήττητος Δράκος της ήττας, της ντροπής. Το αίνιγμα εν πολλοίς λύεται για το βασιλόπουλο, που όμως για τον Δράκο δεν είναι παρά μια μπουκιά, κατά την Δούλα. 

Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις του βασιλόπουλου πληρούν τα κενά. Ο Δράκος έφερε από τον απάνω κόσμο τρεις όμορφες νέες, τις κρατεί αιχμάλωτες μέχρι να τον αγαπήσουν και ύστερα να αποφασίσει ποιαν να πάρει γυναίκα. 


Προϋποθέσεις παράλογες, διλήμματα για τις κόρες. Αν τον αγαπήσει η Α,  μπορεί να πάρει την β ή την γ. Η αγάπη όμως μένει αναπάντητη, το μεγάλο κενό, με συνοδό τον πόνο. Ο Δράκος προκαλεί πόνο έτσι κι αλλιώς. 


Η αναγνώριση γίνεται έμμεσα: ο Δράκος είναι ο κλέφτης των μήλων και των νεάνιδων. 

Ο Δράκος πρέπει να εξαφανιστεί, για  να γλιτώσουν και η δούλα και οι κόρες από τα χέρια του.  


Ο καθένας όμως έχει τα όριά του. Η δούλα μπορεί να πάρει το βασιλόπουλο στον πύρκον τον μολυβοχτισμένον (εκκλησιά μολυβδωτή, μολυβδοκοντυλοπελεκητή).


Να τον γνωρίσει με τις κόρες που ξέρουν τα μυστικά του Δράκου.

Η ελπίδα των θεατών αναπτερώνεται. Η κάθαρση αναμένεται εναγωνίως.

Σκηνή 11η Ο Δράκος αδυνατεί να επιλέξει ανάμεσα στις τρεις χαριτωμένες νέες ποιαν να κάμει Δράτζιαιναν. Και εδώ όμως υπάρχει η τρίτη και μικρότερη, με τη γλύκα και τη χάρη.

Και οι τρεις όμως προσπαθούν με επιχειρήματα να πείσουν τον Δράκο να τις ελευθερώσει.

Η Α΄ ΚΟΡΗ υποστηρίζει πως με το ζόρι δεν αγαπούν τα πλάσματα. Η καρδιά πρωταγωνιστεί. Η Α΄ κόρη μπορεί να παραλληλιστεί εκ του αντιθέτου με τον α΄ γιο την νύχτα που θα φρουρούσε τη μηλιά, δοσμένος στις απολαύσεις της κοιλίας. Αυτή υπερασπίζεται την καρδιά.

  Η Β΄ απορρίπτει τα «λούσα τζιαι τα στολίθκια, τα πλούτη και τα παλάτια». Μπορεί να παραλληλιστεί εκ του αντιθέτου με το β΄ γιο, που θα ξενυχτούσε κάτω από τη μηλιά με τα στολίδια και τα χρυσάφια του.  

Ένας ύμνος στην ομορφιά και στην αγάπη ακολουθεί, με αντιθετικές εικόνες, από τη μια το φως και από την άλλη το σκότος της κλεισούρας, που εμποδίζει την καρδιά να δει έστω και την υποτιθέμενη ομορφιά του Δράκου.

Η μια κόρη μετά την άλλη προσπαθούν να πείσουν πως υπάρχει πιθανότητα να τον αγαπήσουν αλλά αυτό θα φανεί μόνο αν μείνουν μακριά του, αν τον επιθυμήσουν. Ο Δράκος όμως είναι ανένδοτος, «τούτα που λαλείτε εν κουτουρού λοούθκια. Η αλουπού στον ύπνον της θωρεί πετειναρούθκια.»

 Όταν αποφασίσει να πάρει μια, οι άλλες θα τους υπηρετούν. 

Γι’ αυτό όμως υπάρχει πάντα η τρίτη κόρη, που του υπενθυμίζει τους όρους: να της φέρνει για τρία συνεχή χρόνια τον καρπό της μηλιάς κι έτσι να την πάρει γυναίκα του, ειδ’ άλλως να τις ελευθερώσει. Η αποτυχία του να φέρει τα τρία μήλα, κατά τον Δράκο, οφείλεται στον τρίτο γιο. Η τρίτη κόρη όμως δέχεται να μείνει μαζί του κι ας είναι αποτυχημένος στο τρίτο μήλο. 

Ο ετσιθελισμός και η δικτατορία του Δράκου είναι αναμφισβήτητα. Τις συμφωνίες ή τις τηρεί ή τις παραβαίνει κατά βούληση. 

Κι ο Πλάτων στην Πολιτεία του με τον Θρασύμαχο αναπτύσσει το θέμα του δικαίου του ισχυροτέρου,  όπως και ο Θουκυδίδης στο διάλογο Αθηναίων Μηλίων, κι ο Αίσωπος με τον μύθο του λιονταριού του λύκου και της αλεπούς, που διδάχτηκε ποιο είναι το δίκαιο του ισχυροτέρου, όταν είδε πώς συμπεριφέρθηκε ο λιόντας στον λύκο. 

Υπάρχει όμως και ο βιολογικός παράγων, όσο κι αν τον περιθωριοποιούμε, αυτός είναι ο πρώτος: ο Δράκος πονά από το τραύμα του τρίτου γιου.

Σκηνή 12η Οι κόρες συναντούν το παλικάρι, έτοιμο να τις ελευθερώσει, όμως η τρίτη κόρη προτιμά να μείνει με τον Δράκο και να γλιτώσουν ο νέος και οι αδελφές της.

 Όσο προβάλλεται η αυταπάρνηση και αυτοθυσία, τόσο στη συνείδηση των παιδιών ανυψώνεται η ηρωίδα. 

Ποιες υπόγειες διεργασίες γίνονται στις ψυχές των παιδιών μόνο εκείνα ξέρουν. Οι εμπειρίες αυξάνονται και οι αρχές και τα θεμέλια μιας υγιούς προσωπικότητας τίθενται ή κόκκο τον κόκκο συντίθενται, για να αντιπαλαίουν με τα αντίθετα και μέσω της διαλεκτικής πορείας της ζωής να χτίζεται το ήθος και η ηθικότητα των πλασμάτων.

Οι θυσίες όμως και του νέου δεν είναι λίγες, απαριθμούνται από τον ίδιο για να εμπεδωθούν, γι’ αυτό και οπισθοχώρηση αποκλείεται. 

Τρεις νέοι και τρεις νέες, αναμένουν την ευτυχία. Για να επιτευχθεί όμως, πρέπει να πεθάνει ο Δράκος και με τις σωστές διαδικασίες. Πρέπει να χτυπηθεί με συγκεκριμένο σπαθί, θα κοπεί στα δυο αλλά δεν θα πεθάνει, και μόνο με συγκεκριμένη απάντηση θα εξολοθρευθεί. Αυτά διδάσκει η κόρη και κατά τις οδηγίες πράττει ο νέος. Οι νέες περιποιούνται το βασιλόπουλο,  τον νανουρίζουν. Η αγάπη είναι το φως, κι όλη η πλάση τον έρωτα τραγουδά.

Σκηνή 13η. Αν ήταν αρχαία τραγωδία, θα ερχόταν ο αγγελιαφόρος να αφηγηθεί όσα έγιναν, την πάλη του βασιλόπουλο με τον Δράκο, ή , αν ήταν δημοτικό τραγούδι του Διγενή, αυτός θα αφηγούνταν το πάλεμα. Εδώ διεξάγονται όλα κατά τις οδηγίες της τρίτης νέας. Ο Δράκος σκοτώνεται από το τρίτο βασιλόπουλο. Η δράση βρίσκεται στην κορύφωσή της, τα παιδιά που παρακολουθούν θα ζητωκραυγάζουν. 

Μεγάλη η χαρά και στη σκηνή. Οι νέες αναμένουν να ανέλθουν στον πάνω κόσμο να δουν  τους δικούς τους και να γνωρίσουν τα άλλα δυο βασιλόπουλα.

Μα πρώτα πρέπει να τους τραβήξουν πάνω οι δυο αδελφοί. Πρώτα τραβούν τις δυο νέες.

Η Τρίτη εισηγείται να ανέβει πρώτα ο νέος γιατί η ομορφιά της μπορεί να ελκύσει τους αδελφούς και να εγκαταλείψουν τον τρίτο στο λάκκο.

Κατά το βασιλόπουλο τούτο αποκλείεται αφού είναι αδελφοί. Ανεβαίνει η κόρη προηγουμένως όμως δίνει οδηγίες, σε περίπτωση που θα τον αφήσουν στο λάκκο. Να πάει στη βρύση, θα έρθουν δυο κριάρια, άσπρο μαύρο που θα παλεύουν, να αρπάξει το άσπρο που θα τον βοηθήσει να ανέβει ειδ’ άλλως με το μαύρο θα πάει στην πιο κάτω πολιτεία. Η γεωγραφία του κόσμου της φαντασίας μπορεί να κατεβαίνει από πολιτεία σε πολιτεία. Και πάλι τα χρώματα, άσπρο καλό, μαύρο κακό, σκότος σκοτώνω θάνατος, λευκό, φως ζωή και όλα τα παρεμφερή. Ο Χριστός χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια, ο κριός, το κριάρι για τους αρχαίους ήταν αχάριστο, γιατί χτυπούσε τους βοσκούς που το ανάθρεφα. Δυοίν κακοίν προκειμένοιν, το μη χείρον βέλτιστον. Αν τα κριάρια είναι εριστικά, ας διαλέξει το λευκό, το καλύτερο ανάμεσα σε δυο κακά.

Ο νέος όμως είναι βέβαιος για την αγάπη των αδελφών του, ας την τραβήξουν επάνω και καλή αντάμωση.

Σκηνή 14η ΧΟΡΟΣ. Στην Πλατεία. Βλέποντας οι λοιποί την κόρη θαυμάζουν την ομορφιά της. Θαμπώθηκαν και οι δυο αδελφοί κι αποφάσισαν να μην ανεβάσουν τον αδελφό. Επιβράδυνση. Το τέλος εγγίζει αλλά πρώτα πρέπει να αναπτυχθεί άλλη περιπέτεια. Ακόμα και σε θρησκευτικές ακολουθίες αυτό συμβαίνει, εκεί που νομίζει κανένας πως τέλειωσαν όλα, ο ιερέας αρχίζει μια εκτενή δέηση, απόδειξη πως όσο κι αν μιλούμε με το Θεό δεν χορταίνουμε, κάπως έτσι και με το παραμύθι, να μην τέλειωνε ποτέ. Ένας από τους δυο θα πάρει την κόρη αλλά ο λαός δεν αντέχει την αδικία και εκφράζει τα συναισθήματά του.

Εγκαταλειμμένος ο τρίτος γιος από τους αδελφούς, αφήνει τον πόνο του να ξεχειλίσει με ένα τραγούδι – αβάσταχτη η αδικία. Το τραγούδι έχει τη θέση του. Εκφράζει συναισθήματα καλύτερα από τους διαλόγους. Λόγος και συναίσθημα.

Ακολουθεί η σκηνή με τα κριάρια και τα παράξενα πλάσματα. Στη βρύση βρίσκεται μπροστά στα κριάρια που παλεύουν αλλά αρπάζει το μαύρο και χάνεται σε άλλη πολιτεία, με πλάσματα αλλόκοτα, όμως πρέπει να ξεκουραστεί. Ο ρόλος των παύσεων στο έργο μοιάζει με το ρόλο των παύσεων στη μουσική. Κρατούν το ρυθμό, αφηγητή, δρώντων και θεατών. Τα παράξενα πλάσματα διερωτώνται περί τίνος πρόκειται. Τα πουλιά ειδοποιούν. Ακούγεται σύρσιμο φιδιού που αναστατώνει τα πλάσματα και τα πουλιά που φωνάζουν «μ’ ανθρωπινή λαλίτσα», λέει και η παραλογή του Νεκρού αδελφού. Ο νέος προσπαθεί να σκοτώσει με το σπαθί τον κούφο, που μοιάζει αδελφός του Δράκου. Όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη λερναία ύδρα. Προσπαθεί να νικήσει το φίδι με το σπαθί μα με κάθε  χτύπημα το φίδι δυναμώνει. Οι οδηγίες που δίνουν τα πλάσματα είναι να σαΐτέψει εκεί που πηγάζει το φαρμάκι, στην καρδιά, που δεν ξέρει τι θα πει αγάπη. Στην Ιλιάδα η Αθηνά κατεβαίνει και πιάνει τον Αχιλλέα από τα μαλλιά, στη διαμάχη του με τον Αγαμέμνονα. Εδώ η φωνή, η λογική, 

 «Άκουσες βασιλόπουλλο τι λεν τα πλασματάτζια; Σημάδεψε μες στην καρκιάν ’πον ούλλα τα φαρμάτζια! Τζιείνον, εν τζιείνον πον’ έσιει ο κούφος τζι ο αγνώμων, φαρμάτζιιν στάσσουσιν, πατούν της φύσης κάθε νόμον.»

Σκηνή 17η Επιστρέφει η μάνα Γερακίνα και συναντά τον μικρό Τρίπλαρο. Τα πουλιά ομολογούν πως αυτός τα έσωσε από τον κούφο, γι’ αυτό και η ανταπόδοση πρέπει να είναι να τον σκιάζει όσο κοιμάται. Στους φόβους του όταν είδε τη γερακίνα αυτή απαντά

«Εν θα σου κάμω κακόν, ούτε θα σε πειράξω. Ποιος δακκάννει το σιέριν που του διά βοήθειαν; Έκαμες μου τέθκοιον καλόν σώζοντας τα παιθκιά μου, τζι εγιώ να σου κάμω κακόν; Έννεν σωστά πράματα τούτα.  Ζήτα μου ό,τι θέλεις τζιαι θα το κάμω.» Φανερό ότι δεν επέδρασε η χριστιανική διδασκαλία  «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς.»

Ο νέος παρακαλεί τη γερακίνα να τον διασώσει ανεβάζοντάς τον στον πάνω κόσμο. Για να επιτευχθεί τούτο, ένας άλλος άθλος περιμένει τον Ηρακλή μας: να σκοτώσει ένα αγρινό, να κάμει το δέρμα του ασκί, να το γεμίσει με νερό, το κρέας να το κατακόψει, να βρει ένα δισάκι και μια κολόκα, όλα αυτά τα αναγκαία για την τροφοδότηση και ανατροφοδότηση, για το μεγάλο ταξίδι.  

Στο μεταξύ, στον πάνω κόσμο η Τρίτη κόρη τραγουδά για την αγάπη, τον πόθο της να παντρευτεί τον νέο και το άδικο να την πάρει άλλος. Ο βασιλιάς που ακούει το τραγούδι εξαίρει τη σημασία των δυσκολιών στη ζωή, ομολογεί όμως πως ο ίδιος είναι άρρωστος λόγω του τρίτου του τέκνου. « εμάρανεν ένας κλώνος της μηλιάς. Το δεντρόν εν’ σαν να τζι εν’ άθρωπος τζιαι νώθει το μαράζιν μου!» Και όμως το δέντρο άρχισε να βγάζει φύλλα, η ελπίδα αναγεννάται, παρ’ όλους τους ενδοιασμούς του βασιλιά. 

Και τώρα το ταξίδι. “Ο ανεφοδιασμός των πολεμικών αεροπλάνων στον αέρα με καύσιμα απασχολεί λίγο πολύ όλες τις Πολεμικές Αεροπορίες του κόσμου.» 

Εδώ δόθηκε η λύση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, με τον νέο στη ράχη της γερακίνας, 

Η ανατροφοδότησή της γίνεται κατά το πρόσταγμά της, ένα όντως δραματικό ταξίδι, που οδηγεί στα άνω και τον νέο και τους θεατές. Μια προ του τέλους κορύφωση του δράματος.

Όταν εκλείψει τελείως το κρέας, ο νέος κόβει από το μερί του και το δίνει στη γερακίνα.

Όμως αυτή καταλαβαίνει από το περπάτημά του ότι ήταν κρέας δικό του το τελευταίο κομμάτι, γι’ αυτό και του το επιστρέφει συγκολλώντας το στη θέση του. Ένα μοναδικό ίσως παράδειγμα, το να κόψει άνθρωπος από το ίδιο το κορμί του για να ελευθερωθεί. Αλλά μήπως αυτό δεν γίνεται και στους πολέμους και στην καθημέραν ζωήν, οι θυσίες των ανθρώπων σε μικρά ή μεγάλα για το καλύτερο; Το μερί μπήκε στη θέση του με τη δύναμη της ευγνωμοσύνης τζιαι της αγάπης. 

Σκηνή 22η Επιστρέφοντας στην πατρίδα ο νέος συναντά γριά, στην Οδύσσεια έχουμε τις αναγνωρίσεις, εδώ η γριά, φορέας της γενικής θλίψης, γιατί ο βασιλιάς είναι άρρωστος λόγω του ότι μια άγρια τίγρις έφαε τον μικρό του γιο, όπως λεν τα αδέλφια του, Και βέβαια θυμάται κανείς τον Ιωσήφ, τον γιο του Ιακώβ, οι αδελφοί του λαβόντες αὐτόν ἔῤῥιψαν εἰς τὸν λάκκον· ὁ δὲ λάκκος κενός, και ύστερα λαβόντες τὸν χιτῶνα τοῦ Ἰωσὴφ ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι, και τον έδωσαν στον πατέρα τους να κλαίει το νεκρο του παιδί.

 Έφαν τον λαλούσιν μια άγρια τίγρις μέσ’ στο δάσος. Ο γιος θα μεταμφιεστεί σε γιατρό, όπως ο Οδυσσέας σε ζητιάνο, και θα σώσει τον βασιλιά αποκαλυπτόμενος στα αδέλφια του. Το δίκαιο δεν κρύβεται και η αδικία ξεσκεπάζεται. Οι αδελφοί ζητούν συγχώρεση από τον αδελφό και ο πατέρας ανακηρύσσει βασιλιά τον μικρότερο γιατί οι άλλοι είναι ανάξιοι. Η σειρά της διαδοχής ανατρέπεται για λόγους αξιοκρατίας. Οι κόρες εκθειάζουν τα προτερήματα του μικρού γιου και το τέλος επιστέφει το τραγούδι του γάμου.

Ώρα καλή τζι ώρα γρουσή, τζι ώρα ευλοημένη

το νέον Βασιλέαν μας παίρνει η παινεμένη.

Παντρεύκουνται τζι οι άλλοι θκυο οι Τρίπλαροι, τα αδέρφκια

να ’χουσιν γλέντια τζιαι χαρές ο κόσμος ούλλος τέθκοια.


Αφήννουμεν τον Βασιλιάν με τα γρουσά τριπλάρκα

τζιείνοι καλά την έχουσιν εγίνασιν ζευκάρκα.

Αγκαλιαστήκασιν μαζίν τζι εγλυκοφιληθήκαν

ούλλα εξιαστήκασιν τζι ούλλα συγχωρεθήκαν.


Εμείς τώρα τι κάμνουμεν ελάτε να μου πείτε

Είντα ’ν’ που καταλάβετε που τούτον που θωρείτε.

Η ιστορία ετέλειωσεν στο νόημαν να μπείτε 

μεν είσαστεν αγνώμονες μόνον να ευχαριστείτε,

τζιείνου που θκια που την καρκιάν τζιαι το καλόν σας κάμνει

αξίζει που τον άθρωπον τζιαι τον Θεόν να πκιάννει.


Τελος

παρουσίαση γιώργου Α. Κωνσταντίνου

 γιώργου Α. Κωνσταντίνου

Τρία αδέρφκια…τρία μήλα…τζιαι ένας Δράκος

Διαβάζοντας μόνο την αφιέρωση, το ποίημα, τα εισαγωγικά, Συναπάντημα στον καιρό και στον τόπο, θαυμάζει κανείς την ευαισθησία και γλωσσική ικανότητα του γιώργου Κωνσταντίνου να εκφράζει τα βάθη της ψυχής του, άρα του τόπου και των χρόνων μας, χιλιάδων δηλαδή.

Γνώρισα προγόνους του Γιώργου, προπάντων τον προπαππού, τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τη μάνα του, αλλά θα σταθώ στον πατέρα, τον Τάσο Κωνσταντίνου στον οποίο είναι αφιερωμένη η παρουσίαση. Γείτονας στο άγιο Κασσιανό, όταν τα παιδιά έρχονταν από τα χωριά  και διέμεναν στη Λευκωσία, συμμαθητής και προπάντων συγκάτοικος στην Αθήνα, φοιτηταριό με κοινή ζωή, δέσιμο σφιχτό. Ένας σεμνός, στιβαρός επιστήμονας, παιδαγωγός, άνθρωπος, μεταλαμπάδευσε στο γιώργο τις αγάπες του για το θέατρο και τη μουσική, που τραγουδούσαμε τη δεκαετία του εξήντα, την ευλογημένη του Θοδωράκη και Χατζιδάκι. Είμαι σίγουρος πως είναι εδώ και παρακολουθεί με περηφάνια. Κι όπως στον Επιτάφιο ο Θουκυδίδης μάς λέει, «μία δε κλίνη κενή φέρεται», έτσι κι εδώ, ένα κάθισμα κενό είναι για τον τιμώμενο: Φίλε Τάσο, σ’ ευχαριστώ για τον διάδοχο που συνεχίζει τη φιλική γραμμή.

Λέγαμε λοιπόν πως, Όπως στον αρχέγονο μύθο σταδιακά και με την αφή στα σκοτεινά διακρίνει ο μελετητής τις βάσεις της φιλοσοφίας και της θρησκείας, έτσι και στο παραμύθι, γέννημα της μακρόχρονης, αέναης πείρας και σοφίας του λαού, ακούει τις πνοές των μεγάλων αληθειών και συλλαμβάνει τις διά μέσου των αιώνων στέρεες δομές του δράματος, του θεατρικού έργου, της τραγωδίας ή κωμωδίας.

Ο χορός από τον καιρό του Στησίχορου και των πρώτων τραγωδών, «τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής», η εξέλιξη του αρχαίου δράματος, οι μετρημένοι τρεις ηθοποιοί, ο αριθμός τρία ως μαγικός και ελάχιστος, με τον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί ένας μύθος, μια ιστορία, ένα παραμύθι, περιορισμένος αλλά και ικανός να συμπυκνώνει τις αναπτυσσόμενες αλήθειες, στυλοβάτης παραμυθιών και ιστοριών από αρχαιοτάτων χρόνων, πρυτανεύει και στο δικό μας παραμύθι, τρεις αδελφοί, τρεις αδελφές, ο τρίτος ο καλύτερος, όπως στο δημοτικό της αγια Σοφιάς, το καράβι θα πάρει «το τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζά μας».

Οι πολιτειακές,  κρατικές δομές, οι της βασιλείας, από τον καιρό του Οδυσσέα και του Ομήρου, χωρίς επαναστατικότητες, αποδεκτές από τους ακροατές του παραμυθιού, ο βασιλιάς είναι ο ανώτερος, ο λόγος του νόμος, ο παραβάτης τιμωρείται.

Κοινωνικά, οι πλούσιοι και οι πτωχοί, η ανώτερη και κατώτερη τάξη, των φυλάκων και των πολιτών, απαρασάλευτες. Επαναστατικότητα δεν χωρεί.

Ανάλογα με τον πνευματικό οπλισμό του, την σκευή του τη φιλολογική ή και θεολογική, διακρίνει κανείς σκιές της Παλαιάς Διαθήκης, παμπάλαιους μύθους και παραδόσεις, με διαιώνια νοήματα, αξίες, αρχές ζωής.

Οτιδήποτε και να συμβεί, η αγάπη θα νικήσει.

 Όσο περίπλοκη γίνεται η διαδρομή του έργου, άλλο τόσο βέβαιο είναι πως ο από μηχανής Θεός θα κατέβει και θα δώσει λύση στο οποιοδήποτε και με όποιο τρόπο δεμένο σκοινί του παραμυθιού.

Μια φορά κι έναν καιρό: Ένα παρελθόν που γίνεται παρόν και μέλλον, έξω του χρόνου και του τόπου, πριν δημιουργηθεί η λογική και ο ρεαλισμός, όταν ο μύθος θεμέλιωνε τον κόσμο.

Μπαίνουμε στο έργο,

Σκηνή 1 στην πλατεία, ο χορός προλογίζει με τα ελάχιστα, πως πρόκειται για τρεις και το δράκο. Το δράμα απαιτεί περισσότερες προσλαμβάνουσες από τα παιδιά, γιατί με τα ελάχιστα πρέπει να συλλάβουν το σύνολο του νοήματος και του δράματος. Υπάρχει βέβαια η κίνηση και η μουσική, η σκηνογραφία που θα συμβάλουν στη συναισθηματική και λογική σύλληψη του όλου.

Σκηνή 2 στο παλάτι, η επιθυμία του βασιλιά να γεννήσει τριπλάρια.  Ο αριθμός τρία της αγίας Τριάδος πρώτα, τρεις αρχάγγελοι «γυρόν που την παρθέναν», οι θρησκευτικές εξακτινώσεις με το σταυρό, τρεις γιοι, τρία βασίλεια, το κάθε παιδί από ένα.

Οι φρουροί, οι δορυφόροι θα λέγαμε στην αρχαία τραγωδία, συγχαίρουν. Απούσα όμως η βασίλισσα καθόλη τη διάρκεια του δράματος- παραμυθιού. Και ποιος ακούει για ισότητα και φεμινισμό!!!

Η επιθυμία του βασιλιά να του φέρουν μια μηλιά, την άριστη, κόκκινη, να φυτέψουν στη μέση της αυλής, μα μόνο τα παιδιά όταν μεγαλώσουν θα μπορούν να απλώσουν χέρι στο δέντρο μηλιά. Η ύβρις διαφαίνεται, όπως και το εν παραδείσω δένδρον του απαγορευμένου καρπού. Εδώ όμως η υπέρβαση μόνο για τα βασιλόπουλα.

Η μηλιά του παραμυθιού μας θα περάσει περίοδο στειρότητας. Η Σάρρα έγινε μητέρα στα ενενήντα της, η μηλιά στα δεκαεφτά, όταν τα παιδιά έφτασαν σ’ αυτή την ηλικία, το θαυμαστό παράλληλο των πρωταγωνιστών, μηλιάς και παιδιών.

Ο αγγελιαφόρος σπεύδει πριν προλάβουν άλλοι, ένας κλασικός αγγελιαφόρος, να πει πρώτος το καλό μαντάτο, η υποκείμενη αντιπαλότητα ανάμεσα στους φρουρούς, η τύχη αναδεικνύει τον καλύτερο: Η μηλιά άρχισε να παράγει μήλα.

Μεγάλη η χαρά του βασιλιά. Όμως πρώτα οι γιοι θα δουν, θα γευτούν κι ύστερα ο κόσμος όλος ας φάει να χαρεί. Και πατέρας και βασιλιάς. Όμως έκαμε μόνο τρία μήλα η μηλιά κρεμασμένα από ένα χρυσό κλωνί. Σε τρεις μέρες οι τρεις γιοι γίνονται δεκαεφτά χρόνων, να κόψει ο καθένας το δικό του και να επανέλθουν στο βασιλιά πατέρα.

Στην τέταρτη όμως σκηνή, ο χορός διεκτραγωδεί το κακό: τα μήλα χάνονται ένα ένα κι η διαβάθμιση των συναισθημάτων του βασιλιά, «εμαράζωσεν, εθύμωσεν, εφουτουνιάστηκεν και απειλεί».

Σκηνή 5 ο  βασιλιάς δεν ανέχεται την παρακοή. Κάποιος δεν τον λαμβάνει υπόψη. Βάζει φρουρούς, ο αγγελιαφόρος φρουρός  με τον πρόλογό του, «όταν είναι για καλό όλοι θέλουν να το αναγγείλουν, όταν για το αντίθετο, μόνο με κλήρο», ο φρουρός στην Αντιγόνη του Σοφοκλέους αντίστοιχος.

Ο βασιλιάς κατηγορεί τους φρουρούς ως πλεονέκτες. Αυτοί και θα τιμωρηθούν. Στη μαύρη πηγή τώρα όλοι! Μαύρο, το κακό: πηγή εξ ης απορρέουν κακά. Το λευκό, το καλό, το φως, σε αντίθεση με το σκότος: σκοτώνω.

Ο φρουρός αποκλείεται να είναι ο δράστης. Η δικαιοσύνη αυτό απαιτεί: ο βασιλιάς τους δίνει ψωμί, και αυτοί δεν πρόκειται να τον κλέψουν. Μια νοοτροπία κι αυτή: ο εργοδότης ο ευεργέτης, ο εργοδοτούμενος ως οφειλέτης. Ο μαρξισμός δεν είχε εισχωρήσει στο παραμύθι. Και η υπακοή υπακοή.

Η ψυχολογική αντίδραση του φρουρού είναι τέτοια, ώστε να βρει συμμάχους τα παιδιά του βασιλιά, που υπόσχονται τον επόμενο χρόνο να αναλάβουν αυτοί τη φύλαξη της μηλιάς. Χρέος των, αφού γι’ αυτούς φυτεύτηκε.

«Ο κλέφτης τζιαι ο ψεύτης τον πρώτον χρόνον σιαίρουνται.» Η παροιμία, η διείσδυσή της στις παιδικές ακοές και κατ’ επέκταση ψυχές.

«Μια του κλέφτη δυο του κλέφτη», ο χορός υποδαυλίζει την ελπίδα πως θα βρεθεί ο ένοχος.

Ο χορός, όπως και στην αρχαία τραγωδία εκφράζει τον λαό, τις γενικές πεποιθήσεις, σχολιάζει, επιτυγχάνει την επιβράδυνση στην εξέλιξη της υπόθεσης, η αγωνία ενδυναμώνεται.

Σκηνή 7, το καθένα από τα παιδιά του βασιλιά θα αναλάβει τη φύλαξη της μηλιάς. Ο πρώτος, λαίμαργος, ετοιμάζει φαγητά και κρασιά, τραγουδά αυτοχαρακτηριζόμενος, με τα φαγιά και την αναπαυτική του, με βεβαιότητα για τη νίκη του. Αποκοιμιέται όμως. ως είναι φυσικό. Τα διδάγματα εξακτινώνονται. Το πρώτο μήλο εχάθη.

Αναλαμβάνει ο δεύτερος την άλλη νύχτα, με τα χρυσοκέντητα παπλώματα και τα διαμαντένια σπαθιά, έτοιμος να συλλάβει τον κλέφτη. Η χρυσή επιφάνεια, χωρίς βάθος ανδρείας, γιατί ο φόβος τον συγκλονίζει, «άψετε ούλλες τες φωδκιές, να γίν’ η νύχτα μέρα/πέρκι τζι εν συντρομμάσουμαι που φύσημαν αέρα.»

 

Νυχτώνει, ακούγεται ένα βουητό, φοβάται, κλείνει τα μάτια, το μήλο χάνεται.

Αναλαμβάνει ο τρίτος, προετοιμάζεται, με τις σαΐτες του και λίγους ξηρούς καρπούς, θα κοιμηθεί τη μέρα, για να ξαγρυπνήσει φύλακας του μήλου.

Η 9η σκηνή, το τραγούδι του τρίτου γιου, φωτίζει τον χαρακτήρα και εκφράζει τη βεβαιότητα για την αίσια έκβαση των γιγνομένων.

Ακούγεται το βουητό, ήταν παράξενη νύχτα, έρχονται τα αδέλφια, ήταν ένα σύννεφο, ενώ η νύχτα ήταν γλυκιά, σκέπασε τη μηλιά, ο μικρός τόξεψε με τις σαΐττες, ακούστηκε εξώκοσμον μουγκάρισμαν, κάποιος πληγώθηκε!

«Εν' πάνω το μήλον κρέμεμεται που το γρουσόν κλωνίν, αλλά έχει κόκκινα σημάδια, κάποιος είναι πληγωμένος».

Όπως στο παραμύθι του Κοντορεβιθούλη, οι αδελφοί θα ακολουθήσουν τα σημάδια στο χώμα, σταγόνες αίματος. Και θα βρεθούν μπροστά σε ένα λάκκο βαθύ και σκοτεινό. Ο κάτω κόσμος, το άγνωστο που πρέπει όμως να γίνει γνωστό. «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», λέει ο Σεφέρης στον Τελευταίο Σταθμό.

‘Υστερα από τη διαμάχη ανάμεσα στ’ αδέλφια, ποιος θα κατέβει πρώτος, δεν είναι πια τόσο μονόβουλοι, ο καθένας τηρεί εαυτόν, κατεβαίνει ο πρώτος. Η δομή του παραμυθιού πρέπει να τηρηθεί. Τάξη σε αντίθεση με το χάος. Στο κατέβασμα νιώθει σ’ ένα σημείο του λάκκου να καίγεται, τον ανεβάζουν, όπως και τον δεύτερο που έχει την ίδια τύχη. Ως επί το πλείστον σε πολλά η δεύτερη φορά είναι επανάληψη της πρώτης, για να φανεί η διαφορά του τρίτου.

Ο τρίτος, με μια διδακτική λάμψη περί εκλογής και  ανάληψης ευθύνης, (αφού είναι δική του απόφαση, ας πάει), πρέπει όμως να αλλάξει τακτική, να κάμουν το αντίθετο τα άλλα δυο αδέλφια: μόλις φωνάξει πως κάηκε, να αφήσουν περισσότερο σκοινί, όλο το σχοινί, οπότε βρίσκεται στο βάθος του λάκκου, παρακαλώντας όμως τα αδέλφια του να μείνουν εκεί, μόλις ειδοποιήσει να τον ανασύρουν. Κάποιος πρέπει να εξερευνήσει το άγνωστο.

 

Σκηνή 10η, Σε άγνωστο τόπο. Συνάντηση του τρίτου στη βρύση με τη δούλα του Δράκου. Ο τρίτος γιος με το τραγούδι του  διαπιστώνει πως βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο, ερημιά. Ως κοινωνικό ον αναζητεί άνθρωπο, όμως primum vivere:  πρώτα πρέπει να πιει νερό και να ξαποστάσει.

Οι ήρωες των παραμυθιών ως επί το πλείστον έχουν πολύ το ανθρώπινο στοιχείο, δεν είναι υπεράνθρωποι. Κατά το εικός και αναγκαίο συμπεριφέρονται, για να γίνουν όσο το δυνατόν πιστευτοί και να τους πλησιάσει η παιδική φαντασία.

Έρχεται μια δούλα, λυερή, καλλονή, την ρωτά το βασιλόπουλο πού βρίσκεται, κάτω που τη γη. Όπως κι ο Οδυσσέας, κινημένος από την πείνα, θα συναντήσει στην Οδύσσεια την Ναυσικά στο νησί των Φαιάκων.

Παράξενα πράγματα συμβαίνουν σε τόπο που δεν συνηθίζονται ξένοι, μα, μέχρι να γεμίσει το σταμνί, θα ακούσει.

Οι συναντήσεις στη βρύση, τόπο κοινωνικοποίησης ή ερώτων,  συνήθεις στα παλιά χρόνια. Το νερό πολύτιμο, ευκολίες στο σπίτι δεν υπήρχαν, κάποιος -ακόμα και σήμερα σε άλλες χώρες του τρίτου κόσμου- πρέπει να φέρει νερό από μακριά.

Μόλις τελειώσει το γέμισμα πρέπει να φύγει, γιατί υπάρχει αφέντης φοβερός, ο Δράκος, που μάλιστα τώρα είναι πληγωμένος τζιαι ολογαίματος. Και δίνονται οι αναγκαίες πληροφορίες, ένας μιτσής του γέλασε και τον χτύπησε, γι’ αυτό πρέπει να καθαριστεί από τα αίματα.

Λίγο βαθύτερα αν το ψάξουμε, δεν πρόκειται μόνο για τον σωματικό καθαρμό, αλλά προπάντων για να απεκδυθεί ο αήττητος Δράκος της ήττας, της ντροπής. Το αίνιγμα εν πολλοίς λύεται για το βασιλόπουλο, που όμως για τον Δράκο δεν είναι παρά μια μπουκιά, κατά την Δούλα.

Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις του βασιλόπουλου πληρούν τα κενά. Ο Δράκος έφερε από τον απάνω κόσμο τρεις όμορφες νέες, τις κρατεί αιχμάλωτες μέχρι να τον αγαπήσουν και ύστερα να αποφασίσει ποιαν να πάρει γυναίκα.

 

Προϋποθέσεις παράλογες, διλήμματα για τις κόρες. Αν τον αγαπήσει η Α,  μπορεί να πάρει την β ή την γ. Η αγάπη όμως μένει αναπάντητη, το μεγάλο κενό, με συνοδό τον πόνο. Ο Δράκος προκαλεί πόνο έτσι κι αλλιώς.

 

Η αναγνώριση γίνεται έμμεσα: ο Δράκος είναι ο κλέφτης των μήλων και των νεάνιδων.

Ο Δράκος πρέπει να εξαφανιστεί, για  να γλιτώσουν και η δούλα και οι κόρες από τα χέρια του. 

 

Ο καθένας όμως έχει τα όριά του. Η δούλα μπορεί να πάρει το βασιλόπουλο στον πύρκον τον μολυβοχτισμένον (εκκλησιά μολυβδωτή, μολυβδοκοντυλοπελεκητή).

Να τον γνωρίσει με τις κόρες που ξέρουν τα μυστικά του Δράκου.

Η ελπίδα των θεατών αναπτερώνεται. Η κάθαρση αναμένεται εναγωνίως.

Σκηνή 11η Ο Δράκος αδυνατεί να επιλέξει ανάμεσα στις τρεις χαριτωμένες νέες ποιαν να κάμει Δράτζιαιναν. Και εδώ όμως υπάρχει η τρίτη και μικρότερη, με τη γλύκα και τη χάρη.

Και οι τρεις όμως προσπαθούν με επιχειρήματα να πείσουν τον Δράκο να τις ελευθερώσει.

Η Α΄ ΚΟΡΗ υποστηρίζει πως με το ζόρι δεν αγαπούν τα πλάσματα. Η καρδιά πρωταγωνιστεί. Η Α΄ κόρη μπορεί να παραλληλιστεί εκ του αντιθέτου με τον α΄ γιο, την νύχτα που θα φρουρούσε τη μηλιά, δοσμένος στις απολαύσεις της κοιλίας. Αυτή υπερασπίζεται την καρδιά.

  Η Β΄ απορρίπτει τα «λούσα τζιαι τα στολίθκια, τα πλούτη και τα παλάτια». Μπορεί να παραλληλιστεί εκ του αντιθέτου με το β΄ γιο, που θα ξενυχτούσε κάτω από τη μηλιά με τα στολίδια και τα χρυσάφια του. 

Ένας ύμνος στην ομορφιά και στην αγάπη ακολουθεί, με αντιθετικές εικόνες, από τη μια το φως και από την άλλη το σκότος της κλεισούρας, που εμποδίζει την καρδιά να δει έστω και την υποτιθέμενη ομορφιά του Δράκου.

Η μια κόρη μετά την άλλη προσπαθούν να πείσουν πως υπάρχει πιθανότητα να τον αγαπήσουν, αλλά αυτό θα φανεί μόνο αν μείνουν μακριά του, αν τον επιθυμήσουν. Ο Δράκος όμως είναι ανένδοτος, «τούτα που λαλείτε εν κουτουρού λοούθκια. Η αλουπού στον ύπνον της θωρεί πετειναρούθκια.»

 Όταν αποφασίσει να πάρει μια, οι άλλες θα τους υπηρετούν.

Γι’ αυτό όμως υπάρχει πάντα η τρίτη κόρη, που του υπενθυμίζει τους όρους: να της φέρνει για τρία συνεχή χρόνια τον καρπό της μηλιάς κι έτσι να την πάρει γυναίκα του, ειδ’ άλλως να τις ελευθερώσει. Η αποτυχία του να φέρει τα τρία μήλα, κατά τον Δράκο, οφείλεται στον τρίτο γιο. Η τρίτη κόρη όμως δέχεται να μείνει μαζί του κι ας είναι αποτυχημένος στο τρίτο μήλο.

Ο ετσιθελισμός και η δικτατορία του Δράκου είναι αναμφισβήτητα. Τις συμφωνίες ή τις τηρεί ή τις παραβαίνει κατά βούληση.

Κι ο Πλάτων στην Πολιτεία του με τον Θρασύμαχο αναπτύσσει το θέμα του δικαίου του ισχυροτέρου,  όπως και ο Θουκυδίδης στο διάλογο Αθηναίων Μηλίων, κι ο Αίσωπος με τον μύθο του λιονταριού, του λύκου και της αλεπούς, που διδάχτηκε ποιο είναι το δίκαιο του ισχυροτέρου, όταν είδε πώς συμπεριφέρθηκε ο λιόντας στον λύκο.

Υπάρχει όμως και ο βιολογικός παράγων, όσο κι αν τον περιθωριοποιούμε, αυτός είναι ο πρώτος: ο Δράκος πονά από το τραύμα του τρίτου γιου.

Σκηνή 12η Οι κόρες συναντούν το παλικάρι, έτοιμο να τις ελευθερώσει, όμως η τρίτη κόρη προτιμά να μείνει με τον Δράκο και να γλιτώσουν ο νέος και οι αδελφές της.

 Όσο προβάλλεται η αυταπάρνηση και αυτοθυσία, τόσο στη συνείδηση των παιδιών ανυψώνεται η ηρωίδα.

Ποιες υπόγειες διεργασίες γίνονται στις ψυχές των παιδιών μόνο εκείνα ξέρουν. Οι εμπειρίες αυξάνονται και οι αρχές και τα θεμέλια μιας υγιούς προσωπικότητας τίθενται ή κόκκο τον κόκκο συντίθενται, για να αντιπαλαίουν με τα αντίθετα και μέσω της διαλεκτικής πορείας της ζωής να χτίζεται το ήθος και η ηθικότητα των πλασμάτων.

Οι θυσίες όμως και του νέου δεν είναι λίγες, απαριθμούνται από τον ίδιο για να εμπεδωθούν, γι’ αυτό και οπισθοχώρηση αποκλείεται.

Τρεις νέοι και τρεις νέες, αναμένουν την ευτυχία. Για να επιτευχθεί όμως, πρέπει να πεθάνει ο Δράκος και με τις σωστές διαδικασίες. Πρέπει να χτυπηθεί με συγκεκριμένο σπαθί, θα κοπεί στα δυο αλλά δεν θα πεθάνει, και μόνο με συγκεκριμένη απάντηση θα εξολοθρευθεί. Αυτά διδάσκει η κόρη και κατά τις οδηγίες πράττει ο νέος. Οι νέες περιποιούνται το βασιλόπουλο,  τον νανουρίζουν. Η αγάπη είναι το φως, κι όλη η πλάση τον έρωτα τραγουδά.

Σκηνή 13η. Αν ήταν αρχαία τραγωδία, θα ερχόταν ο αγγελιαφόρος να αφηγηθεί όσα έγιναν, την πάλη του βασιλόπουλου με τον Δράκο, ή , αν ήταν δημοτικό τραγούδι του Διγενή, αυτός θα αφηγούνταν το πάλεμα. Εδώ διεξάγονται όλα κατά τις οδηγίες της τρίτης νέας. Ο Δράκος σκοτώνεται από το τρίτο βασιλόπουλο. Η δράση βρίσκεται στην κορύφωσή της, τα παιδιά που παρακολουθούν θα ζητωκραυγάζουν.

Περάσαμε μόλις τώρα την κορύφωση και αναμένουμε την έναρξη της λύσης.

Μεγάλη η χαρά και στη σκηνή. Οι νέες αναμένουν να ανέλθουν στον πάνω κόσμο να δουν  τους δικούς τους και να γνωρίσουν τα άλλα δυο βασιλόπουλα.

Μα πρώτα πρέπει να τους τραβήξουν πάνω οι δυο αδελφοί. Πρώτα τραβούν τις δυο νέες.

Η Τρίτη εισηγείται να ανέβει πρώτα ο νέος,  γιατί η ομορφιά της μπορεί να ελκύσει τους αδελφούς και να εγκαταλείψουν τον τρίτο στο λάκκο.

Κατά το βασιλόπουλο τούτο αποκλείεται, αφού είναι αδελφοί. Ανεβαίνει η κόρη, προηγουμένως όμως δίνει οδηγίες, σε περίπτωση που θα τον αφήσουν στο λάκκο: Να πάει στη βρύση, θα έρθουν δυο κριάρια, άσπρο μαύρο που θα παλεύουν, να αρπάξει το άσπρο που θα τον βοηθήσει να ανέβει ειδ’ άλλως με το μαύρο θα πάει στην πιο κάτω πολιτεία. Η γεωγραφία του κόσμου της φαντασίας μπορεί να κατεβαίνει από πολιτεία σε πολιτεία. Και πάλι τα χρώματα, άσπρο καλό, μαύρο κακό, σκότος σκοτώνω θάνατος, λευκό, φως ζωή και όλα τα παρεμφερή.

Ο Χριστός χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια, ο κριός, το κριάρι για τους αρχαίους ήταν αχάριστο, γιατί χτυπούσε τους βοσκούς που το ανάθρεφαν. «Δυοίν κακοίν προκειμένοιν, το μη χείρον βέλτιστον». Αν τα κριάρια είναι εριστικά, ας διαλέξει το λευκό, το καλύτερο ανάμεσα σε δυο κακά.

Ο νέος όμως είναι βέβαιος για την αγάπη των αδελφών του, ας την τραβήξουν επάνω και καλή αντάμωση.

Σκηνή 14η ΧΟΡΟΣ. Στην Πλατεία. Βλέποντας οι λοιποί την κόρη, θαυμάζουν την ομορφιά της. Θαμπώθηκαν και οι δυο αδελφοί κι αποφάσισαν να μην ανεβάσουν τον αδελφό. Επιβράδυνση. Το τέλος εγγίζει, αλλά πρώτα πρέπει να αναπτυχθεί άλλη περιπέτεια. Ακόμα και σε θρησκευτικές ακολουθίες αυτό συμβαίνει, εκεί που νομίζει κανένας πως τέλειωσαν όλα, ο ιερέας αρχίζει μια εκτενή δέηση, απόδειξη πως όσο κι αν μιλούμε με το Θεό δεν χορταίνουμε, κάπως έτσι και με το παραμύθι, να μην τέλειωνε ποτέ. Ένας από τους δυο θα πάρει την κόρη, αλλά ο λαός δεν αντέχει την αδικία και εκφράζει τα συναισθήματά του.

Εγκαταλειμμένος ο τρίτος γιος από τους αδελφούς, αφήνει τον πόνο του να ξεχειλίσει με ένα τραγούδι – αβάσταχτη η αδικία. Το τραγούδι έχει τη θέση του. Εκφράζει συναισθήματα καλύτερα από τους διαλόγους. Λόγος και συναίσθημα.

Ακολουθεί η σκηνή με τα κριάρια και τα παράξενα πλάσματα. Στη βρύση το τρίτο βασιλόπουλο βρίσκεται μπροστά στα κριάρια που παλεύουν, αλλά αρπάζει το μαύρο και χάνεται σε άλλη πολιτεία, με πλάσματα αλλόκοτα, όμως πρέπει να ξεκουραστεί.

Ο ρόλος των παύσεων στο έργο μοιάζει με το ρόλο των παύσεων στη μουσική. Κρατούν το ρυθμό, δρώντων και θεατών. Τα παράξενα πλάσματα διερωτώνται περί τίνος πρόκειται. Τα πουλιά ειδοποιούν. Ακούγεται σύρσιμο φιδιού που αναστατώνει τα πλάσματα και τα πουλιά που φωνάζουν «μ’ ανθρωπινή λαλίτσα», λέει και η παραλογή του Νεκρού αδελφού. Ο νέος προσπαθεί να σκοτώσει με το σπαθί τον κούφο, που μοιάζει αδελφός του Δράκου.

 Όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη λερναία ύδρα. Προσπαθεί να νικήσει το φίδι με το σπαθί μα με κάθε  χτύπημα το φίδι δυναμώνει. Οι οδηγίες που δίνουν τα πλάσματα είναι να σαΐτέψει εκεί που πηγάζει το φαρμάκι, στην καρδιά, που δεν ξέρει τι θα πει αγάπη.

Στην Ιλιάδα η Αθηνά κατεβαίνει και πιάνει τον Αχιλλέα από τα μαλλιά, στη διαμάχη του με τον Αγαμέμνονα. Εδώ η φωνή, η λογική,

 «Άκουσες βασιλόπουλλο τι λεν τα πλασματάτζια; Σημάδεψε μες στην καρκιάν ’πον ούλλα τα φαρμάτζια! Τζιείνον, εν τζιείνον πον’ έσιει ο κούφος τζι ο αγνώμων, φαρμάτζιιν στάσσουσιν, πατούν της φύσης κάθε νόμον.»

Σκηνή 17η Επιστρέφει η μάνα Γερακίνα και συναντά τον μικρότερο Τρίπλαρο. Τα πουλιά ομολογούν πως αυτός τα έσωσε από τον κούφο, γι’ αυτό και η ανταπόδοση πρέπει να είναι να τον σκιάζει όσο κοιμάται.

Στους φόβους του, όταν είδε τη γερακίνα αυτή απαντά:

«Εν θα σου κάμω κακόν, ούτε θα σε πειράξω. Ποιος δακκάννει το σιέριν που του διά βοήθειαν; Έκαμες μου τέθκοιον καλόν σώζοντας τα παιθκιά μου, τζι εγιώ να σου κάμω κακόν; Έννεν σωστά πράματα τούτα.  Ζήτα μου ό,τι θέλεις τζιαι θα το κάμω.»

Φανερό ότι επικρατεί ακόμα ο μωσαϊκός νόμος: «αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου.» 

Ο νέος παρακαλεί τη γερακίνα να τον διασώσει ανεβάζοντάς τον στον πάνω κόσμο. Για να επιτευχθεί τούτο, ένας άλλος άθλος περιμένει τον Ηρακλή μας: να σκοτώσει ένα αγρινό, να κάμει το δέρμα του ασκί, να το γεμίσει με νερό, το κρέας να το κατακόψει, να βρει ένα δισάκι και μια κολόκα, όλα αυτά τα αναγκαία για την τροφοδότηση και ανατροφοδότηση, για το μεγάλο ταξίδι.  

Στο μεταξύ, στον πάνω κόσμο η Τρίτη κόρη τραγουδά για την αγάπη, τον πόθο της να παντρευτεί τον νέο. Είναι άδικο να την πάρει άλλος.

Ο βασιλιάς που ακούει το τραγούδι εξαίρει τη σημασία των δυσκολιών στη ζωή, ομολογεί όμως πως ο ίδιος είναι άρρωστος λόγω του τρίτου του τέκνου.   «εμάρανεν ένας κλώνος της μηλιάς. Το δεντρόν εν’ σαν να τζι εν’ άθρωπος τζιαι νώθει το μαράζιν μου!»

Και όμως το δέντρο άρχισε να βγάζει φύλλα, η ελπίδα αναγεννάται, παρ’ όλους τους ενδοιασμούς του βασιλιά.

Και τώρα το ταξίδι. Ο ανεφοδιασμός των πολεμικών αεροπλάνων στον αέρα με καύσιμα απασχολεί λίγο πολύ όλες τις Πολεμικές Αεροπορίες του κόσμου.»

Εδώ δόθηκε η λύση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, με τον νέο στη ράχη της γερακίνας,

η ανατροφοδότησή της γίνεται κατά το πρόσταγμά της, ένα όντως δραματικό ταξίδι, που οδηγεί στα άνω και τον νέο και τους θεατές. Μια προ του τέλους κορύφωση του δράματος.

Όταν εκλείψει τελείως το κρέας, ο νέος κόβει από το μερί του και το δίνει στη γερακίνα.

Όμως αυτή καταλαβαίνει από το περπάτημά του ότι ήταν κρέας δικό του το τελευταίο κομμάτι, γι’ αυτό και του το επιστρέφει συγκολλώντας το στη θέση του. Ένα μοναδικό ίσως παράδειγμα, το να κόψει άνθρωπος από το ίδιο το κορμί του για να ελευθερωθεί.

Αλλά μήπως αυτό δεν γίνεται και στους πολέμους και στην καθημέραν ζωήν, οι θυσίες των ανθρώπων σε μικρά ή μεγάλα για το καλύτερο; Το μερί μπήκε στη θέση του με τη δύναμη της ευγνωμοσύνης τζιαι της αγάπης.

Σκηνή 22η Επιστρέφοντας στην πατρίδα ο νέος συναντά γριά, στην Οδύσσεια έχουμε τις αναγνωρίσεις, εδώ η γριά, φορέας της γενικής θλίψης, γιατί ο βασιλιάς είναι άρρωστος λόγω του ότι μια άγρια τίγρις έφαε τον μικρό του γιο, όπως λεν τα αδέλφια του.

 Και βέβαια θυμάται κανείς τον Ιωσήφ, τον γιο του Ιακώβ, οι αδελφοί του «λαβόντες αὐτόν ἔῤῥιψαν εἰς τὸν λάκκον· ὁ δὲ λάκκος κενός, και ύστερα λαβόντες τὸν χιτῶνα τοῦ Ἰωσὴφ ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι» και τον έδωσαν στον πατέρα τους να κλαίει το νεκρό του παιδί.

 Έφαν τον λαλούσιν μια άγρια τίγρις μές στο δάσος.

Ο γιος θα μεταμφιεστεί σε γιατρό, όπως ο Οδυσσέας σε ζητιάνο, και θα σώσει τον βασιλιά αποκαλυπτόμενος στα αδέλφια του. Το δίκαιο δεν κρύβεται και η αδικία ξεσκεπάζεται.

Οι αδελφοί ζητούν συγχώρεση από τον αδελφό και ο πατέρας ανακηρύσσει βασιλιά τον μικρότερο, γιατί οι άλλοι είναι ανάξιοι.

Η σειρά της διαδοχής ανατρέπεται για λόγους αξιοκρατίας. Οι κόρες εκθειάζουν τα προτερήματα του μικρού γιου και το τέλος επιστέφει το τραγούδι του γάμου.

Ώρα καλή τζι ώρα γρουσή, τζι ώρα ευλοημένη

το νέον Βασιλέαν μας παίρνει η παινεμένη.

Παντρεύκουνται τζι οι άλλοι θκυο οι Τρίπλαροι, τα αδέρφκια

να ’χουσιν γλέντια τζιαι χαρές ο κόσμος ούλλος τέθκοια.

 

Αφήννουμεν τον Βασιλιάν με τα γρουσά τριπλάρκα

τζιείνοι καλά την έχουσιν εγίνασιν ζευκάρκα.

Αγκαλιαστήκασιν μαζίν τζι εγλυκοφιληθήκαν

ούλλα εξιαστήκασιν τζι ούλλα συγχωρεθήκαν.

 

 

Εμείς τώρα τι κάμνουμεν ελάτε να μου πείτε

Είντα ’ν’ που καταλάβετε που τούτον που θωρείτε.

Η ιστορία ετέλειωσεν στο νόημαν να μπείτε

μεν είσαστεν αγνώμονες μόνον να ευχαριστείτε,

τζιείνου που θκια που την καρκιάν τζιαι το καλόν σας κάμνει

αξίζει που τον άθρωπον τζιαι τον Θεόν να πκιάννει.

 

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ