Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Γιώργου Α. Κωνσταντίνου

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ γιώργου Α. Κωνσταντίνου

Τρία αδέρφκια…τρία μήλα…τζιαι ένας Δράκος


Διαβάζοντας μόνο την αφιέρωση, το ποίημα, τα εισαγωγικά, Συναπάντημα στον καιρό και στον τόπο, θαυμάζει κανείς την ευαισθησία και γλωσσική ικανότητα του γιώργου Κωνσταντίνου να εκφράζει τα βάθη της ψυχής του, άρα του τόπου και των χρόνων μας, χιλιάδων δηλαδή.

«Δεντρόν είμαι..σγιαν την μηλιάν./ Μα έχω τζι΄εν εχω μιλιάν./ Περίτου που τα κόκκαλα τζαι το κορμίν μου/ λοαρκάζω την δύναμην π’ αντέχει/ πο΄΄ νας ουρανός την βρέχει/ το κλωνίν πον η ψυχιή μου./ Τον καρπον της που εψήθην,/ τόσα γρόνια ώσπου να γίνει/ κότσιινος , ολοπόρφυρος τζι εν ενικήθην./ Ερούφαν που τες ρίζες,/ κάτι ηλεκτροφόρες πρίζες,/ δύναμην των μεγατόνων/ την ενέργειαν των προγόνων.»

Όπως στον αρχέγονο μύθο σταδιακά και με την αφή στα σκοτεινά διακρίνει ο μελετητής τους λίθους εις κεφαλήν γωνίας,  τις βάσεις της φιλοσοφίας και της θρησκείας, έτσι και στο παραμύθι, γέννημα της μακρόχρονης, αέναης πείρας και σοφίας του λαού, ακούει τις πνοές των μεγάλων αληθειών και τις διά μέσου των αιώνων στέρεες δομές του δράματος, του θεατρικού έργου, της τραγωδίας ή κωμωδίας. 

Ο χορός από τον καιρό του Στησίχορου και των πρώτων τραγωδών, τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής, η εξέλιξη του αρχαίου δράματος, οι μετρημένοι τρεις ηθοποιοί, ο αριθμός τρία ως μαγικός, σκληρός και ελάχιστος με τον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί ένας μύθος, μια ιστορία, ένα παραμύθι, περιορισμένος αλλά και ικανός να συμπυκνώνει τις αναπτυσσόμενες αλήθειες, στυλοβάτης παραμυθιών και ιστοριών από αρχαιοτάτων χρόνων, πρυτανεύει και στο δικό μας παραμύθι, τρεις αδελφοί, τρεις αδελφές, ο τρίτος ο καλύτερος, όπως στο δημοτικό της αγια Σοφιάς, το καράβι θα πάρει «το τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζά μας».

Οι πολιτειακές,  κρατικές δομές, οι της βασιλείας, από τον καιρό του Οδυσσέα και του Ομήρου, χωρίς επαναστατικότητες, αποδεκτές από τους ακροατές του παραμυθιού, ο βασιλιάς είναι ο ανώτερος, ο λόγος του νόμος, ο παραβάτης τιμωρείται. 

Κοινωνικά, οι πλούσιοι και οι πτωχοί, η ανώτερη και κατώτερη τάξη, των φυλάκων και των πολιτών, απαρασάλευτες. Επαναστατικότητα δεν χωρεί.

Ανάλογα με τον πνευματικό οπλισμό του, την σκευή του τη φιλολογική ή και θεολογική, διακρίνει κανείς σκιές της Παλαιάς Διαθήκης, παμπάλαιους μύθους και παραδόσεις, με διαιώνια νοήματα, αξίες, αρχές ζωής. 

Οτιδήποτε και να συμβεί, η αγάπη θα νικήσει.

 Όσο περίπλοκη γίνεται η διαδρομή του έργου, άλλο τόσο βέβαιο είναι πως ο από μηχανής Θεός θα κατέβει και θα δώσει λύση στο οποιοδήποτε και με όποιο τρόπο δεμένο σκοινί του παραμυθιού.

Μια φορά κι έναν καιρό: Ένα παρελθόν που γίνεται παρόν και μέλλον, έξω του χρόνου και του τόπου, πριν δημιουργηθεί η λογική και ο ρεαλισμός, όταν ο μύθος θεμέλιωνε τον κόσμο.

Σκηνή 1 στην πλατεία, ο χορός προλογίζει με τα ελάχιστα, πως πρόκειται για τρεις και το δράκο. Το δράμα απαιτεί περισσότερες προσλαμβάνουσες από τα παιδιά, γιατί με τα ελάχιστα πρέπει να συλλάβουν το σύνολο του νοήματος και του δράματος. Υπάρχει βέβαια η κίνηση και η μουσική, η σκηνογραφία που θα συμβάλουν στη συναισθηματική και λογική σύλληψη του όλου.

Σκηνή 2 στο παλάτι, η επιθυμία του βασιλιά να γεννήσει τριπλάρια.  Ο αριθμός τρία της αγίας Τριάδος πρώτα, τρεις αρχάγγελοι «γυρόν που την παρθέναν», οι θρησκευτικές εξακτινώσεις με το σταυρό, τρεις γιοι, τρία βασίλεια, το κάθε παιδί από ένα. 

Οι φρουροί, οι δορυφόροι θα λέγαμε στην αρχαία τραγωδία, συγχαίρουν. Απούσα όμως η βασίλισσα καθόλη τη διάρκεια του δράματος- παραμυθιού. Και ποιος ακούει για ισότητα και φεμινισμό; 

Η επιθυμία του βασιλιά να του φέρουν μια μηλιά, την άριστη, κόκκινη, να φυτέψουν στη μέση της αυλής, μα μόνο τα παιδιά όταν μεγαλώσουν θα μπορούν να απλώσουν χέρι στο δέντρο μηλιά. Η ύβρις διαφαίνεται, όπως και το εν παραδείσω δένδρον του απαγορευμένου καρπού. Εδώ όμως η υπέρβαση μόνο για τα βασιλόπουλα. 

Τώρα βέβαια για μας τους Έλληνες, η Κόκκινη μηλιά είναι το όριο της καρδιάς μας, ως εκεί θα διώξουμε τους Τούρκους όταν ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.  Τίποτε δεν είναι άσχετο, και τα βασιλόπουλα, ή το ένα τουλάχιστο, θα φτάσει στα όρια του κόσμου του παραμυθιού.

Είναι όμως και το ερωτικό στοιχείο, όπως στο τραγούδι από τη Μακεδονία, 

«Μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο, γιατί με μάρανες τον πικραμένο. Πααίνω κι έρχουμαι μα δεν σε βρίσκω, βρίσκω την πόρτα σου μανταλωμένη, Τα παραθύρια σου φεγγοβολούσαν, Ρωτώ την πόρτα σου που πάει η κυρά σου, Κυρά μ’ δεν είν’ ιδώ πάησι στην βρύση, πάησι να πιει νιρό κι να γεμίσει.»

Κι η μηλιά του παραμυθιού μας θα περάσει περίοδο στειρότητας. Η Σάρρα έγινε μητέρα στα ενενήντα της, η μηλιά στα δεκαεφτά, όταν τα παιδιά έφτασαν σ’ αυτή την ηλικία, το θαυμαστό παράλληλο των πρωταγωνιστών, μηλιάς και παιδιών. 


Ο αγγελιαφόρος σπεύδει πριν προλάβουν άλλοι, ένας κλασικός αγγελιαφόρος, να πει πρώτος το καλό μαντάτο, η υποκείμενη αντιπαλότητα ανάμεσα στους φρουρούς, η τύχη αναδεικνύει τον καλύτερο: Η μηλιά άρχισε να παράγει μήλα. 

Μεγάλη η χαρά του βασιλιά. Όμως πρώτα οι γιοι θα δουν, θα γευτούν κι ύστερα ο κόσμος όλος ας φάει να χαρεί. Και πατέρας και βασιλιάς. Όμως έκαμε μόνο τρία μήλα η μηλιά κρεμασμένα από ένα χρυσό κλωνί. Σε τρεις μέρες οι τρεις γιοι γίνονται δεκαεφτά, να κόψει ο καθένας το δικό του και να επανέλθουν στο βασιλιά πατέρα.

Στην τέταρτη όμως σκηνή, ο χορός διεκτραγωδεί το κακό: τα μήλα χάνονται ένα ένα κι η διαβάθμιση των συναισθημάτων του βασιλιά, «εμαράζωσεν, εθύμωσεν, εφουτουνιάστηκεν και απειλεί».

Σκηνή 5 ο  βασιλιάς δεν ανέχεται την παρακοή. Κάποιος δεν τον λαμβάνει υπόψη. Βάζει φρουρούς, ο αγγελιαφόρος φρουρός  με τον πρόλογό του, «όταν είναι για καλό όλοι θέλουν να το αναγγείλουν, όταν για το αντίθετο, μόνο με κλήρο», ο φρουρός στην Αντιγόνη του Σοφοκλέους αντίστοιχος. 

Ο βασιλιάς κατηγορεί τους φρουρούς ως πλεονέκτες. Αυτοί και θα τιμωρηθούν. Στη μαύρη πηγή τώρα όλοι! Μαύρο το κακό: πηγή εξ ης απορρέουν κακά. Το λευκό το καλό, το φως, σε αντίθεση με το σκότος: σκοτώνω. 

Ο φρουρός αποκλείεται να είναι ο δράστης. Η δικαιοσύνη αυτό απαιτεί: ο βασιλιάς τους δίνει ψωμί, και αυτοί δεν πρόκειται να τον κλέψουν. Μια νοοτροπία κι αυτή: ο εργοδότης, ο εργοδοτούμενος ως οφειλέτης. Ο μαρξισμός δεν είχε εισχωρήσει στο παραμύθι. Και η υπακοή υπακοή. 

Η ψυχολογική αντίδραση του φρουρού είναι τέτοια, ώστε να βρει συμμάχους τα παιδιά του βασιλιά, που υπόσχονται τον επόμενο χρόνο να αναλάβουν αυτοί τη φύλαξη της μηλιάς. Χρέος των, αφού γι’ αυτούς φυτεύτηκε. 

«Ο κλέφτης τζιαι ο ψεύτης τον πρώτον χρόνον σιαίρουνται.» Η παροιμία, η διείσδυσή της στις παιδικές ακοές και κατ’ επέκταση ψυχές.

«Μια του κλέφτη δυο του κλέφτη», ο χορός υποδαυλίζει την ελπίδα πως θα βρεθεί ο ένοχος.

Ο χορός, όπως και στην αρχαία τραγωδία εκφράζει τον λαό, τις γενικές πεποιθήσεις, σχολιάζει, επιτυγχάνει την επιβράδυνση στην εξέλιξη της υπόθεσης, η αγωνία ενδυναμώνεται.

Σκηνή 7, το καθένα από τα παιδιά θα αναλάβει τη φύλαξη της μηλιάς. Ο πρώτος, λαίμαργος, ετοιμάζει φαγητά και κρασιά, τραγουδά αυτοχαρακτηριζόμενος, με τα φαγιά και την αναπαυτική του, με βεβαιότητα για τη νίκη του. Αποκοιμιέται όμως ως είναι φυσικό. Τα διδάγματα εξακτινώνονται. Το πρώτο μήλο εχάθη.

Αναλαμβάνει ο δεύτερος την άλλη νύχτα, με τα χρυσοκέντητα παπλώματα και τα διαμαντένια σπαθιά, έτοιμος να συλλάβει τον κλέφτη. Η χρυσή επιφάνεια, χωρίς βάθος ανδρείας, γιατί ο φόβος τον συγκλονίζει, «άψετε ούλλες τες φωδκιές, να γίν’ η νύχτα μέρα/πέρκι τζι εν συντρομμάσουμαι που φύσημαν αέρα.» 

Νυχτώνει, ακούγεται ένα βουητό, φοβάται, κλείνει τα μάτια, το μήλο χάνεται.

Αναλαμβάνει ο τρίτος, προετοιμάζεται, με τις σαΐτες του και λίγους ξηρούς καρπούς, θα κοιμηθεί τη μέρα για να ξαγρυπνήσει φύλακας του μήλου. 

Η 9η σκηνή, το τραγούδι του τρίτου γιου, φωτίζει τον χαρακτήρα και εκφράζει τη βεβαιότητα για την αίσια έκβαση των γιγνομένων.

Ακούγεται το βουητό, ήταν παράξενη νύχτα, έρχονται τα αδέλφια, ήταν ένα σύννεφο, ενώ η νύχτα ήταν γλυκιά, σκέπασε τη μηλιά, ο μικρός τόξεψε με τις σαΐττες, ακούστηκε εξώκοσμον μουγκάρισμαν, κάποιος πληγώθηκε! 

«Εν' πάνω το μήλον κρέμεμεται που το γρουσόν κλωνίν, αλλά έχει κόκκινα σημάδια, κάποιος είναι πληγωμένος».

Όπως στο παραμύθι του Κοντορεβιθούλη, οι αδελφοί θα ακολουθήσουν τα σημάδια στο χώμα, σταγόνες αίματος, και θα βρεθούν μπροστά σε ένα λάκκο βαθύ και σκοτεινό. Ο κάτω κόσμος, το άγνωστο που πρέπει όμως να γίνει γνωστό. «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», λέει ο Σεφέρης στον Τελευταίο Σταθμό.

‘Υστερα από τη διαμάχη ανάμεσα στ’ αδέλφια, ποιος θα κατέβει πρώτος, δεν είναι πια τόσο μονόβουλοι, ο καθένας τηρεί εαυτόν, κατεβαίνει ο πρώτος. Η δομή του παραμυθιού πρέπει να τηρηθεί. Τάξη σε αντίθεση με το χάος. Στο κατέβασμα νιώθει σ’ ένα σημείο του λάκκου να καίγεται, τον ανεβάζουν, όπως και τον δεύτερο που έχει την ίδια τύχη. Ως επί το πλείστον σε πολλά η δεύτερη φορά είναι επανάληψη της πρώτης, για να φανεί η διαφορά του τρίτου. Ακούστε και στην εκκλησιά τους ψαλτάδες. 

Ο τρίτος, με μια διδακτική λάμψη περί εκλογής και  ανάληψης ευθύνης, (αφού είναι δική του απόφαση, ας πάει), πρέπει όμως να αλλάξει τακτική, να κάμουν το αντίθετο τα άλλα δυο αδέλφια: μόλις φωνάξει πως κάηκε, να αφήσουν περισσότερο σκοινί, όλο το σχοινί, οπότε βρίσκεται στο βάθος του λάκκου, παρακαλώντας όμως τα αδέλφια του να μείνουν εκεί, μόλις ειδοποιήσει να τον ανασύρουν. Κάποιος πρέπει να εξερευνήσει το άγνωστο.

Σκηνή 10η, Σε άγνωστο τόπο. Συνάντηση του τρίτου στη βρύση με τη δούλα του Δράκου. Ο τρίτος γιος με το τραγούδι του  διαπιστώνει πως βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο, ερημιά. Ως κοινωνικό ον αναζητεί άνθρωπο, όμως primum vivere:  πρώτα πρέπει να πιει νερό και να ξαποστάσει. Οι ήρωες των παραμυθιών ως επί το πλείστον έχουν πολύ το ανθρώπινο στοιχείο, δεν είναι υπεράνθρωποι. Κατά το εικός και αναγκαίο συμπεριφέρονται, για να γίνουν όσο το δυνατόν πιστευτοί και να τους πλησιάσει η παιδική φαντασία. 

Έρχεται μια δούλα, λυερή, καλλονή, την ρωτά το βασιλόπουλο πού βρίσκεται, κάτω που τη γη, όπως κι ο Οδυσσέας κινημένος από την πείνα θα συναντήσει στην Οδύσσεια την Ναυσικά στο νησί των Φαιάκων. 

Παράξενα πράγματα συμβαίνουν σε τόπο που δεν συνηθίζονται ξένοι, μα, μέχρι να γεμίσει το σταμνί, θα ακούσει. 

Οι συναντήσεις στη βρύση, τόπο κοινωνικοποίησης ή ερώτων,  συνήθεις στα παλιά χρόνια. Το νερό πολύτιμο, ευκολίες στο σπίτι δεν υπήρχαν, κάποιος -ακόμα και σήμερα σε άλλες χώρες του τρίτου κόσμου- πρέπει να φέρει νερό από μακριά. 

Μόλις τελειώσει το γέμισμα πρέπει να φύγει, γιατί υπάρχει αφέντης φοβερός, ο Δράκος, που μάλιστα τώρα είναι πληγωμένος τζιαι ολογαίματος. Και δίνονται οι αναγκαίες πληροφορίες, ένας μιτσής του γέλασε και τον χτύπησε, γι’ αυτό πρέπει να καθαριστεί από τα αίματα.

Λίγο βαθύτερα αν το ψάξουμε, δεν πρόκειται μόνο για τον σωματικό καθαρμό, αλλά προπάντων για να απεκδυθεί ο αήττητος Δράκος της ήττας, της ντροπής. Το αίνιγμα εν πολλοίς λύεται για το βασιλόπουλο, που όμως για τον Δράκο δεν είναι παρά μια μπουκιά, κατά την Δούλα. 

Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις του βασιλόπουλου πληρούν τα κενά. Ο Δράκος έφερε από τον απάνω κόσμο τρεις όμορφες νέες, τις κρατεί αιχμάλωτες μέχρι να τον αγαπήσουν και ύστερα να αποφασίσει ποιαν να πάρει γυναίκα. 


Προϋποθέσεις παράλογες, διλήμματα για τις κόρες. Αν τον αγαπήσει η Α,  μπορεί να πάρει την β ή την γ. Η αγάπη όμως μένει αναπάντητη, το μεγάλο κενό, με συνοδό τον πόνο. Ο Δράκος προκαλεί πόνο έτσι κι αλλιώς. 


Η αναγνώριση γίνεται έμμεσα: ο Δράκος είναι ο κλέφτης των μήλων και των νεάνιδων. 

Ο Δράκος πρέπει να εξαφανιστεί, για  να γλιτώσουν και η δούλα και οι κόρες από τα χέρια του.  


Ο καθένας όμως έχει τα όριά του. Η δούλα μπορεί να πάρει το βασιλόπουλο στον πύρκον τον μολυβοχτισμένον (εκκλησιά μολυβδωτή, μολυβδοκοντυλοπελεκητή).


Να τον γνωρίσει με τις κόρες που ξέρουν τα μυστικά του Δράκου.

Η ελπίδα των θεατών αναπτερώνεται. Η κάθαρση αναμένεται εναγωνίως.

Σκηνή 11η Ο Δράκος αδυνατεί να επιλέξει ανάμεσα στις τρεις χαριτωμένες νέες ποιαν να κάμει Δράτζιαιναν. Και εδώ όμως υπάρχει η τρίτη και μικρότερη, με τη γλύκα και τη χάρη.

Και οι τρεις όμως προσπαθούν με επιχειρήματα να πείσουν τον Δράκο να τις ελευθερώσει.

Η Α΄ ΚΟΡΗ υποστηρίζει πως με το ζόρι δεν αγαπούν τα πλάσματα. Η καρδιά πρωταγωνιστεί. Η Α΄ κόρη μπορεί να παραλληλιστεί εκ του αντιθέτου με τον α΄ γιο την νύχτα που θα φρουρούσε τη μηλιά, δοσμένος στις απολαύσεις της κοιλίας. Αυτή υπερασπίζεται την καρδιά.

  Η Β΄ απορρίπτει τα «λούσα τζιαι τα στολίθκια, τα πλούτη και τα παλάτια». Μπορεί να παραλληλιστεί εκ του αντιθέτου με το β΄ γιο, που θα ξενυχτούσε κάτω από τη μηλιά με τα στολίδια και τα χρυσάφια του.  

Ένας ύμνος στην ομορφιά και στην αγάπη ακολουθεί, με αντιθετικές εικόνες, από τη μια το φως και από την άλλη το σκότος της κλεισούρας, που εμποδίζει την καρδιά να δει έστω και την υποτιθέμενη ομορφιά του Δράκου.

Η μια κόρη μετά την άλλη προσπαθούν να πείσουν πως υπάρχει πιθανότητα να τον αγαπήσουν αλλά αυτό θα φανεί μόνο αν μείνουν μακριά του, αν τον επιθυμήσουν. Ο Δράκος όμως είναι ανένδοτος, «τούτα που λαλείτε εν κουτουρού λοούθκια. Η αλουπού στον ύπνον της θωρεί πετειναρούθκια.»

 Όταν αποφασίσει να πάρει μια, οι άλλες θα τους υπηρετούν. 

Γι’ αυτό όμως υπάρχει πάντα η τρίτη κόρη, που του υπενθυμίζει τους όρους: να της φέρνει για τρία συνεχή χρόνια τον καρπό της μηλιάς κι έτσι να την πάρει γυναίκα του, ειδ’ άλλως να τις ελευθερώσει. Η αποτυχία του να φέρει τα τρία μήλα, κατά τον Δράκο, οφείλεται στον τρίτο γιο. Η τρίτη κόρη όμως δέχεται να μείνει μαζί του κι ας είναι αποτυχημένος στο τρίτο μήλο. 

Ο ετσιθελισμός και η δικτατορία του Δράκου είναι αναμφισβήτητα. Τις συμφωνίες ή τις τηρεί ή τις παραβαίνει κατά βούληση. 

Κι ο Πλάτων στην Πολιτεία του με τον Θρασύμαχο αναπτύσσει το θέμα του δικαίου του ισχυροτέρου,  όπως και ο Θουκυδίδης στο διάλογο Αθηναίων Μηλίων, κι ο Αίσωπος με τον μύθο του λιονταριού του λύκου και της αλεπούς, που διδάχτηκε ποιο είναι το δίκαιο του ισχυροτέρου, όταν είδε πώς συμπεριφέρθηκε ο λιόντας στον λύκο. 

Υπάρχει όμως και ο βιολογικός παράγων, όσο κι αν τον περιθωριοποιούμε, αυτός είναι ο πρώτος: ο Δράκος πονά από το τραύμα του τρίτου γιου.

Σκηνή 12η Οι κόρες συναντούν το παλικάρι, έτοιμο να τις ελευθερώσει, όμως η τρίτη κόρη προτιμά να μείνει με τον Δράκο και να γλιτώσουν ο νέος και οι αδελφές της.

 Όσο προβάλλεται η αυταπάρνηση και αυτοθυσία, τόσο στη συνείδηση των παιδιών ανυψώνεται η ηρωίδα. 

Ποιες υπόγειες διεργασίες γίνονται στις ψυχές των παιδιών μόνο εκείνα ξέρουν. Οι εμπειρίες αυξάνονται και οι αρχές και τα θεμέλια μιας υγιούς προσωπικότητας τίθενται ή κόκκο τον κόκκο συντίθενται, για να αντιπαλαίουν με τα αντίθετα και μέσω της διαλεκτικής πορείας της ζωής να χτίζεται το ήθος και η ηθικότητα των πλασμάτων.

Οι θυσίες όμως και του νέου δεν είναι λίγες, απαριθμούνται από τον ίδιο για να εμπεδωθούν, γι’ αυτό και οπισθοχώρηση αποκλείεται. 

Τρεις νέοι και τρεις νέες, αναμένουν την ευτυχία. Για να επιτευχθεί όμως, πρέπει να πεθάνει ο Δράκος και με τις σωστές διαδικασίες. Πρέπει να χτυπηθεί με συγκεκριμένο σπαθί, θα κοπεί στα δυο αλλά δεν θα πεθάνει, και μόνο με συγκεκριμένη απάντηση θα εξολοθρευθεί. Αυτά διδάσκει η κόρη και κατά τις οδηγίες πράττει ο νέος. Οι νέες περιποιούνται το βασιλόπουλο,  τον νανουρίζουν. Η αγάπη είναι το φως, κι όλη η πλάση τον έρωτα τραγουδά.

Σκηνή 13η. Αν ήταν αρχαία τραγωδία, θα ερχόταν ο αγγελιαφόρος να αφηγηθεί όσα έγιναν, την πάλη του βασιλόπουλο με τον Δράκο, ή , αν ήταν δημοτικό τραγούδι του Διγενή, αυτός θα αφηγούνταν το πάλεμα. Εδώ διεξάγονται όλα κατά τις οδηγίες της τρίτης νέας. Ο Δράκος σκοτώνεται από το τρίτο βασιλόπουλο. Η δράση βρίσκεται στην κορύφωσή της, τα παιδιά που παρακολουθούν θα ζητωκραυγάζουν. 

Μεγάλη η χαρά και στη σκηνή. Οι νέες αναμένουν να ανέλθουν στον πάνω κόσμο να δουν  τους δικούς τους και να γνωρίσουν τα άλλα δυο βασιλόπουλα.

Μα πρώτα πρέπει να τους τραβήξουν πάνω οι δυο αδελφοί. Πρώτα τραβούν τις δυο νέες.

Η Τρίτη εισηγείται να ανέβει πρώτα ο νέος γιατί η ομορφιά της μπορεί να ελκύσει τους αδελφούς και να εγκαταλείψουν τον τρίτο στο λάκκο.

Κατά το βασιλόπουλο τούτο αποκλείεται αφού είναι αδελφοί. Ανεβαίνει η κόρη προηγουμένως όμως δίνει οδηγίες, σε περίπτωση που θα τον αφήσουν στο λάκκο. Να πάει στη βρύση, θα έρθουν δυο κριάρια, άσπρο μαύρο που θα παλεύουν, να αρπάξει το άσπρο που θα τον βοηθήσει να ανέβει ειδ’ άλλως με το μαύρο θα πάει στην πιο κάτω πολιτεία. Η γεωγραφία του κόσμου της φαντασίας μπορεί να κατεβαίνει από πολιτεία σε πολιτεία. Και πάλι τα χρώματα, άσπρο καλό, μαύρο κακό, σκότος σκοτώνω θάνατος, λευκό, φως ζωή και όλα τα παρεμφερή. Ο Χριστός χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια, ο κριός, το κριάρι για τους αρχαίους ήταν αχάριστο, γιατί χτυπούσε τους βοσκούς που το ανάθρεφα. Δυοίν κακοίν προκειμένοιν, το μη χείρον βέλτιστον. Αν τα κριάρια είναι εριστικά, ας διαλέξει το λευκό, το καλύτερο ανάμεσα σε δυο κακά.

Ο νέος όμως είναι βέβαιος για την αγάπη των αδελφών του, ας την τραβήξουν επάνω και καλή αντάμωση.

Σκηνή 14η ΧΟΡΟΣ. Στην Πλατεία. Βλέποντας οι λοιποί την κόρη θαυμάζουν την ομορφιά της. Θαμπώθηκαν και οι δυο αδελφοί κι αποφάσισαν να μην ανεβάσουν τον αδελφό. Επιβράδυνση. Το τέλος εγγίζει αλλά πρώτα πρέπει να αναπτυχθεί άλλη περιπέτεια. Ακόμα και σε θρησκευτικές ακολουθίες αυτό συμβαίνει, εκεί που νομίζει κανένας πως τέλειωσαν όλα, ο ιερέας αρχίζει μια εκτενή δέηση, απόδειξη πως όσο κι αν μιλούμε με το Θεό δεν χορταίνουμε, κάπως έτσι και με το παραμύθι, να μην τέλειωνε ποτέ. Ένας από τους δυο θα πάρει την κόρη αλλά ο λαός δεν αντέχει την αδικία και εκφράζει τα συναισθήματά του.

Εγκαταλειμμένος ο τρίτος γιος από τους αδελφούς, αφήνει τον πόνο του να ξεχειλίσει με ένα τραγούδι – αβάσταχτη η αδικία. Το τραγούδι έχει τη θέση του. Εκφράζει συναισθήματα καλύτερα από τους διαλόγους. Λόγος και συναίσθημα.

Ακολουθεί η σκηνή με τα κριάρια και τα παράξενα πλάσματα. Στη βρύση βρίσκεται μπροστά στα κριάρια που παλεύουν αλλά αρπάζει το μαύρο και χάνεται σε άλλη πολιτεία, με πλάσματα αλλόκοτα, όμως πρέπει να ξεκουραστεί. Ο ρόλος των παύσεων στο έργο μοιάζει με το ρόλο των παύσεων στη μουσική. Κρατούν το ρυθμό, αφηγητή, δρώντων και θεατών. Τα παράξενα πλάσματα διερωτώνται περί τίνος πρόκειται. Τα πουλιά ειδοποιούν. Ακούγεται σύρσιμο φιδιού που αναστατώνει τα πλάσματα και τα πουλιά που φωνάζουν «μ’ ανθρωπινή λαλίτσα», λέει και η παραλογή του Νεκρού αδελφού. Ο νέος προσπαθεί να σκοτώσει με το σπαθί τον κούφο, που μοιάζει αδελφός του Δράκου. Όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη λερναία ύδρα. Προσπαθεί να νικήσει το φίδι με το σπαθί μα με κάθε  χτύπημα το φίδι δυναμώνει. Οι οδηγίες που δίνουν τα πλάσματα είναι να σαΐτέψει εκεί που πηγάζει το φαρμάκι, στην καρδιά, που δεν ξέρει τι θα πει αγάπη. Στην Ιλιάδα η Αθηνά κατεβαίνει και πιάνει τον Αχιλλέα από τα μαλλιά, στη διαμάχη του με τον Αγαμέμνονα. Εδώ η φωνή, η λογική, 

 «Άκουσες βασιλόπουλλο τι λεν τα πλασματάτζια; Σημάδεψε μες στην καρκιάν ’πον ούλλα τα φαρμάτζια! Τζιείνον, εν τζιείνον πον’ έσιει ο κούφος τζι ο αγνώμων, φαρμάτζιιν στάσσουσιν, πατούν της φύσης κάθε νόμον.»

Σκηνή 17η Επιστρέφει η μάνα Γερακίνα και συναντά τον μικρό Τρίπλαρο. Τα πουλιά ομολογούν πως αυτός τα έσωσε από τον κούφο, γι’ αυτό και η ανταπόδοση πρέπει να είναι να τον σκιάζει όσο κοιμάται. Στους φόβους του όταν είδε τη γερακίνα αυτή απαντά

«Εν θα σου κάμω κακόν, ούτε θα σε πειράξω. Ποιος δακκάννει το σιέριν που του διά βοήθειαν; Έκαμες μου τέθκοιον καλόν σώζοντας τα παιθκιά μου, τζι εγιώ να σου κάμω κακόν; Έννεν σωστά πράματα τούτα.  Ζήτα μου ό,τι θέλεις τζιαι θα το κάμω.» Φανερό ότι δεν επέδρασε η χριστιανική διδασκαλία  «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς.»

Ο νέος παρακαλεί τη γερακίνα να τον διασώσει ανεβάζοντάς τον στον πάνω κόσμο. Για να επιτευχθεί τούτο, ένας άλλος άθλος περιμένει τον Ηρακλή μας: να σκοτώσει ένα αγρινό, να κάμει το δέρμα του ασκί, να το γεμίσει με νερό, το κρέας να το κατακόψει, να βρει ένα δισάκι και μια κολόκα, όλα αυτά τα αναγκαία για την τροφοδότηση και ανατροφοδότηση, για το μεγάλο ταξίδι.  

Στο μεταξύ, στον πάνω κόσμο η Τρίτη κόρη τραγουδά για την αγάπη, τον πόθο της να παντρευτεί τον νέο και το άδικο να την πάρει άλλος. Ο βασιλιάς που ακούει το τραγούδι εξαίρει τη σημασία των δυσκολιών στη ζωή, ομολογεί όμως πως ο ίδιος είναι άρρωστος λόγω του τρίτου του τέκνου. « εμάρανεν ένας κλώνος της μηλιάς. Το δεντρόν εν’ σαν να τζι εν’ άθρωπος τζιαι νώθει το μαράζιν μου!» Και όμως το δέντρο άρχισε να βγάζει φύλλα, η ελπίδα αναγεννάται, παρ’ όλους τους ενδοιασμούς του βασιλιά. 

Και τώρα το ταξίδι. “Ο ανεφοδιασμός των πολεμικών αεροπλάνων στον αέρα με καύσιμα απασχολεί λίγο πολύ όλες τις Πολεμικές Αεροπορίες του κόσμου.» 

Εδώ δόθηκε η λύση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, με τον νέο στη ράχη της γερακίνας, 

Η ανατροφοδότησή της γίνεται κατά το πρόσταγμά της, ένα όντως δραματικό ταξίδι, που οδηγεί στα άνω και τον νέο και τους θεατές. Μια προ του τέλους κορύφωση του δράματος.

Όταν εκλείψει τελείως το κρέας, ο νέος κόβει από το μερί του και το δίνει στη γερακίνα.

Όμως αυτή καταλαβαίνει από το περπάτημά του ότι ήταν κρέας δικό του το τελευταίο κομμάτι, γι’ αυτό και του το επιστρέφει συγκολλώντας το στη θέση του. Ένα μοναδικό ίσως παράδειγμα, το να κόψει άνθρωπος από το ίδιο το κορμί του για να ελευθερωθεί. Αλλά μήπως αυτό δεν γίνεται και στους πολέμους και στην καθημέραν ζωήν, οι θυσίες των ανθρώπων σε μικρά ή μεγάλα για το καλύτερο; Το μερί μπήκε στη θέση του με τη δύναμη της ευγνωμοσύνης τζιαι της αγάπης. 

Σκηνή 22η Επιστρέφοντας στην πατρίδα ο νέος συναντά γριά, στην Οδύσσεια έχουμε τις αναγνωρίσεις, εδώ η γριά, φορέας της γενικής θλίψης, γιατί ο βασιλιάς είναι άρρωστος λόγω του ότι μια άγρια τίγρις έφαε τον μικρό του γιο, όπως λεν τα αδέλφια του, Και βέβαια θυμάται κανείς τον Ιωσήφ, τον γιο του Ιακώβ, οι αδελφοί του λαβόντες αὐτόν ἔῤῥιψαν εἰς τὸν λάκκον· ὁ δὲ λάκκος κενός, και ύστερα λαβόντες τὸν χιτῶνα τοῦ Ἰωσὴφ ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι, και τον έδωσαν στον πατέρα τους να κλαίει το νεκρο του παιδί.

 Έφαν τον λαλούσιν μια άγρια τίγρις μέσ’ στο δάσος. Ο γιος θα μεταμφιεστεί σε γιατρό, όπως ο Οδυσσέας σε ζητιάνο, και θα σώσει τον βασιλιά αποκαλυπτόμενος στα αδέλφια του. Το δίκαιο δεν κρύβεται και η αδικία ξεσκεπάζεται. Οι αδελφοί ζητούν συγχώρεση από τον αδελφό και ο πατέρας ανακηρύσσει βασιλιά τον μικρότερο γιατί οι άλλοι είναι ανάξιοι. Η σειρά της διαδοχής ανατρέπεται για λόγους αξιοκρατίας. Οι κόρες εκθειάζουν τα προτερήματα του μικρού γιου και το τέλος επιστέφει το τραγούδι του γάμου.

Ώρα καλή τζι ώρα γρουσή, τζι ώρα ευλοημένη

το νέον Βασιλέαν μας παίρνει η παινεμένη.

Παντρεύκουνται τζι οι άλλοι θκυο οι Τρίπλαροι, τα αδέρφκια

να ’χουσιν γλέντια τζιαι χαρές ο κόσμος ούλλος τέθκοια.


Αφήννουμεν τον Βασιλιάν με τα γρουσά τριπλάρκα

τζιείνοι καλά την έχουσιν εγίνασιν ζευκάρκα.

Αγκαλιαστήκασιν μαζίν τζι εγλυκοφιληθήκαν

ούλλα εξιαστήκασιν τζι ούλλα συγχωρεθήκαν.


Εμείς τώρα τι κάμνουμεν ελάτε να μου πείτε

Είντα ’ν’ που καταλάβετε που τούτον που θωρείτε.

Η ιστορία ετέλειωσεν στο νόημαν να μπείτε 

μεν είσαστεν αγνώμονες μόνον να ευχαριστείτε,

τζιείνου που θκια που την καρκιάν τζιαι το καλόν σας κάμνει

αξίζει που τον άθρωπον τζιαι τον Θεόν να πκιάννει.


Τελος

παρουσίαση γιώργου Α. Κωνσταντίνου

 γιώργου Α. Κωνσταντίνου

Τρία αδέρφκια…τρία μήλα…τζιαι ένας Δράκος

Διαβάζοντας μόνο την αφιέρωση, το ποίημα, τα εισαγωγικά, Συναπάντημα στον καιρό και στον τόπο, θαυμάζει κανείς την ευαισθησία και γλωσσική ικανότητα του γιώργου Κωνσταντίνου να εκφράζει τα βάθη της ψυχής του, άρα του τόπου και των χρόνων μας, χιλιάδων δηλαδή.

Γνώρισα προγόνους του Γιώργου, προπάντων τον προπαππού, τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τη μάνα του, αλλά θα σταθώ στον πατέρα, τον Τάσο Κωνσταντίνου στον οποίο είναι αφιερωμένη η παρουσίαση. Γείτονας στο άγιο Κασσιανό, όταν τα παιδιά έρχονταν από τα χωριά  και διέμεναν στη Λευκωσία, συμμαθητής και προπάντων συγκάτοικος στην Αθήνα, φοιτηταριό με κοινή ζωή, δέσιμο σφιχτό. Ένας σεμνός, στιβαρός επιστήμονας, παιδαγωγός, άνθρωπος, μεταλαμπάδευσε στο γιώργο τις αγάπες του για το θέατρο και τη μουσική, που τραγουδούσαμε τη δεκαετία του εξήντα, την ευλογημένη του Θοδωράκη και Χατζιδάκι. Είμαι σίγουρος πως είναι εδώ και παρακολουθεί με περηφάνια. Κι όπως στον Επιτάφιο ο Θουκυδίδης μάς λέει, «μία δε κλίνη κενή φέρεται», έτσι κι εδώ, ένα κάθισμα κενό είναι για τον τιμώμενο: Φίλε Τάσο, σ’ ευχαριστώ για τον διάδοχο που συνεχίζει τη φιλική γραμμή.

Λέγαμε λοιπόν πως, Όπως στον αρχέγονο μύθο σταδιακά και με την αφή στα σκοτεινά διακρίνει ο μελετητής τις βάσεις της φιλοσοφίας και της θρησκείας, έτσι και στο παραμύθι, γέννημα της μακρόχρονης, αέναης πείρας και σοφίας του λαού, ακούει τις πνοές των μεγάλων αληθειών και συλλαμβάνει τις διά μέσου των αιώνων στέρεες δομές του δράματος, του θεατρικού έργου, της τραγωδίας ή κωμωδίας.

Ο χορός από τον καιρό του Στησίχορου και των πρώτων τραγωδών, «τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής», η εξέλιξη του αρχαίου δράματος, οι μετρημένοι τρεις ηθοποιοί, ο αριθμός τρία ως μαγικός και ελάχιστος, με τον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί ένας μύθος, μια ιστορία, ένα παραμύθι, περιορισμένος αλλά και ικανός να συμπυκνώνει τις αναπτυσσόμενες αλήθειες, στυλοβάτης παραμυθιών και ιστοριών από αρχαιοτάτων χρόνων, πρυτανεύει και στο δικό μας παραμύθι, τρεις αδελφοί, τρεις αδελφές, ο τρίτος ο καλύτερος, όπως στο δημοτικό της αγια Σοφιάς, το καράβι θα πάρει «το τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζά μας».

Οι πολιτειακές,  κρατικές δομές, οι της βασιλείας, από τον καιρό του Οδυσσέα και του Ομήρου, χωρίς επαναστατικότητες, αποδεκτές από τους ακροατές του παραμυθιού, ο βασιλιάς είναι ο ανώτερος, ο λόγος του νόμος, ο παραβάτης τιμωρείται.

Κοινωνικά, οι πλούσιοι και οι πτωχοί, η ανώτερη και κατώτερη τάξη, των φυλάκων και των πολιτών, απαρασάλευτες. Επαναστατικότητα δεν χωρεί.

Ανάλογα με τον πνευματικό οπλισμό του, την σκευή του τη φιλολογική ή και θεολογική, διακρίνει κανείς σκιές της Παλαιάς Διαθήκης, παμπάλαιους μύθους και παραδόσεις, με διαιώνια νοήματα, αξίες, αρχές ζωής.

Οτιδήποτε και να συμβεί, η αγάπη θα νικήσει.

 Όσο περίπλοκη γίνεται η διαδρομή του έργου, άλλο τόσο βέβαιο είναι πως ο από μηχανής Θεός θα κατέβει και θα δώσει λύση στο οποιοδήποτε και με όποιο τρόπο δεμένο σκοινί του παραμυθιού.

Μια φορά κι έναν καιρό: Ένα παρελθόν που γίνεται παρόν και μέλλον, έξω του χρόνου και του τόπου, πριν δημιουργηθεί η λογική και ο ρεαλισμός, όταν ο μύθος θεμέλιωνε τον κόσμο.

Μπαίνουμε στο έργο,

Σκηνή 1 στην πλατεία, ο χορός προλογίζει με τα ελάχιστα, πως πρόκειται για τρεις και το δράκο. Το δράμα απαιτεί περισσότερες προσλαμβάνουσες από τα παιδιά, γιατί με τα ελάχιστα πρέπει να συλλάβουν το σύνολο του νοήματος και του δράματος. Υπάρχει βέβαια η κίνηση και η μουσική, η σκηνογραφία που θα συμβάλουν στη συναισθηματική και λογική σύλληψη του όλου.

Σκηνή 2 στο παλάτι, η επιθυμία του βασιλιά να γεννήσει τριπλάρια.  Ο αριθμός τρία της αγίας Τριάδος πρώτα, τρεις αρχάγγελοι «γυρόν που την παρθέναν», οι θρησκευτικές εξακτινώσεις με το σταυρό, τρεις γιοι, τρία βασίλεια, το κάθε παιδί από ένα.

Οι φρουροί, οι δορυφόροι θα λέγαμε στην αρχαία τραγωδία, συγχαίρουν. Απούσα όμως η βασίλισσα καθόλη τη διάρκεια του δράματος- παραμυθιού. Και ποιος ακούει για ισότητα και φεμινισμό!!!

Η επιθυμία του βασιλιά να του φέρουν μια μηλιά, την άριστη, κόκκινη, να φυτέψουν στη μέση της αυλής, μα μόνο τα παιδιά όταν μεγαλώσουν θα μπορούν να απλώσουν χέρι στο δέντρο μηλιά. Η ύβρις διαφαίνεται, όπως και το εν παραδείσω δένδρον του απαγορευμένου καρπού. Εδώ όμως η υπέρβαση μόνο για τα βασιλόπουλα.

Η μηλιά του παραμυθιού μας θα περάσει περίοδο στειρότητας. Η Σάρρα έγινε μητέρα στα ενενήντα της, η μηλιά στα δεκαεφτά, όταν τα παιδιά έφτασαν σ’ αυτή την ηλικία, το θαυμαστό παράλληλο των πρωταγωνιστών, μηλιάς και παιδιών.

Ο αγγελιαφόρος σπεύδει πριν προλάβουν άλλοι, ένας κλασικός αγγελιαφόρος, να πει πρώτος το καλό μαντάτο, η υποκείμενη αντιπαλότητα ανάμεσα στους φρουρούς, η τύχη αναδεικνύει τον καλύτερο: Η μηλιά άρχισε να παράγει μήλα.

Μεγάλη η χαρά του βασιλιά. Όμως πρώτα οι γιοι θα δουν, θα γευτούν κι ύστερα ο κόσμος όλος ας φάει να χαρεί. Και πατέρας και βασιλιάς. Όμως έκαμε μόνο τρία μήλα η μηλιά κρεμασμένα από ένα χρυσό κλωνί. Σε τρεις μέρες οι τρεις γιοι γίνονται δεκαεφτά χρόνων, να κόψει ο καθένας το δικό του και να επανέλθουν στο βασιλιά πατέρα.

Στην τέταρτη όμως σκηνή, ο χορός διεκτραγωδεί το κακό: τα μήλα χάνονται ένα ένα κι η διαβάθμιση των συναισθημάτων του βασιλιά, «εμαράζωσεν, εθύμωσεν, εφουτουνιάστηκεν και απειλεί».

Σκηνή 5 ο  βασιλιάς δεν ανέχεται την παρακοή. Κάποιος δεν τον λαμβάνει υπόψη. Βάζει φρουρούς, ο αγγελιαφόρος φρουρός  με τον πρόλογό του, «όταν είναι για καλό όλοι θέλουν να το αναγγείλουν, όταν για το αντίθετο, μόνο με κλήρο», ο φρουρός στην Αντιγόνη του Σοφοκλέους αντίστοιχος.

Ο βασιλιάς κατηγορεί τους φρουρούς ως πλεονέκτες. Αυτοί και θα τιμωρηθούν. Στη μαύρη πηγή τώρα όλοι! Μαύρο, το κακό: πηγή εξ ης απορρέουν κακά. Το λευκό, το καλό, το φως, σε αντίθεση με το σκότος: σκοτώνω.

Ο φρουρός αποκλείεται να είναι ο δράστης. Η δικαιοσύνη αυτό απαιτεί: ο βασιλιάς τους δίνει ψωμί, και αυτοί δεν πρόκειται να τον κλέψουν. Μια νοοτροπία κι αυτή: ο εργοδότης ο ευεργέτης, ο εργοδοτούμενος ως οφειλέτης. Ο μαρξισμός δεν είχε εισχωρήσει στο παραμύθι. Και η υπακοή υπακοή.

Η ψυχολογική αντίδραση του φρουρού είναι τέτοια, ώστε να βρει συμμάχους τα παιδιά του βασιλιά, που υπόσχονται τον επόμενο χρόνο να αναλάβουν αυτοί τη φύλαξη της μηλιάς. Χρέος των, αφού γι’ αυτούς φυτεύτηκε.

«Ο κλέφτης τζιαι ο ψεύτης τον πρώτον χρόνον σιαίρουνται.» Η παροιμία, η διείσδυσή της στις παιδικές ακοές και κατ’ επέκταση ψυχές.

«Μια του κλέφτη δυο του κλέφτη», ο χορός υποδαυλίζει την ελπίδα πως θα βρεθεί ο ένοχος.

Ο χορός, όπως και στην αρχαία τραγωδία εκφράζει τον λαό, τις γενικές πεποιθήσεις, σχολιάζει, επιτυγχάνει την επιβράδυνση στην εξέλιξη της υπόθεσης, η αγωνία ενδυναμώνεται.

Σκηνή 7, το καθένα από τα παιδιά του βασιλιά θα αναλάβει τη φύλαξη της μηλιάς. Ο πρώτος, λαίμαργος, ετοιμάζει φαγητά και κρασιά, τραγουδά αυτοχαρακτηριζόμενος, με τα φαγιά και την αναπαυτική του, με βεβαιότητα για τη νίκη του. Αποκοιμιέται όμως. ως είναι φυσικό. Τα διδάγματα εξακτινώνονται. Το πρώτο μήλο εχάθη.

Αναλαμβάνει ο δεύτερος την άλλη νύχτα, με τα χρυσοκέντητα παπλώματα και τα διαμαντένια σπαθιά, έτοιμος να συλλάβει τον κλέφτη. Η χρυσή επιφάνεια, χωρίς βάθος ανδρείας, γιατί ο φόβος τον συγκλονίζει, «άψετε ούλλες τες φωδκιές, να γίν’ η νύχτα μέρα/πέρκι τζι εν συντρομμάσουμαι που φύσημαν αέρα.»

 

Νυχτώνει, ακούγεται ένα βουητό, φοβάται, κλείνει τα μάτια, το μήλο χάνεται.

Αναλαμβάνει ο τρίτος, προετοιμάζεται, με τις σαΐτες του και λίγους ξηρούς καρπούς, θα κοιμηθεί τη μέρα, για να ξαγρυπνήσει φύλακας του μήλου.

Η 9η σκηνή, το τραγούδι του τρίτου γιου, φωτίζει τον χαρακτήρα και εκφράζει τη βεβαιότητα για την αίσια έκβαση των γιγνομένων.

Ακούγεται το βουητό, ήταν παράξενη νύχτα, έρχονται τα αδέλφια, ήταν ένα σύννεφο, ενώ η νύχτα ήταν γλυκιά, σκέπασε τη μηλιά, ο μικρός τόξεψε με τις σαΐττες, ακούστηκε εξώκοσμον μουγκάρισμαν, κάποιος πληγώθηκε!

«Εν' πάνω το μήλον κρέμεμεται που το γρουσόν κλωνίν, αλλά έχει κόκκινα σημάδια, κάποιος είναι πληγωμένος».

Όπως στο παραμύθι του Κοντορεβιθούλη, οι αδελφοί θα ακολουθήσουν τα σημάδια στο χώμα, σταγόνες αίματος. Και θα βρεθούν μπροστά σε ένα λάκκο βαθύ και σκοτεινό. Ο κάτω κόσμος, το άγνωστο που πρέπει όμως να γίνει γνωστό. «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», λέει ο Σεφέρης στον Τελευταίο Σταθμό.

‘Υστερα από τη διαμάχη ανάμεσα στ’ αδέλφια, ποιος θα κατέβει πρώτος, δεν είναι πια τόσο μονόβουλοι, ο καθένας τηρεί εαυτόν, κατεβαίνει ο πρώτος. Η δομή του παραμυθιού πρέπει να τηρηθεί. Τάξη σε αντίθεση με το χάος. Στο κατέβασμα νιώθει σ’ ένα σημείο του λάκκου να καίγεται, τον ανεβάζουν, όπως και τον δεύτερο που έχει την ίδια τύχη. Ως επί το πλείστον σε πολλά η δεύτερη φορά είναι επανάληψη της πρώτης, για να φανεί η διαφορά του τρίτου.

Ο τρίτος, με μια διδακτική λάμψη περί εκλογής και  ανάληψης ευθύνης, (αφού είναι δική του απόφαση, ας πάει), πρέπει όμως να αλλάξει τακτική, να κάμουν το αντίθετο τα άλλα δυο αδέλφια: μόλις φωνάξει πως κάηκε, να αφήσουν περισσότερο σκοινί, όλο το σχοινί, οπότε βρίσκεται στο βάθος του λάκκου, παρακαλώντας όμως τα αδέλφια του να μείνουν εκεί, μόλις ειδοποιήσει να τον ανασύρουν. Κάποιος πρέπει να εξερευνήσει το άγνωστο.

 

Σκηνή 10η, Σε άγνωστο τόπο. Συνάντηση του τρίτου στη βρύση με τη δούλα του Δράκου. Ο τρίτος γιος με το τραγούδι του  διαπιστώνει πως βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο, ερημιά. Ως κοινωνικό ον αναζητεί άνθρωπο, όμως primum vivere:  πρώτα πρέπει να πιει νερό και να ξαποστάσει.

Οι ήρωες των παραμυθιών ως επί το πλείστον έχουν πολύ το ανθρώπινο στοιχείο, δεν είναι υπεράνθρωποι. Κατά το εικός και αναγκαίο συμπεριφέρονται, για να γίνουν όσο το δυνατόν πιστευτοί και να τους πλησιάσει η παιδική φαντασία.

Έρχεται μια δούλα, λυερή, καλλονή, την ρωτά το βασιλόπουλο πού βρίσκεται, κάτω που τη γη. Όπως κι ο Οδυσσέας, κινημένος από την πείνα, θα συναντήσει στην Οδύσσεια την Ναυσικά στο νησί των Φαιάκων.

Παράξενα πράγματα συμβαίνουν σε τόπο που δεν συνηθίζονται ξένοι, μα, μέχρι να γεμίσει το σταμνί, θα ακούσει.

Οι συναντήσεις στη βρύση, τόπο κοινωνικοποίησης ή ερώτων,  συνήθεις στα παλιά χρόνια. Το νερό πολύτιμο, ευκολίες στο σπίτι δεν υπήρχαν, κάποιος -ακόμα και σήμερα σε άλλες χώρες του τρίτου κόσμου- πρέπει να φέρει νερό από μακριά.

Μόλις τελειώσει το γέμισμα πρέπει να φύγει, γιατί υπάρχει αφέντης φοβερός, ο Δράκος, που μάλιστα τώρα είναι πληγωμένος τζιαι ολογαίματος. Και δίνονται οι αναγκαίες πληροφορίες, ένας μιτσής του γέλασε και τον χτύπησε, γι’ αυτό πρέπει να καθαριστεί από τα αίματα.

Λίγο βαθύτερα αν το ψάξουμε, δεν πρόκειται μόνο για τον σωματικό καθαρμό, αλλά προπάντων για να απεκδυθεί ο αήττητος Δράκος της ήττας, της ντροπής. Το αίνιγμα εν πολλοίς λύεται για το βασιλόπουλο, που όμως για τον Δράκο δεν είναι παρά μια μπουκιά, κατά την Δούλα.

Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις του βασιλόπουλου πληρούν τα κενά. Ο Δράκος έφερε από τον απάνω κόσμο τρεις όμορφες νέες, τις κρατεί αιχμάλωτες μέχρι να τον αγαπήσουν και ύστερα να αποφασίσει ποιαν να πάρει γυναίκα.

 

Προϋποθέσεις παράλογες, διλήμματα για τις κόρες. Αν τον αγαπήσει η Α,  μπορεί να πάρει την β ή την γ. Η αγάπη όμως μένει αναπάντητη, το μεγάλο κενό, με συνοδό τον πόνο. Ο Δράκος προκαλεί πόνο έτσι κι αλλιώς.

 

Η αναγνώριση γίνεται έμμεσα: ο Δράκος είναι ο κλέφτης των μήλων και των νεάνιδων.

Ο Δράκος πρέπει να εξαφανιστεί, για  να γλιτώσουν και η δούλα και οι κόρες από τα χέρια του. 

 

Ο καθένας όμως έχει τα όριά του. Η δούλα μπορεί να πάρει το βασιλόπουλο στον πύρκον τον μολυβοχτισμένον (εκκλησιά μολυβδωτή, μολυβδοκοντυλοπελεκητή).

Να τον γνωρίσει με τις κόρες που ξέρουν τα μυστικά του Δράκου.

Η ελπίδα των θεατών αναπτερώνεται. Η κάθαρση αναμένεται εναγωνίως.

Σκηνή 11η Ο Δράκος αδυνατεί να επιλέξει ανάμεσα στις τρεις χαριτωμένες νέες ποιαν να κάμει Δράτζιαιναν. Και εδώ όμως υπάρχει η τρίτη και μικρότερη, με τη γλύκα και τη χάρη.

Και οι τρεις όμως προσπαθούν με επιχειρήματα να πείσουν τον Δράκο να τις ελευθερώσει.

Η Α΄ ΚΟΡΗ υποστηρίζει πως με το ζόρι δεν αγαπούν τα πλάσματα. Η καρδιά πρωταγωνιστεί. Η Α΄ κόρη μπορεί να παραλληλιστεί εκ του αντιθέτου με τον α΄ γιο, την νύχτα που θα φρουρούσε τη μηλιά, δοσμένος στις απολαύσεις της κοιλίας. Αυτή υπερασπίζεται την καρδιά.

  Η Β΄ απορρίπτει τα «λούσα τζιαι τα στολίθκια, τα πλούτη και τα παλάτια». Μπορεί να παραλληλιστεί εκ του αντιθέτου με το β΄ γιο, που θα ξενυχτούσε κάτω από τη μηλιά με τα στολίδια και τα χρυσάφια του. 

Ένας ύμνος στην ομορφιά και στην αγάπη ακολουθεί, με αντιθετικές εικόνες, από τη μια το φως και από την άλλη το σκότος της κλεισούρας, που εμποδίζει την καρδιά να δει έστω και την υποτιθέμενη ομορφιά του Δράκου.

Η μια κόρη μετά την άλλη προσπαθούν να πείσουν πως υπάρχει πιθανότητα να τον αγαπήσουν, αλλά αυτό θα φανεί μόνο αν μείνουν μακριά του, αν τον επιθυμήσουν. Ο Δράκος όμως είναι ανένδοτος, «τούτα που λαλείτε εν κουτουρού λοούθκια. Η αλουπού στον ύπνον της θωρεί πετειναρούθκια.»

 Όταν αποφασίσει να πάρει μια, οι άλλες θα τους υπηρετούν.

Γι’ αυτό όμως υπάρχει πάντα η τρίτη κόρη, που του υπενθυμίζει τους όρους: να της φέρνει για τρία συνεχή χρόνια τον καρπό της μηλιάς κι έτσι να την πάρει γυναίκα του, ειδ’ άλλως να τις ελευθερώσει. Η αποτυχία του να φέρει τα τρία μήλα, κατά τον Δράκο, οφείλεται στον τρίτο γιο. Η τρίτη κόρη όμως δέχεται να μείνει μαζί του κι ας είναι αποτυχημένος στο τρίτο μήλο.

Ο ετσιθελισμός και η δικτατορία του Δράκου είναι αναμφισβήτητα. Τις συμφωνίες ή τις τηρεί ή τις παραβαίνει κατά βούληση.

Κι ο Πλάτων στην Πολιτεία του με τον Θρασύμαχο αναπτύσσει το θέμα του δικαίου του ισχυροτέρου,  όπως και ο Θουκυδίδης στο διάλογο Αθηναίων Μηλίων, κι ο Αίσωπος με τον μύθο του λιονταριού, του λύκου και της αλεπούς, που διδάχτηκε ποιο είναι το δίκαιο του ισχυροτέρου, όταν είδε πώς συμπεριφέρθηκε ο λιόντας στον λύκο.

Υπάρχει όμως και ο βιολογικός παράγων, όσο κι αν τον περιθωριοποιούμε, αυτός είναι ο πρώτος: ο Δράκος πονά από το τραύμα του τρίτου γιου.

Σκηνή 12η Οι κόρες συναντούν το παλικάρι, έτοιμο να τις ελευθερώσει, όμως η τρίτη κόρη προτιμά να μείνει με τον Δράκο και να γλιτώσουν ο νέος και οι αδελφές της.

 Όσο προβάλλεται η αυταπάρνηση και αυτοθυσία, τόσο στη συνείδηση των παιδιών ανυψώνεται η ηρωίδα.

Ποιες υπόγειες διεργασίες γίνονται στις ψυχές των παιδιών μόνο εκείνα ξέρουν. Οι εμπειρίες αυξάνονται και οι αρχές και τα θεμέλια μιας υγιούς προσωπικότητας τίθενται ή κόκκο τον κόκκο συντίθενται, για να αντιπαλαίουν με τα αντίθετα και μέσω της διαλεκτικής πορείας της ζωής να χτίζεται το ήθος και η ηθικότητα των πλασμάτων.

Οι θυσίες όμως και του νέου δεν είναι λίγες, απαριθμούνται από τον ίδιο για να εμπεδωθούν, γι’ αυτό και οπισθοχώρηση αποκλείεται.

Τρεις νέοι και τρεις νέες, αναμένουν την ευτυχία. Για να επιτευχθεί όμως, πρέπει να πεθάνει ο Δράκος και με τις σωστές διαδικασίες. Πρέπει να χτυπηθεί με συγκεκριμένο σπαθί, θα κοπεί στα δυο αλλά δεν θα πεθάνει, και μόνο με συγκεκριμένη απάντηση θα εξολοθρευθεί. Αυτά διδάσκει η κόρη και κατά τις οδηγίες πράττει ο νέος. Οι νέες περιποιούνται το βασιλόπουλο,  τον νανουρίζουν. Η αγάπη είναι το φως, κι όλη η πλάση τον έρωτα τραγουδά.

Σκηνή 13η. Αν ήταν αρχαία τραγωδία, θα ερχόταν ο αγγελιαφόρος να αφηγηθεί όσα έγιναν, την πάλη του βασιλόπουλου με τον Δράκο, ή , αν ήταν δημοτικό τραγούδι του Διγενή, αυτός θα αφηγούνταν το πάλεμα. Εδώ διεξάγονται όλα κατά τις οδηγίες της τρίτης νέας. Ο Δράκος σκοτώνεται από το τρίτο βασιλόπουλο. Η δράση βρίσκεται στην κορύφωσή της, τα παιδιά που παρακολουθούν θα ζητωκραυγάζουν.

Περάσαμε μόλις τώρα την κορύφωση και αναμένουμε την έναρξη της λύσης.

Μεγάλη η χαρά και στη σκηνή. Οι νέες αναμένουν να ανέλθουν στον πάνω κόσμο να δουν  τους δικούς τους και να γνωρίσουν τα άλλα δυο βασιλόπουλα.

Μα πρώτα πρέπει να τους τραβήξουν πάνω οι δυο αδελφοί. Πρώτα τραβούν τις δυο νέες.

Η Τρίτη εισηγείται να ανέβει πρώτα ο νέος,  γιατί η ομορφιά της μπορεί να ελκύσει τους αδελφούς και να εγκαταλείψουν τον τρίτο στο λάκκο.

Κατά το βασιλόπουλο τούτο αποκλείεται, αφού είναι αδελφοί. Ανεβαίνει η κόρη, προηγουμένως όμως δίνει οδηγίες, σε περίπτωση που θα τον αφήσουν στο λάκκο: Να πάει στη βρύση, θα έρθουν δυο κριάρια, άσπρο μαύρο που θα παλεύουν, να αρπάξει το άσπρο που θα τον βοηθήσει να ανέβει ειδ’ άλλως με το μαύρο θα πάει στην πιο κάτω πολιτεία. Η γεωγραφία του κόσμου της φαντασίας μπορεί να κατεβαίνει από πολιτεία σε πολιτεία. Και πάλι τα χρώματα, άσπρο καλό, μαύρο κακό, σκότος σκοτώνω θάνατος, λευκό, φως ζωή και όλα τα παρεμφερή.

Ο Χριστός χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια, ο κριός, το κριάρι για τους αρχαίους ήταν αχάριστο, γιατί χτυπούσε τους βοσκούς που το ανάθρεφαν. «Δυοίν κακοίν προκειμένοιν, το μη χείρον βέλτιστον». Αν τα κριάρια είναι εριστικά, ας διαλέξει το λευκό, το καλύτερο ανάμεσα σε δυο κακά.

Ο νέος όμως είναι βέβαιος για την αγάπη των αδελφών του, ας την τραβήξουν επάνω και καλή αντάμωση.

Σκηνή 14η ΧΟΡΟΣ. Στην Πλατεία. Βλέποντας οι λοιποί την κόρη, θαυμάζουν την ομορφιά της. Θαμπώθηκαν και οι δυο αδελφοί κι αποφάσισαν να μην ανεβάσουν τον αδελφό. Επιβράδυνση. Το τέλος εγγίζει, αλλά πρώτα πρέπει να αναπτυχθεί άλλη περιπέτεια. Ακόμα και σε θρησκευτικές ακολουθίες αυτό συμβαίνει, εκεί που νομίζει κανένας πως τέλειωσαν όλα, ο ιερέας αρχίζει μια εκτενή δέηση, απόδειξη πως όσο κι αν μιλούμε με το Θεό δεν χορταίνουμε, κάπως έτσι και με το παραμύθι, να μην τέλειωνε ποτέ. Ένας από τους δυο θα πάρει την κόρη, αλλά ο λαός δεν αντέχει την αδικία και εκφράζει τα συναισθήματά του.

Εγκαταλειμμένος ο τρίτος γιος από τους αδελφούς, αφήνει τον πόνο του να ξεχειλίσει με ένα τραγούδι – αβάσταχτη η αδικία. Το τραγούδι έχει τη θέση του. Εκφράζει συναισθήματα καλύτερα από τους διαλόγους. Λόγος και συναίσθημα.

Ακολουθεί η σκηνή με τα κριάρια και τα παράξενα πλάσματα. Στη βρύση το τρίτο βασιλόπουλο βρίσκεται μπροστά στα κριάρια που παλεύουν, αλλά αρπάζει το μαύρο και χάνεται σε άλλη πολιτεία, με πλάσματα αλλόκοτα, όμως πρέπει να ξεκουραστεί.

Ο ρόλος των παύσεων στο έργο μοιάζει με το ρόλο των παύσεων στη μουσική. Κρατούν το ρυθμό, δρώντων και θεατών. Τα παράξενα πλάσματα διερωτώνται περί τίνος πρόκειται. Τα πουλιά ειδοποιούν. Ακούγεται σύρσιμο φιδιού που αναστατώνει τα πλάσματα και τα πουλιά που φωνάζουν «μ’ ανθρωπινή λαλίτσα», λέει και η παραλογή του Νεκρού αδελφού. Ο νέος προσπαθεί να σκοτώσει με το σπαθί τον κούφο, που μοιάζει αδελφός του Δράκου.

 Όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη λερναία ύδρα. Προσπαθεί να νικήσει το φίδι με το σπαθί μα με κάθε  χτύπημα το φίδι δυναμώνει. Οι οδηγίες που δίνουν τα πλάσματα είναι να σαΐτέψει εκεί που πηγάζει το φαρμάκι, στην καρδιά, που δεν ξέρει τι θα πει αγάπη.

Στην Ιλιάδα η Αθηνά κατεβαίνει και πιάνει τον Αχιλλέα από τα μαλλιά, στη διαμάχη του με τον Αγαμέμνονα. Εδώ η φωνή, η λογική,

 «Άκουσες βασιλόπουλλο τι λεν τα πλασματάτζια; Σημάδεψε μες στην καρκιάν ’πον ούλλα τα φαρμάτζια! Τζιείνον, εν τζιείνον πον’ έσιει ο κούφος τζι ο αγνώμων, φαρμάτζιιν στάσσουσιν, πατούν της φύσης κάθε νόμον.»

Σκηνή 17η Επιστρέφει η μάνα Γερακίνα και συναντά τον μικρότερο Τρίπλαρο. Τα πουλιά ομολογούν πως αυτός τα έσωσε από τον κούφο, γι’ αυτό και η ανταπόδοση πρέπει να είναι να τον σκιάζει όσο κοιμάται.

Στους φόβους του, όταν είδε τη γερακίνα αυτή απαντά:

«Εν θα σου κάμω κακόν, ούτε θα σε πειράξω. Ποιος δακκάννει το σιέριν που του διά βοήθειαν; Έκαμες μου τέθκοιον καλόν σώζοντας τα παιθκιά μου, τζι εγιώ να σου κάμω κακόν; Έννεν σωστά πράματα τούτα.  Ζήτα μου ό,τι θέλεις τζιαι θα το κάμω.»

Φανερό ότι επικρατεί ακόμα ο μωσαϊκός νόμος: «αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου.» 

Ο νέος παρακαλεί τη γερακίνα να τον διασώσει ανεβάζοντάς τον στον πάνω κόσμο. Για να επιτευχθεί τούτο, ένας άλλος άθλος περιμένει τον Ηρακλή μας: να σκοτώσει ένα αγρινό, να κάμει το δέρμα του ασκί, να το γεμίσει με νερό, το κρέας να το κατακόψει, να βρει ένα δισάκι και μια κολόκα, όλα αυτά τα αναγκαία για την τροφοδότηση και ανατροφοδότηση, για το μεγάλο ταξίδι.  

Στο μεταξύ, στον πάνω κόσμο η Τρίτη κόρη τραγουδά για την αγάπη, τον πόθο της να παντρευτεί τον νέο. Είναι άδικο να την πάρει άλλος.

Ο βασιλιάς που ακούει το τραγούδι εξαίρει τη σημασία των δυσκολιών στη ζωή, ομολογεί όμως πως ο ίδιος είναι άρρωστος λόγω του τρίτου του τέκνου.   «εμάρανεν ένας κλώνος της μηλιάς. Το δεντρόν εν’ σαν να τζι εν’ άθρωπος τζιαι νώθει το μαράζιν μου!»

Και όμως το δέντρο άρχισε να βγάζει φύλλα, η ελπίδα αναγεννάται, παρ’ όλους τους ενδοιασμούς του βασιλιά.

Και τώρα το ταξίδι. Ο ανεφοδιασμός των πολεμικών αεροπλάνων στον αέρα με καύσιμα απασχολεί λίγο πολύ όλες τις Πολεμικές Αεροπορίες του κόσμου.»

Εδώ δόθηκε η λύση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, με τον νέο στη ράχη της γερακίνας,

η ανατροφοδότησή της γίνεται κατά το πρόσταγμά της, ένα όντως δραματικό ταξίδι, που οδηγεί στα άνω και τον νέο και τους θεατές. Μια προ του τέλους κορύφωση του δράματος.

Όταν εκλείψει τελείως το κρέας, ο νέος κόβει από το μερί του και το δίνει στη γερακίνα.

Όμως αυτή καταλαβαίνει από το περπάτημά του ότι ήταν κρέας δικό του το τελευταίο κομμάτι, γι’ αυτό και του το επιστρέφει συγκολλώντας το στη θέση του. Ένα μοναδικό ίσως παράδειγμα, το να κόψει άνθρωπος από το ίδιο το κορμί του για να ελευθερωθεί.

Αλλά μήπως αυτό δεν γίνεται και στους πολέμους και στην καθημέραν ζωήν, οι θυσίες των ανθρώπων σε μικρά ή μεγάλα για το καλύτερο; Το μερί μπήκε στη θέση του με τη δύναμη της ευγνωμοσύνης τζιαι της αγάπης.

Σκηνή 22η Επιστρέφοντας στην πατρίδα ο νέος συναντά γριά, στην Οδύσσεια έχουμε τις αναγνωρίσεις, εδώ η γριά, φορέας της γενικής θλίψης, γιατί ο βασιλιάς είναι άρρωστος λόγω του ότι μια άγρια τίγρις έφαε τον μικρό του γιο, όπως λεν τα αδέλφια του.

 Και βέβαια θυμάται κανείς τον Ιωσήφ, τον γιο του Ιακώβ, οι αδελφοί του «λαβόντες αὐτόν ἔῤῥιψαν εἰς τὸν λάκκον· ὁ δὲ λάκκος κενός, και ύστερα λαβόντες τὸν χιτῶνα τοῦ Ἰωσὴφ ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι» και τον έδωσαν στον πατέρα τους να κλαίει το νεκρό του παιδί.

 Έφαν τον λαλούσιν μια άγρια τίγρις μές στο δάσος.

Ο γιος θα μεταμφιεστεί σε γιατρό, όπως ο Οδυσσέας σε ζητιάνο, και θα σώσει τον βασιλιά αποκαλυπτόμενος στα αδέλφια του. Το δίκαιο δεν κρύβεται και η αδικία ξεσκεπάζεται.

Οι αδελφοί ζητούν συγχώρεση από τον αδελφό και ο πατέρας ανακηρύσσει βασιλιά τον μικρότερο, γιατί οι άλλοι είναι ανάξιοι.

Η σειρά της διαδοχής ανατρέπεται για λόγους αξιοκρατίας. Οι κόρες εκθειάζουν τα προτερήματα του μικρού γιου και το τέλος επιστέφει το τραγούδι του γάμου.

Ώρα καλή τζι ώρα γρουσή, τζι ώρα ευλοημένη

το νέον Βασιλέαν μας παίρνει η παινεμένη.

Παντρεύκουνται τζι οι άλλοι θκυο οι Τρίπλαροι, τα αδέρφκια

να ’χουσιν γλέντια τζιαι χαρές ο κόσμος ούλλος τέθκοια.

 

Αφήννουμεν τον Βασιλιάν με τα γρουσά τριπλάρκα

τζιείνοι καλά την έχουσιν εγίνασιν ζευκάρκα.

Αγκαλιαστήκασιν μαζίν τζι εγλυκοφιληθήκαν

ούλλα εξιαστήκασιν τζι ούλλα συγχωρεθήκαν.

 

 

Εμείς τώρα τι κάμνουμεν ελάτε να μου πείτε

Είντα ’ν’ που καταλάβετε που τούτον που θωρείτε.

Η ιστορία ετέλειωσεν στο νόημαν να μπείτε

μεν είσαστεν αγνώμονες μόνον να ευχαριστείτε,

τζιείνου που θκια που την καρκιάν τζιαι το καλόν σας κάμνει

αξίζει που τον άθρωπον τζιαι τον Θεόν να πκιάννει.

 

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ