Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Ιουλία


Ιουλία

Ο Ιούλιος δεν της πήγαινε, πάντα με τη μαύρη κουρούκλα, μαυροντυμένη, δεν την είδα καμιά φορά με κλαδωτά, πώς ήταν τα μαλλιά της, υποψιαζόμουν πλεκτά μακριά, κάμε κότσο τα μαλλιά σου να φανεί η αρχοντιά σου, μπορεί κι η ομορφιά, η Ιουλία κι η Κατινού, πόσες ευχές μου είχαν δώσει αυτές οι γριούλες, ερχόντουσαν στην εκκλησιά τα εσπερινά, τότε ο παπάΚωστας είτε μόνος είτε μαζί μου είτε με τον γεροΠερδίο, έκανε όλους τους εσπερινούς και μόνος τους όρθρους, άντε κι ο Χαράλαμπος για να χτυπήσει την καμπάνα, είχε όμως το καφενεδάκι του ο άνθρωπος, έπρεπε να πάει δουλειά, κάπου εκεί που το λεν σήμερα λοκματζή, κατακομματιασμένη μας την έκαμαν τη Χώρα, κι η Ιουλία, ένα ευγενικό γερόντιο, όμορφη μπορώ να πω, κατοικούσε στην οδό Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, και μη έχοντας άλλο εισόδημα ενοικίαζε δωμάτια σε μαθητές των Σχολείων Μέσης, πολύ συχνό τότε φαινόμενο, άφησε όμως η γειτονιά κάτι στις ψυχές αυτών των ανθρώπων, δεν είναι λίγο να κατεβαίνεις από το χωριό για να φοιτήσεις Παγκύπριο Γυμνάσιο-  είχε εκεί οικοτροφείο- ή Σαμουήλ ή Νεοκλέους, τα ξακουστά της εποχής, ύστερα ακούστηκε το όνομα Λαμπράκης, άλλοι ύστερα έγιναν δικηγόροι, δημόσιοι υπάλληλοι, ραφτάδες άλλοι σε διάφορα επαγγέλματα,  με προσφορά στον αγώνα της ΕΟΚΑ, και σήμερα ακόμα που τους βλέπω, θυμούνται και θυμάμαι, έστω κι αν δεν γνωριζόμασταν τότε, ούτε τώρα ακόμα, εκείνη όμως η ανάμνηση πως πέρασαν από τη γειτονιά ένας αέρας δροσερός μας αναποδογυρίζει τη μνήμη, μαυροντυμένη πάντα, δεν θυμάμαι να είπε κανένας αν ήταν χήρα ή ελεύθερη, ήταν όμως η θκεια Ιουλία, το σπίτι μικρό, μάρμαρο στο πάτωμα, και εσωτερική αυλή, το λιακωτό και δεξιά κι αριστερά κάμαρες για ενοικίαση, με μεγάλο παράθυρο η καθεμιά στο δρόμο, και δέντρα ακόμα στην αυλή έστω μια δυο λεμονιές οι απαραίτητες για κάθε σπίτι, και μικρό παραπόρτι στην Αραχώβης, ένα αδιέξοδο, ένα μέτρο μέτρο πλάτος, τα στενά των Θερμοπυλών, εκεί το κουζινάκι της, ύστερα το σπίτι το αγόρασε άλλη γειτόνισσα, οι διπλανοί στην Αραχώβης, η Θεοδώρα κι ο Μίμης, κι ύστερα ο Αντρέας ο αρχαιολόγος, το μετάτρεψε σε μικρό μουσείο, μια αγάπη που είχε για το λαϊκό μας πολιτισμό, τα πάντα έβρισκες εκεί μέσα, καπνιστήρια και μακούτζια, παλιές καρκόλες και σκλουβέρκα, δεν ξέρει κανένας τώρα τι γίνεται, σπίτι κατάκλειστο από καιρό, όμως όλοι όσοι ζήσαμε εκεί, στη γειτονιά μου, έτσι το ξέρουμε, το σπίτι της Ιουλίας.

Το ένα όνομα σε παίρνει στην άλλη Ιουλία, της Μαννουρούς, ή καλύτερα του Μαννούρη, μάνα της κυρίας Μαρίας Παπαδοπούλου, που άφησε ιστορία στη γειτονιά, η Μαρία, με τη φιλανθρωπική δράση, τη φιλόπτωχο της εποχής, να της κτυπούν την πόρτα για βοήθεια, όποτε και να ‘ ταν, και πρόεδρος στην εκκλησία μας, καλά την κράτησε και αγωνίστηκε γι’ αυτήν, μαζί με τον πατέρα, του στραβού το δίκιο, και τον ψάλτη μας το Λουκή τον ψαρά, στο τείχος επάνω, την Ιουλία τη μάνα της την είχε μια τεράστια φωτογραφία, απόχρωση καφέ,  πάνω από το γραφείο τους, μια αδρή όμορφη γυναίκα της εποχής, με μαλλιά σαν φωτοστέφανο, ένα ελάχιστο που θυμάμαι, ήταν της μόδας τότε να λεν πως το παιδί έπιασε φόβο και πρέπει να του βγάλεις το φόβο, και από τέτοια ήξεραν μόνο οι γύφτισσες, μια μέρα περνά μια από το καντούνι, δεν ξέρω πώς, βρέθηκα καθισμένος πίσω από τη μεγάλη σαν φρουρίου πόρτα μας, μπροστά μου καθισμένη μια τσιγγάνα, κι ένα τάσι με νερό, ρίξε κυρά, έλεγε, κι η μάνα μου έριχνε μπακκίρες, α ρε μάνα κλάππες που έφαες κι εσύ στη ζωή σου! Οπότε μπουκάρει η Ιουλία, και τι κάνεις εσύ εδώ μωρή, την άρπαξε τη γύφτισσα και την πέταξε έξω, ένα φόβο πάντα τον έχω, μην το φιλοσοφήσουμε τώρα και το ρίξουμε στην αγωνία του Κίρκεγκωρ, ή στο τηρείν αυτόν εαυτόν, των Στωικών και του Σπινόζα, να προσέχεις, καλά είμαι, δόξα τω Θεώ, στο τέλος κατάλαβα πως μόνο ο φόβος Θεού είναι απαραίτητος, καλά είμαι και με το φόβο μου και χωρίς. Με το Θεό πάντα.

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

29 Μαϊου


29 Μαΐου

Από πολύ μικρούς μας πότιζε φαρμάκι αυτή η μέρα, από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ίσως Τετάρτη τάξη, με την αγια Σοφιά πάνω ψηλά στη σελίδα, χωρίς μιναρέδες, « Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,» το μαθαίναμε απ’ έξω, το απαγγέλλαμε, σήμερα δεν απομνημονεύουν ποιήματα, γνώσεις άγνωστες για να περάσουν εξετάσεις , τι να σου κάνουν τα παιδιά, θαυμάζαμε ναό βυζαντινό, γι’ αυτό δεν θέλαμε να επισκεφτούμε την αγια Σοφιά ύστερα από όλα αυτά, εμείς ζούμε μέσα στον κόσμο των ποιημάτων, «κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.» Ιδιαίτερα λέει όταν άρχιζαν το αλληλούια πριν από την ανάγνωση του ευαγγελίου έβγαιναν δεκάδες οι διάκονοι να θυμιατίζουν, κι εμείς τα βλέπαμε, κι ακούαμε, « Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες. Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο Βασιλέας,» οι τα χερουβίμ μυστικώς εικονίζοντες, «φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα. Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια, παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε, γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να
τουρκέψει» στη Μεταφυσική από μικροί, κι ύστερα πολλές φορές συνελάμβανα λογικά πως η Μεταφυσική προηγείται της Φυσικής, κι έτσι την βλέπω ακόμα, ψιλά γράμματα μου λες, τι μας τσαμπουνάς δάσκαλε, γι’ αυτό δεν βλέπετε χαϊρι, κοίτα τους Φράγκους με το διαφωτισμό τους, όλα στη λογική, τι να την κάνω, δεν μου φτάνει, «Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο, το τρίτο το καλύτερο την ΄Αγια Τράπεζά μας» τα έβλεπα τα καράβια, ιδιαίτερη εντύπωση μου προκαλούσε το καλύτερο, να μεταφέρουν την αγια Τράπεζα, με μεγαλοπρέπεια στο καράβι, γονατιστός ο κόσμος στη διαδρομή, το επόμενο από καιρό το είχαν αποσιωπήσει στα σχολικά βιβλία «μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν.» Αλλά πάντα να δακρύζει η Δέσποινα, «Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες "Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι". Όσο κι αν το περιγελούν αυτό το τελευταίο, τετρακόσια χρόνια σκλάβοι και επαναστάτησαν, έδωσαν ψυχή και σώμα, υπάρχοντα, κακίες και γενναιότητες, την απέκτησαν σιγά σιγά την ελευθερία, οι Έλληνες τώρα, οι Ρωμιοί, κι ο Πατριάρχης εκεί στο Φανάρι, τόσους διωγμούς, κι όμως Οικουμενικός Πατριάρχης κι ας σκυλιάζουν, και όμως πάλι η μέρα αυτή μας ποτίζει το φαρμάκι της, ούτε η Μεταφυσική δεν μας σώζει, χρειάζεται κι αυτή και η πίστη και η σκληρή δουλειά, πάντα τα λόγια μόνο είναι φτώχεια.








Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Σαμάρεια


Σαμάρεια

Το φρέαρ του Ιακώβ, η θεία Μοιρού δεν έβγαζε νερό από το λάκκο, είχε τόσα παιδιά, κι εμείς, όταν ερχόμαστε από τη θάλασσα και πηγαίναμε στο σπίτι στο χωριό, ένα πραγματικά μεγάλο μοναστήρι,  τις περισσότερες μέρες μέναμε στου Τζιυρκού, μια ψαθαρκά ήταν αρκετή να μας στεγάσει, αν όμως πηγαίναμε στου Σκάρου το σπίτι, το γλυφό νερό από το λάκκο ήταν απόλαυση, περισσότερο όμως να το λουθείς με τη σίκλα βγαλμένο δροσερό δροσερό, με το ξύλινο μάγγανο, το μακρύ σχοινί, «άντε να το αλλάξεις Σωτήρη και πάλιωσε», κι η Γεωργία παραπλεύρως να φωνάζει το δικό της Σωτήρη, η γερόντισσα τουρκάλα στην ξώπορτα της Μοιρούς, δίπλα το τζαμί, μια μέρα ο γερο βρακάς Χριστοφής έβαλε το χέρι στη μικρή αποθηκούλα ψηλά, τον δάγκωσε το φίδι, μια μαγεία η θέα από το παράθυρο πάνω στο ανώι, ολόκληρο το πέλαγο, κι η δροσιά του καλοκαιριάτικου πρωινού, ήταν μια τεράστια εικόνα της αγια Σοφιάς, την είχε περί πολλού η θεία, πάντα να διαβάζει και να θέλει να μαθαίνει, η πιο διαβαστούρα της οικογένειας, κι ο Σκάρος μοναδικός στις παροιμίες, «πόσος εν ο κάουρας και πόση η μαειρκά του», μα εκεί στην παραλία, αν πηγαίναμε μάλιστα Παχύαμμο, έσκαβε στην άμμο, ακολουθούσε τ’ αχνάρια του κάβουρα, τ’ άρπαζε τα μικρά, έτρεχε και τα ‘πλενε στη θάλασσα και χραπ στο στόμα, συνηθισμένοι οι θαλασσινοί, να τους χαίρεσαι, και τα παιδιά, ο Αντώνης κι ο Πάνος κι ο Χρυσούλης, ο Ρένος κι ο Άντης ο μικρός, να χάνονται στο πέλαγο, εμείς στην παραλία, στις γούβες με το αλάτι, ή στις θαλασσινές σπηλιές, σαν τον Ευριπίδη στη σπηλιά του που είχε αναπνοή στη θάλασσα. Εκεί ήπιαμε τ’ αθάνατο νερό της μνημοσύνης, κι η Σαμαρείτιδα στο φρέαρ του Ιακώβ, πάνωθέ της τα χωριά σκαρφαλωμένα στο βουνό, ίδιος άγιος Επίκτητος, να την βασανίζουν αργότερα και να μαρτυρεί Χριστόν εσταυρωμένον, η αγία Φωτεινή, τέτοια τα θαύματα της πίστης.

Στέλιος Παπαντωνίου

Το δίκαιο του ισχυροτέρου


Το δίκαιο του ισχυροτέρου

Στέλιος Παπαντωνίου

Ο ισχυρός επιβάλλει ό τι θεωρεί δίκαιο, δηλαδή το συμφέρον του, και αν ο ανίσχυρος αντίπαλος προβάλει τις αντιρρήσεις του, ο ισχυρός τρίζει τα δόντια και απειλεί με πόλεμο: «η Τουρκία διψά για πόλεμο με την Ελλάδα και την Κύπρο», έγραφε το περιοδικό Foreign Policy.

Καθημερινά από το 1955 αυτό ζούμε, τις απειλές της Τουρκίας, αλλά δεν ήταν τόσο εμφανείς μερικές φορές ή τις λησμονούσαμε, αφήναμε την καθημερινότητα να μας καλύπτει, δεν υπήρχαν και τα σύγχρονα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, να τους βλέπουμε καθημερινά στην οθόνη μας, ενώ οι Τούρκοι μεθοδικά και υπομονετικά εφάρμοζαν τα σχέδιά τους για την διχοτόμηση της Κύπρου, «για τακσίμ για ολούμ» ήταν το σύνθημά τους.

Κατόρθωσαν με το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών τον Ιούλιο του 1974 να εκμεταλλευτούν την δοθείσα ευκαιρία γι’ αυτούς,  εισέβαλαν- κατέστρεψαν- ανέτρεψαν πάσαν την καταληφθείσαν γην και ιστορίαν της, ίδρυσαν το ψευδοκράτος και τώρα μόνοι αναγνωρίζοντες του παρέχουν δικαιώματα να αδειοδοτεί  την Τουρκία να κατέρχεται ως την Πάφο για έρευνες φυσικού αερίου στη θαλάσσια περιοχή μας και να απαιτεί οποιοσδήποτε αγωγός αερίου να διέρχεται διά των εδαφών της, ώστε να γίνει ο κλειδοκράτορας των πηγών και οδών ενεργείας και ακόμα η περιφερειακή δύναμη που θα ελέγχει τα κράτη της ανατολικής Μεσογείου, αφού θα είναι εξοπλισμένη και με τους ρωσικούς πυραύλους S400 και με τα αμερικανικά αεροπλάνα F35, τουρκική λίμνη την Μεσόγειο ποθεί και σχεδιάζει, έστω κι αν η πραγματικότητα δεν είναι αυτή λόγω των οικονομικών και άλλων προβλημάτων στο εσωτερικό της.

Κι έτσι προσπαθεί να επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυροτέρου, κατά ξηράν- θάλασσα και αέρα, ενώ οι μικροί εμείς καταφεύγουμε στις φίλες χώρες, ζητούμε συμπαράσταση, που την έχουμε θεωρητικά, αλλά κανείς δεν ξέρει αν θα την έχουμε και πρακτικά, όταν την χρειαστούμε. Δεν υποτιμούμε βέβαια τις προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας να συνεργαστεί στρατιωτικά και πολιτικά με την Γαλλία και το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Ελλάδα και άλλες φίλες χώρες.

Πρέπει όμως να μελετούμε και να μαθαίνουμε. Το 1963 η Τουρκία δεν διέθετε αποβατικό στόλο, γι’ αυτό και δεν επιχείρησε απόβαση στην Κύπρο, προγραμμάτισε όμως και πέτυχε τη δημιουργία του, περιμένοντας την κατάλληλη ώρα. Η όλη πολιτική της φανερώνει μεθοδικότητα, προγραμματισμό, υπομονή, επιμονή στην υλοποίηση των στόχων και επιτυχία στους σκοπούς της, εις βάρος των γειτονικών κρατών της, ιδιαίτερα της Ελλάδας και της Κύπρου. Και ενώ πρώτο  της μέλημα έχει τη συντήρηση της κρατικής της ενότητας, επιδιώκει τη διαίρεση των αντιπάλων, όπως κάκιστη ώρα με τη διχοτόμηση της Κύπρου. Επιπρόσθετα, πλην των δικών της δυνάμεων, κατορθώνει να διεισδύσει και στις τάξεις των αντιπάλων της βρίσκοντας και καθοδηγώντας πεμπτοφαλαγγίτες, που υποστηρίζουν τις θέσεις της.

Ειδικά στην Κύπρο, από τη μια η ψευδαίσθηση πως η Τουρκία θα παρακαθήσει σε σοβαρές συνομιλίες με την πλευρά μας και θα επιδιώξει λύση του κυπριακού προβλήματος, που όλοι βεβαιώνουν πως δεν θα είναι δίκαιη, άρα γιατί να την ονομάζεται λύση, αφού στη βάση της αδικίας θα οικοδομηθούν νέα δεινά; Από την άλλη η ψευδαίσθηση της συνεργασίας με τους τουρκοκύπριους, ότι θα οδηγήσει σε ειρηνική διευθέτηση της διαφοράς, αλλά πώς θα είναι ειρηνική, αν θα συνεχίσουν να κατακρατούν τα σπίτια και τις περιουσίες μας και αποκτούν συνεχώς δικαιώματα χωρίς καθήκοντα; Όρα για παράδειγμα την αυτόματη περίληψή τους στους εκλογικούς καταλόγους και το δικαίωμα να ψηφίζουν στις ευρωεκλογές, χωρίς να είναι όμως και φορολογούμενοι του κράτους, και άλλα παρόμοια, με δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, που μας υποβιβάζουν στον ίδιο τον εαυτό μας ως ραγιάδες  που καλοκρατούμε τον κακό γείτονα, τον κλέφτη και άρπαγα των περιουσιών μας, μη μας κλέψει και αρπάξει περισσότερα.

Η προεκλογική περίοδος δεν είναι και η κατάλληλη για σοβαρή μελέτη της κατάστασης από τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, που αναλύονται και διαλύονται στις αψιμαχίες με τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Κάποτε όμως θα πρέπει να σκεφτούν πού μας οδηγούν τα αλλοπρόσαλλα, να αποφασίσουν μια και μόνη κοινή πορεία και να διδαχτούν σχεδιασμό, επίμονη εφαρμογή των σχεδίων για επίτευξη των στόχων και του τελικού σκοπού, που είναι η ελευθερία της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον τουρκικό ζυγό.

  


Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

παχνίδια


Της πρόσφεραν ανθοδέσμη με υποκλίσεις

Της έκοβαν δάχτυλο

Γρατσούνιζαν το μουτράκι της

Μικρή ακόμα

Νόμιζε πως αυτά ήταν τα παιχνίδια των μεγάλων

Οι αρχιερείς φώναζαν

Οι ψαλτάδες ανέβαιναν στο καμπαναριό

Δεν είναι κατάσταση λαού

Δεν αναπνέουμε

Κι άρχισαν να βάζουν φωτιές οι διαδηλωτές

Στο κυβερνείο στο λόφο με τα φίδια

Τότες είναι που παρουσιάστηκε

Μπροστάρης με το λάβαρο

Πέρασε πλατεία Ελευθερίας

Άνοιξε δημόσιους κήπους

Παρέκει στο νοσοκομείο άλλος

Δημόσιος και κήπος

Τις Κυριακές η αστυνομική ορχήστρα

Παιάνιζε

Ήταν η μπελ επόκ λέει

Οι άλλοι δεν καταλάβαιναν

Μεροκαματιάρηδες, με τα ποδήλατα στους δρόμους

Ώσπου έριξε την πρώτη βόμβα ο πρώτος

Ακολούθησε δεύτερος

Κι οι τάφοι άρχισαν να ανοίγουν ένας ένας

Να χάσκει κι η μικρή

Ώσπου να καταλάβει πως αυτά δεν ήταν παιχνίδια των μεγάλων

Αυτά ήταν τα παιχνίδια των μικρών.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

πείρα


Ερχόταν τότε ο Παναγιώτης ο Περσιάνης στην Ευρύχου, πρώτα χρόνια σταδιοδρομίας, μα τους λέμε να διαβάζουν και δεν διαβάζουν, τα λέμε και μια και δυο και δεν τα μαθαίνουν, χα τώρα κι ο υπουργός της παιδείας, κάνω κανονισμούς, βάζω τάξη, εκδίδω αποφάσεις, διατάγματα, εισηγήσεις, κάνουμε σεμινάρια, και νομίζει- εδώ μπορώ να τον πω καημένο- πως με τα λόγια χτίζει συμπεριφορές και ήθος και τάξη και αξιοπρέπεια. Δηλώσεις να γίνονται, να καπαρτίζουν μπροστά στο μικρόφωνο, κι άλλοι πίσω, τα τσουρούθκια, να επιδεικνύουν τον δέοντα θαυμασμό, Θεέ μου γιατί να γερνώ κα να μαθαίνω και να μαθαίνω και να μαθαίνω… Το κακό είναι πως η πείρα δεν μεταδίνεται!

Κυριάκος Χαραλαμπίδης


Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης τιμήθηκε δίκαια από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου με το βραβείο Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη. Ήδη το έργο του είναι γνωστό πανελλήνια, διδακτορικά και άλλες μελέτες σε πανεπιστημιακό επίπεδο εμβαθύνουν και αναλύουν την ποίηση και το δοκιμιακό του λόγο, μια  λαμπρή σελίδα των κυπριακών γραμμάτων.

Η συγκέντρωση προς τιμήν του έδωσε την ευκαιρία σε ειδικούς ομιλητές να αναλύσουν στοιχεία του έργου του και να ακουστούν ποιήματα και από άλλους και από τον ίδιο.

Πάντα η ιδιαίτερη εκείνη συγκίνηση του πνεύματος, για το πολύπλευρο των θεμάτων, το πολυδαίδαλο και απλό του λόγου, αρχαίο, μεσαιωνικό  και σύγχρονο, σε ρυθμούς και ακούσματα ασυνήθη, όσο να συνηθίσει ο άνθρωπος το παρθενικό που έφερε στη λογοτεχνία μας ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο ευγενικός φίλος.

Στέλιος Παπαντωνίου

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

μάνα


Το λοιπόν κυρά μάνα μου, για αύριο είναι οι μεγάλες ανθοδέσμες, εσύ εκεί που είσαι, με τις γλάστρες σου στο δρόμο, να θαυμάζουν οι άγνωστοι περαστικοί, και τώρα στη γειτονιά των αγγέλων, κάτι ήξερες από μανάδες, είχες μαζί τη μάνα σου και στο χωριό ο πατέρας τη μάνα του και τη μάνα της μάνας του, αυτή κι αν ήταν ευλογία, άλλοι δεν είχαν ούτε παππού ούτε γιαγιά, εμείς και με το παραπάνω, δόξα τω Θεώ, κι ύστερα έφυγες, μα ήρθε η μάνα των παιδιών μου κι η κόρη μου τώρα μάνα στα δικά της κορίτσια που σήμερα αύριο θα τους φέρνουν ανθοδέσμες οι δικοί τους, όμως δεν ξεχνώ εκείνο τον πόνο, στο Γυμνάσιο Θηλέων Παλουριωτίσσης, ήταν όλες σχεδόν συναδέλφισσες, εμείς πέντε έξι άντρες για δείγμα, μα όταν ερχόταν αυτή η μέρα, και μοίραζαν στις μανάδες δασκάλες λουλούδια, ήταν  κι αυτές που δεν είχαν παιδιά, κι έπεφτε ένα παράπονο, «δεν φτάνει που μας τιμώρησε ο θεός να μην κάνουμε παιδιά, μας τιμωρείτε κι εσείς με μηδένα λουλούδι», κι ένιωθα τον πόνο, το ίδιο και με τις μαθήτριες που δεν είχαν μάνα, κι άρχιζαν τα παιδιά να κλαιν την ώρα της κοινής συγκέντρωσης και της γιορτής για τη μάνα, αυτά λέω δεν ξεχνιούνται ρε μάνα, κάθε γιορτή και τον πόνο της, ήσουν μεγάλη ευλογία, χαιρετισμούς στους εκεί, προπάντων στη μάνα σου, ετοιμοθάνατη ήσουν και ρωτούσες, «έφαε η μάνα μου;» άντε καλή ανάπαυση και να τα λέμε.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Ανδρέα Χατζηχαμπή, Οδυσσέας Αστέρης


Ανδρέα Χατζηχαμπή «Οδυσσέας Αστέρης»

Κυρίες και κύριοι,



Η ποιητική σύνθεση του Ανδρέα Χατζηχαμπή «Οδυσσέας Αστέρης»

ήδη από τον τίτλο μαρτυρεί πορεία, ταξίδι, γνώση κι ανθρωπιά,

αφού ως άνω θρώσκων ο άνθρωπος είναι φερμένος από τ’ αστέρια

και γεννημένος για τ’ αστέρια, την άνω πορεία.



Τρεις ενότητες, Γένεση, Ταξίδι στο βάθος του κόσμου, Νόστος,

που συμπληρώνονται με επεξηγηματικά, τις Νύξεις  και το Γλωσσάρι.



Δραματικότητα προσδίδει η εναλλαγή Αφηγητή και Χορού των Ποιητών

και αργότερα Οδυσσέα Αστέρη και Χορού.



Το πρώτο μέρος της ενότητας, Η Γένεση,                                                                                    παρουσιάζει τριτοπρόσωπα τη γέννηση του ήρωα σ΄ έναν τόπο που θυμίζει                           Αμμόχωστο εξωτερικά και πνευματικό αγώνα εσωτερικά.



Κι ενώ ο Αφηγητής παρουσιάζει τον ήρωα,

ο Χορός των Ποιητών εκφράζει τις διαιώνιες αρχές που διέπουν τη ζωή,

την πάλη φωτός και σκότους.



Του αποκαλύπτεται ο κόσμος της γλώσσας και ο κόσμος

του πνεύματος και της αιωνιότητας.

Στο παιχνίδισμα των φωτοσκιάσεων παίρνει αρωγούς τους ξακουστούς ζωγράφους,

για να εποπτικοποιήσει τον λόγο του.

Σκιές και φως -ως σύμβολα- είναι φορείς άπειρων αντιθετικών εννοιών. 



Η γέννηση του ανθρώπου με τα πνευματικά χαρακτηριστικά του

συνυφαίνεται έτσι απόλυτα με τον αγώνα του για το φως.



Στη δεύτερη ενότητα, Ταξίδι στο βάθος του κόσμου,

ο ήρωας γνωρίζει τον πόλεμο, ο νους πετά στο ΄74,

στα πάθη των ανθρώπων και της γης μας,

στο διαχωρισμό και στη διαίρεση.



Η διάσπαση της εικόνας του κόσμου,

που θα απαιτεί την ενότητα.

Ταυτόχρονα το ταξίδι στον μικρόκοσμο αποκαλύπτει τα θαυμάσια και θαυμαστά.



Η προσφυγιά, η εξορία από τον παράδεισο,

συνταιριασμένη με τη γενικότερη ανθρώπινη ανεστιότητα.



Το ατομικό και το γενικό, η διαλεκτική του κόσμου.

Ποιήματα γεμάτα αγάπη και θαυμασμό για την Ιστορία και Γεωγραφία της Κύπρου,

τις ομορφιές και τον πολιτισμό της.

Ταξίδια στην ίδια την ύπαρξη, στον αγώνα να βρει την αθωότητα,

ποιητής και ποίηση στο διαιώνιο ταξίδι για τον χαμένο παράδεισο,

που αντιστοιχεί με τον μεγάλο Έρωτα.



Τότε αποκτά ο ήρωας την αυτογνωσία  στην ενότητα,

και μπορεί πια να γράφει όχι ως αφηγητής αλλά ως Οδυσσέας Αστέρης,

ο ευτυχής επώνυμος θνητός.



Η τραγικότητα των ανθρώπων, η αναζήτηση και η ματαίωση,

ο ερχομός στη γη του καρπού του έρωτα, το παιδί και τα παιδιά,

κι ο αγώνας τους για φως,

συνταιριασμένος με τον προσωπικό αγώνα του καθενός για αυτογνωσία

μαρτυρούν έναν ποιητή με βάθος ψυχής και πλούσιο εσωτερικό κόσμο.



Ο συνδυασμός του ατομικού με το ομαδικό και το παγκόσμιο,

με την Ιστορία και την τραγωδία της Κύπρου

αλλά και με παγκόσμια τραγικά συγκλονιστικά συμβάντα,

θεμελιώνει σε ζωντανές και πραγματικές διαστάσεις την όλη σύνθεση,

ώστε να αποκτά βάσεις χρονικές και τοπικές,

και από το πραγματικό να ανίσταται στον κόσμο των ιδεών.



«Ανέστιοι, ψάχνουμε την Ιθάκη στα πέρατα του κόσμου, μα η Ιθάκη εντός μας.»



Σκοπός μου δεν είναι να αναλύσω όλο το έργο.

Οδήγησα, κατά τις δυνάμεις μου, πιο πέρα από το μέσο, το τέλος κοντεύει,

αλλά κι ο αναγνώστης του βιβλίου πρέπει να προχωρήσει μόνος.

Χνάρια έχουν χαραχτεί.

Αυτά έγραφα σε μια πρώτη παρουσίαση του έργου του ποιητή

Ανδρέα Χατζηχαμπή Οδυσσέας Αστέρης.





Ύστερα όμως ήλθε η πρόσκληση και πρόκληση,

να απομονώσω κάτι από το ποίημα, μια έννοια, μια ιδέα,

και να ακολουθήσω τ’ αχνάρια της,

και ως φιλόλογος  -φιλών τους λόγους και τον λόγον - επέλεξα τις λέξεις,

γιατί ψήλωναν πολύ το χέρι στην ποιητική τάξη,

και με προσκαλούσαν να τις προσέξω.



Ποίηση χωρίς λέξεις δεν υπάρχει

και το ποίημα φωτίζει και φωτίζεται από τον αγώνα του ποιητή με τις λέξεις

να συναισθανθεί, να σκεφτεί, να εκφραστεί.





Όταν ένας ποιητής γράφει για τις λέξεις κι επικεντρώνεται σ’ αυτές,

σημαίνει πως ήδη συνέλαβε όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά το ρόλο τους,

το ουσιώδες της ύπαρξής τους και τη λειτουργία τους

στη σκέψη και στο συναίσθημα και στην έκφραση,

αφού χωρίς αυτές δεν θα ποιούσε.



Οι λέξεις είναι σημαντικές του τετραπέρατου κόσμου μας,

και μπορεί να σημαίνουν τα πάντα, φύση, ιστορία, πολιτισμό,

φιλία, έχθρα και τα σύμπαντα.



΄Ηδη στη Γένεση, στο πρώτο μέρος της σύνθεσης, ο Οδυσσέας Αστέρης, ο ήρωας,

ταξίδεψε το φωτεινό ταξίδι του άλγους, μέσα στο παιδικό δωμάτιο,

με το βλέμμα της σιωπής και τις λέξεις να φέγγουν τις άπιαστες κορφές,

όπου οι λέξεις καλούν, ωθούν, ελκύουν στη διερεύνηση του κόσμου

και μάλιστα του υψίστου.



Η είσοδος εντός τους θα λύσει προβλήματα γνώσεως και αγνοίας,

σύλληψης του εν χρόνω και του αχρόνου.

Σ’ αυτό το παιδικό δωμάτιο έμαθε να λαξεύει τις λέξεις,

να τις κάνει δεμάτια από φωνές, όπως παρουσιάζεται η πρόταση και το νόημά της,

αλλά πλην του οικείου αντιμετωπίζει ή γνωρίζει και το ανοίκειο

«Πόσο ευάλωτοι είμαστε στις ανάσες του άλλου,

στου διπλανού τα θεόρατα βλέμματα, στα κίτρινα λόγια»,

που θυμίζουν κίτρινο τύπο, ό τι εις τον λόγον κακόν.



Αυτός όμως, ο ήρως, όσα ονειρεύτηκε «γαλάζιες λέξεις»,

όσα ονειρεύτηκε γαλάζιο φως,

με την ποικίλη θετική σημασία του γαλάζιου

από Ελλάδα και θάλασσα, φως ουράνιο, άληπτο ασύλληπτο.



Ήδη το οικείο και ανοίκειο, οι πρώτες διερευνήσεις,

τα πρώτα όνειρα του ανθρώπου συλλαμβάνονται και εκφράζονται

με έμφαση τις λέξεις.



Στη δεύτερη ενότητα, Ταξίδι στο βάθος του κόσμου,

ιστορικά επήλθε η καταστροφή, ύστερα από τη χουντική προδοσία,

την εισβολή και την προσφυγιά στον τόπο μας,

που σημαδεύεται με μόνο τον στίχο

«προδομένες λέξεις».



Αλλά ως εξόριστος του γήινου παραδείσου βρίσκει αλλού την ελπίδα:

«Εξόριστοι απ’ τον κόσμο,

συλλέγουμε φως απ’ τα μάτια των παιδιών και το γράφουμε,

απομονωμένοι στις σελίδες των αδιάβαστων βιβλίων μας

συλλέγουμε φως απ’ τα μάτια των λουλουδιών και το γράφουμε-

αναχωρητές στον κόσμο των λέξεων και της ελπίδας,

αναχωρητές στον μέλλοντα κόσμο που γεννάται εντός μας.»



Είτε μιλούμε για τις πλατωνικές ιδέες, των κόσμο των ιδεών

είτε για το πράγμα καθ’ εαυτό του Καντ,

ο παρών κόσμος δεν είναι ο πραγματικός,

αφού συνελήφθη η σημαντικότητα του κόσμου των νοημάτων,

του αφθάρτου και αιωνίου.



Σ’ αυτό τον άλλο κόσμο «οι ψαράδες ύφαιναν δίχτυ

να ψαρέψουν τον πολυπόθητο φλοίσβο των λέξεων»

το άκουσμά τους, ο ήχος τους.



Αυτό το ταξίδι στον κόσμο του πνεύματος ευθύνει στην αυτογνωσία,

επιβεβαιώνει την ταυτότητα.

«Ψέλνει τον όρθρο της ζωής, τον χερουβικό ύμνο του φωτός.

Η δική μας θάλασσα

ακρογιαλιές του Ομήρου, πατημασιές του Ζήνωνα και του Στασίνου.»



Γι’ αυτό η βάση της δημιουργίας πολιτισμού

Με την αναφορά στους προπάτορες ποιητές και φιλοσόφους μας

Στις πνευματικές μας ρίζες

είναι ανώτερη πάσης άλλης, για το κοινό καλό, την αυτογνωσία και αθανασία.



Το ταξίδι όμως συνεχίζεται.

Μόνος, με τη γυμνή του αλήθεια και «μια αράδα λέξεις»

να πασχίζει να διασωθεί και να διασώσει όσο φως απέμεινε απ’ τα καμένα του κύτταρα.



Βρίσκει την Άνοιξη μες στην αγκάλη του έρωτα.

Εδώ πια παύει να μιλά ο Αφηγητής,

αφού με το άνοιγμα στον άλλο απέκτησε ταυτότητα,

είναι ο Οδυσσέας Αστέρης,

που θέλει πια να τραγουδήσει την ευτυχία του.

«Να ‘χα δυο στίχους άρρητους για να την τραγουδήσω.»

Το άρρητο, τα άρρητα ρήματα α ουκ εξόν λαλήσαι,

η άφατη ευτυχία, πέρα πια από τη δύναμη των λέξεων.



Γενικά είναι σημαντικό στοιχείο της όλης σύνθεσης η άνοδος στα υψηλά,

η υπέρβαση. Και σε μικρογραφία εδώ το άρρητο, τα άρρητα ρήματα.

Πάνω και πέρα από τις λέξεις.



Ο ερχομός του παιδιού συμπληρώνει την ευτυχία:

«ζούσαμε χρόνια στη νοσταλγία πριν γεννηθείς,

σου γράψαμε παραμύθι να ‘ρθεις να το ζήσεις.»

Οι λέξεις όχι μόνο ως ήχος, ως κλήση, ως υπέρβαση αλλά και στη γραπτή τους μορφή.

Η κόρη του ήλιου γεννήθηκε μες στο ηλιοβασίλεμα με τη χαρά του ήλιου

και το τραγούδι να ρέει στην ψυχή.



Η σύλληψη του αιώνιου, του κυκλικού χρόνου, του αιώνιου παιχνιδιού,

στη Μυστική επιστροφή δίνεται με τους στίχους:

«Όλη μας η ζωή μια αράδα από σακατεμένα ποιήματα σε μια αρχαία αλφαβήτα.»



Όπως στην όλη σύνθεση, έτσι και στα επιμέρους, εν προκειμένω στις λέξεις,

η κορύφωση της πορείας βρίσκεται στο ποίημα Ερευνητές.

«Ερευνούμε το φως, αναλύουμε το θάμβος των λέξεων,

ζυγίζουμε τον ήχο τους, ζυγίζουμε την ηχώ τους εντός μας,

σηκώνουμε το βάρος τους και μεταμορφώνουμε αυτά που έφυγαν

αυτά που θα ‘ρθουν, ανασκάπτουμε την ύλη,

ανασκάπτουμε τα όστρακα του μυστικού

γινόμαστε ρήματα για να βρούμε τη μία λέξη,

τον ένα στίχο, το ένα ποίημα που θα δικαιώσει το δάκρυ ενός θλιμμένου κεριού

και θ’ ανάψει ένα φως στα μάτια ενός παιδιού.

Ποιο είναι το δικό μας φως; Ποια είναι η δική μας λέξη;

Ποιο είναι το δικό μας σκότος;»



όπου η ταυτότητα ανθρώπου και λόγου συλλαμβάνεται και πραγματώνεται οδηγούμενη στην κορύφωση στο μέσο της ποιητικής αυτής σύνθεσης.



Είναι το εικοστό έκτο ποίημα. Ακολουθούν άλλα είκοσι δύο.

Δεν διαλανθάνει όμως της προσοχής του ποιητή

πως υπάρχουν και οι μεταμφιέσεις της αλήθειας,

που συνωστίζονται στη ζωή μας, με λέξεις.



Στο καρναβάλι «τα κίτρινά λόγια» χόρευαν σφιχταγκαλιασμένα,

ενώ χρόνια οργανώνουν παραστάσεις, τραγωδίες, κωμωδίες, σατιρικά δράματα

με αφελείς πρωταγωνιστές,

σε ένα θέατρο σκιών μονολογούν

κι εμπαίζουν τις τύχες ανυποψίαστων τηλεθεατών.



Πλην της αρνητικής όψης, άλλη πτυχή είναι η γενίκευση, που διαγράφει την προσωπικότητα. Οι λέξεις σφραγίδες ή ετικέτες, η ομοιοποίηση ομαδοποίηση,

η διαγραφή της ταυτότητας στο Παιδί του Αγνοουμένου:

« Από παιδί για χρόνια κρατούσα στα χέρια μια φωτογραφία του πατέρα των ονείρων μου, τον είπαν αγνοούμενο.

Χθες μου τον έφεραν σε ένα κασόνι, τον είπαν ήρωα.



Ενώ ο ίδιος «είχε τόσα πολλά να πει γι’ αυτόν.»



Ο Απρίλης νεκρός, την ώρα που το παιδί του περίμενε να τραγουδήσουν οι γοργόνες.

Κι επειδή η ποιητική σύνθεση βγαίνει από τα τοπικά πλαίσια

και συλλαμβάνει και τα παγκόσμια προβλήματα,

ιδιαίτερα με τους θανάτους μικρών παιδιών στους πολέμους

ή στην προσπάθεια διάσωσής τους,

στον μικρό Aylan, γράφει:

«Μαρτύρησε κρυφά στο αυτί του Θεού όλα όσα κάνουμε

Πες του για τα πνιγμένα βιβλία για τα ματωμένα παραμύθια.

Μαρτύρησέ τα όλα. Μ’ ακούς; Όλα.»



Ήδη όμως το ταξίδι οδήγησε στον εαυτό, η στροφή εις εαυτόν επετελέσθη,

«Η Ιθάκη εντός μας».



Τούτο όμως δεν είναι τελική ανάπαυση αλλά ένας διαρκής αγώνας,

με τα εμπόδια,

οι ιππότες με τα γεράκια που χαρίζουν δόξες αστραπής

και ζητούν να τους παραδώσει εκείνες τις λέξεις που φύλαξε,

αυτός όμως αρνείται,

«εγώ είμαι μόνο ένας ζητιάνος των λέξεων,

ένας υπηρέτης των μοναχικών λουλουδιών,

ένας δραπέτης αλλοτινών καιρών που πέθαναν.»



Κι έτσι φτάνουμε στην τρίτη ενότητα, τον Νόστο.



Η επιστροφή είναι σπαραχτική, γιατί

«Τα λουλούδια στο διάβα του, εισβολείς από άλλους κόσμου,

μιλούσαν άγνωστα ρήματα,

νέοι ναοί έψελναν τον ύμνο της θύελλας.



Η χαμένη παιδικότητα ή ο χαμένος κόσμος της κατακτημένης μας γης,

κι όμως μεγάλη η επιθυμία

«ν’ ανάψουμε μια λέξη, να δακρύσει τα πάθη μας,

να φωτίσει τα σκοτάδια του κόσμου μας.»



Σαν σε απολογισμό και ως Πρωτόπλαστος στο ομότιτλο ποίημα

«Από καιρό θέλησα να βάλω κάποια τάξη…να μετρήσω πόσο φως έχανα …

ρήματα που μάτωσα, ουσιαστικά που με μάτωσαν…»



Ο λόγος, η λέξη, η ουσία των πραγμάτων, η ειδή του πνευματικού κόσμου.



Το μέγα ταξίδι της επιστροφής είναι δύσκολο και οδυνηρό, τα φώτα συνομιλούν, αλληλομάχονται αλληλοπλέκονται.»









Όμως ο απολογισμός θα γίνει με λόγια,

«Κι έφτιαξα πανσέληνους να λάμπουν στα μαλλιά των κοριτσιών

και θάλασσες να προσκυνούν τα πόδια των αγοριών κι αποστάγματα,

πολλά αποστάγματα αιθέριων ελαίων, από λέξεις μυστικές, και στίχους ταπεινούς.»



Η συμπυκνωμένη πείρα και σοφία.

Εν ολίγοις.

Και το τελευταίο, Το λυκαυγές της μνήμης,



«Τώρα κοιμάται λαμπερός στην Ακτή των Αχαιών,

αφού πέρασε απ’ τη ζωή ταξιδευτής

«ένα αμάραντο πρωινό στο λιβάδι των λέξεων.»



Εν αρχή ην ο Λόγος, εν κορυφώσει και εν τέλει ο Λόγος.

&&&&&&&

Ήταν μια προσπάθειά μου να ξετυλίξω τον μίτο του λόγου σε μια αξιόλογη ποιητική σύνθεση. Ταξιδευτής στην ποίηση του Ανδρέα Χατζηχαμπή,

κατέθεσα τα ευρήματά μου σε σας το ακροατήριο, που πολύ ευχαριστώ.




Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Τω απιστούντι


Στέλιος Παπαντωνίου

Τω απιστούντι

Ρωτώ τον Όσιρη και την Ίσι

Παιδεύω στην ανάκριση τον Άδωνη

Πείτε μας το δικό σας Θωμά

Ποιος εξηρεύνησε την πλευρά σας

Μετά την ανάσταση;

Ποιος μπορεί να μαρτυρήσει στην απιστία του

Πως έθεσε τον δάχτυλο στον τύπο των ήλων;

Και ουδέν απεκρίθησαν.

Κανένας δεν βάδισε εις Εμμαούς

Κανένας δεν κάθισε σε δείπνο με τους μαθητές του

Κανένας δεν θυσιάστηκε στον κόσμο

Μαρτυρώντας την ανάσταση

Αδώνιδος του αγαπητού.

Sic transit gloria mundi.

Δόξα εν υψίστοις Θεώ.


Τετάρτη 1 Μαΐου 2019




"Η Δέσπω Πρίγκη έδωσε μια λινογραφία της στη Ρούλα Μαλλή για το εξώφυλλο της ποιητικής της συλλογής "Εκκρεμότητες και διεκπεραιώσεις".Μαύρο φόντο, αριστερά ένα σπίτι, δεξιά μια κασόνα, κάτω από το σπίτι τροχός, σαν αμάξι μοιάζει, ριζωμένο ένα άφυλλο δέντρο, ο κορμός του στο ύψος κεφαλιού ανθρώπου μοιάζει. Πάνω από τη γη και κάτω από τη γη, δυο βασικά επίπεδα, θάλεγε κανένας πως είναι μια συμπυκνωμένη θέαση και έκφραση της ζωής και του θανάτου, ριζωμένοι στη γη γεννιόμαστε, ζούμε, κινούμαστε, πεθαίνουμε, από τη γη ξεκινούμε στη γη φτάνουμε, χους ει και εις χουν απελεύσει. Ισορροπία στις γραμμές και στα σχήματα, δεσπόζει το μαύρο με αναλογίες το κεραμιδί της γης και του χώματος, μοιάζει τέχνη ναϊφ αλλά δεν είναι παρά η γνησιότητα της έκφρασης."



Όσο πυκνώνουν τα σκοτάδια γύρω και μέσα μας, τόσο περισσότερο με τα χρόνια συνειδητοποιούμε το καθήκον μας να εργαζόμαστε καθένας στη θέση που τάχθηκε, να εναντιωνόμαστε στο σκότος, να οδεύουμε και να οδηγούμε προς το φως, είτε αυτό λέγεται ελευθερία, είτε ανάσταση, πνευματική άνοδος, ανθρωπιά, δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, που προπάντων δεν είναι λέξεις κενές περιεχομένου αλλά ουσιαστικές για τη ζωή του Ανθρώπου. Ο Ησίοδος μας δίδαξε το εργάζευ= να εργάζεσαι. Κι ο Ιησούς Χριστός μας υπενθυμίζει πως τα πάθη που υφίσταται ο πιο αδικημένος αθώος ακολουθεί Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ.







Νιώθω λίγο σαν τον εγωιστή γίγαντα του Όσκαρ Ουάλτ, αυτό μου θυμίζει η κατάσταση, The Selfish Giant by Oscar Wilde, είναι κάτι παιδάκια, τεσσάρων πέντε χρόνων, τώρα ήρθαν στη γειτονιά, στην πίσω αυλή του σπιτιού, τα ακούω, δεν τα βλέπω, ένας μεγάλος τοίχος μας χωρίζει, μα νιώθω πως εκείνα ζουν με τα παιχνίδια τους στον παραδεισένιο τους κήπο, κι εμένα μου γεννιέται συνεχώς η ανάγκη να πω πως οφείλω να δώσω μια καλύτερη κοινωνία σ’ αυτά τα παιδάκια, δεν είναι τα εγγόνια μου, δεν είναι προσωπικό το θέμα, είναι άγνωστά μου παιδάκια στα οποία νιώθω πως οφείλω τον καλύτερο κόσμο. Συνεχώς να το έχω στο νου. Οφείλω στα νέα παιδιά τον καλύτερο κόσμο.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ

Ο Χριστάκης λοιπόν της Αργυρής, από το Συριανοχώρι Μόρφου, ήταν ο φιλόλογός μας στην Τετάρτη και Πέμπτη τάξη Γυμνασίου, στα παραρτήματα, άγιο Κασσιανό και άγιο Ιωάννη, δεν τον βρίσκετε ούτε τον πρώτο ούτε τον δεύτερο, τον ένα τον έφαγαν οι Τούρκοι τον άλλο τον ισοπέδωσαν και τον έκαναν γκαράζ της αρχιεπισκοπής, κάθε που μας έκανε μάθημα θυμόταν και τις ιστορίες της ζωής του, προπάντων όμως με αναφορές σε βιβλία,  μας έγραφε συγγραφέα και τίτλο στον πίνακα, Μαξ Νορτάου, Τα κατά συνθήκην ψεύδη, να πούμε, κι εμείς το απογεματάκι στη βιβλιοθήκη τη Σεβέρειο, τότε γέμιζε μαθητές, ο Ρώσσος καθόταν στο έδρανό του κι η καλή Δέσποινα ανέβαινε κατέβαινε τις σκάλες να μας εξυπηρετήσει, κάποτε ερχόταν ο Σωκράτης ο Ευαγγελίδης, τι διαβάζεις εσύ, Τα μυστήρια στην αρχαία Ελλάδα, κύριε Ρώσσο είναι ηλικία τους να διαβάζουν αυτό το βιβλίο, ερχόταν εκείνος, το άρπαζε ωραία ωραία κι εμείς μέναμε με την αίσθηση του απαγορευμένου καρπού, ύστερα τα γλυκά μας στο Μπελβιού, για μας το καλύτερο ζαχαροπλαστείο, κοντά στον άη Αντώνη, τα ποδήλατα και τη βόλτα μας, τέλος του αγώνα, κι ύστερα στην Αθήνα, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη ως επί το πλείστον, ήταν και κοντά στους Αμπελοκήπους, και περπατητοί πηγαίναμε, ήταν εκεί ένα γερόντιο, έσερνε τα πόδια, πάντα με λαστιχένια παπούτσια, μόλις του ζητούσα βιβλίο κατέβαζε τα μούτρα, αλλά ο Ζώρας ήθελε να ξέρουμε όλα τα βιβλία απ’ έξω κι ανακατωτά, καλά να είναι ο άνθρωπος, έμαθα πολλά. Στη βιβλιοθήκη στο Γυμνάσιο Σολέας, αμέσως μετά το εβδομήντα τέσσερα, κατέβασα όλα τα βιβλία κάτω, τα ξανάβαλα στις θέσεις που έπρεπε, διάβασα εκεί Σαίξπηρ να χορτάσει η ψυχή μου, το περιοδικό Θέατρο, βιβλία και βιβλία, ήρθε ύστερα καιρός στο Γυμνάσιο Παλουριώτισσας, εκεί άλλο θαύμα, ο μακαρίτης ο Χατζηγεωργίου χάρισε τόμους τις εφημερίδες, Φιλελεύθερο ιδιαίτερα, πλούτος μοναδικός, κι ύστερα στο SUNY Albany,  βιβλιοθηκάρα, στάθηκα κάποτε και περίμενα τις βιβλιοθηκαρίους να τελειώσουν μια κουβέντα τους, συγγνώμη τους λέω, Παναγιά μου συγγνώμη εμείς, μου λεν, που κουβεντιάζαμε και δεν σας εξυπηρετήσαμε αμέσως, α ρε αμερικανάκια, όλα σε τάξη τα βάλατε, κι εγώ έμενα με την εντύπωση πως ενοχλούσα τους βιβλιοθηκαρίους, αυτή τη γνώμη μου σχημάτισαν, εμείς οι δουλοπάροικοι των υπαλλήλων, κι όταν ήρθα στο Παγκύπριο, η Σεβέρειος είχε φορτωθεί όλα τα βιβλία των βιβλιοθηκών των τάξεων, καταγραμμένα δεν ήταν, γιατί κάθε τμήμα είχε τα δικά του, παλιατζούρα, λέω να τα βάλουμε έξω να παίρνουν οι μαθητές δωρεάν, κι έπαθα σαν τον Καποδίστρια με τις πατάτες, βρε λέω δωρεάν πάρτε βιβλία στο σπίτι, τα διαβάζει ο πατέρας, η μάνα, ο παππούς, η γιαγιά, ατού αυτοί, δεν άγγιξαν! Κάτι ήξεραν. Πρόβλεπαν ίντερνετ. Μακάρι να ξέρουν να το χρησιμοποιούν.