Το λοιπόν κυρά μάνα μου, για αύριο είναι οι μεγάλες
ανθοδέσμες, εσύ εκεί που είσαι, με τις γλάστρες σου στο δρόμο, να θαυμάζουν οι
άγνωστοι περαστικοί, και τώρα στη γειτονιά των αγγέλων, κάτι ήξερες από
μανάδες, είχες μαζί τη μάνα σου και στο χωριό ο πατέρας τη μάνα του και τη μάνα
της μάνας του, αυτή κι αν ήταν ευλογία, άλλοι δεν είχαν ούτε παππού ούτε γιαγιά,
εμείς και με το παραπάνω, δόξα τω Θεώ, κι ύστερα έφυγες, μα ήρθε η μάνα των
παιδιών μου κι η κόρη μου τώρα μάνα στα δικά της κορίτσια που σήμερα αύριο θα τους
φέρνουν ανθοδέσμες οι δικοί τους, όμως δεν ξεχνώ εκείνο τον πόνο, στο Γυμνάσιο
Θηλέων Παλουριωτίσσης, ήταν όλες σχεδόν συναδέλφισσες, εμείς πέντε έξι άντρες
για δείγμα, μα όταν ερχόταν αυτή η μέρα, και μοίραζαν στις μανάδες δασκάλες
λουλούδια, ήταν κι αυτές που δεν είχαν
παιδιά, κι έπεφτε ένα παράπονο, «δεν φτάνει που μας τιμώρησε ο θεός να μην
κάνουμε παιδιά, μας τιμωρείτε κι εσείς με μηδένα λουλούδι», κι ένιωθα τον πόνο,
το ίδιο και με τις μαθήτριες που δεν είχαν μάνα, κι άρχιζαν τα παιδιά να κλαιν
την ώρα της κοινής συγκέντρωσης και της γιορτής για τη μάνα, αυτά λέω δεν ξεχνιούνται
ρε μάνα, κάθε γιορτή και τον πόνο της, ήσουν μεγάλη ευλογία, χαιρετισμούς στους
εκεί, προπάντων στη μάνα σου, ετοιμοθάνατη ήσουν και ρωτούσες, «έφαε η μάνα
μου;» άντε καλή ανάπαυση και να τα λέμε.