Ανδρέα
Χατζηχαμπή «Οδυσσέας Αστέρης»
Κυρίες και
κύριοι,
Η ποιητική
σύνθεση του Ανδρέα Χατζηχαμπή «Οδυσσέας Αστέρης»
ήδη από τον
τίτλο μαρτυρεί πορεία, ταξίδι, γνώση κι ανθρωπιά,
αφού ως άνω
θρώσκων ο άνθρωπος είναι φερμένος από τ’ αστέρια
και
γεννημένος για τ’ αστέρια, την άνω πορεία.
Τρεις
ενότητες, Γένεση, Ταξίδι στο βάθος του κόσμου, Νόστος,
που
συμπληρώνονται με επεξηγηματικά, τις Νύξεις
και το Γλωσσάρι.
Δραματικότητα
προσδίδει η εναλλαγή Αφηγητή και Χορού των Ποιητών
και αργότερα
Οδυσσέα Αστέρη και Χορού.
Το πρώτο
μέρος της ενότητας, Η Γένεση, παρουσιάζει
τριτοπρόσωπα τη γέννηση του ήρωα σ΄ έναν τόπο που θυμίζει Αμμόχωστο εξωτερικά
και πνευματικό αγώνα εσωτερικά.
Κι ενώ ο
Αφηγητής παρουσιάζει τον ήρωα,
ο Χορός των
Ποιητών εκφράζει τις διαιώνιες αρχές που διέπουν τη ζωή,
την πάλη
φωτός και σκότους.
Του
αποκαλύπτεται ο κόσμος της γλώσσας και ο κόσμος
του
πνεύματος και της αιωνιότητας.
Στο παιχνίδισμα
των φωτοσκιάσεων παίρνει αρωγούς τους ξακουστούς ζωγράφους,
για να
εποπτικοποιήσει τον λόγο του.
Σκιές και
φως -ως σύμβολα- είναι φορείς άπειρων αντιθετικών εννοιών.
Η γέννηση του
ανθρώπου με τα πνευματικά χαρακτηριστικά του
συνυφαίνεται
έτσι απόλυτα με τον αγώνα του για το φως.
Στη δεύτερη
ενότητα, Ταξίδι στο βάθος του κόσμου,
ο ήρωας
γνωρίζει τον πόλεμο, ο νους πετά στο ΄74,
στα πάθη των
ανθρώπων και της γης μας,
στο
διαχωρισμό και στη διαίρεση.
Η διάσπαση
της εικόνας του κόσμου,
που θα
απαιτεί την ενότητα.
Ταυτόχρονα
το ταξίδι στον μικρόκοσμο αποκαλύπτει τα θαυμάσια και θαυμαστά.
Η προσφυγιά,
η εξορία από τον παράδεισο,
συνταιριασμένη
με τη γενικότερη ανθρώπινη ανεστιότητα.
Το ατομικό
και το γενικό, η διαλεκτική του κόσμου.
Ποιήματα
γεμάτα αγάπη και θαυμασμό για την Ιστορία και Γεωγραφία της Κύπρου,
τις ομορφιές
και τον πολιτισμό της.
Ταξίδια στην
ίδια την ύπαρξη, στον αγώνα να βρει την αθωότητα,
ποιητής και
ποίηση στο διαιώνιο ταξίδι για τον χαμένο παράδεισο,
που
αντιστοιχεί με τον μεγάλο Έρωτα.
Τότε αποκτά ο
ήρωας την αυτογνωσία στην ενότητα,
και μπορεί
πια να γράφει όχι ως αφηγητής αλλά ως Οδυσσέας Αστέρης,
ο ευτυχής επώνυμος
θνητός.
Η
τραγικότητα των ανθρώπων, η αναζήτηση και η ματαίωση,
ο ερχομός
στη γη του καρπού του έρωτα, το παιδί και τα παιδιά,
κι ο αγώνας
τους για φως,
συνταιριασμένος
με τον προσωπικό αγώνα του καθενός για αυτογνωσία
μαρτυρούν
έναν ποιητή με βάθος ψυχής και πλούσιο εσωτερικό κόσμο.
Ο συνδυασμός
του ατομικού με το ομαδικό και το παγκόσμιο,
με την
Ιστορία και την τραγωδία της Κύπρου
αλλά και με
παγκόσμια τραγικά συγκλονιστικά συμβάντα,
θεμελιώνει
σε ζωντανές και πραγματικές διαστάσεις την όλη σύνθεση,
ώστε να
αποκτά βάσεις χρονικές και τοπικές,
και από το
πραγματικό να ανίσταται στον κόσμο των ιδεών.
«Ανέστιοι,
ψάχνουμε την Ιθάκη στα πέρατα του κόσμου, μα η Ιθάκη εντός μας.»
Σκοπός μου
δεν είναι να αναλύσω όλο το έργο.
Οδήγησα,
κατά τις δυνάμεις μου, πιο πέρα από το μέσο, το τέλος κοντεύει,
αλλά κι ο
αναγνώστης του βιβλίου πρέπει να προχωρήσει μόνος.
Χνάρια έχουν
χαραχτεί.
Αυτά έγραφα
σε μια πρώτη παρουσίαση του έργου του ποιητή
Ανδρέα
Χατζηχαμπή Οδυσσέας Αστέρης.
Ύστερα όμως
ήλθε η πρόσκληση και πρόκληση,
να απομονώσω
κάτι από το ποίημα, μια έννοια, μια ιδέα,
και να
ακολουθήσω τ’ αχνάρια της,
και ως
φιλόλογος -φιλών τους λόγους και τον
λόγον - επέλεξα τις λέξεις,
γιατί ψήλωναν
πολύ το χέρι στην ποιητική τάξη,
και με
προσκαλούσαν να τις προσέξω.
Ποίηση χωρίς
λέξεις δεν υπάρχει
και το
ποίημα φωτίζει και φωτίζεται από τον αγώνα του ποιητή με τις λέξεις
να
συναισθανθεί, να σκεφτεί, να εκφραστεί.
Όταν ένας
ποιητής γράφει για τις λέξεις κι επικεντρώνεται σ’ αυτές,
σημαίνει πως
ήδη συνέλαβε όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά το ρόλο τους,
το ουσιώδες
της ύπαρξής τους και τη λειτουργία τους
στη σκέψη
και στο συναίσθημα και στην έκφραση,
αφού χωρίς
αυτές δεν θα ποιούσε.
Οι λέξεις
είναι σημαντικές του τετραπέρατου κόσμου μας,
και μπορεί
να σημαίνουν τα πάντα, φύση, ιστορία, πολιτισμό,
φιλία, έχθρα
και τα σύμπαντα.
΄Ηδη στη
Γένεση, στο πρώτο μέρος της σύνθεσης, ο Οδυσσέας Αστέρης, ο ήρωας,
ταξίδεψε το
φωτεινό ταξίδι του άλγους, μέσα στο παιδικό δωμάτιο,
με το βλέμμα
της σιωπής και τις λέξεις να φέγγουν τις άπιαστες κορφές,
όπου οι
λέξεις καλούν, ωθούν, ελκύουν στη διερεύνηση του κόσμου
και μάλιστα
του υψίστου.
Η είσοδος
εντός τους θα λύσει προβλήματα γνώσεως και αγνοίας,
σύλληψης του
εν χρόνω και του αχρόνου.
Σ’ αυτό το
παιδικό δωμάτιο έμαθε να λαξεύει τις λέξεις,
να τις κάνει
δεμάτια από φωνές, όπως παρουσιάζεται η πρόταση και το νόημά της,
αλλά πλην
του οικείου αντιμετωπίζει ή γνωρίζει και το ανοίκειο
«Πόσο
ευάλωτοι είμαστε στις ανάσες του άλλου,
στου
διπλανού τα θεόρατα βλέμματα, στα κίτρινα λόγια»,
που θυμίζουν
κίτρινο τύπο, ό τι εις τον λόγον κακόν.
Αυτός όμως,
ο ήρως, όσα ονειρεύτηκε «γαλάζιες λέξεις»,
όσα
ονειρεύτηκε γαλάζιο φως,
με την
ποικίλη θετική σημασία του γαλάζιου
από Ελλάδα
και θάλασσα, φως ουράνιο, άληπτο ασύλληπτο.
Ήδη το
οικείο και ανοίκειο, οι πρώτες διερευνήσεις,
τα πρώτα
όνειρα του ανθρώπου συλλαμβάνονται και εκφράζονται
με έμφαση τις
λέξεις.
Στη δεύτερη
ενότητα, Ταξίδι στο βάθος του κόσμου,
ιστορικά
επήλθε η καταστροφή, ύστερα από τη χουντική προδοσία,
την εισβολή
και την προσφυγιά στον τόπο μας,
που
σημαδεύεται με μόνο τον στίχο
«προδομένες
λέξεις».
Αλλά ως
εξόριστος του γήινου παραδείσου βρίσκει αλλού την ελπίδα:
«Εξόριστοι
απ’ τον κόσμο,
συλλέγουμε
φως απ’ τα μάτια των παιδιών και το γράφουμε,
απομονωμένοι
στις σελίδες των αδιάβαστων βιβλίων μας
συλλέγουμε
φως απ’ τα μάτια των λουλουδιών και το γράφουμε-
αναχωρητές
στον κόσμο των λέξεων και της ελπίδας,
αναχωρητές
στον μέλλοντα κόσμο που γεννάται εντός μας.»
Είτε μιλούμε
για τις πλατωνικές ιδέες, των κόσμο των ιδεών
είτε για το
πράγμα καθ’ εαυτό του Καντ,
ο παρών
κόσμος δεν είναι ο πραγματικός,
αφού συνελήφθη
η σημαντικότητα του κόσμου των νοημάτων,
του αφθάρτου
και αιωνίου.
Σ’ αυτό τον
άλλο κόσμο «οι ψαράδες ύφαιναν δίχτυ
να ψαρέψουν
τον πολυπόθητο φλοίσβο των λέξεων»
το άκουσμά
τους, ο ήχος τους.
Αυτό το
ταξίδι στον κόσμο του πνεύματος ευθύνει στην αυτογνωσία,
επιβεβαιώνει
την ταυτότητα.
«Ψέλνει τον
όρθρο της ζωής, τον χερουβικό ύμνο του φωτός.
Η δική μας
θάλασσα
ακρογιαλιές
του Ομήρου, πατημασιές του Ζήνωνα και του Στασίνου.»
Γι’ αυτό η βάση
της δημιουργίας πολιτισμού
Με την
αναφορά στους προπάτορες ποιητές και φιλοσόφους μας
Στις
πνευματικές μας ρίζες
είναι
ανώτερη πάσης άλλης, για το κοινό καλό, την αυτογνωσία και αθανασία.
Το ταξίδι
όμως συνεχίζεται.
Μόνος, με τη
γυμνή του αλήθεια και «μια αράδα λέξεις»
να πασχίζει
να διασωθεί και να διασώσει όσο φως απέμεινε απ’ τα καμένα του κύτταρα.
Βρίσκει την
Άνοιξη μες στην αγκάλη του έρωτα.
Εδώ πια
παύει να μιλά ο Αφηγητής,
αφού με το
άνοιγμα στον άλλο απέκτησε ταυτότητα,
είναι ο
Οδυσσέας Αστέρης,
που θέλει
πια να τραγουδήσει την ευτυχία του.
«Να ‘χα δυο
στίχους άρρητους για να την τραγουδήσω.»
Το άρρητο,
τα άρρητα ρήματα α ουκ εξόν λαλήσαι,
η άφατη
ευτυχία, πέρα πια από τη δύναμη των λέξεων.
Γενικά είναι
σημαντικό στοιχείο της όλης σύνθεσης η άνοδος στα υψηλά,
η υπέρβαση.
Και σε μικρογραφία εδώ το άρρητο, τα άρρητα ρήματα.
Πάνω και
πέρα από τις λέξεις.
Ο ερχομός
του παιδιού συμπληρώνει την ευτυχία:
«ζούσαμε
χρόνια στη νοσταλγία πριν γεννηθείς,
σου γράψαμε
παραμύθι να ‘ρθεις να το ζήσεις.»
Οι λέξεις
όχι μόνο ως ήχος, ως κλήση, ως υπέρβαση αλλά και στη γραπτή τους μορφή.
Η κόρη του
ήλιου γεννήθηκε μες στο ηλιοβασίλεμα με τη χαρά του ήλιου
και το
τραγούδι να ρέει στην ψυχή.
Η σύλληψη
του αιώνιου, του κυκλικού χρόνου, του αιώνιου παιχνιδιού,
στη Μυστική
επιστροφή δίνεται με τους στίχους:
«Όλη μας η
ζωή μια αράδα από σακατεμένα ποιήματα σε μια αρχαία αλφαβήτα.»
Όπως στην
όλη σύνθεση, έτσι και στα επιμέρους, εν προκειμένω στις λέξεις,
η κορύφωση της
πορείας βρίσκεται στο ποίημα Ερευνητές.
«Ερευνούμε
το φως, αναλύουμε το θάμβος των λέξεων,
ζυγίζουμε
τον ήχο τους, ζυγίζουμε την ηχώ τους εντός μας,
σηκώνουμε το
βάρος τους και μεταμορφώνουμε αυτά που έφυγαν
αυτά που θα
‘ρθουν, ανασκάπτουμε την ύλη,
ανασκάπτουμε
τα όστρακα του μυστικού
γινόμαστε
ρήματα για να βρούμε τη μία λέξη,
τον ένα
στίχο, το ένα ποίημα που θα δικαιώσει το δάκρυ ενός θλιμμένου κεριού
και θ’
ανάψει ένα φως στα μάτια ενός παιδιού.
Ποιο είναι
το δικό μας φως; Ποια είναι η δική μας λέξη;
Ποιο είναι
το δικό μας σκότος;»
όπου η
ταυτότητα ανθρώπου και λόγου συλλαμβάνεται και πραγματώνεται οδηγούμενη στην
κορύφωση στο μέσο της ποιητικής αυτής σύνθεσης.
Είναι το
εικοστό έκτο ποίημα. Ακολουθούν άλλα είκοσι δύο.
Δεν
διαλανθάνει όμως της προσοχής του ποιητή
πως υπάρχουν
και οι μεταμφιέσεις της αλήθειας,
που
συνωστίζονται στη ζωή μας, με λέξεις.
Στο
καρναβάλι «τα κίτρινά λόγια» χόρευαν σφιχταγκαλιασμένα,
ενώ χρόνια
οργανώνουν παραστάσεις, τραγωδίες, κωμωδίες, σατιρικά δράματα
με αφελείς
πρωταγωνιστές,
σε ένα
θέατρο σκιών μονολογούν
κι εμπαίζουν
τις τύχες ανυποψίαστων τηλεθεατών.
Πλην της
αρνητικής όψης, άλλη πτυχή είναι η γενίκευση, που διαγράφει την προσωπικότητα. Οι
λέξεις σφραγίδες ή ετικέτες, η ομοιοποίηση ομαδοποίηση,
η διαγραφή
της ταυτότητας στο Παιδί του Αγνοουμένου:
« Από παιδί
για χρόνια κρατούσα στα χέρια μια φωτογραφία του πατέρα των ονείρων μου, τον
είπαν αγνοούμενο.
Χθες μου τον
έφεραν σε ένα κασόνι, τον είπαν ήρωα.
Ενώ ο ίδιος
«είχε τόσα πολλά να πει γι’ αυτόν.»
Ο Απρίλης
νεκρός, την ώρα που το παιδί του περίμενε να τραγουδήσουν οι γοργόνες.
Κι επειδή η
ποιητική σύνθεση βγαίνει από τα τοπικά πλαίσια
και
συλλαμβάνει και τα παγκόσμια προβλήματα,
ιδιαίτερα με
τους θανάτους μικρών παιδιών στους πολέμους
ή στην
προσπάθεια διάσωσής τους,
στον μικρό Aylan, γράφει:
«Μαρτύρησε
κρυφά στο αυτί του Θεού όλα όσα κάνουμε
Πες του για
τα πνιγμένα βιβλία για τα ματωμένα παραμύθια.
Μαρτύρησέ τα
όλα. Μ’ ακούς; Όλα.»
Ήδη όμως το
ταξίδι οδήγησε στον εαυτό, η στροφή εις εαυτόν επετελέσθη,
«Η Ιθάκη
εντός μας».
Τούτο όμως
δεν είναι τελική ανάπαυση αλλά ένας διαρκής αγώνας,
με τα
εμπόδια,
οι ιππότες
με τα γεράκια που χαρίζουν δόξες αστραπής
και ζητούν
να τους παραδώσει εκείνες τις λέξεις που φύλαξε,
αυτός όμως
αρνείται,
«εγώ είμαι
μόνο ένας ζητιάνος των λέξεων,
ένας
υπηρέτης των μοναχικών λουλουδιών,
ένας
δραπέτης αλλοτινών καιρών που πέθαναν.»
Κι έτσι
φτάνουμε στην τρίτη ενότητα, τον Νόστο.
Η επιστροφή
είναι σπαραχτική, γιατί
«Τα
λουλούδια στο διάβα του, εισβολείς από άλλους κόσμου,
μιλούσαν
άγνωστα ρήματα,
νέοι ναοί
έψελναν τον ύμνο της θύελλας.
Η χαμένη
παιδικότητα ή ο χαμένος κόσμος της κατακτημένης μας γης,
κι όμως
μεγάλη η επιθυμία
«ν’ ανάψουμε
μια λέξη, να δακρύσει τα πάθη μας,
να φωτίσει
τα σκοτάδια του κόσμου μας.»
Σαν σε
απολογισμό και ως Πρωτόπλαστος στο ομότιτλο ποίημα
«Από καιρό
θέλησα να βάλω κάποια τάξη…να μετρήσω πόσο φως έχανα …
ρήματα που
μάτωσα, ουσιαστικά που με μάτωσαν…»
Ο λόγος, η
λέξη, η ουσία των πραγμάτων, η ειδή του πνευματικού κόσμου.
Το μέγα
ταξίδι της επιστροφής είναι δύσκολο και οδυνηρό, τα φώτα συνομιλούν,
αλληλομάχονται αλληλοπλέκονται.»
Όμως ο
απολογισμός θα γίνει με λόγια,
«Κι έφτιαξα
πανσέληνους να λάμπουν στα μαλλιά των κοριτσιών
και θάλασσες
να προσκυνούν τα πόδια των αγοριών κι αποστάγματα,
πολλά
αποστάγματα αιθέριων ελαίων, από λέξεις μυστικές, και στίχους ταπεινούς.»
Η
συμπυκνωμένη πείρα και σοφία.
Εν ολίγοις.
Και το
τελευταίο, Το λυκαυγές της μνήμης,
«Τώρα
κοιμάται λαμπερός στην Ακτή των Αχαιών,
αφού πέρασε
απ’ τη ζωή ταξιδευτής
«ένα
αμάραντο πρωινό στο λιβάδι των λέξεων.»
Εν αρχή ην ο
Λόγος, εν κορυφώσει και εν τέλει ο Λόγος.
&&&&&&&
Ήταν μια
προσπάθειά μου να ξετυλίξω τον μίτο του λόγου σε μια αξιόλογη ποιητική σύνθεση.
Ταξιδευτής στην ποίηση του Ανδρέα Χατζηχαμπή,
κατέθεσα τα
ευρήματά μου σε σας το ακροατήριο, που πολύ ευχαριστώ.