Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

 

ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ

1

Δεν είναι καλό, γιε μου, να ενοχλείς τον κόσμο, κάνε τη δουλειά σου ήσυχα και σιγαλά, κι ο βλέπων στο κρυπτό, κι έτσι γινόταν, έγραφε, ζωγράφιζε, μόνος του κατασκεύασε ένα μικρό γραφειάκι, απαραίτητο για να νιώθει το δικό του χώρο και μέσα στο σπίτι του ακόμα, δεν ήταν πως τον ενοχλούσαν οι άλλοι, μια χαρά τα περνούσαν, όλοι αγαπητοί, ο πατέρας η μητέρα ο παππούς η γιαγιά η θεία οι θείοι τα ξαδέλφια, κάποτε τους μέτρησε, βγήκαν δεκατρείς, ερχόταν κι έμενε μαζί τους κι η νονά του μεγάλου ύστερα από το θάνατο του Χριστόδουλού της, κι ο θείος Τάκης από την Αφρική, Λάγος έλεγε, Νιγηρία, κάτι παπούτσια που έφερνε όλη σόλα κρεπ, μάλλον θα απαγορεύτηκε αργότερα, έκαμνε όμως με τη βενζίνη δυνατή γόμα, για όλες τις δουλειές, κι ήταν καλή και για το γραφειάκι, να κολλά εκεί που δεν έμπαινε καρφί, μόνο με καρφιά δούλευε, δεν ήξερε τα άλλα τερτίπια των μαστόρων, κι αυτοί δυσεύρετοι, ή, όσοι ήξεραν να καρφώνουν μια σπόντα έγιναν εργολάβοι μετά το 74, κόσμος και κοσμάκης ξεσπιτωμένος, από την τουρκική εισβολή, όχι πόλεμο του 74, γιατί αυτό που έγινε ήταν προδοσία, δασκαλικά πράματα, το ’λεγε και το ξανάλεγε στον καφενέ, εκεί στα Ελευθέρια, ώσπου έκλεισαν τον καφενέ οι οηέδες, «παραπονιούνται οι τούρκοι πως τους παρακολουθούν», αυτή τη δικαιολογία έδωσαν, και μείναν χωρίς δουλειά κι ο θείος Αντρέας κι η θεία Μαρούλα, κυβερνήτες του καφενείου για χρόνια, όταν οι οηέδες ήρθαν για πρώτη φορά στη γειτονιά, εκεί σύχναζαν, δανοί, σουηδοί, με χόντοκ, τηγανητό κρεμμύδι, και πολύ ουίσκι κατακαλόκαιρα, ιδρωμένοι καταϊδρωμένοι, έδειχναν να αγαπούν τον τόπο, διακοπές ένιωθαν πως έκαμναν, ώσπου αποδείχτηκε πολλές φορές το αντίθετο, εμπιστοσύνη μην έχεις, μα τη Μαρούλα την αγαπούσαν, μικροσκοπική καθώς ήταν και πάντα γελαστή, τους περιποιόταν σαν μάνα, φωτογραφίες έβγαλαν μαζί της πολλές, τις έστελναν στην πατρίδα, και στην εφημερίδα κάποτε την έβαλαν, Σουδία Δανία, κάτι τέτοιο! Το καφενείο έγινε φυλάκιο, έμεινε μόνο μέσα ένα μεγάλο μπιλιάρδο, δεν μπορούσαν να το σηκώσουν βαρύ βαρύ, με κάτι μεγάλα τορνευτά πόδια, κόσμος και κοσμάκης περνούσε εκεί τον καιρό του παίζοντας, άλλοι χαρτιά στο δωματιάκι, άλλοι τάβλι στο δρόμο τα καλοκαίρια, μια όαση ανθρωπιάς, μέσα στη μεγάλη γειτονιά. Ιδιαίτερα το 63-64 πέρασε από εκεί όλο το αντρολόι της Λευκωσίας, άλλοι φύλακες τα πρωινά, άλλοι νυχτερινή βάρδια, ό τι έγινε σ’ αυτό τον τόπο από εθελοντές έγινε, από λάτρεις της πατρίδας και της ελευθερίας της, χωρίς μισθό, παρά κανένα πακέτο τσιγάρα, έτσι έμαθαν πολλοί το τσιγάρο τότε, δωρεάν, στα φυλάκια. Κι ύστερα, αυτό το 63-64 το εκμεταλλεύτηκαν οι οχτροί, ξένοι και δικοί, «θέλατε να σκοτώσετε κόσμο, να τον ξεσπιτώσετε, εγκληματίες», κι άλλα τέτοια τέτοιες μέρες που τα θυμάμαι, από το 56 στο στόχαστρο μας έχουν, τη γειτονιά κομματάκια κι αγνώριστη, ερημιά και ερείπια, κι ύστερα να σου λεν, οι πούαρ τερκς…Μνημόσυνο πάντα κάναμε αυτές τις μέρες στην εκκλησιά για τους πεσόντες την εποχή εκείνη, 63-64, μνημόσυνο και τώρα, κι ας μην έχουμε κόσμο στην εκκλησιά.

2,

Όπου και να ταξίδεψε, σπουδές, δεν του άρεσε να μιλά γι’ αυτές, παρά μόνο λίγο στις αρχές, όταν επέστρεφε, στη γειτονιά ή στα «χρόνια εκείνα τα παλιά», που ‘λεγε και το τραγούδι κάποτε, άλλος κόσμος, άγνωστος στους σημερινούς, ούτε τηλεόραση ούτε κομπιούτερ τότε, πολύς χρόνος των ανθρώπων για τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τις γιορτάρες μέρες της χριστιανοσύνης, Χριστούγεννα και μεγάλη βδομάδα, τ’ άη Κωνσταντίνου και της Αναλήψεως, οικογενειακές γιορτές, τα Χριστούγεννα, εκεί στο μικρό σπιτάκι, που έμενε ο παππούς και η γιαγιά, κολλημένο στο δικό τους, όλα κοινά, μια μεγάλη δίχωρη, τσιμέντο στο δάπεδο κι ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, με το σκλουβέρι του, ένα πορτάκι στο δρόμο, Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, το χειμώνα μαγκάλι με κάρβουνα, τι μαγκάλι, μια παλιά χύτρα, έβαζαν τα κάρβουνα, τα άναβαν, και κανένα διχτυωτό από πάνω για καπήρες, ήταν καιροί που ήταν της μόδας κι ο αμίαντος(!) για να ψήνουν ελιές και καπήρες,  και δώστου την καπήρα και τις ελιές, κι όταν πλησίαζε του αγίου Βασιλείου άρχιζε το παιχνίδι με τα φύλλα της ελιάς στα κάρβουνα, «άη Βασίλη βασιλιά δείξε και φανέρωσε αν μ’αγαπά η…» εδώ κοκκίνιζε, δεν έλεγε το όνομα, στο νου του όμως και στην καρδιά η μικρούλα γειτόνισσα, η αγάπη του. Κι αν πηδούσε το φύλλο της ελιάς τον αγαπούσε κι αν καιγόταν καιγόταν κι ο ίδιος, λυπημένος στεναχωρεμένος, κι ο καθένας το φύλλο του και την αγάπη του. Ήταν νύχτες που πολύ πήγαινε και το λαδάκι στο πιάτο, φρέσκο με λεμόνι και αλάτι, η πρώτη ύλη μαζί με την κόρτα στα κάρβουνα, χαρά Θεού, που θυμόταν κι ο παππούς το χωριό του, τον πατέρα και τ’αδέλφια του, έπινε και καμιά οντζιαρού μονάστερη, άσπρο κονιάκ το έλεγαν,  χύμα από τον μπακάλη τον Κυριάκο, ήξερε και τα απολυτίκια των ημερών και μαζί ψάλλανε, ν’ακούει η γιαγιά να ευφραίνεται, η μεγάλη μεζετζού της οικογένειας.

3.

Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι, φιλειρηνικοί, εργατικοί, της αγάπης και της προσφοράς, «δίνε παιδί μου να πλουτίσεις», έλεγε η μάνα μου, έζησαν ήσυχα και με τους τούρκους της γειτονιάς, τους σέβονταν και ήταν σεβαστοί, δίπλα σχεδόν στο σπίτι μας, προς το τέλος της Αυτοκρατείρας, έμενε τούρκος παπλωματάς, κατά νόμο, αφού ήταν ο μωαμεθανός μουχτάρης της περιοχής έπρεπε και να διαμένει στην περιοχή, γεμάτος, φαλακρός, πάντα λευκό πουκάμισο μακρομάνικο, η γυναίκα του πάντα με το μαύρο φερετζέ και τις κόρες να φωνάζουν όλη μέρα «αννέεε ανεεεε», μάνα μάνα, η γιαγιά έραψε κοντά της φορέματα, το ΄μαθα αργότερα, η μάνα είχε την δική της ράφταινα, την Τζιυρκωτού, γειτόνισσα και φίλη, ο Μεμέτης ερχόταν το πρωί με το ποδήλατο, ένα μεγάλο τσίγκινο δοχείο κρεμασμένο στο πίσω μέρος,  κι έφερνε γάλα, το ζύγιζε με το μεταλλικό του δοχείο, τον περίμενε η γιαγιά, ο Αλής ήταν ο χαμάλης στου θείου του Αντρέα στο δερματοπωλείο, στη μετακόμισή του στο σπίτι στο Λυκαβηττό έφαγε λουκάνικο με την ψυχή μου, κουρασμένος και καταϊδρωμένος, ξερακιανός, μαυριδερός, ίδιος τούρκος,  από την αυτοκρατείρας Θεοδώρας περνούσαν για να παν στο παντοπωλείο καθημερινά και χαιρετούσαν, ένας  χασάπης, ίδιος Ντεκτάς, το σπίτι του στο τείχος, εκεί που με παίρνουν χρόνια τώρα τα όνειρά μου, ήταν τα στερημένα μας παιδικάτα, οι τόποι που αγαπήσαμε και τους χάσαμε, ο περίπατος ως του Τσακλαγιάν, η Μεγάλου Κωνσταντίνου, με την περβόλα που παίζαμε μπάλα, με τα χειροποίητα δίχτυα και το κατ’ οικονομίαν γήπεδο. Άρχισε ο αγώνας της εοκα, στη γειτονιά,  εκ των υστέρων τα μαθαίνουμε, μεγάλη μυστικότητα, σπίτια με όπλα, ορκωμοσίες ομάδων, ετοιμασίες ακόμα και να φιλοξενήσουν τον Διγενή, αλλά σε λίγο καιρό αρχίζουν οι πρώτες επιθέσεις των τούρκων εναντίον του αγίου Λουκά, ενορία με λίγους χριστιανούς, οι μαθητές έρχονταν στο δημοτικό του αγίου Κασσιανού, νοικοκυραίοι οι γονιοί τους, και μια νύχτα τους καίνε την εκκλησιά, κι  ο που φύγει φύγει, το κάψιμο ήταν η τέχνη τους, πάντα δικαιολογίες έβρισκαν οι ππούαρ τέκρς, σημασία έχει πως το σχέδιο ήταν να διχοτομηθεί η Χώρα κι η Κύπρος, να καταστραφεί η Ερμού, η εμπορική οδός, να διωχτούν οι Έλληνες από το παντοπωλείο κι από τα σπίτια και τις περιουσίες τους, ο μηχανισμός έβρισκε στιβαρό σύμμαχο τον εγγλέζο, «διαίρει και βασίλευε», και στο τέλος όλα γίνονταν εις βάρος μας, ενώ εμείς πολεμούσαμε να ελευθερωθούμε από την Αγγλία και να ενωθούμε με την Ελλάδα, αίμα και δόξα και αναπτερωμένο ηθικό όσο ποτέ άλλοτε στην σύγχρονη ιστορία μας. Όσο και να τα θυμάται κανείς, η αδικία βαριά, το κακό μεγάλο, που έπαθαν οι πολλοί από τους λίγους, οι γριστιανοί ‘που τους μωαμεθανούς, οι έλληνες από τους τούρκους της Κύπρου.

4.

Κι έτσι ζήσαμε και την εποχή του αγώνα της ΕΟΚΑ. Οι μικροί κι οι μεγάλοι μπόρεσαν να ξοδέψουν δυνάμεις για την ελευθερία του τόπου, διαδηλώσεις, ξύλο, φωνές, δακρυγόνα, με τη σημαία την ελληνική μπροστά κι ό τι θέλει ας γίνει, άλλοι όμως ήταν στα βουνά και πολεμούσαν και σκοτώνονταν, ενθουσιασμός στις πόλεις και στα χωριά στον κάθε θάνατο, άλλοι στην κρεμάλα, μετρημένοι, θαμμένοι στο προαύλιο των φυλακών, η ύβρις δεν έχει όρια, η άτη τρελαίνει το νου,  κι η τίσις, μάχαιραν έδωσες μάχαιραν λαμβάνεις και όχι μόνο, μεταφυσικά πράματα, μην τα περιμένουμε στη φυσική μας κατάσταση, κι αυτή μπατάλικη στα βαλτονέρια! Την Ελλάδα τη θεωρούσαμε τη μεγάλη αγαπημένη, γαλάζια, τέλεια ομορφιά, το ιδανικό των ιδανικών, όταν ζωγραφίζαμε ελληνικές σημαίες στον πίνακα στις εθνικές επετείους βάζαμε και τη δάφνη πράσινη γύρω γύρω, ό τι ελληνικό ήταν το εξαίσιο, το υπέροχο, η ελληνική μας ιστορία όλη δόξα όλη χάρη, η ένωση με την Ελλάδα ήταν ένας πόθος μεγάλος, καταλάμβανε όλο το είναι μας. Ο μεγάλος μας έρωτας. Στην Πέμπτη τάξη Γυμνασίου ήταν η χρυσή μας ευκαιρία, ταξίδι στην Ελλάδα φιλοξενημένοι από το εκεί Υπουργείο Παιδείας, ο Αδρίας, ένα μικρό καράβι, φορτωθήκαμε, στη διαδρομή  έπιασε φουρτούνα, ένα μοναδικό σκαμπανέβασμα, ένα μήνα που μέναμε στο Γυμνάσιο στο Μαρούσι το σκαμπανέβασμα συνεχιζόταν μόλις πέφταμε στο κάμπετ, μα είχαμε να δούμε τόσα πολλά, να θαυμάσουμε και να μη χορταίνουμε ιστορία κι ομορφιά, να τι θα πει Ελλάδα! Ήταν συνοδός μας τότε ο Ανδρέας Χριστοφίδης, νέος άνθρωπος, διαβασμένος όσο κανένας άλλος, ενθουσιώδης, παρόλο που δεν μας ήταν καθηγητής, έγινε φίλος με τους μαθητές, δικός μας άνθρωπος, μας άνοιξε τα μάτια στη λογοτεχνία προπάντων, μας ξεναγούσε με τον θαυμαστό δικό του τρόπο. Το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν το μεγάλο αντίδοτο του πένθους, δεν πετύχαμε την ένωση, αλλά μπορούσαμε πια να ξέρουμε και να νιώθουμε τι είναι Ελλάδα, έστω κι αν γνωρίσαμε την επιφάνεια μόνο, αργότερα όταν φοιτήσαμε στο Αθήνησι γνωρίσαμε και το καραμανλικό αστυνομικό κράτος, και τη φτώχεια του λαού και τα προβλήματα, μα η Ελλάδα ήταν η μάνα μας, η γαλανόλευκη ομορφιά μας, η ιστορία κι η θρησκεία μας, ο βαθύς εαυτός μας.

5,

Γι’ αυτό πήγαμε στην Ελλάδα να σπουδάσουμε και δεν το μετανιώσαμε, καλά η απογοήτευση πολλών από τα ιδανικά να πέφτουμε στην πραγματικότητα, εκείνοι όμως ήξεραν να το γλεντούν, και με τα τόσα βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ναι, γύρω στην Τρίτη Γυμνασίου άρχισα να καταλαβαίνω πως μου αρέσουν τα κείμενα, διάβαζα ήδη αρχαία ελληνικά στην εκκλησιά, ήξερα από στήθους σελίδες και σελίδες, μια μεγάλη αγάπη η ποίηση, η πρώτη Ανθολογία του Ρένου Αποστολίδη, ήδη η απόφαση για φιλολογία ήταν παρμένη, παρόλες τις αντιξοότητες της γραμματικής και του συντακτικού που δεν χώνευα, ήταν και τα χρόνια των διαδηλώσεων, των κλειστών από τους εγγλέζους σχολείων, κείμενα να διάβαζα, αυτό καταλάβαινα πως μου άρεσε κι ως  σήμερα αυτό καταλαβαίνω, μακριά τα περιττά. Όσοι σπούδασαν στην Ελλάδα δεκαετία του εξήντα θυμούνται την κοσμοσυρροή στο λιμάνι της Λεμεσού, λεωφορεία από τα χωριά να φέρουν φοιτητές, αυτοκίνητα ιδιωτικά της εποχής, να φορτώσουμε στις μαούνες κι ύστερα ν’ ανέβουμε στο πλοίο που δεν μπορούσε να πλησιάσει τότε στη στεριά, στο λιμάνι, με τις κάσες τα γάλατα βλάχας, τα χαλλούμια και τις βαλίτσες, τα κρεβάτια, κι όταν φτάναμε στον Πειραιά οι τελωνειακοί να ζητούν να δουν τα χαλλούμια, ή κανένας ναυτικός να μας πασάρει καμιά κούτα τσιγάρα να του βγάλουμε έξω, θα περίμενε ο συγγενής του και άλλα τέτοια της καλαμαριάς, κι εμείς αόμματοι, κι η πρώτη έκπληξη, μας άκουαν που μιλούσαμε την κυπριακή, «τι γλώσσα μιλάτε ρε παιδιά, ιταλικά μιλάτε στην Κύπρο;» Με το φορτοταξί, τρίτροχο,  φορτωμένο από Πειραιά Αθήνα, ημιυπόγεια ως επί το πλείστον τα φοιτητικά μας, Αμπελοκήπους Φθιώτιδος το πρώτο,  ομαδική ζωή, με τους φίλους και αχώριστους,  μαζί στο πανεπιστήμιο, στο εστιατόριο στα θέατρα και στα σινεμά, είδαμε κι ακούσαμε, ήμαστε μια ευτυχισμένη γενιά, του Χατζηδάκι, Θοδωράκη, Ξαρχάκου, του Εθνικού Θεάτρου με Μινωτή και Παξινού, Κωτσόπουλο και Συνοδινού, Θέατρο Δημήτρη Μυράτ και άλλα και άλλα, το καλοκαίρι με τον Οικονομίδη στο Άλσος, και προπάντων Ωδείο Ηρώδου του Αττικού με αξέχαστες τραγωδίες και κωμωδίες, στα σινεμά κινηματογραφικά έργα μοναδικά της εποχής, κλασσικά πλέον, τι ιταλικά, ρωσικά, ελληνικά, ήταν πράγματι για μας τότε η Αθήνα Κυπρίων παίδευσις, και τα εστιατόρια της εποχής, της συνάντησης των πάντων, η Φοιτητική Λέσχη για πολλούς, κι εμείς στην Αύρα της Κύπρου, τέρμα Αλεξάνδρας, Θων, κι ύστερα μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκι παραπλεύρως. Το πανεπιστήμιο με τα προβλήματα και τους καθηγητές, στη Σόλωνος τα κτήρια, μια μυρουδιά αλλιώτικη, βαβούρα και φοιτηταριό να ανεβοκατεβαίνει τις μεγάλες σκάλες, πανεπιστημιακοί άλλοι ζόρικοι άλλοι της επίδειξης, λίγοι αγαπητοί, ο Τωμαδάκης, Σύλλαβος Βυζαντινών Μελετών και Κειμένων,  ο Θεοδωρακόπουλος της Φιλοσοφίας, ήταν όμως και σοβαροί, ο Τζανετάτος αγγλοθρεμμένος των αρχαίων, ο Μαρινάτος, ξακουστό όνομα της αρχαιολογίας, Κοντολέων, βυζαντινή αρχαιολογία ενενήντα σελίδες, χωρίς εικόνα όμως αρχαιολογία δεν μαθαίνεις, ας ήταν καλά το βιβλίο του Σωτηρίου, ο Κουρμούλης γλωσσολογία, ήταν ένα σεφέρι πρύτανις δεν τον βλέπαμε, στο τέλος όλα τα ήθελε, «εγώ τα είπα», έλεγε, ο Παπασταύρου, «στο βιβλίο μου τα λέω καλύτερα», ο Κόλιας, ο Ζώρας, Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και να θέλει να εξετάζει πτυχιακές προφορικά με ακροατήριο,  Απόστολος  Δασκαλάκης, εξετάσεις,  « δώστε μου ένα βιβλίο», ανοίγει τυχαία στις τελευταίες σελίδες, «εισαγωγές και εξαγωγές της Ελλάδας κατά την περίοδο της επανάστασης», δίνουμε την κόλλα και φεύγουμε,  Κορρές, άλλος των αρχαίων, o Βουρβέρης με τον Φιλοκτήτη του,   Ηλιόπουλος, φοβόσουν μην ανοίξει το στόμα, Λουιζίδης, λατινικά  αυτοί οι δυο, Πατριαρχέας «διά την προαγωγήν του πολιτικού και κοινωνικού βίου», Σπετσιέρης, αντιπαιδαγωγός που δίδασκε Παιδαγωγικά, έκαμνε το μάθημα στο παλιό πανεπιστήμιο στην Πανεπιστημίου, γνωρίσαμε και το Πειραματικό Αθηνών, να παρακολουθούμε πώς διδάσκουν, Σπυριδάκης λαογραφία, ο Μερεντίτης μάθημα δεν μας έκαμε αλλά εξέτασε αρχαία στις πτυχιακές, προφορικά, χωρίς κείμενο, εμείς έπρεπε να έχουμε αποστηθίσει από όλους τους συγγραφείς απόσπασμα, κι από όποιον σου ζητούσε εσύ θ’ άρχιζες το κομμάτι σου, Διονύσιος Ζακυθηνός βυζαντινή ιστορία,  έστω μνημόσυνο των δασκάλων μας, όλοι τους μας έριξαν στον ωκεανό και μας είπαν «κολυμπήστε» και κολυμπήσαμε.  Στο πρώτο έτος παρουσίες γυμναστικής παρακαλώ, και πληρωμή για εξέταστρα, ξημερωνόμαστε στο ταμείο Σόλωνος υπόγεια, ύστερα σταμάτησε το κακό, αλλά έμενε ως το τέλος το άλλο μεγάλο, ο κλητήρας, για να μάθεις τα αποτελέσματα έπρεπε να βάλεις χέρι στην τσέπη σου.  Ήταν οι καιροί των φοιτητικών απεργιών, ένα ένα τέσσερα και δεκαπέντε τοις εκατό για την παιδεία, η μια απεργία πίσω από την άλλη, η μεγάλη των Θεολόγων, διάβασμα μεταμεσονύκτιο, μιλούσαμε στον ύπνο αρχαία και λατινικά. Τις αποκριές το γλεντούσαμε στην Πλάκα, κόσμος πολύς, και την Καθαρά Δευτέρα στον Μαραθώνα ή κανένα κοντινό νησάκι, Πόρος, Αίγινα, τα καλοκαίρια πριν έρθουμε στην Κύπρο στη Βουλιαγμένη για μπάνια, εκκλησιά ήταν η Μητρόπολη, κοντά μας ο Άης Δημήτρης, η αγία Τριάδα, Πάσχα πάνω στο Λυκαβηττό, μέναμε τότε Δαφνομήλη, ζεστό ψωμί από τον φούρνο απέναντι από μια σπιταρώνα, βγαίναμε έξω να ζεσταθούμε, μέσα στις γωνιές φύτρωναν μανιταράκια, πήγαμε κι εμείς στο Μοναστηράκι να βρούμε καμιά σόμπα πετρελαίου, μας έμενε να κυκλοφορούμε σπίτι με πανωφόρια. Από μουσεία δόξα τω Θεώ, ήταν και στα μαθήματά μας και η Ακρόπολη και το μουσείο της, και το βυζαντινό, είχαμε κοντά και τη Γεννάδιο βιβλιοθήκη, είδαμε και διαβάσαμε. Ήρθε και το 63-64 και χαθήκαμε από τα σπίτια μας, οι νοικοκυρές να τρελαθούν, στην αστυνομία να αναζητούν τους φοιτητές που άφησαν τα σπίτια και κανείς δεν ξέρει πού είναι, κι εμείς στο στρατόπεδο στη Χαλκίδα, κατάκλειστοι να γυμναζόμαστε στα  στρατιωτικά, για να ρθούμε στην Κύπρο να πολεμήσουμε τους τούρκους που ξεσηκώθηκαν Χριστούγεννα, ή να στελεχώσουμε την μελλοντική Εθνοφρουρά, και ποιος σας έφερε, κανείς δεν ήξερε, μαζί μας στο πλοίο από Μεγάλο Πεύκο και ο Γρίβας και τάγμα φαντάρων ελλαδιτών, με τα πολιτικά τους. Από την πρώτη χρονιά ζήσαμε στην Αθήνα  το καραμανλικό κράτος, αστυνομικό κράτος για την ακρίβεια, αμερικανοκρατία, όσα είχαμε στην Κύπρο με τους εγγλέζους τα ξαναβρίσκαμε μπροστά μας, «την ταυτότητά σου, πού γυρίζεις τέτοια ώρα, πού πας και πούθε έρχεσαι», ανάκριση στο δρόμο, ως που το χωνέψαμε κι αυτό.  Με τον Γεώργιο Παπανδρέου άλλαξαν τα πράματα, ξεθάρρεψε ο κόσμος, μίλησε, εκφράστηκε, ελευθερώθηκε, ανέπνευσε. Με τη μεγάλη του περιοδεία τότε με τον «ανένδοτο αγώνα», βρήκαμε ευκαιρία να ταξιδέψουμε δωρεάν με τα πούλμαν σ’ όλη την Πελοπόννησο, ο Παπανδρέου μιλούσε από τα μπαλκόνια κι εμείς γυρίζαμε στην πόλη, να δούμε και να μάθουμε, ακολούθησαν οι «αποστάτες», «είχες τα στήθια άσπρα σαν τα γάλατα και μου’ λεγες γαργάλα τα» για τον Νόβα, ακαδημαϊκό, πολιτικό, άντε και ποιητάκο, που τον παραλάμβανε ο Ψαθάς στα Νέα και το γλεντούσαμε, άλλος ο Παλαιολόγος στο Βήμα, ήταν καιροί που οι κυριακάτικες εφημερίδες ήταν σωστό πανεπιστήμιο ή καλύτερα σχολή καλών τεχνών και πολιτισμού. Ήρθε η δικτατορία, τανκς παντού, μετρημένοι βγαίναμε στο δρόμο μην είμαστε πέντε και άνω γιατί πυροβολούσαν τα φαντάρια στις γωνιές των δρόμων ένοπλα, ευτυχώς δεν την έζησα παρά μόνο λίγες μέρες, τέλειωσα κι έφευγα, την καλύτερη για μένα περίοδο, και ποιος ανεχόταν δικτατορίες και τέτοιους!

6.

Όταν πέθανε ο πατέρας κι η μητέρα, το σπίτι εκείνο έμεινε μόνο, μαράζωνε, τα παράθυρά του πρώτα άρχισαν να σκεβρώνουν, να ρίχνουν τις μπογιές, οι εξωτερικοί τοίχοι διαβρωμένοι, πού εκείνη η μεγάλη ξώπορτα, η αυτοκρατορική, με το φεγγίτη -«1912»- έλεγε, παλιά ήταν μύλος όλο το σπίτι, νερό έτρεχε και άλεθαν, καμάρες μεγάλες με πουρί, σιγά σιγά το χώριζαν με παγδατί, ένα ξύλινο τελάρο και μπακλαβαδωτά χωρίσματα, με πετραδάκια και γύψο στα ενδιάμεσα, ελαφρό, αλλά τη δουλειά του την έκαμνε, κι έτσι βρέθηκε η οικογένεια με δωμάτια κι ένα ακόμα στο ανώι, με εσωτερική αυλή παρακαλώ, να βρέχει και να μπαίνουν τα νερά παντού, ώσπου την κάλυψαν με τζάμια πάνω ψηλά, κι έτσι είχαν και πολύ φως και νερά δεν έπεφταν.

Εκείνο το σπίτι είδε πολλή αγάπη, ολωνών, καυγάδες μηδαμινοί, η μάνα πάντα μαγείρευε και για τον αναμενόμενο, δυο τρία πιάτα παραπάνω, γιατί πάντα θα ερχόταν ο συγγενής, από την Κυθρέα ή το Βουνό ή τη Λακατάμια, αυτά ήταν χωριά τότε, ο κόσμος όταν κατέβαινε στη Λευκωσία έκανε τις δουλειές του και περίμενε την ώρα να ξεκινήσουν τα αυτοκίνητα από το χάνι, στο μεταξύ ήταν ευτυχισμένοι γιατί είχαν δικούς στη Χώρα και μπορούσαν να τους επισκεφτούν, να φαν ένα κομμάτι ψωμί, ένα γλυκό καρυδάκι, να πιούν ένα καφεδάκι ή, αν ήταν μεσημέρι, το τραπέζι ήταν στρωμένο για όλους. Και βέβαια δεν έμενε πάνω τους, γιατί στην πρώτη επίσκεψη στα χωριό θα ανταπέδιδαν με χίλια δυο καλούδια. Αν είσαι βέβαια επιστήμονας, κοινωνιολόγος που λεν, θα μου πεις, «η ανάγκη βλέπεις, όταν βρεθεί σε ξένο τόπο ο άνθρωπος θέλει κι ένα δικό, το λέει και η παραλογή, ο Κωσταντής να την παντρέψει την Αρετή στα ξένα, όταν βρεθεί εκεί, να έχει μια αδελφή να τον φιλοξενήσει», ωραία κι η φιλοξενία, ωραίο και το ποίημα, όσοι το διάβασαν και τους άρεσε δεν το ξεχνούν, η Μνημοσύνη δεν είναι τυχαίο που στέφθηκε μάνα των Μουσών.

Γερασμένος τώρα, ή με πολλά χρόνια στη ράχη, με παιδιά και με εγγόνια, κατεβαίνει τις Κυριακές στη γειτονιά, να ξαναζήσει το πνεύμα, που χάθηκε στον αέρα, κάτι ανακαινισμένα σπίτια αγνώστων, κάτι επεμβάσεις του Δήμου, χάλασε το κιρίζι  του νερού μέσα στο δρόμο, κι η βρύση κοντά στην εκκλησιά κι οι γειτόνοι παρμένοι στον άλλο κόσμο, μπακάληδες κανένας, πού ο Κυριάκος, ο Πλουτής, ο Βάσος, ο Αριστοτέλης, τα Ελευθέρια ισοπεδωμένα σχεδόν, μια ερημιά στην ψυχή, ένα σφίξιμο στην καρδιά, κάτι φαντάροι, άγνωστοι κι αυτοί, γατιά σκυλιά στους δρόμους, πώς πέρασαν τα χρόνια, οι τόποι, οι άνθρωποι, ο ίδιος μάλλον έχει αλλάξει, συλλαμβάνει κάτι παραξενιές, σιωπά, θέλει πάλι τη γωνιά του, το γραφειάκι του, τι να ‘γινε εκείνο το χειροποίητο, και σκεφτόταν πως έπρεπε να του βάλει και κλειδωνιά, και δεν το κατόρθωσε, ανοιχτό έμεινε κι η μάνα του βρήκε κάτι φυλλάδια της εοκα, κάτι διαταγές με κεφαλαία γράμματα, «να γίνει συγκέντρωση στο γνωστό χώρο στις τρεις το απόγεμα και θα πάρετε οδηγίες, απόλυτη εχεμύθεια»… κατάλαβε τότε η μάνα και τον πήρε παράμερα, στη γωνιά του δωματίου του, να προσέχεις γιε μου, τούτο μόνο.

‘Ηταν αυτός που πρόσεχε, ήταν ο φύλακας άγγελος, μάλλον το δεύτερο, τι θα γινόταν με εκείνο το φορτηγό που τον κτύπησε στο σταυροδρόμι, τον πέταξε από το ποδήλατο και το άλλο και το άλλο, φέρνει στο νου του κάτι δυστυχήματα, και βγαίνει σώος και αβλαβής, να τα απαριθμεί, να ευχαριστεί το Θεό που ανήκει στους ζώντες, φίλοι του, δικοί του άνθρωποι, από καιρό πήραν την άλλη όχθη, τους θυμάται, τους μνημονεύει, έρχονται στο νου του οι στιγμές, οι σκηνές, η απουσία λευκό πανί, κενό, κι αυτός κρατιέται με την πίστη πως ο φύλακας άγγελος δεν θα πάθει κανένα δυστύχημα, δεν θα του προκαλέσει ο ίδιος κανένα δυστύχημα, δεν θα τον διώξει με καμιά του συμπεριφορά ανάρμοστη που λεν, και ζει μαζί του και το χαίρεται.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

μνημοσύνη 2

 Όπου και να ταξίδεψε, σπουδές, δεν του άρεσε να μιλά γι’ αυτές, παρά μόνο λίγο στις αρχές, όταν επέστρεφε, στη γειτονιά ή στα «χρόνια εκείνα τα παλιά», που ‘λεγε και το τραγούδι κάποτε, άλλος κόσμος, άγνωστος στους σημερινούς, ούτε τηλεόραση ούτε κομπιούτερ τότε, πολύς χρόνος των ανθρώπων για τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τις γιορτάρες μέρες της χριστιανοσύνης, Χριστούγεννα και μεγάλη βδομάδα, τ’ άη Κωνσταντίνου και της Αναλήψεως, οικογενειακές γιορτές, τα Χριστούγεννα, εκεί στο μικρό σπιτάκι, που έμενε ο παππούς και η γιαγιά, κολλημένο στο δικό τους, όλα κοινά, μια μεγάλη δίχωρη, τσιμέντο στο δάπεδο κι ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, με το σκλουβέρι του, ένα πορτάκι στο δρόμο, Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, το χειμώνα μαγκάλι με κάρβουνα, τι μαγκάλι, μια παλιά χύτρα, έβαζαν τα κάρβουνα, τα άναβαν, και κανένα διχτυωτό από πάνω για καπήρες, ήταν καιροί που ήταν της μόδας κι ο αμίαντος(!) για να ψήνουν ελιές και καπήρες, και δώστου την καπήρα και τις ελιές, κι όταν πλησίαζε του αγίου Βασιλείου άρχιζε το παιχνίδι με τα φύλλα της ελιάς στα κάρβουνα, «άη Βασίλη βασιλιά δείξε και φανέρωσε αν μ’αγαπά η…» εδώ κοκκίνιζε, δεν έλεγε το όνομα, στο νου του όμως και στην καρδιά η μικρούλα γειτόνισσα, η αγάπη του. Κι αν πηδούσε το φύλλο της ελιάς τον αγαπούσε κι αν καιγόταν καιγόταν κι ο ίδιος, λυπημένος στεναχωρεμένος, κι ο καθένας το φύλλο του και την αγάπη του. Ήταν νύχτες που πολύ πήγαινε και το λαδάκι στο πιάτο, φρέσκο με λεμόνι και αλάτι, η πρώτη ύλη μαζί με την κόρτα στα κάρβουνα, χαρά Θεού, που θυμόταν κι ο παππούς το χωριό του, τον πατέρα και τ’αδέλφια του, έπινε και καμιά οντζιαρού μονάστερη, άσπρο κονιάκ το έλεγαν, χύμα από τον μπακάλη τον Κυριάκο, ήξερε και τα απολυτίκια των ημερών και μαζί ψάλλανε, ν’ακούει η γιαγιά να ευφραίνεται, η μεγάλη μεζετζού της οικογένειας.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Μνημοσύνη

 

ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ

Δεν είναι καλό, γιε μου, να ενοχλείς τον κόσμο, κάνε τη δουλειά σου ήσυχα και σιγαλά, κι ο βλέπων στο κρυπτό, κι έτσι γινόταν, έγραφε, ζωγράφιζε, μόνος του κατασκεύασε ένα μικρό γραφειάκι, απαραίτητο για να νιώθει το δικό του χώρο και μέσα στο σπίτι του ακόμα, δεν ήταν πως τον ενοχλούσαν οι άλλοι, μια χαρά τα περνούσαν, όλοι αγαπητοί, ο πατέρας η μητέρα ο παππούς η γιαγιά η θεία οι θείοι τα ξαδέλφια, κάποτε τους μέτρησε, βγήκαν δεκατρείς, ερχόταν κι έμενε μαζί τους κι η νονά του μεγάλου ύστερα από το θάνατο του Χριστόδουλού της, κι ο θείος Τάκης από την Αφρική, Λάγος έλεγε, Νιγηρία, κάτι παπούτσια που έφερνε όλη σόλα κρεπ, μάλλον θα απαγορεύτηκε αργότερα, έκαμνε όμως με τη βενζίνη δυνατή γόμα, για όλες τις δουλειές, κι ήταν καλή και για το γραφειάκι, να κολλά εκεί που δεν έμπαινε καρφί, μόνο με καρφιά δούλευε, δεν ήξερε τα άλλα τερτίπια των μαστόρων, κι αυτοί δυσεύρετοι, ή, όσοι ήξεραν να καρφώνουν μια σπόντα έγιναν εργολάβοι μετά το 74, κόσμος και κοσμάκης ξεσπιτωμένος, από την τουρκική εισβολή, όχι πόλεμο του 74, γιατί αυτό που έγινε ήταν προδοσία, δασκαλικά πράματα, το ’λεγε και το ξανάλεγε στον καφενέ, εκεί στα Ελευθέρια, ώσπου έκλεισαν τον καφενέ οι οηέδες, «παραπονιούνται οι τούρκοι πως τους παρακολουθούν», αυτή τη δικαιολογία έδωσαν, και μείναν χωρίς δουλειά κι ο θείος Αντρέας κι η θεία Μαρούλα, κυβερνήτες του καφενείου για χρόνια, όταν οι οηέδες ήρθαν για πρώτη φορά στη γειτονιά, εκεί σύχναζαν, δανοί, σουηδοί, με χόντοκ, τηγανητό κρεμμύδι, και πολύ ουίσκι κατακαλόκαιρα, ιδρωμένοι καταϊδρωμένοι, έδειχναν να αγαπούν τον τόπο, διακοπές ένιωθαν πως έκαμναν, ώσπου αποδείχτηκε πολλές φορές το αντίθετο, εμπιστοσύνη μην έχεις, μα τη Μαρούλα την αγαπούσαν, μικροσκοπική καθώς ήταν και πάντα γελαστή, τους περιποιόταν σαν μάνα, φωτογραφίες έβγαλαν μαζί της πολλές, τις έστελναν στην πατρίδα, και στην εφημερίδα κάποτε την έβαλαν, Σουδία Δανία, κάτι τέτοιο! Το καφενείο έγινε φυλάκιο, έμεινε μόνο μέσα ένα μεγάλο μπιλιάρδο, δεν μπορούσαν να το σηκώσουν βαρύ βαρύ, με κάτι μεγάλα τορνευτά πόδια, κόσμος και κοσμάκης περνούσε εκεί τον καιρό του παίζοντας, άλλοι χαρτιά στο δωματιάκι, άλλοι τάβλι στο δρόμο τα καλοκαίρια, μια όαση ανθρωπιάς, μέσα στη μεγάλη γειτονιά. Ιδιαίτερα το 63-64 πέρασε από εκεί όλο το αντρολόι της Λευκωσίας, άλλοι φύλακες τα πρωινά, άλλοι νυχτερινή βάρδια, ό τι έγινε σ’ αυτό τον τόπο από εθελοντές έγινε, από λάτρεις της πατρίδας και της ελευθερίας της, χωρίς μισθό, παρά κανένα πακέτο τσιγάρα, έτσι έμαθαν πολλοί το τσιγάρο τότε, δωρεάν, στα φυλάκια. Κι ύστερα, αυτό το 63-64 το εκμεταλλεύτηκαν οι οχτροί, ξένοι και δικοί, «θέλατε να σκοτώσετε κόσμο, να τον ξεσπιτώσετε, εγκληματίες», κι άλλα τέτοια τέτοιες μέρες που τα θυμάμαι, από το 56 στο στόχαστρο μας έχουν, τη γειτονιά κομματάκια κι αγνώριστη, ερημιά και ερείπια, κι ύστερα να σου λεν, οι πούαρ τερκς…Μνημόσυνο πάντα κάναμε αυτές τις μέρες στην εκκλησιά για τους πεσόντες την εποχή εκείνη, 63-64, μνημόσυνο και τώρα, κι ας μην έχουμε κόσμο στην εκκλησιά.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Κυριακή των Προπατόρων

 Κυριακή των Προπατόρων

Ξέρεις, εδώ δεν έχουμε χιόνια, να κάμουμε χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα των παραμυθιών, ούτε και στη Βηθλεέμ δεν θα είχε, αναμνήσεις έχουμε από τα παιδικάτα μας, μια φορά που χιόνισε στα 49, δεν είναι όμως το χιόνι τα χριστούγεννα, ίσως οι γιορτές στο δημοτικό, και πάλι τίποτε δεν θυμάμαι παρά μια παράσταση στο παρθεναγωγείο, με τα γνωστά, αγγελούδια βοσκούς, ζωάκια, και τα τραγούδια της χορωδίας, μπαλόνια πολλά ο διάκοσμος, ό τι πιο φτηνό και εφήμερο, μα ευτυχώς ήταν η εκκλησιά δίπλα από το σπίτι μας, εκεί λειτουργούσε σαράντα μέρες ο μακαριστός ιερέας μας, όσο μπορούσαμε βοηθούσαμε, και τις Κυριακές με τα προεόρτια, για παράδειγμα κοίτα πως χτες δεν επιτρεπόταν -λέει- να παρακολουθήσουν πιστοί, κατ’ οικονομίαν όλα γίνονται σ’ αυτό τον κόσμο, και λειτουργία χωρίς πιστούς, με το πρωινό τους ίσως μπροστά στην τηλεόραση, συγχώρεσέ μας Θεέ μου, είδες κι Εσύ τόσα στον κόσμο που τίποτε δεν σε παραξενεύει, για μας λοιπόν τα χριστούγεννα πλησιάζουν με τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, εκεί είναι που προετοιμάζονται οι πιστοί, κι είναι όλα ωραία αρμονικά κομμάτια να ψάλλουν οι μερακλήδες, να τα νιώθουν κι οι λιγογράμματοι, η εκκλησιά είναι μεγάλο σχολείο, ένα μεγάλο σχολείο, και δεν θέλω να αποφοιτήσω διά διαταγμάτων.
ΑΠΟ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
Ἐξαποστειλάρια. Τῶν Προπατόρων. Ἦχος β'. «Γυναῖκες ἀκουτίσθητε».
Πατέρων μνήμην σήμερον, σκιρτῶντες φιλοπάτορες, τοῦ Ἀβραὰμ συνελθόντες, καὶ Ἰσαὰκ κατὰ χρέος, καὶ Ἰακὼβ ὑμνήσωμεν· ἐξ ὧν Χριστὸς ὁ Κύριος, τὸ κατὰ σάρκα ὡράθη, διὰ πολλὴν εὐσπλαγχνίαν.
Ἕτερον, ὅμοιον.
Ἀδὰμ ἀνευφημήσωμεν, Ἄβελ Σὴθ καὶ τὸν Ἐνώς, Ἐνὼχ καὶ Νῶε Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, Μωσῆν Ἰὼβ καὶ τὸν Ἀαρών, Ἐλεάζαρ Ἰησοῦν, Βαρὰκ Σαμψὼν Ἰεφθάε, Δαυῒδ καὶ τὸν Σολομῶντα.
ΑΙΝΟΙ
Οἶκος τοῦ Εὐφραθᾶ.
Στίχ. Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ.
Πάντες τὴν τῶν σεπτῶν, νῦν Προπατόρων μνήμην, τελέσωμεν ὑμνοῦντες, τὴν τούτων πολιτείαν, δι᾿ ἧς ἐμεγαλύνθησαν.
Στίχ. Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν,
Ἔσβεσαν τοῦ πυρός, τὴν δύναμιν οἱ Παῖδες, χορεύοντες ἐν μέσῳ, καμίνου καὶ ὑμνοῦντες, Θεὸν τὸν παντοδύναμον.
Στίχ. Καὶ ἐπὶ τὴν Πόλιν τὴν ἁγίαν τὴν τῶν Πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλήμ.
Λάκκῳ κατακλεισθείς, θηρσὶ συνῳκισμένος, Δανιὴλ ὁ Προφήτης, ἀμέτοχος τῆς τούτων, ἐδείκνυτο κακώσεως.
Δόξα Αἴνων τῶν Ἁγίων Προπατόρων. Ἦχος Βαρύς.
Δόξα Πατρί καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίω Πνεύματι.
Δεῦτε ἅπαντες, πιστῶς πανηγυρίσωμεν, τῶν πρὸ νόμου Πατέρων, Ἀβραὰμ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, τὴν ἐτήσιον μνήμην· τοῦ Ἰούδα τὴν φυλήν, ἀξίως τιμήσωμεν· τοὺς ἐν Βαβυλῶνι Παῖδας, τοὺς σβέσαντας τὴν ἐν καμίνῳ φλόγα, ὡς τῆς Τριάδος τύπον, σὺν τῷ Δανιὴλ εὐφημήσωμεν· τῶν Προφητῶν τὰς προῤῥήσεις, ἀσφαλῶς κατέχοντες, μετὰ τοῦ Ἡσαΐου μεγαλοφώνως βοήσωμεν· Ἰδοὺ ἡ Παρθένος, ἐν γαστρὶ λήψεται, καὶ τέξεται Υἱὸν τὸν Ἐμμανουήλ· ὅ ἐστι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Εύτυχος και Ελπήνωρ

 Διάβαζα για τον καημένο τον Εύτυχο στις Πράξεις των Αποστόλων και θυμήθηκα τον Ελπήνορα της Οδύσσειας, η δική μου πτώση από το αυτοκίνητο έξω από το στρατόπεδο δεν συγκρίνεται, ήταν ένα μεγάλο φορτηγό του στρατού, κάσα με ανοιχτή πόρτα πίσω, να καθαρίσουμε λέει ο εν υπηρεσία εκείνη την ημέρα, Κυριακή ήταν, έξω από το στρατόπεδο, πρώτος και καλύτερος ο επιλοχίας, μπαίνω στο αυτοκίνητο, αρχίζει τη βόλτα έξω από το στρατόπεδο, μια λακκούβα να τον μέσα, το αυτοκίνητο με πέταξε στο έδαφος, έβαλα τις φωνές, με περιμάζεψαν, ένα φόβο που τράβηξε ο επί καθήκοντι, δεν έχω τίποτε, δεν γίνεται πρέπει να υπογράψεις εδώ πως δεν έχεις απαίτηση, αφού δεν είχα, ύστερα από χρόνια όταν η θερμοκρασία χαμηλώνει, καταλαβαίνω και θυμάμαι το πάθημα, και τον φόβο του επί καθήκοντι, αυτό μας έλειπε να βάλουμε την εξουσία στα έξοδα και ανακρίσεις του επί καθήκοντι! Έλεγα όμως για τον Εύτυχο, ακούραστος ο Παύλος, τη μια των σαββάτων, επρόκειτο την άλλη μέρα να φύγει, και μιλούσε ως τα μεσάνυχτα, ήταν και κάμποσες λαμπάδες στο ανώι, καθόταν κι ο Εύτυχος ἐπὶ τῆς θυρίδος, καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ τριστέγου κάτω καὶ ἤρθη νεκρός. Καθόταν στο παράθυρο, τον πήρε ο ύπνος, κι έπεσε από το τρίτο πάτωμα και τον σήκωσαν νεκρό. καταβὰς δὲ ὁ Παῦλος ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· μὴ θορυβεῖσθε· ἡ γὰρ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν αὐτῷ ἐστιν. ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον καὶ γευσάμενος ἐφ᾿ ἱκανόν τε ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν. ἤγαγον δὲ τὸν παῖδα ζῶντα, καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως. Κι όπως λέει η μετάφραση, Πραξ. 20,7, ο Παύλος κατέβηκε κάτω, έπεσε πάνω του, τον πήρε στην αγκάλη του και είπε· “μη ταράσσεσθε και μη λυπείσθε, η ψυχή του ξανάρθε και είναι μέσα του”. Και ανέβηκε πάλι πάνω, έκοψε τον άρτο της θείας Ευχαριστίας κι έφαγε, κι αφού μιλούσε για κάμποσες ώρες, ως την αυγή, κουρασμένος από την αϋπνία και το κήρυγμα αναχώρησε. Και φέραν τον Εύτυχο ζωντανό στο ανώι και παρηγορήθηκαν όλοι.

Ο Ελπήνορας μεγάλο όνομα πήρε μετά τον β΄παγκόσμιο πόλεμο, ήρωα τον έκαμαν οι ποιητές στο παγκόσμιο, αντιήρωα για την ακρίβεια, θυμηθείτε τον Σεφέρη, ποιήματα που του έγραψε, κι άλλοι, σαν τον Μιχαλιό τον στρατιώτη του Καρυωτάκη.
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς·
ὅς μοι ἄνευθ᾽ ἑτάρων ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης,
ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων.
κάποιος, ὁ Ἐλπήνορας, μικρός, κι ὄχι ἄντρας στοὺς πολέμους,
μήτε καὶ στὰ μυαλὰ γερός, παράμερα ἀπ' τοὺς ἄλλους
εἶχε πλαγιάσει στὴ σκεπὴ τῶν παλατιῶν τῆς Κίρκης,
δροσιὰ νὰ βρῆ μὲ τοῦ κρασιοῦ τὸ βάρος ζαλισμένος.
κινυμένων δ᾽ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν· ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν.
Μὰ ἀκούγοντας τὸ σάλαγο ποὺ φεύγανε οἱ συντρόφοι,
πετιέται ἀπάνω· ἀστόχησε νὰ κατεβῆ ἀπ' τὴ σκάλα
ξανὰ τὴν ἁψηλή, κι ὀμπρὸς ἴσια τραβώντας πέφτει
ἀπὸ τὴ στέγη· ὁ σβέρκος του ἔσπασε ἀπ' τὰ σφοντύλια,
κι ἀμέσως στοῦ Ἅδη τοὺς βυθοὺς κατέβηκε ἡ ψυχή του.
Έχει και συνέχεια.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

κάτω του μισού

 

Κάτω του μισού

Οι θυσίες ήταν ολοκληρωτικές, στις σπηλιές και στα σπίτια, στα όρη και στις πεδιάδες, στις πόλεις και στα χωριά, στις αγχόνες και στα κρατητήρια, ολόκληρη η απαίτηση για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, και δεχόμαστε στο τέλος κάτω του μισού, μια κολοβή ανεξαρτησία, Ζυρίχη Λονδίνο, σε λίγα χρόνια οι κάτω του μισού τουρκοκύπριοι  αρχίζουν τον αγώνα τους να διχοτομήσουν την Κύπρο, οι κάτω του μισού ελληνοκύπριοι εχθρεύονται και βάλλουν κατά των άλλων πολλών, το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή αφήνουν ένα νησί κάτω του μισού σκλαβωμένο, το υπόλοιπο με κάτω του μισού ελευθερίες, χωρίς δικαιώματα εγκατάστασης -διακίνησης των προσφύγων, άλλοι εγκλωβισμένοι με κάτω του μισού δικαιώματα, κι όταν ανοίγουν τα οδοφράγματα μερικοί διέρχονται έξω από τα σπίτια τους ενώ μέσα άλλοι κατοικούν, ένας πόθος που αγγίζει την ψυχή ολοκληρωτικά, να κατοικήσουν στο σπίτι τους, επιστρέφουν με την ψυχή περισσότερη εκεί, κάτω του μισού εδώ, κι έρχεται κι η πανδημία, το «παν και δήμος» είναι ολόκληρο, αλλά τα μέτρα αναφέρονται σε κάτω του μισού καταστάσεις, ανοιχτά τα μισά μαγαζιά, ή μόνο για περαστικό ψώνισμα, τα σχολεία κλείνουν τα κάτω του μισού, τα λύκεια μόνο, να λειτουργούν με όρους κάτω του μισού, ο δάσκαλος στο σχολείο, τα παιδιά στο σπίτι, στην εκκλησιά μόνο ο ιερέας κι οι ψαλτάδες και ίσως ένας  βοηθός, ο ιερέας λέει «ειρήνη πάσι», κι οι πάντες είναι δυο τρεις, κάτω του μισού, λειτουργία ολόκληρη δεν λογιέται χωρίς πιστούς, οι κάτω του μισού, ίσως ελάχιστοι, διαμαρτύρονται για τα μέτρα και δεν πιστεύουν στα εμβόλια, κι έτσι τελικά στη ζωή μας συνηθίσαμε να ζούμε με κάτω του μισού ελευθερίες και δικαιώματα, άρα μια ζωή κάτω του μισού, ελπίζοντας πως θα επιβιώσουμε περισσότεροι από τους κάτω του μισού, και θα δούμε καλύτερες μέρες, αλλά κι αυτές και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό θα είναι κάτω του μισού, κοίτα τι έγινε και με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ολοκληρωτικές αγκάλες πεθυμούσαμε, και τι εκθέσεις δεν γράφαμε και τι όνειρα δεν πλάθαμε, και τώρα, όλα κάτω του μισού…Αλλά έτσι, κάποιος άλλος είναι ενάμισης. Και παραπάνω!

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Κυριάκος Δημητρίου, Παράσταση

 

Κυριάκος Δημητρίου, Παράσταση

Δεν είναι εύκολο να γράφει κανείς για το λογοτεχνικό έργο του Κυριάκου Δημητρίου, γιατί πρόκειται περί ποικιλότροπου, πλούσιου  και υψηλού σε νοήματα και τέχνηέργου, που απαιτεί πνευματικό οπλισμό επαρκούς αναγνώστη, όπως στη νουβέλα «Παράσταση».

Ψυχολογικό, φιλοσοφικό, θεατρικό οπλισμό, προπάντων να επιτύχει σύζευξη των τριών και πολλών άλλων παραγόντων, να διεισδύσει στο έργο, που μπορεί όμως ο αναγνώστης να απολαύσει και για την πρωτοτυπία, τις ανατροπές, τα απρόοπτα, την ποιητική γραφή και τον ελκυστικό ρυθμό που συντονίζει συγγραφέα, έργο και αναγνώστη. Μένει όμως πάντα το άληπτο εκείνο, που αφήνουν τα έργα με απαιτήσεις.

Το εκ των ενόντων που μπορώ όχι με απόλυτη βεβαιότητα να προσφέρω είναι η πολλαπλή σημασία του τίτλου «παράσταση» αισθητική, οπτική, ακουστική, οσφρητική, η παράσταση ως νοητική εικόνα πράγματος ή φαινομένου και η παράσταση θεατρικού έργου. Οι κατ΄αίσθησιν παραστάσεις σχετίζονται με το φιλοσοφικό έργο του Μπέρκλεϋ που ως κλειδί στο έργο εισάγει ο συγγραφέας με το όνομα ενός βιβλιοπώλη. Η φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ μαζί με το θεατρικό έργο του Ίψεν «Βρικόλακες», ως παραστάσεις που επεμβαίνουν στη ζωή μας και μας δεσμεύουν, πρότερος βίος και κοινωνικές συνθήκες, μαζί με τις παραισθήσεις που εισάγονται στην αρχή του έργου, οδηγούν σταδιακά στο πλέγμα επιστήμη, φαντασία, λογική, κατά φύσιν ζωή, ατομική προσπάθεια, που μπορούν να απαλλάξουν  τον άνθρωπο από καταπιεστικές παραστάσεις, θα τον ελευθερώσουν, αλλά πάντα θα μένει μια βαθιά αγάπη ή ανάμνηση στο βάθος.

Τα προηγούμενα αποτελούν μια ταπεινή προσπάθεια εισαγωγής στο έργο «Παράσταση» του Κυριάκου Δημητρίου. Μένει ο θαυμασμός ως απορία.

Στέλιος Παπαντωνίου

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Κυριάκος Δημητρίου, Μαύρος Παγετώνας

 

Κυριάκος Δημητρίου, Μαύρος Παγετώνας, Παράσταση – ΣΜΙΛΗ

Για να μην αρχίζουμε με τα εγκωμιαστικά, συγγραφέας με απέραντη φαντασία, μεθοδικός,  πλούσιος στο λόγο του,  πόσο τον έχει βοηθήσει στο έργο του η διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο, το θέμα του, με τις κυριότερες ιδέες στη φιλοσοφία, ηθική, αισθητική, θεωρία της γνώσης που παίζει ιδιαίτερο ρόλο στον «Μαύρο Παγετώνα», η πρόσληψη της γνώσης, ο ρόλος των αισθήσεων και της λογικής ή της φαντασίας, η γενίκευση των παραστάσεων ή η εξατομίκευσή τους, η σχετικότητα της γνώσης και της κρίσης, και μάλιστα η πίστη στη φαντασία και στη δύναμή της, στη φιλοσοφία και στη λογική, προπάντων μια βαθιά και πλατιά ενασχόληση με την παγκόσμια λογοτεχνία ως υπόβαθρο των λογοτεχνικών έργων του  είτε από περιουσίας λέγει είτε μυστικά μνημονεύει προ αυτού μεγάλους διδάξαντες, από Ομήρου και εξής, αφού για το δυτικό πολιτισμό ο Όμηρος με την Οδύσσεια και την Ιλιάδα του είναι ο πατήρ των παραμυθάδων, με τον Πολύφημο και τον Οδυσσέα και τον Λαέρτη, τον νόστο και τις περιπέτειες ως την επάνοδο στην πατρίδα, αλλά και τα μεσαιωνικά παραμύθια, τα ιπποτικά μυθιστορήματα, αλλά και η ανατολίτικη παράδοση της Σεχραζάτ ή της Χαλιμάς με τα εκατοντάδες παραμύθια της και τις ποικίλες δομές της, στο χωνευτήρι του συγγραφέα όλα αυτά και άλλα, μαζί με τα σύγχρονα προβλήματα, όχι μόνο της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και κοινωνικά και οικονομικά, κι ακόμα πιο επικεντρωμένα στον τόπο μας με τα σκάνδαλα που δημοσιεύονται τακτικά και τις γνωστές αδιαφανείς τακτικές στις δημοσιοϋπαλληλικές σχέσεις, μια υποδόρια ειρωνεία και ευγενικά καυστική σάτιρα, όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα πως, για την Κύπρο τουλάχιστον πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Κυριάκος Δημητρίου είναι ο μεγάλος της φαντασίας και του λόγου καλλιτέχνης και δάσκαλος, διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος. Θα επανέλθουμε με την «Παράσταση».

Στέλιος Παπαντωνίου

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

απόστολος Ανδρέας

 

Στο τέλος, αρχή φιλοσοφίας το θαυμάζειν ή απορείν, πώς βρέθηκε ο απόστολος Αντρέας στο άκρο της Κύπρου, ποιοι φιλόθρησκοι τον έκτισαν, κι ο κόσμος να μαζεύεται εκεί και να θαυμάζει, και να απορεί για την ομορφιά και τη γαλήνη του τοπίου, του ναού, των ανθρώπων, του ιερέα που αφιερώθηκε στο ναό, κάνει θαύματα ο άγιος ακόμα; Τόσα χρόνια μικροί, όλος ο κόσμος στην Κύπρο σ’ εκείνον απέβλεπε, το άκρο του νησιού ήταν πολύ κοντά στον καθένα μας, ο άγιος Αντρέας βοήθειά μας, κάμε το θαύμα σου απόστολε Αντρέα μας, και του παιρναν μεγάλες λαμπάδες και έμεναν εκεί στο μοναστήρι να τον υπηρετήσουν, άντρες και γυναίκες, ταμένοι, η πίστη μεγάλη κι έβλεπαν το θαύμα, ίσως τώρα να απομακρύνθηκε ή να τον απομακρύναμε, αλλά εκείνος εκεί, να ξαναχτίζεται σχεδόν, να ανανεώνεται, να στέκεται καρτερικός, έστω και χωρίς εμάς, στο νου μας όμως στιβαρό θεμέλιο, του κάθε Κυπρίου,  απόστολε Αντρέα μου, ξέρεις εσύ τι θέλουμε, ξέρεις εσύ…

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Ο παππούς Στυλλής

 

Ο παππούς Στυλλής

Ο παππούς Στυλλής ήρθε από τα Ψιμολόφου στη Λευκωσία σε μικρή ηλικία, κατά που μας είπε ο πατέρας του ξυπνούσε πρωί πρωί, γέμιζε κρασί το ποτήρι, βουτούσε μέσα ένα κομμάτι ψωμί και μ’ αυτό έβγαζε όλη την ημέρα στα χωράφια, γέννημα βούττημα ήλιου, ήταν όμως πολύ αυστηρός με τα παιδιά του, μια μέρα για να τιμωρήσει τον Γιωρκή, τον κρέμασε ανάποδα από το δέντρο, κι όταν τον κατέβασε αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό, άφησαν εκεί μια αδελφή, την Κακουλλού, και χωρίς τίποτε να πάρουν ήρθαν στη Χώρα.

Ο παππούς έμενε στην αρχή στους νοτάδες του Άη Σάββα, μικρά δωματιάκια για μπεκιάρηδες, κι έμαθε την σκαρπαριτζή, δεν μίλησε ποτέ του για δάσκαλο, εμείς τον ξέραμε πάντα σαν μάστρο, ο μάστρε Στυλλής, καλός παπουτσής, έφτιαχνε σκάρπες και σκαρπίνια και τα πουλούσε βασικά στην πληρωμή στη Φουκάσα, ήταν καιροί που το μεταλλείο γεμάτο εργάτες, πληρώνονταν την Παρασκευή και εκεί γύρω γινόταν πραγματικό πανηγύρι, άπλωναν τις πραμάτειες ξεπουλούσαν κι έρχονταν στη Λευκωσία με τις τσέπες γεμάτες μπακκίρες και σελίνια, κι ύστερα κάθονταν τα μικρά παιδιά του Στυλλή, βασικά ο Αντρέας κι η Καλλιόπη, η Ποπού, και μετρούσαν, χωρίς να βάλουν στο χέρι γρόσι, μεγάλη φτώχια την εποχή εκείνη. Η μάνα μου θυμόταν πάντα πως πήγαν με το Δημοτικό στο σινεμά Λουκούδι, την ώρα που έμπαινε μέσα, στην είσοδο στεκόταν ο Αντρέας και της ζήτησε μια μπακκίρα να μπει κι αυτός, κι η μάνα δεν κρατούσε, κι όταν το διηγόταν κλάμααααα.

Ο παππούς  λοιπόν είχε ένα μικρό εργαστήρι στην οδό Ξενοφώντος, πάροδος Ερμού, κοντά στον Πλάτανο, στην άλλη έξοδο της Ξενοφώντος τα αυτοκίνητα του Θρασύβουλου Μόρφου, και παρακάτω ο λοκματζής, του μεινε το όνομα ως σήμερα. Στο μικρό μαγαζί χαμηλοτάβανο, ο πάγκος στη μέση και στις τέσσερις πλευρές ο μάστρος και τα κοπέλια, από Λακατάμια ή Βουνό, εκεί έμαθα κι εγώ τα πρώτα βήματα της σκαρπαριτζιής, να κάμνω σπάγγους, να τους κλώθω και να τους κερώνω, να παίρνω στη μηχανή στο μακενίστρη παπούτσια για ράψιμο, ένα τουρκάκι ερχόταν και τα έφερνε τελειωμένα, άτε κίττακελ, τσιαπουκ τσιαπουκ, του φώναζε ο μάστρος του, γρήγορα πήγαινε κι έλα, η μεγάλη όμως και ελκυστική γωνιά της Ξενοφώντος ήταν το αμαξάκι του Αρμένη που έφτιαχνε σουβλάκια και άλλα ωραία, μουσκομύριζε ο τόπος, κι οι περαστικοί να διαβαίνουν βιαστικά μέσα στις μυρουδιές και στα πετσιά και στα βιδελάκια και τις φωνές των μαστόρων, γιατί μιλούσαν δυνατά κι επικοινωνούσαν έτσι με τα γειτονικά μαγαζάκια, μόνο στα παραμύθια πια έμεινε η ατμόσφαιρα και στα βάθη μας.

Εκεί κοντά ο καφετζής να κουβαλά καφέδες σε όλη την περιοχή. Γύρω στο πενήντα θα ήταν που ήρθε και στην Κύπρο η κοκακόλα, με τα κόκκινα αυτοκίνητα γεμάτα κάσες και παγωμένα αναψυκτικά, να περνούν την Ερμού και να κερνούν τον κόσμο, να δοκιμάσει το νέο, παρέλαση πραγματική.

Ο παππούς Στυλλής σημάδεψε τη ζωή μου με μια χειρονομία του, μια Κυριακή, θα ήμουν οκτώ χρόνων, με παίρνει από το χέρι και με οδηγεί στο ψαλτήρι, ήρθε τότε νέος ψάλτης, ο Αλέξανδρος από το Έξω Μετόχι, ψάλτης με τα όλα του, εδώ θα έρχεσαι κάθε Κυριακή, μου λέει, κι έκτοτε εκεί θητεύω μια ζωή, πάντα παρά τω, να μακαρίζω τους  παπάδες και ψαλτάδες και να μη βγαίνει από τη θύμηση η στιγμή εκείνη. Ίσως ένα ενδόμυχο πόθο που είχε να τον μεταβίβασε σε μένα, να τον πραγματοποιήσω. Τον ευγνωμονώ, πολλά έμαθα.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Μαρία Πιερή Στασίνου, Το Γελαστό Λιοντάρι

 

ΜΑΡΙΑ ΠΙΕΡΗ ΣΤΑΣΙΝΟΥ, ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ

εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη

Παιδική και Εφηβική Λογοτεχνία

«Αφιερωμένο σε όλα τα σιωπηλά πλάσματα των μουσείων, που περιμένουν καρτερικά ένα μας βλέμμα»

Όταν τελειώσουμε τη νουβέλα καταλαβαίνουμε και το νόημα της αφιέρωσης, αφού τρία εκθέματα του Τοπικού Αρχαιολογικού Moυσείου Μαρίου-Αρσινόης, στην Πόλη της Χρυσοχούς, ενέπνευσαν τη συγγραφέα που συνδύασε ένα σιδερόφρακτο άντρα με μια κόρη σε στήλη κι ένα άγαλμα λιονταριού, κι έχουμε έτσι ένα έργο λογοτεχνίας, γραμμένο με τέχνη και αγάπη για τα παιδιά.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Η βασιλοπούλα Αριστήλα από τη Σαλαμίνα θα ταξιδέψει στο Μάριον, στην Κύπρο και τα δυο. Με το καράβι θα πάει μαζί της η παραμάνα της, απόφαση  του βασιλιά πατέρα της, της τελευταίας στιγμής, μη νιώθει μόνη, κι η μητέρα να μην ξεκολλά από πάνω της, Στο Μάριον, την υποδέχονται σαν παιδί τους ο βασιλιάς κι η βασίλισσα. Ο γάμος τους με το γιο τους θα φέρει ειρήνη στον τόπο. Στο μεγάλο χώρο όμως υποδοχής δεν είναι το βασιλόπουλο…τι να συμβαίνει…

Πρώτο γνώρισμα τέχνης, το κέντρισμα της αγωνίας του αναγνώστη, φυσιολογικό, το παιδί θέλει να συνεχίσει το διάβασμα, η Αριστήλα κι ο Αλέξωνας θα συναντηθούν, υπάρχει πρόβλημα; Οι τίτλοι των ενοτήτων αφήνουν αιχμές, μια γενική εικόνα έχουμε, ας την ξεδιαλύνουμε. Η συνάντηση δεν ήταν η προσδοκώμενη, ευγενικός, καλός ο πρίγκιπας, αλλά στο σκοτάδι, κάτι κρύβει, θεόρατος φάνηκε μέσα στη νύχτα, τι να συμβαίνει;

«Με όλα αυτά τα γιατί κοιμήθηκε κι ο ύπνος της ένας ατέλειωτος εφιάλτης με κύματα να την κτυπούν, με ανεμοστρόβιλους να τη ρουφάνε και ένα μαύρο σκοτάδι να έρχεται στο τέλος να την πνίγει.»

Εικόνες, συναισθήματα,  τα παιδιά χαίρονται απλή ωραία γλώσσα, μαθαίνουν διαβάζοντας λογοτεχνία. -Μια βόλτα στο Μάριον περιπλέκει την κατάσταση. Η βασιλοπούλα αλλάζει ρούχα, υπηρετριούλα μοιάζει, βγαίνουν στο δρόμο, βρίσκονται σε μια πλατεία, μια υπαίθρια αγορά, μια γριά σε ένα πάγκο πουλά δαχτυλίδια της αγάπης, όποιος τα φορέσει μένει με τον την αγαπημένο η για πάντα μαζί.

Τα σύμβολα της αγάπης δίνουν τον ποιητικό τόνο στο κείμενο και τα ευρήματα της βασιλοπούλας καθοδηγούν τις σταδιακές αποκαλύψεις. Η βασιλοπούλα παίρνει ακόμα από την αγορά ένα πουλί που δεν το αγοράζουν για κάποιο λόγο, ένα πανέμορφο, με ωραία φωνή αλλά από την ώρα που μπήκε στη σκλαβιά δεν τραγούδησε…

Με αυτά τα όπλα η βασιλοπούλα θα αναγκάσει σε σταδιακή εμφάνιση τον νέο, που συμβολίζεται με το άναμμα και μιας επιπρόσθετης λυχνίας κάθε φορά που τον επισκέπτεται στο παλατάκι του.

Τα συναισθήματα αλλάζουν, φυσιολογικά, οι διάλογοι ανθρώπινοι, οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται σταδιακά, όλη η μαστοριά σ’ αυτό έγκειται. Το μυθιστόρημα κυλά με το δέοντα ρυθμό, ήρεμο και αποκαλυπτικό, οι χαρακτήρες διαγράφονται μέσα από τις ενέργειες και τους διαλόγους. Βοηθητικά στοιχεία και σχολιασμοί από τη συγγραφέα, «τον ρώτησε με ύφος περιπαιχτικό και συνάμα ειρωνικό», ρίχνουν  φωτεινές πινελιές στους  χαρακτήρες.

Η βασιλοπούλα, ως καλός ψυχοθεραπευτής, προσπαθεί να ελευθερώσει τον Αλέξωνα από ό, τι τον κρατά κλειστό στον εαυτό του, κι ο Αλέξωνας δεν θέλει να την χάσει. Ιστορίες αγάπης σε ένα περιβάλλον πλαστό, με τη φαντασία του το παιδί ζει το χώρο και το χρόνο, οι ανθρώπινοι χαρακτήρες είναι παντού και πάντοτε οι ίδιοι, από αρχαιοτάτων χρόνων. Τούτο δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να διεισδύσει σε προβλήματα επικοινωνίας, απομόνωσης , υποτίμησης εαυτού ή αισθήματος κατωτερότητας, φτάνει να βρεθεί ο συνάνθρωπος που θα ενδιαφερθεί και θα ανοίξει τα παράθυρα και τις πόρτες της κλειστής ψυχής με την αγάπη, να μπει φως αυτογνωσίας, και ελευθερίας, με υπομονή και επιμονή.

Η γνωριμία με το δάσος του Ακάμαντα και τα ορυχεία χρυσού της περιοχής ανοίγουν άλλους ορίζοντες στη γνώση και στον προβληματισμό. Τα ορυχεία χρυσού δεν σημαίνουν μόνο πλούτο, αλλά και πολέμους, μάχες,  σκοτωμούς. Η εισαγωγή και της άλλης όψης των πραγμάτων συντελεί στη σφαιρική θεώρηση του κόσμου, στη διαλεκτική των πραγμάτων, χρυσάφι δεν είναι μόνο πλούτος αλλά και δυστυχία, όταν τους γίνεται κακή χρήση ή πόλος έλξης των άλλων. Τα σύγχρονα προβλήματα ή τα αιώνια των πλουτοπαραγωγικών περιοχών έρχονται στην επιφάνεια, το παιδί προσέχει πως  ο πλούτος ελκύει τους ξένους άλλους, αρχίζουν γι’ αυτόν πόλεμοι, μπορεί έτσι ο αναγνώστης να διερευνά και εξηγεί ιστορικά φαινόμενα και να τα κατανοεί καλύτερα, γιατί η ισχύς των είναι διαιώνια. Το λογοτεχνικό βιβλίο διδάσκει, φωτίζει το παρελθόν, το παρόν, αφού παρόμοιες καταστάσεις ζούμε σήμερα, και το μέλλον.

Η σταδιακή αποκάλυψη του γίγαντα Αλέξωνα, η συμφιλίωση με τον εαυτό του και το αυτοείδωλό του, η παρουσία του ανάμεσα στους υπηκόους του, η ομαλή ένταξη στην κοινωνία, ύστερα από την απομόνωση και τον εγκλεισμό, θέτουν προβλήματα σύγχρονα, και εισηγήσεις αποδοχής, ώστε τα παιδιά μας να ζήσουν σε κοινωνίας ελευθερίας, αλληλοκατανόησης και φιλαλληλίας.

Η συγγραφέας δεν είναι μόνο τεχνίτης του λόγου, της πλοκής και των ευρημάτων, αλλά και δασκάλα, που θεωρεί χρέος να συμβάλει στη βελτίωση της ζωής των μοναχικών ανθρώπων, και στην ειρηνική συμβίωση.

Τα παιδιά διαβάζοντας τη νουβέλα χαίρονται σωστή ελληνική γλώσσα, κατανοητή, παρακολουθούν υπομονετικά, διδάσκονται, κατανοούν, προβληματίζονται. Το λογοτεχνικό βιβλίο ανοίγει ορίζοντες ομορφιάς, αγάπης και αλήθειας.

Στέλιος Παπαντωνίου

ψιλοδασείες και περισπωμενόξειες

 Ψιλοδασείες και περισπωμενόξειες

Αφού το παιδί στην έκτη δημοτικού μάθημα δεν έκανε, λόγω ιού, κι αφού θα πήγαινε Γυμνάσιο, εκεί αρχίζουν τα αρχαία, ας διαβάσουμε, λέω, κανένα αρχαίο κειμενάκι, να εισάγεται το παιδί στη γλώσσα, κι ό τι καταλάβει κέρδος θα είναι, λίγη Καινή Διαθήκη λίγους μύθους του Αισώπου, κανένα φίλτατο Ζούκη, το καλύτερο εισαγωγικό για τα αρχαία, κι άρχισε να διαβάζει και το παιδί, κάτι να καταλαβαίνει, και πάει στο γυμνάσιο μια χαρά, και περνά ένα τρίμηνο και το διδάσκουν τον τονισμό και τα πνεύματα, κι αυτό είναι μακρό κι αυτό βραχύ, μα εδώ στα δίχρονα σε θέλω, φιλόλογε, και δυσανασχετεί το παιδί, εδώ δεν τα πείσαμε να τονίζουν στα νέα ελληνικά, τα αρχαία αυτά είναι;… ρωτά… χαμένος χρόνος με άχρηστα, και η χειρότερη πρώτη επαφή με το μάθημα, κατορθώνεις να κάμεις τα παιδιά να το μισήσουν… συγχαρητήρια, χαρά στην παιδαγωγική, χαρά στη γνώση των αρχαίων, χαρά στον νου, χαρά στην αμάθεια…για να μην πιάσω τα «βρε αθεόφοβοι, που κατορθώσατε να κάμετε τα παιδιά να μισήσουν τα αρχαία πριν τα αρχίσουν…!!!»

εκθέσεις κείμενα για κατανόηση και άλλα τινα

 

Εκθέσεις, Νεοελληνικά κείμενα για κατανόηση και άλλα τινά

Όταν ήμαστε μαθητές,  ο κόσμος ήταν εύκολος, ο αγώνας της ΕΟΚΑ έδινε νόημα στη ζωή μας, η ενεργητικότητά μας δεν διοχετευόταν στο διάβασμα μόνο, γιατί είχαμε κι άλλα πολλά να κάμουμε, κανένας δεν μας έκλεινε σε τείχη όσο κι αν το προσπαθούσαν οι εγγλέζοι με τα κέρφιου και τις απαγορεύσεις, στα Αρχαία Ελληνικά παίρναμε μεγαλύτερο βαθμό από τα Νέα, κι η εξέταση στα Νέα ήταν μόνο μια έκθεση, ώσπου κατέβηκαν άλλες ιδέες και μπήκαν και κείμενα για κατανόηση και άλλα παρεμφερή. Ο φιλόλογος καταλαβαίνει μόνο από την έκθεση πόσα ελληνικά ξέρει ο μαθητής και ήταν ικανοποιητική μόνο αυτή. Κι η βαθμολόγησή της ένας ξερός βαθμός, καταλάβαινες το επίπεδό σου και δεν είχες αντίρρηση, συμφωνούσαμε με τον καθηγητή, τόσα ξέρω τόσα γράφω. Ακόμα κι όταν μπήκαμε στο επάγγελμα, για χρόνια η βαθμολόγηση της έκθεσης ήταν ο αριθμός χωρίς κατακομμάτιασμα, τόσα το ξίδι τόσα το λάδι τόσα το λαδόξιδο. Για πρώτη φορά μπήκαν στη ζωή μας «το περιεχόμενο, η δομή, η έκφραση και η ορθογραφία» γύρω στο 1980, διορθώναμε τότε τις λεγόμενες προεισαγωγικές, κι ήρθε η διάτα από τον Κρούταγο, θα καθορίζετε τόσα το περιεχόμενο, τόσα η δομή, τόσα η έκφραση κι η ορθογραφία, κι εμείς απλώς βάζαμε τον αριθμό πρώτα, όπως τον συλλαμβάναμε διαβάζοντας την έκθεση, κι ύστερα αναγκαστικά κομματιάζαμε, για να είμαστε μέσα στα πλαίσια των απαιτήσεων των τότε αποφασισάντων επιθεωρητών, πού τα βρήκαν κι αυτά εμείς δεν ξέραμε.

Σήμερα πέφτεις με τα μούτρα στην έκθεση κι έχεις λέει μπροστά σου δεκαπέντε σημεία να βαθμολογήσεις, τόσο ψειρολόι, αλλά σκεφτείτε πως αν τρως μισή μονάδα από κάθε σημείο, έφαε ο φιλόλογος 7,50 μονάδες από το όλο, γιατί αυτός είναι φιλόλογος κι εσύ μαθητής, και από αβεβαιότητά του  δεν θα σου δώσει όλους τους βαθμούς, κάτι να κρατά κι αυτός, μεροκαματιάρης άνθρωπος! Οπότε η συνολική θεώρηση του κειμένου πάει περίπατο κι η έκθεση έγινε με τα κρεμμυδάκια. Κρίμα. Κατά τα άλλα έχουμε κάθε χρόνο αποτελέσματα ενιαίων με Νέα Ελληνικά κάτω από τη βάση.

Αλλού όμως το πήγαμε. Η επιλογή των κειμένων για εξέταση των μαθητών αν κατανόησαν, έχει αφεθεί στον διδάσκοντα φιλόλογο, οπότε αξιωματικά έχουμε εμπιστοσύνη πως επιστήμονες άνθρωποι ξέρουν να επιλέγουν…. Αμ δε… Το χείριστο παράδειγμα ήταν στις προεισαγωγικές μια χρονιά, όταν πήραν κείμενο ενός Τσέχου, αν δεν απατώμαι, το ‘γραψε στα τσέχικα, το μετέφρασαν στα αγγλικά και από αγγλικά στα ελληνικά και το έδωσαν για κατανόηση. Από μέσα δεν έβγαινες, οπότε κατέφυγα -εγώ τουλάχιστον- στο αγγλικό κείμενο, να είναι καλά το διαδίχτυο- και, ω του θαύματος, κατάλαβα τι έλεγε ο άνθρωπος του Θεού! Όταν επιλέγεις ένα κείμενο για εξέταση των μαθητών σου αν κατανοούν, πρέπει πρώτα να κατανοείς εσύ τι λέει!!! Συμβαίνει όμως το αντίθετο πολλές φορές: όσο πιο ακαταλαβίστικο, τόσο το προτιμούν μερικοί για εξέταση. Μα τα βλοημένα, αφού εσύ δεν καταλαβαίνεις τι λέει, γιατί το προτιμάς;;; Άλλοι παίρνουν μεγάλο κείμενο και το κατακομματιάζουν, κομμάτια να γίνει, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ούτε αν υπάρχει συνέχεια και συνέπεια στο λόγο ούτε και αν τους επιτρέπεται ηθικά, να αρπάζεις ένα κείμενο και να μου γράφεις από κάτω σε παρένθεση, (διασκευή) τι σημαίνει διασκευή;

Κείμενο τεσσάρων σελίδων έγινε δυο σελίδες. Ή πολλή κοιλιά είχε ή με το πετσόκομμα άφησε χάσματα στα νοήματα. Όταν όμως ένας φιλόλογος διαβάζει ένα κείμενο και δει ανελλήνιστα, θα πρέπει αμέσως να το απορρίψει. «Αυτό δεν έχει αφηγηθεί από κανένα.» Είναι ελληνικά αυτά; Το αφηγούμαι το έκανες παθητικό και του βάζεις και ποιητικό αίτιο; Κι άλλα τέτοια. Αν λοιπόν δεν καταλαβαίνει ο φιλόλογος τι λέει ένα κείμενο ας το παρατά.

Κι ύστερα, σε ποια ηλικία απευθύνεσαι, κύριε εξεταστά; Είναι δυνατόν σε παιδιά της πρώτης τάξης γυμνασίου να ζητάς από την πρώτη σου εξέταση σε πρώτο τρίμηνο να σου κατανοήσουν κείμενο επιστημονικό, συνταγμένο από καθηγητές λυκείου, με ένα σωρό όρους άγνωστους παιδαγωγικής και τηλεκπαίδευσης;

 Προσγειωθείτε φιλόλογοι και απαιτήστε να διδάσκετε λογικά, θεμελιώδη, ενδιαφέροντα, ελκυστικά κείμενα και θέματα στα παιδιά. Ασκήστε πρώτα εσείς τη λογική σας, για να μπορείτε να λέτε πως σας ενδιαφέρει η κριτική στάση των παιδιών απέναντι σε κείμενα.

Θα επανέλθουμε.

 

 

 

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Στέλλα Ρωτού, Μετέωρο Ταξίδι, διηγήματα

 Στέλλα Ρωτού, Μετέωρο Ταξίδι, Διηγήματα, Εκδόσεις Γκοβόστη

«Μετέωρο ταξίδι», ένας επιτυχημένος τίτλος διηγήματος και συλλογής διηγημάτων, περιεκτικός του πνεύματος των κειμένων, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, στις σκέψεις και τα συναισθήματα, στη ζωή και το θάνατο, στην ατολμία και την τόλμη, γιατί μερικά διηγήματα όντως χρειάστηκε αρκετή τόλμη να γραφτούν.
Ίσως να θεωρούμε δεδομένο το ότι ένας γράφει, του αρέσει, έχει έμπνευση, ο λόγος του ρέει, δεν κοπιάζει, παίζει, το χαίρεται. Στην περίπτωση της Στέλλας Ρωτού δεν φαίνεται καμιά προσπάθεια ή κόπος στο γράψιμο, παρόλο που είναι κέντημα- λεπτοδουλειά, δεν μπορώ όμως να πω το ίδιο για το περιεχόμενο, γιατί, όπως δείχνει, πίσω του βρίσκεται ένας άνθρωπος που αποκαλύπτει πτυχές του εαυτού του, δεν είναι μια κατασκευαστική μηχανή, ούτε και διανοητική -εγκεφαλική, που τετραγωνίζει κύκλους ή ζευγαρώνει τα αζευγάρωτο για να επιτύχει ανατροπές. Αντίθετα, βιώνει, συγκλονίζεται και γράφει, γι’ αυτό και είναι αληθινή. Τα διηγήματά της είναι ψυχικού πάθους σημαντικά.
Διηγήματα ανοιχτά στην αρχή και στο τέλος, μοιάζουν με ταινίες μικρού μήκους ή με φωτογραφίες, η ζωή συνεχιζόταν πριν πατήσει το κουμπί ο φωτογράφος, και συνεχίζεται και μετά τη φωτογράφηση. Η στιγμή αθανατίζεται με το λόγο, χρονικός προσδιορισμός μπορεί να μην υπάρχει, τον υποκαθιστά όμως ο τοπικός, που μαρτυρεί τη γεωγραφική πραγματικότητα. Το λακωνικό, κοφτό γράψιμο, δίνει ρυθμό, νευρικότητα, ζωντάνια, αγωνία, χτυποκάρδι. Ο αναγνώστης μπαίνει στο ρυθμό και ζει με τη συγγραφέα.
Ο χρόνος, οι γονείς, η ίδια γονιός, η κόρη, το δέσιμο με τους ανθρώπους της, ό, τι και να γίνει δεν τους βγάζει από το νου, μεριμνά γι’ αυτούς, ως κόρη και μάνα. Ανατροπές ή περιπέτειες, το άγνωστο, το απρόσμενο κεντρίζουν τον αναγνώστη. Πινελιές- κεντρίσματα. Ευχάριστο και ζωντανό διάβασμα. Αυτές οι πρώτες εντυπώσεις. Εν- τυπώσεις, στη βαθύτατη κυριολεξία τους.
Ειδικότερα, η προσωποποίηση του φόβου, η ενσάρκωση του εντός κόσμου, η δραματοποίηση, με τους ανάλογους κραδασμούς στο γράψιμο κυκλώνουν τον αναγνώστη που μετέχει νοερά και συναισθηματικά. Οι υποθέσεις παίζουν στη ζωή την ίδια σημασία με την πραγματικότητα, είναι εσωτερικές σκέψεις, φόβοι ζωντανοί. Παραστάσεις που γεννούν άλλοι στην συγγραφέα παρουσιάζονται φωτεινές στιγμές σε τεράστιο πίνακα. Διάλογοι που φωτίζουν τους χαρακτήρες και τις σχέσεις των ανθρώπων, τους δεσμούς και συγκρούσεις των, η κλιμακωτή αποκάλυψη ανθρώπινων τύπων μπορούν να γενικευτούν και να περιλάβουν πλήθος συνανθρώπων. Κοινωνικά προβλήματα, με μια σταθερή ανθρώπινη στάση, αποφασιστικότητα για το καλύτερο, για την αξιοπρέπεια και την αλήθεια, φανερώνουν ήθος σπάνιο, ομολογητικό στις δύσκολες μέρες μας.
Στο τέλος της συλλογής, μικρά διηγήματα, φιλοσοφικά, μάρτυρες μεγάλων αληθειών, που εκφέρονται διηγηματικά, εικονικά, κινηματογραφικά.
Γενικά, αυτά που δεν μπορούν να μας διαφύγουν από την τέχνη της Στέλλας Ρωτού είναι
Α. η σύλληψη του ασύλληπτου, η προσωποποίηση, υλοποίηση του αόρατου, του εσωτερικού, Β. η ελευθερία στη σύλληψη των θεμάτων, δοκιμές στα πάντα, από τον έρωτα, το σεξ ως τον θάνατο, δοκιμή και επιβεβαίωση Γ. η φιλοσοφική ενατένιση της ζωής, η ωριμότητα με όλα τα παρεπόμενα. Δεν έχουμε ακόμα συμφιλίωση με τον θάνατο. Αργά γρήγορα θα την δούμε. Αυτό δείχνει η πορεία. Καλή συνέχεια.
Στέλιος Παπαντωνίου
George Christoudias, Ioannis Georgiou και 40 ακόμη
4 σχόλια
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

ΧΡΗΣΤΟΣ ΨΙΛΟΓΕΝΗΣ

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΨΙΛΟΓΕΝΗΣ

Πώς αποχαιρετoύμε ένα φίλο, μια ολοκληρωμένη ακτινοβολούσα  προσωπικότητα, έναν έντιμο πολίτη και πιστό υπηρέτη της πατρίδας ως την έσχατη ώρα, άμεμπτο οικογενειάρχη, πνευματικό εργάτη, πραγματικό φιλόσοφο;

Συντριμμένοι θαυμάζουμε. Η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου κι η προετοιμασία του Χρήστου μας για την έξοδο από τα εγκόσμια ήταν πιο συγκλονιστική κι από τον ίδιο το θάνατο. «Έσο έτοιμος». Κι ετοιμαζόταν για τα πάντα και το δήλωνε. Προπάντων μερίμνησε ως καλός χριστιανός για την καθαρότητα της ψυχής που παραδίδει. Κι αυτό δεν ήταν  έργο της τελευταίας στιγμής, αλλά τρόπος μιας ολόκληρης ζωής.

Μαχητής από τότε που θυμάται τον εαυτό του, με τον αγώνα της ΕΟΚΑ στην Πάφο, μέσα στη σφιχτοδεμένη οικογένειά του, ύστερα με την φοιτητική κάθοδο από τη Θεσσαλονίκη το 1964 για τη σωτηρία της πατρίδας από βέβαιη τότε τουρκική εισβολή, με μια σειρά συνδικαλιστικούς αγώνες από το νεανικό του άνθισμα στο Πανεπιστήμιο ως την επαγγελματική διπλωματική πορεία, συνειδητός σημαιοφόρος της ένωσης με την Ευρώπη, εκπρόσωπος της χώρας μας,  πράος και συνεπής, στην Ελλάδα, Αγγλία, Βέλγιο, Τσεχία, Πολωνία, Ισπανία, Γερμανία, ως πρέσβης να εντυπώνει τα καλύτερα στους γύρω του, κατά γενική ομολογία αξιόλογος άνθρωπος, βαθύς γνώστης του κυπριακού,  μπροστάρης, ανένδοτος, να μη λυγίζει στις απειλές των αντιπάλων δικών και ξένων, πάντα στη δημοκρατική παράταξη.

Μελετητής των Πολιτικών Επιστημών και του Διεθνούς Δικαίου, με δύο διδακτορικές διατριβές, ως τελευταία ακόμα σκυμμένος στα βιβλία, είχε γράψει το μυθιστόρημα  «Με Αγάπη και Κουράγιο», βγαλμένο από την πείρα της ζωής και την αγάπη για την Κύπρο, και προπάντων καθοδήγησε με συνέπεια με τα πολιτικά του άρθρα, πολέμιος του σχεδίου Ανάν, ως πριν λίγες ακόμα μέρες είχε δημοσιεύσει στο Φιλελεύθερο το άρθρο «Παλιά λάθη που πληρώνουμε σήμερα», άρθρα γνώσης, σοφίας, ολοκληρωτικής αγάπης στην πατρίδα, φωτεινός οδοδείχτης προς την πορεία της Ελευθερίας του ανθρώπου και των δικαιωμάτων του.

Ο Χρήστος ήταν έτοιμος για την αντίπερα όχθη. Εμείς δεν πιστεύαμε πως το τέλος εγγύς, γιατί ξέραμε  έναν άνθρωπο σώφρονα στη δίαιτα, με την καθημερινή του γύμναση και τον αυστηρά υγιεινό τρόπο ζωής, με την αγάπη στους γνήσιους ανθρώπους, στα πλάσματα του Θεού, χαραγμένα στη μνήμη τα σκυλιά του, «τύπος και υπογραμμός γενόμενος» ταπεινόφρονης σωματικής και πνευματικής ευεξίας. Άλλες όμως οι βουλές του Υψίστου.

Μια μεγάλη ανοιχτή καρδιά, να μας αφηγείται περιστατικά της διπλωματικής του σταδιοδρομίας, αφού πολλών ανθρώπων «ίδεν άστεα και νόον έγνω», να θέτει επιτακτικά σε δικούς και ξένους το αίτημα για δικαιοσύνη και ελευθερία, βάσει των διεθνών κανόνων. Δεν ήταν αιθεροβάμων. Ήταν υπερασπιστής αρχών και αξιών. Ιδεολόγος.

Περήφανο στήριγμα, προστασία και χαρά μεγάλη για την οικογένειά του, τη γυναίκα, τις θυγατέρες, την εγγονή. Ένας κήπος ευφροσύνης και αγαλλίασης τον περιέβαλλε και τώρα, στο ύστατο χαίρε, όλοι εμείς, η οικογένεια,  οι φίλοι και εκτιμητές του χαρακτήρα και του έργου του, συνειδητοποιούμε την έννοια του αναντικατάστατου.

Ένα τέκνο άξιο της πατρίδας, που σκόρπισε γύρω του τη εκλεπτυσμένη αύρα της χαράς και μας επανέφερε τακτικά στη μνήμη, με τη βιοτή του, το «ως χαρίεν άνθρωπος, όταν άνθρωπος η».

Και ο Χρήστος τίμησε αξιοπρεπώς τον Άνθρωπο σε μερόνυχτα θυέλλης.

Την πορεία της επώδυνης προετοιμασίας πρέπει να έχει ήδη διανύσει και η οικογένεια.

Θερμά συλλυπητήρια στη γυναίκα του Νίκη, στις θυγατέρες Ιάνθη και Μαρία, στον Κωνσταντίνο, στους αδελφούς Ανδρέα και Ευγένιο, και στην εγγονή Ραφαέλα, για την οποία πάντα μας μιλούσε με περήφανο μειδίαμα.

Αλησμόνητέ μας φίλε Χρήστο, παίρνεις μαζί σου ένα κομμάτι του εαυτού μας. Η τραγωδία της ζωής περαίνεται «δι΄ελέου και φόβου».

Εσύ όμως πρόσθεσες και το «δι’ αξιοπρεπείας, φιλοσοφημένης ετοιμότητας και χριστιανικής πίστης.» Το αγαπημένο σου χώμα της Πάφου θα σε δεχτεί σε λίγο στις αγκάλες του, να κλείσει ο κύκλος, χρονικά και τοπικά.

Αιωνία σου η μνήμη.


 

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

χριστόφορος καδής

 ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΔΗ, ΥΜΝΟΣ ΖΩΗΣ, ΠΟΙΉΜΑΤΑ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2020

Ο Χριστόφορος Καδής με απλά λόγια και στίχους επιτυγχάνει αυτό που προαγγέλλει ο τίτλος της ποιητικής του συλλογής, έναν ύμνο στη ζωή, εισδύοντας στο βάθος των πραγμάτων και συλλαμβάνοντας την ουσία των όντων και φαινομένων, όχι μόνον φυσικών αλλά και πνευματικών, δηλαδή αρχών ζωής και ανθρώπων που τις στηρίζουν.
Κάπου εκεί στα πολλά του χρόνια ο άνθρωπος συλλαμβάνει πια πως η ίδια η ζωή, ο ήλιος κι η σελήνη, τα δέντρα και τα πουλιά, οι θυσίες των συνανθρώπων για ελευθερία και ιέρωση της ζωής και των πραγμάτων αξίζουν τον ύμνο του, είτε σε ποιητικό κλασσικό λόγο είτε σε χαϊκού, μικρά ποιήματα με τα οποία εκφράζεται ο πυρήνας των εσωτερικών κραδασμών του ποιητή και της περιβάλλουσας φύσης και κοινωνίας.
Ευλογημένοι όσοι έζησαν τον αγώνα της ΕΟΚΑ γιατί άγγιξαν τα ύψιστα της κυπριακής ψυχής και είδαν και μετείχαν και ακόμα μετέχουν πνευματικά του εξαίσιου εκείνου αγώνα. Ελευθερία χωρίς θυσία δεν υπάρχει και αυτό διδαχτήκαμε και έχουμε ως τώρα οδοδείχτη στη ζωή. Το θάρρος να αποτυπώνει κανείς με λόγο τις ύψιστες εκείνες αρχές αποδεικνύει πως αυτές είναι βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και καθοδηγούν τον ποιητή και μέσω των ποιημάτων του τους αναγνώστες του.
Η ζωή υπήρξε ως παρελθόν ηρωικό, ως παρόν συγχυστικό και ομιχλώδες και ως μέλλον συνεχίζεται ελπιδοφόρα με τα εγγόνια, στα οποία και είναι αφιερωμένη η ποιητική συλλογή. Κολυμβήθρες αλήθειας και γνησιότητας λίγες πια έχουμε στην αλλοπρόσαλλη ζωή μας. Μια τέτοια και η ποιητική συλλογή του Χριστόφορου Καδή, Ύμνος Ζωής.
Στέλιος Παπαντωνίου
Louiza Christodoulidou, Γιούλα Χατζηχαραλάμπους και 30 ακόμη