Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

 

ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ

1

Δεν είναι καλό, γιε μου, να ενοχλείς τον κόσμο, κάνε τη δουλειά σου ήσυχα και σιγαλά, κι ο βλέπων στο κρυπτό, κι έτσι γινόταν, έγραφε, ζωγράφιζε, μόνος του κατασκεύασε ένα μικρό γραφειάκι, απαραίτητο για να νιώθει το δικό του χώρο και μέσα στο σπίτι του ακόμα, δεν ήταν πως τον ενοχλούσαν οι άλλοι, μια χαρά τα περνούσαν, όλοι αγαπητοί, ο πατέρας η μητέρα ο παππούς η γιαγιά η θεία οι θείοι τα ξαδέλφια, κάποτε τους μέτρησε, βγήκαν δεκατρείς, ερχόταν κι έμενε μαζί τους κι η νονά του μεγάλου ύστερα από το θάνατο του Χριστόδουλού της, κι ο θείος Τάκης από την Αφρική, Λάγος έλεγε, Νιγηρία, κάτι παπούτσια που έφερνε όλη σόλα κρεπ, μάλλον θα απαγορεύτηκε αργότερα, έκαμνε όμως με τη βενζίνη δυνατή γόμα, για όλες τις δουλειές, κι ήταν καλή και για το γραφειάκι, να κολλά εκεί που δεν έμπαινε καρφί, μόνο με καρφιά δούλευε, δεν ήξερε τα άλλα τερτίπια των μαστόρων, κι αυτοί δυσεύρετοι, ή, όσοι ήξεραν να καρφώνουν μια σπόντα έγιναν εργολάβοι μετά το 74, κόσμος και κοσμάκης ξεσπιτωμένος, από την τουρκική εισβολή, όχι πόλεμο του 74, γιατί αυτό που έγινε ήταν προδοσία, δασκαλικά πράματα, το ’λεγε και το ξανάλεγε στον καφενέ, εκεί στα Ελευθέρια, ώσπου έκλεισαν τον καφενέ οι οηέδες, «παραπονιούνται οι τούρκοι πως τους παρακολουθούν», αυτή τη δικαιολογία έδωσαν, και μείναν χωρίς δουλειά κι ο θείος Αντρέας κι η θεία Μαρούλα, κυβερνήτες του καφενείου για χρόνια, όταν οι οηέδες ήρθαν για πρώτη φορά στη γειτονιά, εκεί σύχναζαν, δανοί, σουηδοί, με χόντοκ, τηγανητό κρεμμύδι, και πολύ ουίσκι κατακαλόκαιρα, ιδρωμένοι καταϊδρωμένοι, έδειχναν να αγαπούν τον τόπο, διακοπές ένιωθαν πως έκαμναν, ώσπου αποδείχτηκε πολλές φορές το αντίθετο, εμπιστοσύνη μην έχεις, μα τη Μαρούλα την αγαπούσαν, μικροσκοπική καθώς ήταν και πάντα γελαστή, τους περιποιόταν σαν μάνα, φωτογραφίες έβγαλαν μαζί της πολλές, τις έστελναν στην πατρίδα, και στην εφημερίδα κάποτε την έβαλαν, Σουδία Δανία, κάτι τέτοιο! Το καφενείο έγινε φυλάκιο, έμεινε μόνο μέσα ένα μεγάλο μπιλιάρδο, δεν μπορούσαν να το σηκώσουν βαρύ βαρύ, με κάτι μεγάλα τορνευτά πόδια, κόσμος και κοσμάκης περνούσε εκεί τον καιρό του παίζοντας, άλλοι χαρτιά στο δωματιάκι, άλλοι τάβλι στο δρόμο τα καλοκαίρια, μια όαση ανθρωπιάς, μέσα στη μεγάλη γειτονιά. Ιδιαίτερα το 63-64 πέρασε από εκεί όλο το αντρολόι της Λευκωσίας, άλλοι φύλακες τα πρωινά, άλλοι νυχτερινή βάρδια, ό τι έγινε σ’ αυτό τον τόπο από εθελοντές έγινε, από λάτρεις της πατρίδας και της ελευθερίας της, χωρίς μισθό, παρά κανένα πακέτο τσιγάρα, έτσι έμαθαν πολλοί το τσιγάρο τότε, δωρεάν, στα φυλάκια. Κι ύστερα, αυτό το 63-64 το εκμεταλλεύτηκαν οι οχτροί, ξένοι και δικοί, «θέλατε να σκοτώσετε κόσμο, να τον ξεσπιτώσετε, εγκληματίες», κι άλλα τέτοια τέτοιες μέρες που τα θυμάμαι, από το 56 στο στόχαστρο μας έχουν, τη γειτονιά κομματάκια κι αγνώριστη, ερημιά και ερείπια, κι ύστερα να σου λεν, οι πούαρ τερκς…Μνημόσυνο πάντα κάναμε αυτές τις μέρες στην εκκλησιά για τους πεσόντες την εποχή εκείνη, 63-64, μνημόσυνο και τώρα, κι ας μην έχουμε κόσμο στην εκκλησιά.

2,

Όπου και να ταξίδεψε, σπουδές, δεν του άρεσε να μιλά γι’ αυτές, παρά μόνο λίγο στις αρχές, όταν επέστρεφε, στη γειτονιά ή στα «χρόνια εκείνα τα παλιά», που ‘λεγε και το τραγούδι κάποτε, άλλος κόσμος, άγνωστος στους σημερινούς, ούτε τηλεόραση ούτε κομπιούτερ τότε, πολύς χρόνος των ανθρώπων για τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τις γιορτάρες μέρες της χριστιανοσύνης, Χριστούγεννα και μεγάλη βδομάδα, τ’ άη Κωνσταντίνου και της Αναλήψεως, οικογενειακές γιορτές, τα Χριστούγεννα, εκεί στο μικρό σπιτάκι, που έμενε ο παππούς και η γιαγιά, κολλημένο στο δικό τους, όλα κοινά, μια μεγάλη δίχωρη, τσιμέντο στο δάπεδο κι ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, με το σκλουβέρι του, ένα πορτάκι στο δρόμο, Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, το χειμώνα μαγκάλι με κάρβουνα, τι μαγκάλι, μια παλιά χύτρα, έβαζαν τα κάρβουνα, τα άναβαν, και κανένα διχτυωτό από πάνω για καπήρες, ήταν καιροί που ήταν της μόδας κι ο αμίαντος(!) για να ψήνουν ελιές και καπήρες,  και δώστου την καπήρα και τις ελιές, κι όταν πλησίαζε του αγίου Βασιλείου άρχιζε το παιχνίδι με τα φύλλα της ελιάς στα κάρβουνα, «άη Βασίλη βασιλιά δείξε και φανέρωσε αν μ’αγαπά η…» εδώ κοκκίνιζε, δεν έλεγε το όνομα, στο νου του όμως και στην καρδιά η μικρούλα γειτόνισσα, η αγάπη του. Κι αν πηδούσε το φύλλο της ελιάς τον αγαπούσε κι αν καιγόταν καιγόταν κι ο ίδιος, λυπημένος στεναχωρεμένος, κι ο καθένας το φύλλο του και την αγάπη του. Ήταν νύχτες που πολύ πήγαινε και το λαδάκι στο πιάτο, φρέσκο με λεμόνι και αλάτι, η πρώτη ύλη μαζί με την κόρτα στα κάρβουνα, χαρά Θεού, που θυμόταν κι ο παππούς το χωριό του, τον πατέρα και τ’αδέλφια του, έπινε και καμιά οντζιαρού μονάστερη, άσπρο κονιάκ το έλεγαν,  χύμα από τον μπακάλη τον Κυριάκο, ήξερε και τα απολυτίκια των ημερών και μαζί ψάλλανε, ν’ακούει η γιαγιά να ευφραίνεται, η μεγάλη μεζετζού της οικογένειας.

3.

Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι, φιλειρηνικοί, εργατικοί, της αγάπης και της προσφοράς, «δίνε παιδί μου να πλουτίσεις», έλεγε η μάνα μου, έζησαν ήσυχα και με τους τούρκους της γειτονιάς, τους σέβονταν και ήταν σεβαστοί, δίπλα σχεδόν στο σπίτι μας, προς το τέλος της Αυτοκρατείρας, έμενε τούρκος παπλωματάς, κατά νόμο, αφού ήταν ο μωαμεθανός μουχτάρης της περιοχής έπρεπε και να διαμένει στην περιοχή, γεμάτος, φαλακρός, πάντα λευκό πουκάμισο μακρομάνικο, η γυναίκα του πάντα με το μαύρο φερετζέ και τις κόρες να φωνάζουν όλη μέρα «αννέεε ανεεεε», μάνα μάνα, η γιαγιά έραψε κοντά της φορέματα, το ΄μαθα αργότερα, η μάνα είχε την δική της ράφταινα, την Τζιυρκωτού, γειτόνισσα και φίλη, ο Μεμέτης ερχόταν το πρωί με το ποδήλατο, ένα μεγάλο τσίγκινο δοχείο κρεμασμένο στο πίσω μέρος,  κι έφερνε γάλα, το ζύγιζε με το μεταλλικό του δοχείο, τον περίμενε η γιαγιά, ο Αλής ήταν ο χαμάλης στου θείου του Αντρέα στο δερματοπωλείο, στη μετακόμισή του στο σπίτι στο Λυκαβηττό έφαγε λουκάνικο με την ψυχή μου, κουρασμένος και καταϊδρωμένος, ξερακιανός, μαυριδερός, ίδιος τούρκος,  από την αυτοκρατείρας Θεοδώρας περνούσαν για να παν στο παντοπωλείο καθημερινά και χαιρετούσαν, ένας  χασάπης, ίδιος Ντεκτάς, το σπίτι του στο τείχος, εκεί που με παίρνουν χρόνια τώρα τα όνειρά μου, ήταν τα στερημένα μας παιδικάτα, οι τόποι που αγαπήσαμε και τους χάσαμε, ο περίπατος ως του Τσακλαγιάν, η Μεγάλου Κωνσταντίνου, με την περβόλα που παίζαμε μπάλα, με τα χειροποίητα δίχτυα και το κατ’ οικονομίαν γήπεδο. Άρχισε ο αγώνας της εοκα, στη γειτονιά,  εκ των υστέρων τα μαθαίνουμε, μεγάλη μυστικότητα, σπίτια με όπλα, ορκωμοσίες ομάδων, ετοιμασίες ακόμα και να φιλοξενήσουν τον Διγενή, αλλά σε λίγο καιρό αρχίζουν οι πρώτες επιθέσεις των τούρκων εναντίον του αγίου Λουκά, ενορία με λίγους χριστιανούς, οι μαθητές έρχονταν στο δημοτικό του αγίου Κασσιανού, νοικοκυραίοι οι γονιοί τους, και μια νύχτα τους καίνε την εκκλησιά, κι  ο που φύγει φύγει, το κάψιμο ήταν η τέχνη τους, πάντα δικαιολογίες έβρισκαν οι ππούαρ τέκρς, σημασία έχει πως το σχέδιο ήταν να διχοτομηθεί η Χώρα κι η Κύπρος, να καταστραφεί η Ερμού, η εμπορική οδός, να διωχτούν οι Έλληνες από το παντοπωλείο κι από τα σπίτια και τις περιουσίες τους, ο μηχανισμός έβρισκε στιβαρό σύμμαχο τον εγγλέζο, «διαίρει και βασίλευε», και στο τέλος όλα γίνονταν εις βάρος μας, ενώ εμείς πολεμούσαμε να ελευθερωθούμε από την Αγγλία και να ενωθούμε με την Ελλάδα, αίμα και δόξα και αναπτερωμένο ηθικό όσο ποτέ άλλοτε στην σύγχρονη ιστορία μας. Όσο και να τα θυμάται κανείς, η αδικία βαριά, το κακό μεγάλο, που έπαθαν οι πολλοί από τους λίγους, οι γριστιανοί ‘που τους μωαμεθανούς, οι έλληνες από τους τούρκους της Κύπρου.

4.

Κι έτσι ζήσαμε και την εποχή του αγώνα της ΕΟΚΑ. Οι μικροί κι οι μεγάλοι μπόρεσαν να ξοδέψουν δυνάμεις για την ελευθερία του τόπου, διαδηλώσεις, ξύλο, φωνές, δακρυγόνα, με τη σημαία την ελληνική μπροστά κι ό τι θέλει ας γίνει, άλλοι όμως ήταν στα βουνά και πολεμούσαν και σκοτώνονταν, ενθουσιασμός στις πόλεις και στα χωριά στον κάθε θάνατο, άλλοι στην κρεμάλα, μετρημένοι, θαμμένοι στο προαύλιο των φυλακών, η ύβρις δεν έχει όρια, η άτη τρελαίνει το νου,  κι η τίσις, μάχαιραν έδωσες μάχαιραν λαμβάνεις και όχι μόνο, μεταφυσικά πράματα, μην τα περιμένουμε στη φυσική μας κατάσταση, κι αυτή μπατάλικη στα βαλτονέρια! Την Ελλάδα τη θεωρούσαμε τη μεγάλη αγαπημένη, γαλάζια, τέλεια ομορφιά, το ιδανικό των ιδανικών, όταν ζωγραφίζαμε ελληνικές σημαίες στον πίνακα στις εθνικές επετείους βάζαμε και τη δάφνη πράσινη γύρω γύρω, ό τι ελληνικό ήταν το εξαίσιο, το υπέροχο, η ελληνική μας ιστορία όλη δόξα όλη χάρη, η ένωση με την Ελλάδα ήταν ένας πόθος μεγάλος, καταλάμβανε όλο το είναι μας. Ο μεγάλος μας έρωτας. Στην Πέμπτη τάξη Γυμνασίου ήταν η χρυσή μας ευκαιρία, ταξίδι στην Ελλάδα φιλοξενημένοι από το εκεί Υπουργείο Παιδείας, ο Αδρίας, ένα μικρό καράβι, φορτωθήκαμε, στη διαδρομή  έπιασε φουρτούνα, ένα μοναδικό σκαμπανέβασμα, ένα μήνα που μέναμε στο Γυμνάσιο στο Μαρούσι το σκαμπανέβασμα συνεχιζόταν μόλις πέφταμε στο κάμπετ, μα είχαμε να δούμε τόσα πολλά, να θαυμάσουμε και να μη χορταίνουμε ιστορία κι ομορφιά, να τι θα πει Ελλάδα! Ήταν συνοδός μας τότε ο Ανδρέας Χριστοφίδης, νέος άνθρωπος, διαβασμένος όσο κανένας άλλος, ενθουσιώδης, παρόλο που δεν μας ήταν καθηγητής, έγινε φίλος με τους μαθητές, δικός μας άνθρωπος, μας άνοιξε τα μάτια στη λογοτεχνία προπάντων, μας ξεναγούσε με τον θαυμαστό δικό του τρόπο. Το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν το μεγάλο αντίδοτο του πένθους, δεν πετύχαμε την ένωση, αλλά μπορούσαμε πια να ξέρουμε και να νιώθουμε τι είναι Ελλάδα, έστω κι αν γνωρίσαμε την επιφάνεια μόνο, αργότερα όταν φοιτήσαμε στο Αθήνησι γνωρίσαμε και το καραμανλικό αστυνομικό κράτος, και τη φτώχεια του λαού και τα προβλήματα, μα η Ελλάδα ήταν η μάνα μας, η γαλανόλευκη ομορφιά μας, η ιστορία κι η θρησκεία μας, ο βαθύς εαυτός μας.

5,

Γι’ αυτό πήγαμε στην Ελλάδα να σπουδάσουμε και δεν το μετανιώσαμε, καλά η απογοήτευση πολλών από τα ιδανικά να πέφτουμε στην πραγματικότητα, εκείνοι όμως ήξεραν να το γλεντούν, και με τα τόσα βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ναι, γύρω στην Τρίτη Γυμνασίου άρχισα να καταλαβαίνω πως μου αρέσουν τα κείμενα, διάβαζα ήδη αρχαία ελληνικά στην εκκλησιά, ήξερα από στήθους σελίδες και σελίδες, μια μεγάλη αγάπη η ποίηση, η πρώτη Ανθολογία του Ρένου Αποστολίδη, ήδη η απόφαση για φιλολογία ήταν παρμένη, παρόλες τις αντιξοότητες της γραμματικής και του συντακτικού που δεν χώνευα, ήταν και τα χρόνια των διαδηλώσεων, των κλειστών από τους εγγλέζους σχολείων, κείμενα να διάβαζα, αυτό καταλάβαινα πως μου άρεσε κι ως  σήμερα αυτό καταλαβαίνω, μακριά τα περιττά. Όσοι σπούδασαν στην Ελλάδα δεκαετία του εξήντα θυμούνται την κοσμοσυρροή στο λιμάνι της Λεμεσού, λεωφορεία από τα χωριά να φέρουν φοιτητές, αυτοκίνητα ιδιωτικά της εποχής, να φορτώσουμε στις μαούνες κι ύστερα ν’ ανέβουμε στο πλοίο που δεν μπορούσε να πλησιάσει τότε στη στεριά, στο λιμάνι, με τις κάσες τα γάλατα βλάχας, τα χαλλούμια και τις βαλίτσες, τα κρεβάτια, κι όταν φτάναμε στον Πειραιά οι τελωνειακοί να ζητούν να δουν τα χαλλούμια, ή κανένας ναυτικός να μας πασάρει καμιά κούτα τσιγάρα να του βγάλουμε έξω, θα περίμενε ο συγγενής του και άλλα τέτοια της καλαμαριάς, κι εμείς αόμματοι, κι η πρώτη έκπληξη, μας άκουαν που μιλούσαμε την κυπριακή, «τι γλώσσα μιλάτε ρε παιδιά, ιταλικά μιλάτε στην Κύπρο;» Με το φορτοταξί, τρίτροχο,  φορτωμένο από Πειραιά Αθήνα, ημιυπόγεια ως επί το πλείστον τα φοιτητικά μας, Αμπελοκήπους Φθιώτιδος το πρώτο,  ομαδική ζωή, με τους φίλους και αχώριστους,  μαζί στο πανεπιστήμιο, στο εστιατόριο στα θέατρα και στα σινεμά, είδαμε κι ακούσαμε, ήμαστε μια ευτυχισμένη γενιά, του Χατζηδάκι, Θοδωράκη, Ξαρχάκου, του Εθνικού Θεάτρου με Μινωτή και Παξινού, Κωτσόπουλο και Συνοδινού, Θέατρο Δημήτρη Μυράτ και άλλα και άλλα, το καλοκαίρι με τον Οικονομίδη στο Άλσος, και προπάντων Ωδείο Ηρώδου του Αττικού με αξέχαστες τραγωδίες και κωμωδίες, στα σινεμά κινηματογραφικά έργα μοναδικά της εποχής, κλασσικά πλέον, τι ιταλικά, ρωσικά, ελληνικά, ήταν πράγματι για μας τότε η Αθήνα Κυπρίων παίδευσις, και τα εστιατόρια της εποχής, της συνάντησης των πάντων, η Φοιτητική Λέσχη για πολλούς, κι εμείς στην Αύρα της Κύπρου, τέρμα Αλεξάνδρας, Θων, κι ύστερα μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκι παραπλεύρως. Το πανεπιστήμιο με τα προβλήματα και τους καθηγητές, στη Σόλωνος τα κτήρια, μια μυρουδιά αλλιώτικη, βαβούρα και φοιτηταριό να ανεβοκατεβαίνει τις μεγάλες σκάλες, πανεπιστημιακοί άλλοι ζόρικοι άλλοι της επίδειξης, λίγοι αγαπητοί, ο Τωμαδάκης, Σύλλαβος Βυζαντινών Μελετών και Κειμένων,  ο Θεοδωρακόπουλος της Φιλοσοφίας, ήταν όμως και σοβαροί, ο Τζανετάτος αγγλοθρεμμένος των αρχαίων, ο Μαρινάτος, ξακουστό όνομα της αρχαιολογίας, Κοντολέων, βυζαντινή αρχαιολογία ενενήντα σελίδες, χωρίς εικόνα όμως αρχαιολογία δεν μαθαίνεις, ας ήταν καλά το βιβλίο του Σωτηρίου, ο Κουρμούλης γλωσσολογία, ήταν ένα σεφέρι πρύτανις δεν τον βλέπαμε, στο τέλος όλα τα ήθελε, «εγώ τα είπα», έλεγε, ο Παπασταύρου, «στο βιβλίο μου τα λέω καλύτερα», ο Κόλιας, ο Ζώρας, Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και να θέλει να εξετάζει πτυχιακές προφορικά με ακροατήριο,  Απόστολος  Δασκαλάκης, εξετάσεις,  « δώστε μου ένα βιβλίο», ανοίγει τυχαία στις τελευταίες σελίδες, «εισαγωγές και εξαγωγές της Ελλάδας κατά την περίοδο της επανάστασης», δίνουμε την κόλλα και φεύγουμε,  Κορρές, άλλος των αρχαίων, o Βουρβέρης με τον Φιλοκτήτη του,   Ηλιόπουλος, φοβόσουν μην ανοίξει το στόμα, Λουιζίδης, λατινικά  αυτοί οι δυο, Πατριαρχέας «διά την προαγωγήν του πολιτικού και κοινωνικού βίου», Σπετσιέρης, αντιπαιδαγωγός που δίδασκε Παιδαγωγικά, έκαμνε το μάθημα στο παλιό πανεπιστήμιο στην Πανεπιστημίου, γνωρίσαμε και το Πειραματικό Αθηνών, να παρακολουθούμε πώς διδάσκουν, Σπυριδάκης λαογραφία, ο Μερεντίτης μάθημα δεν μας έκαμε αλλά εξέτασε αρχαία στις πτυχιακές, προφορικά, χωρίς κείμενο, εμείς έπρεπε να έχουμε αποστηθίσει από όλους τους συγγραφείς απόσπασμα, κι από όποιον σου ζητούσε εσύ θ’ άρχιζες το κομμάτι σου, Διονύσιος Ζακυθηνός βυζαντινή ιστορία,  έστω μνημόσυνο των δασκάλων μας, όλοι τους μας έριξαν στον ωκεανό και μας είπαν «κολυμπήστε» και κολυμπήσαμε.  Στο πρώτο έτος παρουσίες γυμναστικής παρακαλώ, και πληρωμή για εξέταστρα, ξημερωνόμαστε στο ταμείο Σόλωνος υπόγεια, ύστερα σταμάτησε το κακό, αλλά έμενε ως το τέλος το άλλο μεγάλο, ο κλητήρας, για να μάθεις τα αποτελέσματα έπρεπε να βάλεις χέρι στην τσέπη σου.  Ήταν οι καιροί των φοιτητικών απεργιών, ένα ένα τέσσερα και δεκαπέντε τοις εκατό για την παιδεία, η μια απεργία πίσω από την άλλη, η μεγάλη των Θεολόγων, διάβασμα μεταμεσονύκτιο, μιλούσαμε στον ύπνο αρχαία και λατινικά. Τις αποκριές το γλεντούσαμε στην Πλάκα, κόσμος πολύς, και την Καθαρά Δευτέρα στον Μαραθώνα ή κανένα κοντινό νησάκι, Πόρος, Αίγινα, τα καλοκαίρια πριν έρθουμε στην Κύπρο στη Βουλιαγμένη για μπάνια, εκκλησιά ήταν η Μητρόπολη, κοντά μας ο Άης Δημήτρης, η αγία Τριάδα, Πάσχα πάνω στο Λυκαβηττό, μέναμε τότε Δαφνομήλη, ζεστό ψωμί από τον φούρνο απέναντι από μια σπιταρώνα, βγαίναμε έξω να ζεσταθούμε, μέσα στις γωνιές φύτρωναν μανιταράκια, πήγαμε κι εμείς στο Μοναστηράκι να βρούμε καμιά σόμπα πετρελαίου, μας έμενε να κυκλοφορούμε σπίτι με πανωφόρια. Από μουσεία δόξα τω Θεώ, ήταν και στα μαθήματά μας και η Ακρόπολη και το μουσείο της, και το βυζαντινό, είχαμε κοντά και τη Γεννάδιο βιβλιοθήκη, είδαμε και διαβάσαμε. Ήρθε και το 63-64 και χαθήκαμε από τα σπίτια μας, οι νοικοκυρές να τρελαθούν, στην αστυνομία να αναζητούν τους φοιτητές που άφησαν τα σπίτια και κανείς δεν ξέρει πού είναι, κι εμείς στο στρατόπεδο στη Χαλκίδα, κατάκλειστοι να γυμναζόμαστε στα  στρατιωτικά, για να ρθούμε στην Κύπρο να πολεμήσουμε τους τούρκους που ξεσηκώθηκαν Χριστούγεννα, ή να στελεχώσουμε την μελλοντική Εθνοφρουρά, και ποιος σας έφερε, κανείς δεν ήξερε, μαζί μας στο πλοίο από Μεγάλο Πεύκο και ο Γρίβας και τάγμα φαντάρων ελλαδιτών, με τα πολιτικά τους. Από την πρώτη χρονιά ζήσαμε στην Αθήνα  το καραμανλικό κράτος, αστυνομικό κράτος για την ακρίβεια, αμερικανοκρατία, όσα είχαμε στην Κύπρο με τους εγγλέζους τα ξαναβρίσκαμε μπροστά μας, «την ταυτότητά σου, πού γυρίζεις τέτοια ώρα, πού πας και πούθε έρχεσαι», ανάκριση στο δρόμο, ως που το χωνέψαμε κι αυτό.  Με τον Γεώργιο Παπανδρέου άλλαξαν τα πράματα, ξεθάρρεψε ο κόσμος, μίλησε, εκφράστηκε, ελευθερώθηκε, ανέπνευσε. Με τη μεγάλη του περιοδεία τότε με τον «ανένδοτο αγώνα», βρήκαμε ευκαιρία να ταξιδέψουμε δωρεάν με τα πούλμαν σ’ όλη την Πελοπόννησο, ο Παπανδρέου μιλούσε από τα μπαλκόνια κι εμείς γυρίζαμε στην πόλη, να δούμε και να μάθουμε, ακολούθησαν οι «αποστάτες», «είχες τα στήθια άσπρα σαν τα γάλατα και μου’ λεγες γαργάλα τα» για τον Νόβα, ακαδημαϊκό, πολιτικό, άντε και ποιητάκο, που τον παραλάμβανε ο Ψαθάς στα Νέα και το γλεντούσαμε, άλλος ο Παλαιολόγος στο Βήμα, ήταν καιροί που οι κυριακάτικες εφημερίδες ήταν σωστό πανεπιστήμιο ή καλύτερα σχολή καλών τεχνών και πολιτισμού. Ήρθε η δικτατορία, τανκς παντού, μετρημένοι βγαίναμε στο δρόμο μην είμαστε πέντε και άνω γιατί πυροβολούσαν τα φαντάρια στις γωνιές των δρόμων ένοπλα, ευτυχώς δεν την έζησα παρά μόνο λίγες μέρες, τέλειωσα κι έφευγα, την καλύτερη για μένα περίοδο, και ποιος ανεχόταν δικτατορίες και τέτοιους!

6.

Όταν πέθανε ο πατέρας κι η μητέρα, το σπίτι εκείνο έμεινε μόνο, μαράζωνε, τα παράθυρά του πρώτα άρχισαν να σκεβρώνουν, να ρίχνουν τις μπογιές, οι εξωτερικοί τοίχοι διαβρωμένοι, πού εκείνη η μεγάλη ξώπορτα, η αυτοκρατορική, με το φεγγίτη -«1912»- έλεγε, παλιά ήταν μύλος όλο το σπίτι, νερό έτρεχε και άλεθαν, καμάρες μεγάλες με πουρί, σιγά σιγά το χώριζαν με παγδατί, ένα ξύλινο τελάρο και μπακλαβαδωτά χωρίσματα, με πετραδάκια και γύψο στα ενδιάμεσα, ελαφρό, αλλά τη δουλειά του την έκαμνε, κι έτσι βρέθηκε η οικογένεια με δωμάτια κι ένα ακόμα στο ανώι, με εσωτερική αυλή παρακαλώ, να βρέχει και να μπαίνουν τα νερά παντού, ώσπου την κάλυψαν με τζάμια πάνω ψηλά, κι έτσι είχαν και πολύ φως και νερά δεν έπεφταν.

Εκείνο το σπίτι είδε πολλή αγάπη, ολωνών, καυγάδες μηδαμινοί, η μάνα πάντα μαγείρευε και για τον αναμενόμενο, δυο τρία πιάτα παραπάνω, γιατί πάντα θα ερχόταν ο συγγενής, από την Κυθρέα ή το Βουνό ή τη Λακατάμια, αυτά ήταν χωριά τότε, ο κόσμος όταν κατέβαινε στη Λευκωσία έκανε τις δουλειές του και περίμενε την ώρα να ξεκινήσουν τα αυτοκίνητα από το χάνι, στο μεταξύ ήταν ευτυχισμένοι γιατί είχαν δικούς στη Χώρα και μπορούσαν να τους επισκεφτούν, να φαν ένα κομμάτι ψωμί, ένα γλυκό καρυδάκι, να πιούν ένα καφεδάκι ή, αν ήταν μεσημέρι, το τραπέζι ήταν στρωμένο για όλους. Και βέβαια δεν έμενε πάνω τους, γιατί στην πρώτη επίσκεψη στα χωριό θα ανταπέδιδαν με χίλια δυο καλούδια. Αν είσαι βέβαια επιστήμονας, κοινωνιολόγος που λεν, θα μου πεις, «η ανάγκη βλέπεις, όταν βρεθεί σε ξένο τόπο ο άνθρωπος θέλει κι ένα δικό, το λέει και η παραλογή, ο Κωσταντής να την παντρέψει την Αρετή στα ξένα, όταν βρεθεί εκεί, να έχει μια αδελφή να τον φιλοξενήσει», ωραία κι η φιλοξενία, ωραίο και το ποίημα, όσοι το διάβασαν και τους άρεσε δεν το ξεχνούν, η Μνημοσύνη δεν είναι τυχαίο που στέφθηκε μάνα των Μουσών.

Γερασμένος τώρα, ή με πολλά χρόνια στη ράχη, με παιδιά και με εγγόνια, κατεβαίνει τις Κυριακές στη γειτονιά, να ξαναζήσει το πνεύμα, που χάθηκε στον αέρα, κάτι ανακαινισμένα σπίτια αγνώστων, κάτι επεμβάσεις του Δήμου, χάλασε το κιρίζι  του νερού μέσα στο δρόμο, κι η βρύση κοντά στην εκκλησιά κι οι γειτόνοι παρμένοι στον άλλο κόσμο, μπακάληδες κανένας, πού ο Κυριάκος, ο Πλουτής, ο Βάσος, ο Αριστοτέλης, τα Ελευθέρια ισοπεδωμένα σχεδόν, μια ερημιά στην ψυχή, ένα σφίξιμο στην καρδιά, κάτι φαντάροι, άγνωστοι κι αυτοί, γατιά σκυλιά στους δρόμους, πώς πέρασαν τα χρόνια, οι τόποι, οι άνθρωποι, ο ίδιος μάλλον έχει αλλάξει, συλλαμβάνει κάτι παραξενιές, σιωπά, θέλει πάλι τη γωνιά του, το γραφειάκι του, τι να ‘γινε εκείνο το χειροποίητο, και σκεφτόταν πως έπρεπε να του βάλει και κλειδωνιά, και δεν το κατόρθωσε, ανοιχτό έμεινε κι η μάνα του βρήκε κάτι φυλλάδια της εοκα, κάτι διαταγές με κεφαλαία γράμματα, «να γίνει συγκέντρωση στο γνωστό χώρο στις τρεις το απόγεμα και θα πάρετε οδηγίες, απόλυτη εχεμύθεια»… κατάλαβε τότε η μάνα και τον πήρε παράμερα, στη γωνιά του δωματίου του, να προσέχεις γιε μου, τούτο μόνο.

‘Ηταν αυτός που πρόσεχε, ήταν ο φύλακας άγγελος, μάλλον το δεύτερο, τι θα γινόταν με εκείνο το φορτηγό που τον κτύπησε στο σταυροδρόμι, τον πέταξε από το ποδήλατο και το άλλο και το άλλο, φέρνει στο νου του κάτι δυστυχήματα, και βγαίνει σώος και αβλαβής, να τα απαριθμεί, να ευχαριστεί το Θεό που ανήκει στους ζώντες, φίλοι του, δικοί του άνθρωποι, από καιρό πήραν την άλλη όχθη, τους θυμάται, τους μνημονεύει, έρχονται στο νου του οι στιγμές, οι σκηνές, η απουσία λευκό πανί, κενό, κι αυτός κρατιέται με την πίστη πως ο φύλακας άγγελος δεν θα πάθει κανένα δυστύχημα, δεν θα του προκαλέσει ο ίδιος κανένα δυστύχημα, δεν θα τον διώξει με καμιά του συμπεριφορά ανάρμοστη που λεν, και ζει μαζί του και το χαίρεται.