Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Κατέβαιναν απ’ το πατάρι

 Κατέβαιναν απ’ το πατάρι τα ξύλινα όπλα, τ’ αλογάκια, οι μπάλες με τα ρούχα και τα λάστιχα, οι γυάλινες μπίλιες, κιμωλίες για βασιλέα, ο βεζύρης, οι πέντε πέτρες, φτερούγιζαν για λίγο, τιτίβιζαν ως το φεγγίτη, μαζί τους πετούσε πρώτα στη γειτονιά, κι ύστερα στο χωριό, εκεί ψηλά στο μοναστήρι, γερασμένα σπίτια, στενοί δρόμοι, ψυχές μεστωμένες στο στάρι, και στο μύλο με το λάδι, τα μικρά παιδιά έπαιζαν στο ποτάμι, πλατσουρίζαν στη λιμνούλα με τα χρυσόνειρα, η θεια στο φούρνο, πολλά παιδιά, η γιαγιά στο περβόλι με τη γίδα, ο παππούς καλούσε εσπερινό, να φέρουν κάνα πρόσφορο, λάδι και κρασί, για ζωντανούς και πεθαμένους. Το Σάββατο σ’ όλο το χωριό καπνίζαν τα σπίτια, μύριζε σαπούνι ελιάς, νερά στο δρόμο, άλλοι για το καφενείο, άλλοι για περίπατο, μ’ ένα γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα, άλλοι περασμένο στ’ αφτί, άσπρο πουκάμισο κολλαρισμένο, στο σίδερο τα κάρβουνα, μπριγιαντίνη στα μαλλιά, κολώνια φρεσκοξυρισμένοι, τα βραδινά τα λεωφορεία στο μαντρί τους γονάτιζαν σαν γκαμήλες. Τη Δευτέρα το πρωί θα ξεκινήσουν από το χάραμα, η εργατιά με το καλάθι σκεπασμένο, το καπακλί με το φαΐ, ψωμί τυλιγμένο στην πετσέτα, καμωμένη στον αργαλειό με το τραγούδι της αδελφής, τ’ άγρυπνο βλέμμα της μάνας, καντήλι στο τραπέζι, λάμπες πετρελαίου, με το μελιχρό φως απλωμένο στους τοίχους, στις σεβαστές εικόνες, στ’ αγαπημένα πρόσωπα, που τα πήρε η φωτιά, ο καταστροφικός άνεμος, κι αυτά επιμένουν, έρχονται κι επανέρχονται ευλογώντας νεκρούς και ζωντανούς