Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

το πουσι

 

ΤΟ ΠΟΥΣΙ

Αν το σκεφτείς, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας το διανύσαμε στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι πηχτό, αλλά κατάφερναν μερικοί να το παρουσιάζουν μια απλή ομίχλη που σε δευτερόλεπτα θα διαλυόταν, άνοιγαν διόδους εδώ κι εκεί με σχήματα λόγου και «μέτρα εμπιστοσύνης», δοσοληψίες με τον κατακτητή, «αδέλφια» και άλλα τέτοια ευτράπελα, χτυπούσαν άτσαλα τα χέρια, κι η ζωή συνεχιζόταν στο σκότος της σκλαβιάς, η μισή Κύπρος τουρκοπατημένη κι η άλλη έσκυβε τον αυχένα, μερικοί όρθωναν ανάστημα και τους έλεγαν τρελούς, ο «ρεαλισμός» μπήκε στη ζωή μας υπόγεια, σαν φίδι σερνάμενο, κι όμως άρχισε από την «Αργώ», μεγάλο όνομα της μυθολογίας μας, και δεν ήταν λογοτεχνικό κίνημα, μια μπαρούφα για να σκεπάζουν τις πομπές τους, τις προδοσίες και τις υποχωρήσεις, έβγαιναν στα μπαλκόνια και μιλούσαν για την επανένωση της πατρίδας  μας κι ήξεραν πως μιλούσαν για την πραγματική  διχοτόμησή της, οι οπαδοί έριχναν βεγγαλικά και καπνογόνα, άλλων τα μάτια έτσουζαν άλλοι τα έκλειναν, άλλων ήταν από καιρό κλειστά και τ’ αυτιά ανοιχτά  στα τραγούδια των σειρήνων, «μα δεν βλέπετε πόσο διαυγής ο καιρός», ρωτούσαν, και γύρω γύρω καταχνιά και ζόφος, «έχουμε τον τρόπο να λύσουμε το πρόβλημα, άστε μας κι εμάς με τις μεθόδους μας», κι όλο βάθαινε ο λάκκος, κι όλο βάθαινε, κάτι συσκέψεις και επισκέψεις και σεμινάρια, αχ σεμινάρια σεμινάρια με μάστερ και δοκτοράτα, κι ήταν έτοιμοι να μάθουν, να σκύψουν, να γονατίσουν, έτσι -τους έλεγαν- κάνουν οι πολιτισμένοι, και αυτοί ήθελαν να αποδείξουν πως είναι πολιτισμένοι κι οι ουρακοτάγκοι στα κλαδιά κι οι τσίτες στη ράχη των ανθρώπων να κοροϊδεύουν, αμυδρά ακουγόταν η φωνή του Ρήγα, «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή»,  «Θα πάρω μια ανηφοριά», αντηχούσε η φωνή του Βαγορή, «μολών λαβέ» του αετού του Μαχαιρά, «αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας» του Μάτση, εμείς μ’ αυτά αναγιωθήκαμε, αυτά μας κρατούν στη ζωή και στο φως, αυτά μας κρατούν ανοιχτά τα μάτια, ήταν πολύ και πάλι το πούσι σήμερα.