Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΣΤΟ ΥΦΑΝΤΟ ΤΟΥ ΄21

 

Στέφανου Κωνσταντινίδη, Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου στο υφαντό του '21

«Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς, Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά.»  Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα, Νίκος Εγγονόπουλος

Κεφάλαιο Ι

Σε πρωτοσυνάντησα στα στενά δρομάκια της Πενταλιάς, Αντώνη Οικονόμου, εκεί που γυρόφερνες τα βράδια με τον Ονήσιλο, τον Μπολιβάρ, τον Σπάρτακο, τον Ρήγα Φεραίο, τη Μαντώ Μαυρογένους, την Υπατία, τον Τσε, την Μπουμπουλίνα, τον Ηράκλειτο, τον Ροβεσπιέρο, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Αυξεντίου, τον ηγούμενο Γερμανό ‒τον παπα-Ανυπόμονο‒, που γνώρισα κάποτε στον Αγάθωνα, το μοναστήρι του, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι… Σου υποσχέθηκα να σου γράφω για όσα έγιναν το ’21, από τότε που εσύ έφυγες, δολοφονημένος από τους κοτζαμπάσηδες. Να σου γράφω για τους δικούς σου προκρίτους, αυτούς της Ύδρας, τον Λάζαρο Κουντουριώτη και τους άλλους, για τον Παπαφλέσσα, που σε μύησε στη Φιλική Εταιρεία, για τον Κολοκοτρώνη, που προσπάθησε να σε σώσει, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Υψηλάντη, την Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους, τον Καραϊσκάκη, τον Κοραή, τον Μαυροκορδάτο, τον Κωλέττη, τον Καποδίστρια, κι όλους τους άλλους που διαδραμάτισαν μικρό ή μεγάλο ρόλο στην Επανάσταση. Να σου γράφω για να ξέρεις, Αντώνη, πως την Επανάσταση τη δήμευσαν οι κοτζαμπάσηδες, και το κράτος που γεννήθηκε από αυτήν το κληρονόμησαν στους απογόνους τους που μας τυραννούνε διαχρονικά. Χρειάζεται μια άλλη επανάσταση για να τους αποτινάξουμε από πάνω μας, Αντώνη. Μια επανάσταση που αργεί. Αργεί πολύ! Η λαϊκή εξουσία πάντα θα φοβίζει, Αντώνη Οικονόμου! Είτε αυτή του Σίμωνα Μπολιβάρ είτε αυτή του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου είτε αυτή της Κομμούνας του Παρισιού είτε η δική σου. Ακόμη και η αστική δημοκρατία φοβίζει στις μέρες μας και την ψαλιδίζουν όσο μπορούν. Θέλω επίσης να σου πω για τον ποιητή που σ’ αγάπησε πολύ, τον Νίκο Εγγονόπουλο, που σε ανύψωσε δίπλα στον Σίμωνα Μπολιβάρ και τον Ρήγα Φεραίο. Ο ποιητής που ατενίζει μακριά· που ατενίζει την Ύδρα και γράφει για το εξουσιαστικό μπλοκ του νησιού, τους εφοπλιστές της τότε εποχής.

Κατηγγέλθη

ως εξαιρετικά επικίνδυνος

για την δημόσια ασφάλεια

‒για την ειρήνη

των φιλησύχων πολιτών‒

… Για σένα τα έγραψε αυτά.

Και παρακάτω, για τον τρόπο γραφής του μυθιστορήματος, ο Στέφανος Κωνσταντινίδης γράφει «Γίνεται όμως να ξεκινά ένα μυθιστόρημα με φιλολογικές αναφορές; Κι αν αντιστρέφαμε την ερώτηση; Τι εμποδίζει δηλαδή να ξεκινά με αυτό τον τρόπο; Κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μια ορθοδοξία στη μυθιστορηματική γραφή, ε, τότε δηλώνω αιρετικός!»

Από όσα προλογικά για το μυθιστόρημα «Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου στο υφαντό του '21» του Στέφανου Κωνσταντινίδη αντιγράψαμε, ήδη από τις πρώτες σελίδες, από την προμετωπίδα με Εγγονόπουλο και Μπολιβάρ ή Κολοκοτρώνη, με τις αναφορές πρώτα στην Πενταλιά, το χωριό του συγγραφέα και μήτρα των συναισθημάτων και σκέψεών του πολλές φορές, ύστερα η αναφορά σε ηρωικές μορφές της παγκόσμιας ιστορίας, ιδιαίτερα επαναστάτες και λαϊκούς αγωνιστές, που ανέτρεψαν ή θέλησαν να ανατρέψουν αδικίες κοινωνικές, ή βαραίνονται ως σήμερα με την αδικία και την παραγνώριση, πρόσωπα που έγραψαν μεν ιστορία, προσπάθησε όμως η καθεστηκυία τάξη να την διαγράψει ή αμαυρώσει, όλα αυτά συγκινούν τον συγγραφέα που αναλαμβάνει να εμβαθύνει σε ιστορικές σημαντικές στιγμές, να δει την άλλη όψη των πραγμάτων και αυτήν να φανερώσει, με τη μυθιστορηματική, ιστορική ή ποιητική γραφή του, όπως στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, να γράφει ένα έργο επιστημονικό, μυθιστορηματικό, ποιητικό, με την γνωστή του μέθοδο της αιρετικής μυθιστορηματικής γραφής, όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος.

Το μυθιστόρημα ενδιαφέρει και για το περιεχόμενό του το ιστορικό αλλά και για τον τρόπο γραφής του, είναι κατά την άποψή μου ο ίδιος ο συγγραφέας με τις ιδέες του, την πολιτική του τοποθέτηση, τον ιδεολογικό του οπλισμό και την ποιητικότητά του, με τις αλήθειες του, τις συνταρακτικές για μερικούς, τις συνήθεις για άλλους. Πίσω όμως από κάθε επαναστατική γραφή κρύβεται ένας ενθουσιώδης νέος, και αυτό το χάρισμα συνεχίζει να το έχει ο συγγραφέας μας, Στέφανος Κωνσταντινίδης, και στο παρόν μυθιστόρημά του, περιληπτική απόδοση του οποίου μας έδωσε ο ίδιος στο πρώτο του κεφάλαιο.

Καλή ανάγνωση, όπως συνήθως λέγεται.

Στέλιος Παπαντωνίου

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

μανάδες του κόσμου

 


Γιατί νομίζω πως ξέρω όλες τις μανάδες;
Είναι όλες της εποχής μου;
Είναι γιατί όλες έχουν
Το πλατύ μέτωπο του ήλιου
και τη γλυκάδα του φεγγαριού
Της δούλεψης στα χωράφια ή στο ξενύχτι
Με τη λάμπα του πετρελαίου,
με τη βελόνα στο χέρι να μαντάρουν
Με το χρώμα του χαλκού,
Με τα χαλκοματένια αγγειά να μαγειρεύουν
Με το μεγάλο χαλκί να ζεσταίνουν το νερό
Με τη φαούτα στο χέρι
Και την αλυσίβα στο μεγάλο πιθάρι
στην αυλή
Με τα κάρβουνα στο σίδερο
Με τα ξύλα στο φούρνο
Με το ξεσκονόπανο στο χέρι
Με το νερόξυδο να μας δροσίζουν το μέτωπο
χίλια μερόνυχτα στο πλάι μας
Ζωντανές ή
Αιώνια ζωντανές με τον τρόπο τους;
Γιατί νομίζω πως ξέρω όλες τις μανάδες του κόσμου;

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

ΓΙΩΡΓΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ

 ΓΙΩΡΓΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ

 

 

Μεγάλος στρατηλάτης, των τανκς ο πρώτος, μεγάλη μας τιμή να τον έχουμε γείτονα, ένα μικρό σπιτάκι σφηνωμένο ανάμεσα στα δημοτικά μας, εκεί καταφεύγαμε σαν είχαμε διαγώνισμα, κρατούσε ένα ραδιοφωνάκι και μας εξέπεμπε την ώρα των διαγωνισμάτων, όταν οι Τούρκοι το ‘74 ετοιμάστηκαν για να του κάψουν το σπιτάκι, ο Γαβρίλης της Νιόβης, που λέγαμε, τον πήρε αγκαλιά, ακόμα ως τώρα θυμάται πως τον ένιωθε σαν τότε, που τον έβαλαν να περπατά με πυρωμένα ποδήματα,  να δρώνει και να τον σπρώχνει να τον σώσει μια ώρα γρηγορότερα, ύστερα ζήτησε καταφύγιο στην κυρά Μαχαιριώτισσα, μετά χαράς μεγάλης, φιλόξενη κυρία, του έδωσε και περίοπτη κάμαρα στο εξοχικό της, αριστερά  άμα τη εισόδω, μια μέρα ένας δέσποτας, να σας φέρω ένα αντίγραφο της φωτογραφίας του να ’χετε, να τον μνημονεύετε με την σπορά, έτσι κι έγινε, και του βάλαμε το αντίγραφο κάτω από τη σκάλα που ανεβάζει στο μπαλκόνι της οικίας Κασσιανού.

Ήταν μια παλιά φωτογραφία του, εκεί κοντά στον καπτα- Νικόλα, κάθονταν και τα ’λεγαν, ο ένας τα ναυτικά του, ο άλλος τα στρατιωτικά του, κόκκινος μανδύας, δεν πολυάρεσε στους παλιούς γειτόνους, έφεραν ένα νέο φωτογράφο, παρθένιο, τον φωτογράφισε χωρίς καμιά σχέση τέχνης με τον καπτα- Νικόλα, ένα τεράστιο άλογο, η βασιλοπούλα περιμένει υπομονετικά δίπλα στον πύργο της να την σώσει, κι ένας πράσινος  δράκοντας, α ρε Γιώργο, εσύ μας πέθανες νωρίς, αντί να χαιρετήσουμε τον Γεώργιο, απλώνει χέρι ο δράκοντας. Την είδε με τον κόκκινο μανδύα σ’ ένα γραφείο εκεί στα δεσποτικά ένας ψάλτης μας που θα γινόταν πίσκοπος, αυτή μ’ αρέσει, τους λέει, ενθύμιον χειροτονίας, κι έτσι πήραμε κι εμείς το αντίγραφο της φωτογραφίας με τα κόκκινα, να θυμόμαστε τον παλιό μας Γεώργιο, τον στρατιωτικό.

Είχε κι ένα άλλο σπιτάκι ο στρατιωτικός μας στο χωριό του παππού, εις το βουνό ψηλά εκεί είν’  εκκλησιά ερημική, τώρα πράγματι δεν της έχει μείνει ούτε σήμαντρο ούτε παπάς, πέρασε η λαίλαπα των Οστρογότθων, των Βησιγότθων, των Βανδάλων, εκεί όμως, μισογκρεμισμένος, μα στρατηλάτης!

Μια καφετιά φωτογραφία στο σπίτι, μ΄ έναν κάποιο  με στρατιωτικά, ποιος είναι αυτός, ένας φίλος του πατέρα από το χωριό, καφετί χρώμα, ήταν η εξελικτική τέχνη των φωτογράφων της εποχής, ελάτε να πολεμήσετε για την Ελλάδα και για τη φτώχεια σας, πήγαιναν, κι ύστερα μάθαμε και τ΄ όνομά του, Απόστρατος άκου…, άλλο κεφάλαιο της Ιστορίας μας, δεν είναι στην εξεταστέα ύλη, θα τα μάθετε αργότερα!

Κάπου εκεί  στο ‘55 ο Γεώργιος είχε μεταλλαχτεί σε πολλούς Τζωρτζήδες, που έρχονταν από την αγγλιτέρα  για να μας επιβάλουν τον νόμο και την τάξη, τους βλέπω ακόμα με μια αγκαθερή κουλούρα στη γειτονιά, όπου πέρασε το πράσινο μολύβι, να σπέρνουν συρματόπλεγμα. Μια νύχτα, είχαν επιβάλει κέρφιου, χτυπά η πόρτα, ανοίγει ο πατέρας, ο Αλή Ριζά με τρεις τζωρτζήδες, είδαμε κίνηση από τα παντζούρια σας, πρέπει να κάμουμε έρευνα, συγχύστηκε λίγο ο τούρκος, ήξερε τον πατέρα, αδιάντροπος όμως, κάτω από τη σκέπη τους!

Κατά τα άλλα, ήταν πάντα γύρω από τη Φανερωμένη, με δακρυγόνες, η μυρουδιά ακόμα στα ρουθούνια, εμείς ένωση ένωση, κι εκείνοι γκλοπ και ξύλο, στη φυλακή παιδιά, στα κρατητήρια, εκεί στα βουνά βγήκαν οι Πρωτογιώργηδες της Κύπρου. Όταν πήγαμε στη Χαλκίδα κι άκουαν πώς έπρεπε να πολεμούν, σταυροκοπιούνταν οι άνθρωποι που τίποτε δεν ήξεραν κι επέζησαν, εκεί γνωρίσαμε την τέχνη των Γεωργίων, κι ύστερα από το διώξιμο του ελληνικού στρατού που φέραμε τότε από το Μεγάλο Πεύκο, στο ΚΕΝ Λάρνακος, μια πεντακάθαρη παρέα αποφοίτων του Παγκυπρίου, ασπροχώματα, πηγαίναμε στο πεδίο βολής και σε πορείες, και παράγαμε κιμωλία εκ του στόματος. Μια νύχτα που μας έδωσαν την πρώτη έξοδο, οκτώ το βράδυ, ένα σάντουιτς ρε παιδιά, η Λάρνακα κατάκλειστη.

Στον Αϊ Βασίλη κοντά στη Σκυλλούρα, το διοικητήριο από τη μια πλευρά του δρόμου, ένα σπίτι, το στρατόπεδο από την άλλη, ένας μερακλής διοικητής, μάθαμε να χτίζουμε τοίχους, κάτσε δάσκαλε, όχι, αν δεν μάθω τώρα πότε; Μάθαμε να κόβουμε καλάμια από τις ποταμοσιές και να φτιάχνουμε ψαθαρκές να περιτριγυρίσουμε το σπιτικό μας, ένας επιλοχίας, εγώ, όλα τα ’κανε, αντί να πάρει έξοδο προτιμούσε να μένει μέσα, στην επιστροφή ένιωθε κατράμι στις φλέβες του, εκεί μια Κυριακή άκουσε από το ραδιοφωνάκι και για τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Μακαρίου καθώς πήγαινε στην Κυρία Μαχαιρά.

Μια μέρα, έξω από το στρατόπεδο, με στρατιωτικό όχημα από τα μεγάλα, να καθαρίσουν το χώρο, μπαμ σε μια λακκούβα κι έξω ο επιλοχίας, τίποτε δεν έπαθε, μα στο διοικητήριο τρομαγμένοι, βάλε εδώ μια υπογραφή δεν έχεις απαιτήσεις, μόνο σαν γέρασε και μπήκαν τα κρύα, άρχισε να θυμάται εκείνο το χτύπημα, χέρια πόδια να πονάνε.

Η μεγαλύτερη ασέβεια όμως στο στρατηλάτη μου ήταν τις μέρες της μεγάλης καταστροφής, κάτω από τις ελιές του Κύκκου, ένα χαρτί να καταγραφτούμε οι έφεδροι, να ένα σακκούλι τσιμέντο κόψε και γράψε, μια πέννα ρε παιδιά, κι ύστερα το βραδάκι, ένα μαρτίνι χωρίς κλείστρο, να το κρατούμε δέκα, να πέφτει ο ένας και να το παίρνει ο άλλος, αυτός δεν ήταν ο δικός μας Γεώργιος!

Αφού λοιπόν «κατετάχθημεν και απελύθημεν αυθημερόν», έτσι έγραφε το βιβλιάριο,  ήρθε και το γεροντικό, να καλούνται τα αντράκια να παρουσιάζονται μια φορά το μήνα, κάθε πόσο κανένας δεν ήξερε, ήταν όμως η προθυμία, η σύσφιγξη των δεσμών, ήταν μεγάλο ένα πράμα να νιώθεις πως μπορείς να συμβάλεις. Ήρθαν αργότερα κάτι σκατόψυχοι, τα διέλυσαν όλα, δεν μπορούμε λέει να σκορπίζουμε τα λεφτά του κοσμάκη άδικα, άι να χαθείτε! Με το όπλο στο σπίτι, μ’ ένα τεράστιο κουτοτσάρτελο στην αποθήκη, να είναι καλά όλα φυλαγμένα, ήταν και κάμποσοι λήσταρχοι, μη μας κλέψουν το θησαυρό, εκεί και η καρδία ημών. 

Πήραμε κι από κει απόλυση, σημάδι ότι γεράσαμε, μα ήταν και νέοι Γιώργηδες στη γειτονιά, τους έχουμε κάθε Μεγάλο Σάββατο, με το ανάστα ο Θεός, μπροστά η ελληνική σημαία, πίσω η Κυπριακή, τα ξαφτέρουγα, ακολουθούν τα άλλα όλα, έτσι κι αλλιώς, την Κυριακή θα ‘ρθει η ανάσταση.

 

 

 

 


Ο ΚΑΠΤΑ- ΝΙΚΟΛΑΣ

 

Ο ΚΑΠΤΑ- ΝΙΚΟΛΑΣ

 

 

Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, πάροδος, ένα στενό, Αραχώβης, εκεί το σπιτάκι του καπτα- Νικόλα, ένα περίεργο πράμα, να ανοιγοκλείνει για να μπαινοβγαίνουν οι λιγοστοί κάτοικοι της οδού.

Στη λεωφόρο Ποσειδώνος, καθόταν από αρχαιοτάτων χρόνων και διάβαζε εκεί στην παραλία, άνδρα μοι έννεπε μούσα, κι έτρεχε ναυαγοσώστης, μόλις άκουε βοήθεια από τα βαθιά. Στον έβδομο όροφο, το γεροντάκι ο Κασσιανός, έξω από το γραφείο του Γενικού Διευθυντή, περνά ένας κλητήρας, τι περιμένει ο κύριος, μια ληξιαρχική πράξη ν’ αλλάξω, συμπληρώστε αυτή την αίτηση, μπαίνει, τη δίνει, κάτσε, και γιατί παρακαλώ; 29 Φεβρουαρίου ημέρα θανάτου, πολύ βαριά μου πέφτει, την ίδια στιγμή, φουριόζος μπαίνει στο γραφείο ο καπτα- Νικόλας, νερά από πάνω ως κάτω, από γενειάδα ως νύχια των ποδιών, μυριστικό ένα πράμα, δε μύριζε θάλασσα, νερό καθάριο τα κόκαλά του, πού ήσουν, το και το, γι’ αυτό δεν πέθανε δίσεχτο, του λέει ο γενικός γραμματέας, άντε στο καλό, να κάνεις και καμιά δουλειά του Ποσειδώνα. Κι έτσι τον χαιρόμαστε κάθε δίσεχτο, σαν μερικούς πολύ φίλους που μεγαλώνουν κάθε τέσσερα χρόνια, χαρά τους.

Το πρώτο πλοιάριο που οδήγησε στα νερά μας, ο Άγιος Γεώργιος, κάπου εκεί στην Πέγεια, κουβαλούσε όπλα για τον αγώνα που θ’ άρχιζε, δεν ρώτησαν κανένα, μυστικά όλα, μα και προδομένα εξαρχής, ο καπτα- Νικόλας περίμενε την απελευθέρωσή του από τις φυλακές, ήρθε ο Μέγας Κωνσταντίνος με το διάταγμά του, τι ωραίο το Μιλάνο, τι ωραίες εκκλησιές, τι ωραία παπούτσια! Με παίρνει παράμερα η μάνα μου, να προσέχεις γιε μου, θα ξεσπάσει στον τόπο μεγάλο κακό, να προσέχεις, τούτο μόνο.

Εκεί όμως που φάνηκε τσιάκκος ήταν με τον Αδρία, ένα σαπιοκάραβο, να μας πηγαίνει στην Ελλάδα εκδρομή, πιάνει μια τρικυμία, πρωτάρηδες εμείς, στο κατάστρωμα, επί ένα μήνα στο σχολείο στο Αμαρούσι που μας φιλοξενούσαν, το κρεβάτι σκαμπανέβαζε, μα ήταν μια μεγάλη χαρά, όλη η πατρίδα μια περιήγηση.

Και τον άλλο χρόνο, μια λεγόταν Αγαμέμνων, μια Αχιλλέας, εμείς εκεί, στο κατάστρωμα, πηγαίναμε στη Λεμεσό, όλη οι οικογένεια, όλες οι φοιτητικές οικογένειες, στο παλιό τελωνείο, με τις κάσες μας τα γάλατα Βλάχας, τα χαλούμια, πρώτη ερώτηση των τελωνειακών στον Πειραιά, τους τραχανάδες μας, φορτωνόμασταν σε μια μαούνα, κι ύστερα το ανέβασμα στο αμπάρι, μια μυρουδιά ως σήμερα στη μύτη, μη χάσουμε τα πράματα, ένα χρόνο θα περνούσαμε, κατεβαίναμε να εξετάσουμε αν είναι στη θέση τους, να προσέχετε από τους καλαμαράδες και τις καλαμαρούδες, με τα λοούθκια τους, το βράδυ πάντα κατάστρωμα, μια μπατανία τυλιγόμαστε, ούτε ταξιδιωτική καρέκλα, τι να την κάμουμε, βρισκόταν και κανένας μερακλής της κιθάρας, ένας Κοτσώνης να πούμε, κι άρχιζε το τραγούδι, τριάντα έξι ώρες αν θυμάμαι καλά, μα πάντα οι ναύτες επίφοβοι, πάρε πατριώτη μια κούτα τσιγάρα και σαν βγαίνεις θα σε πλησιάσει ο άνθρωπός μου, πού να ξέραμε εμείς, στραβάδια. Στο τελωνείο η διαδικασία, δεν σου ’βαλε χαλούμια η μαμά, δώσε μας κανένα να δούμε κι εμείς τι πράμα είναι, κι ύστερα φόρτωμα στο τρίκυκλο, να μας πάει Αθήνα, ή να ψάξουμε ή να κατευθυνθούμε στο έτοιμο, Φθιώτιδος 23 Αμπελόκηποι, ημιυπόγειο.

Κάπου εκεί στο δεύτερο τρίτο έτος, Μεγάλο Πεύκο, βραδάκι, φορτωμένοι στα καμιόνια του στρατού, κατεβήκαμε έτοιμοι για τις μάχες του ‘64, στο κατάστρωμα ντύθηκαν έλεγαν τα ελλαδικά φαντάρια τα μαγιό, να νομίζουν τα τουρκικά που παρακολουθούσαν κάθε κίνηση πως ήταν τουριστικό, λόγια της αρβύλας, κατεβαίνουμε, λεωφορεία, από το Τρόοδος θα σας πάμε, οι δρόμοι είναι επίφοβοι, οι τουρκοκύπριοι στην Κοφίνου, πιάσαμε όρη και παραρά, κατεβαίνουμε, να παρουσιαστούμε, και ποιος σας έφερε και τι είστε σεις; Όλοι βαθμοφόροι, να στελεχώσουμε το σπόρο της μελλούμενης εθνικής φρουράς, δε σας χρειαζόμαστε, αλλά πηγαίνετε στα φυλάκια της περιοχής σας, του Μαρτά ήταν κοντά, της θεια Καλλιόπης, περβόλα, περάσαμε Αραχώβης, χαιρετήσαμε τον καπτα- Νικόλα, κι εκεί τη βγάλαμε.

Σ΄ όλες τις φωτογραφίες ο καπτα- Νικόλας ο ίδιος είναι, με τη μαλλούρα, τη γενειάδα, κάποτε με τα ναυτικά του, με τα αρχιερατικά του, έρευνες γίνανε στα κοκαλάκια του, τον έκλεψαν σαν πέθανε από την πατρίδα του τη μυροφόρα, και τον πήραν στην Ιταλία, εκεί οι παπάδες είναι της επιστήμης, δεν ξέρουν από θρησκευτικά, έβαλαν να ερευνήσουν τα γεννοφάσκια του, τι παθαίνει ο άνθρωπος σαν δεν πιστεύει.

Νικόλας ήταν και το γερόντιο, εκεί κοντά στο τείχος, κοντά στην κλινική του Πρωτοπαπά, με τον Παπάκωστα πήγαμε να τον κοινωνήσει, η πρώτη επαφή με μελλοθάνατο, ένα σκελετωμένο κορμί στο φτωχικό κρεβάτι, άρχισε ο παπάς τα ιερά του, το ημίφως, οι άγγελοι κάπου εκεί τριγύρω στο παράθυρο, τους νιώθω ακόμα, φτερούγιζαν, δεν θορυβούσαν, περίμεναν υπομονετικά, κι ο γερο Νικόλας, ένα χαμόγελο, και τα μουστάκια του ευφραίνονταν, ήρεμο και πράο, πού να ΄ξερε πως σφράγιζε με το θάνατό του μια ψυχούλα, κάτω των δέκα ετών!

Ο άλλος, Νίκος αυτός, δεν ερχόταν στο σπίτι τότε με τις επιθέσεις των Τούρκων τα βράδια, έστελνε την οικογένεια, η Ξένια, η θεια Καλλιόπη, τα μικρά παιδιά, το σπίτι γέμιζε γειτόνους, μια νύχτα, μια ομάδα μισόγυμνοι, έξω από την πόρτα τεραστίων διαστάσεων, μας έβαλαν στουπί με πετρόλαδο να μας κάψουν, ανοίγει η μάνα, κάτι βρωμά, το στουπί το τουρκολόι. Αυτοσχέδια αμυντικά, νερό κοχλαστό να τους  χύσουμε από το ανώι, αν χτυπήσουν την άλλη πόρτα, και καυτό λάδι, τι να γίνει, εμείς αυτά ζήσαμε, πάτησαν απάνω μας τανκς!

Ο άλλος καπτα- Νικόλας, ο μικρός, πράσινος ή βένετος, λουκατίτης, μερακλής άνθρωπος,  όταν τον έδιωξαν από τη γειτονιά του, κατέβηκε στη δική μας, ήταν μια ρουσού, κόκκινα μαλλιά, κόκκινες φακίδες, του άρεσε, την παίρνει, μα γι’ αυτόν άλλοι θα γράψουν, οι νεότεροι.

 

 


 

Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

 Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

 

 

Ίσως κάποτε, αν λιγοστέψει η χρυσομπογιά, οι ζωγράφοι χρησιμοποιούν το πράσινο, πάντα ανάλογα με τη φτώχεια της εποχής, και τότε επικρατούσε μεγάλη, γιατί έρχονταν από τα χωριά να εγκατασταθούν στην πόλη να δουλέψουν, είχαμε ακόμα και τους πρόσφυγες, από Μικρά Ασία αυτή τη φορά, αργότερα μάθαμε και τρώγαμε κατάσαρκα τη λέξη. Εκεί στη γειτονιά ήταν ένας καπετάνιος, Θανάση τον έλεγαν, με τη Μικρασία είχε πάρε δώσε, μόλις μας ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες, σ’ εκείνον κατέφυγαν, κανένα σπιτάκι να στεγάσουμε την οικογένεια; Ένα γύρο στο αρχοντικό  του γέροντα θα βρείτε, τους λεγόμενους από τη γιαγιά νοτάδες, καμαράκια, κι έτσι ο Χαράλαμπος έφερε τη Μαρία του από τη Μικρασία, ελληνικά ποτέ της καλά δεν έμαθε, και υπηρετούσαν το μεγάλο σπίτι του Κασσιανού μας, με τις δυο κόρες, λευκότατα πλάσματα στην ψυχή, έβλεπε η μια τη νύχτα ένα φως να περιτριγυρίζει τη σπιταρώνα και σταυροκοπιούνταν. Μιαν άλλη νύχτα βλέπει ένα καντήλι στο δάπεδο πεσμένο, τρέχουν, χτυπούν την πόρτα, ο Κασσιανός, γέρος πια, κοιμόνταν του καλού καιρού, πηδούν από το τοιχάρι, μπαίνουν μέσα, το καντήλι του Αντρέα καθισμένο στο δάπεδο, κι αυτός με τον Πέτρο να παίζουν βεζύρι βασιλέα, κι έφυγαν σιωπηλοί.

Ο θαυμαστός όμως Χαράλαμπος, της φωτογραφίας που λέω, με το πολύ πράσινο στο φόντο, ένας νεαρότατος στην ψυχή άνθρωπος, εκατό δεκατριώ χρόνων και τον πήραν στον Χάρτιγκ, φυλακίσεις, βασανιστήρια, όσα χρήματα θες να σου δώσω, λέει ο στρατάρχης κι άκουσε το «ου περί χρημάτων τον αγώνα…», εγγλέζος εκείνος, τον είχε δει τη νύχτα στο όνειρο, καθημαγμένο και γδαρμένο, σαν Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο, ίδιο κι απαράλλαχτο, με όλα τα εργαλεία του βασανισμού της εποχής. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό, κι ύστερα, όταν τον συνάντησε στο Δίκωμο, αν θα βγω θα βγω πολεμώντας, και κατανίκησε έτσι το χάρο, αθανασίας πλήρης. Χαράλαμπος γαρ.

Θαυματουργός λοιπόν ο Χαράλαμπος της φωτογραφίας μας, έσωσε τους πρόσφυγες, οδήγησε με το DNA στην ανεύρεση αγνοουμένων, αλλά εκεί, στα σπιτάκια του Κασσιανού μας, στην αυλή,  παίζαμε εμείς κι ο άλλος θύμωνε, γιατί του τα αναστατώναμε όλα, μια με την μπάλα που χτυπούσε στα τζάμια, μια που ’μπαινε και μέσα, την ώρα του εσπερινού, μα το καλύτερο κι αξέχαστο ήταν πρώτο το τσιγάρο του, που πάντοτε το ’κοβε στη μέση, τράβαγε μια δυο ρουφηξιές κι ύστερα πάλι στο ιερό, και δεύτερο, σαν μας έδινε κόλλυβα με το μικρό δισκάκι, κι εμείς φωνάζαμε κι εμένα θκειε,  κι αυτός αθκιάτζι.

Κατά τα άλλα, επάγγελμα καφετζής, ένα μικρό όσο να τον χωρεί δωματιάκι, κάπου εκεί, τέρμα Λήδρας, κοντά ήταν το λοκματζίδικο, η οδός Πάφου, κάμποσοι καζαντζήδες, χριστιανοί και μωαμεθανοί ένα αξεχώριστο, κοντά τα λεωφορεία του Θρασύβουλου του Μόρφου, οδός Ξενοφώντος, πάροδος Ερμού, κι ο παππούς με το σκαρπάρικο, εκεί έμαθα να φτιάχνω σπάγγους για ράψιμο. Σκάρπες και σκαρπίνια έφτιαχναν με τον κάλφα και τα κοπέλια, κι ύστερα στη Σκουριώτισσα, στην πλερωμή, να τα πουλούν. Απέναντι σχεδόν ένα αρμενάκι με τα κεπάπ του στο αμάξι, τόπος γεμάτος μυρουδιές από σουβλάκια συκωτάκια ο Σούτσος, αθάνατη επιγραφή στην περιοχή, με το Βαρνάβα και το Νίκο να κουβαλούν καφέδες και τον τατά εμπορικό, δέρματα, μεσίνι και βιδελάκι.

Ήταν κι άλλος Χαράλαμπος, Χαμπής αυτός, με τρία παιδιά αγόρια, ένας φοιτούσε στο Λύκειο τότε, μεγάλη σημασία σε όλα αλλά προπάντων στη στολή και στις παρελάσεις, μεταλλικά κουμπιά στο σακάκι, πηλίκιο σκληρό, σαν αξιωματικοί της αστυνομίας, και μια μπάντα από τις καλύτερες, έτσι κι ο μεγάλος, όταν πήγε στην Αμερική, κράτησε το σπίτι και για μας που θα ακολουθούσαμε ξωπίσω του, μην παιδευόμαστε τελευταία στιγμή, μιας ελληνίδας ήτανε, καλή μέρα να ’χετε. Κι άλλα δυο αδέλφια, καθένας με την τύχη και την ατυχία του, μα ήταν κι άλλος ακόμα, Χαμπής κι αυτός, νέος, να σκεφτείτε ένα καμαράκι δύο επί τρία, κι όμως το είχε κάμει παλατάκι. Όταν ήρθε μια μέρα στο σπίτι του γερόντιου του Κασσιανού ο φίλος μου ο Στέλιος από τον Αγρό, παλιός αντάρτης, βρήκε στη θέση της καμαρούλας μια μεγάλη βουκεμβίλια, που ’χε τη δική της ιστορία, κάθε μέρα έριχνε τόσα φύλλα και λούλουδα χάμω, λέει ο Κασσιανός, δεν την κόβουμε να ησυχάσει και λίγο ο Χαράλαμπος, να μη  ρίχνει νερά από το πρωί στην αυλή, περνά μια ξένη δημοσιογράφα, μας τραβά ένα άρθρο στη Cyprus Mail για την καλύτερη βουκεμβίλια στη Λευκωσία, την αφήσαμε εκεί, μα η καμαρούλα είχε από καιρό γκρεμιστεί. Και πού ΄ναι, ρωτά ο Στέλιος, εδώ, τον καιρό της ΕΟΚΑ είχα κάμει τρεις νύχτες, με κυνηγούσαν οι εγγλέζοι. Τώρα το θυμήθηκα, μια μέρα ο Χαμπής, μικρός εγώ, φοβάμαι από έρευνες των στρατιωτών αυτές τις μέρες, έχω μια βαλίτσα στο καμαράκι με κάτι φωτογραφίες που δεν θέλω να τις δουν, πάρε το σε παρακαλώ και φύλαξέ το κι εγώ το έδωσα στον Κασσιανό, να το βάλει στο πατάρι.

Έτσι γλύτωνε κόσμο κι έσωζε πολιτείες ολόκληρες.

Μεγάλος, πολύ μεγάλος ο Χαράλαμπος, γράφουν και τα παιδιά στο τέλος των εκθέσεων.


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΣ

 

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ,

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΣ

 

 

Ο κύριος Γιάννης, σεβάσμιος κύριος, μέγας συγγραφέας από τους σπάνιους, θεόπνευστος που λένε, όχι μασκαραλίκια που κάνουν μερικοί που δεν ξέρουν ν’ ακούσουν τη φωνή τους, μια μέρα με συνάντησε στο δρόμο, εκεί κοντά στο Παγκύπριο, με πας ως το φωτογραφείο του Ηρακλείδη, λέει, να βγάλω φωτογραφίες για ταυτότητα; Και βέβαια, μεγάλη μου τιμή, μου  ’δωσε κι ένα αντίγραφο να το’ χω στο τηλέφωνό μου βιτρίνα, να τον θυμούμαι και να εμπνέομαι. Στηλωμένο τ’ αφτί το αριστερό, νομίζεις πως βλέπει αυτά που ακούει, αστραπές και βροντές και σεισμούς, συνταράζεσαι να διαβάσεις τα κείμενά του, πλημμυρισμένα από αγάπη κι οράματα, εκείνα τα καταπληκτικά, και λίγη είναι η λέξη, ελάχιστη.

Λίγες μέρες πριν συλλάβουν το Χρίστο μας, είπε η αντροπαρέα να βγουν οι δώδεκα της ομάδας, να τα πιουν σ’ ένα κεντράκι, εγώ ξέρω ποιος θα με προδώσει, λέει ο Χρίστος, κι έπεσε στην αγκαλιά του ο Γιάννης, ποιος αγαπημένε μου φίλε; Σύντομα θα το δεις, μόνο πρόσεχε τις κινήσεις στο τραπέζι, την ώρα που θα βουτώ στο λάδι της χωριάτικης σαλάτας, και ποιου δεν αρέσει. Ύστερα, τα ξανάπαμε, πήρε την κυρά Παναγιώτα στο σπίτι του, το άλλο, εκείνο το ζωγραφισμένο εσωτερικά, πολύ κοντά στη γειτονιά μας.

Το σπίτι αυτό, του Πίπη το λέγαμε, ήταν μικρό μα ωραιότατο, μεγάλες τιμές χρονιάρες μέρες, όλοι οι επίσημοι από εκεί περνούσαν, τελετές και μεγάλες κηδείες εκεί γίνονταν, η γιαγιά Ελεγκού, ήταν Ιούνιος του 50, πάμε μου λέει να σου κρατώ το χέρι και να με κρατάς, να πολογιάσουμε το Μακάριο, ο δεύτερος ήταν, καθισμένος σε ένα θρονί, στη μέση εκεί του ηλιακού, ημίφως, δεξιά ένας παπάς διάβαζε, μόνος τα έλεγε μόνος τα καταλάβαινε, μπαίνουμε στη σειρά, φιλούμε το χέρι του νεκρού, ήταν η τελευταία φορά που κάθισαν αρχιεπίσκοπο να τον θάψουν, τους έπεσε, κι ο επόμενος διέταξε, εμένα εκεί ψηλά στο θρονί κι όχι εδώ στο θρονί να πέσω να σπάσω τα μούτρα μου.

Ύστερα από κανένα χρόνο πάλι, συνωστισμός πολύς μέσα στο σπίτι, ήρθε ο Κυπριανός από τα ηνωμένα έθνη, είχε πάρει τους τόμους του δημοψηφίσματος για την ένωσή μας με την Ελλάδα, απολογισμός  μηδέν, ακόμα δεν αρχίσαμε, ανασκουμπωθείτε.

Πίσω από αυτό το ωραίο σπίτι του Γιάννη του αγαπημένου, ήταν ένα σχολείο, όπως τα παλιά της χώρας, όπως το δικό μας, όπως του αγίου Αντωνίου, προπύλαια, κολόνες, μια μέρα περνούσε ο Κάνθος έξω από το δημαρχείο μαζί μ’ ένα φιλοξενούμενό του, τι κολόνες είναι αυτές δάσκαλε; Ημιονικού ρυθμού, η απάντηση. Τέλος πάντων το σχολείο ήταν παράρτημα του Παγκυπρίου, το πρωί θηλέων, το απόγεμα αρρένων, την προηγούμενη χρονιά μας έκλεισαν τα σχολεία οι εγγλέζοι, δώστου εμείς διαδηλώσεις, κι ύστερα από τη μάχη της Σεβερείου, μικροί εμείς, πρωταίοι, κουβαλούσαμε με τους κουβάδες μπουκάλια και απομεινάρια από τα κτίσματα της καινούργιας πτέρυγας στην αυλή, δίπλα στη Σεβέρειο, κι αναγκαζόμασταν ν’ ανοίξουμε κρυφά σχολειά, να ρθουν να τα μελετήσουν όσοι κάνουν δοκτοράτα για ν’ αποδείξουν το αντίθετο.

Απογευματινοί εμείς, στη δευτέρα Γυμνασίου στο Παράρτημα αγίου Ιωάννου του Παγκυπρίου, ολημερίς γυρίζαμε, το δείλι στο σχολείο, άντε να μάθεις γράμματα! Πέρασα μια μέρα ύστερα από χρόνια, είχε ήδη κτιστεί εκεί ένα πραγματικό μέγαρο, πού είναι ρε παιδιά το σχολείο; Γκαράζ του μεγάρου, χάθηκε εν μια νυκτί, δεν ξέρω αν το γράφουν καν οι ιστορίες.

Έβγαλε τις φωτογραφίες ο Γιάννης, τον έφερα στη Λευκωσία, ένα ύφος σου λέω, να βλέπει όσα  ακούει, σεισμούς και καταποντισμούς, αγγέλους και δαιμόνους, να γράφει στις εφτά εκκλησίες της Λευκωσίας και να τις μαστιγώνει για τα κακά, να οραματίζεται και να καταγράφει, ένας εξόριστος στην Πάτμο, καλή ώρα, γιατί ποιος ξέρει αν είχαμε ή δεν είχαμε τα γραφτά του, αν δεν τον εξόριζαν.

Πάτμο είπα, λάθος, Σεϋχέλλες ήταν το όνομα, εμείς στις διαδηλώσεις μέσα κι έξω από τη Φανερωμένη, σου τον αρπάζουν μια ωραία πρωία, εκεί στο αεροδρόμιο, άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη, τον μπάζουν σ’ ένα εγγλέζικο αεροπλάνο, και μάθαμε κι εμείς γεωγραφία, άκου Σεϋχέλλες.

Πριν γίνουν όμως όλα αυτά, ερχόταν κάθε πρωτοχρονιά στο σπίτι του γερόντιου, του Κασσιανού, ήταν προνόμιο, κάποτε είχαν ανάγκη μεγάλης βοήθειας εκεί, στο αρχοντικό τους, ο Κασσιανός τους βοήθησε γερά, από τούδε και στο εξής την πρωτοχρονιά στο σπίτι σου θα τη βγάζω, απεφάνθη ο ευεργετηθείς, ερχόταν λοιπόν, ανέβαινε στο θρόνο, ο πατέρας ήταν τότε επίτροπος, μια παλιά συνήθεια, μόλις άρχιζε να ψάλλει καταβασίες, ο πατέρας έπαιρνε σε ένα δίσκο ένα μεγάλο λαμπάδι,  του το πρόσφερε, ο αρχιεπίσκοπος είχε πάντα στην τσέπη μια λίρα, την έβγαζε τελετουργικά και την τοποθετούσε στο δίσκο, ο επίτροπος άναβε το κερί στο μανουάλι του Χρίστου μας, παλιά ωραία, ξεχασμένα αξέχαστα.

Ο Γιάννης όμως, ο καλός φίλος, ο μεγάλος συγγραφέας, να τον διαβάζετε, όχι μόνο αξίζει τον κόπο αλλά και μαθαίνετε, έστω λίγο για το Λόγο, για το Θεό, για το φως και προπάντων για την Αγάπη.

ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΟΝ ΄Η ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ

 

ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΟΝ ή ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ

 

 

Γι’ αυτό ήρθα εδώ πάνω στο Σταυροβούνι να σε βρω, να σου τα πω, να κλίνω το γόνυ και να φιλήσω το χέρι σου, να σε ευχαριστήσω, για την προστασία πρώτα στη γειτονιά, κι ύστερα σ’ όλους εμάς, τα παιδιά σου, αφού δικά σου δεν έχεις. Το νιώθουμε πως σ’ έχουμε ασπίδα ακαταμάχητη, δεν είναι και λίγα που τραβήξαμε στη γειτονιά σου και δική μας, ας είσαι πάντα καλά. Σήκω πάνω, παιδί μου, εγώ δεν είμαι συνηθισμένος από τέτοια, δεν ακούς; Παραμύθια μου βγάλανε, ο τεμπέλης, λέει, που δεν κάνει τίποτε, και καλά να σου κάμει ο άγιος Θεός, να πεθάνεις δίσεχτο, την παραπανίσια μέρα.

Τώρα να μου πεις, πώς βρέθηκες στη γειτονιά, ένας κοσμογύριστος των ερήμων, ή της ερήμου, δεν έμεινε σκήτη που να μην επισκεφτείς, μέχρι πρώτο δημοσιογράφο σε βάφτισαν, να παίρνεις –λέει- συνεντεύξεις από τους ερημίτες, και τι είναι τούτο και τι είναι εκείνο, ένα μάθημα μας έδωσες για το πώς μπορεί να μαθαίνει ο άνθρωπος από πρώτο στόμα, που λένε.

Καλά εγώ, θυμάσαι, καλούς γονιούς είχα, με τα φροντιστήριά μου, και ελληνικά και λατινικά, γλωσσομαθής, αλλά πολύ με τραβούσαν τα μοναστήρια, και πρώτο πρώτο εκεί στην πηγή, στη Βηθλεέμ. Να πάω, λέω στο φίλο μου Γερμανό, πας κι εσύ, πώς όχι; Και βρεθήκαμε εδώ, στο μοναστήρι του αγίου Ιερωνύμου, καλός ο γούμενος, δώσε μας άδεια, του λέμε μια μέρα, να πάμε κι εμείς στην έρημο, να δούμε και να μάθουμε, κι έτσι έγινε, την ευχή μου. Όπου σκήτη και γερόντιο που ήξερε κάτι παραπάνω, που σκέφτηκε, που έζησε, που είχε πείρα,  κι εμείς εκεί, με το Γερμανό. Τι είστε εσείς οι δυο, μας ρώτησε ένας μια φορά, δυο σώματα με μια ψυχή, του άρεσε.

Κι επειδή τίποτε δεν πάει χαμένο σ’ αυτό τον κόσμο, όλα εγγράφονται στο σκληρό σου δίσκο, κατά που λέτε κι εσείς οι κομπιουτεράκηδες, όταν ήρθε καιρός, τα κατέγραψα, κι έμειναν εκεί, να τα διαβάζει ο κόσμος, να τα μεταφράζει, κι όταν ακόμα μου ζήτησαν να μάθουν τις πρώτες βάσεις και τις τελετουργίες και τυπικά των μοναστηριών της ερήμου, μόνο εγώ ήμουν σε θέση να τους τα γράψω. Αν είναι να θεμελιώσουν μοναχισμό, στα σωστά θεμέλια να τον στηρίξουν, στους πρώτους και γνήσιους ερημίτες, έτσι κι έγινε, τουλάχιστον στη Δύση, γιατί εκεί στην Ανατολή, ποιος να τα βάλει με το Βασίλειο, αν και με το Χρυσόστομο πολύ τα βρήκαμε, με χειροτόνησε διάκο, και μ’ έστειλε τότε που τον κυνηγούσαν στον πάπα Ιννοκέντιο να του τα ψάλλω ένα χεράκι, να δώσει κι αυτός ένα σημάδι πως δεν εγκρίνει τις διώξεις του, αλλά τίποτε δεν έγινε, έμεινα στη Ρώμη.

Α ρε παππούλη, ρε παππούλη, κι εμείς έτσι σε ξέρουμε, Ρωμαίο, δεν σε συγχύζουμε με δυο κυπρίους, αν και κάποτε το σκέφτομαι, να σας φέρω όλους μαζί, να συγκατοικήσετε, να το γιορτάζουμε δυο τρεις φορές το χρόνο, όχι κάθε μπις σεκτους. Ααακαλααα! Τώρα πέτυχες διάνα! Ας είμαι και μόνος, καλά τα καταφέρνω, κι ύστερα τα ξέρεις, πήγα στη Μασσαλία, έχτισα δυο σπιταρόνες, μια για μας τους άντρες, μια για την αδελφή μου, όλο λέτε να ΄ρθείτε να τα δείτε, κι όλο με τις φωτογραφίες τη βγάζετε, καλά να είστε.

Τώρα πώς βρέθηκα στη γειτονιά, κι όλο στο μυστικό σας το έχω, άντε να δούμε λέω, θα τα καταφέρουμε τώρα να μάθουμε κάτι; Όχι,  δεν έχω τίποτε απόλυτα ξεκαθαρισμένο να σας πω. Ξέρεις, από εκεί στη γειτονιά μας, πολλοί κυκλοφορούσαν στη Μασσαλία, και παροικία σχεδόν κυπριακή είχαμε, θα είδαν το σπίτι, θα το θαύμασαν, τους άρεσα και με τις ιστορίες μου φαίνεται, άντε καλέ μου, στα παραμύθια θα το ρίξουμε πάλι;

Και μ’ έφεραν, θα’ ταν φραγκοκρατία δε θα ‘ταν, ο παπα Χριστόδουλος ο θαυμαστός  με την κυρά Μαρία του, βρήκαν εκεί σε μια σπηλιά στη γειτονιά σου ένα κράνος, ένα ευαγγέλιο, αυτά λένε τα έριξαν εκεί, στη σπηλιά και στα πηγάδια οι χριστιανοί, μην τα αρπάξουν οι μωαμεθανοί τότε, με την κατάληψη της Κύπρου στα 1571, κακιά ώρα που επαναλαμβάνεται σ’ αυτό τον τόπο που ήταν άγιος και τον κάματε του οξαποδώ... Αν ήταν εκεί ένα πρώτο μου σπιτάκι, κι ύστερα έκτισε ο παπάς ένα δεύτερο μικράκι, εσείς ξέρετε το τρίτο, 1854 που λέει κι η επιγραφή, εκ θεμέθλων, όχι: «εκ θεμελίων», αποφαίνονται οι γραμματιζούμενοι αγράμματοι.

Α ρε παππού, όλο προβλήματα μας βάζεις. Εκείνο το κράνος, δικό σου ήταν, και πού το φορούσες κι αν δεν ήταν δικό σου, του άλλου λέει ίσως, του κυπραίου. Εσείς καλά το ’χετε, τη δουλειά του κάνει, πονοκεφάλους γιατρεύει.! Γιατί εκεί στην εκκένωση, ήταν, ιστορεί η μάνα μου, η αεράμυνα, κι ο θείος Αντρέας, είχαμε στο σπίτι ένα κράνος, ένα γκλοπ, και μια παρόμοια μάσκα με τους ψαροντουφεκάδες, μ’ ένα μαύρο σωλήνα πλαστικό και στο τέρμα σαν κουτί του γαλάτου, πλαστικό κι αυτό, μια φυσαρμόνικα σωλήνας, και παίζαμε παιδιά, πολύτιμα κειμήλια, πού να ξέραμε, χάθηκαν, τα δικά σου τα φυλάμε.

Εκεί, μου λέει, το πρώτο μου μικρό σπιτάκι, κι ύστερα να μεγαλώνει, μεγάλωνε κι ο μαχαλάς, τι μερακλήδες άνθρωποι, κι έχτισαν το μεγάλο μου σπίτι, στη γιορτή μου να βάζω τις χρυσαφιές καδένες μου, και τη σκούφια, το κράνος μου, να χαίρονται οι φίλοι.

Τη Δευτέρα της Καθαράς, λέω εγώ,  που δίνω μια βόλτα στα σπίτια της Χώρας, βρίσκω το δικό σου το πιο όμορφο ή κάνω λάθος, σαν το πουλί που νομίζει το δικό του παιδί το πιο ωραίο! Είν ‘ αλήθεια, μου κάνει. Οι γειτόνοι μου πάντα ήταν μερακλήδες, αυτή η λέξη. ‘Ο, τι πιο καλό μου το έφερναν, παράπονο δεν έχω, καλά περνώ και πέρασα, και με την αστοχιά και με το χαλάζι.

Ήταν ένα καιρό που γύρωθε στο σπίτι μου ήταν άλλα φτωχικά, να μένουν οι παπάδες κι οι καντηλανάφτες, να ‘χει η εκκλησιά και κάνα έσοδο δεν ήταν κακό.

Πού με παίρνεις, παππούλη! Εμείς την αυλή σου την είχαμε για παιχνίδι, μέσα ο Παπάκωστας να ψάλλει, έξω εμείς να παίζουμε πιριλλί και χωστό και μπάλα και βασιλέα, και σβούρες και τριάππηθκια, και καβαλλούρι και… και… τι λέω, πλούσια παιδιά που ήμαστε στον καιρό μας! Τίποτε δεν θέλαμε, όλα μόνοι μας τα φτιάναμε, ύστερα μεγαλώσαμε και τ’ αγοράζαμε από τα καταστήματα, οπισθοδρομική πρόοδος.

Κι ύστερα άρχισαν ο επιθέσεις, πρώτα στου γείτονά μας του Λουκά, κι ύστερα σε σένα, και τρέχαμε από Χαλκίδα ως την άκρη της Χώρας να ρθούμε όλοι να σε ποσπάσουμε από τον τουρκομαχαλλά, που άνοιγε το στόμα και μπούκιαζε, κι οι εγγλέζοι να ξύνουν πράσινα μολύβια!  Πού είσαι τώρα ν’ ακούσεις και να φρίξεις, εμείς φταίμε για όλα να λεν  οι αδιάντροποι, και πού ήταν η ενορία σου, η μεγαλύτερη της Χώρας; Σαν ξεκινούσαμε, με την αγιαστούρα ο Παπάκωστας στο χέρι κι εγώ με το χάλκινο του αγιασμού, δεν είχε τέρμα η ενορία, από Χάντακα ως Μεγάλου Κωνσταντίνου, όλα τα  ’φαγαν, ένα μικρό καλύκι έμεινε, κι αυτό το θαύμα σου: που είσαι ακόμα εκεί, ζεις και βασιλεύεις.

Άντε γεια. Και να προσέχεις.

 

 

 

 

 

 

ΜΙΧΑΛΗΣ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΣ

 

ΜΙΧΑΛΗΣ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΣ

 

 

Τρία τέσσερα αδέλφια ήταν ή και περισσότερα, εμείς ξέραμε μόνο το Μιχάλη και το Γαβρίλη καλά καλά, αυτόν που είδε πρώτος την κοιλιά της Παναγιώτας και της είπε, ρε Παναγιώτα, σαν να μεγάλωσε η κοιλιά σου… άντε από δω βρε. Οι άλλοι, ακουστά τους έχουμε, ήταν ένας Ραφαέλλος, με την αρχαιολογία ασχολήθηκε ερασιτεχνικά, όπου έβλεπε κάτι σαν σφίγγες ή λιοντάρια με φτερά, νόμιζε πως ήταν πρόγονοί του και καθόταν να γράφει στο διαδίχτυο για το γενεαλογικό του δέντρο. Κάποτε μάλιστα του μπήκε να πάει και στο Πανεπιστήμιο, μεγάλος πια στην ηλικία, να κάμει διατριβή για τις σφίγγες και τα φτερωτά λιοντάρια. Του ζήτησαν όμως πολλά λεφτά, ιδιωτικό πανεπιστήμιο ήταν, και τα παράτησε.

Ο Γαβρίλης, καλό παιδί, τον υιοθέτησαν εκεί στη γειτονιά, δεν το ήξερε, όταν πια το  ’μαθε τρελάθηκε ο άνθρωπος, τον κλείσαν για καιρό στο ψυχιατρείο, όταν έβγαινε καθόμασταν μαζί του να του κρατάμε παρέα, του δίναμε κάνα φράγκο να περνά, λίγο μικρότερος ίσως. Αυτός όμως ποτέ δεν ξεχνούσε την αγάπη του στα λουλούδια, στα κρίνα ιδιαίτερα, από τον καιρό της αρχαιολογίας του Μαρινάτου, που μας έλεγε με καμάρι, και τι νομίζετε, μόνο ο Θεός σας μύρισε κρίνο, εδώ τα ευρήματα μαρτυρούν άλλα. Καλά, αρχαιολόγος μεγάλος είσαι, δε θα ’ρθουμε εμείς να τα βάλουμε μαζί σου, μόνο για ένα τάλιρο παλεύουμε, να περάσουμε το μάθημα.

Ο Μιχάλης όμως αυτός, αν και ταχυδρομικός, στρατιωτικός φαινόταν, πάντα μ’ ένα σουγιά στην τσέπη, τον φοβόμασταν. Κάποτε στην εκκλησιά μας, γύρω στο 1878, πέρασε από το νου των επιτρόπων να ζωγραφίσουν τις κολόνες,  δυο όλες κι όλες, τη μια με τον άγιο Αντώνιο και Σάββα και με τη βάφτιση του Χριστού, την άλλη με το Μιχάλη να παίρνει την ψυχή ενός κρεβατωμένου, και κάτι γράμματα με προσπάθεια να σβηστούν, μα τι είχε γίνει; Ο επίτροπος που ανέλαβε να πληρώσει τον ζωγράφο, τον πλήρωσε, ο ζωγράφος νομίζοντας πως από την τσέπη του τα βγάζει ο άνθρωπος, του ‘γραψε κι ένα ωραίο επίγραμμα ευχαριστήριο, με τ’ όνομά του, το βλέπουν οι άλλοι, τι ρεζιλίκια είν’ αυτά; Κι αναγκάζεται ο ζωγράφος να τα σβήσει με κάμποσα ΧΧΧαπό πάνω τους, να τα βλέπουμε όμως σήμερα  οι γνωρίζοντες και να κάνουμε χάζι.

Ένα σεφέρι ο Μιχάλης μας έκανε και το νεκροθάφτη, για την ακρίβεια τον αμαξηλάτη που οδηγούσε τη νεκροφόρα με το άλογο, ένα λευκό άλογο, αν θυμάστε, με μια μαύρη νεκροφόρα, κατά μήκος της μια πλατφόρμα μετακινούμενη, για να ευκολύνονται στην είσοδο και έξοδο του φερέτρου, κι από κάτω κενό, να τοποθετεί κάμποσα στέφανα ο Μιχάλης, χειροποίητα ήταν τότε, με χάρτινα φύλλα, ένα σύρμα κυκλικό, κάμποσο αμπαζιούρ για κάλυμμα και ένα λουλούδι στη βάση, ένα σελίνι το κομμάτι, εις μνήμην.

Το θάνατο δεν τον φοβόταν, το απέδειξε σ’ όλες τις μάχες της περιοχής, ήταν εκεί στο φυλάκιο της Αντιγόνης του Καπαρτή, μαζί με το Γαβρίλη, άλλος φίλος αυτός, από κάτω καθόταν η οικογένειά του, το φυλάκιο ανώι, μια μέρα τους ρίχνουν το ‘74 έναν όλμο οι Τούρκοι, μου πληγώθηκε ο Μιχάλης και τον πήραν στη Λεμεσό στο νοσοκομείο- της Χώρας ήταν γεμάτο- έκαμε λίγο καιρό, τον απέλυσαν, ύστερα όμως ήρθαν τα κακά, δεν καταλαβαίναμε τότε από τέτοια.

Ο Γαβρίλης ο φίλος, της Νιόβης ο γιος, έμεινε μόνος στο φυλάκιο, έρχεται μια μέρα διαταγή, κατεβείτε να σώσετε τις εικόνες του Αϊ Γιώργη, γιατί σε λίγο ειδοποίησαν πως θα βάλουν φωτιά στα Δημοτικά και στην εκκλησιά, κι ο Γαβρίλης -νέο παιδί- απαθανατίστηκε στις φωτογραφίες του ππιάιόου κουβαλώντας εικόνες. Ήταν εκεί κοντά κι ένας πυροσβέστης, αργότερα γνώρισα τον άνθρωπο, τα λέγαμε περιμένοντας τα εγγόνια μας να σχολάσουν από το Δημοτικό, έτσι κι έτσι, μου λέει, εκείνη τη μέρα ήμουν εκεί, και ρωτώ, πού είναι οι Τούρκοι ρε παιδιά, κι ακούω μια φωνή παραπλεύρως, δαμαί, μάστρε.

Του Μιχάλη του άρεσε πολύ η Οδύσσεια, εκεί που κουβαλεί τις ψυχές των μνηστήρων ο Ερμής στον Άδη, φιλομαθές παιδί, ό τι έβρισκε διάβαζε, στο αίμα τους το είχαν οικογενειακώς. Σαν δεν είχε δουλειά, καθόμασταν εκεί στο καφενείο, τα Ελευθέρια ή του Κάουρα, όπως το ήξεραν παλιά, ύστερα το πήραν ο θείος Αντρέας κι η θεία Μαρούλα, και φιλοσοφούσαμε για το θάνατο, το αγαπητό του θέμα, μια με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, τις τελευταίες μέρες του Σωκράτη στη φυλακή, μια με τους Στωικούς, κάτι έξυπνα που έλεγαν, αν ήταν ο θάνατος κάτι φοβερό, θα ‘ταν και για το Σωκράτη, ή το θάνατο δεν τον καταλαβαίνεις αφού είσαι ζωντανός κι όταν πεθάνεις πάλι δεν τον καταλαβαίνεις αφού είσαι πεθαμένος, κι άλλα τέτοια ωραία. Καλό βόλι, έλεγαν οι αγωνιστές, και κάτι ήξεραν.

Του Μιχάλη μου όμως το βόλι δεν ήταν καθόλου καλό, γιατί τον πήραν στη Λεμεσό στο νοσοκομείο, τον έβγαλαν, καλός και δυνατός, ένα μοναδικό παλικάρι, έτρωε  έπινε δούλευε, τίποτε δεν φοβούνταν, ήρθε όμως κι ο καρκίνος του πνεύμονα, με τα πακέτα την ημέρα το κάπνισμα, η γυναίκα του του έβαλε και στο σεντούκι, να ‘χει να καπνίζει, ο καρκίνος τον χτυπά και στον εγκέφαλο, κι όταν άρχισαν τις αχτίνες, τι μας λεν οι γιατροί; Μα το κεφάλι του Μιχάλη σας είναι γεμάτο απομεινάρια όλμου.

Δεν πέθανε σαν ήρωας πολέμου. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του.

 

 

 

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗς ΚΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ

 

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΤΗΣ ΚΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ

 

 

Φωτογραφίες ήταν, ζωγραφικοί πίνακες, τόσο ζωντανοί, στο τέλος καταντήσαμε να πιστεύουμε σε παραδόσεις, κι ας είναι πολύ λίγα τα χρόνια που χάσαμε την κυρα Παναγιώτα. Κι ενώ ασχολούνται άλλοι με ανθρώπους και γεγονότα προ Χριστού, εμείς ακόμα και στα πιο πρόσφατα νεφελοβατούμε.

Ήταν λοιπόν το σπίτι, ένα δίπατο, αρχοντικό, από τα παλιά. Εκεί έμενε τον τελευταίο καιρό η κυρα Παναγιώτα. Πίσω του, μια φορά κι έναν καιρό κάμαρες η μια κολλημένη στην άλλη, έμεναν φτωχές οικογένειες, άνθρωποι που έρχονταν από χωριά να δουλέψουν στη Χώρα, από το Μιτσερό οι περισσότεροι, τότε θα σταμάτησαν κι οι δουλειές στο μεταλλείο, κι ύστερα, με το ‘63 που άρχισαν οι φασαρίες με τους Τούρκους, εκεί πίσω ήταν τα φυλάκια του Μαρτά και της Αρτεμούλας λεγόμενα, τώρα δεν έμειναν παρά ρημάδια, ούτε γάτα δεν περνά από κει.

Όταν χάσαμε την κυρα Παναγιώτα, έσπευσε πρώτο το δημαρχείο, είχαν πάρει από την Ευρώπη αρκετά χρήματα για ένα μάστερ πλαν, έτσι το ΄λεγαν, να  αναπαλαιώσουν τα σπίτια ή να τ’ αγοράσουν για την ακρίβεια, κι ύστερα να τα φτιάξουν κατά πως ήθελαν. Μπαινόβγαιναν στο σπίτι της, α τι ωραίο, τι περιποιημένο και τι καλή νοικοκυρά που είσαι κυρά Παναγιώτα μας, την παίνευαν οι αρχιτέκτονες, αποτύπωναν όμως στο κρυφό κατόψεις και προσόψεις, και μια μέρα το σπίτι το κάνει κατάσχεση η υπηρεσία. Σας δίνουμε τόσα και τόσα, λεν στους κληρονόμους. Άστε τα κει, ευχαριστούμε, δεν τα θέλουμε. Ποιος τα βάζει τώρα και παλιά με τις εξουσίες και να μη σπάσει τα μούτρα του! Το σπίτι τέλος πάντων άλλαξε χέρια κι έγινε μεγάλη προσπάθεια να ξαναρθεί στους κληρονόμους, χαρτιά και πούλια και παραπούλια.

Όταν μπήκε ο τελευταίος συγγενής, βρήκε σε μια μικρή κάμαρα στο ανώι, ήταν ένα πουρώ, μέσα τρεις μεγάλες εικόνες, φωτογραφίες ήταν ζωγραφιές, δεν το κατορθώσαμε να ξεδιαλύνουμε, τόσο φυσικά ήταν κι ωραία βαλμένα όλα.

Η μια, οι αρχιτέκτονες που μπαινόβγαιναν κι έκαναν στα μυστικά την αποτύπωση, άντε λέμε κάτι θα ξέρουν, τους  τη δείχνουμε, η Παναγιώτα με τον Χρίστο μικρούλη στην αγκαλιά, και γύρω της σε τετράγωνα μικρά, σκηνές από τη ζωή του πολέμου, εκεί στο τείχος, και άλλες στην Κερύνεια, εκεί που έπεσαν στις ακταιωρούς οι ηρωικοί μαχητές μας. Πήραν ύφος οι αρχιτέκτονες, ούτε αρχαιολόγοι να ήταν, μα αυτή είναι εικόνα του 13ου  αιώνα μας λένε, κι έπρεπε ήδη να είναι στο μουσείο. Ρε γιε μου ρε καλέ μου, η κυρα Παναγιώτα προχτές ακόμα πέθανε, τι μας λέτε; Αν είναι φωτογραφία, να είναι του Βαβλίτη, του Γεάδη, του Γιάγκου, του Μίκη, που φωτογράφιζαν τον καιρό μας όλο τον κόσμο. Αν είναι ζωγραφιά, άιντε του Διαμαντή ή του Κάνθου, δασκάλων σεβαστών μας στο σχολείο, το πολύ του νεότερου Οικονόμου, μάλλον όχι του Λαδόμματου ούτε του Φοινικαρίδη, αυτοί ήταν σχεδόν συμμαθητές μας.

Τραβούν οι κύριοι στην υπηρεσία των μουσείων, έρχονται στη γειτονιά να παραλάβουν τις εικόνες της κυρα Παναγιώτας, χτυπούν οι καμπάνες, συγκεντρώνονται οι γειτόνισσες πρώτες, γιατί οι άντρες ήταν στη δουλειά, στέκονται μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, αν τολμάτε αγγίξετε, σας φάγαμε. Ήταν κι ένας ιερωμένος εκεί, του μουσείου κι αυτός, και τι να τις κάνετε εσείς, να κουτουλλάτε τα κέρατά σας στις φωτογραφίες; τους λέει. Αυτό δεν του το συγχώρεσαν.

Και να πεις πως ήταν καμιά φωτογραφία από κείνες που της ζωγράφισε ο Λουκάς, τότε που ήταν ο Χρίστος μικρούλης, και μ’ αυτές χάνει κανείς τον μπούσουλα. Ο Λουκάς δεν ήταν ακριβώς της γειτονιάς, ένας όμως πολύ καλός γείτονας, γιατρός, και ζωγράφος. Πέρασε μια μέρα και την είδε στις ομορφιές της την κυρα Παναγιώτα, έτρεξε, έφερε καβαλέτο, σταθείτε σας παρακαλώ, της λέει, και τη ζωγράφισε. Την εικόνα την πήρε μαζί του, τώρα πώς πολλαπλασιάστηκε δεν ξέρω, αλλά έχουν να πουν για εφτά εικόνες του Λουκά του γείτονα, γιατρού και ζωγράφου και θαυμαστού πεζογράφου, δεν τον διδάσκονται στα σχολεία. Κακώς. Τα πεζογραφήματά του τα διαβάζει κανείς σε ορισμένες περιόδους, όπως καλή ώρα τον παππού μας τον κυρ Αλέξανδρο, είναι δυνατόν να περάσουν χριστούγεννα και πάσχα και να μην τον διαβάσεις; Έτσι και με το Λουκά, επειδή όταν απαγχόνισαν τον Χρίστο, αυτός κρατούσε τα πρακτικά της ομάδας, τα εξέδωσε, κι όταν περάσει από τη γειτονιά ο Αναστάσης κι αρχίσει τα τραγούδια και τα έθιμά του, τότε είναι και η καλύτερη περίοδος να διαβάσεις τα πρακτικά της ομάδας.

Του Λουκά το σπίτι, του γείτονα, του το ΄καψαν οι Τούρκοι το 1958. Ήταν ο πρώτος παθός, τέτοια θηριωδία, κι οι φίλοι του, όλοι όσοι τους γιάτρεψε έκαμαν το δικό τους σύλλογο, Λουκατίτες ονομαζόμενοι, κάτι σαν τους Βένετους και τους Πράσινους του Βυζαντίου, αλλά κι αυτοί με τον καιρό αναμίχτηκαν με τις άλλες γειτονιές, βρίσκονται όμως μέσα μέσα, και μάλιστα τελευταία, που προσπάθησαν να στήσουν και μια προτομή έξω από το σπίτι του Λουκά. Οι Τούρκοι, βλέποντας πως έπρεπε να δείξουν καλό πρόσωπο κι αυτοί, τόσα και τόσα εμείς τεμένη τους στηρίξαμε και μιναρέδες τους φτιάξαμε, είπαν κι αυτοί, άντε να σας κτίσουμε και το σπίτι του Λουκά σας, και σε μας έκανε καλό, αξέχαστο το πανηγύρι έξω από το σπίτι του, κι εμείς τρώαμε σιάμισι και λοκμάδες. Οι Λουκατίτες λοιπόν, μαζί μας στο Δημοτικό, δεν ξέχασαν το γιατρό τους, κι εμείς το ζωγράφο, που ζωγράφισε την κυρα Παναγιώτα.

Τρεις λοιπόν οι φωτογραφίες που βρήκαμε στο καμαράκι στο σπίτι της κυρα Παναγιώτας μετά θάνατον, τη μια μας την έβγαλαν του δεκατουτρίτου αιώνα, και μάλιστα δόθηκαν και διαλέξεις για την τέχνη της, οι παλιοί της γειτονιάς μας έλεγαν πως ήταν πεσμένη χάμω και την τσαλαπατούσαν μπροστά σ’ ένα τούρκικο σπίτι, κάτι σαν γεφύρι την είχαν, ήταν λέει στην αγιαΣοφιά της χώρας, και μια νύχτα πείστηκαν κάμποσοι δικοί μας, πήραν ένα αμάξι, πήγαν στα τούρκικα εκεί κοντά, το γέμισαν κάμποσες εικόνες και άλμπουμ, καλή ώρα όπως τώρα, που πηγαίνουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους και αν βρουν κανένα με καλό γάλα βυζασμένο τους δίνει και φωτογραφίες ή άλμπουμ του γάμου τους, έτσι κι εκείνη τη νύχτα, γέμισαν ένα κάρο και το            ’φεραν στη γειτονιά, μη  μαγαρίζουν οι αλλόθρησκοι τις φωτογραφίες μας, ανάμεσά τους κι αυτή.

Η δεύτερη εικόνα, η λεγόμενη ποϋριστιτζιή, τη δοκίμασαν κάμποσες φορές, διώχνει το κακό, το αποτρέπει σίγουρα σαν να ΄ναι κάτι μαγικό κι ανεξιχνίαστο. Ωραιότατη, με την κυρά Παναγιώτα να φορεί ένα λουλουδένιο μαντώ, και τον μικρό Χρίστο να θρονιάζεται στην αγκάλη της. Πολλά λέγονται και γι’ αυτήν, μέχρι τούρκο έσωσε από θανατική ποινή, τελευταία στιγμή στο δικαστήριο.

Η τρίτη, η νεότερη, αυτή ξέρουμε πως είναι καμωμένη εκεί στου Ηρακλείδη το μαστορικό, με το όνομα του ζωγράφου ή φωτογράφου, αλλά κοίτα να δεις, μια μέρα μια γειτόνισσα, από τη Ρωσία ήλθε η γυναίκα, σοβιετικό καθεστώς εκεί, φοβόταν πολύ να παρουσιαστεί στην εκκλησιά, φοβόταν να κάμει επισκέψεις στις γειτόνισσες, αλλά στην πατρίδα της πολύ αγαπούσε όσα της έλεγε ο μέλλων άντρας της κυπραίος για τη γειτονιά και τις γειτόνισσες. Μια νύχτα λοιπόν, ήταν γενέθλια την άλλη μέρα του Χρίστου, την βλέπει την κυρα Παναγιώτα στον ύπνο της, καλή γειτόνισσα, της λέει, δε θα ΄ρθεις στο σπίτι μου να ευχηθείς στο Χρίστο μου; Η γυναίκα δεν ήξερε ποια ήταν, ούτε τις γειτόνισσες δεν ήξερε, ξένη παντόξενη, την άλλη μέρα ανοίγει την πόρτα και βλέπει στο σπίτι απέναντί της την κυρα Παναγιώτα. Χριστέ και Παναγιά, της λέει, εσύ είσαι η γειτόνισσά μου, στον ύπνο μου σε είδα. Έκτοτε, όσο ζούσε η κυρα Παναγιώτα, από το σπίτι της Κυράς δεν έβγαινε η Ρωσίδα, να τη βοηθήσει στα πάντα, να δοξολογεί το Θεό που την απάλλαξε από το φόβο του καθεστώτος. Ώσπου έπεσε κι εκείνο, και λευτερώθηκαν πολλοί.

Η ΚΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ

 Η ΚΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ

 

 

Η κυρα Παναγιώτα, ή Κυρά, ή Παναγιώτα, Μαρία τη βάφτισαν, παιδί όμως, δυο τριών ετών, το ένα της χέρι και πόδι μεγάλωναν κανονικά, το άλλο έμενε ατροφικό, οι γονιοί της είχαν ακόμα ένα γιο, τον Μάριο, τους είπαν οι γειτόνοι, δεν ξέρετε πως δε γίνεται να ’χετε δυο παιδιά με το ίδιο όνομα; Κι έτσι μετονόμασαν  τη Μαρία σε Παναγιώτα, κι αυτό ήταν, πέρασε του παιδιού το κακό, άρχισε να μεγαλώνει κανονικά.

Μα οι γονιοί στο μεταξύ την αφιέρωσαν στην εκκλησιά μας, από μικρή μπαινόβγαινε να καθαρίσει, ν΄ ανάψει καντήλες, παρακολουθούσε όρθρο κι εσπερινό, τότε που ο Παπάκωστας ήταν μόνος ο καημένος, ευτυχώς είχε την Παναγιώτα να του διαβάζει τον προοιμιακό και τον εξάψαλμο.

Εκεί στο Παρθεναγωγείο, μαζί με τ’ άλλα κορίτσια της γειτονιάς, στη χριστουγεννιάτικη γιορτή την έβαζαν να παριστά τη μάνα του Χριστού, την Παναγία, κοντά της ο Ιωσήφ με το μπαστούνι, οι βοσκοί και τα προβατάκια, η φάτνη, και το "Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών", τότε που ακόμα δεν είχαν μπει τα εγγλέζικα τραγούδια, κάτι ξενικά "άγια νύχτα"  κι ακόμα το "Μαρία με τα κίτρινα". Απίστευτο κι όμως αληθινό, τι λέω. Μα δεν ήταν Μαρία η μάνα του Χριστού, λέει η μουσικός που το δίδαξε, ποιο το πρόβλημά σας; Μπορεί να μη φορούσε κίτρινα.

Τέλειωσε το δημοτικό, τα κορίτσια δεν πήγαιναν τότε και πολύ στο γυμνάσιο, ήρθαν τα δεκάξι της, κατέβηκε μια μέρα η μάνα της στο σπίτι μας, άρχισε το κλάμα, γιατί, μα γιατί; Τι σας συμβαίνει; Δεκάξι χρόνων η Παναγιώτα, και θα μας μείνει στο ράφι, κι ύστερα ποιος να την πάρει; Η δική σας η Ελισάβετ στο χωριό, στα δεκατρία δεν την χαρτώσατε, κι από το φόβο κρυβόταν κάτω από τα κρεβάτια το κορίτσι, έπαιζε ακόμα με τις κούκλες της; Αν είναι θέλημα Θεού, λέει η μάνα μου… Στείλτε λίγο το κορίτσι στο χωριό, να ξεσκάσει και κείνο κι εσείς…

Έτσι την στείλαν την Παναγιώτα στο Βουνό, στον Πενταδάχτυλο πάνω, εκεί ο παππούς κι η γιαγιά, κι η ξαδέλφη της η Ελισάβετ, μπαίνει στην αυλή, ο φούρνος εκεί και το κρεμαστό σταφύλι, ευλογημένη μου ξαδέλφη, της λέει η Ελισάβετ, κι εσένα σε λίγο σε βλέπω στ’ αγκάστρι, όπως κι εγώ. Θεέ και Κύριε, λέει η Παναγιώτα, μα γίνονται αυτά τα πράματα;

Ο πρώτος που το πρόσεξε  ήταν ο ταχυδρόμος ο Γαβρίλης, αδελφός του Μιχάλη και του Ραφαέλλου, κι οι τρεις ταχυδρομικοί, ρε Παναγιώτα, της λέει, μεγάλωσε η κοιλιά σου ή νομίζω; Άντε βρε από δω…

          Κι έτσι μας έφερε μια μέρα η Παναγιώτα στο σπίτι το Χρίστο μας, χαρά που είχαμε όλη η γειτονιά, νόμιζες πως οι ουρανοί αγάλλονταν, το ’βλεπες στις γλάστρες της μάνας στο στενό, στην περβόλα της θεια Καλλιόπης, με τις κιτρομηλιές και τις λεμονιές, εκεί κοντά που παίζαμε μπάλα σαν ήμαστε παιδιά, με τα χειροποίητα δίχτυα στις πόρτες, με τις αθλητικές φανέλλες μας, όλα από τις οικονομίες μας, όταν παίζαμε καραγκιόζι στο σπίτι του Κωστάκη της Μαρίας τις καλοκαιρινές νύχτες και δεχόμαστε εισφορές από τους φίλους.

Για τον Χρίστο μιλήσαμε ήδη, μεγάλωσε, θέριεψε, καλό παλικάρι ήτανε, μοναδικό κι ανεπανάληπτο που λένε, μόνο που μας τον έφαγαν οι εγγλέζοι στον αγώνα.

Η κυρά Παναγιώτα παρακολουθούσε κάθε κίνησή του, θυμάται μοναδικές στιγμές της ζωής του, τότε που τον πήρε στον Παπάκωστα να τον εκκλησιάσει, κι ο παπάς έτρεμε, τον πήρε στα χέρια, τον ανύψωσε, αυτός της λέει θα υψωθεί κι εσένα την καρδιά σου θα την περάσει πύρινη ρομφαία. Η Παναγιώτα στη μεγάλη της χαρά δεν πολυκαταλάβαινε από τέτοια, ευχαριστώ, πάτερ, και στα δικά σου, του λέει. Σε λίγο καιρό χάσαμε τον Παπάκωστα μια μεγάλη βδομάδα, του υποσχέθηκαν πως θα πάει ένα σχολείο στην εκκλησιά να κοινωνήσει, ετοίμασε θεία κοινωνία για πολλούς, στο τέλος του την έσκασαν, δεν πήγαν, αναγκάστηκε να την καταλύσει, με υψηλό σάκχαρο ο ιερέας, δεν έβγαλε τη μεγάλη βδομάδα, πέταξε.

Περισσότερο απ’ όλους τους φίλους του Χρίστου η κυρα Παναγιώτα αγαπούσε τον Γιάννη, όχι της Ελισάβετ το γιο, αυτό τον είχαν συλλάβει οι Τούρκοι μαζί με τους Κοντεμενιώτες και τον αποκεφάλισαν, μια συμπαιγνία με τους Εγγλέζους, ο Γιάννης ήταν ο φίλος, ο κολλητός που λένε σήμερα τα παιδιά μας. Καλό παιδί, μελετηρό, όταν τον κάλεσε η ώρα έγινε πραγματικός γιος της Παναγιώτας, ήταν τότε που ξημεροβραδιαζόταν στη φυλακή περιμένοντας κανένα καλό μαντάτο από τη βασίλισσα. Όταν πια αποφασίστηκε πως σωτηρία δεν είχε ο Χρίστος, κι αυτός βεβαιώθηκε για τον επικείμενο θάνατό του, της λέει, Μάνα, αυτός θα είναι πια ο γιος σου, και στο Γιάννη, αυτή θα είναι η μάνα σου, και την πήρε στο σπίτι του ο Γιάννης, πού ν’ αφήσει μόνο του ένα τόσο πονεμένο πλάσμα!

Τις ημέρες εκείνες, στο σπίτι της μπαινόβγαιναν όλες οι γειτόνισσες να την παρηγορήσουν, μα παρηγοριά δεν είχε, έψηνε καφεδάκια κι άρχιζε η καθεμιά τα μοιρολόγια, για τις καλοσύνες του Χρίστου, για την αγάπη του στην πατρίδα και την οικογένεια και τη θρησκεία, προπάντων όμως για την αγάπη του στον άνθρωπο και στα μικρά παιδιά. Κουρασμένος κάποτε από τη δουλειά με τον πατέρα του στο ξυλουργείο, ήρθαν δυο τρία παιδάκια της γειτονιάς και τον ήθελαν να τους βοηθήσει στα μαθήματα, η Παναγιώτα δεν τους άφηνε, τώρα ξεκουράζεται, τους είπε, ελάτε αργότερα, τ’ άκουσε ο Χρίστος, άφησε μάνα τα παιδιά να ’ρθουν κοντά μου, της λέει, τι να κάνει κι αυτή, υπάκουσε.

Κάποτε ο Γιάννης την έπαιρνε σε κανένα άλλο σπίτι, να συναντήσει τους υπόλοιπους φίλους, περίμεναν κι αυτοί να συλληφθούν ύστερα από την εκτέλεση του Χρίστου, ευτυχώς όμως αντί αυτού, καθόντουσαν όλοι ένα γύρο κι έλεγαν ιστορίες από τη συνάντησή τους κι από τις χάρες και τις χαρές που τους πότισε, από τα θαυμάσια που μάθαιναν μαζί του, κάποτε μάλιστα, μέχρι κι έντεκα φορές που λεν, νόμιζαν πως καθόταν κι αυτός μαζί τους και τα λέγανε. Παραστατικότατος ήταν ο Λουκάς, που πήγαινε μαζί με τον Κλεόπα πεζοπορία στο Μουτουλλά, κάπου εκεί στον Ορκόντα, κυλά το ποτάμι κάτω από τα πόδια σου, νόμιζαν πως ήταν κι ο Χρίστος μαζί τους, η μόνη φορά που τον άκουσαν να αστειεύεται, έλα κάτσε μαζί μας να φάμε στο κέντρο, του λεν, κι αυτός προσποιούνταν πως θα πήγαινε παρακάτω, έλα και νυχτώνει, πού θα πας, άντε να σας κάμω το χατήρι, λεν πως τους είπε, κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν θυμήθηκαν τον Χρίστο κι ένιωσαν την καρδιά τους πυρωμένη. Τα ‘λεγαν ύστερα στην Παναγιώτα και στους λοιπούς κι όλοι περίμεναν πότε θα τον ξαναδούν. Αν είναι δυνατόν!

Στο μεταξύ οι κολλητοί ξεκίνησαν τη δουλειά τους, άλλος πήγε για ψάρεμα άλλος για εμπορία, άλλος με τα γραμματικά κι άλλος με τη χημεία. Ψαράς ο Πέτρος, πήγε για ψάρεμα, συνήθιζε να μπαίνει στη θάλασσα γυμνός, να τον κάμουμε να φορέσει το μαγιό τουλάχιστον, λέει ένας, να του τη σκάσουμε, να ο Χρίστος, του σφυρίζουν, φέρτε γρήγορα το μαγιό, ντροπή μου.

Αυτά της  έλεγαν, αυτά θυμόταν, τα πριν και τα μετά, ώσπου το ’νιωσε κι η ίδια πως άλλο δεν πάει, καιρός να συναντήσει τον Χρίστο της, τηλεφώνησε στους κολλητούς του, όπου και να ’στε ελάτε, πήραν τ’ αεροπλάνα, βαπόρια και τρένα, έτρεξαν να την προλάβουν ζωντανή, ένας μόνο καθυστέρησε, κι όταν ήρθε και του άνοιξαν τον τάφο να την δει, δεν την βρήκαν, ανεξήγητα πράματα, ο άνθρωπος δεν ξέρει, ο Θεός ξέρει. Για την αγάπη της όμως περισσότερα μπορούν να ομολογήσουν οι άνθρωποι.

 

 

 

 

 


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



Λέει κι ο φίλος μου ο Παύλος, αν δεν πιστεύεις στον Αναστάση -ο πρώτος που ‘φερε στη Λευκωσία τα τσιπς- είχε κάμει ένα σεφέρι στην Αμερική, εκεί έμαθε τη δουλειά, με το τρίτροχο και την κασόνα, να τριγυρνά στις γειτονιές μ’ ένα κασκέτο λευκό στο κεφάλι, κι εμείς τότε πιτσιρίκια να ευφραινόμαστε, τότε που δεν φοβόμαστε από αλάτι και πατάτες, μπουκιά και συχώριο. Αν δεν πιστεύεις τον Αναστάση, λοιπόν, τίποτε δεν κατάλαβες από τη δύναμη του Χρίστου, που δεν τον ξέρουν μόνο στη γειτονιά μου, πασίγνωστος είναι. ‘Ένας γλυκύτατος άνθρωπος, όλους μας προστατεύει, κάτω από τη σκιά του ζούμε, Θεό μας τον έχουμε. Άλλοι σπεύδουμε στα γενέθλιά του να τα γιορτάσουμε με όλη τη χαρά μας, άλλοι στις σκοτεινές  του μέρες, αλλά είπαμε, να ΄ν καλά ο Αναστάσης, που μας φαιδρύνει με τα τραγούδια και τα έθιμα του χωριού του. 

Την αγάπη του ο Χρίστος τη φανερώνει σε όλους ανεξαίρετα, φτάνει κι αυτοί οι ευλογημένοι να την ζητήσουν, αν δεν πας στο βουνό δεν είναι Μωάμεθ, ας μην τους συγκρίνουμε. 

Του Χρίστου η μάνα, η Παναγιώτα, σεμνή κόρη, από την εκκλησιά δεν έβγαινε, ολημερίς ολονυχτίς γονατιστή προσεύχονταν, της έστειλε ο Θεός ένα παιδάκι, εκείνες τις ημέρες οι Εγγλέζοι μάς έβγαζαν ταυτότητες, αν θυμάστε κάτι απλά λευκά χαρτιά, με τα δαχτυλικά μας αποτυπώματα και τη φωτογραφία μας. Αχ εκείνοι οι  φωτογράφοι του παλιού καιρού, με το τριπόδι και την κάσα και τη μαύρη μαντίλα, έξω από το Δημοτικό σχολείο ή στην αυλή του να φωτογραφίζουν τον κόσμο. Μέσα κάτι δάσκαλοι που ήξεραν γραφή και να μας εγγράφουν εις το γραμματείον. Φοβούνταν οι Εγγλέζοι την αναστάτωση, έπρεπε να ελέγχουν τα πάντα, νόμιζαν τότε πως ήταν Ρωμαίοι κοσμοκράτορες, εδώ όμως ήταν ο αγώνας της ΕΟΚΑ. 

Κάπου τότε θα γεννήθηκε κι ο Χρίστος, η φτωχή Παναγιώτα δεν είχε να τον ζεστάνει, τον έβαλε κοντά στο παχνί με τα βόδια, όλοι που ζήσαν σε χωριά ξέρουν πόσο σημαντικό ήταν το βόδι, στην ίδια κάμαρα έμεναν άνθρωποι και πολύτιμα ζα. Μια φορά που πήγαμε στην Παναγιά της Πάφου, μετά το θάνατο του Μακαρίου, είδαμε στο ίδιο δωμάτιο, ένα μικρό χώρισμα, εδώ το βόδι εκεί οι άνθρωποι, στο παραπλεύρως. 

Μικράκης λοιπόν ο Χρίστος βοηθούσε λίγο τον μπαμπά -η μάνα του του έκρυβε το μυστικό- ο μπαμπάς ένας ξυλουργός της περιοχής, εκεί κοντά στον παλιό Ολυμπιακό, ξυλουργεία ξυλεμπορικά ήταν γεμάτος ο τόπος, νόμιζα πως οι "ταχτάδες", όπως ονομάζονταν σε άλλες πόλεις της Ελλάδας οι περιοχές με τα ξυλάδικα, δώκαν και την ονομασία "ταχτακαλάς" στη δική μας, άλλοι λένε άλλα, για το τέμενος "ταχτ ελ καλέ", αδιάφορο.

Ο Χρίστος, κατά που λένε, από μικρός φαινότανε πως θα γινεί μεγάλος. Πήγε σχολείο. Ὀποτε αρχίζει η σχολική χρονιά τον θυμούμαι, κάτι περικοπές από παλιά παραμύθια πολύ μοιάζουν στην παιδική του ηλικία, θάμπωνε τους δασκάλους με τη γνώση, κι άλλοι λέγαν άλλα, για τα παιχνίδια του με κάτι πουλιά, που έφτιαχναν με τον πηλό, κι αυτός τους φυσούσε να τους δώσει ζωή να πετάξουν, μην του τα σπάσουν τ’ άλλα παιδιά, δεν ήξερε να πει: «τα βρωμόπαιδα». Ωραία πράματα. 

Κάποτε πήγε με τη μάνα και τον κύρη στον απόστολον Αντρέα εκδρομή, τι χαρές ήταν τότε. Ξεκινούσαμε από τα εφτά χαράματα, κάποτε με λεωφορείο, κάποτε με το αυτοκίνητο που είχε αγοράσει ο πατέρας, σταθμός στο Μπογάζι, παραθαλάσσιο, πρωινό, ατμόσφαιρα ανάλαφρη, δεξιά ο κόλπος, βαρκούλες, μια πλατεία, καθόμασταν εκεί για πρωινό καφέ, όλοι πίναμε από μικροί- στην αστοχιά η μάνα μου καβούρδιζε κουκκιά-  κι ύστερα άλλος σταθμός στους αγίους Τρεις Παίδες αν θυμάμαι -ξεχνώ επικινδύνως- ή σ’ ένα δάσος που είχε σχηματισμένη με δέντρα την Κύπρο, κι ύστερα άρχιζε τελετουργικά το μέτρημα, πρώτο καγκέλλι, δεύτερο…. Μια φορά που πήγαμε με λεωφορείο, απλώσαμε στρωματσάδα στο υπερώον. Του λεωφορείου. Άλλη αίσθηση εκεί, στην εκκλησιά, στο αγίασμα, κατεβαίναμε τρεχτοί τα σκαλοπάτια, ένας διάδρομος, συνωστισμός, αγναντεύαμε τα βράχια, την απέραντη θάλασσα, κάπου εδώ ο απόστολος Ανδρέας έκαμε το θάμα του, έσωσε το πλοιάριο, παρακάτω μια παραλία παχύαμμη, πάντα την θαυμάζαμε, από μακριά. Από τη βίαιη κατάληψη της Καρπασίας από τους Τούρκους το 74, εκεί δεν ματαπήγα. Ούτε πάω. Και δεν έχω καθόλου περίεργες αντιλήψεις.

Μια μέρα λοιπόν ο Χρίστος χάθηκε μες στην εκκλησιά, ξεκινά το λεωφορείο, είχαν φτάσει σχεδόν στο πρώτο χωριό, τον αναζητά η μάνα, ρε πού είναι το παιδί, φωνές, κακό, αναγκάστηκε ο σωφέρης να επιστρέψει, τον βρίσκουν στο ψαλτήρι, τι κάνεις εδώ παιδί μου; Σφαλιάρες δεν έφαγε, πολύ τον αγαπούσαν.

Κάπου εκεί στα δεκαοχτώ του πάλι ξαναχάθηκε, διάβαζε τότε πολύ Σικελιανό, τον ενέπνευσε η παραμονή του ποιητή στη Λιβυκή έρημο σε μια σκηνή, εκεί έγραψε τον "Αλαφροΐσκιωτο”. Ο Σικελιανός. Ο Χρίστος δεν έγραψε. Μόνο που μας ήρθε με μια γενειάδα, ένα απαστράπτον πρόσωπο, κοκαλιασμένο, κάτι σαν εμάς το ΄64 που κατεβήκαμε ξαφνικά στο σπίτι, είχαμε κάμει σε στρατόπεδο στη Χαλκίδα, μια ολόκληρη ιστορία ερήμου κι εκεί, σαράντα μέρες, αν ήταν τόσες, δεν είδαμε άλλους εκτός από τους στρατιωτικούς μας, σκεπασμένοι πηγαίναμε στα πεδία βολής, κατάκλειστα τα στρατιωτικά αυτοκίνητα που μας κουβαλούσαν, ασκήσεις μερόνυχτα, μερικοί που ’χαν κάμει στο αντάρτικο της ΕΟΚΑ σταυροκοπιούνταν οι άνθρωποι, τίποτε από όσα μας δίδασκαν δεν τηρούσαν στον αγώνα, τίποτα δεν ήξεραν, κι  όμως επέζησαν.  Θεού το θαύμα, έλεγαν. Φάγαμε εκεί γαλέτα του τέλους του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, κρέατα με την ίδια σφραγίδα, δεν παραπονιόμαστε, φτωχή χώρα η Ελλάδα, καλοσύνη της που μας σπούδαζε και μας προετοίμαζε να διαφυλάξουμε τον τόπο. Ένα βράδυ μας φορτώνουν, κατεβαίνουμε στο Μεγάλο Πεύκο, ένα πλοιάριο εκεί, παράγγελμα, στρατιώτες, σκασμός! να μας μιλήσουν, να μας πουν πού και πώς, μπαίνουμε στο πλοίο, φήμες, φέρναμε μαζί μας ελλαδίτες φαντάρους, κυπριακές ταυτότητες, και πού είναι ρε πατρίδα τα Βυζάκια, Βυζακιά πατριώτη! Κατά που κατεβαίνω στο σπίτι με τα μούσια και τα μουστάκια, αναμαλλιάρης κι αδυνατισμένος, σούρνει φωνή η μάνα μου, ύστερα όμως πολύ γρήγορα το ξεπέρασε, συνηθισμένη στη γειτονιά και στη ζωή από τέτοια. Έτσι, με τα γένια, μας κατέβηκε λοιπόν κι ο Χρίστος, κάτι μας έλεγε για την αγάπη και την αγάπη, έλεγε να κάμει ομιλίες στα κατηχητικά, τον αφήσαμε στη δουλειά του, εμπιστοσύνη του είχαμε.

Δυο γιατρούς είχαμε στη γειτονιά, τον Σάββα Σαββίδη, ιατρός Αθηνών Παρισίων, έγραφε η ταμπέλα έξω από το σπίτι του, απέναντι από την εκκλησιά, και το Δημήτρη τον Πρωτοπαπά, πιο κάτω από το Παρθεναγωγείο, κοντά στο τείχος. Και δυο οδοντογιατρούς, τον Ζεμενίδη και τον Σιεφκέτ, έναν καλότατο Τούρκο. Μαζί τους κι ο Χρίστος, πρώτο χέρι στην ιατρική, δεξί τους χέρι καλύτερα. Μερικοί έλεγαν πως απαγορευόταν να ασκεί την ιατρική, ήθελαν να τον καταγγείλουν, κάποτε έβρισκε τον μπελά  του, αλλά αυτός το θεωρούσε χρέος να κάνει το καλό κι ύστερα το ‘ριχνε στο γιαλό, και μην πείτε σε κανένα τίποτε, έλεγε.

Με τον αγώνα της ΕΟΚΑ από τους πρώτους κατατάχτηκε, ορκίστηκε, στο σπίτι του, πάροδος Μεγάλου Κωνσταντίνου, γίνονταν οι πρώτες συγκεντρώσεις της ομάδας, καμιά δωδεκαριά φίλοι, πατριώτες, με αυταπάρνηση, οργάνωναν την πόλη, την επαρχία, λίγο πιο πέρα άλλοι, κουβαλούσαν στο σπίτι τα πρώτα όπλα και πυρομαχικά, η γειτονιά γειτόνευε και με τούρκικα σπίτια, ήταν όμως τα δικά τους απόμερα, όλα στο κρυφό, κάποτε όμως άρχισαν οι προδοσίες κι οι συλλήψεις. Ένας από τους δώδεκα βγήκε θεομπαίχτης, ένας προδότης, άλλα νόμιζε άλλα ονειρευόταν, πήγε στους Εγγλέζους, κάνουν ένα κέρφιου, ο προδότης με μια κουκούλα στο κεφάλι, αυτός αυτός αυτός, σύναξαν την ομάδα,  τους άλλους ύστερα από ανακρίσεις και φυλακίσεις εκεί στα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς τους άφησαν ελεύθερους, τον Χρίστο όμως τον καταδίκασαν στον δι’ αγχόνης θάνατον, νέο παιδί. Οι δικηγόροι έκαμαν έφεση στη βασίλισσα, αυτή αρνήθηκε, το παιδί οδηγήθηκε στην αγχόνη, μόνο να επισκεφτεί κανένας τις Κεντρικές Φυλακές στη Λευκωσία και να δει και ν’ ακούσει, θα ραγίσει η καρδιά του, τόση ύβρις. 

Τη νύχτα που θα τον απαγχόνιζαν, βρεθήκαμε στους δρόμους, έξω από τις φυλακές, εμείς να τραγουδούμε τον εθνικό ύμνο, και μέσα το ίδιο, όπως μάθαμε αργότερα, και το παλικάρι να δίνει θάρρος στους άλλους, κι ο εγγλέζος να θαυμάζει, βγήκαν στη φόρα οι εκθέσεις του, κι ο δήμιος ακόμα, χρόνια ύστερα να τον έχει κρεμασμένη πέτρα στη συνείδησή του. Συχωρεμένοι να ’ναι, δεν ήξεραν τι έκαναν!

Ήξεραν όμως δεν ήξεραν, ο Παύλος το έθεσε στις σωστές του διαστάσεις το πράγμα: Αν δεν πιστεύεις στον Αναστάση, τίποτε δεν καταλαβαίνεις από το τι πλάσμα ήταν ο Χρίστος μας! Που μας αναπαύει.