Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

εωθινά

 

ΕΩΘΙΝΑ

ΕΩΘΙΝΟ ΠΡΩΤΟ
Ήταν μικρές εικόνες, τις είχαμε πάνω από τη μικρή αγία Τράπεζα, δεν καλόβλεπες το περιεχόμενο, αρχαίες, μαύρες κατάμαυρες μα μεγάλης αξίας, ήταν και μια που ξεχάστηκε, στις πολλές μετακινήσεις από κει από δω μη μας τις πιάσουν οι τούρκοι μαζί με τα άλλα ιερά και όσια, βρέθηκε δίπλα, στη Χρυσαλινιώτισσα, μα εσύ δεν ανήκεις σε καμιά οικογένεια της ενορίας, είπε ο παπάς που ήξερε πάππου προ πάππου τις γειτόνισσες και τους γείτονες, παιδιά σκυλιά γατιά, να πας να βρεις τους δικούς σου, και μας την έφεραν, κάμαμε βέβαια κι εμείς τα δέοντα, τους ευχαριστούμε, δεν χάνεται η εκκλησιά δεν χάνεται η γειτονιά ύστερα από τόσες επιθέσεις των οχτρών παντός είδους εμείς εκεί, στο καμπαναριό και στην ελληνική σημαία μας, ενώ τα παιδιά στην Ευρύχου περίμεναν πάντα πρωινά πρωινά να κινήσουν για το εωθινό, για το όρος εκεί ψηλά που έπεσε ο Μάρκος Δράκος, ενθουσιασμός, λαχτάρα, ανάπνεαν τον καθαρό αέρα, να κάτσουν να τα πουν λίγα και καλά να τους μένουν, ο δάσκαλός τους ήταν ένας ήρωας, έπεσε για την πατρίδα το 57 στα Σκληνίτζια κι είχε να τους διδάξει όχι γνώση κατανόηση αλλά την εφαρμογή των όσων θεωρητικά αποστήθιζαν για να περάσουν τις εξετάσεις, εδώ δεν μπορούσαν να δουν από το διπλανό τους, εδώ ήταν σώμα και αίμα για τον τόπο, δεν ήταν τα σιδερά όπλα αυτοσχέδια, ήταν η άυλη ψυχή του Λευκάτη που βροντούσε κι άστραφτε τις νύχτες του χειμώνα εκεί ψηλά, φώτιζε τα σκότη, την άλλη μέρα έρχονταν στο σχολείο άλλοι άνθρωποι με μια λάμψη στα πρόσωπα. Ύστερα κατέβαιναν για τις παρελάσεις, τον πανηγυρικό, τις δοξολογίες, εν δυο μπροστά στο διευθυντή, τον ιερέα, τον κοινοτάρχη, το δέσποτα, τους καθοδηγούσε ο Μάρκος, μαζί σας πάντα, τους έλεγε, μη φοβάστε, εγώ είμαι, έργα κι όχι λόγια, και φέρτε όσους μπορείτε στον Ιορδάνη, το καλοκαίρι θέλει τη δροσιά του εδώ θα τη βρείτε, το νερό πολύ.
Τα άκουσε ο Ματθαίος στο τελωνείο, τα έλεγαν μεταξύ τους όσοι τα έζησαν, όταν περνούσαμε κάτω από τα άγρυπνα βλέμματά τους περιμέναμε να μας φωνάξουν, για έλα εσύ, άνοιξε τη βαλίτσα και τι είναι τούτο και τι είναι κείνο, μην έχεις ηλεκτρικά είδη, στον Πειραιά ήταν άλλο πράμα, που ήξεραν και τα χαλούμια και τα κουτιά τα γάλατα, καλά τώρα κάθονται άνετοι κι εκείνοι κι εμείς, τα έγραψε λοιπόν ο τελώνης, τα πήραν ύστερα οι αυτοκράτορες του βυζαντίου, άλλος τα εξαποστειλάρια, άλλος τα δοξαστικά, Λέων ο Σοφός, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, μέσα στην ησυχία του παλατιού, με την ποίηση και τη μουσική τους, εμείς ακόμα τα ψάλλουμε, εκτελούμε, αξέχαστος ο πρώτος δίσκος του Περιστέρη, μητροπολιτικός ναός Αθηνών, τι αρχοντιά, απλότητα χωρίς ακκισμούς και χαριεντισμούς, χαιρόμαστε, θαυμάζουμε, περηφανευόμαστε μαζί με το στίχο τη μουσική, μαζί με τους μοναχούς και τις καλογριές όλου του κόσμου, που τα διέσωσαν.
Τόσα και τόσα παράξενα πιστεύετε, γιατί διστάζετε; Οι δε εδίστασαν. Τι να πούμε εμείς;

 

 

 

 

 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Μαρία Μαρία Σαλώμη Αντιγόνη, μάνα του Γρηγόρη μας, κάθονταν απέναντι στον τάφο εκεί στου Μαχαιρά το κρησφύγετο, δεν τις άφηνε ο Κρέοντας να θάψουν το παιδί, όχι, στις φυλακές θα σαπίσει και μετά θάνατον, ας είν’ καλά ο Ιωσήφ, το πήρε και το έθαψε, την άλλη μέρα με το χάραμα πήραν αρώματα να αλείψουν το σώμα του, ο Χάρτιγκ άτεγκτος, ο Πιλάτος ένιβε χέρια πόδια, καταΐδρωμένος, μια απαγόρευση πλανάται στον αγέρα, αλλά η Αντιγόνη τρίζει τα δόντια, χτυπά τα πόδια, δε ζητά σκλαβωμένες Σαλαμίνες, να τον θάψει θέλει με όλες τις τιμές, όπως όλες οι αδελφές, οι μανάδες, οι γυναίκες τους άντρες τους, κι η Μαρία η Μαγδαληνή με τα αρώματα.

Χτύπησαν την πόρτα του γιατρού του Σαββίδη, άνοιξε να δει τον καιρό, λίγα σύννεφα στον ουρανό αλλά αυτός προμηνούσε βροχές και αναπουμπούλες, ό, τι προαιρείσαι σε μυριστικό, σμύρνα κι αλόη, κουβάλησαν τις γλάστρες από το στενό της μάνας μου, κόψτε δυόσμο και βασιλικό, μην αφήσουμε άταφο στην εκκλησιά τον άνθρωπο, κι έρχεται γιορτή του Σταυρού, πόσο βασιλικό να μυρίσουμε να καθαρίσουν τα πλεμόνια μας;

Στη Λύση δεν θα τον πάτε, διαταγή για κέρφιου, κατάκλειστα τα σπίτια, δε βλέπεις καθημέραν αγγέλους να κάθονται στην πέτρα του τάφου, στην Πέτρα του Ρωμιού, στην Πέτρα του Λιμνίτη, στο κρησφύγετο μπροστά, εγκαταλειμμένο στα όρνεα το σώμα του Πολυνείκη, κι ο άγγελος  λευκοφορεμένος και απαστράπτων, τρέξτε να πείτε στους αδελφούς να τον συναντήσουν στο συνηθισμένο τόπο, πάντα την ίδια ώρα, κάπου εκεί στην εκκλησιά του Τρυπιώτη, μαθητούδια ήμασταν, ποιος να μας υποψιαστεί και γιατί, κι έπρεπε να ετοιμάσουμε την ταφή, τα τραγούδια, τις σημαίες πολλές και τα συνθήματα, έτσι θάβαμε τότε τους ήρωες, γεμίζαμε λεωφορεία και πηγαίναμε μαζί του ως την εκκλησιά ως το νεκροταφείο. Τι ζητάτε, δεν είναι εδώ, σηκώθηκε, τον σήκωσαν, τον πήραν, πήγε μόνος τον είδαμε, μη συγχύζετε τους ζωντανούς με τους νεκρούς, όλοι αυτοί ανήκουν και θα ανήκουν στους ζωντανούς, κι οι γυναίκες με την αντρίκια ψυχή θα τρέχουν να αλείψουν το σώμα τους με μύρα, να απλωθεί στη γη το μήνυμα πως τα πιο μυριστικά είναι της καρδιάς τα μύρα.

Κι ύστερα από αυτό το γράψιμο του Μάρκου, συγκλονίστηκαν οι γυναίκες, ξανάζησαν το θαύμα, τον είδαν τον άγγελο να κάθεται και να τους αναγγέλλει την ανάσταση της πατρίδας, αλοί του που δεν πιστεύει στην Ιστορία μας, έστω κι αν κάποτε πλακώνει ο φόβος της λογικής και των μαθηματικών, και  ουδενί ουδέν είπον, εφοβούντο γαρ.

 

 

 

 

 

 

 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

Ο Μάρκος χτύπησε ευγενικά την πόρτα, στο στενό καμαράκι του ο Παλαμάς, στο γραφείο, στοίβες βιβλία, χαμένος στα χαρτιά του, απέναντί του η Πολιτεία, λιγδωμένη, αναμαλλιασμένη,  δαιμονισμένη, κι αυτός θέλει να την ελευθερώσει, από πάσης μαλακίας, ήτοι αδικίας, αναξιοκρατίας, ψευτιάς, κλεψιάς, παρανομίας, παραποίησης στοιχείων, προδοσίας ενί λόγω, και φτιάχνει το γλυπτό λαμπρό.  Μαρία η Μαγδαληνή αφ ης εξεβλήθη επτά δαιμόνια. Τον είδε πρώτη έξω από το κρησφύγετο κι έφριξε αλλά το πίστεψε, γιατί το μπορούσε, καθαρίστηκε, άνοιξαν τα μάτια της, μα οι άλλοι δεν πίστευαν, οι σώφρονες, οι συνήγοροι του οχτρού, ομματογιάλια παντός είδους, κομματικά, τουρκικά, προπαγανδιστικά, καλά να πάθουμε να λεν, που τον πιστέψαμε το γιο του μαραγκού και της κυρα Παναγιώτας, ας γυρευτεί αλλού, βάλαμε μυαλό, εμείς φταίμε γιατί θέλαμε να γίνουμε Άνθρωποι να του μοιάσουμε!

Ο Μάρκος αποδίδει περιληπτικώς το περιεχόμενο, αγωνιά με τις πρώτες ερωτήσεις αν και το ξέρει, δεν τον συγχύζουν πια οι εξεταστές με αλλοπρόσαλλες διατυπώσεις, κάτι κουτσουβέλικα για ελληνικά, κι ύστερα ο Φρίξος ο Πετρίδης στην τάξη, τότε διδάσκονταν Μυθολογία και στα πανεπιστήμια, στο μύθο τα θεμέλια της αλήθειας, τρέχετε τώρα επιστήμονες να αποδείξετε τις αλήθειες τους, κι ο Δίας στο κρυφό, κατέβαινε από τα νέφαλα  με άλλη μορφή, έτσι και στην Αλκμήνη τη μάνα του Ηρακλή, παντρεμένη με τον Αμφιτρύωνα: Λείπει ο καλός σου στην εκστρατεία, όλα τα κανόνιζε ο Νάτος και η Σία (ύστερα έγινε υπουργός Παιδείας) τη λιμπίζεται ο Δίας, παραγγέλνει ομοίωμα στα καλύτερα εργαστήρια της Χώρας, παίρνει τη  μορφή του, καλώς ήρθες άντρα μου και καλέ μου, κι έρωντας είναι του Διός, Ηρακλής το εργόχειρο, αυτά τη μέρα- νύχτα την έκαμνε ο Ποντίφιξ όταν χρειαζόταν για τις βρωμοδουλειές του-  και το βράδυ έρχεται ο πραγματικός, πολύ ερωτιάρης μου βγήκες άντρα μου καλέ μου και πρωί και βράδυ! Ποιος, εγώ; Εν ετέρα μορφή που λέει.

Κι είπαν στο εκκλησάκι στο Παγκύπριο να τον ζωγραφίσουν στο θόλο και μια και δυο και εν ετέρα μορφή, ποια είναι σήμερα η μορφή του; Του καθενός μας μαύρου άσπρου κόκκινου κίτρινου, μαζί μας είναι, τη μορφή μας πήρε και παίρνει, κι εμείς εντός μας, θα τον δούμε και παρακάτω, να τον θαυμάζω με τα αστειάκια του στους περιπατούντας εις αγρόν ή προς Μουτουλλά, κάπου εκεί στον Ορκόντα στο ποταμάκι κοντά. ‘Ελα να φάμε μαζί, τον είδαν, κάηκε η καρδιά τους, τον πίστεψαν, μα οι άλλοι δεν. Οι λογικοί!!! Και τους εμφανίστηκε για δεύτερη φορά.

Μια και δυο  τώρα, δεν χάνει ποτέ την τεμπερατούρα του, τους βρίσκει συγκεντρωμένους και φοβισμένους κάτω από την κληματαριά τους έντεκα, και γιατί κύριοι μαθητάδες δεν πιστεύετε, τόσα γιοφύρια χτίσαμε μαζί, και δεν έπεσαν,  ο απιστήσας θα χαθεί, γιατί απλά δεν πιστεύει παρά στα μάτια και στα αφτιά και στο κουκούτσι το νου του, ω του μεγαλείου του νου του, θεός σχωρέσ’  τον! Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου.

Και θα μάθετε να μιλάτε ξένες γλώσσες και τη γλώσσα σας θα μάθετε να την πλάθετε και να στολίζετε με τα απλά και ωραία, ν’ ακούγεται σαν άλλη ομορφιά, κι ύστερα πόσες φορές να τα πει, είχε και καθήκοντα στον ουρανό, παίρνει το αεροπλάνο, ξεκινούσε από την Πάφο, κι αναλήφθηκε στους ουρανούς. Λέει κι ο Μάρκος.

ΕΩΘΙΝΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

Οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν με κάθε θυσία δικών μας να επιβληθούν, και το 56 και το 57, η αγχόνη στημένη, στην αρχή δυο, Καραολής και Δημητρίου, η Ελλάδα γεμάτη οδούς με τα ονόματά τους, κι ύστερα τρεις, Ζάκος Πατάτσος και Χαρίλαος, και ύστερα πάλι τρεις, Κουτσόφτας Μαυρομμάτης και Παναγίδης, κι ήρθε η ώρα του μικρού, μαθητούδι ήταν, ένας άγγελος ποιητικής, ο Βαγορής, του Μάρτη του 57, κι οι αδελφές τους κι οι γυναίκες και τα παιδιά κι οι μανάδες κι οι γειτόνισσες, ετοίμασαν λουλούδια και μύρα κι αρώματα για τους τάφους τους, μόλις που χάραζε το φως, την ώρα εκείνη του πρωινού την πανέμορφη με τα ωραία χρώματα και την ελπίδα πως πάλι ο ήλιος ανατέλλει, ρόδινο βρέφος με τα χεράκια και τα ποδαράκια του να πεταρίζουν, κι αυτές έξω από τη μεγάλη θύρα της φυλακής, και ποιος θα μας ανοίξει, και την ήβραν ορθάνοιχτη, μέσα από ένα πέρασμα διάβηκε και σώθηκε, κατέβηκε τον ποταμό πίσω από το Προεδρικό, τα παιδάκια ήταν εκεί ακόμα επισκέπτες, αφήστε τα να ρθουν κοντά μου, κι ύστερα το πρώτο αυτοκίνητο μένει στο δρόμο από βενζίνη κι άλλο ένα αναπηρικό  τραβά για την Πάφο.

Ήταν  η Μαγδαληνή Μαρία κι η Ιωάννα κι η Μαρία Ιακώβου που κάθονταν εκεί κοντά στο τείχος, περιοχή Ορφέα, με το αεράκι του καλοκαιριού, με τις καρέκλες έξω στο πεζοδρόμιο, να περνά κόσμος και να βλέπουν, να έχουν τις μυρουδιές από τη μια της Βασιλούς με τα σουβλάκια, κι από την άλλη να’ ρχονται από τον Τσακλαγιάν τα τραγούδια τούρκικα  κι οι μυρουδιές το γιασεμί, κι έμειναν  απορημένες ποιος ν΄ άνοιξε τις πόρτες, μια τεράστια πέτρα μπροστά, στα πανηγύρια ούτε για δοκίμι δεν την φαντάζονταν, τόσο βαριά ποιος να την σηκώσει, κι έρχονται ουρανοκατέβατα δυο ναυτάκια, ολόλευκη στολή, λαμπροφορεμένοι, για παρέλαση κοσπέντε του Μάρτη πήγαιναν, τι ζητάτε, που δεν ξεχωρίζετε τους ζωντανούς από τους νεκρούς; Ντροπαλές αυτές έσκυψαν το πρόσωπο στη γη, μα δεν ακούσατε τα σχέδια της κυρα σίας, τον κισσιγκέρο, την τουρκιά με την αϊσέ της, τα σχέδιά τους από το πενήντα, βαλμένα σε τάξη και σε εφαρμογή με το νι και με το σίγμα, τα ξέρατε, γιατί ξεχνάτε, κι έτρεξαν να το πουν στην ομάδα, συγκεντρωμένοι οι έντεκα κάτω από την κληματαριά, φοβισμένοι ύστερα από το σταυρό που τράβηξαν και τον είδαν εκεί πάνω, ταράχτηκαν, δεν πίστεψαν, τι λέτε κόρες, μεγάλη ταραχή πήραμε, μη λέμε κι άσκεφτα πράματα,  μόνο το παλικάρι ο Πέτρος έτρεξε να δει κι έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Ως συνήθως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις.

Δεν τα ‘πε έτσι ακριβώς ο Λουκάς, πήγα στο σπιτάκι του, δεν τον βρήκα, από το 58 καταστραμμένο, το ξανάφτιαξαν οι τούρκοι, να δεχτεί επισκέπτες δεν τον αφήνουν, επικοινωνούμε αλλιώς, έχει τους πιστούς του, συνεννοούμαστε, γιατρός και ζωγράφος και συγγραφέας, δεν είναι δα κι ο πρώτος! Και μου επέτρεψε να τα πω με τον τρόπο μου καρδίαν καθαράν κι όπου θέλεις πάτα.

 

 

 

 

 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ

Μου  έχεις και προτιμήσεις, λέει ο Λουκάς, άντε, με δικό μου γράψιμο για τα ωραία που έζησα, Λουκά δε και Κλεόπα, μα συνέχισε από  κει που έμεινες. Ο Πέτρος το παλικάρι έτρεξε να δει τι συμβαίνει και δε βρήκε τίποτε στο κρησφύγετο, ο αετός είχε πετάξει στα νέφαλα, ένας ήλιος λαμπρός φώτιζε το στερέωμα, εξήντα στάδια από τη Λευκωσία, καλά το τοποθετώ στον Ορκόντα, είναι τα δέντρα, το ποταμάκι, και στη ζωγραφική των ξένων, δέντρα μεγάλα, θεόρατα, πολύ φως στο βάθος, περπατούν οι δυο, για το Λουκά τόσα είπαμε, ο Κλεόπας, ήταν μητροπολίτης Πάφου κι εγώ πέντε έξι χρόνων, δεν τον θυμάμαι καλά, παρά μόνο από κάτι φωτογραφίες και φήμες ιεραρχών, κι ο Κλεόπας, Κλεόπατρος και το κουτσούρεψαν σαν τον Στυλιανό, τον θυμάμαι πρωτοσύγκελο στην αρχιεπισκοπή, άσπρος κάτασπρος,  στο δρόμο χωματόδρομο, το περπάτημα κάνει καλό, ύστερα από όσα έζησαν, συγκινήσεις διαψεύσεις άλλα περίμεναν άλλα τους ήρθαν, λιγάκι αδιάβαστοι φαίνονταν, και ουρανοκατέβατος μπαίνει ακάλεστος στην κουβέντα, την παθαίνουμε κάποτε, νομίζουμε πως είναι δικοί μας άνθρωποι, αν μας συγχωρέσουν μας απαντούν, αν είναι μούργοι μουργώνουν περισσότερο, αλλά πού να καταλάβουν. Τι σας συμβαίνει; Τους κρατούσε κλειστά τα μάτια, κι είναι κοντά μας δίπλα μας και δεν τον βλέπουμε, μα γιατί μου γκρινιάζετε,  λυπημένους σας βλέπω, συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ κι έμεινε στους γραμματιζούμενους η φράση, μόνος από τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ και δεν ξέρεις πότε τη λεν και άλλα τέτοια που μας σούρνουν στην περίσταση. Μα πού ζεις, και δεν ξέρεις για τα καμένα κορμιά, και για τις ναπάλμ και για τις αγχόνες και για τα κρησφύγετα και δεν άκουσες για εγκλωβισμένους, πρόσφυγες αγνοούμενους, νεκρούς και τραυματίες, κι εμείς νομίζαμε πως κάποτε οι αγώνες μας θα δικαιωθούν και τώρα… Είναι βέβαια κι ο Ελπιδοφόρος, νεροφόρος στον Πολύστυπο, το νερό είναι ζωή, δροσιά, υγεία, πρώτο αυτό χρειάζεται, κι ήρθαν οι γυναίκες από τον ποτό, όλη νύχτα πότιζαν τις λεφτοκαρκές, και μας είπαν πως τον είδαν, ο Τσιάρτας ήταν εκεί μαζί τους, ήρωας του χωριού, κι έπρεπε να το ξέρετε πως αν δεν πάθετε δε θα δείτε άσπρη μέρα, τους λέει ο ουρανοκατέβατος. Τα ναυτόπουλα με τα λευκά ίσως να σας υπενθυμίζουν πως έχετε περισσότερη θάλασσα από ξηρά, κι ίσως εκεί να είναι η λύση του προβλήματός σας, πολύ νερό, αλλά τι να σας τα λέω, πόσοι και πόσοι δε σας τα είπαν και σεις ανόητοι και βραδείς, αργοπορημένοι και βαρεμένοι που είστε!

Κάπου εκεί πλησίαζαν και στο κεντράκι, νύχτωνε, έλα να κάτσουμε να φάμε, περνούμε εδώ τη νύχτα κι αύριο συνεχίζουμε το δρόμο, τον προσκαλούν, κι αυτός προσεποιείτο πως θα πάει μακριά και δεν μπορούσε, άντε να σας κάμω το χατήρι, μα πολύ μου αρέσει γιατί είναι η μόνη φορά που αστειεύεται, τους πειράζει, το χαίρεται, είναι ένας άλλος άνθρωπος, απαλλαγμένος πια από καθήκοντα, όλα τα’ καμε, μπορούσε να πει κι αυτός το νυν απολύοις αν ήταν Συμεών, μπορούσε να νιώθει ξάλαφρο το στήθος, σε λίγο έβγαινε στη σύνταξη, άντε να σας κάμω το χατήρι, και κάθεται μαζί τους, μη με νομίσετε ακατάδεκτο, διπλοπόδι στο σοφά, είναι κάτι πίνακες νομίζεις πως κάθονται στην ταβέρνα του χωριού και περιμένουν οφτό κλέφτικο και τη βεσόπα, κάθονται, πιάνει το φρέσκο αχνιστό ψωμί, με τα χέρια το κόβει, ένα σου ένα μου κι ένα σου, κι εκεί άνοιξαν τα μάτια, μα είχε εξαφανιστεί. Κατάλαβαν. Η καρδιά τους καίγονταν.

Μια και δυο τρέχοντας επιστρέφουν και βρίσκουν τους έντεκα, τον είδε ο Σίμωνας, βρε εμείς τι πάθαμε να ρωτάτε! Το πιο ωραίο εωθινό. Το χαίρομαι.

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΚΤΟΝ

Εκείνος ανέβαινε από τον τάφο, εκείνη κατέβαινε από τον Όλυμπο, κάπου συναπαντήθηκαν στα προπόρτια του Οδυσσέα, έτρεξε ο Τηλέμαχος, της πήρε την ομπρέλα, την κάλεσε στο τραπέζι, όμορφη πάντα που ήταν, γεννημένη και μεγαλωμένη στην ίδια ηλικία, σαν τους αγνοούμενούς μας που τους θάβουμε νέους, μικρότερους από τα εγγόνια τους, μια αγάπη της έχουμε από τα μικράτα μας, κι όταν τη γνωρίσαμε από κοντά στις φτώχειες της την αγαπήσαμε περισσότερο, με τα θέατρα και τα σινεμά της με τους μεγάλους συνθέτες της δεκαετίας του εξήντα, αθάνατοι, εκείνος βρέθηκε ανάμεσα στους μαθητές του ύστερα από αιώνες, συγκινητική συγκέντρωση, όλοι μαζεμένοι ένα γύρο, καλή μέρα να’ χετε, κι άρχισε το τρέμουλο, ο πύργος με τα φαντάσματα, τι τρέμετε, μην είστε μικροί, φέρτε μου άγριν του λαού, να φά’ οφτόν περτίτζιν, να φά’ αρκοτζεράμιον, που τρων αντρειωμένοι, να πκιω γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φημισμένοι, τζαι που το πίννουν άρωστοι τζαι βρέθουνται γιαμμένοι, κι ο Τηλέμαχος την οδήγησε στο τραπέζι, να φάει να πιει σαν άνθρωπος, ψάρι οφτό, κερήθρα, να ξεφοβηθούν που ΄βλεπαν νόμιζαν φαντάσματα.

Σας τα είπα τόσες φορές, τα ψάλλατε, τα τραγουδήσατε, ξύπνα καημένε μου ραγιά και σήκω το κεφάλι, ύστερα από το μνημόσυνο του μικρού ήρωα, συγκεντρωμένες στο υπερώο οι μυροφόρες αναφτέρωναν κι αναφτερώνονταν, ανοίξτε τα μάτια, τους είπε, και τους διάνοιξε το νου, προσευχηθείτε να σας έλθει δύναμη από τα Ύψη, μια κατεβαίνει Απόλλωνας, ἔκλαγξαν δ᾿ ἄρ᾿ ὀϊστοὶ ἐπ᾿ ὤμων χωομένοιο, αὐτοῦ κινηθέντος, μια ουρανοκατέβατος Ερμής με τα σαντάλια του που πηγαίναμε καλοκαίρι στον Άι Δίχτητο και δεν ξεκολλούσαμε από την καλύβη του Σκάρου, στου Τζυρκού το παραδείσι, από πρωίας μέχρι νυχτός, εκείνος μάζευε πεταλλίνες και καβούρια, και τα παιδιά του καρφίτσα στο πέλαγο.

Ήρθε όμως ώρα και πάλι να πετάξει, σαν Ίκαρος, σαν Δαίδαλος, τον είδαν στο στερέωμα να αποχαιρετά, κι όλο χαρά κατέβηκαν στην πόλη, να ψωνίσουν στα μεγάλα καταστήματα που είχαν διασπαρεί στην υφήλιο. ‘Υστερα από τα ψώνια, τους περίμενε πολλή δουλειά. Πάλι στην υφήλιο, ο καθένας με ένα φλογοβόλο στην τσέπη, με μια δέσμη αχτίνες φωτός, ένα καινούργιο φως να διαφημίζεται, θυσία στο βωμό του φωτός, να λάμψει η αγάπη.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ

Τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής, κι ο Αριστοτέλης γράφει, το δράμα εξελίσσεται κι ο Όμηρος ποιεί έπη, και ο Ιωάννης ευαγγελίζεται, με τρεις στη σκηνή τα βγάζει πέρα, να παίζουν τους ρόλους, και των μαθητών και των μυροφόρων και των αγγελιαφόρων: Μαρία η Μαγδαληνή, Σίμων Πέτρος και Ιωάννης ο αγαπητός.

 

Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί τόσα που είδε στην ταφή του, τον από Αριμαθαίας, τη μάνα να σφαδάζει, το καινό μνημείο, τον λίθον, το βράδυ σκοτεινό ξαγρυπνά μαζί της, έπρεπε να σηκωθεί από τα χαράματα και πριν ακόμα χτυπήσουν  οι καμπάνες, κάπου εκεί στο μεσονυχτικό, ώρα που άρχιζε να φουρνίζει στη γειτονιά ο Πιτζιολής, να μπαίνεις στο διάδρομο και να σε αγκαλιάζει ζεστή μυρουδιά, ζεστό ψωμί,  λάδι και λεμόνι, κι ο βράχος αποκυλισμένος και θεόρατος.

 

Πώς να βαστάξει μόνη τόσο θαύμα; Και τρέχει να το πει στον Πέτρο και στο Γιάννη, ο Πάτροκλος ήταν ήδη νεκρός, κατέβηκε στον ύπνο του Αχιλλέα, να τον αδράξει στην αγκάλη δεν μπορεί, εξαφανίζεται, κι αρχίζει τις θυσίες και τους αγώνες. Τρέχουν κι ο Αντίλοχος κι ο Αίας κι ο Οδυσσέας, άθλα επί Πατρόκλω, μια μεγάλη τιμή για τον νεκρό, ετοιμασία για τον θείο ζωντανό.

 

Στο Μαραθώνα έπαιζαν στα ζάρια την τιμή της Ευρώπης, ο ταύρος περίμενε ήσυχος υπομονετικός, κι ο Σιμωνίδης έγραφε τα δικά του,   Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι, τρέχει πρώτος ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης, δεν μπαίνει στο μνημείο, και βλέπει τα οθόνια. Δριμύτατος ο Σπύρος Λούης ακολουθεί κι ακολουθείται,  βλέπει και το σουδάριο που ήταν στο κεφάλι του, τυλιγμένο εκεί κοντά, και πίστεψε και γράφει.

 

 Ένας αγώνας δρόμου. Δεν ήξεραν την Γραφήν κι έχουμε να μάθουμε ακόμα πολλά.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΟΓΔΟΟΝ

Ο κύριος Χαραλαμπίδης κάθεται στο γραφειάκι του, διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου αγίου Κασσιανού, έξω ο κήπος από τη μια, κηπουροί εμείς, κάθε τάξη και το τετραγωνάκι της, πίσω η αυλή, τιτιβίζουν παιδιά, σκοινιά, κρεμαστή σκάλα, μονόζυγα, εφαλτήρια, εξετάσεις για να περάσουμε στη δευτέρα τάξη, η πρώτη ήταν περιττή, μηλίτσα που ‘σαι στον γκρεμό τα μήλα φορτωμένη, σφουγγίζει τα γυαλιά,  μια αύρα συνεπαίρνει τον καλό μας Ιωάννη, του τα’ λεγε η Μαρία, με τα κλάματα και τις συγκινήσεις της έξω από το νεκροταφείο, δεν ήταν λίγοι οι νεκροί, κι άλλοι οι αγνοούμενοι. Δυο ναυτάκια στα κάτασπρα περίμεναν τον ναύαρχο για κατάθεση στεφάνων, μύρων και λουλουδιών, ένας στη μια άκρη, άλλος στην άλλη, πόδια κεφαλή, μα κυρία μου γιατί κλαίτε, έχετε δικό σας εδώ θαμμένο;

Ναι αλλά μου τον σήκωσαν και δεν ξέρω πού τον έθηκαν, τόσα και τόσα γίνονται σήμερα στα νεκροταφεία, αλλαγή παπάδων, γυρίζει και βλέπει, γιατί κλαίτε; Κύριε κηπουρέ μου, αν εσύ τον πήρες και τον σήκωσες πες μου πού τον έβαλες, ο Επίκουρος στον Κήπο διδάσκει την πνευματική ηδονή, δεν είναι ο παρεξηγημένος υλιστής, ο κακοήθης, ειρήνη και γαλήνη επαγγέλλεται, δάσκαλε, του λέει, μη μου άπτου ακούει, η μιμόζα η ντροπαλή, ένα μπιζέλι, με τις περιποιήσεις και την ομορφιά του, καλή μαθήτρια το φυτό, χνουδωτό μωβ το μαλλί της.  

Ως κηπουρόν επηρώτα, κι εκείνος εκεί στον κήπο της Χρυσαλινιώτισσας, μόλις είχεν αναλάβει, μόλις δημιουργήθηκεν ο κήπος, φύτευε φύτευε, και τη νύχτα μεγάλη Πέμπτη ξαγρυπνούσε, κι εμείς πώς θα στολίζαμε επιτάφιο αν δεν πηδούσαμε τα κάγκελλα και κόβαμε κόβαμε κόβαμε, αστυνομίααααα. 

Δάσκαλε, καλή μου μαθήτρια μη μ’ αγγίξεις, δεν πήγα ακόμα σπίτι και με περιμένει ο πατέρας, πες και στους άλλους, ειρηνεύετε, γαληνεύετε, ευδαιμονείτε, μην ταράσσεστε, μολόγα ό τι είδες. Πήρε το ανσανσέρ κι ανέβηκε. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΝΑΤΟΝ

Αν θες να πηγαίνεις εκκλησιά κάθε Κυριακή, καλύτερη πρώτη είναι η του Θωμά, κι αυτός γύριζε στο δημαρχείο ή στο όρος των ελαιών, μέσα η Γιωργούλα, φώναζαν  τα γαλάζια μάτια «πού είσαι», στο τραπέζι πάντα ένα πιάτο μεγάλες μαύρες ελιές μαχαιρωμένες, με το λάδι και το ξίδι τους, ήρθαν οι δέκα, και ξαφνικά μπαίνει μέσα από την κλεισμένη πόρτα, την ελιά έξω την είχε κόψει ο τούρκος, δεν ήξερε, ξένο βιος ξένο μάλι ξένος στον τόπο άριζος να φυσήσει να τον πάρει όπως τον έφερε, στέκεται στη μέση του ηλιακού, γύρω πολυθρόνες, ειρήνη σας, λέει, να και τα χέρια και  την πλευρά, μάθετε την αγάπη, μάθετε την ανεξικακία, ο Θωμάς γύριζε και μετά την προσφυγιά στις ελιές του αποστόλου Αντρέα του Πλατέως, τον περιμέναμε, έρχεται, βρε Θωμά είχαμε επίσκεψη, και δεν πιστεύει.

Επιστήμονας των θετικών επιστημών, όλα τα’ θελε με το νι και με το σίγμα, και τον τύπο  και το γράμμα και τα μικροσκόπια και τη λευκή μπλούζα, έτσι καταλάβαινε την επιστήμη,  και μεγάλη εμπιστοσύνη στις αισθήσεις του, γελούσαμε, και να σου Τον πάλι, μπαίνει, τα παιδιά την άλλη μέρα θα πήγαιναν σχολείο, δεν το χώνευαν, ο Σταύρος κι ο Αντρέας να ετοιμάζουν τις τσάντες, για έλα δω, φέρε το χέρι βάλε τα δακτυλικά σου αποτυπώματα να σου μείνει η ταυτότητα, όπως τότε επί αγγλοκρατίας, ένα κομμάτι άσπρο χαρτί, κι ο άλλος Θωμάς στο Μαραθόβουνο περίμενε το λείψανο, το συνοδεύαμε από τη Λευκωσία με λεωφορεία, ο Κώστας Λοϊζου στην τελευταία του κατοικία, κόσμος πολύς, το νεκροταφείο πλήρες, ελληνικές σημαίες, τραγούδια και ρίγη στον καμένο αγωνιστή, δεν είχε πληγή να βάλεις το δάχτυλο, δεν έμεινε πλευρά να αγγίξεις, και βάλε το χέρι στην πλευρά, που μου θελες να δεις για να πιστέψεις, Θωμάς όνομα και πράμα! Κατέβηκε και τον πήρε μαζί του στον Πατέρα, εμείς φτεροκοπούσαμε, δεν είδαμε αλλά πιστεύουμε. Έτσι τη ζούμε τη ζωή μας.

Παραστατικός ο φίλος Ιωάννης, κι είναι τόσα ακόμα που δεν έγραψε, λέει, κι όσα έγραψε για νόμπελ, να διαβάζουν τα παιδιά, να μαθαίνουν, εμείς τα ζήσαμε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ

«Χάνος εἶμαι, χάνομαι… μπέρκα ᾽μαι, δὲν πιάνουμαι… γιοῦλος εἶμαι σὲ γελῶ… καὶ τὰ δίχτυα σου χαλῶ», λέει κι ο κυρ Αλέξαντρος του Παπαδιαμαντή ο γιος, και δεν τους έμεινε ψάρι στο δίχτυο.

Κάθονταν εκεί στου Ασπρή την καλύβη, ψαθαρκά στον ουρανό, στον άι Γιώργη, μπροστά στη θάλασσα, με τις μαύρες παντούφλες και τις βράκες,  έφτιαχνε τους καφέδες, ύστερα από όσα είδαν κι άκουσαν, εκείνα τα ψυχοπονετικά, τα τρανταχτά των τελευταίων ημερών, τη μετατροπή του παραδείσου τους σε κόλαση, την απογοήτευση, τη διάψευση, μετά το πραξικόπημα ήλθε η εισβολή.

Δουλειά δεν είχαν, κι ο Πέτρος κι ο Θωμάς ο Δίπλαρος κι ο Ναθαναήλης κι οι γιοι του Ζεβεδαίου ποιον πατέρα είχαν και δυο ακόμα, άρχισε να νυχτώνει, κάτι χρώματα στον ορίζοντα βαριεστημένα, εγώ πάω για ψάρεμα  ο Πέτρος, ερχόμαστε μαζί σου, κι ανέβηκαν στο πλοιάριο και δεν έπιασαν τίποτε, δεν είν’ η πρώτη δεν είν’ η δεύτερη, τόσον καιρό τα είχαν αφήσει και τις βάρκες και τα δίχτυα, τον ακολουθούσαν όπου πήγαινε, μαγνήτης να’ ταν.

Κινάμε  για πίσω, η Ηώς νωχελικά κατέβαινε από του Τιθωνού το κρεβάτι, αν βρούμε τον ψαρά των Κυκλάδων, ορμαθιές τα ψάρια, κάτι πιάνουμε κι εμείς, όπως εκεί στο λιμανάκι στη Φώκαια, πρωί πρωί κατεβαίνουν οι ψαρόβαρκες, μια θάλασσα ήρεμη, ακούς το χτύπο των κυμάτων στα σκαριά.

Πήγαινε κι αυτός τον πρωινό του περίπατο, στενοκοπημένα, είχαν εκείνες τις μέρες πάλι ανοίξει μαγαζάκια βιβλιοπωλεία στην παραλία, καλημέρα σας, ρε παιδιά κάνα προσφάι, αφού το’ ξερε γιατί ρωτούσε, όχι! Ρίξτε τα δίχτυα δεξιά του πλοίου κι όλο κάτι θα βρείτε, και την έπαθαν που δεν μπορούσαν να τραβήξουν τα δίχτυα.

Έπαιζε το ματάκι του, τον κατάλαβε ο Γιαννάκης, είναι ο Κύριος, λέει στο γυμνό Πέτρο, ντράπηκε, φέρτε το μαγιό, και μπήκε στη θάλασσα. Πλησίασαν κι οι άλλοι, κι ωωωω –ωπ, ωωωωω- ωπ να τραβούν τα δίχτυα, κατεβαίνουν κι απ΄το πλοιαράκι, κάρβουνα στην παραλία και ψάρι στη σχάρα, φέρτε και σεις κανένα, από αυτά που πιάσατε.

Εκατόν πενήντα τρία ψάρια παρακαλώ, και δεν σκίστηκε το δίχτυο,  κάτσετε τώρα να φάτε, που δεν έχω ντομάτα κι αγγούρι, κι ο παππούς πήρε τον άρτο, ζυμωμένο από τα χέρια της παπαδιάς, ο φούρνος εκεί έξω στην αυλή, εμείς στη δίχωρη, μια λάμπα στο μεγάλο στύλο που κρατούσε το μεσοδόκι, τραπεζομάντηλο μουσαμάς, κίτρινα τετραγωνάκια, και μας κόβει και μας δίνει άρτον και ψάρι, και δεν ήταν κανένας πια που αμφέβαλλε για όσα έβλεπε και ζούσε για τρίτη φορά εκεί κοντά στη θάλασσα της Τιβεριάδος.

 

 

 

 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ

Μια παρεξήγηση, κι ο ίδιος θυμάται, τον κόκορα που έκραξε, όλοι εκεί στην αυλή, μόλις μας έδωσε τα γραπτά, κάτω από τη βάση, βγαίνουμε διάλειμμα, τα βάλαμε κάτω από  την κληματαριά, Παγκύπριο Γυμνάσιο, παράρτημα αγίου Κασσιανού, ένα σπίρτο ρε παιδιά, κι αρχίσαμε να χορεύουμε σαν μάου μάου, εκείνα να καίγονται, μας είδε από το παράθυρο του γραφείου, δεν είπε τίποτε, κατάλαβε, κι ο Πέτρος, σαν λάλησε τρις το κοκόρι, βγήκε έξω και έκλαυσε πικρώς, το απροβίβαστος έμεινε.

‘Επρεπε όμως να περάσει το μάθημα, έστω προφορικά, ο δάσκαλος στην έδρα, αυτός στο θρανίο, μ’ αγαπάς μια φορά, ναι, βόσκε αρνιά. Μ’ αγαπάς δυο, βόσκε πρόβατα, βοσκός να γίνεις. Μ’ αγαπάς τρεις, λυπήθηκε το πετραδάκι, βόσκε πρόβατα, μ’ αφού το ξέρεις πως σ’ αγαπώ, τι με παιδεύεις, μια γίδα την είχε η παπαδιά κι ο Σαββής τα πρόβατα, τόσα στόματα να ταΐσει.

Ελπίζω να ξέρεις και το παραμύθι του Οιδίποδα, λέγε, στην αρχή με τα τέσσερα, κι ύστερα με τα δυο, στο τέλος πάλι με τα τρία, η σφίγγα περίμενε το θάνατό της, εκεί μπροστά στις πύλες της πόλης, για το θάνατό σου λέω. Καλά απλώνεις τώρα τα χέρια, μονάχος, και μου φοράς τα μπλου τζιν, αύριο θα σου φέρουν καμιά νοσοκόμα, να σε προσέχει, να σε ντύνει, να σε ζώνει, να σε παίρνει όπου δεν θέλεις, κοίτα τη μάνα μου, με ολάνοιχτο το στόμα, η δόξα του θανάτου σου.

Έλα πάμε! Και βλέπει να’ ρχεται κι ο Γιάννης, ο φίλος  ο ηγαπημένος, ε, τούτος γιατί;  Και τι σε νοιάζει αν έρχεται ή αν δεν; Κι αν του’ πα να μείνει ώσπου να’ ρθω, δεν γίνονται έτσι οι αθάνατοι. Κι οι άλλοι  το  έπλεκαν το τρικό παραμύθι, σε αγάπη τον έχει, δεν θα πεθάνει, ένα τέλειωνε τρικό άλλο άρχιζε, δουλευταρού που ήταν. Και ποιος σας είπε, πως σε μια ηλικία οι άνθρωποι δεν θέλουν τον θάνατό τους, αποθανείν θέλω, μόνο η Σίβυλλα ζήτησε;

Δεν είχαν χρόνο για διαλόγους, πολλά είχε να γράψει, στον υπολογιστή τα περνούσε μη χάνονται, μια τεράστια καρδιά, ένας έξυπνος άνθρωπος, τυχερός όπως όλοι, έζησε τόσα κοντά Του, κι ακόμα εκεί στο τραπέζι, το μυστικό  με τους δώδεκα, και φίλε μου ποιος ο προδότης, μυρίζει ακόμα το στήθος του, τον έχει κατάκαρδα, τον κουβαλεί στα βιβλία, στις πένες, προπάντων μες στην καρδιά, και μένει αθάνατος, όποιος τον έχει μες στην καρδιά.

Κι έτσι τελειώνει το μελάνι μ΄ ένα μεγάλο: « τα γραφόμενα βιβλία Αμήν».

 

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ