Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Ο Πολύστυπος των παιδικών μας χρόνων


Στέλιου Παπαντωνίου

Ο Πολύστυπος των παιδικών μας χρόνων

Πώς βρεθήκαμε στον Πολύστυπο, ήταν η Αντιγόνη Βιολάρη, είχε τον άντρα στην Αυστραλία, της έστελλε χρήματα, ο πατέρας εργαζόταν στην Μπάρκλεϋς, τη βοηθούσε να τα εξαργυρώσει, γνωρίστηκαν, ελάτε να γνωρίσετε και το χωριό, γέμισε τις βαλίτσες η μάνα, πάμε εκεί απέναντι από το παλιό Δημαρχείο λεγόμενο, ήταν το λεωφορεία της γραμμής, πρώτος και καλύτερος ο Χριστόφορος ο βρακάς, γνώριζε τα πάντα του λεωφορείου, ο καλύτερος σιωφέρης, κάναμε ταξίδι τουλάχιστον δυο ώρες, να περνάμε μέσα από Αληθινού και Λειβάδια, εκεί πάντα του μακαριστού δασκάλου της ψαλτικής Θεόδουλου Καλλίνικου το αυτοκίνητο  σε μια στροφή, εκεί έβγαζε τα καλοκαίρια, συναντούμε πρώτα το εκκλησάκι του αποστόλου Αντρέα κι ύστερα από τη μεγάλη στροφή – όλο στροφές ο δρόμος- ανεβαίνουμε στο χωριό, από τα πρώτα δεξιά το σπίτι του παπά, αριστερά για κάμποσα χρόνια έμενε ο γιατρός Δημήτρης Πρωτοπαπάς. Στο ανέβα κοντά στο καφενείο του Αχιλλέα του μουχτάρη μας παίρνουν ξωπίσω τα παιδάκια, ξυπόλητα με παντελόνια τρία τέταρτα, αντί ζώνη πολλοί χρησιμοποιούσαν το φιτίλι, το λεωφορείο κουβαλούσε ψωμιά, κι ό τι χρειαζόταν το συνεργατικό παντοπωλείο, δίπλα στο καφενείο του μουχτάρη, τότε αν δεν απατώμαι εκεί ήταν ο Ξενής, ψάλτης και πατέρας του αγνοούμενου από το 1958 περίπου γιου του που  ήρθε στη Λευκωσία να δουλέψει και χάθηκε, ήταν το παιδί που τρεχτό κάθε μέρα πήγαινε να ανάψει τα καντήλια του αποστόλου Αντρέα, εμείς τον περίπατό μας.

Κοντά στο σπίτι που μέναμε, του Χριστοφή κοντά, ήταν της Αντιγόνης του Βιολάρη, με τον Αντρίκκο και τον Τάκη και τη Στέλλα κάναμε παρέα, η Αντιγόνη πήγαινε στο χωράφια, τα πρόσεχε η μάνα μου, άλλο σπίτι κοντά ήταν της Ηλιούς αριστερά και του μακαριστού αγνοούμενου Αργυρού δεξιά, λίγο πιο κει από της Ηλιούς ήταν της Παρασκευούς αδελφής του Ροδή, ο Ροδής εργαζόταν τότε στο Τρόοδος, τουριστικά, ερχόταν κι όλοι παρακολουθούσαμε το πρωινό τελετουργικό, καμιά δεκαριά σαπουνιές στο πρόσωπο τη μια πίσω από την άλλη, καλότατοι άνθρωποι, τον συνάντησα κι αργότερα πενθερό του φίλου Ξενή των υδραυλικών και θερμαντικών εγκαταστάσεων. Λίγο απέναντι από της Ηλιούς ήταν μια πράσινη πόρτα, ο Κώστας της μαμμούς κι η μαμμού βέβαια, κι ανεβαίνοντας, απέναντι από του Αργυρίδη κοντά στο σημερινό συνεργατικό ένα παιδάκι παράλυτο, με ειδικές ανάγκες καθισμένο στην καρεκλίτσα ασφαλισμένο.

Ολημερίς παίζαμε με τα παιδιά, πηγαίναμε στην κρυάβρυση να φέρουμε νερό με την κουκκουμάρα, ήταν ένα μικρό δρομάκι διασχίζαμε, βρισκόμαστε εύκολα στο νερό, άλλες μεγάλες εξορμήσεις ήταν στη Βρύση των Πουλιών, τότε πηγαίναμε με το καλαθάκι μας, να κάτσουμε να φάμε κάτω από τις φουντουκιές, ωραία μου πουλάκια κελαηδήστε, μια μέρα αποφασίσαμε και ανάβαση πήγαμε στον Αγρό, πιο μεγάλοι στην ηλικία.

 Δεν υπήρχε τότε ηλεκτρικό στο χωριό, με τη λάμπα του πετρελαίου τη βγάζαμε, και άλλοι τα βράδια στα περβόλια με τις λάμπες ασετυλίνης, πέρναγε όμως άνθρωπος με τη σκάλα κι άναβε λάμπες στους δρόμους, τόση εξέλιξη, και νερό τρεχούμενο παίρναμε από τη βρύση, απέναντι από την Ηλιού, ένα νερό όλο δύναμη, κάτασπρο, περιμέναμε να καθαρίσει να πιούμε, ευκολοχώνευτο, το υδραγωγείο ήταν ψηλά, έπεφτε με δύναμη το νερό.

Τα βράδια ξεφλουδίζαμε λεφτοκάρκα, στην αρχή παραξενεμένοι για τις λέξεις, ύστερα μάθαμε στο σχολείο πως λεπτοκάρυον είναι η επιστημονική του ονομασία του φουντουκιού, και ουδέποτε ακούαμε τη λέξη χοίρος, πάντα το γουρούνι, κρατούσαν λέξεις αρχαιότατες. Και βέβαια τα βράδια γέμιζαν οι καφενέδες του μουχτάρη Αχιλλέα με τον Λεωνίδα και τον Φειδία και τη μουχτάρενα, πρόσχαρη γυναίκα, τι θα πάρετε, γλυκό καρυδάκι, κανένα κανταϊφι, έφερναν από τη Χώρα, και το άλλο του Νικόδημου με τη Σταυρούλα που το κράτησε επάξια, όταν πηγαίναμε κι αργότερα πάντα ζητούσαμε κεφτέδες, έκανε τους καλύτερους. Την Κυριακή κάτω από του Νικόδημου ήταν ένας μεγάλος φούρνος, παίρναμε τα σινιά με τα κρέατα και τις πατάτες μοσχοβολούσε το χωριό. Και τα απογέματα περιπάτους όλοι οι ξένοι, πολλοί από Λάρνακα, ως τη μεγάλη στροφή που είναι σήμερα το μεγάλο φιλόξενο κέντρο έξω από το χωριό. Και βέβαια τα βράδια βράδια με τις λάμπες ασυτελίνης να ψάχνουν οι μεγαλύτεροι στις φουντουκιές να βρουν συκοπούλια. Αξέχαστη η ποσιρτή της Αντιγόνης, είχε βέβαια και το χοιρομέρι κρεμασμένο, φεύγοντας από το χωριό, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία είχαμε πάντα μαζί μας και τα καλούδια μας, πολλά φουντούκια κι αθάσια και καρύδια, να μην ξεχνάμε τον παράδεισο των παιδικών μας χρόνων, τον Πολύστυπο, ζιβανία δεν μπορούσαμε να φέρουμε, σταματούσαν το λεωφορείο άνθρωποι του τελωνείου, κι ερευνούσαν τις τσάντες των επιβατών, ήταν μονοπώλειο, η κυβέρνηση το φορολογούσε, κάτι τέτοιο. Ήταν κανένα χρόνο μετά τον ηρωικό θάνατο του Χρήστου Τσιάρτα που πήγαμε για πρώτη φορά. Κι ύστερα πολλές άλλες.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Ο ΑΝΤΡΕΑΣ κι η ΑΝΤΡΟΥΛΑ ή ΑΝΔΡΕΑΝΗ


Ο ΑΝΤΡΕΑΣ κι η ΑΝΤΡΟΥΛΑ ή ΑΝΔΡΕΑΝΗ
Τόσα χρόνια και δεν τον ρώτησα πού έβγαλε τη δική του φωτογραφία, ίσως σε κανένα μοναστήρι, δεν φαινόταν επακριβώς, και στο ισόγειο του σπιτιού του καμιά επιγραφή.  Ήταν και σ’ ένα ισόγειο μονάρι το  στασίδι του, κάποτε ο θείος Αντρέας, αδελφός της μάνας μου, του αγόρασε κι ένα φανάρι, στον Πολύστυπο τα άναβαν με πετρέλαιο στο δρόμο, περνούσε ένα παιδί με την πρόχειρη ξύλινη  σκάλα στη δεξιά, την έστηνε στον τοίχο, άναβε τις λάμπες, τόσο προοδευτικοί οι κάτοικοι, τα καλοκαίρια ήταν χαρά Θεού, εσωτερικός τουρισμός, και στο μικρό εκκλησάκι, του αποστόλου Αντρέα, τον καιρό μας, ο γιος του Ξενή του άναβε τα καντήλια, πώς βγήκε αγνοούμενο αυτό το παιδί στα 1955 τόσα, στη Λευκωσία, κανείς ακριβώς δεν ξέρει, πόσο μάλλον για τους αγνοούμενους του 74, έχουμε ακόμα και του 63, μια ζωή στην άγνοια. Κι ο δικός μας στον τοίχο, μια νύχτα που η κόρη του Χαράλαμπου είδε το καντήλι της οικίας τους στο δάπεδο, τους βρήκε να παίζουν με τον Πέτρο, βεζίρι βασιλέα ήτανε, πέντε πέτρες, δεν γνωρίζω επακριβώς, αλλά κι αυτός, ο Πέτρος μαζί με τον Παύλο, στο μουσείο κατάληξαν, τέτοιες θεϊκές μορφές, δεν είναι για τις εκκλησιές, μας είπαν, πρέπει να τις προστατέψουμε, κάνουν μόνο για μουσεία, είναι πράματα αυτά;
Άμα τη εισόδω λοιπόν αριστερά, ο δικός μας Αντρέας, ο πρωτόκλητος, με το Χ πίσω του, να μας θυμίζει το δικό του σταυρό, ο καθένας το σταυρό του, έλεγε κι η μάνα μου, ήταν το σινεμά Λουκούδι, εκεί στη Φανερωμένη κοντά, πήγαιναν τα παιδιά στον  κινηματογράφο Κυριακή μεσημέρι, η μάνα μου κρατούσε μια μπακκίρα, πλήρωσε, την ώρα που έμπαινε, βλέπει τον αδελφό της Αντρέα να στέκεται εκεί κοντά, κρατάς μια εικοσάρα, κόρη, τη ρωτά, δεν κρατούσε, ώσπου να πεθάνει το θυμόταν και μας το ’λεγε δακρυσμένη, για τη φτώχια της εποχής, την αδελφική αγάπη, όποιος δεν έχει αδελφή δεν το πολυκαταλαβαίνει. Κι επειδή εκείνος, ο αδελφός Αντρέας, και επειδή και του πατέρα μου ο αδελφός με το ίδιο όνομα, πέθανε στα νιάτα του, όπως κι ο άλλος, ο Χρυσόστομος, ύστερα μάθαμε πως στο Βουνό, λίγες οικογένειες ήταν και την έπαθαν, οι γαλαζοαίματοι, αιμορροφιλία λέγεται, μην κτυπήσεις, μην κόψεις χέρι, μη βγάλεις δόντι και δεν το πεις στο γιατρό, έτσι την πάθαιναν τ’ αρσενικά της οικογένειας από τα  θηλυκά της, το αίμα δεν έπηζε κι ο Αντρίκκος της Αλεξάντρας και του Σαβή στην Αυστραλία με τ’ αυτοκίνητο τουμπαρισμένο, κι από πού είστε εσείς, λέει στο Φεστιβάλ του κρασιού στη Λεμεσό ένας μιας διπλανής παρέας, από το Βουνό, λέει ο μακαρίτης ο πατέρας μου, ά, χωριανοί του Αντρίκου που πέθανε σε δυστύχημα στην Αυστραλία, κι ήρθε στο σπίτι κλαίγοντας μωρό παιδί.
Ο Αντρέας  λοιπόν, ο άμα τη εισόδω αριστερά, στον τοίχο σαν τιμωρημένος, του βάλαμε κι ένα γλόμπο για τη νύχτα, ύστερα ήρθαν οι αναπαλαιώσεις που λέγονται, εκείνος εκεί, ώσπου ήρθε κι άλλος Αντρέας στην οικογένεια, αδελφός μου αυτός, ο Μιχάλης που έλεγα στο άλλο μου παραμύθι, που μου τον έφαγε ο καρκίνος και τα θραύσματα του όλμου εκεί στο φυλάκιο του Καπαρτή. Και πότε εμείς θα διασκεδάσουμε, ήταν η αιώνια απορία του, και δεν εύρισκε απάντηση στο ερώτημα, ποτέ δεν του ’λειψε, μα ήταν γερό παλικάρι, στη δουλειά στο πιοτό και στο φαϊ, τον χαιρόμουνα που δεν μοιάζαμε μα αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Τον κατέτρεχαν οι σφαίρες φαίνεται, μια νύχτα, γύρω στο 1966, καλοκαίρι, στρατιώτης εκεί κοντά στο καφενείο Τα Ελευθέρια, κοιμόταν του καλού καιρού, ο συστρατιώτης στο φυλάκιο έπαιζε με το όπλο του, του τραβά μια ριπή στα πόδια, ευτυχώς  είχε κοιμηθεί ανάποδα στο κρεβάτι,  μου χτυπούν την πόρτα, οι γέροι ήταν στην Αγγλία στον άλλο αδελφό, ο Άντρος στο νοσοκομείο τρέξε, καλά την έβγαλε.
Τη μεγαλύτερη όμως σπιταρόνα στην Κύπρο για τον Αντρέα την φτιάξαμε, κοντά στη θάλασσα, στο ακρωτήρι, ευάερο και ευήλιο, κάπου εκεί πήγε και στα παιδικάτα του ο Αντρέας της Μαρούλας, σήμερα τον θάψαμε, να υπηρετήσει στο μοναστήρι, έτσι θέλησε η Κλειώ, η μάνα με τη σιδερή πυγμή και με τα μαύρα ρούχα. Τι έκανε εκεί, πόσα χρόνια να υπηρετεί, να καθαρίζει να ξεσταβλίζει, τα παράτησε κι ήρθε στη Χώρα, πήρε τη Μαρούλα του, έκανε οικογένεια, άνοιξε καφενείο, μπαινόβγαιναν Δανοί και Σουηδοί, κάτι ουρανιά μπερέ, ειρηνευτές τους έλεγαν, πολύ ουίσκι έπιναν κατακαλόκαιρα κι εμείς να τηγανίζουμε χοτ ντοκ, κι απ’ όλα τα μέρη του σκύλου αυτό μου βάλατε να φάω;
Δεν ξέρω από κηπουρική, αλλά φαίνεται πως οι Αντρέηδες κι άλλα ονόματα στον τόπο μας πολλαπλασιάζονται από γενιά σε γενιά, έκανε παιδιά ο Αντρέας, το καθένα θα ’βγαζε και τ΄όνομα του κυρού, κι έτσι πληθύνθηκαν στην Κύπρο, το νησί με τους περισσότερους.
Η Αντρούλα  κατέβηκε από το Βουνό, στη γειτονιά ήταν η Ελένη η Τζιυρκωτού, μεγάλη μαστόρσα στο ράψιμο, πήγαιναν εκεί κοντά της πολλά κορίτσια να μάθουν να ράβουν, ραπτική και κοπτική το ’λεγαν όταν ήθελαν να περηφανευτούν για τις επαγγελματικές σπουδές, έκαναν και νυχτέρια, περνούσε μέσα από το νάρθηκα της εκκλησιάς, σκοτεινά, φοβόταν, άντε να συνοδέψουμε το κορίτσι εμείς που τα’ χαμε καλά με τον άγιο. Η θεια Αντρούλα, του Τάκη αυτή, ήταν η προσωποποίηση του αέρα της αριστοκρατίας, μια φωνή βελούδο, καλοσύνη κι ευγένεια, με τον αδελφό της το Βυρωνή και τον Κώστα και τη Λέλα, έμενε με τη μάνα της εκεί στη λεωφόρο Μακαρίου, ένα σπιτάκι με αυλή, κι η Λευκωσία χάθηκε στις πολυκατοικίες, οι λεωφόροι χώνεψαν κάμποσα σπιτάκια της ησυχίας, με τους κήπους και τα κάγκελα, αυτά ξέρουν τι τραβούσαν κάθε Μεγάλη Πέμπτη βράδυ, προς Παρασκευή, πού να βρούμε τόσα λουλούδια να στολίσουμε τον επιτάφιο; Η άλλη Αντρούλα, του Τάκη και της Μαρίτσας από την Κυθρέα, μικρούλα έμεινε στη μνήμη, μεγάλωσε βέβαια, παντρεύτηκε, στην ξενιτιά, ντροπή να λες ξενιτιά την Ελλάδα, μια γειτονιά είμαστε, σαν δεν συμφέρει μας βγάζουν πως είμαστε μακριά, αυτό μας σκότωσε. Κάποτε το Αντριανή φαίνεται καλύτερο ή Ανδρεανή, όπως τη μεγάλη δασκάλα, ηλίου φωτεινότερη, ως τα βαθιά γηρατειά που δεν της φαίνονται, αγωνίζεται τον πνευματικό της αγώνα, της επανάστασης αυτή, από τη Χρυσαλινιώτισσα, δεν ξέρει να κλείνει το στόμα, μιλά και γράφει, να τη χαιρόμαστε. Το Αντριάνα έχει κάτι το αντρικό, μια βαριά κυπριακή φυσιογνωμία, μαύρα φρύδια, δασιά, γερή κορμοστασιά, ηλιοκαμένο δέρμα, στη Λακατάμια όλα αυτά, μνήμες από τα παιδικάτα που πηγαίναμε στη Χαρίτα, ο αδελφός της Αντρέας, η γεωργία του χεριού, πού αλέτρια και κομπάγια, ύστερα τα φέραν  στα χωριά, να δουλέψει το μηχάνημα, να χαίρονται οι ανθρώποι, στο Βουνό το θυμάμαι για πρώτη φορά τη δεκαετία του πενήντα, το ’φερε ο Τουμαζής, του Ζαχαρία του μουχτάρη ο γαμπρός, και περίμεναν πια με τη σειρά οι χωριανοί, να ρθει η μέρα τους, όπως τις νύχτες που κατέβαιναν στον Πολύστυπο να ποτίσουν, ήρθε η ώρα τους, όλα τα κανόνιζε ο νεροφόρος, ζήσαμε όμως και το άροτρο και τη βουκάνη, και το ανέμισμα και το αχυρωνάρι. Γι’ αυτό λέω, οι γεννηθέντες τη δεκαετία του σαράντα γνωρίσαμε και τον Ησίοδο και τον κάθε κομπιουτεράκη Μπίλλη, καλά να είναι οι άνθρωποι. Μα σαν τον Ησίοδο κανένας δεν είπε «Εργάζευ». Ευλογητός.    

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Stelios Papantoniou on scribd













































































Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Παρουσίαση του Λευκώματος στον άγιο Κασσιανό


Στέλιος Παπαντωνίου
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΛΕΥΚΩΜΑΤΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ
Κυρίες και κύριοι,
Η κατάθεση βιβλίων και μάλιστα λευκωμάτων στην τράπεζα των εκδόσεων  αποτελεί πράξη πολιτισμού μέσα σ΄έναν κόσμο ρηχότητας και ματαιοδοξίας.
Αν βρισκόμαστε σήμερα εδώ, το οφείλουμε εν πρώτοις στον κύριο Στέλιο Γεωργαλλίδη ο οποίος συνέλαβε την ιδέα και κίνησε όλα τα νήματα υλικά και πνευματικά για να ολοκληρωθεί αυτή η ιδέα.
Η ως τώρα παρουσία του και της Κεντρικής Ασφαλιστικής στην έκδοση λευκωμάτων πολυτελείας,  τους έχει αναγάγει στην πρώτη θέση στην Κύπρο. Οι προηγούμενες εκδόσεις λευκωμάτων για την Οδό Κλήμεντος, τον Καραγκιόζη, τον Πιν, τον Χαμπή και η οικονομική αρωγή σε εκδόσεις λευκωμάτων καλλιτεχνών και άλλες εκδόσεις αποδεικνύουν πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με όραμα σ’ αυτό το νησί, που προωθούν τον πολιτισμό, πράγμα πολύ παρήγορο κι ελπιδοφόρο.
Ποια η αφόρμηση του βιβλίου που παρουσιάζουμε;
Ο κύριος Στέλιος Γεωργαλλίδης θυμάται από την ενορία του αγίου Σάββα και παρατήρησε από μικράς ηλικίας πως είναι συνήθεια στη Λευκωσία τη Μεγάλη Παρασκευή να επισκέπτονται εφτά εκκλησιές και να προσκυνούν οι πιστοί εφτά επιταφίους. Τον συγκίνησε και προβλημάτισε το έθιμο και αποφάσισε να παρουσιαστεί τούτο σε ένα σχετικό λεύκωμα διασώζοντας έτσι μια λευκωσιάτικη παράδοση. Άρα χρειαζόταν έναν καλλιτέχνη που θα αναλάμβανε το εικαστικό μέρος και τον είχε από την προηγούμενη επιτυχή του συνεργασία με τον Πέτρο Παπαπέτρου, και έναν συγγραφέα λυρικών θρησκευτικών κειμένων. Ο φίλος Πέτρος Παπαπέτρου, γνωρίζοντας τη σχέση μου με την εκκλησία και τις θρησκευτικές τελετές και λειτουργίες, απευθύνθηκε σε μένα.
Υλικό είχα έτοιμο από παλιά, γιατί κατέγραφα σε ποιητικό λόγο τις συγκινήσεις μου από την μεγάλη περίοδο της εκκλησιαστικής μας ζωής που αρχίζει από το Τριώδιο και τελειώνει με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Έζησα στη Λευκωσία τα έθιμα που σχετίζονται με την εκκλησία, και μπορούσα να φέρω σε πέρας τη συγγραφή για θέμα που με συγκινούσε από την παιδική μου ηλικία. Γι’ αυτό και ανέλαβα, σίγουρος για το αποτέλεσμα, γι’ αυτό και ευχαριστώ τον κύριο Στέλιο Γεωργαλλίδη για την έμπνευση και χρηματοδότηση του έργου και τον Πέτρο Παπαπέτρου για τη αγαστή συνεργασία.
Το λεύκωμα ονομάζεται ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ.
Για να μπει σε τάξη το υλικό, τέθηκε ως βάση ο αριθμός εφτά, άρα κάθε προσκύνημα σε έναν επιτάφιο θα περιλάμβανε μέρη του όλου. Για να γίνει ζωντανή η παρουσία των ανθρώπων,  συνέλαβα την ιδέα μιας ομάδας φίλων που επισκέπτονται τους επιταφίους, και σε κάθε επίσκεψη σκέπτονται τα παρελθόντα και τα παρόντα του τόπου και των ανθρώπων του.
Στον πρώτο επιτάφιο, γράφω: «Περιμένοντας τους φίλους να μαζευτούμε για την καθιερωμένη προσκύνηση των εφτά επιταφίων, μεταφέρομαι νοερά στις απαρχές του κόσμου μας, το ρίγος των αρχεγόνων μπροστά στο θαύμα της φύσης, στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Ίσως ο θαυμασμός μπροστά στις εναλλαγές των εποχών, πώς εκείνο τον παγερό χειμώνα διαδέχεται η κελαηδούσα άνοιξη, πώς εκείνος ο σπόρος που θάφτηκε ξεφυτρώνει τώρα από το χώμα και χαιρετά το φως, και γιατί τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα που έθαψα στην αυλή να μην ξεπροβάλουν και πάλι να μου μιλήσουν;
Ίσως έτσι να γεννήθηκαν στην Αίγυπτο ο Όσιρις, στη Βαβυλωνία ο Ταμμούζ, στη Φρυγία ο Άττης και σε μας ο Διόνυσος κι ο Άδωνης.»
Από αρχαιοτάτων λοιπόν άρχεσθαι, από την προϊστορία και τον μύθο, τα πρώτα βαθύτατα μυστήρια του ανθρώπου και των αρχαίων θρησκειών.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Γιατί ο αριθμός εφτά; Πώς να ξεπρόβαλε στη ζωή μας αυτό το έθιμο, των εφτά επιταφίων; Ποιος θυμάται, ποιος κινεί τη μνήμη; Άλλοι θυμούνται, τρεις, πέντε ή εφτά εκκλησιές γύριζαν με τα πόδια, με το ποδήλατο, με τ’ αυτοκίνητο σπανιότερα, και προσκυνούσαν την Καθαρή Δευτέρα, να βοηθήσει ο Θεός να διανύσουν το καλό στάδιο της νηστείας, να διαπλεύσουν το πέλαγο. 
Την ίδια εποχή, λέει άλλος, θυμάται το έθιμο της προσκύνησης των εφτά επιταφίων, στις μεγάλες πόλεις, αν όχι μόνο  στη Λευκωσία εντός των τειχών, που εύκολα εύρισκε κανείς εφτά εκκλησιές.
Ο αριθμός εφτά, έτσι κι αλλιώς, από αρχαιοτάτων χρόνων είχε τη μαγεία του.
Και ακολουθούν ποιήματα που έγραψα για τον αριθμό εφτά
Για να μη καταφύγω σε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Τώρα, στην τρίτη εκκλησιά, σκέφτομαι πως δεν φτάσαμε  τυχαία σ’ αυτή την πάνσεπτη μέρα! Πριν φτάσουμε στη Μεγάλη Βδομάδα διερχόμαστε το μεγάλο στάδιο με το  Τριώδιο. Σαν αγώνας πνευματικός, στο στάδιο της νηστείας.
Τι είναι τούτο το Τριώδιο; Βιβλίο που χρησιμοποιούμε στην Εκκλησία όλη αυτή την περίοδο, από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως το Μεγάλο Σάββατο.  ‘Ενας αμέτρητος πλούτος, άγνωστος στους πολλούς!
Το λεύκωμα δεν έπρεπε να παρουσιάζεται ούτε ως εγκυκλοπαιδικό λεξικό για τη Μεγάλη Βδομάδα ούτε δασκαλίστικο ή ηθικολογικό. Θα το κινούσαν μόνο τα βιώματα, γι’ αυτό και οι ζωντανές σκηνές, για παράδειγμα:
«Στο μεταξύ πλησιάζουμε στο κουβούκλιο, ωραίος επιτάφιος, τα παιδιά και πάλι ξαγρύπνησαν για να τον στολίσουν. Φέτο σ’ αυτήν εδώ την εκκλησιά, διάλεξαν τα κρίνα, το λευκό χρώμα ταιριάζει στο κενοτάφιο, τι λέτε; ‘Ο, τι κι αν λέμε, η πίστη συνεχίζει να οπλίζει τον κόσμο μας. Δίπλα μου γνωστοί και άγνωστοι, ο κόσμος της Μεγάλης Παρασκευής, των εθίμων, στο βάθος ένας κόσμος ιερουργεί, αυτές  οι μυστικές διαδρομές στα έγκατα της ψυχής μας!»
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Βρισκόμαστε ακόμα στο στάδιο των προετοιμασιών. Κυριακή της Απόκρεω, η Τσικνοπέμπτη, το Ψυχοσάββατο, η Κυριακή της Τυρινής, εκκλησιαστικά και κοσμικά γιγνόμενα, με μνήμες από το παρελθόν.
Διαβάζω: « Κάθε τόπος κάθε γωνιά και τα έθιμά της, κι εμείς ανατρέχουμε στην παιδική μας ηλικία. »
Κι οι μνήμες δένονται με το παρόν, τον τέταρτο επιτάφιο που προσκυνά η ομάδα : «Βραδιάζει, ωραίος κι αυτός ο επιτάφιος, φαίνεται μάλιστα καλλιτεχνικά στολισμένος, ίσως και να κατέφυγαν σε επαγγελματία, πλούσια φαίνεται η εκκλησιά….» Θρησκεία, καθημερινότητα, σχόλια, μνήμες.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Και μόνο η επίσκεψη στις διάφορες εκκλησίες της Λευκωσίας μας φέρνει γαλήνη. Η μνήμη λειτουργεί ασταμάτητα. Την Παρασκευή της πρώτης εβδομάδας των νηστειών αρχίζουν το βράδυ οι Χαιρετισμοί στη Θεοτόκο. «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» «Άγγελος πρωτοστάτης…»             Ποιος δεν το ξέρει; Κι ύστερα το «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε», χάντρες στα πατερμά του πλούσιου λόγου της ελληνικής ορθοδοξίας.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΚΤΟΣ
Συνεχίζουμε το ταξίδι και στις σκέψεις μας, πώς φτάσαμε στη σεπτή αυτή μέρα! Οι Κυριακές των Νηστειών. Η πρώτη νίκη της Ορθοδοξίας, πρώτη νηστειών, που συνεχίζεται με το έργο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, τη δεύτερη Κυριακή των νηστειών. Τρίτη Κυριακή, της σταυροπροσκυνήσεως. Η τετάρτη Κυριακή των νηστειών, του Ιωάννου της Κλίμακος, Η πέμπτη Κυριακή νηστειών της Μαρίας της Αιγυπτίας, και οδηγούμαστε στο Σάββατον του Λαζάρου. Το όλο τελειώνει με την Κυριακή των Βαϊων.
Με το βράδυ της Κυριακής των Βαϊων μπαίνουμε στο Νυμφίο.
Οι περισσότεροι την Τρίτη το βράδυ πηγαίνουμε στην εκκλησιά, για ν’ ακούσουμε το τροπάριο της Κασσιανής, ακολουθούν Νιπτήρας, Μυστικός δείπνος, προσευχή, προδοσία, μεγάλη Πέμπτη τα δώδεκα ευαγγέλια, Σήμερον κρεμάται, κι η λαϊκή μας μούσα στο τραγούδι της Παναγίας, τη άλλα μέρα Αποκαθήλωση.
Και μπαίνουμε στο κύριο θέμα, τον επιτάφιο.
«Έφεραν τον επιτάφιο κεντημένο, από το ιερό ο ιερέας με εξαπτέρυγα και ψάλτες, έρχονται στο κουβούκλιο και τον τοποθετούν.» Άκρα συγκίνηση.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
«Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν. Η ζωή, πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς; Του θανάτου το βασίλειον λύεις δε, και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς». 
Θλίψη στις καρδιές, άνθρωπος δικός μας, ο Θεός μας, κατεβαίνει στον Άδη. Έχει μιαν άλλη διάσταση η κηδεία του, δεν είναι όπως των κοινών ανθρώπων, κάτι υπερφυσικό πλανάται στην εκκλησία, κατεβαίνει από τα κατηχούμενα, από τους σκεπασμένους με τα μαύρα κρέπια πολυελαίους, όλα ακατάληπτα, η ζωή εν τάφω.
Μέσα από τα λουλούδια του επιταφίου η μυρουδιά της ανάστασης, το λευκό χρώμα, οι λαμπάδες, ανάβει η φλόγα της ζωής, δεν πεθαίνει. Αυτή η πίστη μας κρατά στη ζωή, και στη μικρή μας νήσο, με τα τόσα βάσανα, με τα πάθια της σκλαβιάς, η πίστη στην ανάσταση. 
Με την καρδιά του βιβλίου στα εγκώμια και στους επιταφίους κλείνει το κύριο μέρος.
*********
Εδώ πια άνετα μπορώ να εκθειάσω την καλλιτεχνική φλέβα του Πέτρου Παπαπέτρου, την ευαισθησία, το σεβασμό στο θέμα και στα κείμενα, την αυστηρή επαγγελματικότητα, τη γενική επιμέλεια, τον αγώνα για εύρεση μεταφραστή, για τα αγγλικά ήδη υπήρχε δοκιμασμένος ο Ανδρέας Παπαπέτρου, για τα ρωσικά καταφύγαμε σε μητροπόλεις και μοναστήρια, σε συγγενείς και φίλους, ο μεταφραστής έπρεπε να κατέχει τα εκκλησιαστικά, δεν ήταν μια απλή γλωσσική μετάφραση, και με ευχαρίστηση συνεργαστήκαμε με τον Oleg Tsybenko άριστο γνώστη της ελληνικής και της εκκλησιαστικής ορολογίας.
Ο αγώνας της Αυγής Παπαπέτρου, να μπουν τα κείμενα στη σειρά στις τρεις γλώσσες και παράλληλα, σωστά στην εμφάνιση και τυπογραφικά άρτια, το όλο πνεύμα συνεργασίας έδωσε τους καρπούς του.
*************
Η εκκλησιαστική όμως ζωή συνεχίζεται, έρχεται η πρώτη ανάσταση, η Κυριακή του Πάσχα, το Πεντηκοστάριο. Όλα αυτά πια σε λευκές σελίδες, λαμπροφορούν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με τη Δευτέρα του αγίου Πνεύματος τελειώνει μια μεγάλη περίοδος της θρησκευτικής μας ζωής, που αρχίζει στο πρώτο μέρος με το Τριώδιο – του Τελώνου και Φαρισαίου- προχωρεί στη Μεγάλη Εβδομάδα με ιδιαίτερη έμφαση στο δεύτερο μέρος στην ταφή του Ιησού Χριστού και στο έθιμο της προσκύνησης Επτά επιταφίων, και στο τρίτο μέρος παρακολουθούμε τα μετά την ταφή, ως την ημέρα της Πεντηκοστής και του αγίου Πνεύματος, που μας έστειλε ο Ιησούς για να είναι πάντα μαζί μας και να μας φωτίζει.
Τέλος ευχαριστίες πάμπολλες.
Το βιβλίο γράφτηκε σε στενή συνεργασία με τον φίλτατο Πέτρο Παπαπέτρου (Πιν) υπεύθυνο της εικονογράφησης και όλων των λεπτομερειών για την καλή του εμφάνιση, πρώτιστα και τελικά  όμως ο συγγραφέας οφείλει ευχαριστήρια στον εμπνευστή του έργου και χρηματοδότη του, τον κύριο Στέλιο Γεωργαλλίδη, και την Κεντρική Ασφαλιστική, της οποίας είναι ο γενικός διευθυντής.

ΤΕΛΟΣ


Επιταφίων επτά θυμιάματα (ανακοίνωση στην εφημερίδα)


ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Το Λεύκωμα εικόνων με τίτλο «Επιταφίων Επτά Θυμιάματα» είναι καρπός συνεργασίας πολλών, πρώτα του συλλαβόντος την ιδέα κ. Στέλιου Γεωργαλλίδη, διευθυντή της εταιρείας που το χρηματοδότησε και εξέδωσε, της Κεντρικής Ασφαλιστικής Εταιρείας, που δεν είναι λίγες οι φορές που χρηματοδότησε λευκώματα καλλιτεχνών, και ακολούθως των πρωτεργατών, του Στέλιου Παπαντωνίου που έγραψε τα κείμενα, του Πέτρου Παπαπέτρου (Πιν) που ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια, της P.A.P GRAPHICS LTD τον σχεδιασμό, των μεταφραστών Ανδρέα Παπαπέτρου στα αγγλικά, Μάξιμου Τσιπένκο στα ρωσικά, των φωτογράφων Ανδρέα Μανώλη και Θωμά Κωστή, και άλλων πολλών που με την αγάπη τους στην ιδέα και στην πραγματοποίησή της συνεργάστηκαν συντονισμένα για να παραχθεί το εξαίσιο αποτέλεσμα.
Είναι δύσκολο να γράφει κανένας για έργο στο οποίο συνέβαλε, αν όσα γράφει δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Στην περίπτωσή μας όπως υπάρχει το έργο, το  λεύκωμα, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο των λόγων.
Πρόκειται για ένα έργο 175 σελίδων, πλούσιο σε φωτογραφίες από διάφορες εκκλησίες της εντός των τειχών Λευκωσίας, την ημέρα του Επιταφίου, Μεγάλη Παρασκευή, με ποιητικά και πεζά κείμενα αναφερόμενα στην ημέρα, στις προηγούμενες και στις ακολουθούσες, αρχής γενομένης από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου όταν αρχίζει το Τριώδιον με έμφαση στη Μεγάλη Βδομάδα και ιδιαίτερα τη Μεγάλη Παρασκευή, ως την ημέρα της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος, μια περίοδο 120 ημερών, του ενός τρίτου του εκκλησιαστικού έτους.
Αφετηρία του λευκώματος στάθηκαν οι εμπειρίες του κ. Στέλιου Γεωργαλλίδη και οι παιδικές μνήμες από την ενορία του αγίου Σάββα τη Μεγάλη Παρασκευή με τους προσκυνητές να έρχονται κατά κύματα στην εκκλησία για να προσκυνήσουν τον επιτάφιο. Η επιστροφή στις ρίζες και στον παιδικό παράδεισο, στα εκκλησιαστικά έθιμα της Λευκωσίας, συγκίνησαν και τους πρωτεργάτες που είχαν και έχουν παρόμοιες εμπειρίες. Το υλικό έπρεπε να δομηθεί έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στον αριθμό εφτά, γι’ αυτό και αδρομερώς μπορώ να πω πως συνελήφθη η ιδέας μιας ομάδας φίλων που επισκέπτεται εφτά επιταφίους, σε εφτά εκκλησιές και σε κάθε επίσκεψη βλέπει, ακούει, συζητά, θυμάται, κρίνει. Ύστερα από ένα πρόλογο μικρό και περιεκτικό ακολουθεί η γενική θεώρηση της μακράς εκκλησιαστικής περιόδου. Στο κείμενο με τίτλο Επιτάφιος Πρώτος γίνεται αναφορά στις απαρχές του κόσμου και του μυστηρίου του θανάτου και της ζωής, στις αρχαίες θρησκείες που εμπνεύστηκαν από τον θαμμένο σπόρο που ανασταίνεται την άνοιξη, στον δεύτερο επιτάφιο γίνεται προσπάθεια σύλληψης της σημασίας του αριθμού εφτά, κι εδώ, για να μη είναι το κείμενο εγκυκλοπαιδικό, κατατίθεται σε ποιητικά σύνολα. Στον Επιτάφιο τρίτο, διερχόμεθα το Τριώδιον από Τελώνου και Φαρισαίου, Ασώτου, στον τέταρτο γίνεται αναφορά στην Κυριακή της Απόκρεω και των σχετικών εθίμων, στην Τσικνοπέμπτη και το Ψυχοσάββατον, την Κυριακή της Τυρινής, με μνήμες από την Ιστορία της Κύπρου. Στον πέμπτο επιτάφιο, ενώ συνεχίζεται η φανταστική επίσκεψη της παρέας στις διάφορες εκκλησίες, ερχόμαστε στην Καθαρά Δευτέρα, τα έθιμα και τις εκκλησιαστικές ακολουθίες των ημερών, προηγιασμένες, Χαιρετισμούς στη Θεοτόκο. Στον έκτο επιτάφιο αρχίζουν οι Κυριακές των Νηστειών, ως την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί με την αποκαθήλωση. Το κύριο μέρος βρίσκεται στον Επιτάφιο Έβδομο, με την όλη τελετουργία του επιταφίου και τα σχετικά έθιμα και εγκώμια. Από τη μια τα κείμενα, από την άλλη εικόνες με όλο το σεβασμό στον επιτάφιο και στον Αθάνατο Κύριο. Ακολουθεί μια σειρά από εικόνες από διάφορες εκκλησίες της Λευκωσίας κατά την ημέρα εκείνη, ο Θρήνος της Παναγίας, η Προφητεία Ιεζεκιήλ, και τέλος, σε λευκές σελίδες η πρώτη ανάσταση ως την Δευτέρα του αγίου Πνεύματος με τον εν Κύπρω κατακλυσμό.
Το όλο λεύκωμα κατατίθεται ως στοιχείον πολιτισμού και τεκμήριο της θρησκευτικότητας του λαού μας. Ευχαριστίες.

  


Η Κυθρέα μου


Η ΚΥΘΡΕΑ ΜΟΥ
Στέλιου Παπαντωνίου
Μικρός θυμάμαι πήγαινα με τους γονείς και τη γιαγιά στην Κυθρέα, στη Χαρδακιώτισσα, στη Μαρίτσα και στον Τάκη, είχε λεωφορείο κι έφερνε επιβάτες από την Κυθρέα στη Λευκωσία, ύστερα πήγαν στην Αγγλία, αργότερα μάθαμε πως την κόρη τους Ανδρούλα πάντρεψαν στην Ελλάδα, κι ο Πάμπος, ο γιος, αεροπόρος, ύστερα στη Λάρνακα εγκαταστημένος. Το σπίτι της Μαρίτσας, ένας παράδεισος λουλουδιών, απέξω πέτρινο δρομάκι, και το ποταμάκι να κυλά, πάπιες να πλατσουρίζουν, απάνω ένα δημοτικό, κι ύστερα ο φίλος μου Κώστας Γιάλουκας, μου λέει, μα αυτά που περιγράφεις είναι στη γειτονιά μου, λίγο πιο πάνω το σπίτι μου, γνωστοί από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, όπου πολλοί Κυθρεώτες πρώτευαν στα γράμματα και στην ανθρωπιά, ένας από αυτούς ο Ιάκωβος του Αριστείδη. Η Παντελίτσα, ερχόταν,  η μάνα του εκεί, στη Μαρίτσα της Χαμπούς, Μαρίτσα κι αυτή, συγγενείς όλοι, της οικογένειας του Κάρατζιη, όπως τα έγραψε κι ο καλός Στέλιος Πετάσης, κι έτσι βρήκα κι εξηγήσεις στις επισκέψεις στην Κυθρέα και στις οικογενειακές μου ρίζες, από τη μεριά της μάνας μου, από τον άγιο Κασσιανό.
Πιο κάτω ο φίλος μου και συμμαθητής Νίνος Χριστοδουλίδης, αδελφός της μακαριστής Θέλμας, γιατρός στην Αμερική, η Όλγα ήταν η μεγάλη δασκάλα της ραπτικής στην περιοχή και μέγιστη δασκάλα της ευγένειας, του Ποντίκα γυναίκα, άλλη ψυχούλα αυτός, με το ποδήλατο να γυρίζει τη Χώρα, ο Θεός μακαρίσει τον. Μια φωτογραφία που έβαλε κάποτε στο διαδίχτυο ο γιος της Θέλμας, ο Αλέξανδρος,  δείχνει το σπίτι τους και την ύβρη του κλέφτη, να στήσει μπροστά στο πέτρινο εκείνο οικοδόμημα ένα τοιχάρι με τσιμεντότουβλα, αισθητική απαξία, νομίζουν πως με την παραποίηση θα γίνουν δικά τους, πού να ξέρουν πως ακόμα οι ψυχές μας γυρίζουν εκεί και τους ρίχνουν δίκαιες κατάρες να επιπέσουν στον ύπνο τους. Το σπίτι του φίλου μου Νίκου Ορφανίδη δεν ξέρω πού είναι, το φαντάζομαι όμως από τις περιγραφές του, άλλος πονεμένος της πατρίδας.
Κι ύστερα, από της Μαρίτσας και του Τάκη, κατεβαίναμε στους άλλους συγγενείς, ξαδέλφια του πατέρα μου τώρα, από την παπαδιά μητέρα του, τον Θωμά Πετρίδη του δημαρχείου, τον Παύλο Παυλίδη με την ευγενική του κυρία Άννα- μακαριστή τώρα- τα παιδιά τους, Γιώργο, Μάριο, Άριστο, στην ηλικία μας περίπου, ένα πνευματικό φυτώριο το σπίτι τους, με το δάσκαλο πατέρα της Άννας και της Γιωργούλας, τον  Αριστόδημο.
Μια στου Παύλου, μια στου Θωμά, της Γιωργούλας με τα ζαφειρένια μάτια και τις μεγάλες στο λάδι και το ξύδι ελιές, με τον Σταύρο τον μεγάλο τους γιο συνομιλούμε τακτικά στο τηλέφωνο ή παρακολουθεί τα γραφτά μου και επικροτεί, τον Αντρέα καιρό έχω να τον δω, στις ξενιτιές νομίζω.
Ταχύτατος ο νους κι η παιχνιδιάρα μνήμη, με ταξιδεύουν σε τόπους και χρόνους αγαπημένους, στο καφενείο του Στυλή, εκεί στη μεγάλη γωνία, στο κουρείο, στην Ανδρεανή και στον Αντρέα, αδελφό του Παύλου, αγκαλιάζω την περιοχή, τις στροφές των δρόμων, τις εκκλησιές και τα σπίτια, τα καφενεία και τους μύλους, η ατμόσφαιρα αθάνατη στη μνήμη, αυτά δεν πεθαίνουν, γράφονται, συντηρούνται, είναι η ζωή μας, είναι δικά μας, όσους ακαλαίσθητους τοίχους με τσιμεντότουβλα κι αν βάλουν. Οι κλέφτες!

ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ


ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΙΩΣΗΦ Σ. ΙΩΣΗΦΙΔΗ:  ΕΡΩΣ, ΜΥΘΟΣ, ΒΑΘΟΣ 
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ, 200 ΧΑΪΚΟΥ
Κυρίες και κύριοι,
Ακούοντας τον όρο χαϊκού ο καθένας έχει στο νου μια εντύπωση,                  με λουλούδια, πουλάκια και πετούμενη ποιητική διάθεση,                 ευαισθησίες λεπτές, οπτικές κι ακουστικές εικόνες,                                        «στο μαραμένο κλαδί κουρνιασμένο κοράκι- φθινοπωρινό σούρουπο», ζωγραφική στενά συνυφασμένη…
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης όμως με το βιβλίο του Έρως Μύθος Βάθος, ποιητική συλλογή με διακόσια  χαϊκού, εκδόσεις ΡΩΜΗ Θεσσαλονίκη, επιβεβαιώνει κάτι άλλο, ελληνικό, πως το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, με ένα στέρεο ποιητικό λόγο.
Δεκαεφτά συλλαβές, τρεις μικροί στίχοι, εφτά οχτώ λέξεις, και πέρασε το μήνυμα. Απαιτητικό, άρα, το χαϊκού, στη συμπυκνωμένη σοφία ή στο συνταρακτικό συναίσθημα.
“Ου παντός πλειν εις Κόρινθον” και ου παντός γράφειν χαϊκού ή λακωνίζειν.  Προπαιδεία πολλή χρειάζεται και                                          χειρισμός της γλώσσας δεξιός.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη, Έρως,        Μύθος,         Βάθος .
Κάτω από την πρώτη ενότητα περιλαμβάνονται ποιήματα με τον έρωτα σε διάφορες μορφές ή πτυχές ή φανερώσεις, ως αγάπη, ως δύναμη, δημιουργία, αλλά και θεϊκόν τι,     ως η γέννηση του Κυρίου, απόδειξη της αγάπης του στον άνθρωπο. Προ πάντων όμως ως υπέρβαση.
Χαϊκού πρώτο:  «Συγχωροχάρτι ο Άδης στον Έρωτα χαρίζει μόνο.»
Τέθηκε ήδη με το πρώτο χαϊκού η σφραγίδα της προσωπικότητας του ποιητή:  η ενασχόλησή του με την Τέχνη-  που του δόθηκε ως χάρη –                                                         τον οδήγησε στις συλλήψεις του αιωνίου, των αξιών και μεγάλων αληθειών. Ο Έρως υπερβαίνει τον Άδη, και του συγχωρείται κάθε τι, γιατί δεν οδηγεί στη διαμάχη, αλλά αντίθετα, ενώνει τα αντίθετα.  «Ήλθε ο Χάρος, είδε τον Έρωτά μας, απήλθ’ άπρακτος»
Περιδιαβάζοντας κανείς στη συλλογή και πιάνοντας την άκρη μιας ιδέας, το μίτο στο λαβύρινθο, βρίσκει αμέσως το επόμενο χαϊκού που θα ταιριάσει, θα συμπληρώσει, θα επιβεβαιώσει τη σύλληψη του ποιητή και την ολοκληρωμένη προσπάθειά του να αγκαλιάσει ένα τόσο βαθύ και πλατύ θέμα ως ο Έρως.    Όμως είναι αδύνατη σε μια παρουσίαση η σφαιρική σύλληψη ενός θέματος τόσο αρχαίου με τόσο βάθος και πλάτος, γι’ αυτό και θα μείνουμε σε μερικές πτυχές του θέματος, που οφθαλμοφανώς συλλαμβάνουμε και μπορούμε να αποτυπώσουμε στην πεζή μας ανάλυση.
Τέτοιες είναι η σκιαγράφηση του σώματος της ερωμένης, η παρουσία και απουσία, ο έρως ως απελευθερωτική από το εγώ δύναμη, που συνεπάγεται και το επικινδύνως ζην κατά το Θουκυδίδειο «το ελεύθερον το εύψυχον και μη περιοράσθε τους πολεμικούς κινδύνους». Αλλά και ο έρως ως διασώζων εκ των κινδύνων, δύναμη έλκουσα τα αντίθετα, παντοκράτωρ και θαυματουργός, τροφή και προσφορά, με την ιερότητα της Παναγίας και τους αγώνες των ανθρώπων για ελευθερία, έρως φιλόσοφος με τα διαρκή και ουσιώδη ερωτήματα, έρως αυτοσκοπός και δημιουργός πνευματικών έργων, κατά το πλατωνικόν «τόκος εν τω καλώ».
Το πρώτο ζωγραφικό της ερωμένης είναι το                                                «Πολύς άνεμος ξοδεύτηκε πάνω σου να σε σμιλέψει».                                    Η χάρη κι η ομορφιά της αγαπημένης σμιλεύεται από τον άνεμο. Πίσω όμως από κάθε λέξη κρύβονται πολλά. Πρώτα πρώτα το σμιλεύω ως ρήμα παραπέμπει στη σμίλη του γλύπτη, άρα έχουμε ένα άγαλμα, το «εφ΄ ω τις αγάλλεται», ένα χάρμα οφθαλμών. Ή                                                      «Με το χρυσό του σε χρύσωσε ο ήλιος΄ δύει κουρελής.»                                 Δεν φτάνει το φως, η ζεστασιά, είναι και το χρυσάφι, ως το πολυτίμητο  κόσμημα το οποίο απεκδύεται ο ήλιος, για να στολίσει την αγαπημένη.  Πλην των αισθήσεων, ο ερών αναπτύσσει και άλλες δυνάμεις «Κι όμως σε νιώθω: Τυφλός την εικόνα σου, κουφός το άσμα σου.»
Δεν είναι όμως μόνη η ομορφιά το «ευ της μορφής», αλλά και τα συναισθήματα που επιδρούν στον κόσμο «Γελάς κι αλλάζουν όλα: δελφίνια πετούν, πουλιά κολυμπούν».
Λέει κι ο Ερωτόκριτος «Μα όλα για μένα σφάλασιν και πάσιν άνω κάτω, για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω.»
Η μουσική που εκπέμπει η αγαπημένη,                                                                   « Άρπα δεν έχεις, μ’ ακούω τις χορδές σου σαν καρδιοχτύπι».
΄Η ακόμα επιτυγχάνει το ζην εκτός τόπου και χρόνου, άρα στις διαστάσεις του ατόπου και αχρόνου:                                                              «Μαζί σου νιώθω τον αιώνα μου στιγμή κι αυτήν αιώνα.»
Ένα άλλο μοτίβο είναι η απουσία΄ με την απουσία ασφυκτιά, δεν αναπνέει, «Ω , χλωροφύλλη του δένδρου του έρωτα, οξυγόνωσ’ με»   «Μόνος στη βροχή χορεύω με μια λιγνή ντάμα ομπρέλα».                       Με την παρουσία όμως της ερωμένης πληρούται ο ερών και τα σύμπαντα.                                                                                                           «Μέλισσα εσύ, άνθος εγώ, με φιλί φτιάχνουμε μέλι.» ο έρως δημιουργός του γλυκυτάτου.
Το επικίνδυνο της διαδρομής, ο κίνδυνος να χάσει ο ερών ή ερώμενος την ψυχή του με την εμπλοκή του στον άγνωστο άλλο, διαφαίνεται στο «Έρωτα ρίξε κλαδί να κρατηθώ σώος στον γκρεμό.»                                        Το επικινδύνως ζην και πορεύεσθαι απαιτεί ανώτερες δυνάμεις, που κρατούν εν εγρηγόρσει τον ερωτευμένο και τον συνοδεύουν στην κρημνώδη πορεία.
Ο ποιητής μας βεβαιώνει πως ο ΄Ερως διασώζει από τους κινδύνους, για να επιτευχθεί το ποθούμενο.                                                                            «Ψυχές π’ αγαπούν βγάζουν στην πλάτη φτερά μπροστά στον γκρεμό.»
Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το αντιφατικό των πραγμάτων, η θέση και η αντίθεση, γι’ αυτό και η πείρα λέει:                                             «Έρως άνεμος ελλιμενίζει σκάφος ή το τσακίζει.»  Αυτό το πλησίασμα των αντιθέτων δεν γίνεται χωρίς την υπερδύναμη που κρύβει ο Έρως μέσα του, με την οποία υπερβαίνει κάθε εμπόδιο.
Ο έρως μπορεί να επιτελέσει θαύματα ως ο περιπατών επί υδάτων Κύριος: «Αγαπώντας σε βαδίζω επ’ υδάτων ως την ακτή σου.»                Ποθητό τέρμα η ακτή και ο βαδίζων επί υδάτων, πιστός στη δύναμη του έρωτα, πορεύεται στο ιδεατό τέρμα.
Με την ιερότητα του έρωτος, συνάπτεται το τρίστιχο: Έρως ιερός «φάγετε και πίετε», Δείπνος Μυστικός.                                                                                   
Ο επιούσιος άρτος της αγάπης καθημέραν τρέφει τους πεινώντας αλλά και τον τρέφοντα. Δίνε παιδί μου να πλουτίσεις, έλεγε κι η μάνα μου.                                            «Δίνε, καρδιά μου, κι αν σε κάνουν θρύψαλα τα συνέχει φως.»
Αυτή η θεϊκή αγάπη εκφράζεται σε διάφορα σημεία της συλλογής,             «Η φάτνη, καρδιά, τ’ άχυρα, ίνες πλεκτού, να Τον θερμαίνουν.» που μεταφέρουν νοερά στη γέννηση του Θεανθρώπου στη φάτνη και στην καρδιά των πιστών. Πάσα η φύσις μέτοχος του θείου μυστηρίου της αγάπης. Και προπάντων ο άνθρωπος:                                                         «Μαμά, φωνάζω. Σοφοί λεν πως εννοώ “Θε μου σου χρωστώ.”»            ένα χαϊκού αποδοχής του θαύματος της γέννησης και ύπαρξης του ανθρώπου, της πορείας και διαφύλαξής του από αλλότριες δυνάμεις, κάτω από την παντοδυναμία του αγαθού Θεού.                                                                                                      
Αλλά ούτε η υψίστη των μητέρων αγνοείται:                                              «Παναγία σεπτή, στο κέντρο του Αυγούστου και της καρδιάς μας.» «Πανταχού παρών ο Θεός, με πρεσβευτές παιδιά και μάνες.»                         Το πιο συγκινητικό όμως είναι το εμπνευσμένο από τη γνωστή νουβέλα: «Καρδιά της μάνας ξερίζωσες. Κι έπεσες. Πονάς; Σε ρωτά.» όπου η θυσία για το παιδί και η προς αυτό στοργή φανερώνει την αυταπάρνηση ή την  αυτοθυσία ως ουσία της αγάπης.
Κι ακόμα μια άλλη πτυχή παναθρώπινη, ο έρως της ελευθερίας, σε παγκόσμιες διαστάσεις και διαχρονικές:                                                          «Έρως λευτεριάς τώρα, ύστερα, πριχού, δω, εκεί, παντού» όπου ο έρως της ελευθερίας είναι κάλεσμα στην αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, το ικάνειν εις το τέλος, τον σκοπό, τη θέωση ή τελείωση.
Μια άλλη φανέρωση του έρωτα είναι τα ερωτήματα των ερωτευμένων σε λίγους στίχους. Η ρίζα των ερωτημάτων βρίσκεται στο πνευματικό ανέβασμα. Κατ΄αρχάς ίσως προβληματίζει ο παραλληλισμός σοφών κι εραστών, η καταφυγή όμως στην έννοια του φιλείν δίνει την εξήγηση. Το φιλείν την σοφία, των φιλοσόφων, και το φιλείν του έρωτος, οδηγεί στα ερωτήματα:                                                                 
«Ναι; Μήπως; ΄Οχι; σαν αγαπάς δεν μέλει τι θ’ απαντήσεις» και το δεύτερο : «Από πού, προς πού, πότε, πώς, γιατί, ρωτούν σοφοί κι εραστές.»                                                                                                 
Μεγαλύτερης σημασίας είναι στην περίπτωση αυτή τα ερωτηματικά παρά οι απαντήσεις. «Πονάς, τρέμεις; Τι; Τρεις συλλαβές, Α -γα -πη αρκούν ν’ αντέχεις.»
Η διάκριση σκοπού και αυτοσκοπού σ΄ένα χαϊκού  βρίσκει την απάντησή της: «Ποιος ανταμείβει την αγάπη; Ποιος άλλος παρά η ίδια;» Δεν αγαπάμε για να επιτύχουμε τίποτε άλλο εκτός από την ίδια την αγάπη, δεν την χρησιμοποιούμε ως μέσο αλλά ως τέλος, είναι αυτοσκοπός.
Ο έρως δεν είναι μόνο ο πλάστης των νέων βλαστών αλλά και των ωραίων έργων τέχνης, τόκος εν τω καλώ, κατά το πλατωνικόν.
Η Πρώτη ενότητα των ποιημάτων χαϊκού του Ιωσήφ Ιωσηφίδη  έδωσε και την απάντηση γιατί ο έρως να τεθεί πρώτος, αφού αυτός ενώνει τα διεστώτα, παράγει και προάγει την πνευματική ζωή και δημιουργία και ως συνεκτικός των πάντων περιέχει και δεν περιέχεται.
ππππππππππππππππππ
Ερχόμαστε στη β΄ενότητα της συλλογής, με τίτλο, Μύθος.
Εμπνευσμένος από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Τρελλή Ροδιά» ανοίγει μ’ αυτήν ένα διάλογο από δέκα χαϊκού με υπότιτλο «δέκα μικροί μύθοι της τρελής ροδιάς» Λέξεις, εικόνες, σκέψεις συνομιλούν με το ποίημα ή με την τρελή ροδιά στην οποία με αγάπη απευθύνεται
81. Τρελή μου ροδιά, σαν γελάς φυσά νοτιάς στων νιών τα στήθη.            Μια συνταρακτική δύναμη που αναστατώνει τους νέους, μια δύναμη αυτοπραγματούμενη, ολοκληρωμένη.                                                                  82. Κλαδί σού κόβουν κλέφτες, μπόρες, μα μπορείς ν’ ανδρώνεις άλλα.                                      83. Λικνίζεις κορμό, ξελογιάσεις τους νέους, πηδούν τα σκότη.
Μια γυναικεία χάρη επαναστατική και ξελογιάστρα από τη μια ερωτική από την άλλη πνευματική δίνει δύναμη υπέρβασης του σκότους, ταξιδεύοντας τους ακόλουθούς της στο όνειρο.
84. Παιδί με κρατάς κι ο άνεμος μας παίρνει σ’ ονείρου βόλτα.
Προσηλωμένος στην ομορφιά της ο ποιητής νιώθει την ελκτική της δύναμη και την παιγνιώδη και ονειρώδη διάθεσή της.
85. Στη φυλλωσιά σου καλείς να παίξω κρυφτό με το φεγγάρι.
Το παίζειν από Ηρακλείτου μπορεί να είναι η αρχή της δημιουργίας, «Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδὸς ἡ βασιληίη –.»                      Περισσότερο όμως από παιχνίδι ο ποιητής πιστεύει στη δημιουργική δύναμη του όντος που ωθεί, ανεβάζει, παρωθεί στο άνοιγμα των φτερών, είτε έρως είναι είτε ιδέα.
86. Σκάλα μού στήνεις ν’ ανέβω στην κορφή σου, ν’ ανοίξω φτερά.
Κάτω από αυτή την προοπτική, της τρελής ροδιάς ως έρωτος, μπορούμε να πούμε πως υποδορίως συνεχίζεται η διαπραγμάτευση της δημιουργικής δύναμης του έρωτα της πρώτης ενότητας, τώρα κάτω από άλλη πρωταγωνιστική μορφή, την τρελή ροδιά.
Ως δημιουργική δύναμη ωθεί στην παραγωγή λογοτεχνικών έργων, φέρνει στο φως τα κρυπτά στα βάθη των ψυχών και μεταλαμβάνει της αληθείας την οποία μεταποιεί σε λόγο.                                                       87. Σκιρτώντας ψάλλεις, σαν Αμάλθεια καλείς το λάλον ύδωρ.
‘Ετσι η Μούσα τρελή ροδιά εκπληρώνει έναν υψηλό προορισμό της, ως φωτοδότης της ανθρωπότητας.
88. Στο φως ριγώντας γδύνεις ψυχή και σκύβεις να κοινωνήσεις.
Αν στην προηγούμενη ενότητα του Έρωτος είδαμε το κινδυνώδες και το κρημνικό στοιχείο της στενής οδού και του ρηξικέλευθου, παρόμοια εδώ η τρελή ροδιά
89. Να ! Φτερουγίζεις στον ώμο του ονείρου, τρελή μου ροδιά.
Φτερουγίζει στον ώμο του ονείρου, βρίσκεται στο μεταξύ, έτοιμη να συλλάβει το ασύλληπτο και άφατο, εξ ου και το τελευταίο
90. Χάνω τη λαλιά σαν μοιάζεις σοφή Σιωπή με ήχους άστρων.                      
Το αντιφατικό των μεγάλων αληθειών συνελήφθη και εκφράστηκε με τη Σιωπή, μια σύλληψη που μεταφέρει στο πνεύμα του δοκιμίου του Αλμπέρ Καμύ για το Παράλογο στο Μύθο του Σισύφου.
Για τον οποίο το 93. Σίσυφε μην κλαις, η πέτρα σου φθείρεται κατεβ’ ανέβα.
Και ο διάλογος με τον Αλμπέρ Καμύ 96. Το Φθινόπωρο ζει σαν Άλλη Άνοιξη, * εντός κι ερήμην.
Η διαλεκτική του κατέβ’ ανέβα, της άνοιξης με το φθινόπωρο, το αντιφατικό των αληθειών και η δύναμη της αντίφασης να κρύβει μέσα της μεγάλες αλήθειες δίνονται πράγματι κλεισμένες σε κόκκο εκρηκτικό νοημάτων.
Μια σειρά από κατηγορικές προσταγές θα’ λεγε κανείς βρίσκουμε στα
94. Ανακάλυψε πίστη μέσα σου, δάδα να καις Λερναίες.
95. Αύριο θα ’ναι Δευτέρα Παρουσία. Μην κλαις. Όργωνε!
97. Η γη σού γεννά πιο πολλά σαν ιδρώσεις παρά σαν βρέξει.
Η υπέρβαση των αντινομιών όντως βρίσκεται στην πίστη, γι’ αυτό όποιος την έχει καίει μ’ αυτήν πολυκέφαλα τέρατα, ένα των οποίων η αεργίη, το όνειδος, ως  Ησίοδος φησίν. Γι’ αυτό και η αρχαία κατηγορική προστακτική «Εργάζευ», βρίσκει ανταπόκριση στο χαϊκού του Ιωσηφίδη, «ίδρωνε, όργωνε».
Μια ενότητα άλλη αποτελούν χαϊκού αφιερωμένα στον ήλιο, την πηγή του φωτός, της ομορφιάς, της μουσικής, του κύκλου που επανέρχεται.

101. Ήλιε, για στάσου ν’ αντιγράψουν υφάντρες το χρυσαφί σου.
Το ακόλουθο θυμίζει το του Ηρακλείτου
«Κόσμον τόνδε, τόν αυτών απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησε, αλλά ην αεί καί έστι και έσται πυρ αείζωον απτόμενον μέτρα καί αποσβεννύμενο μέτρα."
106. Ανάβει μέρα σβήνει μέρα ανάβει…Φως, ζω. Σκότος, ζω.

Και από τον κόσμο, στη φύση: 
107. Η Φύση καλεί και βρίσκομαι εντός της πριν φτάσω εκεί. ΄
ή ακόμα
108. Σπάσε το τσόφλι, πιάσε τ’ ασπράδι μου, μπες, φτάσε στον κρόκο.

Ο άνθρωπος ο ίδιος, ων πλάσμα φυσικό, βρίσκεται μέσα στη φύση, είναι μέρος της και όμως ψάχνει να βρει το βαθύτερο νόημά της, πρέπει να φτάσει στα όντως όντα.
109. Παρθένο ρόδο, τ’ αγκάθια σου φύλακες τ’ αγνού κι ωραίου.

Στο τέλος όμως έχει συλληφθεί η μεγάλη αλήθεια της ανακύκλωσης και της αιωνιότητας.                                                                                                       110. Αναβιώ Κύκλε: γη, σπόρος, βλαστός, καρπός. Τ’ απόν δες: Παρόν!

Σ’ αυτή τη δεύτερη ενότητα της συλλογής των χαϊκού βρίσκουμε μερικά ειδικού ενδιαφέροντος ποιήματα, που συγκινούν κάθε Έλληνα, από Μακρυγιάννη ως τη μάνα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ανθρώπων μιας πάστας συνέχισης του γένους, χρέους στους άλλους.

117. Δεν υπάρχουνε ‘Απόδημοι Έλληνες’. Η Ελλάς παντού.
120. Θεριά μας χτυπούν, δεν νικούν. Τρων από μας και μένει μαγιά. *
* Στρατηγός Μακρυγιάννης προς τον Γάλλο ναύαρχο Derigny
125. Γιος ήρως νεκρός. ‘Πατρίς, χαλάλι ο γιος μου’ Όρθια. Δεν κλαις. *

Αναφορά στη μητέρα του ήρωα, Αντωνού, και στους στίχους της.

Στο τέλος, ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης αποτελεί αντίγραφο του ποιήματός του 112. «Κεφάλι ψηλά χαρταετέ, μα πάτα στη γη με σπάγκο.»
Προσγειωμένος άνθρωπος, μα υψιπέτης.

Συμπερασματικά, η δεύτερη ενότητα μας έδωσε πλην της λυρικής συν ζήτησης με την Τρελλή Ροδιά, φιλοσοφικές συλλήψεις, απόπειρες έκφρασης του ανέκφραστου, συνομιλίες με μεγάλους του Λόγου, Κατηγορικές Προστακτικές, φυσικές ομολογίες και ιστορικές περήφανες σημάνσεις.

Βάθος
Η τρίτη ενότητα, Βάθος, χρειάζεται περισσότερη μελέτη και καταβύθιση στην αρχαία σοφία, αφού οι ρίζες ανήκουν στα πανάρχαια εκείνα χρόνια και στους σοφούς προγόνους. Παράλληλα νοήματα βρίσκουμε στα κείμενα ή στα αποφθέγματα των προπατόρων, που διαιωνίζονται με την ποίηση και την επαναφορά τους στη σημερινή ζωή.
Η ενότητα αρχίζει με ένα ωραίο χαϊκού, ενδεικτικό της βεβαιότητας πως, για να φτάσει ένας στο βάθος των εννοιών και της αλήθειας, πρέπει να κοπιάσει, να ματώσει.
141. Όσο σε λιώνουν Ανθέ, τόσο πιο πολύ ευωδιάζεις.
Ότι βρισκόμαστε στην Ιδέα των πραγμάτων κοντά , φαίνεται από το πιο κάτω
142. Τα κάλλη γερνούν, οι καλλονές ξεβάφουν, το Κάλλος διαρκεί.
Όπου το κάλλος είναι η αιώνια ιδέα, η άφθαρτη, γιατί βρίσκεται σε άλλο κόσμο, τον νοητό.
161. Το αθέατο Κάλλος βλέπω με τρίτο μάτι των αισθήσεων.
Σ’ αυτό τον αιώνιο κόσμο   έφθασαν μεγάλοι δάσκαλοι, ο Σωκράτης και ο Πλάτων, για τους οποίους ίσως και να ισχύει το
143. Διδάσκοντάς σε διδάσκομαι δυο φορές, στοχάζομαι τρεις.
Μόνο ένας καλός δάσκαλος μπορούσε να το γράψει, που έχει ήδη βιώσει πως καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς κάτι, είναι να το διδάξει.
Πείρα ζωής αποπνέουν τα 144.                                                                             Πριν τον εχθρό ας χτυπώ τ’ αδύνατα του εαυτού μου.
Κατά το πλατωνικό,  “ Τό νικᾶν ἑαυτόν πασῶν τῶν νικῶν ἡ ἀρίστη καί ἡ μεγίστη ”. ή  “ Οὐδείς ἐλεύθερος μή κρατῶν ἑαυτοῦ.
Και παράλληλο και ταυτόσημο,
148. Τέλειος κανείς. Μα λάθη λιγοστεύω καθημερινά.
Οπότε σίγουρα ο ποιητής μας δεν ανήκει στην τάξη των                               146. Απείρως νάνοι πάσχουν από έπαρση απείρως ψηλή.
Εδώ πια ξεκάθαρα βρισκόμαστε στο καταστάλαγμα της σοφίας των ανθρώπων και το χαϊκού είναι μια μορφή ποιητική που μπορεί άνετα να αποδώσει αυτή τη συμπύκνωση νοημάτων και λόγων. Όπως λέει κι ο Μένανδρος: Μη δια πολλών ολίγα λέγειν, αλλά δι ' ολίγων πολλά. 
Με το του Δημοσθένη «Δει δη τας πόλεις ουκ αναθήμασιν, αλλά ταις των οικούντων αρεταίς κοσμείν.» αντιστοιχούμε το του Ιωσηφίδη
145. Στέκεις Αρετή. H πόλη μου δεν θέλει άλλα μνημεία.
Για το παρακάτω θυμόμαστε  το κατά Αμμώνιο Αριστοτελικό  * Φίλος Πλάτων φιλτάτη η αλήθεια, και το γραφόμενο στην υποσημείωση κατά Ιωσήφ* Διάλογος με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη
150. Φίλε σε τιμώ, μα πιο πολύ το δίκιο σοφό των πολλών. 
Ένα φιλοσοφικό παράδοξο, τη χελώνα και το λαγό ή τον Αχιλλέα και τη χελώνα μαζί με τον κυριακό λόγο για τους πρώτους που θα γίνουν έσχατοι και τους έσχατους που γίνονται πρώτοι ανακαλεί το 154.
Λαγός έσχατος, χελώνα πρώτη, θέμα πίστης το θαύμα.   
Το αυτό και το μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί.
155. Μικρό προζύμι, μέγα έργο πέτυχες, άπειρους άρτους.
λέει ο ποιητής μας.
Ένας ευαίσθητος δέκτης των σημερινών παγκόσμιων προβλημάτων με σφαιρική ματιά δεν μπορεί να μη βλέπει την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις της στον ίδιο τον άνθρωπο. Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος κατακρίνεται επίσης σε τόνο προφητικό.
156. Χτυπούν τη Φύση, μα μες στα δάκρυά της έρμοι θα πνιγούν.
Πίσω από το 158. Κάτω απ’ τη γη ο σπόρος βλέπει. Στη γη με φως συ βλέπεις; κρύβεται η αριστοτελική εντελέχεια.
Ο σπόρος μέσα στη γη ξέρει πως πρέπει να οδηγήσει στον καρπό,  ο άνθρωπος βλέπει αυτό τον σκοπό της ζωής του, να τελειωθεί και να καρποφορήσει;
Ζωγραφική εστί σιγώσα ποίησις ..Ποίησις δε φθεγγομένη ζωγραφία. επίγραμμα του Λουκιανού
και ο Ιωσήφ 193. Στίχος άλαλος ο πίνακας, κι ο στίχος πίνακα λαλιά.
*************
Κυρίες και κύριοι,
Στόχος μου βέβαια δεν είναι να βρω τα παράλληλα στην ελληνική ή ξένη γραμματεία των χαϊκού που παρουσιάζουμε. Οι ιδέες ως αιώνιες κι ακατάλυτες επανέρχονται στη ζωή μας και εμπνέουν ποιητές κι αναγνώστες.
Το τελευταίο της συλλογής:
200. Άνω τελεία η θανή· διασκελισμός μείζων εν όψει.
Η ζωή συνεχίζεται στην αιωνιότητα, γιατί έχει τη διάσταση του αχρόνου, που κερδίζουν οι άνθρωποι του πνεύματος, ως συνεχιστές του όντως Δημιουργού.
Ευχαριστώ τον ποιητή Ιωσήφ Ιωσηφίδη που μου έδωσε τη χαρά της μελέτης και παρουσίασης της συλλογής του. Η συλλογή αυτή θα συμβάλει στην ενδυνάμωση της σκέψης, στον εμπλουτισμό του εσωτερικού μας κόσμου. Γι’ αυτό
Ευχαριστώ όλους σας.