Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Για το ποιητικό έργο του Αντώνη Πιλλά 2.


Για το ποιητικό έργο του Αντώνη Πιλλά
του Στέλιου Παπαντωνίου

Αν δεν υπήρχαν οι ελάσσονες ποιητές, δεν θα υπήρχαν οι μείζονες. Αν δεν υπήρχαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί, δε θα υπήρχε ο Όμηρος. Αν δεν υπήρχαν τα δημοτικά μας τραγούδια, δε θα ΄βρισκε βάση να ανυψωθεί ο Σολωμός.

Ο Αντώνης Πιλλάς με το έργο του μας βυθίζει στις ρίζες της ποίησής μας. Ως αοιδός εμπνέεται από τους ήρωες της πατρίδας και της θρησκείας μας, χειρίζεται τον παλαιό δεκαπεντασύλλαβο και μας διχτυώνει με νεότερους μεγάλους, το Σολωμό, το Ρίτσο. Η ποίησή του οδοιπορεί την αιματηράν, για να ενωθεί με τον Θεό κι ο άρρητος και άρρηκτος δεσμός του έργου του με τα πνευματικά δημιουργήματα της θρησκείας μας φανερώνουν τη γνήσια και βαθιά του πίστη. Ο ανθρώπινος λόγος στην προσπάθειά του να συλλάβει τον Θείο Λόγο δημιουργεί έργα πνεύματος, άρα όλο το φανέρωμα των ανθρωπίνων λόγων στην προσπάθεια σύζευξής τους με το Θείο δεν είναι παρά πνευματικά χνάρια του ανθρώπου στο χώρο και στο χρόνο, είτε επιτυχημένα είτε αποτυχημένα, πάντως εργώδεις προσπάθειες έκφρασης του αρρήτου.

Από αυτή την άποψη  δημιουργεί με συνέπεια έργο πνευματικό μέσα στο οποίο αποτυπώνει- κατά τις ποιητικές του δυνάμεις- τον αγώνα του ανθρώπου να πλησιάσει με το λόγο, το συναίσθημα, την πίστη και ευαισθησία του το Θεό.

Μελετώντας- το κατά δύναμη- το έργο του Αντώνη Πιλλά θαυμάζω την επιμονή, υπομονή, συνέπεια, εργατικότητα, το εξολοκλήρου δόσιμο του ανθρώπου στο δημιούργημά του. Ο  αγώνας είναι εμφανής, η προσπάθεια συνεχής. Ο άνθρωπος θαυμάζει τη φύση, τους συνανθρώπους του, τα παιδιά του, προσλαμβάνει από τις πλούσιες πηγές των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων και συντηρεί την πνευματική του ομοιογένεια και ταυτότητα, όλο απλώνοντας στον ελληνικό και χριστιανικό μας κόσμο και όλο εμβαθύνοντας σε συλλήψεις θεολογίας και φιλοσοφίας ως την ενότητα των πάντων, θεμελιώδες πρόβλημα της θεολογίας και φιλοσοφίας, όπως εμφαίνεται στην ποιητική του συλλογή «΄Ασμα για την Θείαν Ενότητα», 1992.

Όντας ως δάσκαλος κοντά στα παιδιά αλλά και ως πατέρας, με την ποιητική του γραφίδα κατέλιπε ποιήματα βραβευθέντα και καταξιωθέντα. Πρόκειται για τη συλλογή «Χαραυγή- Ποιήματα για Μικρά και Μεγάλα Παιδιά» που βραβεύτηκε από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού – Νεανικού Βιβλίου το 1989.

Η επιμονή του στο δεκαπεντασύλλαβο και τα θεμέλιά του στους μεγάλους ποιητές του νέου ελληνισμού είναι πειστήρια της γνώσης και καλλιέργειας του ταλέντου του, που πετυχαίνει με μόχθο και πείσμα προσκολλημένος στη στέρεη παράδοση. Όταν όμως αποφασίσει να εκφραστεί σε ελεύθερο στίχο, ο αναγνώστης νιώθει πως ελευθερώθηκαν πουλιά μέσα από τα κλουβιά τους και κελαηδούν,  όπως στη συλλογή «Επιστροφή» 1991. «Ο Ερχόμενος, που ολοένα αναχωρείς, μέσ’ από χρόνια αγύριστα, μ’ έναν αιώνιο κύκλον από φως/ φθορά και πένθος γύρω απ’ του πλησίον μου το πρόσωπο, άγρυπνο κι  αρρυτίδωτο.» Στο μεγαλύτερο όμως μέρος του έργου του ακούμε μέτρα του Ερωτόκριτου, της Θυσίας του Αβραάμ, του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου, σε ένα πλούσιο λεξιλόγιο και εικονοστάσι από τούτα τα γερά αγκωνάρια της νεοελληνικής ποίησης, και με πολλούς Σολωμικούς απόηχους όπως στη συλλογή «Ποικίλματα, Ιαμβικοί Ρυθμοί» 2005.

Αν ο Αντώνης Πιλλάς ανέβασε τους αοιδούς στην ενατένιση του Χριστού και της χριστιανικής θεολογίας, αν ανέβασε τον ποιητάρη στον ποιητή, είναι γιατί θέλησε να παραμείνει πιστός στις γνήσιες πηγές της νεοελληνικής λογοτεχνίας και με αυτή τη γερή αρματωσιά να ανέβει ως τη θέα και έκφραση του αρρήτου.  Κι η νοηματική κι η αισθητική ανάλυση του έργου του οδηγούν στο θαυμασμό για τον ποιητικό αγώνα του ανθρώπου να παλέψει με τα υψηλά και να καταθέσει με ειλικρίνεια το αποτέλεσμα του μόχθου του.

Για το έργο του «Νεόφυτος Έγκλειστος- Αγίου και Θαυμαστού Βίου Λυρική Πραγματεία» 1992, του είχα γράψει τότε «Το αξιόλογο αυτό σύνθεμα, γραμμένο σε στίχο 15σύλλαβο, που θυμίζει Ερωτόκριτο και δημοτικά μας τραγούδια, με επιτυχημένο όμως διασκελισμό, μας μεταφέρει σε χρόνους άλλους, όταν οι ποιητές τραγουδούσαν μεγάλα γεγονότα και κλέα ανδρών και θεών. Ο Αντώνης Πιλλάς τραγουδά με τον τρόπο του το βίο του αγίου Νεοφύτου, σε γλώσσα στρωτή, πλούσια, ριζωμένη στο παρελθόν μας, με ομηρικές πολλές φορές παρομοιώσεις και με σικελιανικούς απόηχους στο λεξιλόγιο. Μια πλούσια γενικά πνευματική παράδοση βρίσκεται συμπυκνωμένη στο έργο αυτό, που συνεχίζει έτσι αβίαστα το μεγάλο ποτάμι της ελληνικής ποίησης στην πιο γνήσιά της φλέβα.»

Ο Αντώνης Πιλλάς πιστός στον εαυτό του έδωσε έργο θαυμαστό.
Πολλά ήδη ποιήματά του κατατάχτηκαν σε ανθολογίες, επελέγησαν, γιατί μέσα στο έργο του κρύβει και αποκαλύπτει τις σχέσεις των ανθρώπων, το πρόβλημα της εν κόσμω παρουσίας και απουσίας από τον κόσμο, της μνήμης και λήθης των ανθρώπων, την πεμπτουσία της φιλοσοφίας και της ζωής. Σημαντική θέση κατέχει στην Ανθολογία της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου «Σύγχρονοι Ποιητές της Πάφου» 1990.  

Βυθισμένος στην ιστορία και παράδοσή μας  εμπνεύστηκε από το μαρτύριο των μοναχών της Καντάρας και ανέπλασε ποιητικά σε δεκαπεντασύλλαβο την εποχή και την κρατούσα τάξη, προπάντων όμως με σεβασμό και συγκίνηση αποτύπωσε το μαρτύριο και τη μαρτυρία των ορθοδόξων χριστιανών μοναχών που θυσιάστηκαν για την αλήθεια της πίστης μας. Το έργο του «Το Μαρτύριο των 13 Μοναχών της Καντάρας» μπορεί να απηχεί την 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη πολύ απόμακρα και αχνά, μπορεί όμως να σταθεί επάξια δίπλα του στην Ιστορία της Λογοτεχνίας, γιατί είναι έργο φαντασίας και πνευματικής σύλληψης. Ο ποιητής  έπλασε ένα ολόκληρο κόσμο ζωντανό, μέσα στο πάθος και την πίστη, ανάμεσα στο μίσος και τη μισαλλοδοξία του δυτικού Αντρέα και την ακράδαντη και στερεά πέτρα των ορθοδόξων αληθειών των μαρτύρων μοναχών.  

Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η σύνθεσή του «Φυλακισμένα Μνήματα- Ποιητικό Χρονικό της Μεγάλης Θυσίας» 1994, στηριγμένη σε ιστορικά γεγονότα και περισσότερες μαρτυρίες. Εδώ μάλιστα προβαίνει σε μια πειραματική σύνθεση σε πεζό και ποιητικό λόγο, ελεύθερη δομή και στίχο, με ποικιλία διαλεκτικού λόγου, που παραπέμπει στους χρονογράφους μας της Φραγκοκρατίας, κι έτσι δένεται ιδεολογικά και γλωσσικά το μαρτύριο των μοναχών της Καντάρας με τους ήρωές μας του 1955-59, που ενταφιάστηκαν στις Κεντρικές Φυλακές, ιδιαίτερα τους απαγχονισθέντες.

Ο Αντώνης Πιλλάς μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί θρησκευτικός ποιητής, γιατί ένα μεγάλο μέρος του έργου του συνάπτεται με τη θρησκευτική ζωή και πίστη των ορθοδόξων χριστιανών, μπορεί όμως να θεωρηθεί και ως ποιητής στραμμένος στο επέκεινα, κι αυτό ίσως να είναι το κυριότερο γνώρισμά του, γιατί σπάνια να βρεθεί ποίημά του που να μην ανεβάζει στον ουρανό, επί πτερύγων αγγέλων, να μην είναι έκφραση προσευχής και συνομιλία με τον Κύριο, με την Παναγία, την αγία Τριάδα, ίνα πάντες έν εσμέν, την ενότητα που οραματίζεται και εκφράζει. Μια συλλογή των στίχων και εικόνων, που παραπέμπουν κι ανεβάζουν στο επέκεινα θα αποδείξει του λόγου το αληθές. Ο ποιητής μας είναι ο ταπεινός άνθρωπος που συγκινείται με τα εν σοφία ποιηθέντα έργα του Θεού, που βρίσκει παρηγοριά στα ξωκλήσια και μοναστήρια, που νιώθει διαρκώς να τον παρακολουθεί ο άλλος κόσμος, που τον αίρει από τον παρόντα και τον λυτρώνει. Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν.

Ο Αντώνης Πιλλάς μας έδωσε πλήθος στίχων δεκαπεντασυλλάβων.  Πλήθος των είναι επιτυχημένα χυμένοι στίχοι, μόνο η χασμωδία σε μερικούς  είναι ενοχλητική. Οι ελεύθεροι στίχοι του, μακριά από τα  αναγκαστικά μεθόρια των δεκαπεντασυλλάβων αφήνουν ανθρώπινη τη φωνή σε διάφορους ρυθμούς να ηχεί πιο κοντά στο σύγχρονο αίσθημα της στιχοποιίας. Στα ποιήματα χυμένα στα παλαιά μέτρα, οι εικόνες είναι αναγκαία πλατιές, όπως στο έπος. Στον ελεύθερο στίχο των ποιημάτων του οι αρμοί των λέξεων είναι πιο επιτυχημένοι, με πρόσθεση πολύπτυχων διαστάσεων των σημαινομένων μέσω πλουσιότερων εκφραστικών τρόπων, γι’ αυτά όμως θα πρέπει να γίνει ειδική αναφορά και ειδική μελέτη με παράθεση αντίστοιχων χωρίων από το πολυσέλιδο έργο του ποιητή.

Πριν κλείσω τη γενική μου αναφορά στο έργο του δεν μπορώ να μην αναφέρω το ποίημά του «Στην Κόρη μου», δημοσιευμένο σε χειρόγραφη έκδοσή του στη συλλογή «Εφτά Ποιήματα» 1992 και το 1993 στη συλλογή «Αλάβαστρον Μύρου».
Στην κόρη μου :  Να με θυμάσαι μες στο φως του θέρους/ με τα τυφλά πουλιά
Που θα χτυπούν το φωτισμένο τζάμι σου΄ Άσε τα λόγια μου και τα τραγούδια μου
Κράτησε τη σιωπή μου/ -χρυσό ποτάμι από το φως των άστρων,
Χρυσό υφαντό / Για να σε ντύνει / Μες στους ακόπαστους ανέμους
Και χαμογέλα/ Μες στη δόξα των πραγμάτων, /Με το βήμα σου αντιγράφοντας
Το πέταγμα των πουλιών, Σβήσε τα λόγια μου και κράτησε από τη θύμησή μου μόνο
Το έντρομο χάδι απ’ του Θεού τον ίσκιο.
Και καλημέρισε βαθιά το φως/  Μέσα στην απουσία μου.

Όλα όσα ως τώρα αναφέρθηκαν αποτελούν μια πρώτη αντίδραση σ’ ένα έργο που γνώρισα εδώ και χρόνια να γεννιέται και να αναπτύσσεται.

Πάντα όμως υπάρχει εκείνο το άληπτο της ποιήσεως που δεν συνελήφθη και δεν εκφράστηκε από τον αναγνώστη, γιατί απαιτείται εμβάθυνση και σκάψιμο στις μυστικές φλέβες. Προς το παρόν ας αρκεστούμε στο κατά δύναμιν.
                                                                         *

Έρχομαι στην τελευταία συλλογή ποιημάτων του Αντώνη Πιλλά με τίτλο «Σε Κήπο Ξένο», εκδόσεις του περιοδικού Ακτή, Λευκωσία 2012.

Η συλλογή περιέχει ποιήματα με βαθύ μύρο χριστιανικής πίστης, προσευχές στο Θεό, εγχειρήματα σύλληψης των αντιθέτων που χαρακτηρίζουν τον κόσμο και τη ζωή μας, θύμησες ενός κόσμου που πέρασε με τα χαλασμένα κι ερειπωμένα σπίτια, μένουν στη μνήμη όμως τυλιγμένα στην αχλύ ευωδιαστής αγάπης, με τους γονιούς, τους πλεύσαντες τηνπορεία του χρόνου και τώρα ενοίκους του αχρόνου, ποιήματα με τις ερημικές εκκλησίες και το ήρεμο και ταπεινό των φως που γαληνεύει το διαβάτη, ποιήματα της χαρμολύπης, της αγάπης δοσμένης με ποικίλα χρώματα, προπάντων μ’ ένα ζεστό χέρι, απλωμένο στον αδελφό, γιο του Θεού επίσης.

Με την ποίησή του μας ταξιδεύει σε Κήπο  Ξένο, που δεν είναι του κόσμου τούτου, ή είναι, αλλά μόνο γι’ αυτούς που με τις ευαίσθητες κεραίες τους τον προσλαμβάνουν και αφού τον βίωσαν και τον ζέσταναν στην ποιητική τους καρδιά τον κωδικοποιούν και μας τον προσφέρουν, βέβαιοι για την ύπαρξή του, καλώντας κι εμάς να τον ζήσουμε όσο βαθύτερα, με τη βοήθεια των εικόνων, των μέτρων και ρυθμών, της ευαρμόστου λεξικής πλοκής στα πλαίσια της ποιητικής δημιουργίας.

Για να αναλύσουμε τον τίτλο της συλλογής καταφεύγουμε στο ομότιτλο ποίημα.

Σε κήπο ξένο ηχούν τα βήματά σου/ Σαν λιγοστεύει η μέρα και το βράδυ κατεβαίνει.
-Σμίγουν εκεί για μια στιγμή/ Η θλίψη κι η χαρά αυτού του κόσμου
Και μόνον η σιωπή μέσα στα δέντρα ανασαίνει.
-Σε ξένο κήπο ηχούν τα βήματά σου/ Κι είν’ ο αχός τους κομπολόι αργό
Στου χρόνου και της ξενιτείας τα χέρια/ Κι όλο καλούν και ζωντανεύουν τη μορφή σου
Πιο τρυφερή και πιο ωραία, μονάχα/ Μ’ έναν πικρό ανθό της λησμονιάς στα χείλη.

‘Ενα ποίημα που συλλαμβάνει και εκφράζει το μεταξύ: Ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα, στη ζωή και το θάνατο, στη χαρά και τη θλίψη, τη μνημοσύνη και τη λησμονιά.
Το ξένο δεν είναι το οικείο, κι όμως συλλαμβάνεται ως ο άλλος κόσμος που υπάρχει μέσα στη σιωπή που ηχεί ζώσα. Η διάσταση του χρόνου γέρνει απόμακρη στη δύση της με την πίκρα των όσων σημαίνει η ξενιτεία. Μέσα σ’ αυτό το μεταξύ προβάλλει η μορφή αγαπημένου πλάσματος κι αυτή στο μεταξύ των συναισθημάτων, ανάμεσα στην τρυφερότητα και την πίκρα.
 Όπως γράφει στο ποίημα «Αγρύπνια», με χίλια μάτια η μέρα τον κοιτούσε και τη ζωή αντιμετρούσε ο θάνατος σαν παραστάτης.

Μια σειρά ποιημάτων στη συλλογή «Σε Κήπο Ξένο» είναι αφιερωμένη σε συγκεκριμένα πρόσωπα, για παράδειγμα, Στον μοναχό Μωυσή Αγιορείτη, Αναφορά στο Σωφρόνιο Μιχαηλίδη, Ιερομόναχο , το ποίημα «Ιερή μνήμη» στους γονείς του .

Μια άλλη δέσμη ποιημάτων εκφράζει την ποιητική συγκίνηση από την επίσκεψη σε χώρους λατρείας, όπως τα ποιήματα Άγιος Ερμογένης, Σταυροβούνι, Παναγία Σαλαμιώτισσα, Παναγία Θεοσκέπαστη.

Στον Άγιο Ερμογένη η παρουσίαση του ιερού κτίσματος παρομοιάζεται με τον τάφο του Χριστού. Ο υβριστικό περίγυρος από τα ραντάρ των νεοκαισάρων και τα αεροπλάνα οδηγεί όλο κιαι πιο βαθιά στο χώρο και στο χρόνο τον άγιο Ερμογένη που μελωδεί και φέγγει στην ερημιά μας. Αυτή η σωτήρια ευλογία των ναϊσκων στο νησί μας υψώνεται κατακόρυφα στο
Σταυροβούνι, γιατί «Το πάλαι υψώθηκε εδώ ο Τίμιος Σταυρός τον τόπο να φυλάττει εσαεί- τόπο ακριβό μέσα στην άκρα του πτωχεία.» Ο ποιητικός λόγος, εκεί που κινδυνεύει να περιπέσει σε πεζό, διασώζεται από τις αντιθέσεις στο χρόνο και στα νοήματα. «το πάλαι- εσαεί, ακριβός- πτωχεία, που αποτινάσσουν τη συνήθη έκφραση και ξυπνούν γωνίες και κώχες εγχόρδων.

Το ποίημα Παναγία Σαλαμιώτισσα αναφέρω ενδεικτικά
«Και τα τζιτζίκια μες στο μεσημέρι/ Λαλούνε κυριελέησον ακόπαστα
Ενώ γλυστρούνε ίσκιοι άγρυπνοι,  ιλαροί/ Μέσα στα χρόνια
Δείχνοντας προς τα βήματα των Αποστόλων/ Που φέραν μια και διαπαντός
Την ευλογίαν Εκείνου/ Στον ξεχασμένο τόπο αυτόν.
Φιλόξενο της Παναγίας κονάκι΄ / Τα χελιδόνια διασχίζουνε
Τη φεγγερή σιωπή καλωσορίζοντάς σε.  / Στάσου, διαβάτη, να ξεκουραστείς,
Ν’ ακούσεις καθαρά τον χτύπο της καρδιάς σου, / Τη μέσα σου φωνή που αποζητά
Ν’ ανθίσει σε άγονους καιρούς.»   

Οι ανοιχτές καρδιές συλλαμβάνουν εύκολα τα μηνύματα και συγκινούνται από τη σκηνή, που, ενώ υμνεί συγκεκριμένο τόπο, μπορεί να γενικευτεί και να μας περιδιαβάσει σ’ όλα τα ξωκλήσια του ελληνοχριστιανικού μας κόσμου, ενώ χρονικά εξακοντίζει με τους αγίους αποστόλους δυο χιλιάδες χρόνια πριν, με τη μεγάλη ευλογία που κόμισαν στον νησί μας. Ο ποιητής ανοίγει τις αγκάλες και απλώνει τα χέρια σ’ όλους τους οδοιπόρους, καλώντας τους να ξεκουραστούν και προπάντων ν’ ακούσουν τη μέσα φωνή που ζητά ν’ ανθίσει σε άγονους καιρούς, η ταυτότητα της εποχής μας κι η εσωτερική απαίτηση του σύγχρονου θρησκεύοντος.

Όσο κι αν η μοντέρνα ποίηση πέρασε θορυβώδης και αινιγματική, μεγαλειώδης αληθινά ή ψευδαργύρως πολλοί μοντέρνοι κατόρθωσαν να ξεγελάσουν θεληματικά ή αθέλητα τους νομοθέτας της Καβαφικής εκείνης πολιτείας, παρόλη λοιπόν την ίσως ακατανόητη σήμερα επιστροφή σε θέματα και ποίηση παλαιά, ο ποιητής μας συγκινεί με τη γνησιότητα και αθωότητά του,  το δοκιμασμένο λυρισμό και την επιμονή του να συντηρεί αφτιασίδωτη την ταυτότητά του, να εισχωρεί στις βαθιές αντινομίες και να τις εκφράζει.

Το ίδιο ιερό κτίσμα, ως οι εκκλησίες, είναι για τον ποιητή «Το παλιό μας σπίτι» με τους νεκρούς, τα φωτισμένα από το αιώνιο φως πρόσωπά τους, βήματα κι ακούσματα της θλίψης μέσα στη σιωπή, του κόσμου που χάνεται και δε χάνεται, γιατί ανασταίνεται με τον ποιητικό λόγο.

                              Η ποιητική συλλογή «Σε Κήπο Ξένο» περιλαμβάνει περί τα εξήντα ποιήματα, με πρώτο το τιτλοφορούμενο «Αναζήτηση» μια παραίνεση εις εαυτόν «Να βρεις καλή γωνία της προσευχής...» όπου  μπορεί να επιτευχθεί η ένωση των πάντων εις εν, και των πλέον αντιθέτων, εις δόξαν Θεού. Το πρώτο αυτό ποίημα μπορεί να θεωρηθεί περιληπτικό της θεματικής του ποιητή και της εκφραστικής του δύναμης. Πάντα με στέρεο σκελετό, απτό και καταληπτό, από όπου αφήνονται οι ριπές του πνεύματος να εξακοντίσουν στον άλλο κόσμο, του ιερού και μυστικού. Μνήμες ψαλμών, «Πάχνη και χιών, δρόσοι και υετοί», αναφορά θαυμάτων, «εγείρεται εκ του τάφου» σοφιλιάζουν και συγκρατούν το δικό του ποιητικό λέγειν σε άρρηκτη δομική και νοηματική αλλά προπάντων πνευματική ενότητα.            Μέσα στο ίδιο κλίμα του ιερού και μυστικού πνέουν τα ποιήματα «Φόβος»...προσμένω την υπερούσια στιγμή, την Έξοδο και φόβος με κρατεί.» Μέσα σ’ αυτό το θείο φόβο όμως αισθάνεται να τον αγγίζει χάδι του Θεού κρυφό. Έτσι πορεύεται ο ποιητής ανάμεσα στις ρύμες και τις αγυιές των αντιθέτων, πάνω όμως απ’ όλα η θεία χάρη και αγάπη προς το πλάσμα της καθημερεύει τον τάραχο της ψυχής, έκφραση ποιητική της χαρμολύπης, ως εμφαίνει και το παρακάτω ποίημα «Στο πένθος»
Ο                           Ο έρωτάς σου είναι στο πένθος και γέμει αστερισμών» ή
                              Βγάνει ανθούς και κρίνα κάτωθε και πλησίον του Σταυρού.»      
                             
                             Πολλές φορές ο θρησκεύων άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως μόνο σκοπό της ζωής του την ύμνηση του Θεού. Έτσι κι ο ποιητής στο ποίημα «Ύμνηση» παρακαλεί  «Δώσε, το μέτρο της καρδιάς μου να’ ναι η ύμνησή Σου, η τελεσφόρα αγάπη Σου.»                
                            
                             Το μήνυμα των αλκυόνων στο ποίημα «Αλκυονίδες»καλεί σε καλήν αδελφοσύνη κτηνών και πετεινών και ανθρώπων πάσης φυλής και χρώματος και πάσης ηλικίας, μεταθέτοντάς μας έτσι στην προπτωτικήν ενότητα των πάντων, ο Αδάμ εν των παραδείσω της τρυφής.
                           
                              Η επαφή με το ποιητικό έργο του Αντώνη Πιλλά οδηγεί σε μεγάλες αλήθειες φιλοσοφικής χροιάς ιδωμένες και εκφρασμένες μέσα από το θρησκευτικό και ποιητικό κάτοπτρο, μέσα από μια φύση που λειτουργεί και δοξολογεί το Δημιουργό της παρωθώντας σε σύλληψη μηνυμάτων υψηλών χριστιανικής βιοτής.
                            
                               Μέσα από τα ποιήματά του κατορθώνει κάποτε να εκφράσει το θαύμα, με τα  ποιητικά του όπλα, το μακρό στίχο σε λικνιστικό ρυθμό, με αλλεπάλληλες αρνήσεις, απόμακρες  εικόνες γαλήνης και σιωπής μέσα στο φως, δεμένες αντιθετικά με την ταπεινότητα, το ύψιστο και το ελάχιστο.

Η κατάθεση ψυχής στη συλλογή Σε Κήπο Ξένο μυρίζει λιβάνι και σμύρνα, μύρα αλλόκοτα του πνεύματος, οσμήν ευωδίας πνευματικής, με ακούσματα βημάτων των απόντων, κρούουν άηχα σήμαντρα μες στην υπερούσια σιγή, τα κυπαρίσια ψιθυρίζουν, βουίζει ο χρόνος στο παλιό σπίτι παλιά σβησμένα βήματα απόντων.

Ο ποιητής με την έκτη αίσθηση της σύλληψης των χαμένων στο χρόνο, αναβιώνει το αλύχτημα του σκυλιού, χαμένο μες στις αυλακιές της μνήμης, τα δέντρα που μιλούν με τη σιωπή, ριζωμένα στο χώμα, μάρτυρες τετελεσμένων και προσμονή των μελλόντων,  τη βουή σαν από θόλο ερημωμένης εκκλησιάς με υπόκωφους λυγμούς.

Βλέπει τα ορατά και τα αόρατα, οι γύροι των προσώπων των απόντων διαλυμένοι από μια πανάρχαια βροχή ξυπνούν και λάμπουν στο χαμένο χρόνο μιαν ανάσταση.
Στην ποίηση, αναχωρούν τα χρώματα από την όχθη εκεί την αντιπέρα, οι τάφοι γεμίζουν άνθη, η νύχτα λάμπει, κατεβαίνουν οι σκιές απ’ τα βουνά.

Η αγάπη, η ύψιστη των χριστιανικών αρετών,  βρίσκεται και στην πρώτη γραμμή της θεματικής του ποιητή μας, η αγάπη ως προσφορά με ποιητική άρση της υλικότητας των ουσιωδών για τη ζωή, του άρτου και του φωτός και του νερού. Ο ποιητής μετουσιώνει τα
πράγματα σε ψυχικά, προσφορές από την ψυχή για την ψυχή, το άσαρκο σαρκούται, γίνεται ορατό, απτό, ακουστό, το ψωμί γίνεται άρτος αγγέλων, το φως άνθος αμάραντο, το νερό ξεπλένει σκιές από τα όνειρα.

Η ζωή και ο θάνατος, η μνήμη κι η λήθη, η ένωση των αντιθέτων συλλαμβάνεται και εκφράζεται ποιητικά, με φιλοσοφικούς ανασασμούς. Ο φιλοσοφημένος άνθρωπος ξέρει πως στο πέρασμά μας από τον κόσμο αυτόν ενεδρεύει ο θάνατος, υπακούει όμως στο θέλημα Εκείνου, γενηθήτω το θέλημά Σου,  έτοιμος για την αναχώρηση, με την πίστη στην ανάσταση που ακυρώνει το θάνατο.

Η ποιητική συλλογή του Αντώνη Πιλλά «Σε Κήπο Ξένο» μας περιδιαβάζει στον κήπο του παρόντος , του παρελθόντος και του μέλλοντος. Όχι οπουδήποτε αλλά σε κήπο, σε τόπους ομορφιάς που φέρνουν από τα πανάρχαια χρόνια σφραγισμένες στον καθένα μας μνήμες, που μας συνοδεύουν στο παρόν, ενδυναμώνοντάς μας να ακολουθήσουμε υπάκουοι το σε ξένο κήπο μέλλον μας.


Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Η Κερύνεια του πνεύματος


Η Κερύνεια του πνεύματος
του Στέλιου Παπαντωνίου

Στο τέλος, η Κερύνεια δεν είναι η τουρκοπατημένη με το φερετζέ, τα καζίνα και τις πόρνες, δεν είναι τα κατεστραμμένα κτίσματα κι η γρονθοκοπημένη φυσιογνωμία της από τα νεόκτιστα κλοπιμαία, με τα σοβατίσματα και την επίπλαστη τουρκοποίηση, δεν είναι το μαγαρισμένο ήθος των ελληνοκυπρίων που τη λεηλατούν αχάριστοι μεσονυχτιάτικα και ασύστολα, δεν είναι η διαγραμμένη από το φοβισμένο χάρτη της πολιτικής και των πολιτικών, είναι η Κερύνεια του πνεύματος, που ανασαίνει με το παρελθόν της στον πνευματικό ορίζοντα, άρα στην αιωνιότητα, άφθαρτη κι αμίαντη, ως απάντηση στους γονυπετείς στην τουρκική ιππική θρασύτητα και αυθαιρεσία.

Η παρουσίαση του βιβλίου της Στέλλας Σπύρου «Φως Παιδείας, Ελληνικόν Γυμνάσιον Κυρηνείας- Σύλλογος Αποφοίτων (ΣΑΓΚ)» από τη φιλόλογο Θεοφανώ Χιωτέλλη- Κυπρή και τον Αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου Πέτρο Παπαπολυβίου στο Πολιτιστικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου στις 25 Οκτωβρίου έδωσε την ευκαιρία στη σύναξη των Κερυνειωτών και των άλλων φίλων να ξαναζήσουν τα παλιά και να περηφανευτούν για τις νέες γενιές που έρχονται και απαιτούν με την ίδια ζέση και παλμό την Κερύνεια μας.

Η Κερύνεια ζει και βασιλεύει μέσα στις καρδιές των παιδιών της, μεταφέρεται μαζί τους όπου γης, διαπερνά τις σκέψεις, τα λόγια και τις πράξεις τους και τις μακρινές  γωνιές της ζωής τους, απαιτητική και πεισμωμένη, υπομονετική, χτυπά το πόδι και ρωτά στην προσφυγιά, «με ποιου το δικαίωμα ξεγράφετε πατρίδες, γιατί κάμπτετε τον αυχένα στις παράλογες απαιτήσεις, γιατί αναγνωρίζετε ανύπαρκτα διεθνώς δικαιώματα στο 18% του πληθυσμού, και μάλιστα επαίρεστε πως θα λύσετε το κυπριακό στη βάση αρχών, εκτοξεύοντας εκείνο το «με πολιτική ισότητα» -για τις κοινότητες κι όχι για τους πολίτες-  σαν να απαντάτε με ΟΧΙ στην ιταμή απαίτηση του Μουσολίνι;»

Ύστερα από το πραξικόπημα και την εισβολή, ύστερα από το χαλασμό του χρηματιστηρίου και τώρα το γκρεμοτσάκισμα των τραπεζών και την αποκάλυψη των μασκοφόρων τραπεζιτών, ύστερα από την πρωτεύουσα κατάταξη του οικονομικού προβλήματος, αποδεικνύεται περίτρανα πως μ’ αυτό το αγύριστο κεφάλι σωτηρία δεν υπάρχει, αν συνεχίσουμε να την αναζητούμε στη φθαρμένη υλική οικοσκευή μας. Γιατί η σωτηρία δεν είναι στα φθαρτά καθημερινά μαύρα κι άραχλα, θορυβώδη και τυμπανιαία. Η σωτηρία κρύβεται στις ερημικές ψυχές των μοχθούντων πνευματικά για τη διαφύλαξη της αρετής, της πνευματικής δημιουργίας, του Φωτός της Παιδείας που εκπέμπει ακόμα το Γυμνάσιο της Κερύνειας κι ο Σύλλογος των Αποφοίτων του, οι ζωντανοί μάρτυρες της αθανασίας της αιώνιας Κερύνειας και της ζωντανής διαδοχής των γενεών που την απαιτούν και θα την απαιτούν ως εθνική κληρονομιά.

Γι’ αυτό, οποιαδήποτε στροφή στην πνευματική ζωή των σκλαβωμένων χωριών και πόλεών μας, οποιαδήποτε συνεισφορά στο «Δεν ξεχνώ τα σκλαβωμένα μου χώματα» είναι οδοδείχτης σωτηρίας πνευματικής, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε αγώνα, πάνω και από την υλική κι εύθραυστη κρούστα, για την οποία πολλές φορές αποδεικνύεται πως μάταια κοπιάζουμε, αφού  οι σκώληκες πολλοί. Η αθανασία του πνεύματος αποδεικνύεται ακόμα μια φορά μέσα από τα τραπεζικά οικονομικά ερείπια.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Η πολιτιτζιή πολιτική


Η πολιτιτζιή πολιτική
Του Στέλιου Παπαντωνίου

Είναι γνωστό το παιδικό τραγουδάκι πως κοντά στην αλυτζιή βρήκε ο ήρωάς μας μιαν πολιτιτζιήν που μαγείρευε φακή κτλ κτλ, κι ακόμα γνωστό πως πολιτιτζιή σημαίνει την πόρνη, εξ ου κι ο Σεφέρης λογοπαίζει με την πολιτική και την πολιτική, κι ως διπλωμάτης είναι βέβαιο πως δε θα’ θελε να’ ναι πολιτικός, αφού καλά τους γνώριζε.

Στην Κύπρο μπορούμε άνετα, αν μας επιτρέπουν τα κόμματα, τα λίκνα της πολιτικής ζωής, να ντρεπόμαστε για τον πολιτικό πολιτισμό μας, γιατί πρέπει να έχει ήδη κατρακυλήσει στο τελευταίο του σκαλοπάτι, στου κακού τη σκάλα, και πιο κάτω ίσως πια να μην έχει. Βλέπεις κι ακούς τις δηλώσεις του προέδρου της χώρας σου και πας να κρυφτείς, μη σε ρωτήσουν πόθεν είσαι. Θα κατέβει, λέει, και σε διαδηλώσεις για να υπερασπιστεί τα δίκαια των εργαζομένων και την άτα και το δέκατο τρίτο, κι από την άλλη με το άλλο χέρι τα εισπράττει διπλάσια υπό μορφή φόρων, αλλά πρέπει να φαίνεται λαϊκός και υπερασπιστής του λαού, που τον οδήγησε με τις γνώσεις και την άγνοιά του, με τις πράξεις και παραλείψεις του στη χρεοκοπία κι ακόμα δεν είδαμε τίποτε. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, αλλά την κωλοσυρματιά του θερκού την βλέπουν κι οι αδαείς.

Είναι κι οι άλλοι που βάλθηκαν να βρουν τα άπλυτα του πατέρα, της μητέρας, του παππού και της γιαγιάς, για να κτυπήσουν τον αντίπαλο, ωσάν να μην έχει τρωτό ο άνθρωπος και ψάχνουν να βρουν τα τρωτά του πατέρα του, σα δε ντρεπόμαστε! Ας σεβαστούμε τους πατεράδες, κι ας χτυπήσουμε εκεί που πρέπει, αφού υπάρχουν τόσα και τόσα τρωτά, και προπάντων το μεγαλύτερο, υπερασπίστηκε το σχέδιο Ανάν μέχρι διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οποίας  τώρα εμφανίζεται ο  εθνοσωτήρας τη συνεργία του μεγάλου εκείνου του κεντρώου λεγόμενου χώρου.

Είναι κι ο τέως υπουργός της υγείας, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, με ένα καθαρό παρελθόν, αλλά ποιος αμέτοχος της πολιτικής δεν έχει καθαρό πολιτικό παρελθόν; Λάθη δεν κάνει αυτός που δεν κάνει τίποτε, κι αν δεν έχει κάνει τίποτε ως τώρα ο υποψήφιος της αριστεράς , είναι αλάνθαστος άρα απράγμων και αδαής. Χρίεται ο δούλος του Κόμματος υποψήφιος πρόεδρος κτλ κτλ. Κι οι χειροκροτητές δεν είναι πρόβατα, αλλά αυτεξούσια πολιτικά πρόσωπα. Θου Κύριε φυλακήν…

Σκέφτομαι πως το κείμενο αυτό έπρεπε να το τιτλοφορήσω « Ντρέπομαι», γιατί η ντροπή που ‘νιωσε ο κάθε πολίτης ύστερα από τη σύλληψη των αστυνομικών μας από τους Τούρκους στρατιώτες στη Λουρουτζίνα ήταν η μέγιστη των τελευταίων χρόνων, κι αυτό γιατί πάλι το κράτος μας δε μερίμνησε να σηματοδοτήσει τους δρόμους που οδηγούν στα κατεχόμενα κι έτσι βρέθηκαν τα παιδιά μας σε ώρα καθήκοντος  στα χέρια του εχθρού, που τους συμπεριφέρθηκαν κατά το χείριστο τρόπο, και σ’ αυτούς και στους δικούς τους. Η ντροπή όμως μας μένει, γιατί σ’ ένα κράτος λειτουργεί εν γνώσει και ανοχή των κυβερνώντων ένα δεύτερο κρατίδιο ψευδοκρατίδιο με πολλά ψευδο- αλλά καταστροφικό για όλους μας και προπάντων για την ασφάλειά μας, για το οποίο η ανοχή οδηγεί στην αυτοκαταστροφή και αυτοαναίρεση, αυτοκατάργηση, αφού δεν μπορείς να’ χεις κυριαρχία σε εκατό μίλια τόπο, όλος όλος που είμαστε!

Κι επειδή καλώς ο υποψήφιος για την προεδρία Γιώργος Λιλλήκας ζήτησε κλείσιμο των οδοφραγμάτων, πετάχτηκαν οι λοιποί να μας πουν πως θέλει μελέτη το πράμα, και πως θα αυξήσουμε τους εχθρούς μας κι άλλα τέτοια πολιτικά της πολιτιτζιής. Υπάρχει τρόπος να βρούμε αν μας συμφέρει ή όχι να έχουμε ανοιχτά ή κλειστά τα οδοφράγματα: Ας καταγράψουμε τα θετικά, ας τα αντιπαραβάλουμε με τα αρνητικά και το συμπέρασμα βγαίνει από μόνο του. Να μην ξεχνάμε μόνο πως για να μπει κανείς  στα κατεχόμενα παρουσιάζει διαβατήριο ή ταυτότητα κι αν χρειαστεί του δίνουν και ξεναγό, έλα παππού να σου δείξω τ’ αμπέλια σου. 

Γι’ αυτό προτιμότερο το κείμενο να το τιτλοφορούσα «Ντρέπομαι».  

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Ποίηση Νίκου Ορφανίδη


Στέλιου Παπαντωνίου

Φθορά και Λύτρωση στις ποιητικές συλλογές
«Ο άλλος Χειμώνας» (1993) και «Ουρανοδρόμιο» (1994) του Νίκου Ορφανίδη

Η μελέτη των δύο συλλογών «Ο Άλλος Χειμώνας» και «Ουρανοδρόμιο» του Νίκου Ορφανίδη μας αποκαλύπτουν μια ποίηση της φθοράς, της εν κόσμω τραγικότητας του ανθρώπου με χαρακιές φωτός μέσα στο σκοτάδι σε μια προσπάθεια τελικής εξόδου ή ανόδου σε άλλους κόσμους, για να επιτευχθεί η κάθαρση.

Όπως στην αρχαία τραγωδία καμιά φρικτή σκηνή δε διαδραματίζεται μπροστά στους θεατές, έτσι κι εδώ, οι φρικτές σκηνές έχουν παιχτεί και βιωθεί σε ανύποπτο χρόνο και τόπο, ενώ απομένει ο εικονικός τους απόηχος, όχι αμέτοχος οδύνης.

Το παρόν κείμενο μπορεί και να τιτλοφορηθεί «Στάσιμα και Έξοδος στην ποίηση του Νίκου Ορφανίδη». Τα στάσιμα εδώ εκφράζουν συναισθήματα αντικειμενικά αποδεκτά, αναθρώσκουν όμως και εισάγονται σ’ αυτά ιντερμέδια που θραύουν το πάγιο των εικόνων, όταν εισέρχεται στη σκηνή το ερωτικό στοιχείο, γήινο και ουράνιο. Η λευκοντυμένη με τα ποικίλως εκφρασμένα μαλλιά και το δικό της πάθος και πόθο. Οι εικόνες των στασίμων, όπως σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες του Φελλίνι ή του Ίγκμαρ Μπέρκμαν, σφυροκοπούν απνευστί και ακάθεκτες τον αναγνώστη, παρασυρμένο στο θανατερό δίχτυ.

Μια μουσική, κάποτε θλιβερή, κάποτε στα μύχιά της εθνική μιας διαλυμένης παρέλασης ή ένας πιανίστας περιχύνει με τη θλίψη του τις απόκοσμες εικόνες.

Αντί των επεισοδίων της τραγωδίας, ακούμε σε εισαγωγικά, λόγια αγνώστων ή του εγώ και του συ. Ένας διάλογος στο συνειρμό των εικόνων, μια ζωντανή παρουσία αστραπιαία. Στο τέλος όλα τείνουν στην έξοδο, οπως στον Οιδίποδα στον Κολωνό. Μια έξοδο ανάληψης στον ουρανό ή βύθισμα στην πανδαίγμονα θάλασσα, εδώ λυτήριον κάθαρσιν αμπλακημάτων.

Δομικά τα ποιήματα των δύο συλλογών «Ο Άλλος Χειμώνας» και «Ουρανοδρόμιο» απαρτίζονται βασικά από δυο σκέλη, τη θέση και την άρση, ή το χειμώνα και την ουρανοδρόμο πορεία. Η θέση γέμει εικόνων φθοροποιού άλγους τις οποίες αιακίζει η ασπροντυμένη γυναίκα με τον έρωτά της, ενώ η άρση αίρει στα ύψη, με την ανάληψη στον ουρανό ή τη βύθιση στη θαλάσσια λυτρωτική έξοδο.
Το φθοροποιόν άλγος οπτικοποιείται με εξωκοσμικές εικόνες, όντως ενός άλλου κόσμου, παρότι γνωστού, τυφλοί διαβάτες, χωλοί, λεωφορεία σακατεμένα, με την κόρη να απλώνει τα μαλλιά, ενώ πουλιά σε αλλεπάλληλες καθόδους συνοδεύουν την παρουσία-απουσία της με μουσική επένδυση και ήχους άλλων εποχών, διακριτικούς μιας μελιχρής θλίψης. Κάποτε ομοβροντίες σκίζουν τον ουρανό, κανόνια χαιρετούν το πρωινό, η μπάντα του δήμου έτοιμη να παιανίσει το εωθινό, ο γέρο μουσικός στη μέση του δρόμου με το πιάνο ερείπιο να παίζει ένα χαρούμενο εμβατήριο, όπως κι οι καμπάνες που ηχούσαν χαρμόσυνα. Όμως όλη τούτη η χαρά καταπλακώνεται ασφικτικά από τα πένθιμα τύμπανα και τη σειρήνα του ασθενοφόρου.  

Σ’ αυτά τα ποιήματα ενός άλλου κόσμου, η φθορά βαδίζει κουτσαίνοντας, βγαλμένη από τ’ όνειρο, τα λεωφορεία ξεφορτώνουν μεθυσμένους αγγέλους, νεκρούς, ασθενοφόρα διασχίζουν τις λεωφόρους σε βράδυα ανύποπτα, και προπάντων πρωταγωνιστούν τα πουλιά, με τις αδιάκοπες καταδύσεις στο κύμα, κάποτε ξεψυχισμένα, ασθμαίνοντας, κάποτε παράξενα με σώμα γοργόνας, κάποτε τρομαγμένα ή εκστατικά να παρακολουθούν ή να παίρνουν τους δρόμους τ’ ουρανού. Αίμα και  πυρ και ατμίδα καπνού, τέρατα γης.

Πίσω από τις εικόνες, οι ραγισματιές του πόνου, της ματαίωσης, της θλίψης, μιας γενικότερης καταστροφής και πτώσης. Ο Αδάμ έξω του παραδείσου.

Μόνο ο έρωτας μπαινοβγαίνει σ’ αυτό το σκηνικό. Ασπροεντυμένη η γυναίκα,  με τα πλούσια εικονισμένα μαλλιά σε παραλλαγές κίνησης, ανακατεμένα ν’ ανεμίζουν ατημέλητα. Ο έρωτας στιβαρός, με τα κορμιά κάποτε βυθισμένα το ένα στο άλλο, κάποτε μάρτυρες της φρίκης, αποκεφαλισμένα να σπαρταρούν. Ο έρωτας, γήινος, κάποτε ουράνιος, ρωγμή στο κοσμικό πάθος.

Όλα όμως αυτά ωθούν σε μια έξοδο λυτρωτική. «Είπες τότε ν’ αναληφθείς, ανέβηκες ψηλά..» Ή καταφεύγει στη θάλασσα με το πρωινό κύμα να τυλίγει το ανθισμένο σώμα. Η λύτρωση , η έξοδος από την τραγωδία. Τα στάσιμα οδήγησαν μέσα από τον εικονισμένο πόνο στην κάθαρση. Ο «Άλλος Χειμώνας» ήγαγε μέσω των τραγικών παθών στο «Ουρανοδρόμιο».