Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

ιστορικο

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΩΤΟ

Έλα, Χριστέ, βοήθα μου με τους αγίους μαρτύρους

τραγούδι για τον τόπο μας μεγάλο ν’ αρχινήσω

τα κάστια της Κύπρου μας τα βάσανα μεγάλα

στους χρόνους της αναβροχιάς  και της αναμπουμπούλας.

 

Βουτώ την πέννα στην καρδιά μαύρα γράμματα γράφει

χρόνους πολλούς στα κάτεργα με το χαλκά στα πόδια.

Δεν ήταν μια δεν ήταν δυο, παλεύει με τις χούφτες

μπήγει τα νύχια στο ψωμί μην του το καταφάνε 

βρακάδες, πάφτωχος λαός,

ανήμπορος γονατιστός σκυφτός στο σκληρό χώμα,

με ιδρώτα και με δάχτυλα στη ζήση του και στην ταφή

στον τόπο με το δάκρυ.

 

Εγγλέζοι, Φράγκοι, Οθωμανοί, γίγαντες πολεμάρχοι

με τις ασπίδες και σπαθιά μ΄ αλόγατα, μπομπάρδες

ξερνούν το σίδερο φωτιά  να τον εξαφανίσουν.

 

Οι σταυροφόροι φέραν μας κακό μέγα και πρώτο

αγέρι πήρε τα μυαλά, παν το σταυρό να σώσουν

κι εμάς καρφώνουν στο σταυρό, λυμαίνονται τον τόπο.

Στα χίλια τόσα κι εκατό και ενενήντα ένα

Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος στη Λεμεσόν κατέβη

άρπαξε τον Ισαάκιο, στη φυλακή τον βάνει,

δεματιαστούς μας πούλησε στους μοναχούς Ναΐτες

κι ύστερα μ ΄άλυσους χοντρούς στους Φράγκους με χρυσάφι

Λουζινιάνους τ’ όνομα, ιππότες αιμοβόρους

ξανθότριχους ευγενικούς, υποκριτές σταβλίτες.

Κάθονται πά΄ στη ράχη μας για να μας γονατίσουν

τρών΄ το ψωμί, τη σάρκα μας, και μισταρκούς μας έχουν

χτίζουν κονάκια, εκκλησιές και πέτρινα παλάτια

γδέρνουν παπάδες, μοναχούς σέρνοντας στα ποτάμια

την πίστη τους ν’ αλλάξουσιν, ορθόδοξοι να πάψουν.

 

 

 

 

Κι ο ποιητής στην Κύπρο μας σαν ήρθε αγαπημένη

έβγαλε λόγο θλιβερό, λόγο ευλογημένο

στου άγιου Νεόφυτου το μνήμα προσκυνώντας.

Πολύς καπνός κι αφόρητος ’πού το βορρά μας ήρθε

γράφει ο άγιος του Θεού, που όλα αυτά τα ζήσε.

 

Μα οι Φράγκοι φέρνουν Βένετους, Κορνάρο Αικατερίνη

κρατούν κλειδιά της θάλασσας, εμπόροι καπετάνιοι

πώς να γεμίσουν το πουγκί, στο νου τους το μαχαίρι

πουλούν ανθρώπους για σκυλιά του κυνηγιού της ράτσας

πατούν παπάδες στο λαιμό, τα αίματά τους πίνουν

Βένετοι δυσωδέστεροι του Φράγκου του ιππότη.

Μα σκαλοπάτια το κακό πολλά κατρακυλάει

κι άλλο χειρότερο όρνεο  σπαράζει τη φυλή μας,

σφίγγει, δαγκώνει Οθωμανός την Κωνσταντίνου πόλιν.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Και  θρήνος έπεσε βαρύς στην Πόλη βασιλίδα

Στα χίλια τετρακόσια πεντήκοντα και τρία.

Απρίλην ως τον Μάιον, Μωχάμετ πολιόρκει

με την τρανήν μπομπάρδαν του, με το στρατό μυρμήγκια.

Πασάδες πείνα και κακό να φαν κορμιά τ΄ανθρώπων

να κλέψουν πολυτίμητα, να βρίσουν, ν΄ ατιμάσουν

και μέσα θείος άγγελος σεμνός με τη ρομφαία,

ο μέγας Κωνσταντίνος

Παλαιολόγος ο φτωχός, άγιος αδικημένος

Δικέφαλος ορίζοντας, κορμί στητό, με την καρδιά καμένη

φως  αυγής, άστρο της γης και τ’ ουρανού στολίδι.

Ολονυχτίς κι ολημερίς στη μάχη και στα κάστρα

ώσπου την Πόλην πήραν την κι  η Παναγία κλαίει.

Πήραν την Πόλην πήραν την, δικέφαλος εσφάγη

Ρωμιοί στις τέσσερις μερκές του κόσμου γονατίζουν

στα χίλια τετρακόσια πεντήκοντα και τρία

Τρίτην ημέραν θλιβερήν, μαύρην φουρτουνιασμένην 

στο μεγαλομονάστηρο, μεγάλη εκκλησίαν

της του Θεού Σοφίας.

Και ο λαός θρηνεί πικρά κι από καρδιάς δακρύζει

 

Κι απλώνουν οι Οθωμανοί στην χριστιανοσύνην

δαγκάνες σάρκες αίματα χυμένα στις πεζούλες.

Νησιά και ξέρες, εκκλησιές, αρχόντισσες κυράδες

νοικοκυρέους, έμπορους, πλοιάρχους, δουλευτάδες.

 

Στα χίλια πεντακόσια και εβδομήντα ένα

ήρθεν κι η ώρα στου νησιού της Κύπρου το μαντάτο

στον Μουχαμέτη τον Πασιά και στου Ισλάμ το ξίφος

Βένετοι, Φράγκοι, χριστιανοί ρωμιοί να φαν το χώμαν.

 

Πλάθει κλαμώντας ο λαός της Κύπρου μας τραγούδι

Οθωμανού τον αρπαγμό, γεννίτσαρου κοπάδι.

 

Οι Βενετοί τους πολεμούν στη Χώραν Αμμοχώστου                                                                                   στα κάστρα και στο άπλωμα, στη θάλασσα, στες πόλεις.

Στα τείχη της Αμμόχωστος γενναίος Βραγαδίνος

τριακόσιες μέρες μάχεται με την ψυχή στο στόμα

διψά, πίνει το δρώμα του, μασά τα σωθικά του 

κι ως έμεινεν χωρίς νερόν, χωρίς ψωμίν, μπαρούτι

άνοιξεν τα χεράκια του έλεος να ζητήσει.

Κι αρπάξαν τον κι εβγάλαν του το δέρμα πέρα ως πέρα

κι επετσοκόψαν το κορμί στους σκύλλους να το ρίξουν

το δέρμαν του με άχυρον χολήν  να το γεμίσουν

την κεφαλήν παλλούκωσαν στην πόλην να γυρίσουν

να δουν γυναίκες και παιδιά στο κλάμα να ραγίσουν.

 

Κι αρπάσσουν κόρες και παιδιά στα πλοία τα φορτώνουν

Μαρία η Συγκλητική λεβεντονιά η ψυχή της

ολόλαμπρη η κορμοστασιά κι ατσάλι στη θωριά της

ανάβει φλόγα στην καρδιά φλόγα και στο μπαρούτι.

Η αποθήκη καίγεται, γαλέρα στον αέρα

κι οι κόρες λεύτερες πετούν σε γαλανόν αιθέρα.

Λίμνες το αίμα χύνουσι, σελίδες τα κορμιά τους

να τις διαβάζουν οι στερνοί να ΄χουν εικονοστάσι

κερί ν’ανάβουν και κρασί στη μνήμη τους να πίνουν

και τους Ρωμιούς στην εκκλησιά πάντα να μακαρίζουν.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΡΙΤΟ

Τριακόσια χρόνια στο ζυγό  τριακόσια χρόνια κλάμα

τριακόσια χρόνια στη σκλαβιά στα γόνατα σερνόνταν

Οθωμανοί κρατούσαν την δεμένην μέρα νύχτα

και στον γκρεμό την έσπρωχναν γυμνή κοκκαλιασμένη

αναμαλλιάρα κι άσχημη, στον νου της σαλεμένη.

Δεντρά, θάμνοι, πετούμενα λιγνά σκελετωμένα

ήλιο δεν έβλεπαν ποτέ, σκοτάδι και μαυρίλα.

Ρημάξασιν οι εκκλησιές, τα σήμαντρα σιγήσαν

τα γράμματα βουβάθηκαν, χρώματα σχήματα νεκρά

ήχοι λεβέντικοι χοροί κλίναν κεφάλι προς τη γη

περίμεναν τον τάφο τους ν’ ανοίξει

και το κορμί να καταπιεί, το πνεύμα τους ν΄ αναπαυτεί.

 

Μόνη, δεμένη μ΄άλυσους,  ξωμάκρυνεν η Δύση

σκοτάδι η Ανατολή και ο Βορράς κι ο Νότος.

Σουλτάνος την επούλειε, σουλτάνος την γαλεύγει

αίμα και δάκρυ, κόκκαλα στεγνά κι αραχλιασμένα

ο χριστιανός ο πάφτωχος σκυμμένος ως το χώμα.

Και μια σηκώνεται και δυο να διώξει τα βαρίδια

γυπαετούς π’ αρπάζουν τον, αφήνουν πεινασμένα

τα τέκνα της φαμέλιας τους,  αδικημένος κόπος

αγράμματος, απαίδευτος, μα η Εκκλησιά κρατά τον.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ο τράχηλος βαρέθηκε με το ζυγό να σκύβει

ώσπου μια φλόγα στην ψυχή, στο νου και στην καρδία

με όρκο στο ευαγγέλιο να ρθει η ελευθερία.

 

Ήρθαν στην Κύπρο Φιλικοί ανθρώπους να μυήσουν

μέσα στα νέφη της σκλαβιάς να δουν φωτός αχτίδα.

Κυπριανός στον θρόνο του της Κύπρου ιεράρχης

άσπρα πολλά τους έταξε, φαΐ, κρασί, μπαρούτι.

Η Κύπρος ήταν μακριά ’πό το βυζί της μάνας

κοντά της ήταν η Τουρκιά, θηλιά εις το λαιμό τους.

Ήξερε πως τον κυνηγούν, στο μάτι, να τον σφάξουν

στην αγκαλιά το ποίμνιο ασφαλισμένο να ΄ναι.

Οι φιλικοί

Γονατιστοί ορκίζονταν εις την αγιά Τριάδα

να μην προδώσουν μυστικό στη μέγγενη κι αν μπαίναν

ορθόψυχα μονόβουλοι, τυφλά να υπακούσουν

δίχα να ξέρουν ποια ήταν κρυμμένη «η Κεφαλή» τους.

 

Άλλοι έκλαιγαν χαρούμενοι, γιατ΄ήρθε η άγια μέρα

άλλοι ψυχοφτερούγιζαν στους οραματισμούς τους.

 

Ήρθαν και στον Κυπριανό, πρώτο των επισκόπων

να τον ορκίσουν και να πουν το άγιο μήνυμά τους

κι εκειός εστάθη ακίνητος, πολύ συλλογισμένος.

Θωρούσε αρπάγες της Τουρκιάς στο δύσμοιρο νησί του

σφαγές, αθώα θύματα, τα σπίτια τους καμένα

τους εδικούς ανήμπορους, στη δίψα και στην πείνα.

 

Ήξερε μαύρη μια ψυχή πως ήταν ο πασιάς τους

άρπαγας, άτιμος, φονιάς, ένα αδηφάγο τέρας.

κι είπεν τους ο Κυπριανός:

 

Φίλοι μου, φίλοι Φιλικοί,

Δεν ημπορώ εις τ΄άρματα την Κύπρο να σηκώσω

μα θέλω μ’ όλο το κορμί, με την ψυχή στο στόμα

μ’ όλη αγαθή τη θέληση, του Πλάστη μου την έγνοια

πολλά να σας συντρέξω, πολλά να βοηθήσω,

κι εγώ να πολεμήσω.

Με το κρασί, με το φαΐ, με τα πολεμοφόδια

όσα καθένας δύναται χρήματα να προσφέρει

να χτίσουμεν ένα Σκολειό, της αλυσίδας λιώμα

φεγγοβολούσα γέννα.

 

Κι όταν η γαλανόλευκη στη Ρούμελη και στο Μοριά 

κυμάτισε σταυρός κι ελευθερία,

και τράνταξε και τρόμαξε την Αυτοκρατορία

εικοσιπέντε του Μαρτιού, δόξα του εικοσιένα

+=========================+===============+=======

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ

 

ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ

Α Παναγία Δέσποινα

Με τον μονογενή σου

Πόψε αρκέφκουν σιαιρετούν

Τα κάλλη σου οι αδρώποι

Φτωσιοί τζιαι κακορίζιτζιοι

Σκλάβοι δκιακονητάες

Με φόον γονατίζουσιν

Αδύναμοι ψαλτάες

ευλαβείς προσκυνητάες.

 

Να δκιώξεις που τον τόπο μας

Τον τούρκον ματζιελλάρην

Να καθαρίσει η θάλασσα

Να λάμψει το ηλιούιν

Να πρασινίσουν τα βουνά

Χαρά στα ελιοχώρκα

Να βκουν στους κάμπους τα παιδκιά

Ν’ ακούσουμε καμπάναν

Απού το Ριζοκάρπασον

Απόστολον Αντρέαν

Ως την Τζιερύνειαν, Δκιόρυος,

Μόρφου τζιαι τα Βαρώσια.

 

Δέσποινα Παναγία μου

Δώσ μας τζιαι νουν τζιαι φώτισην

Δώς μας ψυχιήν τζιαι δύναμιν

Δώς μας ελευθερίαν

Να ψάλλουμε στη χάρη σου

Τη υπερμάχω στρατηγώ

Τζι εμείς τα νικητήρια

Ευχαριστήρια.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

ΠΑΝΤΙΕΡΑ

 

ΠΑΝΤΙΕΡΑ

 

Τζ΄ήρτασιν γρόνοι δίσεχτοι

Βριχτοί, γεματωμένοι,

Το τουρκολόιν τράουλλοι

Πατούν την γην τζιαι τρέμει

 

Μα εσού στα φυλλοκάρκια σου

Ψηλώνεις την παντιέραν

Αρπάσσεις άσπρον το παννίν

Τζι΄έναν σταυρόν στην μέσην

Βάφφεις λουλλάτζιιν καθαρόν

Βάλλεις ολόγρουσον σταυρόν

Που πάνω στο στυλιάρι

 

«Σσιύψετε ούλλοι, Γριστιανοί-

Εβλόγησέ μας Δέσποινα

Με τον Μονογενή σου

Τζιαι βάρ΄ μας την ευτζιήν σου

Να λευτερώσουμεν τη γην

Κόκκαλα των παππούδων

Αγάλματα κονίσματα

Δρώμαν της τέχνης των παλιών

Τζαι της ψυσιής τους μούσκος

Αθάνατος τζι αιώνιος

Στον τόπον μας τζιαι στης καρκιάς

Τα πιο βαθκιά τα σωθικά

Ο θεμελιός του κόσμου

 

Δεντρόν τζιαι σιος για τα παιδκιά

Μουσκομυρίζουν τα στενά

Ρωμιόν, Γριστόν τζαι Παναγιάν».

 

Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

Καιρό να ιδωθούμε

 

Καιρό να ιδωθούμε

Καμιά πενηνταριά χρόνια

Κι εσύ κυκλοφορείς με συρματοπλέγματα

Στεφάνι ακάνθινο

Μάσκες και κόκκινα φουστάνια.

Τους είδα που πατούσαν στους δρόμους τα πτώματα

Το τανκς που περνούσε πάνω από το αυτοκίνητο του φίλου

Τις ομοβροντίες από τα καράβια

Τον ξεσπιτωμό της θειας μου

Μόλις που πρόλαβαν τον Γαβριήλ

Ο Μιχαήλ δεν προλάβαινε.

Κι είναι μερικοί που πίνουν καφεδάκι

Κοιτώντας το κάστρο

Μνημούρι του πλοίου εκείνου

Βλέπουν ξεχνώντας, λησμονώντας, διαγράφοντας

Τυφλωμένοι, κουφοί,

«άνοιξε πέτρα για να μπω»

Για λίγο ανασταίνονται τα τζούποξ των μαγαζιών

Όμως εδώ, πολλοί

Χωρίς να σε βλέπουμε

Σε λαχταρούμε

Σου ράβουμε τα γαλάζια σου

Ετοιμάζουμε αγκάλες

Μιλάμε για μεγάλες αγάπες!

Εμείς δεν ξεχνούμε!

 

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Καιρός

 

ΚΑΙΡΟΣ

Σαν αέρας χτυπούσε τις πόρτες

Τα παραθυρόφυλλα στην πράσινη γραμμή

Ξεβαμμένα,

Με τα λέπια ν’ ανοίγουν φτερά για ουρανό

Κι έπεφταν στο χώμα

Υδρορροές μπουκωμένες χόρτα

Στα κεραμίδια κήπος τ΄αγκάθια

Ένα γύρο νεοσσοί

Και στο νάρθηκα της εκκλησιάς

Τα χελιδόνια.

 

Τα χρόνια μας σκαρφάλωναν στο πλιθάρι

Ετοιμόρροπες οικοδομές

Μνημονοχάρτια πολλά

Ένα ένα τα’ παιρνε ο παπάς

Παρουσιάστε! Τόσες δοκιμές πριν την εμφάνιση

Δεν ήταν μια επιθεώρηση στα άλλες.

 

Κυριακή του Ασώτου, της Απόκρεω, της Τυρινής

Η κρίση, ο Αδάμ απέναντι του παραδείσου

Λίγο ζαλισμένος, αλλά υπεύθυνος άνθρωπος

Διαζευγμένος, συμφιλιωμένος,

Χέρι με χέρι στον πόλεμο και στην ειρήνη

Στην αρρώστια και στη χαρά.

 

Ξεφλουδίζουν τα μαλλιά

Ρυτιδωμένο πρόσωπο

Η ψυχούλα μπαίνει στην κολυμβήθρα

Δεν είναι βαθιά τα νερά

Καλύτερα σε μια θάλασσα βαθιά και πλατιά

Ν’ αποβάλει τα βαρίδια

Τις στολές των ναρκαλιευτών

Τις μάσκες.

Προ πάντων τις μάσκες.

Ν’ ανασάνει.

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Καθηλωμένα

 

Καθηλωμένα

Με το δίκιο τους οι γονείς των μαθητών Γυμνασίων διαμαρτύρονται γιατί δεν ανοίγουν τα σχολεία, να βγουν τα παιδιά από το σπίτι, να ξεμουδιάσουν, να κοινωνικοποιηθούν, να δουν τους φίλους και τις φίλες, δασκάλους και δασκάλες, να ξαναζήσουν τη μαθητική ζωή. Καθηλωμένοι στον υπολογιστή, άλλοι με μαξιλάρι στο τραπέζι, άλλοι μισο παρακολουθώντας, ε δεν είναι το ίδιο να κάθεται ένα παιδί και να ακούει, να ακούει και να μετέχει κατά το δοκούν,  ενώ τώρα την άνοιξη έξω τα πουλιά, ο ήλιος, τα δέντρα το καλούν, «Λάζαρε, δεύρο έξω». Μα κι αν βγει έξω, κι αν ξαναπάει σχολείο,  δεν θα γελάσει, αφού το περιμένουν διαγωνίσματα και διαγωνίσματα…είναι τόσο αναγκαία; Κάντε και καμιά έκπτωση!

Περάσαμε κι εμείς τα ίδια κάποτε, όταν μας έκλειναν τα σχολεία οι Εγγλέζοι, δεν θέλαμε και πολλά, μια σημαία στο σχολείο και την άλλη μέρα έκλεινε. Τότε συνέλαβαν την ιδέα να μεταβαίνουμε στα σπίτια των καθηγητών μας και να παρακολουθούμε τα μαθήματα, κι εμείς με τα ποδήλατα αρχίζαμε τους γύρους, δεν πηγαίναμε και πάντα, άλλος καθηγητής δεν είχε καρέκλες και μας έβαζε να κάτσουμε στο περβάζι της τζαμαρίας του, άλλος είχε δουλειά, άλλος μας εξέταζε στα σκαλοπάτια μεγάλης οικίας της Λευκωσίας, ακόμα και στην εκκλησιά της Χρυσαλινιώτισσας είχε στηθεί πίνακας κι έκαναν μάθημα, Λογιστικές και τέτοια, απόδειξη πως κρυφό σκολειό υπήρχε στην Κύπρο, κι ας γίνονται τόσοι «επιστημονικοί» αγώνες για να αποδειχτεί πως κρυφό σκολειό δεν υπήρχε.

Τα παιδιά μας ούτε πέρσι παρακολούθησαν ζωντανό μάθημα (άκου «φυσική παρουσία»!) ούτε και φέτος, κατά που φαίνεται. Να δοξολογήσουμε την τεχνολογία, άντε να την δοξολογήσουμε, αλλά όρια παντί πράγματι! Κι εμείς εδώ έχουμε επικίνδυνα ξεπεράσει τα όρια, «υπερέβησαν τα εσκαμμένα» κατά που μας έλεγε το ραδιόφωνο τις φονικές μέρες του 1974. Η αγγλοκρατία συνεχίζεται, η τουρκοκρατία συνεχίζεται, να κάμουμε και καμιά επανάσταση του 21 ρε παιδί μου…

ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝ

 

ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝ

Μπορούμε να πούμε πως ο Αντρέας Καραγιάν είναι ο κατεξοχήν ερωτικός συγγραφέας της Κύπρου, γιατί στο έργο του ο έρως παντός είδους πρωταγωνιστεί, χωρίς να υποβιβάζεται αλλά αντίθετα να ανάγεται με την προσωπική του γραφή και μοναδική ψυχοσύνθεση σε τέχνη λόγου με τις φιλοσοφικές και πνευματικές γενικότερα αναζητήσεις του.

Νοσταλγική η αναφορά του στα παιδικά και νεανικά χρόνια του, από τη γειτονιά της Λευκωσίας σε τόπους πολλούς, ιδιαίτερα αγαπητούς του, με τη ζωή της δεκαετίας του πενήντα ως την επάνοδό του στα όνειρά του και στη δεύτερη ζωή του σ’ αυτήν τη γειτονιά. Κόσμος πολύς, στενοί και άλλοι φίλοι και φίλες, η οικογένειά του, και τα αγαπημένα του γατάκια. Κοσμογυρισμένος, ένα μείγμα πολλών θρησκειών και εθνοτήτων, γνώστης πολλών προσώπων και καταστάσεων, παρακολουθεί τη σύγχρονη ζωή, την πολιτική κατάσταση του τόπου, τον προβληματίζει, έχει τις ιδέες του και τις εκφράζει, αφανάτιστος, και μη οπαδός.

Ανατρέχει στην ιστορία του ιδίου και του τόπου, γιατί οι αναφορές στο παρελθόν είναι πολλές, άνετα κινείται στο χώρο και στον χρόνο, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό με την αγαπημένη του Αλεξάνδρεια, στη φαντασία και στην πραγματικότητα, στη λογική και στο συναίσθημα, με μια γραφή πλούσια σε είδη, από απλή ως εκλεπτυσμένα ποιητική.

Ευαίσθητος σε πολλά, με ορατή ειρωνεία, εκφραστική του χαρακτήρα του, ευγενικός και χαρίεις εν πολλοίς. Οι γνώσεις του ποικίλες σε λογοτεχνία και τέχνη, ζωγραφική, μουσική, κινηματογράφο, οι αισθητικοί προβληματισμοί του, η αναγωγή από το μερικό στο γενικό, οι αναφορές σε συγγραφείς και έργα κινηματογράφου οδηγούν και τον αναγνώστη σε αναζήτηση και διεύρυνση των οριζόντων του. Ο συγγραφέας είναι καλλιτέχνης στη ζωή και στον τρόπο που τη διάγει, βιώνει και δημιουργεί.

Αγωνίστηκε για την ειλικρίνεια και την πέτυχε, κι έτσι  μπορεί να γίνει λόγος και για την ηθική του, που σίγουρα τον προβλημάτισε και με τη μελέτη τον οδήγησε στη σωστή σύλληψη του ηθικού, δηλαδή της ελευθερίας και της ανάληψης ευθύνης, της πράξεως του καλού και της αποφυγής του κακού.

Δεν είναι παράξενο που το Θρησκευτικό στοιχείο δεν απουσιάζει από το έργο του, αντίθετα, από την παιδική του ηλικία ως τώρα, οι γνώσεις του και οι αναζητήσεις του τον οδήγησαν σε ένα πανθεϊσμό, δεν τον άφησαν όμως εκτός του κύκλου της θρησκείας.

Το έργο του δομικά παρουσιάζει ποικιλία σύνθεσης, με τα μέρη να απαρτίζουν ένα όλον ευπρόσδεκτο, με τους αναβαθμούς του πεζού και ποιητικού, από τον εξομολογητικό τόνο ως τον ειρωνικό, προπάντων όμως ως έκφραση εαυτού, κι αυτό είναι το κύριο, ότι ο αναγνώστης γνωρίζει ότι ο συγγραφέας είναι ειλικρινής και είναι ο εαυτός του με όλες τις διακυμάνσεις από την απλή παρατήρηση ως την αναγωγή στην τέχνη και τη φιλοσοφία, με την κυκλική θεώρηση της ζωής, με φιλοσοφικά και θρησκευτικά ανοίγματα όχι μόνο στην παρούσα αλλά και στη μέλλουσα, είτε ως οπαδός της στωικής φιλοσοφίας είτε χριστιανικών αντιλήψεων. Ο κύκλος κλείνει.

Γενικά, η πορεία του στη δημιουργία ευρωπαϊκού μυθιστορήματος νομίζω πως πέτυχε.

Στέλιος Παπαντωνίου

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

πενταμερής

 Η ΠΕΝΤΑΜΕΡΗΣ

Άτυπη, τυπική, έντυπη, ανάτυπη, όπως και να ‘ναι, πενταμερής θα είναι, άρα πέντε ίσα μέρη, οι Ελληνοκύπριοι εξισωμένοι με τους Τουρκοκύπριους, το 80 με το 20, οι πρώην δυνάστες Τουρκία και Αγγλία, η Τουρκία είναι και νυν δυνάστης, εισβολέας, καταστροφέας, και πέμπτη η ονειρώδης Ελλάς. Το οποίον, απουσιάζει η Κυπριακή Δημοκρατία, ως μη υπάρχουσα ή ως τεθνεώσα, και μένουν οι δυο κοινότητες. Μόνο στην Κύπρο συμβαίνει κι αυτό το παράδοξο, να μη λαμβάνονται υπόψη οι μονάδες των πολιτών ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, εθνικότητας και να μετρούν οι κοινότητες. Οθωμανικό το κακό, αλλά δεν ισχύει για την Τουρκία, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει τους πάντες ενωμένους κάτω από τη σκούφια «Τούρκος», έστω κι αν είναι Κούρδος ή Αρμένης ή τόσες φυλές της γης κατοικούν σε μια χώρα, ο Ερντοάν έχει πάντα τα τέσσερα δάχτυλα ενωμένα και χαιρετά, μια πατρίδα, μια γλώσσα, μια θρησκεία, ένα κράτος, γι’ αυτούς ισχύει και διά της βίας, για μας δεν ισχύει η ενότητα του κράτους και η δημοκρατική λήψη αποφάσεων. Οι κοινότητες. Και τη φάγαμε τη χυλοπίτα από τότε, που οι Εγγλέζοι μας διαχώριζαν σε μουσουλμάνους και μη, όπως οι Οθωμανοί, πριν μας πουλήσουν ως αιγοπρόβατα στο γαλαζοαίματο άγγελο του σατανά, τον Άγγλο!

Οι Τούρκοι τα έχουν σχεδιάσει από τη δεκαετία του πενήντα, και τα επιβεβαιώνει ο Νταβούτογλου στο «Στρατηγικό βάθος», οι Εγγλέζοι απέκτησαν τις βάσεις τους, καθοδηγούν και καθοδηγούνται από τους Τούρκους, έχουν μάλιστα λέει και νέες ιδέες, οι Τουρκοκύπριοι σήκωσαν παντιέρα, τους την σήκωσαν,  θέλουν δικό τους κράτος, κι εμείς τα παπαγαλάκια τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως την περιγράφουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, ένα ποιηματάκι για νηπιαγωγείο ως κομματικά φροντιστήρια, εύπεπτο και εύκολο στην αποστήθιση, ανάθεμα αν ξέρει κανένας τι περιγράφουν τα ψηφίσματα, είχαμε τόσα υπέρ μας, τα ξεχνάμε, και θυμόμαστε μόνο όσα συμφέρουν στους Τούρκους, τι συμβαίνει ρε παιδιά;

Συμπέρασμα; Είτε επιτύχει είτε αποτύχει η πενταμερής, δίνουμε δικαίωμα σε όλους να έχουν λόγο στο μέλλον μας, ανεξάρτητα αν απορρίψαμε με δημοψήφισμα το σχέδιο Ανάν. Τα σχέδια, όπως υποστηρίζουν οι μέλλοντες να μετάσχουν είναι: « τουρκοκυπριακό κράτος», «τουρκοκυπριακό κράτος», «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία», «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία» και «αρχίστε τις συνομιλίες κι έχω καινούργιες ιδέες να τα βρείτε», λεν οι άγγελοι του κακού.

Μέλλον καταδικασμένο από χέρια, πόδια και προπάντων από τρομερούς εγκεφάλους. 

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

απελευθέρωση πατρίδας

 

ΑΠΕΛΕΥΕΡΩΣΗ ΠΑΤΡΙΔΑΣ

Αγαπητή μου πατρίδα, αγαπητή μου απελευθέρωση, που λεν και τα δυο μεγάλα κόμματα, που εργάζονται σκληρά για την «απελευθέρωση και την επανένωση της πατρίδας», θυμάσαι που χαιρετούσαμε τους εξ Ελλάδος αδελφούς, «γεια σου ρε πατρίδα», ο πατρίδας ή η πατρίδα ήταν πολύ μεγάλη κάποτε, ήταν όλη η Ελλάδα κι ο ελληνισμός όπου γης, καμάρι να βλέπαμε την παρέλαση στη Νέα Υόρκη, να πούμε, 25 του Μάρτη καλή ώρα, λοιπόν, η πατρίδα μίκρανε κι έμεινε μόνο η Κύπρος από τον καιρό που εγκαταλείψαμε την ένωση, κι η Κύπρος πιάνει από απόστολο Αντρέα ως τον Ακάμα κι από την Κερύνεια ως το Ακρωτήρι, άρα είναι μέσα κι η γειτονιά μου στη Χώρα και το τουρκοπατημένο και κατακλεμμένο σπίτι μου στη Μόρφου, κι όταν λέμε απελευθέρωση ξεχνάμε και τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, αλλά αυτός μιλά για κόψη του σπαθιού, τρομερά πράματα, αίματα και πολέμους, εμείς απελευθέρωση, μέσω συνομιλιών, ειρηνικοί μοδέρνοι άνθρωποι, έστω, αλλά απελευθέρωση και του σπιτιού μου, άρα αγαπητοί μου κομματάρχες, αν δεν απελευθερωθεί το σπίτι μου από τον Τούρκο που το χαίρεται τόσα χρόνια χαράμι του κακό χρόνο να’ χει, κι αν δεν φύγουν τα τουρκικά στρατεύματα, κι αν δεν μπορώ να κυκλοφορώ ελεύθερος σε όλη την πατρίδα, τι επανένωση κι απελευθέρωση πατρίδας τσαμπουνάτε και άλλα ηχηρά, φτου στα μούτρα σας, το λιγότερο!

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Μακρυγιάννης

 

Στρατηγός Μακρυγιάννης

Ένας από τους πιο ένδοξους και ξακουστούς αγωνιστές του 1821 ο στρατηγός Μακρυγιάννης, Γιάννης μόνο, κι ύστερα προστέθηκε το μακρύς λόγω ύψους, με μια λέξη Μακρυγιάννης, επίθετο Τριανταφύλλου που δεν χρησιμοποίησε, γεννήθηκε στο Αβορίτι, περιοχή Λιδορικιού στα 1797, από φτωχούς γονιούς, ορφάνεψε σε μικρή ηλικία, τον πατέρα του σκότωσαν οι Τούρκοι, η μάνα του τον γέννησε στα χωράφια, έπιασε λίγα χόρτα και τον περιτύλιξε, κι αργότερα για να σωθούν από τους Τούρκους οι άλλοι, όταν τους έδιωχναν από το χωριό, την συμβούλευαν να το σκοτώσει αλλά αυτή το αρνήθηκε λέγοντας πως ο Θεός θα μας τιμωρήσει αν κάμουμε τέτοιο έγκλημα.  Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον. Φορτώνοντας τα ξύλα ᾿σ το νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη-της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη-της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου-εις τα ξύλα και από-πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν. Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου. Οι Τούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από ᾿να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ᾿ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ᾿ έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει «Η αμαρτία του βρέφου θα μας χάση,» τους είπε περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι᾿ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομε»... η μητέρα μου κι᾿ ο Θεός μας έσωσε.

Άρχισε να εργάζεται σε μικρή ηλικία, πήγε σ΄έναν έμπορο, τον Λιδωρίκη κι έμαθε να κερδίζει λεφτά. Εργατικότατος, με μεγάλη θέληση, από τις πρώτες του μνήμες ήταν όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων του έδωσε ένας την πιστόλα του, έριξε και την έσπασε, τον έδειρε κι αυτός κατέφυγε στον άη Γιάννη να του παραπονεθεί, κλαίοντας- Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με βάλαν να εργάζωμαι σε έναν εκατό παράδες τον χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια. Αφού έκανα πολλές δουλειές, ήθελαν να κάνω κι᾿ άλλες δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποιώμαι τα παιδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός μου. Δεν ήθελα να κάμω αυτό το έργον και μ᾿ έδερναν και οι αφεντάδες και οι συγγενείς. Σηκώθηκα και πήρα και άλλα παιδιά και πήγαμεν εις Φήβα. Η κακή τύχη και εκεί οι συγγενείς ήρθαν και μας πιάσανε και με φέραν πίσω εις την Λιβαδειά και εις τον ίδιον αφέντη. Και την ίδια ᾿πηρεσία ξακολουθούσα κάμποσον καιρόν. Τότε δια-να γλυτώσω από αυτήν την ᾿πηρεσίαν, ότι η φιλοτιμία μου δεν μ᾿ άφηνε ήσυχον ούτε μέρα ούτε νύχτα, άρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια των παιδιών και της ίδιας μου μητέρας και έφευγα μέσα τις ράχες. Και μ᾿ αυτό βαρέθηκαν και με λευτέρωσαν, ότι αυτείνη η ᾿πηρεσία μ᾿ είχε καταντήση να χαθώ. Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με εκείνον μιαν ημέρα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ᾿ Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι μό᾿ ᾿δωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ᾿ έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ᾿ έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μό᾿ ᾿γινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα-εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι᾿ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες τ᾿ είναι αυτό οπού ᾿γινε ᾿σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν;» Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι᾿ ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.

Γομάρι είμαι να με δέρνουν; Πολύ μικρός ο Μακρυγιάννης έχει αναπτυγμένη μέσα του την έννοια της αξιοπρέπειας, δεν ήταν δουλειές να τον βάλουν, και δεν μπορούσε κανείς να τον χτυπήσει, δεν είναι ζώο,  σήμερα ούτε τα ζώα χτυπούμε, να όμως που την αξιοπρέπεια την έχουμε παραμερίσει εν πολλοίς ή εν ολίγοις ή φαινομενικά- μακάρι- γιατί η συμπεριφορά μερικών πολιτικών ιδιαίτερα απέναντί μας είναι συμπεριφορά γαϊδουριών προς ομοίους τους, προσπαθούν να μας πουλήσουν αναξιοπρεπή λύση του κυπριακού, να μας υποτάξουν στον τουρκικό ζυγό, εδώ ούτε στον συνανθρώπινο ζυγό δεν υποτάχτηκε ο Μακρυγιάννης, έκαμε περιουσία, αγόρασε ύστερα ασημένια όπλα και πήγε στον άη Γιάννη, του δώρισε μια τεράστια ασημένια καντήλα, να τον ξεπλερώσει που άκουσε το παράπονό του.

Διακόσια χρόνια από το εικοσιένα, ας ξυπνήσουν οι δούλοι στην ψυχή.

Στέλιος Παπαντωνίου