Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Μακρυγιάννης

 

Στρατηγός Μακρυγιάννης

Ένας από τους πιο ένδοξους και ξακουστούς αγωνιστές του 1821 ο στρατηγός Μακρυγιάννης, Γιάννης μόνο, κι ύστερα προστέθηκε το μακρύς λόγω ύψους, με μια λέξη Μακρυγιάννης, επίθετο Τριανταφύλλου που δεν χρησιμοποίησε, γεννήθηκε στο Αβορίτι, περιοχή Λιδορικιού στα 1797, από φτωχούς γονιούς, ορφάνεψε σε μικρή ηλικία, τον πατέρα του σκότωσαν οι Τούρκοι, η μάνα του τον γέννησε στα χωράφια, έπιασε λίγα χόρτα και τον περιτύλιξε, κι αργότερα για να σωθούν από τους Τούρκους οι άλλοι, όταν τους έδιωχναν από το χωριό, την συμβούλευαν να το σκοτώσει αλλά αυτή το αρνήθηκε λέγοντας πως ο Θεός θα μας τιμωρήσει αν κάμουμε τέτοιο έγκλημα.  Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον. Φορτώνοντας τα ξύλα ᾿σ το νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη-της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη-της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου-εις τα ξύλα και από-πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν. Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου. Οι Τούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από ᾿να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ᾿ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ᾿ έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει «Η αμαρτία του βρέφου θα μας χάση,» τους είπε περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι᾿ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομε»... η μητέρα μου κι᾿ ο Θεός μας έσωσε.

Άρχισε να εργάζεται σε μικρή ηλικία, πήγε σ΄έναν έμπορο, τον Λιδωρίκη κι έμαθε να κερδίζει λεφτά. Εργατικότατος, με μεγάλη θέληση, από τις πρώτες του μνήμες ήταν όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων του έδωσε ένας την πιστόλα του, έριξε και την έσπασε, τον έδειρε κι αυτός κατέφυγε στον άη Γιάννη να του παραπονεθεί, κλαίοντας- Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με βάλαν να εργάζωμαι σε έναν εκατό παράδες τον χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια. Αφού έκανα πολλές δουλειές, ήθελαν να κάνω κι᾿ άλλες δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποιώμαι τα παιδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός μου. Δεν ήθελα να κάμω αυτό το έργον και μ᾿ έδερναν και οι αφεντάδες και οι συγγενείς. Σηκώθηκα και πήρα και άλλα παιδιά και πήγαμεν εις Φήβα. Η κακή τύχη και εκεί οι συγγενείς ήρθαν και μας πιάσανε και με φέραν πίσω εις την Λιβαδειά και εις τον ίδιον αφέντη. Και την ίδια ᾿πηρεσία ξακολουθούσα κάμποσον καιρόν. Τότε δια-να γλυτώσω από αυτήν την ᾿πηρεσίαν, ότι η φιλοτιμία μου δεν μ᾿ άφηνε ήσυχον ούτε μέρα ούτε νύχτα, άρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια των παιδιών και της ίδιας μου μητέρας και έφευγα μέσα τις ράχες. Και μ᾿ αυτό βαρέθηκαν και με λευτέρωσαν, ότι αυτείνη η ᾿πηρεσία μ᾿ είχε καταντήση να χαθώ. Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με εκείνον μιαν ημέρα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ᾿ Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι μό᾿ ᾿δωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ᾿ έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ᾿ έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μό᾿ ᾿γινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα-εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι᾿ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες τ᾿ είναι αυτό οπού ᾿γινε ᾿σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν;» Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι᾿ ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.

Γομάρι είμαι να με δέρνουν; Πολύ μικρός ο Μακρυγιάννης έχει αναπτυγμένη μέσα του την έννοια της αξιοπρέπειας, δεν ήταν δουλειές να τον βάλουν, και δεν μπορούσε κανείς να τον χτυπήσει, δεν είναι ζώο,  σήμερα ούτε τα ζώα χτυπούμε, να όμως που την αξιοπρέπεια την έχουμε παραμερίσει εν πολλοίς ή εν ολίγοις ή φαινομενικά- μακάρι- γιατί η συμπεριφορά μερικών πολιτικών ιδιαίτερα απέναντί μας είναι συμπεριφορά γαϊδουριών προς ομοίους τους, προσπαθούν να μας πουλήσουν αναξιοπρεπή λύση του κυπριακού, να μας υποτάξουν στον τουρκικό ζυγό, εδώ ούτε στον συνανθρώπινο ζυγό δεν υποτάχτηκε ο Μακρυγιάννης, έκαμε περιουσία, αγόρασε ύστερα ασημένια όπλα και πήγε στον άη Γιάννη, του δώρισε μια τεράστια ασημένια καντήλα, να τον ξεπλερώσει που άκουσε το παράπονό του.

Διακόσια χρόνια από το εικοσιένα, ας ξυπνήσουν οι δούλοι στην ψυχή.

Στέλιος Παπαντωνίου