Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Αρκεί σοι η χάρις Μου


Αρκεί σοι η χάρις Μου
του Στέλιου Παπαντωνίου 

«Τι να σε πω, παιδί μου! απήντησε τότε η μήτηρ μου, σύννους καθὼς ήτον. Ο Πατριάρχης είναι σοφὸς και άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει όλες τες βουλές και τα θελήματα του Θεού και συγχωρνά τες αμαρτίες όλου του κόσμου. Μα τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίσει τι πράγμα είναι το να σκοτώσει κανείς το ίδιο το παιδί του! Οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων και εγώ εσιώπησα.»

Ο Βιζυηνός στο διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» παρουσιάζει μια μάνα που χωρίς να το θέλει πλάκωσε και θανάτωσε έτσι το νεογέννητο παιδάκι της ενώ κοιμόνταν. Το αμάρτημα αυτό την κατατρύχει σ’ όλη της τη ζωή, κι ο γιος της θεωρεί καλό να την πάρει στον Πατριάρχη να εξομολογηθεί, ίσως νιώσει ανακούφιση.  Στο τέλος όμως η μάνα αποφαίνεται πως ο Πατριάρχης, αφού δεν έκαμε παιδιά, δεν μπορεί να ξέρει τι σημαίνει πόνος για την απώλεια ενός τέκνου εξ ιδίας υπαιτιότητας.

Αυτές τις μέρες - και μη εξ ιδίας υπαιτιότητας - ο καθένας μας στην Κύπρο, άλλος λίγο άλλος πολύ,  αίρει το σταυρό του από την οικονομική λαίλαπα, τα αποτελέσματα της οποίας δεν είναι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά και ψυχολογικά. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, κι ίσως ο ένας να μην μπορεί να συλλάβει εύκολα την κατάσταση του άλλου, να επιμετρήσει το μέγεθος του προβλήματος του καθενός, παρόλα τα κοινά. Γι’ αυτό, σεβόμενος ο καθένας τον πόνο του άλλου, ας αποφύγει δασκαλίστικες συμβουλές. Καιρός μάλλον για μια πραγματική «μετάνοια», με τη σημασία της αναγκαστικής αλλαγής νοοτροπίας. Να οπλιστούμε ο καθένας με την πανοπλία της υπομονής, της εργατικότητας και της αλληλεγγύης, ώστε να διαβούμε τα κακοτράχαλα μονοπάτια της απενταρίας που θα μας πληγώνουν όχι τα γόνατα, μα την ίδια την αξιοπρέπεια, και όλοι μαζί να σπρώξουμε το φως στην ανατολή του.

Τα κείμενα από αρχαιοτάτων χρόνων έχουν κατατεθειμένο πλούτο σοφίας και διδάγματα και πώς θα αποφεύγαμε και πώς μπορούμε να διαβούμε την κακιά σκάλα. Κι ο ιστορικός Θουκυδίδης και η στωική φιλοσοφία και τα διδάγματα της χριστιανικής θρησκείας και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κατευθύνουν τα διαβήματά μας, οδηγούν σε απαντήσεις.  Πάντα όμως το ερώτημα είναι αν όλα αυτά είναι βοηθητικά στην πραγματική απογοήτευση, στην πραγματική εγκατάλειψη, στον  πραγματικό πόνο, όπως ο καθένας τον βιώνει αυτές τις μέρες. Βρίσκει ο δάσκαλος στα διδάγματα διέξοδο;  Τον έχουν ως τώρα βοηθήσει στις δύσκολες στιγμές ή είναι απλώς μεταποίηση των βιωμάτων σε λόγο, με την εκλογίκευση προσπαθεί να κατανοήσει και να διαχειριστεί με τη βοήθεια και της πείρας άλλων ή της δικής του, την κατάσταση μέσα στην οποία βυθιζόμαστε; Ένα από τα όπλα του ανθρώπου είναι η εκλογίκευση, ένα όμως άλλο μεγάλο είναι η πίστη, η καταφυγή στη μόνη προστασία των πιστών.  Εκλογικεύοντας, αναλύουμε λογικά τα όσα επιτρέπεται να πληροφορηθούμε δεδομένα και προσπαθούμε να κατανοήσουμε, να αποφασίσουμε, να τοποθετηθούμε. Η πίστη υπερβαίνει όλα αυτά. Αφετέρου όμως, ο εσωτερικός κόσμος του καθενός μας γέμει συμβουλών των γονιών, των δασκάλων, όλο και κάτι θυμόμαστε από τα εκκλησιαστικά λόγια, όλο και κάποια ιστορία μας θυμίζει τρόπους αντιμετώπισης κινδύνων. «Εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως, που ξέρεις από φάρμακα» λέει ο Καβάφης. Άλλος λοιπόν προστρέχει στην Ποίηση, άλλος στην Ιστορία, άλλος στη  Θρησκεία, άλλος στη Φιλοσοφία, να βρει τα φάρμακα για την παρούσα συγκυρία, άλλος στους φίλους και στους συγγενείς και προπάντων «ένδον σκάπτει», στο χρυσωρυχείο της καρδιάς και του νου. Κι όπως συμβαίνει με το θάνατο αγαπημένων προσώπων, αν προετοιμαζόμαστε μαζί τους, δεχόμαστε και καρτερούμε το τέλος, αν όμως είμαστε απροετοίμαστοι, χρειαζόμαστε χρόνο μετά από το απροσδόκητο να συνέλθουμε και να χωνέψουμε το κακό, έτσι και στην παρούσα κατάσταση, επειδή αυτή μας βρήκε απροετοίμαστους, πράγμα για το οποίο κάποιοι φταίνε, πήραμε λίγο χρόνο με την απορριπτική πρόταση της βουλής, αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε το χάος π’ άνοιξε κι έκλεισε το τραπεζικό παρελθοντικό πια μοντέλο μας,  και τώρα χρειαζόμαστε τον καιρό του ο καθένας, όχι να βρει τα πόδια του αλλά προπάντων την ψυχική δύναμη να αντιπαλέψει με τους καθημερινούς κινδύνους.

Το ιστορικό παρελθόν και η πείρα από το 1974 προδικάζουν επιτυχία στον αγώνα, γιατί και δουλευταράδες είμαστε και υπομονετικοί και πεισματάρηδες, με ψυχικά αποθέματα που έρχονται στην επιφάνεια, όταν τα χρειαζόμαστε. Κανένας δεν μας υποσχέθηκε πως ζώντας σ’ αυτό τον τόπο, αυτή την εποχή, θα ζούμε ζωή χαρισάμενη.

«Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται», είπε ο Χριστός στον Παύλο, όταν ζητούσε να τον απαλλάξει από μια ασθένειά του. «Αρκεί σοι η χάρις μου», του είπε.   

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013


ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ, ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΒΙΒΛΙΟ (ΔΒ=διπλό βιβλίο)


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
1 ΑΟΥΤΕΛ-ΑΟΥΤΟ ΕΛΕΚΤΡΙΚΑ
2. ΤΟ ΞΥΛΑΔΙΚΟ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ η ρωμαίικη ρίζα του συγγραφέα
3. Ο ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ Ο συγγραφέας νιώθει όπως ο μικρός Γερμανός που βρέθηκε στο δάσος όπου είχε ζήσει χρόνια,  και όταν μπήκε στην κοινωνία χάθηκε κανείς δεν ξέρει πώς. Η έρημη χώρα, η άγνωστη με τους εφήμερους έρωτες και τη σύγχρονη αλλοτρίωση.
4. ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΡΑΦΤΗ θρηνητικό για τον πατέρα του συγγραφέα
5. ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΦΤΥ - ΦΙΦΤΥ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ Ο έρωτας για την Έρικα που έφυγε.
6. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΚΟΥΔΑ ΤΟΥ ΠΙΝΔΟΥ Ο φίλος Σκουρογιάννης που επέστρεψε στην πατρίδα, ο τελευταίος άνθρωπος στο Ντοπρίνοβο κι η τελευταία αρκουδίτσα του Πίνδου.
7. ΤΑ ΓΟΥΔΟΧΕΡΙΑ, τα δυο δάχτυλα του Γερμανού, που τον εισάγει στα μυστικά του συνδικαλισμού και της εργασίας, όχι της δουλείας.
8. Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΟΛΑΩΝ η αδελφή κι ερωμένη του-
 ΜΟΎΣΑ/ΕΜΠΝΕΥΣΗ   συγγραφέα, η διπλή ζωή στο διπλό βιβλίο, τα όνειρα κι η καταστροφή τους.
9. ΕΠΙΛΟΓΟΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ . ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Διπλό βιβλίο γιατί
ΔΒ Τόπος, Γερμανία, όπου ο ήρωας εργάτης ανειδίκευτος και Ελλάδα, η πατρίδα.
Χρόνος παρελθόν, παρόν, μέλλον.
Ιστορικός χρόνος, μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μετά τον εμφύλιο ως τη δικτατορία του 1967 και την πτώση της με την εισβολή στην Κύπρο του 1974.
ΔΒ Ο συγγραφέας – ήρωας του βιβλίου εμφανίζεται ότι γράφει σε τετράδιο και απευθύνεται σε β΄ συγγραφέα που συμπληρώνει το βιβλίο.
ΔΒ Κύριο θέμα ένας κόσμος που φεύγει και ο καινούριος που οραματίζεται ο συγγραφέας, μια νέα κοινωνία χωρίς περιορισμούς.
ΔΒ Μέσα στα διηγήματα συνυπάρχουν το συλληπτό και το ασύλληπτο,
ΔΒ η πραγματικότητα και η φαντασία, το τελειωμένο πρόσωπο και το ατελείωτο,
ΔΒ η κοινωνία και η μοναξιά, οι νικητές και ηττημένοι της ζωής,
ΔΒ ο κόσμος της φτώχειας που γνωρίζεται στην Ελλάδα με το χρήμα,
ΔΒ ένα βιβλίο τελειωμένο και μισοτελειωμένο,
ο συγγραφέας που πεθαίνει με τα πρόσωπα του έργου του σ’ ένα κόσμο που χάνεται.
ΔΒ Και τότες έρχεται ο συγγραφέας… Ο δεύτερος Φάουστ του Γκαίτε νέος, γερός και γενναίος την είχε βρει την Ελένη του για κείνο το εξαίσιο ζευγάρωμα των Νέων Καιρών. ….Απόμεινε το ζευγάρωμα του θανάτου. Η Τέχνη η δική του πεθαίνει. Άνοιξε τις χούφτες του και τα κομμένα μαλλιά της σκορπιστήκανε στον αέρα. Τέλος.
ΔΒ Οι άνθρωποι που ζητούνε το ανεκπλήρωτο, το άγνωστο μέλλον, μια καινούρια ανθρώπινη κοινωνία, αυτό αποτελεί το όραμα του Δημήτρη Χατζή.












ΠΡΩΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΟΥΤΕΛ Οικονομικά, η φτώχεια του εργάτη, ο ξεριζωμός, ο αιώνιος πρόσφυγας και περαστικός στον κόσμο, ο ανειδίκευτος εργάτης στη Γερμανία μέσα στις νέες τότε συνθήκες παραγωγής με το απρόσωπο και την αποξένωση, με τη γραφειοκρατία και την ακριβή στο χρόνο και στον τόπο παραγωγή, κάτω από τον έλεγχο του απρόσωπου συστήματος, η αυστηρή εκλογίκευση της οικονομίας και της οργάνωσης εργασίας για μέγιστη απόδοση και ελαχιστοποίηση της δαπάνης, η κατανομή της εργασίας και η ιεραρχία,  το σπάσιμο του όλου, το μερικό και το άγνωστο όλο, άρα η αποξένωση.





2. ΤΟ  ΞΥΛΑΔΙΚΟ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ
1. Ο πατέρας, η μητέρα, η Αναστασία, η θεία 
2. Εργασίες στο ξυλάδικο, το προσωπικό
3. Φαντάρος, η φιλία με το Σταύρο, εργασία στο ξυλάδικο με την απόλυση 
4. Οι αλλαγές στο ξυλάδικο, εμπόριο ξυλείας και ξυλουργείο
5. Νέα πρόσωπα, οι δυο δικοί του αφεντικού  
6. Η Ελλάδα ξαναχτίζεται
7. Υλικά οικοδομής 
8. Κέρδη από ξυλεία και συμφωνίες
9. Χέρσα για οικόπεδα- τα παράλληλα μετά το ’74 στην Κύπρο
10.Πώς αλλοιώνεται το ήθος 
11. Η διαμονή στο εργοστάσιο 
12. Ο σκύλος, η χαζευτική τέχνη και η αγάπη του συγγραφέα
13. Στο χωριό, η ευτυχία της προσφοράς στην οικογένεια  
14. Το κλάμα
15. Να φύγεις  
16. Η αγάπη της Αναστασίας  
17. Στο μαγέρικο
18.  Ο πρόσφυγας της Κωνσταντινούπολης    
19. Η αταξία στο ξυλάδικο
20. Η φορολογία   
21. Πώς μπαίνει κανείς στην κλεψιά 
22. Το ρωμαίικο
23. Η φυγή  
24. Στη Θεσσαλονίκη και επιστροφή. Η δύναμη που αλλοιώνει τον άνθρωπο, η φτώχεια  
25. Ο Σταύρος   
26. Η Αναστασία εργάζεται, η σχέση με το Βασίλη  
27. Απαιτήσεις του Βασίλη για προίκα  
28. Ο γάμος της Αναστασίας
29. Η Ελληνίδα   
30. Το ρωμαίικο είναι καημός

3. Ο ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ

1. Η Σπανιόλα, οι Σπανιόλες
2. Το μικρό ρωμαίικο στη Στουτγκάρτη
3. Ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα 
4. Ο σταθμός των σιδηροδρόμων
5. Χωρίς μικρούτσικο κόσμο δικό μου- χωρίς τη νοσταλγία του μεγάλου- που δεν υπάρχει.
6.Τη Στουτγκάρτη δεν τη διάλεξα- μου’ λαχε.
7.Το δωμάτιο- το ράμφος
8.Σκέψεις για τις πραγματικές διαστάσεις του ανθρώπου
9.Ο ξενότερος των ξένων (αποξένωση, αλλοτρίωση ) 
10. Το κατάστημα με τις αντλίες- το θέατρο
11.Το μεγάλο θέατρο της κοινωνίας της κατανάλωσης    αναλυτικά τα κύρια σημεία  12. Η κοινωνία της αφθονίας
13. Όλα μας τα’ χει φκιασμένα…τον εαυτό σου μονάχα δεν ξέρεις τι να τον κάνεις…Ούτε λυπημένος
14. Αδέσποτος με τα όλα μου. Το Σάββατο – οι Γερμανίδες- το σεξ  Η Χέλκα-   Τα ψυχικά νοσήματα και τα σεξ που τυραννάνε τον κόσμο-  Η μικρή - Η Σιαρλότε κι ο Σκουρογιάννης - Η ξανθή του γραφείου 
15. Στο καφενείο. Οι συνειδήσεις 
16. Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα

4. ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΡΑΦΤΗ
1. Μια γενιά χαμένη 
2. Κατοχή. ο πατέρας επιστρέφει από τον πόλεμο. ΕΑΜ. Ο μεγάλος μύθος- το όνειρο. Γραμματέας του ΕΑΜ, αρχηγός της περιοχής. Μαζί κι η γυναίκα του 
3. η δράση του. το χρέος. Χιλιάδες ανεβήκανε στην κορφή του εαυτού τους  
4. Η αντίσταση και το τέλος της  
5. Στις φυλακές. κατηγορούμενος. Ο εμφύλιος. Η αμφιβολία. Έτοιμος για θάνατο  6.Η θεια του Βόλου, ο πρώτος άνθρωπος στη Θεσσαλία. η προδοτική στάση της κι η απόφαση για τιμωρία της- ο θρίαμβός της 
7. Το μίσος στο παιδί του αδελφού της, βάλθηκε να του σώσει τη ζωή, βγάζοντάς το φωτοστέφανο (το ηθικό και το ανήθικο) 
8. 1947 η δίκη των άλλων- θάνατος        ως το 1950 στη φυλακή        Η συνάντηση με τη θεία        του κλέψαν το θάνατο        Ο θάνατος λυτρωμός       Η ταπείνωση. υπογραφή της δήλωσης  
9.  Υπόδικος        η δήλωση             η ταπείνωση          ο θάνατος

5. ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΦΤΥ- ΦΙΦΤΥ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
1. Τα παιδιά του φίφτυ- φίφτυ
2. Ο έρωτας- η ΄Ερικα, η συνάδελφος,
    η συνάντηση- σπαθί
3. Το σπαθί δε βγαίνει απ’ το νου μου- η στρογγυλή γυναίκα- ο χαρακτήρας της     - η αληθινή ζωή- ο έρωτας-  Φράου Μπάουμ και τα έπιπλα
    - όνειρα- το φίλτρο- η αγάπη. 
4.Στο δωμάτιό της 
5. Τα δώρα    - πρόταση για το δάσος- κάτι έσπασε 
6.Οι δοκιμασίες -     το ταξίδι στο δάσος- κάνουμε το χαρούμενο  -είναι το τέλος 
7. Το τέλος 
8. Ερωτήματα 
9.Η γνωριμία του ακατόρθωτου, η αίσθηση του άφθαστου, ο άπιαστος κόσμος που δεν υπάρχει        οι δυο Έρικες
10. η Έρικα παντρεύτηκε  
11. Αν είχαμε μείνει μαζί, κάπως έτσι θα γινότανε στο τέλος- όπως γίνεται μ’ όλους

6. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΚΟΥΔΑ ΤΟΥ ΠΙΝΔΟΥ
Ο Σκουρογιάννης γυρίζει στην Ελλάδα. Δούλευε στην ΑΕΓΚ, έκοβε συρματόσκοινα.
Έζησε όπως όλοι οι ξενιτεμένοι, πήρε τη σύνταξή του και πήγε στο Ντομπρίνοβο, στην καρδιά του Πίνδου. Ξανασυναντήθηκε με τους δικούς του. Αύγουστος μήνας, με πολλούς στο χωριό, νιώθει ξένος ανάμεσα στους χωριανούς του, αλλαγμένοι τώρα, με τα δικά του ο καθένας. Έφτιαξε το σπιτάκι του, οι άλλοι έφευγαν, αυτός θα έμενε στο χωριό του. Απόλαυσε τη φύση πηγαίνοντας στο δάσος.
Ένας ξάδερφός του του προτείνει να ανοίξουν μαζί καθαριστήριο, αλλά ο ίδιος δεν θέλει, ένας άλλος του προτείνει να συνεργαστεί με τα παιδιά του, ν’ ανοίξουν καταστήματα. Πάει στο Βόλο, όπου βρίσκει το Σταύρο, που ήθελε να ανοίξει εργοστάσιο σαπουνιών, αλλά κατέληξε μάγερας. Η γυναίκα του Σταύρου θέλει να τον παντρέψει. Ο Σταύρος είναι δυστυχισμένος με την κατάντια του.
Ο Σκουρογιάννης συνειδητοποιεί τη μοναξιά του, το Ντομπρίνοβο είναι έρημο. Πάει στο δάσος και συναντά την αρκούδα του Πίνδου.  Ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Της αφήνει τροφή και κάποτε βρίσκονται απέναντι ο ένας στον άλλο. Ο τελευταίος άνθρωπος του Ντομπρίνοβου και η τελευταία αρκούδα του Πίνδου κοιτάζονται, ύστερα σιγά σιγά συνηθίζουν ο ένας τον άλλο, ο Σκουρογιάννης αγκαλιάζει το κεφάλι της. Στο χωριό νόμιζαν πως ετοίμαζε επιχειρήσεις ξυλείας. Έρχεται η ώρα της αρκούδας να πέσει στη χειμερινή νάρκη της. Ο Σκουρογιάννης βάζει ζάχαρη σε μια γαβάθα να τη βρει όταν ξυπνήσει, τη χάιδεψε, η αρκούδα κοιμήθηκε. Ο Σκουρογιάννης μόνος.
Ο συγγραφέας δεν ξέρει πώς να τελειώσει το διήγημα. Απορεί.

7. ΤΑ ΓΟΥΔΟΧΕΡΙΑ
Ξανά στη Γερμανία. Ο Κώστας προσπαθεί ν’ αλλάξει δουλειά αλλά καταλαβαίνει πως στη Γερμανία οι ξένοι πήγαν για χαμάληδες. Διώξαν τον Τούρκο και στη θέση του πήραν ένα Γερμανό. Οι νόρμες αλλάζουν, το ρολόι δε δουλεύει όπως πριν, ο Γερμανός καθυστερεί τη δουλειά κι ο Κώστας δυσανασχετεί. Σκέφτεται να τον σκοτώσει. Στο καφενείο κατηγορούν τους Γερμανούς, όλοι τους Χίτλερ είναι.
Μια μέρα ο Γερμανός τον καλεί να πιουν μια μπύρα – τα δάχτυλά του σα γουδοχέρια- κι εκεί του αποκαλύπτεται ο συνδικαλιστής Γερμανός, που δεν ανέχεται να εργάζονται οι άνθρωπο σαν ζώα, σε τόσο εξαντλητικούς ρυθμούς. Ό,τι κέρδισαν οι εργαζόμενοι το κέρδισαν με θυσίες και δεν θα ανεχτούν τους ξένους να τους καταστρέφουν. Ο Κώστας μπαίνει στο σχέδιο, εργάζεται με τους ρυθμούς του Γερμανού. Στο εργοστάσιο αναγκάζονται να προσλάβουν ακόμα ένα υπάλληλο, με αποτέλεσμα η δουλειά να είναι πιο ανθρώπινη.  

8. Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΟΛΑΩΝ
Ο Βασίλης κι η Αναστασία ζουν στους Μολάους. Όταν έγινε ο γάμος τους, φόρτωσαν τα προικιά σε ένα τρίκυκλο και πήγαν στο χωριό του. Μια μάντρα, ένα περβόλι, μέσα το σπιτάκι. Η μάνα του στα μαύρα, της σκότωσαν το παιδί οι Ελασίτες, (ΕΑΜ_ΕΛΑΣ).  Έχουν παιδιά.
Ο συγγραφέας βγήκε στην πόρτα. Η Αναστασία κάθισε στη σκάλα. Είναι ένα υπερευαίσθητο πλάσμα, στο χωριό τη θεωρούσαν παλαβό, αυτή όμως ήταν βέβαιη πως ζούσε μια διπλή ζωή, μια με τους άλλους, φυσιολογικά και μια με τα πουλιά της, τη χαρά, τον κόσμο της φαντασίας. Κάποτε νόμιζε πως ήταν άρρωστη, ψυχοπαθής. Τα πουλιά ήταν η ψυχή της, κι η ίδια ζούσε τη στέρηση και την ορφάνια αλλά και το όνειρο, τη διπλή ζωή της. Αγάπησε το Σταύρο αλλά αποδείχτηκε ένας δειλός. Πιάνει δουλειά στο δρόμο. Ο Κώστας ετοίμαζε τα χαρτιά για τη Γερμανία, νιώθει πως είναι ερωτευμένη με τον αδελφό της, «τύψη καθαρή της αιμομιξίας μ’ ακολουθούσε όλη την ώρα το Σαββατοκύριακο που ήταν μαζί μας».
Τότε γνωρίζεται με το Βασίλη και κάμνουν οικογένεια. Ο Βασίλης θέλει να πλουτίσει, αυτή νιώθει ξένη μαζί του. Και τα πουλιά δεν ήρθανε πια.
Η Αναστασία δίνεται στο συγγραφέα για να του δείξει πως το μόνο που έχει πια είναι οι τάφοι μέσα της των πεθαμένων της πουλιών, καμιά χαρά, κανένα όνειρο. Κόβει τις πλεξούδες της και του της προσφέρει. Είναι ένας συγγραφέας ηττημένος μαζί με τους ήρωές του, άχρηστος  ποιητής, παίρνει μια άχρηστη ανταμοιβή, «για  το βιβλίο μας που δεν το’ γραψες...» ενώ η μητέρα του Βασίλη παρακολουθούσε, ένας ίσκιος από την κόλαση.

9. ΕΠΙΛΟΓΟΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Κώστας λέει πως το βιβλίο ο συγγραφέας δεν το τέλειωσε κι αντιγράφει από το τετράδιο.
Ένας κόσμος που φεύγει, στο Βόλο ο μάστορας γερασμένος, ο παπάς στην Πορταριά είχε πεθάνει, το παλιό μαγέρικο δεν υπάρχει.
Μια λύση αισιόδοξη: γυρίζει ο Κώστας, τους βρίσκει, πραγματοποιούν τα όνειρά τους, ένα μαραγκούδικο..δεν θέλει όμως αισιόδοξες λύσεις.
Πέθανε η θεία του Βόλου. (Όλα τα στηρίγματα της κοινωνίας μισούσαν την κοινωνία τους) Κάποιος της έφαγε την περιουσία κι οι Βολιώτες το γλεντήσανε. 
Προσπαθεί να συλλάβει τον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά αδυνατεί.  Κρίνει το βιβλίο του ως ανεπαρκές, με αδυναμίες,  κάποτε ασύνδετο.
Ο Θανάσης, ο ανεψιός του αφεντικού του’ φαγε το ξυλουργείο, ενώ αυτός καταπιανόταν με τα οικόπεδα. Ο Σταύρος δυστυχεί στο μαγέρικό του, φοβισμένος, συμβιβασμένος, παραδόθηκε στη γυναίκα του. Φοβήθηκε την κοινωνία κι υπέκυψε. Τα πρόσωπα είναι ατέλειωτα. Ο Σκουρογιάννης μόνος. Ο Βασίλης αποχτά κι άλλο χτήμα, αγόρασε αυτοκίνητο της Αναστασίας, είναι ο κόσμος που πείνασε και τώρα απέκτησε χρήματα. Το βιβλίο είναι μισοτελειωμένο, να το καταστρέψει;  Ο συγγραφέας πεθαίνει με τον κόσμο που πεθαίνει, τις γενιές που πέρασαν, τον κόσμο των μέσων του 20 αιώνα.
Ο Κώστας συνεχίζει τις σημειώσεις που βρήκε.
Η δικτατορία έπεσε, όλοι στο καφενείο λεν πως κάμαν αντίσταση, ακόμα κι οι χαφιέδες του προξενείου. Οι σοφοί σπεύδουν να παν στην Ελλάδα να εξαργυρώσουν την αντίστασή τους, δε γίνεται τίποτε μωρέ παιδιά στο ρωμαίικο, κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλο...Ο Βασιλειάδης, ένας αριστερός, είπε πως ένα νέο κόμμα αριστερό χρειάζεται, μα μακριά απ’ αυτούς. Βολευτήκαμε όλοι μ’ αυτή τη δικτατορία, είπε, βολέψαμε την ψευτιά μας. Λίγοι απέμειναν στο ελληνικό καφενείο.
Ο Κώστας σκέφτεται να πιάσει άδεια και να πάει στην Ελλάδα, δεν ξέρει όμως τι να πει στους λίγους που απόμειναν, τι να πει για τον εαυτό του.
Το ΑΟΥΤΕΛ διαλύεται. Ο άνθρωπος είναι ανύπαρκτος. Απολύεται. Θα πάρει αποζημίωση. Συνεχίζει να νιώθει περαστικός.
Ο συγγραφέας κατέβηκε στις όχθες του Ευρώτα, θυμάται το Φάουστ του Γκαίτε, απομένει το ζευγάρωμα του θανάτου, άνοιξε τις φούχτες και τα μαλλιά της Αναστασίας σκόρπισαν στον αέρα. Στην Αναστασία είχε αφήσει το μισοτελειωμένο του βιβλίο, το διάβασαν μαζί τα δυο αδέλφια. Η Αναστασία κλαίει. Καημός είναι όλο το ρωμαίικο, μπορεί και κλαίει, μπορεί και ξαναγεννιέται ξαναμπορώντας. Ένα φύλλο καθαρογραμμένο έγραφε για τον Κώστα. Τελειώνει με την ελπίδα για έναν κόσμο καλύτερο.

Γράφει ο Δημήτρης Χατζής
  1. Ο Κώστας, ο ήρωας του έργου αυτοχαρακτηρίζεται χαζοπούλι. Γράφει στο α΄πρόσωπο. Απευθύνεται στο συγγραφέα σε β΄πρόσωπο. « Το ρωμαίικο ζητάς να βρεις από μένα; Τον άνθρωπο, λες, τον καθημερινό; Κολοκύθικα τούμπανο άνθρωπος είμαι εγώ και κολοκύθια τύμπανο συγγραφέας μου φαίνεσαι να’ σαι και συ.» Κοινό σημείο και του Κώστα και του συγγραφέα είναι η κατά τον Κώστα μηδενική αξία τους. Τόπος Γερμανία.
  2. Απευθύνεται στο συγγραφέα ο Κώστας. Μιλά στο α΄πρόσωπο για τον εαυτό του και στο β΄προς το συγγραφέα. «Και λοιπόν πίσω τώρα στο ρωμαίικο. Αυτά που ζητάς.» Κύρια επιδίωξη του συγγραφέα να κατανοήσει τα γνωρίσματα του νεοέλληνα. «Ο συγγραφέας είναι δίπλα μου (στους γάμους της Αναστασίας) Έχει στα χέρια του το τετράδιο... αργότερα διάβασα «τις βλέπω μέσα..γενιές γυναικών και βλέπω....» Κλείνει το τετράδιο. Γυρίζει σε μένα...» Ο συγγραφέας μέσα στο δάκρυ της Αναστασίας βλέπει όλες τις ελληνίδες. Γράφει σε α΄πρόσωπο, αφ’ υψηλού, μια ιστορική αναδρομή της γυναίκας ως αγωνίστριας, αγρότισσας, νησιώτισσας. Το πνεύμα της ρωμιοσύνης είναι ο καημός. Ο συγγραφέας λέει στον Κώστα, «εδώ βρήκε ο Σωκράτης τη Διοτίμα του, εδώ σ’ αυτή την Αναστασία ζητάω κι εγώ τη δική μου.»  (Ο Σωκράτης υποστηρίζει πως όπως ο άνδρας θέλει να γεννήσει ωραία παιδιά σε ωραία σώματα, έτσι και η ψυχή θέλει να γεννήσει σε ωραίες ψυχές ωραία έργα, που θα αφήσουν αθάνατο τον άνθρωπο. Άρα η Αναστασία είναι η ωραία ψυχή που εμπνέει τον συγγραφέα να γράψει το έργο του.) Στο τέλος πάλι ο Κώστας λέει στο συγγραφέα, «Να την η ρωμαίικη ιστορία μου, η ρωμαίικη ρίζα μου που ζητάς, ο ρωμαίικος ξεριζωμός μου, που λέω.» Τόπος Ελλάδα
  3. Ο Κώστας μιλά σε α΄πρόσωπο. «Είμαι λοιπόν ένας άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα». Είπαμε για το εργοστάσιο, να σου πω τώρα και για το δωμάτιο. Θρησκεία, πατρίς, οικογένεια- τίποτα δεν έχω απ’ αυτά...αδέσποτος με τα όλα μου. Τίποτα δεν έχω. Και μπορείς λοιπόν να μου πεις εσύ ποιος είμαι, ποιος μπορεί να είμαι, ένας άνθρωπος που δεν έχει τίποτε; Ο συγραφέας χαμογελάει. Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα, μου λέει. Γι’ αυτό τον έβαλε και τον τίτλο σ’ αυτό το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του. Άρα ο συγγραφέας γράφει το βιβλίο, αυτός βάζει τους τίτλους στα κεφάλαια, όπως  παρακάτω.
  4. Και σε τούτο το κεφάλαιο ο συγγραφέας τον έχει βάλει τον τίτλο...αυτό το κεφάλαιο, λέει, δε με χρειάζεται, θα το γράψει ο ίδιος ολόκληρο. Αντικειμενικότητα, χωρίς την επέμβαση του γιου, του Κώστα, που θα’ γραφε πολύ υποκειμενικά για τον πατέρα του το ράφτη. ΄Αρα ο συγγραφέας μπορεί να δει αποστασιοποιημένα, να δει αφ’ υψηλού, να δώσει μια πνευματικότητα στα πρόσωπα και στα πράγματα με μια γλώσσα άλλου επιπέδου. Οι ρόλοι εδώ αλλάζουν, ο συγγραφέας απευθύνεται στον Κώστα μέσω του γραπτού του, που φαίνεται να διαβάζει ο Κώστας και να μας μεταδίνει τα μηνύματά του. «Ο συγγραφέας μας λέει πως δεν το ’χει σκοπό να γράψει την ιστορία της εποχής... μιλά για το αλωνάκι του Μεσολογγιού και το χρέος του ανθρώπου να πολεμήσει για το κοινό καλό και να θυσιαστεί γι’ αυτό...»
  5. Ο Κώστας μιλά σε α΄πρόσωπο για τον εαυτό του και τις σχέσεις του στη Γερμανία.
  6. «Ο Σκουρογιάννης μας χαιρέτησε, μας αποχαιρέτησε προχτές. Γύρισε στην πατρίδα. Κάπου κάπου μέσα στη δική μου την ιστορία έχω πει και γι’ αυτόν δυο λόγια, ποιος ήταν.» Μιλά σε γ΄ πρόσωπο για το Σκουρογιάννη. Στο τέλος, « Και τότες έρχεται ο συγγραφέας ο φίλος μας, αυτός που γράφει και τούτη την ιστορία. Αρχίζει τώρα να φαίνεται κι ο χαλασμός ο δικός του...δεν ξέρει να δώσει μια λύση...ο Σκουρογιάννης εκείνος που γύρισε να βρει το Ντομπρίνοβο και δε βρήκε τίποτα, η τελευταία αρκουδίτσα του Πίνδου που πεινασμένη, αζευγάρωτη, του φιλούσε τα χέρια- πέθαναν. Και πέρα απ’ το θάνατο, λέει, δεν είναι τίποτα.»
  7. «Θα μπορούσαμε να’ χουμε τελειώσει με το Αουτέλ, εκεί στο πρώτο κεφάλαιο.» Γράφει σε α΄πληθυντικό, μιλά ο Κώστας με το συγγραφέα. Κι ύστερα συνεχίζει σε α΄πρόσωπο.  Πιο κάτω απευθύνεται σε β΄πρόσωπο στο συγγραφέα. «Τέλος λοιπόν από μένα -τέλος το τηλεγράφημα το δικό μου, κύριε συγγραφέα...μα στάσου λίγο, έχω μια μικρή παρένθεση» ...  «Ο συγγραφέας που μ΄ακολουθεί τέσσερα χρόνια εξαφανίστηκε τώρα, δεν τον βρίσκω πουθενά, τώρα που θα μπορούσε να πει καμιά λέξη. Δεν ξέρω γιατί το κάνει.» Στο τέλος, « ..και ήρωας εγώ για το δικο σου μυθιστόρημα βλέπεις δεν έγινα. Κλείσε την  την παρένθεση και –πίστεψέ με- σε σκέφτομαι λίγο και σένα. Το βιβλίο σου κοντεύει στο τέλος του κι ήρωα δεν βρήκες κανέναν ακόμα..Τι θ’ απογίνεις;»
  8. Μιλά ο Κώστας σε γ΄πληθυντικό για το Βασίλη και την Αναστασία και σε γ΄ ενικό για τον καθένα ξεχωριστά. Ο Κώστας μιλά για το συγγραφέα σε γ΄πρόσωπο και για την Αναστασία. Η Αναστασία απευθύνεται  στο συγγραφέα σε β΄πρόσωπο. « Ήμουν, είπες, η μικρή Διοτίμα σου τότε. Ένιωθα μόνο. Μέσα στα μάτια μου ζητούσες να δεις το ρωμαίικο. Άρχισες το βιβλίο σου, ήμουνα πάντα κοντά σου, ήσουνα πάντα μαζί μου,  ξανάρχεσαι τώρα, ώρα των λογιαριασμών μας, το κορμί μου θέλεις, ο λογαριασμός ο δικός μας δε γίνεται παρά τότε μονάχα, γι’ αυτό με θέλεις, γι’ αυτό σου δόθηκα. Εδώ τελειώνουν όλα, αλλά εσυ το υποπτεύτηκες τότε πως έχει και κάτι άλλο. Τα πουλιά. Η ψυχή μου που λέτε εσείς. Χαιρόμουν εμένα την ίδια. Μέσα σ’ αυτή τη διπλή τη ζωή μου- από δω τ’ όνειρό μου, η αλήθεια της απ’ την άλλη- και δεν το σκεφτόμουν να τα ζευγαρώσω. Η διπλή ζωή μου.»... Και παρακάτω για τον Κώστα, λέει «Δε μου’ μεινε τίποτα. Αυτός ο Κώστας μονάχα. Η ομορφιά του η αντρίκεια, η παιδική του ψυχή, κατακάθαρη. Τόσο πολύ που τον αγαπούσα, φοβόμουνα να τον αγαπήσω και περισσότερο, έτσι στερημένοι που’ μασταν και κείνος και γω. Φοβόμουνα μη μας βρει κανένα κακό φοβερό, τον κρατούσα όσο μπορούσα μακρύτερα, να μην πέσω καμιά μέρα στην αγκαλιά του. Κάτι σαν αίσθημα ενοχής, τύψη καθαρή της αιμομιξίας μ’ ακολουθούσε όλη την ώρα το Σαββατοκύριακο που’ ταν μαζί μας.» Στο τέλος η Αναστασία απευθυνόμενη στο συγγραφέα λέει: «Ήξερα πως θα ξαναρχόσουνα στη μικρή Διοτίμα σου. ΄Ηρθες. Ώρα των λογαριασμών μας, λοιπόν. Σε βλέπω. Ο πιο νικημένος απ’ όλους είσαι συ. Μέσα από τις χαμένες ζωές τις δικές μας, η δική σου κομματιάζεται χίλια κομμάτια. Το βιβλίο σου δεν το’ φερες, δεν υπάρχει- ξεφτίδια μείναν μονάχα, Κι έρχεσαι εδώ μια τελευταία λέξη ζητώντας. Δεν ξέρω πώς να την πω. Γι’ αυτό σου δόθηκα. Να σου τους δείξω, να τους ιδείς, πέρα από τη μήτρα της μήτρας μου, εκεί που’ ναι η ρίζα μου, τους τάφους των σκοτωμένων πουλιώνμου. Άλλο δεν έχω. Τελειώσαμε , φεύγα.» Η Αναστασία μπαίνει στο σπίτι, ξαναβγήκε σε λίγο. Στις δυο της χούφτες ενωμένες κρατούσε τις δυο της πλεξούδες κομμένες. Στάθηκε μπρος του, άπλωσε τα χέρια της. «΄Αχρηστε ποιητή, που νικήθηκες μαζί μας. Πάρε από μένα την άχρηστη ανταμοιβή σου. Την υπέρτατη- δεν έχει απ’ αυτήν μεγαλύτερη. Εγώ η Αναστασία των σκοτωμένων πουλιών μου, εγώ σου τη δίνω. Για το βιβλίο μας- που δεν το ’γραψες...»
  9. Η σχέση της Αναστασίας με τον αδελφό της, η σχέση της με το συγγραφέα, είναι η έμπνευσή του, αλλά ταυτόχρονα κι η συνείδηση της αποτυχίας του ως συγγραφέα, αφού το έργο του μένει κομματιασμένο, όπως ο ίδιος ο κόσμος που παριστάνει. Μια γενιά αποτυχημένων, απόγονων των αδικοχαμένων, ψάχνει να βρει τον εαυτό της μέσα σ’ ένα κόσμο σύγχυσης, αλλαγής των παραδομένων, τεχνολογικής ανόδου, κατανάλωσης, αναζήτησης ενός νέου πολιτικού πνεύματος. Το συναίσθημα του ξένου, του άπατρη, του ξεριζωμένου, διαποτίζει το έργο, όπως και το βίωμα της αποτυχίας ολοκλήρωσης του έργου. Ο προβληματισμός πώς ο συγγραφέας να συνεχίσει, ποιο τέλος να δώσει στο έργο είναι ζωντανός σε πολλά μέρη, λύσεις αισιόδοξες ή απαισιόδοξες, αλλά ο κόσμος που φεύγει δε θέλει αισιοδοξία και παρηγοριά. Κριτική της κοινωνίας, της μικρής του Βόλου περισσότερο. Κομμάτια που δεν ενώνονται. Δυο γενιές νικημένων που ζητούν δικαίωση και δεν τη βρίσκουν στο έργο. Ο συγγραφέας που πεθαίνει με τα πρόσωπα του έργου του, με τον κόσμο που προσπάθησε να αποτυπώσει στο χαρτί.
  10. Ο Κώστας λέει πως όλα τα πιο πάνω βρήκε σε σημειώσεις του συγγραφέα. Συνεχίζει ύστερα ο ίδιος με συμπληρώματα για τα ρωμαίικα. Τον περασμένο μήνα έπεσε η δικτατορία στην Ελλάδα. Μεγάλος μύλος πάλι στο καφενείο.
Ο καλύτερος απ’ όλους, ο Βασιλειάδης, «- Καλά τα πήγαμε ως τώρα, μου ΄πε προχτές, βολευτήκαμε όλοι μ’ αυτή τη δικτατορία, βολέψαμε την ψευτιά μας. Μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, και τι θα γίνουν αυτοί χωρίς τους δικτάτορες; Παίρνοντας την άδειά του πέμπτο χρόνο στη Γερμανία, σκέφεται να πάει στην Ελλάδα, αλλά «Ένας εξόριστος θα’ μες στο δικό μου τον τόπο, ένας πρόσφυγας όπως είναι όλοι τους.» Το Αουτελ διαλύεται, παίρνει αποζημίωση για την απόλυσή του, κάθεται στο σταθμό σ’ ένα κασόνι...
Και τότες έρχεται ο συγγραφέας.
  1. Εγώ δεν ήξερα ακόμα γι’ αυτόν. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, σε λίγο που 
      γύρισα, τα’ μαθα- η Αναστασία μου τα’ πε... Ο συγγραφέας φεύγοντας από 
      της Αναστασίας φτάνει στην όχθη του Ευρώτα. Εδώ, σ’ αυτό τον τόπο 
      εκείνος ο Δεύτερος Φάουστ του Γκαίτε, νέος, γερός, γενναίος, την είχε βρει  
      την Ελένη του για κείνο το εξαίσιο ζευγάρωμα των Νέων Καιρών.
Και δεν μένει παρά το ζευγάρωμα του θανάτου. Η τέχνη του πεθαίνει. Κανένας δεν έμαθε τίποτε γι’ αυτόν. Το μισοτελειωμένο βιβλίο το άφησε της Αναστασίας. Εκεί το διάβασαν μαζί τα δυο αδέλφια. Μέσα σ’ αυτό το τετράδιο είχε κι ένα φύλλο για τον Κώστα, που το αντιγράφει.
Μιλά για όσα έγραψε γι’ αυτόν και για το όραμά του να γίνει ο κόσμος καλύτερος, μια καινούρια κοινωνία με όλα τα καλά, χωρίς τ’ αρνητικά που γνώρισε.
  1. Και να τος. Αυτό είναι. Ανατρίχιασα μια στιγμή βλέποντάς τον. Ξανάρχεται 
      αλήθεια λοιπόν. Ολοζώντανος. Σηκώνομαι απ’ το κασόνι που κάθομαι τόσες 
      ώρες αναποφάσιστος. Στεκόμαστε ο ένας αντίκρυ στον άλλον. Τ’ αυτοκίνητα
      αρχίζουν τότε όλα μαζί και κορνάρουν, σειρήνες απ’ τα εργοστάσια
      σφυρίζουνε γύρω μας, εκατομμύρια βίντσια στιριγγλίζουνε πίσω μας στο
      σταθμό, μηχανές αγκομαχάνε. Κάτι μου λέει -και δεν ακούεται. Δεν ακούεται-
      και καταλαβαίνω. Πολύ καθαρά το καταλαβαίνω μέσα στο δαιμονισμένο
      θόρυβο. Είναι κείνα που’ γραψε στο ξεχωριστό του σημείωμα. Για μένα. Γι’
      αυτούς τους άλλους που λέει. Για την ελπιδα. Κι ας είναι και λίγο για την
      Ελλάδα- γιατί να μην είναι;


-Δε γίνεται τίποτα στο ρωμαίικο, κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλο…(αυτά μου φαίνονται τα σωστότερα, λέει ο ήρωας). Εργασία και καφενείο, πόλη και ύπαιθρος, ένα νέο αριστερό κόμμα ονειρεύεται ο ήρωας χωρίς τους ως τώρα αριστερούς. Βολευτήκαμε με τη δικτατορία, βολέψαμε την ψευτιά μας…Ένας εξόριστος στον ξένο τόπο, ένας εξόριστος στον τόπο του, ένας πρόσφυγας όπως είναι όλοι τους.
Και πάλι το σύστημα παραγωγής. Αγοράζει κανείς μηχανές, παράγουν, κερδίζει λεφτά, τις πετά, αλλάζει η τεχνολογία. Η ταχύτητα της προσαρμογής, της αναπροσαρμογής κάθε φορά, αυτό έχει σημασία.
Είμαι και δεν είμαι, περαστικός είμαι, ποιος είναι ο κόσμος, ποιος είναι ο δικός μου; Βλέπω τον κόσμο και δεν τον βλέπω, θα με φορτώσουν κι εμένα μαζί μ’ αυτό το κασόνι, θα με κλείσουν σε κανένα βαγόνι, έτσι θα φτάσω να τον βρω το μεγάλο τον κόσμο. Και χωρίς να κάνω τίποτα πάλι…


ΣΤΟΧΟΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ

Μέσα από τη μελέτη του «Διπλού Βιβλίου» επιδιώκεται οι μαθητές:
• Να δουν τις αγωνίες της μεταπολεμικής Ελλάδας και τις δυσκολίες μετάβασής της στη σύγχρονη εποχή
• Να συνειδητοποιήσουν ότι η ιστορική πορεία μιας χώρας σφραγίζει και τις μικρές ατομικές ιστορίες των ανθρώπων της
• Να προβληματιστούν γύρω από σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα όπως η μετανάστευση, η εκβιομηχάνιση και ο καταναλωτισμός και να επισημάνουν τις επιπτώσεις τους στον άνθρωπο και στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
• Να εντοπίσουν τα αίτια του φαινομένου της μετανάστευσης στις δεινές οικονομικές κοινωνικές, αλλά και ενίοτε στις πολιτικές συνθήκες της χώρας και να κάνουν τις αναγωγές τους στη σύγχρονη πραγματικότητα.
• Να διαπιστώσουν τη διπλή επίδραση της μετανάστευσης: από τη μια το άνοιγμα νέων οριζόντων, η απόκτηση νέων εμπειριών και η οικονομική πρόοδος και από την άλλη η απόσπαση από τη γενέθλια γη και την οικογένεια, η μοναξιά, τα βάσανα, η αποξένωση, οι δυσκολίες επαναπατρισμού.
• Να βιώσουν θετικά την ύπαρξη των μεταναστών και να αποδεχτούν τη διαφορετικότητά τους.
• Να γνωρίσουν την ιδιότυπη τεχνική του συγγραφέα και τους προβληματισμούς του σχετικά με το ζήτημα της ευθύνης του πνευματικού ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή.
• Να συσχετίσουν τις ιδέες του βιβλίου με αντίστοιχες άλλων λογοτεχνικών έργων.


Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Επί των ποταμών Βαβυλώνος


Επί των ποταμών Βαβυλώνος

του Στέλιου Παπαντωνίου

Είθισται την Κυριακή της Απόκρεω και την Κυριακή της Τυρινής να ψάλλεται στην εκκλησία ο πολυέλεος επί των ποταμών Βαβυλώνος. Είναι ένα θλιβερό άσμα των Ισραηλιτών που τους θυμίζει την αιχμαλωσία τους από τους Βαβυλωνίους και τη μεταφορά τους κοντά στον Τίγρη κι Ευφράτη. Εκεί, λέει ο ύμνος,  κάθισαν κι έκλαψαν, σαν θυμήθηκαν την αγαπημένη τους πόλη Ιερουσαλήμ , κι ύστερα κρέμασαν τα μουσικά και θρησκευτικά τους όργανα στις ιτιές. Οι αιχμαλωτεύσαντές τους ζήτησαν να τους τραγουδήσουν κανένα τραγούδι της Ιερουσαλήμ, κι αυτοί απαντούν σε θρηνητικό τόνο, «πώς να σας τραγουδήσουμε τραγούδι μακριά από την πατρίδα μας;» Και ακολουθεί το κάποτε πασίγνωστο και τώρα σπάνια ακουόμενο, «εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου,  κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου εάν μη σου μνησθώ». Αν σε ξεχάσω Ιερουσαλήμ, να ξεράνει το χέρι μου και να κολληθεί η γλώσσα μου στο λάρυγγά μου.

Αυτά λέγαμε και μεις στα παιδιά μας κάποτε στα σχολεία, όταν ήμαστε η ελληνική κοινότητα της Κύπρου που είχε δεχτεί την άνανδρη και βάρβαρη επίθεση από την Τουρκία, με πρόσχημα τη σωτηρία των εδώ τουρκοκυπρίων, και τώρα, αργά πια, συνειδητοποιούμε καθημερινά  γιατί έγινε η επίθεση, αργά εμποτίζεται ο νους κι η καρδιά μας με την επεκτατική πολιτική του κακού όφεως γείτονα, στο βορρά την ξηρά, στο νότο τα αέρια και τα πετρέλαια, κι εμείς,  να’ μας έχουν καταντήσει την «πολυπολιτισμική» κοινωνία που επεδείκνυε από την ευρωπαϊκότητά της ό, τι σύμφερε στο κόμμα που κυβερνούσε ως τώρα και που κατέστρεψε πολλά, ακόμα περισσότερα τα αφανή, όπως η δηλητηριασμένη ψυχή των παιδιών μας, κενά αέρος, χωρίς ταυτότητα.  

Εκεί που περιμένουμε και πρέπει να απαιτούμε να μάθουν τα παιδιά μας να τραγουδούν «εάν σας ξεχάσω, Κερύνεια και σκλαβωμένε Πενταδάχτυλε, Μόρφου και Κυθρέα και Αμμόχωστος, εάν σας ξεχάσω να ξεραθεί το χέρι μου, να κολληθεί η γλώσσα μου στο λάρυγγά μου»,  τ’ ακούμε να κενολογούν παπαγαλάκια περί των δικαιωμάτων των αλλοφύλων, ωσάν τα δικά τους δικαιώματα να τα απολαμβάνουν μέσα στην ίδιά τους τη σχιζοφρενή χώρα Κύπρο.

Κι οι γέροντες διερωτώνται: Γιατί να μη μάθουν τα παιδιά πως είμαστε η ελληνική κοινότητα της Κύπρου, που φιλοξενούμε πολλές άλλες εθνότητες, δεν παύουμε όμως γι’ αυτό να είμαστε ο εαυτός μας, κατοχυρωμένοι από το σύνταγμά μας, οι Έλληνες του τόπου, που απαιτούμε τα ευρωπαϊκά μας ανθρώπινα δικαιώματα, της ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης στον τόπο μας; Γιατί τόση διαστρέβλωση στα σχολεία κατά διαταγήν ανωτέρων ή επικαλούνταν την Ευρώπη όταν και όπως συνέφερε στους τότε κυβερνώντες;

Κι άλλο κάκιστο, αντί να υποσχόμαστε την Κερύνεια  πως δε θα την ξεχάσουμε, τόση μαυρίλα πλάκωσε στην ψυχή πολλών, που τη θυμούνται μόνο για τα καζίνο και τα ξενοδοχεία της. Τη σκλαβωμένη μας γη την ξεπουλούν και δεν διανοούνται πως έπρεπε να τους κρεμάσουν στην πλατεία Ελευθερίας για προδοσία. Κι ακόμα, μπαινοβγαίνουν στο αεροδρόμιο στα κατεχόμενα και είναι περισσότεροι από τους αιχμαλωτεύσαντας ημάς, δίνοντας το προβάδισμα στο παράνομο αεροδρόμιο και στις τουρκικές αεροπορικές εταιρείες, παρά στις Κυπριακές που κινδυνεύουν οικονομικά συνεχώς.

Με ποια καρδιά να ψάλλουμε τις επόμενες δυο Κυριακές το επί των ποταμών Βαβυλώνος, σε μια χώρα που την καταντήσαμε ζητιάνα και περίγελο μικρών και μεγάλων λαών; Έτσι μεγαλώσαμε εμείς; Έτσι μεγαλώσαμε τα παιδιά  μας; Γι’ αυτά τα ρεζιλίκια, εθνικά, οικονομικά, κομματικά;  Η κατάντια αυτή θα έχει τέλος;