Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Η ΕΙΡΗΝΗ


Η ΕΙΡΗΝΗ

Αυτή με τις τσουρούες της στη βοσκή, μαυροφορεμένη,  στο περβολούδι και στου Ματσάγγου δεν είχε καμιά σχέση με την κυρία εκείνη με το στέμμα, τον μανδύα, τον πολύτιμο σταυρό στο χέρι, τα χρυσά αστεράκια, αυστηρή θωριά, εικόνα που μας έφεραν από τα τούρκικα, όταν εγκατέλειψαν τις εκκλησιές οι προπάτορές μας το 1571, κι έκαναν τις εικόνες των αγίων μας γεφύρια να περνούν στα σπίτια τους οι σύνοικοι, μια νύχτα τις έφεραν με κάρο, ένα στη Χρυσαλινιώτισσα ένα στον άγιο Κασσιανό, ο Ζαμπακίδης με το όνομα, και τα δυο τώρα στο Μουσείο, εκτός από δυο τρεις, την έχουμε εκεί, δικό της στασίδι, μέσα στη βιτρίνα την έχουμε, μια κυρία πραγματική, το συναξάρι της λέει πολλά, κι ανορθόγραφο το Ηρήνη, με δασεία και ήτα,  δεν πειράζει, και η ελληνική σημαία μας των Κυπρίων που πολέμησαν στα 1821 στην Ελλάδα ανορθόγραφη είναι,  ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥκι όμως πέρασε τις εξετάσεις της αγωνιστικότητας, δεν μιλούμε για τα σημερινά.

Λοιπόν, η Ειρήνη, αργότερα το μάθαμε, όλοι «στετέ παπαδιά» την λέγαμε, και μείναμε με ανοιχτό το στόμα, από αυτήν γέμισε η οικογένεια, η Ειρηνιά της Αλεξάντρας, μόλις που είχε αρχίσει να μαθαίνει να κάθεται στη βούφα να υφαίνει, κάτω στο σκοτεινό εκείνο δωμάτιο με τα σιδερένια κάγκελα, στο δάπεδο χώμα, της άλλης ήταν όλα χρυσά, ο πατέρας της πενταπλούσιος, στο χρυσάφι την έντυνε, πήγε να επιβάλει τα είδωλα, άλλος αυτός, έμαθε σιγά σιγά το μάθημά του, πολλά τα θαυμαστά και θαυμάσια, αλλά  η παπαδιά έσπερνε ονόματα στην οικογένεια, Ειρήνη Ειρήνη θέλουμε ειρήνη, και επί γης ειρήνη λέει και η δοξολογία, άλλη λοιπόν η Ειρηνούλα της Δεσπούς και η Ηρούλα του Γιώρκου και η Ρένα του Σωκράτη και ο Ρένος της Μοιρούς, πλούσια τα ελέη σου, κι όλα αυτά κάπου από την Κυθρέα θα άρχισαν, αφού η στετέ παπαδιά ήταν από εκεί, αδελφή της Φορούς, της Μυροφόρας, τυφλής στα γερατειά της, κατά που μου είπαν τελευταία, είχα ξεχάσει, κάπου κοιμόταν.

Κι ο καθένας με την τύχη του, κι η καθεμιά, άλλος με την σύνταξη, άλλος με την εγγλέζα,  άλλη με τα ταξίδια της, άλλη με τις δουλειές της, άλλη στην οικογένεια, σπάνια πια βρισκόμαστε, αν ζούσαν οι δικοί μου πολύ θα λυπόνταν  που καταλήξαμε να μη συναπαντιόμαστε με τους συγγενείς, να μην ξέρουμε πια το σόι, πέρασαν οι καιροί, όλα τα χαλάσαμε, κι όμως, εκατό τόσο χρόνων το ρολόι του Νικολή του τυφλού στην εκκλησιά και χτυπά τους χτύπους της καρδιάς του κανονικά, χωρίς ούτε ένα στεντ.

Πολύ μεγάλο λοιπόν όνομα, το συναξάρι της λέει πολλά,  η εικόνα άλλα τόσα, σήμερα περνάμε με τις φωτογραφίες, κι ακόμα δεν τους έχω, ευτυχώς ζουν, καιρός να τους ζητήσω, να κάμω το γενεαλογικό δέντρο που λεν, άλλη μόδα κι αυτή, μα η ειρήνη καθυστερεί, κατάληξε ένα σύνθημα κενό και επίφοβο, δηλαδή αν μας επιτεθούν εμείς θα σταθούμε με λευκές σημαίες να φωνάζουμε ειρήνη; Και τι θα κάμεις, θα σου πουν, θα σταθείς να πολεμήσεις, και γιατί όχι, αν δεν σταθείς να πολεμήσεις, θα σε σκοτώσουν αμαχητί, τουλάχιστο με ό τι έχεις πολέμα  κι άσε τις κενοβροντίες. Καλά, στην ηλικία σου δικαιούσαι να λες ό τι θες, τον πόλεμο τον περάσαμε, κανονικά έπρεπε να κατέβη κι η ειρήνη, άρμα θες των ανθεστηρίων, με αλεξίπτωτο σαν άις Βασίλης, αλλά μας την κατεβάζουν πάνοπλη, με τους δικούς τους όρους, και με επεμβάσεις και με στρατεύματα και με αέρια και με βέτα, αυτή δεν είναι ειρήνη, είναι υποδούλωση, άλλη τουρκοκρατία με την υπογραφή μας δεν την αντέχουν ούτε τα φερέφωνα, κι έτσι την Ειρήνη τη γιορτάζουμε τη μέρα της, κι αν είναι να επιτευχθεί, καλώς, ειδ’ άλλως, συνηθισμένα τα βουνά από χιόνια. Μια ζωή ανειρήνευτη ζήσαμε.

Στέλιος Παπαντωνίου

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Οι πεινώντες και διψώντες


Οι πεινώντες και διψώντες

Όταν τον ρώτησα τι κάνεις, μου είπε πως πεινούσε και διψούσε, δεν φαινόταν, ήταν μια εσωτερική καταπακτή, κάπου στον εγκέφαλο, δεν την συνειδητοποιούσε, παρά μόνο έβλεπε ποθαμασμένος τις καινούργιες Πόρσε, τις μεγάλες κατοικίες με τις πισίνες, εδώ στη γειτονιά μου δεν είχαμε ποτέ, παρά μόνο δυο δεξαμενές, μια στου γιατρού Σαββίδη, ο γιος του ο Λούης είχε δυο άλογα πίσω από τη δεξαμενή, σαν κάμαρη φαινόταν, με μισή ξύλινη πόρτα να ξεπροβάλλουν δυο περήφανα κεφάλια, ένα μαυρόασπρο, άλλο καφετί, και μια άλλη δεξαμενή στης κυρίας Μαρίας του Αντώνη, υπαστυνόμου εκ Πάφου, Κούκλια για την ακρίβεια,  ήταν πίσω από το σπίτι της ένας μεγάλος κήπος, τον απολάμβανε ένα κατάμαυρο μαλλουρωτό σκυλί, η Ρίτα, κι ύστερα τον έκτισε, κάτι μικρές καμαρούλες, έρχονταν στη Λευκωσία από χωριά, κι όταν έκλεισαν τα σχολεία, Γυμνάσια στη Λάρνακα, τα είχε ενοικιάσει σε δυο τρία παιδιά από την Αραδίππου, σε ιδιωτικό πήγαιναν εδώ, Λύκειο Νεοκλέους, τότε ήρθαν και στο Παγκύπριο μαθητές από άλλες πόλεις, συμμαθητές μας, στην ίδια τάξη, στο ίδιο τμήμα, είχε ήδη κλείσει το δικό μας την προηγούμενη χρονιά, οι εγγλέζοι μόλις έβλεπαν ελληνική σημαία να κυματίζει σε σχολείο το σφράγιζαν, κι εμείς με τα ποδήλατα πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι καθηγητών και σε εκκλησιές, κρυφό σκολειό σου λέω.

Με τον πόλεμο του 74 ήρθαν διωγμένα τα παιδιά, στην Ευρύχου τότε, ένα γκρεμισμένο ερείπιο οι ψυχές τους, άλλοι στο απογευματινό, άλλοι πρωινό, και αντιστρόφως, άλλοι στα αντίσκηνα έξω από το σχολείο, και στην Παλουριώτισσα από το 76, φερμένα από την Καρπασία την αγία και πολύπαθη, φοβισμένα κορίτσια, Παγκύπριον Γυμνάσιον Θηλέων Παλουριωτίσσης ήταν το σχολείο, στη νεκρή ζώνη, ολόκληρο ένα φυλάκιο με συρματοπλέγματα και γαιόσακους ένα  γύρο, όταν αργότερα έγινε μικτό και μπήκαν αγόρια έπρεπε να εγκλιματιστούν αργά και σταθερά δασκάλες και μαθήτριες, με τόσες αδυναμίες, οι άνθρωποι με τόσα προβλήματα, πώς να ‘χεις και ποιες απαιτήσεις, να φανείς επιεικής, κάναμε και τίποτ’ άλλο; μα τα πράγματα έδειχναν πού οδηγούνταν, τα απομεινάρια του πολέμου τα σωρεύουμε σήμερα, σε ποια σκουπίδια να τα πετάξουμε που ΄γιναν κι αυτά επιστήμη, ευρωπαϊκοί κανονισμοί, έτσι κι οι άλλοι πήραν τα πάνω τους με τον πολλαπλασιασμό της αξίας των περιουσιών τους, κι οι πένητες δεν χώνευαν την πενία τους κι ήθελαν σε μια νύχτα να γίνουν πλούσιοι, γιατί οι άλλοι είναι καλύτεροι; είναι κι ένα νησί, ανθρωποφάγο το λένε, τώρα το μαθαίνουμε, πάλι οι τούρκοι το ’φεραν στην επιφάνεια, είσαι ρατσιστής, μου λέει, τα έχεις όλα αναγάγει στο πραξικόπημα και στην εισβολή, καλύτερα δες την κατάντια σου. Αυτό κάνω, του λέω.

Στέλιος Παπαντωνίου     

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ


ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ
Στέλιου Παπαντωνίου
Στέλιος Παπαντωνίου
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΛΕΥΚΩΜΑΤΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ
Κυρίες και κύριοι,
Η κατάθεση βιβλίων και μάλιστα λευκωμάτων στην τράπεζα των εκδόσεων  αποτελεί πράξη πολιτισμού μέσα σ΄έναν κόσμο ρηχότητας και ματαιοδοξίας.
Αν βρισκόμαστε σήμερα εδώ, το οφείλουμε εν πρώτοις στον κύριο Στέλιο Γεωργαλλίδη ο οποίος συνέλαβε την ιδέα και κίνησε όλα τα νήματα υλικά και πνευματικά για να ολοκληρωθεί αυτή η ιδέα.
Η ως τώρα παρουσία του και της Κεντρικής Ασφαλιστικής στην έκδοση λευκωμάτων πολυτελείας,  τους έχει αναγάγει στην πρώτη θέση στην Κύπρο. Οι προηγούμενες εκδόσεις λευκωμάτων για την Οδό Κλήμεντος, τον Καραγκιόζη, τον Πιν, τον Χαμπή και η οικονομική αρωγή σε εκδόσεις λευκωμάτων καλλιτεχνών και άλλες εκδόσεις αποδεικνύουν πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με όραμα σ’ αυτό το νησί, που προωθούν τον πολιτισμό, πράγμα πολύ παρήγορο κι ελπιδοφόρο.
Ποια η αφόρμηση του βιβλίου που παρουσιάζουμε;
Ο κύριος Στέλιος Γεωργαλλίδης θυμάται από την ενορία του αγίου Σάββα και παρατήρησε από μικράς ηλικίας πως είναι συνήθεια στη Λευκωσία τη Μεγάλη Παρασκευή να επισκέπτονται εφτά εκκλησιές και να προσκυνούν οι πιστοί εφτά επιταφίους. Τον συγκίνησε και προβλημάτισε το έθιμο και αποφάσισε να παρουσιαστεί τούτο σε ένα σχετικό λεύκωμα διασώζοντας έτσι μια λευκωσιάτικη παράδοση. Άρα χρειαζόταν έναν καλλιτέχνη που θα αναλάμβανε το εικαστικό μέρος και τον είχε από την προηγούμενη επιτυχή του συνεργασία με τον Πέτρο Παπαπέτρου, και έναν συγγραφέα λυρικών θρησκευτικών κειμένων. Ο φίλος Πέτρος Παπαπέτρου, γνωρίζοντας τη σχέση μου με την εκκλησία και τις θρησκευτικές τελετές και λειτουργίες, απευθύνθηκε σε μένα.
Υλικό είχα έτοιμο από παλιά, γιατί κατέγραφα σε ποιητικό λόγο τις συγκινήσεις μου από την μεγάλη περίοδο της εκκλησιαστικής μας ζωής που αρχίζει από το Τριώδιο και τελειώνει με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Έζησα στη Λευκωσία τα έθιμα που σχετίζονται με την εκκλησία, και μπορούσα να φέρω σε πέρας τη συγγραφή για θέμα που με συγκινούσε από την παιδική μου ηλικία. Γι’ αυτό και ανέλαβα, σίγουρος για το αποτέλεσμα, γι’ αυτό και ευχαριστώ τον κύριο Στέλιο Γεωργαλλίδη για την έμπνευση και χρηματοδότηση του έργου και τον Πέτρο Παπαπέτρου για τη αγαστή συνεργασία.
Το λεύκωμα ονομάζεται ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ.
Για να μπει σε τάξη το υλικό, τέθηκε ως βάση ο αριθμός εφτά, άρα κάθε προσκύνημα σε έναν επιτάφιο θα περιλάμβανε μέρη του όλου. Για να γίνει ζωντανή η παρουσία των ανθρώπων,  συνέλαβα την ιδέα μιας ομάδας φίλων που επισκέπτονται τους επιταφίους, και σε κάθε επίσκεψη σκέπτονται τα παρελθόντα και τα παρόντα του τόπου και των ανθρώπων του.
Στον πρώτο επιτάφιο, γράφω: «Περιμένοντας τους φίλους να μαζευτούμε για την καθιερωμένη προσκύνηση των εφτά επιταφίων, μεταφέρομαι νοερά στις απαρχές του κόσμου μας, το ρίγος των αρχεγόνων μπροστά στο θαύμα της φύσης, στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Ίσως ο θαυμασμός μπροστά στις εναλλαγές των εποχών, πώς εκείνο τον παγερό χειμώνα διαδέχεται η κελαηδούσα άνοιξη, πώς εκείνος ο σπόρος που θάφτηκε ξεφυτρώνει τώρα από το χώμα και χαιρετά το φως, και γιατί τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα που έθαψα στην αυλή να μην ξεπροβάλουν και πάλι να μου μιλήσουν;
Ίσως έτσι να γεννήθηκαν στην Αίγυπτο ο Όσιρις, στη Βαβυλωνία ο Ταμμούζ, στη Φρυγία ο Άττης και σε μας ο Διόνυσος κι ο Άδωνης.»
Από αρχαιοτάτων λοιπόν άρχεσθαι, από την προϊστορία και τον μύθο, τα πρώτα βαθύτατα μυστήρια του ανθρώπου και των αρχαίων θρησκειών.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Γιατί ο αριθμός εφτά; Πώς να ξεπρόβαλε στη ζωή μας αυτό το έθιμο, των εφτά επιταφίων; Ποιος θυμάται, ποιος κινεί τη μνήμη; Άλλοι θυμούνται, τρεις, πέντε ή εφτά εκκλησιές γύριζαν με τα πόδια, με το ποδήλατο, με τ’ αυτοκίνητο σπανιότερα, και προσκυνούσαν την Καθαρή Δευτέρα, να βοηθήσει ο Θεός να διανύσουν το καλό στάδιο της νηστείας, να διαπλεύσουν το πέλαγο. 
Την ίδια εποχή, λέει άλλος, θυμάται το έθιμο της προσκύνησης των εφτά επιταφίων, στις μεγάλες πόλεις, αν όχι μόνο  στη Λευκωσία εντός των τειχών, που εύκολα εύρισκε κανείς εφτά εκκλησιές.
Ο αριθμός εφτά, έτσι κι αλλιώς, από αρχαιοτάτων χρόνων είχε τη μαγεία του.
Και ακολουθούν ποιήματα που έγραψα για τον αριθμό εφτά
Για να μη καταφύγω σε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Τώρα, στην τρίτη εκκλησιά, σκέφτομαι πως δεν φτάσαμε  τυχαία σ’ αυτή την πάνσεπτη μέρα! Πριν φτάσουμε στη Μεγάλη Βδομάδα διερχόμαστε το μεγάλο στάδιο με το  Τριώδιο. Σαν αγώνας πνευματικός, στο στάδιο της νηστείας.
Τι είναι τούτο το Τριώδιο; Βιβλίο που χρησιμοποιούμε στην Εκκλησία όλη αυτή την περίοδο, από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως το Μεγάλο Σάββατο.  ‘Ενας αμέτρητος πλούτος, άγνωστος στους πολλούς!
Το λεύκωμα δεν έπρεπε να παρουσιάζεται ούτε ως εγκυκλοπαιδικό λεξικό για τη Μεγάλη Βδομάδα ούτε δασκαλίστικο ή ηθικολογικό. Θα το κινούσαν μόνο τα βιώματα, γι’ αυτό και οι ζωντανές σκηνές, για παράδειγμα:
«Στο μεταξύ πλησιάζουμε στο κουβούκλιο, ωραίος επιτάφιος, τα παιδιά και πάλι ξαγρύπνησαν για να τον στολίσουν. Φέτο σ’ αυτήν εδώ την εκκλησιά, διάλεξαν τα κρίνα, το λευκό χρώμα ταιριάζει στο κενοτάφιο, τι λέτε; ‘Ο, τι κι αν λέμε, η πίστη συνεχίζει να οπλίζει τον κόσμο μας. Δίπλα μου γνωστοί και άγνωστοι, ο κόσμος της Μεγάλης Παρασκευής, των εθίμων, στο βάθος ένας κόσμος ιερουργεί, αυτές  οι μυστικές διαδρομές στα έγκατα της ψυχής μας!»
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Βρισκόμαστε ακόμα στο στάδιο των προετοιμασιών. Κυριακή της Απόκρεω, η Τσικνοπέμπτη, το Ψυχοσάββατο, η Κυριακή της Τυρινής, εκκλησιαστικά και κοσμικά γιγνόμενα, με μνήμες από το παρελθόν.
Διαβάζω: « Κάθε τόπος κάθε γωνιά και τα έθιμά της, κι εμείς ανατρέχουμε στην παιδική μας ηλικία. »
Κι οι μνήμες δένονται με το παρόν, τον τέταρτο επιτάφιο που προσκυνά η ομάδα : «Βραδιάζει, ωραίος κι αυτός ο επιτάφιος, φαίνεται μάλιστα καλλιτεχνικά στολισμένος, ίσως και να κατέφυγαν σε επαγγελματία, πλούσια φαίνεται η εκκλησιά….» Θρησκεία, καθημερινότητα, σχόλια, μνήμες.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Και μόνο η επίσκεψη στις διάφορες εκκλησίες της Λευκωσίας μας φέρνει γαλήνη. Η μνήμη λειτουργεί ασταμάτητα. Την Παρασκευή της πρώτης εβδομάδας των νηστειών αρχίζουν το βράδυ οι Χαιρετισμοί στη Θεοτόκο. «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» «Άγγελος πρωτοστάτης…»             Ποιος δεν το ξέρει; Κι ύστερα το «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε», χάντρες στα πατερμά του πλούσιου λόγου της ελληνικής ορθοδοξίας.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΚΤΟΣ
Συνεχίζουμε το ταξίδι και στις σκέψεις μας, πώς φτάσαμε στη σεπτή αυτή μέρα! Οι Κυριακές των Νηστειών. Η πρώτη νίκη της Ορθοδοξίας, πρώτη νηστειών, που συνεχίζεται με το έργο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, τη δεύτερη Κυριακή των νηστειών. Τρίτη Κυριακή, της σταυροπροσκυνήσεως. Η τετάρτη Κυριακή των νηστειών, του Ιωάννου της Κλίμακος, Η πέμπτη Κυριακή νηστειών της Μαρίας της Αιγυπτίας, και οδηγούμαστε στο Σάββατον του Λαζάρου. Το όλο τελειώνει με την Κυριακή των Βαϊων.
Με το βράδυ της Κυριακής των Βαϊων μπαίνουμε στο Νυμφίο.
Οι περισσότεροι την Τρίτη το βράδυ πηγαίνουμε στην εκκλησιά, για ν’ ακούσουμε το τροπάριο της Κασσιανής, ακολουθούν Νιπτήρας, Μυστικός δείπνος, προσευχή, προδοσία, μεγάλη Πέμπτη τα δώδεκα ευαγγέλια, Σήμερον κρεμάται, κι η λαϊκή μας μούσα στο τραγούδι της Παναγίας, τη άλλα μέρα Αποκαθήλωση.
Και μπαίνουμε στο κύριο θέμα, τον επιτάφιο.
«Έφεραν τον επιτάφιο κεντημένο, από το ιερό ο ιερέας με εξαπτέρυγα και ψάλτες, έρχονται στο κουβούκλιο και τον τοποθετούν.» Άκρα συγκίνηση.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
«Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν. Η ζωή, πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς; Του θανάτου το βασίλειον λύεις δε, και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς». 
Θλίψη στις καρδιές, άνθρωπος δικός μας, ο Θεός μας, κατεβαίνει στον Άδη. Έχει μιαν άλλη διάσταση η κηδεία του, δεν είναι όπως των κοινών ανθρώπων, κάτι υπερφυσικό πλανάται στην εκκλησία, κατεβαίνει από τα κατηχούμενα, από τους σκεπασμένους με τα μαύρα κρέπια πολυελαίους, όλα ακατάληπτα, η ζωή εν τάφω.
Μέσα από τα λουλούδια του επιταφίου η μυρουδιά της ανάστασης, το λευκό χρώμα, οι λαμπάδες, ανάβει η φλόγα της ζωής, δεν πεθαίνει. Αυτή η πίστη μας κρατά στη ζωή, και στη μικρή μας νήσο, με τα τόσα βάσανα, με τα πάθια της σκλαβιάς, η πίστη στην ανάσταση. 
Με την καρδιά του βιβλίου στα εγκώμια και στους επιταφίους κλείνει το κύριο μέρος.
*********
Εδώ πια άνετα μπορώ να εκθειάσω την καλλιτεχνική φλέβα του Πέτρου Παπαπέτρου, την ευαισθησία, το σεβασμό στο θέμα και στα κείμενα, την αυστηρή επαγγελματικότητα, τη γενική επιμέλεια, τον αγώνα για εύρεση μεταφραστή, για τα αγγλικά ήδη υπήρχε δοκιμασμένος ο Ανδρέας Παπαπέτρου, για τα ρωσικά καταφύγαμε σε μητροπόλεις και μοναστήρια, σε συγγενείς και φίλους, ο μεταφραστής έπρεπε να κατέχει τα εκκλησιαστικά, δεν ήταν μια απλή γλωσσική μετάφραση, και με ευχαρίστηση συνεργαστήκαμε με τον Oleg Tsybenko άριστο γνώστη της ελληνικής και της εκκλησιαστικής ορολογίας.
Ο αγώνας της Αυγής Παπαπέτρου, να μπουν τα κείμενα στη σειρά στις τρεις γλώσσες και παράλληλα, σωστά στην εμφάνιση και τυπογραφικά άρτια, το όλο πνεύμα συνεργασίας έδωσε τους καρπούς του.
*************
Η εκκλησιαστική όμως ζωή συνεχίζεται, έρχεται η πρώτη ανάσταση, η Κυριακή του Πάσχα, το Πεντηκοστάριο. Όλα αυτά πια σε λευκές σελίδες, λαμπροφορούν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με τη Δευτέρα του αγίου Πνεύματος τελειώνει μια μεγάλη περίοδος της θρησκευτικής μας ζωής, που αρχίζει στο πρώτο μέρος με το Τριώδιο – του Τελώνου και Φαρισαίου- προχωρεί στη Μεγάλη Εβδομάδα με ιδιαίτερη έμφαση στο δεύτερο μέρος στην ταφή του Ιησού Χριστού και στο έθιμο της προσκύνησης Επτά επιταφίων, και στο τρίτο μέρος παρακολουθούμε τα μετά την ταφή, ως την ημέρα της Πεντηκοστής και του αγίου Πνεύματος, που μας έστειλε ο Ιησούς για να είναι πάντα μαζί μας και να μας φωτίζει.
Τέλος ευχαριστίες πάμπολλες.
Το βιβλίο γράφτηκε σε στενή συνεργασία με τον φίλτατο Πέτρο Παπαπέτρου (Πιν) υπεύθυνο της εικονογράφησης και όλων των λεπτομερειών για την καλή του εμφάνιση, πρώτιστα και τελικά  όμως ο συγγραφέας οφείλει ευχαριστήρια στον εμπνευστή του έργου και χρηματοδότη του, τον κύριο Στέλιο Γεωργαλλίδη, και την Κεντρική Ασφαλιστική, της οποίας είναι ο γενικός διευθυντής.

ΤΕΛΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το βιβλίο «Επιταφίων Επτά Θυμιάματα» γεννήθηκε από τον πόθο κατάθεσης μιας μαρτυρίας πίστεως και από την αγάπη στη θρησκευτική μας ζωή και στα σχετικά έθιμα, ένα από τα οποία είναι η προσκύνηση επτά επιταφίων τη Μεγάλη Παρασκευή.
Σημαδιακές μέρες στη ζωή μας, φορτισμένες συναισθηματικά, ώθησαν στη συγγραφή των κειμένων και  στη συλλογή φωτογραφιών που αθανατίζουν μια μεγάλη περίοδο της εκκλησιαστικής μας ζωής.
Με επίκεντρο το έθιμο της προσκύνησης επτά επιταφίων τη Μεγάλη Παρασκευή, δίνεται ευκαιρία για μια θρησκευτική περιδιάβαση, από τις πρώτες μέρες του Τριωδίου ως το τέλος του Πεντηκοσταρίου.
Όσο πιο απλά και συγκινητικά  φανερώνεται το πνεύμα των ημερών, πλήρες πλήθους ποικίλων συναισθημάτων, που συγκλονίζουν τους χριστιανούς που οδεύουν μαζί με τα εκκλησιαστικά τελούμενα  από την άκρα ταπείνωση ως το πάθος, την ανάσταση, την εις ουρανούς άνοδο του Κυρίου και την κάθοδο του αγίου Πνεύματος.
Κείμενα και εικόνες συνταιριασμένα μεταδίνουν τα μηνύματα και τα συναισθήματα, μια ευωδία πνευματική, απαραίτητη στη σημερινή ζωή μας της παραζάλης.
ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ
Μια μακρά περίοδος στη ζωή της Εκκλησίας και των Χριστιανών αρχίζει με το Τριώδιο, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, του Ασώτου, της Απόκρεω, της Τυρινής. Η Καθαρά Δευτέρα, σημάδι της έναρξης της τεσσαρακοστής, περίοδος νηστειών, και οι Κυριακές, πρώτη νηστειών ή της ορθοδοξίας, δευτέρα νηστειών, Γρηγορίου του Παλαμά, τρίτη της σταυροπροσκυνήσεως, τετάρτη Ιωάννου της Κλίμακος και πέμπτη της Μαρίας της Αιγυπτίας, η κάθε μια με τη δική της λαμπρότητα και μηνύματα. Το όλο τελειώνει με την Κυριακή των Βαϊων.
Στο μεταξύ, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή το πρωί γίνονται προηγιασμένες λειτουργίες, τα εσπερινά της Παρασκευής παρακολουθούμε πάντα με κατάνυξη τους χαιρετισμούς στη Θεοτόκο, και τ’ άλλα βράδια τα απόδειπνα, και τους κατανυκτικούς εσπερινούς. Σημαντικό μέρος της ποίησης του Βυζαντίου αφιερώνεται στην περίοδο αυτή, ιδιαίτερα ο Ανδρέας Κρήτης με τον μεγάλο Κανόνα του γονατίζει τις αμαρτωλές μας ψυχές στην επίγνωση των κακών και στην ανάγκη για συγχώρεση.
Η μεγάλη βδομάδα αρχίζει το απόγευμα της Κυριακής των Βαϊων, οπότε ψάλλονται τα Αλληλούια και το Ιδού ο νυμφίος έρχεται. Το κλίμα πια κάθεται πυκνό και βαρύ, τα πρόσωπα σοβαρά κι οι σκέψεις… Τη μεγάλη Τρίτη ο πιστός κάμπτεται με την πόρνη μέσα από το υπέροχο τροπάριο της Κασσιανής, ενώ την Τετάρτη το απόγευμα οι περισσότεροι αναμένουν το ευχέλαιο, να ετοιμαστούν για την επόμενη Μεγάλη Πέμπτη, το πρωί, για την θεία κοινωνία. Ο νιπτήρας, η ταπείνωση του Κυρίου να πλύνει τα πόδια των μαθητών κι ο μυστικός δείπνος. Του δείπνου σου του μυστικού. Στις περισσότερες εκκλησιές απλώνονται μπροστά στις εικόνες των αγίων τα μαύρα κρέπια, η θλίψη δεν αφήνει κενά  στο ναό και στις καρδιές των πιστών. Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, τα δώδεκα ευαγγέλια, και το βράδυ βράδυ, άλλοι ως τα μεσάνυχτα άλλοι το πρωί της Παρασκευής ετοιμάζονται για τον επιτάφιο.
Τα λουλούδια πάντα φτωχά μπροστά στο μεγαλείο και την άκρα ταπείνωση, η θλίψη, οι συναγωνισμοί ανθρώπινοι, σχέδια, χρώματα, συλλήψεις στολισμού. Αφηγήσεις και συγκρίσεις, την επόμενη μέρα η καρδιά της μεγάλης βδομάδας, ο επιτάφιος, ο στολισμός, ο επιτάφιος ως κενοτάφιο, ο επιτάφιος ως κέντημα, ο επιτάφιος θρήνος ως ποίηση και ύμνοι, προετοιμασίες των ψαλτάδων της μιάς νυχτός, οι χορωδίες, με την ανοιξιάτικη πνοή της νιότης, με τις μνήμες των ωρίμων και γεραιτέρων. Οι μυροφόρες τα παιδιά κι οι μυροφόρες τα λουλούδια. ’Εραναν τον τάφον.
Γύρω στο μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής αρχίζει η προσκύνηση των επιταφίων. Μνήμες, συγκινήσεις, υπομονή, νεκροί και ζωντανοί δικοί μας φτερουγίζουν γύρω μας, θυμάσαι… Κι ο θείος   αθάνατος νεκρός καθεύδει και δέχεται τους στεναγμούς και το σεβασμό μας. Πρώτος επιτάφιος, Φανερωμένη, δεύτερος, Τρυπιώτη, τρίτος, αγίου Σάββα, τέταρτος, αγίου Αντωνίου, πέμπτος, Αγίου Ιωάννου, έκτος Χρυσαλινιώτισσας  και έβδομος αγίου Κασσιανού.
 Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Δεν υπήρχαν τα μέσα, μέναμε στους τρεις, κοντά στο σπίτι, στη γειτονιά με τις πολλές πάντα εκκλησιές, δυο τρεις θα βρίσκονταν. Κάποτε κι οι εφημερίδες έδιναν το έναυσμα για τη σύγκριση, περιγραφές επιταφίων, συνεντεύξεις με τα κορίτσια της γειτονιάς, τις πρωτεργάτριες του στολισμού. Να είναι άνθρωπος δικός μας, πάμε στην κηδεία, τελειώνουμε, μα το Θεό μας, πώς σε κηδεύσω Θεέ μου ή ποία άσματα μέλψω τη ση εξόδω. Το σώμα απαιτεί τη συμμετοχή κι αυτό με την κούρασή του, με την ορθοστασία, με τη νηστεία, με τον κλονισμό. Θέλει να μετέχει ενεργά, παθητικά, να αισθανθεί.
Δεν είναι ο Άδωνις, δεν είναι οι θεοί της Αιγύπτου, της αρχαίας Ελλάδας τα μυστήρια, η άκρατη ταπείνωση του δικού μας Θεού να δεχτεί το θάνατο για να τον συντρίψει, να κατέβει στον Άδη και να σώσει. Θανάτω θάνατον πατήσας.
Μόλις τεθεί στην αγία τράπεζα ως μνημείο του τάφου του, μετά τη λιτάνευση, τη συνάντηση ίσως επιταφίων στις γωνιές των δρόμων ή στις πλατείες,  ακούεται το πρώτο ανάστα ο θεός, στο τέλος της προφητείας Ιεζεκιήλ, έστω κι αν δεν το προσέχουν οι πολλοί. Θάνατος κι ανάσταση συνυπάρχουν, δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Κι απλώνεται από αρχαιοτάτων χρόνων στους λαούς, με τους μύθους και την ποίησή τους με τις τελετουργίες και την πνευματική ανάταση. Κόσμος δεν είναι μόνο όσα βλέπουμε. Η προσπάθεια να διεισδύσουμε στα μυστήρια του σύμπαντος κόσμου, της ζωής και του θανάτου, ο αναγκαίος σεβασμός μπροστά στο άγνωστο και η επίγνωση των αδυναμιών μας.
Η επόμενη, το Μέγα Σάββατον, ήδη χαράζει χαρμόσυνο, ετοιμασίες για να πέσουν τα μαύρα, ν’ ανασάνουν οι εικόνες, δεν δέχεται το κατάμαυρο η ψυχούλα μας, δεν μπορεί στην άκρα απελπισία, βιάζεται για την πρώτη ανάσταση, Σάββατο πρωί, να γκρεμιστεί ο Άδης.
Η Κυριακή του Πάσχα ανατέλλει με το δικό της υπέρλαμπρο φως. Ήδη από τα μεσάνυχτα προμηνύεται το λαμπροφόρο της ημέρας και των ημερών, η καταυγάζουσα νίκη της ζωής επί του θανάτου. Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.
Ο Εσπερινός της αγάπης με το ευαγγέλιο στις πολλές γλώσσες, το μήνυμα πρέπει να πάει παντού. Τώρα θα φορέσουν κι οι κόρες τα καινούρια κι οι νιοι θα τις θαυμάζουν, παλιές συνήθειες. Όλη η διακαινήσιμος εβδομάδα, κάθε μέρα στον ήχο της, οδεύει στην Κυριακή του Θωμά, το τέκνον της απιστίας πρέπει να πάρει την απάντηση και τη θέση του στον κόσμο της Ορθοδοξίας.
Αφήσαμε το Τριώδιο, περάσαμε στη Μεγάλη Βδομάδα, μπαίνουμε στο Πεντηκοστάριο.
Ως την ανάληψη του Χριστού και την επίσκεψη του αγίου Πνεύματος, την ημέρα της Πεντηκοστής. Κι επειδή στην Εκκλησία μας δεν διακρίνονται οι νεκροί από τους ζωντανούς, με τα Ψυχοσάββατα τους τιμούμε, με τους εορτάζοντες αγίους προβάλλουμε  ιδεώδη ζωής. Οι θειότατοι πατέρες τα πάντα εν σοφία ωκονόμησαν. Κι οι ορθόδοξοι ακολουθούμε τα ήθη και έθιμα των πατέρων μας, συντηρούμε ταυτότητα, ελληνισμού και ορθοδοξίας, σ’ αυτή την τυραννισμένη γωνιά, που δίκαια περιμένει την ανάσταση.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Περιμένοντας τους φίλους να μαζευτούμε για την καθιερωμένη προσκύνηση των εφτά επιταφίων, μεταφέρομαι νοερά στις απαρχές του κόσμου μας, χτυπώ την άβατη πλάκα του χρόνου, το έρεβος της άγνοιας, να εμβιώσω το ρίγος των προπατόρων μας, μπροστά στο θαύμα της φύσης, στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου.
Ίσως ο θαυμασμός μπροστά στις εναλλαγές των εποχών, πώς εκείνο τον παγερό χειμώνα διαδέχεται η κελαηδούσα άνοιξη, πώς εκείνος ο σπόρος που θάφτηκε ξεφυτρώνει τώρα από το χώμα και χαιρετά το φως, και γιατί τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα που έθαψα στην αυλή να μην ξεπροβάλουν και πάλι να μου μιλήσουν, να κάτσουμε στην πέτρα- να εδώ καθόταν η σεβαστή μάνα, παρέκει ο πατέρας με το ραβδί- να τα ξαναπούμε, με τις λίγες γνώσεις και τα πολλά ερωτηματικά!
Ίσως, λέω, έτσι να άρχισε ο άνθρωπος να συλλαμβάνει ιδέες, στον άμετρο θαυμασμό του και στον αγώνα του να διεισδύσει στο άρρητο μυστήριο, ίσως έτσι να γεννήθηκαν στην Αίγυπτο ο Όσιρις, στη Βαβυλωνία ο Ταμμούζ, στη Φρυγία ο Άττης και σε μας ο Διόνυσος κι ο Άδωνης.
Ίδιες οι εποχές του χρόνου, οι εποχές των παθών τους, άνοιξη, Απρίλης μήνας, όπως  κι αν λεγόταν τότε, η διαμάχη της Περσεφόνης, χθόνιας θεότητας, με την Αφροδίτη του έρωτα, ο θάνατος κι η ζωή, η σφριγηλή δύναμη της ανανέωσης των όντων. Με ποια να διαμένει ο Άδωνης, και πόσον καιρό, όπως τους σπόρους που φυτέψαμε στο χωράφι;
Κάποτε, λέει ο μύθος, ο Άδωνης σκοτώθηκε από τον Άρη, πόσα καλά παλικάρια να έφαγε και μας ο πόλεμος, κι άλλα ακόμα αγνοούμενα, να θρηνούν οι δικοί τους σαράντα χρόνια τώρα, να θρηνεί η αγαπημένη τους, δεν τον χάρηκε, να στάζουν δάκρυα από τα μάτια της Αφροδίτης και να φυτρώνουν παπαρούνες.
 «Αιάζω τὸν ΄Αδωνιν, απώλετο καλὸς ΄Αδωνις·
ώλετο καλὸς Άδωνις, επαιάζουσιν Έρωτες.
μηκέτι πορφυρέοις ενὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε·
έγρεο, δειλαία, κυανόστολα και πλατάγησον
στήθεα καὶ λέγε πἀσιν, απώλετο καλὸς Άδωνις.                                                                                αιάζω τὸν Άδωνιν· επαιάζουσιν Έρωτες.»
Θρηνώ τον Άδωνη που χάθηκε, την ομορφιά της νιότης
Θρηνούν οι Έρωτες τον Άδωνη που εχάθη.
Μη μου κοιμάσαι στα πορφυρά σεντόνια, Κύπριδα
Σήκω, καημένη, χτύπα τα στήθια ν’ ακουστείς στα πέρατα της γης
χάθηκεν ο Άδωνης, θρηνώ κι εγώ κι οι Έρωτες μαζί μου.

Ο άνθρωπος ίδιος είναι πάντα, μπροστά στα μεγάλα της ζωής και του θανάτου, ώρα να ξεκινήσουμε για τους επιταφίους. Ψιλοβρέχει σήμερα.


ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Καλά με ρωτούσαν, μα εγώ δεν ήξερα ν’ απαντήσω. Γιατί εφτά, μου λέει μια μέρα η κόρη;
Πώς να ξεπρόβαλε στη ζωή μας αυτό το έθιμο, των εφτά επιταφίων, μια κλωστή στο χρόνο, κάπου κάποιος κάποτε, κι ύστερα συνηθίζει ο κόσμος, του αρέσει, το επαναλαμβάνει!  Μια ερώτηση στον μυρωμένο αέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ποιος θυμάται, ποιος κινεί τη μνήμη; Άλλοι θυμούνται, τρεις, πέντε ή εφτά εκκλησιές γύριζαν με τα πόδια, με το ποδήλατο, με τ’ αυτοκίνητο σπανιότερα, και προσκυνούσαν την Καθαρή Δευτέρα, να βοηθήσει ο Θεός να διανύσουν το καλό στάδιο της νηστείας, να διαπλεύσουν το πέλαγο, μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά, θα τα καταφέρουν δε θα τα καταφέρουν. Τα σπίτια κοντά στις εκκλησιές είχαν πάντα το τραπέζι στρωμένο με νηστήσιμα, καλώς να ρθουν οι συγγενείς κι οι φίλοι. Αυτή η συνύπαρξη της χαράς και της λύπης, η χαρμολύπη του χριστιανισμού, κύριο γνώρισμα και του ελληνισμού, δακρυόεν γελάσασα, το δακρυσμένο γέλιο της Ανδρομάχης στον Όμηρο.
Την ίδια εποχή, λέει άλλος, θυμάται το έθιμο της προσκύνησης των εφτά επιταφίων, στις μεγάλες πόλεις όμως, αν όχι μόνο  στη Λευκωσία εντός των τειχών, που εύκολα εύρισκε κανείς εφτά εκκλησιές στις κοντινές γειτονιές. Μια στενή πόλη η Χώρα, με τα ποδήλατα, και πολλούς πολλούς πεζούς.
Ο αριθμός εφτά, έτσι κι αλλιώς, από αρχαιοτάτων χρόνων είχε τη μαγεία του.
***
Τετράγωνα και τρίγωνα
Τέσσερα και τρία
μέρες του φωτός και της δημιουργίας
Εφτά μέρες τα παντζούρια της βδομάδας
Σήμερα Παρασκευή
Εφτά πανέρια λούλουδα στα χέρια
Εφτά επιτάφιους στη Χώρα να αγκαλιάσουμε
Εφτά κορίτσια μυροφόρες να στολίσουμε
Άλλα τόσα παιδιά να ψάλλουν στην ταφή σου.
***
Εφτά παχιές κι εφτά ισχνές οι αγελάδες
Εφτά νιους κι εφτά νιες για το Μινώταυρο
Με την εφτάχορδη λύρα θρηνώ
Κι εμείς εφτά εκκλησιές στις γειτονιές
Μεγαλοβδομαδιάτικα
Ζοφερά τα πάθια της Ζωής, τα πάθη του Θανάτου.
Εφτά πανέρια μυριστικά λουλούδια
Στη θεϊκή ταφή σου, Κύριε.
***
Εφτά τα μυστήρια
Εφτά των προπατόρων θαύματα
Εφτά οι σοφοί
Με αυστηρή την όψη
Εφτά οι φθόγγοι στις χορδές
Εφτά τα χρώματα στης ίριδας το μεσοφόρι
Να αγάλλεται το φως χορεύοντας
Κι εμείς
Με εφτά θλίψεις, εφτά χαρές
Γι’ αυτούς που αποχαιρέτησαν
Γι’ αυτούς που ξαναβλέπουμε
Στην εκκλησιά να προσκυνούν
Και σφίγγουμε τα χέρια.
***
Και την έβδομη μέρα σάλπισαν οι ιερείς
εφτά μέρες με τις σάλπιγγες
γύρω από την Ιεριχώ
εφτά γύρους κάθε μέρα
και γκρεμίστηκαν τα τείχη. 
‘Ετσι να ανασάνουν λεύτερα πόλεις και χωριά,
να στολίζουμε τον επιτάφιο με τα λουλούδια της αυλής
με τα αγριολούλουδα του κάμπου.
Στην κάθε εκκλησιά και επιτάφιο
Στον κάθε επιτάφιο να λουλουδίζει ελπίδα της ανάστασης.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Τώρα, στην τρίτη εκκλησιά, σκέφτομαι πως δεν φτάσαμε  τυχαία σ’ αυτή την πάνσεπτη μέρα! Πριν φτάσουμε στη Μεγάλη Βδομάδα διερχόμαστε το μεγάλο στάδιο με το  Τριώδιο. Σαν αγώνας πνευματικός, στο στάδιο της νηστείας, της υποταγής στις προτροπές των θείων Πατέρων. Υποταγή, γενηθήτω το θέλημά Σου.
Ανεβαίνουμε σταδιακά, τα σκαλοπάτια σκληρά, βαριά, απαιτητικά, μοχθούν για συνέπεια. Καθαίρουμε εαυτούς, για να αξιωθούμε την μετοχή στο θείο μυστήριο της ζωής και του θανάτου αλλά και της ανάστασης. Χωρίς αυτήν χριστιανισμός δεν υπάρχει. 
Τι είναι τούτο το Τριώδιο; Βιβλίο που χρησιμοποιούμε στην Εκκλησία όλη αυτή την περίοδο, από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως το Μεγάλο Σάββατο. Φυλλομετρώ. ‘Ενας αμέτρητος πλούτος, άγνωστός μου, άγνωστος στους πολλούς! Πώς δώσαμε όλη μας την ενεργητικότητα στον ψευδάργυρο, στην επιφάνεια, ένας κόσμος τόσο πλούσιος σε σκέψεις, συναισθήματα, ιερά γεγονότα, κείμενα, ήθη, έθιμα. Τι ξέρω ο φτωχός!
 Επαναλαμβανόμενο βλέπω κάθε Κυριακή, μετά την ανάγνωση του εωθινού ευαγγελίου και τον πεντηκοστό ψαλμό του Δαβίδ, σε παρακλητικό τόνο: Άνοιξέ μου τις πύλες της μετάνοιας, εσύ που δίνεις τη ζωή. Το πνεύμα μου ξαγρυπνά στο ναό σου,  το σώμα μου όμως  είναι ρυπαρό, αμαρτωλό κι ανάξιο. Γι’ αυτό, καθάρισέ το με την ευσπλαχνία σου.
Κατεύθυνέ με, Παναγία μου, στους δρόμους της σωτηρίας. Γιατί με αισχρές αμαρτίες έχω ρυπάνει την ψυχή μου. Όλη τη ζωή και την περιουσία μου  την κατέστρεψα ως άσωτος. Πρέσβευε στο Γιό σου  και Θεό μας να καθαριστώ από κάθε αμαρτία.
Διαισθανόμαστε και συνειδητοποιούμε! Σ’ αυτό αποβλέπουν οι ψαλμοί. Το πλήθος των ανομημάτων. Το μυστικό μας χέρι εισδύει στα βάθη της ψυχής μας και ανασύρει τα αμαρτήματα, θυμόμαστε, κλονίζεται η ψυχή και ζητεί έλεος. Πολλά εξαρτώνται από την ευαισθησία μας, από τη συνειδητότητά μας!
Πόσο σκάπτουμε ένδον; Σκληρή η ενδοσκόπηση: δεν είμαι αυτός που νομίζω.
Κάθε Κυριακή, ανάλογα με το θέμα και το πνεύμα της ημέρας, ένας αναβαθμός προς την κάθαρση.
Στο μεταξύ πλησιάζουμε στο κουβούκλιο, ωραίος επιτάφιος, τα παιδιά και πάλι ξαγρύπνησαν για να τον στολίσουν. Φέτο σ’ αυτήν εδώ την εκκλησιά, διάλεξαν τα κρίνα, το λευκό χρώμα ταιριάζει στο κενοτάφιό, τι λέτε; ‘Ο, τι κι αν λέμε, η πίστη συνεχίζει να οπλίζει τον κόσμο μας. Δίπλα μου γνωστοί και άγνωστοι, ο κόσμος της Μεγάλης Παρασκευής, των εθίμων, στο βάθος ένας κόσμος ιερουργεί, αυτές  οι μυστικές διαδρομές στα έγκατα της ψυχής μας!
Σοφοί Πατέρες οικονόμησαν.
Πρώτη στο Τριώδιο η Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, που μαζί με την Κυριακή του Ασώτου, της Απόκρεω και της Τυρινής αποτελούν το προανάκρουσμα των νηστειών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Φέρνω στο νου μου την εικόνα, Τελώνης και Φαρισαίος, βοηθά στη σύλληψη του μηνύματος! Φαρισαίος ο περήφανος, μοιάζει με τον χοντρό και καλοζωισμένο, ευχαριστημένο με τη ζωή του πλούσιο, ενώ ο τελώνης με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινά  στη γωνιά γονατίζει. Η άκρα αντίθεση. Ο περήφανος κι ο ταπεινός, ο εξωστρεφής κι ο εσωστρεφής. Ποιος καθαρίζει την ψυχή του, ποιος γίνεται καλύτερος;
Θα μας βοηθήσει αυτή η γνώση, αυτή η στάση, να καθαριστούμε, να σταθούμε μπροστά στον επιτάφιό Σου και να μην ντρεπόμαστε για την κατάντια μας; 
Η δεύτερη Κυριακή είναι αυτή του Ασώτου, που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας.
«Ω,  πόσων αγαθών ο άθλιος
Εμαυτόν εστέρησα.»

Δεν είναι μόνο η σοφή παραβολή
Η παραστατικότητα της αφήγησης
Μπροστά μας κάθε χρόνο να συστεγάζεται με τους χοίρους
Να συντρώγει τα βαλανίδια
Κι ύστερα να επιστρέφει στις πατρικές αγκάλες.

Ο μόσχος ο σιτευτός είναι μια μεγάλη σφραγίδα
Στην ψυχή των χριστιανών
Από την παιδική μας ηλικία
Μια τεράστια χαρά που απλώνεται στο χωριό, στην ενορία
Και προσκαλεί στο δείπνο.
Ο αδελφός πάντα σε παρένθεση,
Δευτεραγωνιστής, κομπάρσος.

Δεν είναι μόνο η παραβολή.
Είναι του εσπερινού τα τροπάρια και το δοξαστικό εκείνο
Μελωδίες του Βυζαντίου τέρπουν πονεμένη την ψυχή
Στεναγμοί και θλίψεις, βαθιές χαρακιές.
Η σοφία των Πατέρων της Εκκλησίας μεταγγίζεται
με το λόγο, τη μουσική, τη ζωγραφία
Το κλίμα θάλλει της συγχώρεσης, της άφεσης,
Της Πατρικής αγκάλης.

Ω πόσων αγαθών εμαυτόν εστέρησα!





ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Καθαρίζει ο καιρός. Θα μπορέσουν πολλοί να προσέλθουν, κι εμείς θα συνεχίσουμε την περιδιάβαση.  Οι σκέψεις για τις περασμένες μέρες και βδομάδες συνεχίζονται, η ανάβαση με τις νηστείες, πάντα σημαδιακή η Κυριακή της Απόκρεω, ο αποχαιρετισμός στο κρέας.
Στο μεταξύ η Τσικνοπέμπτη και ποιος δε θυμάται παλιά, και πόσοι σήμερα επανέφεραν το έθιμο, όχι γιατί στερούμαστε το κρέας αλλά γιατί μάλλον ζητούμε περισσότερες γιορτές κι ευκαιρίες να βρισκόμαστε με τους δικούς και φίλους.
«Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος.» Μια ζωή χωρίς γιορτές μοιάζει μ’ ένα μεγάλο δρόμο χωρίς ένα σταθμό, ένα πανδοχείο να αναπαυθεί ο άνθρωπος. Κι έτσι από πολύ παλιά έβρισκαν ευκαιρίες για γιορτές και πανηγύρια, τόσο απαραίτητα και ωφέλιμα στη ζωή μας, αλλά και πόσο θαυμαστά ρυθμίζουμε οι χριστιανοί και την εκκλησιαστική και την κοσμική μας ζωή.
Τσικνοπέμπτη, κρέας στα κάρβουνα, να τσικνώσει, να μυρίσει ο τόπος, ακόμα κι ο Ερμής γι’ αυτήν την οσμή διέσχιζε τα νέφαλα, κατέβαινε στη γη, για να γλυκάνει τα’ αχείλη του, κάτι κι αυτός να τσιμπήσει από τους βωμούς.
Είναι ακόμα το Ψυχοσάββατο, μνημονεύουμε όλους κι όλες ανεξαίρετα, όσους χάθηκαν, στη γη, στη θάλασσα, στον αέρα, κάθε φυλής και γλώσσας, κάθε αξιώματος. Και να ξεχάσουμε εμείς, η Εκκλησία θυμάται. Αιωνία η μνήμη πάντων και πασών.

«Τη αυτή ημέρα, Κυριακή της Απόκρεω, της δευτέρας και αδεκάστου Παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μνείαν ποιούμεθα.»
 Μια μεταφυσική σελίδα, με πολύ μυστήριο και μεγάλη δραματικότητα, όταν ο Κύριος καθίσει στο θρόνο της δόξας του και διαχωρίζει τους δίκαιους από τους αμαρτωλούς. Κριτήριο είναι η αγάπη προς τους συνανθρώπους τους. Όσοι βοήθησαν τον πεινασμένο, τον διψασμένο, τον ξένο, τον άρρωστο, τον φυλακισμένο, αυτοί δικαιώνονται. Ενώ το αντίθετο… Τότε θὰ πει σ’ ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ ἀριστερά, Φύγετε από δω, γιατί πείνασα καὶ δὲν μοῦ  δώσατε φαείν, δίψασα καὶ δὲν μ’ ἐποτίσετε, ξένος ἤμουν καὶ δὲν με πήρατε στὸ σπίτι σας, γυμνὸς και δὲν μ’ ἐνδύσετε, ἀσθενὴς  καὶ φυλακισμένος καὶ δὲν μ’ ἐπισκεφθήκετε.
Μια σημαντική νοηματική στιγμή αλλά μεγαλειώδης του ευαγγελίου της ημέρας. Ο Κύριος αποκαλύπτει πως αν κάναμε καλό στον συνάνθρωπο, το κάναμε στον ίδιο, μια ταυτότητα του Κυρίου με τον συνάνθρωπο. Άνθρωπος είναι ο φιλάνθρωπος, στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας απαντούμε τον ίδιο τον Θεό.
Τω αδεκάστω κριτή παρίσταται η ψυχή μας
Για ν’ ακούσει το μεγάλο λόγο
Πως ο Χριστός κι ο αδελφός μας
Βρίσκονται στην ίδια μοίρα σ’ αυτή τη γη
Κι αν έδωσες στον αδελφό την αγάπη σου
Την έδωσες στον Κύριο και Θεό μας.

Απαιτούμε τον αδέκαστο κριτή
Τώρα που ζήσαμε τις δολοπλοκίες
Την κατάρριψη των μύθων
Και γυμνωμένος ο υβριστής
Κείται εις απόρριψιν
Σύροντας μαζί του θεσμούς
Κατασκευές ανθρώπου.

Ο αδέκαστος κριτής
Κι εμείς ενώπιόν του εν φόβω
για ν’ ακούσουμε τη θεία του κρίση.
Τι ποιήσωμεν τότε, οι υπεύθυνοι άνθρωποι;
Ακολουθεί η Κυριακή της Τυρινής. Μνείαν ποιούμεθα της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας των Πρωτοπλάστων. Θέμα υπακοής, και νηστείας. Μη φάγετε από του καρπού.       Η σοφία των Πατέρων καθοδηγεί στη σταδιακή νηστεία, πρώτα μια βδομάδα λευκή νηστεία, γάλα, αυγά, ψάρι κι ύστερα από την επόμενη βδομάδα η πραγματική και μεγάλη νηστεία της σαρακοστής.
Δεν είναι όμως μόνο η νηστεία, είναι η καθαρότητα της ψυχής, που επιτυγχάνουμε με τη συγχώρεση των συνανθρώπων μας, για να μην έχουμε το βάρος, για να αποφορτωθούμε από τα δόντια του θυμού εναντίον του αδελφού μας. Όλοι το ζήσαμε, το ζούμε, το επαναλαμβάνουμε. Θυμώνουμε, νευριάζουμε, νιώθουμε ένα τεράστιο βάρος, να ξεσπάσουμε, να του τα πούμε, που τόλμησε, που μας είπε, που μας ξεγέλασε, ένα τεράστιο μαύρο σύγνεφο στην καρδιά, πώς να το διαλύσουμε; Κι ο Κύριος λέει. Θα ρθει ώρα που θα ζητάτε κι εσείς συγχώρεση. Κι ύστερα, για τη νηστεία, μακριά από την επίδειξη, μας λέει. Όποιος θέλει να νηστέψει, για τον εαυτό του να νηστέψει, δεν είν’ ανάγκη να το διαλαλεί, ούτε να επιδεικνύεται. Η επιφάνεια και το βάθος, η βιτρίνα και το περιεχόμενο.
Το ευαγγέλιο πρώτα μας διδάσκει τη συγχώρεση στις καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις μας, κι ύστερα τον τρόπο νηστείας, χωρίς επίδειξη αλλά με ταπεινοφροσύνη. Και το τελευταίο,  Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

Περάσαμε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο του 1974 και θα καταλάβαμε τι σημαίνουν τα επίγεια αγαθά. Χάσαμε σπίτια, περβόλια, ξενοδοχεία, τα πάντα. Μη χάσουμε όμως και την ψυχή μας, γι’ αυτό λέει το ευαγγέλιο: Να μη μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στη γη, όπου ο σκόρος και η σκουριά τους καταστρέφει καί όπου οι κλέφτες σκάβουν τους τοίχους και τους κλέβουν αλλά να μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στον ουρανό, οπού ούτε σκόρος ούτε σκουριά τους καταστρέφουν και όπου κλέφτες ούτε σκάβουν τους τοίχους ούτε τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας. Όπου γαρ εστιν ο θησαυρὸς υμών, εκεί έσται και η  καρδία υμών.

Τα είχε όλα διπλώσει στο στήθος
Πτυχία, βιβλία, ξαγρύπνιες στο γραφείο,
Τα απλωμένα χέρια στο φίλο,
Το φιλί στο μάγουλο του σκούντρου,
Χωρίς να πάρει ούτε τσαντάκι.

Διασώθηκε με το τελευταίο λεωφορείο του χωριού
Την ώρα που έμπαιναν με τα τανκς και τα νταούλια
οι οχτροί στο χωριό
Κι επιβίωσε

Κάθε τόπος κάθε γωνιά και τα έθιμά της, κι εμείς ανατρέχουμε στην παιδική μας ηλικία, ντυνόμασταν κάτι παράξενα που είχε η μάνα στο παλιό ερμάρι, κάναμε αυτοσχέδιες μάσκες, πηγαίναμε στα συγγενικά σπίτια, όλοι προσποιούνταν πως δεν ξεχώριζαν ποιος είναι ποιος, μια άδολη χαρά στην ειρήνη, κι ύστερα ήρθε ο αγώνας της ΕΟΚΑ, μια τέτοια νύχτα, 3 Μαρτίου 1957, θα ξημέρωνε Καθαρά Δευτέρα Δευτέρα, σήκωσες ήταν, παγώσαμε όλοι ακούοντας από το ραδιόφωνο την είδηση πως στο Μαχαιρά σκοτώθηκε ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου. Δεν ήταν σπίτι που έκαμε σήκωσες εκείνο το βράδυ.
Βραδιάζει, ωραίος κι αυτός ο επιτάφιος, φαίνεται μάλιστα καλλιτεχνικά στολισμένος, ίσως και να κατέφυγαν σε επαγγελματία, πλούσια φαίνεται η εκκλησιά.
Είτε πλούσιος είτε φτωχός, το ίδιο πνεύμα εκπορεύεται, ο σεβασμός στο θείο, που δέχτηκε την κοινή μοίρα των θνητών, το μόνο βέβαιο, τον θάνατο.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Και μόνο η επίσκεψη στις διάφορες εκκλησίες της Λευκωσίας μας φέρνει γαλήνη. Η μνήμη λειτουργεί ασταμάτητα, πολλά τα ορμητήρια, πολλοί οι φίλοι και γνωστοί που συναντούμε, κι ίσως να ΄ναι αλήθεια πως το έθιμο αυτό των εφτά επιταφίων να ξεκίνησε μαζί ή ύστερα από το προσκύνημα σε εφτά εκκλησιές την Καθαρή Δευτέρα, μέρα που ξεχύνονται πολλοί πρώτα για προσκύνημα, να βοηθηθούν στο καλό στάδιο των νηστειών, κι ύστερα στα χωράφια, κοντά στη φύση, να ξαναβρούμε τον παλιό εαυτό μας, ένα με τη φύση, με τα δέντρα και τα ζώα, με τα πουλιά και τον καθαρόν αγέρα.
Να κόψουμε τη μούττη της σαρακοστής, λεγόμενο, να περάσουμε την πρώτη ημέρα με νηστήσιμα. Κι ύστερα, ανάλογα ο καθένας με την απόφασή του. Το βράδυ στις εκκλησιές αρχίζουν τα απόδειπνα, με τον Κανόνα του Ανδρέα Κρήτης, ένα μεγάλο ποίημα πλούσιο σε εικόνες αναζήτησης της συγγνώμης για τις αμαρτίες των πιστών, βαθυστόχαστο και διεισδυτικό, αγρεύει στο βάθος της ψυχής, στα αδιάτρητα άδυτα, να φέρει στην επιφάνεια τα αμαρτήματα.

Ανδρέας Κρήτης
Θρηνωδία για τα παραπτώματα
Μια εκ βαθέων μοναδική εξομολόγηση
Που αρχίζει από την Εύα και τον Αδάμ
Τον ιοβόλο όφι με τις προτροπές του
Κι ύστερα η έξωση από την Εδέμ
Ο Άβελ κι ο Κάιν
Το πανάρχαιο παραμύθι αρχίζει
Κάθε στίχος και του χρόνου ήχος
Μετανοούντα δέξαι με
Στα γόνατα ριγμένος, πληγωμένος, δακρυσμένος
Ο Ανδρέας Κρήτης.

Στο μεταξύ, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή το πρωί γίνονται προηγιασμένες λειτουργίες,
Προηγιασμένα δώρα
Τα προηγιασμένα δώρα
Τυλιγμένα σε σύγνεφο μαβί
Ευώδους θυμιάματος
Κατευθύνουν υποβλητικά την προσευχή
Σε ήχο πλάγιο πρώτο
Με τα Προς Κύριον αναγνώσματα
Τα Μαρτυρικά και τις Προφητείες
Ενώ ο ιερεύς ευλογεί στο «Κέλευσον»
Επιβεβαιώνοντας τους αμαρτωλούς εμάς
Για το θείο φωτισμό.
Οι δυνάμεις των ουρανών συν ημίν
Αοράτως λατρεύουσιν εν αρρήτω σιγή
Κι εσύ μόνος, Κύριε,
Στη μεγάλη ευσπλαχνία σου
Πάντα μαζί με μας τους αμαρτωλούς
Μαζί και στο νάρθηκα
Με τις φωλιές των χελιδονιών
Τη μεγάλη φωλιά των ανθρώπων

Χαιρετισμοί
Την Παρασκευή της πρώτης εβδομάδας των νηστειών αρχίζουν το βράδυ οι Χαιρετισμοί στη Θεοτόκο. Χαίρε νύμφη, ανύμφευτε.
 Με την άνοιξη απλώνεται στην εκκλησία η ευωδία. Η άνοιξη έχει τη δική της δροσιά, τη ευωδιά της νιότης. Τα χελιδόνια στο νάρθηκα. Ωραίες μελωδίες, «ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος», κι ύστερα ο ιερέας, σεμνός, μεγαλοπρεπής, μπροστά στο εικόνισμα της κυρα- Παναγιάς, με τα λουλούδια στολισμένη, απαγγέλλει μελίρρυτους τους Χαιρετισμούς ενώ οι ψάλτες απαντούν στο «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε».
Στον ίδιο αργαλειό συνυφαίνονται η άνοιξη, του καιρού τ΄αλλάματα, οι εσπέρες με τη γαλήνη της φύσης, ο ήλιος που δύει κι απλώνει τη γλυκιά μελαγχολία του, κι όλοι μας να επαναλαμβάνουμε το «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» στην Θεοτόκο και Μητέρα του φωτός.
«Άγγελος πρωτοστάτης…» Ποιος δεν το ξέρει; Κι ύστερα το «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε», χάντρες στα πατερμά του πλούσιου λόγου της ελληνικής ορθοδοξίας.

Την Κυριακή το βράδυ οι Κατανυκτικοί εσπερινοί.
Έξω στα δέντρα της εκκλησιάς
Δεν ακούστηκαν ακόμα τα πουλιά
Στις δημόσιες συνελεύσεις τους.

Μέσα στο ναό
Αρχίζουν τον κατανυκτικό εσπερινό
Τα πρώτα χελιδονίσματα
Καθαίρονται τα πάθη
Κι οι λογισμοί θυμίαμα ενώπιόν Σου.

Κατανύσσουν οι ψαλμοί
Στο αναλόγιο  φτερουγίζουν ικεσίες
Εκατομμυρίων χριστιανών
Ζητώντας το έλεος.

Πόσο πυκνώνει το εκκλησίασμα
με τους θανόντες αδελφούς, τους γονείς,
τους παππούδες και τις γιαγιάδες.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΚΤΟΣ
Πολύς κόσμος με τ’ αυτοκίνητα, άλλοι πεζοί, ένας περίπατος η εντός των τειχών Λευκωσία, με τα παλιά δρομάκια, τα διατηρητέα σπίτια, ένας άλλος κόσμος στον τόπο και στο χρόνο, γειτονιές αγαπημένες, γιατί ήταν πολύ ανθρώπινες, με τα παιδιά να παίζουν στις αυλές των εκκλησιών, οι δρόμοι γεμάτοι ποδήλατα, πεζούς, άλλοι έρχονταν, άλλοι πήγαιναν, το παντοπωλείο στο κέντρο της Ερμού, η Ερμού το βασίλειο των καταστημάτων, για κάθε βαλάντιο και όρεξη, μυρουδιές αξέχαστες, ποικίλα χρώματα και σχήματα.
Συνεχίζουμε όμως το ταξίδι και στις σκέψεις μας, πώς φτάσαμε στη σεπτή αυτή μέρα!
Οι Κυριακές των Νηστειών, καθεμιά το μεγαλείο της, πρώτα με τη θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Πρώτη, η Κυριακή της Ορθοδοξίας, μέρα που οι περισσότεροι παίρνουν στην εκκλησιά τις δικές τους εικόνες, να τις λιτανεύσουν γύρω από το ναό, να γιορτάσουν την αναστήλωση των εικόνων, που μας προσκαλεί στη μνήμη την βυζαντινή εικονομαχία και εικονολατρία. Η πρώτη νίκη της Ορθοδοξίας εναντίον των εχθρών της, που συνεχίζεται με το έργο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, τη δεύτερη Κυριακή των νηστειών.
Τρίτη Κυριακή, της σταυροπροσκυνήσεως. Όπως την Κυριακή της Ορθοδοξίας, έτσι και τη μέρα αυτή στην εκκλησία μοιράζονται λουλούδια στους πιστούς. Μας προβάλλει η Εκκλησία το σταυρό, για να μας θυμίζει πόσο ασήμαντες είναι οι δικές μας προσπάθειες μπροστά στη σταύρωση και στα πάθη του Χριστού. Συνεχίστε τον αγώνα.
Εκείνο το «Δύναμις- Τον σταυρόν Σου»
πόσο δύσκολο να εκτελεστεί σωστά
Με τόσες φθορές.
Πόσοι μαϊστροι της Μουσικής χρειάζονται
Πόση δύναμη να μας δώσει να αξιωθούμε
Κι εκείνη τη Δοξολογία Του σε τέταρτο ήχο -άγια.
Καταλαβαίνει κανείς πως μπαίνει σε μονοπάτια δύσβατα
Κι εμείς αδυνατούμε
Ψάλλουμε απλά κι αδύναμα
Και δεν συνειδητοποιούμε την αμαρτία
Δεν κατανοούμε τη σοφία
Τη σημασία της ορθής εκτέλεσης των μουσικών εντολών
Που δεν είναι τύποι.
Δυστυχώς για μας
Είναι ουσία
Και την απωλέσαμε εν τη αγνοία μας.

Η τετάρτη Κυριακή των νηστειών, του Ιωάννου της Κλίμακος, μέσα στο βιβλίο του οποίου «Κλίμαξ» διδάσκει για τις αρετές, την υπακοή, τη μετάνοια, τη μνήμη θανάτου, το χαροποιών πένθος και τον αγώνα για την κατάκτησή τους. Στο τέλος κατακτάται η λύτρωση από το σάλο των παθών.             
Η πέμπτη Κυριακή νηστειών της Μαρίας της Αιγυπτίας, της πόρνης που έγινε αγία, και οδηγούμαστε στο Σάββατον του Λαζάρου, και ποιος δεν τον ξέρει, που ήγειρεν εκ νεκρών ο Κύριος, συνδεδεμένο άμεσα με την Κύπρο μας. Το όλο τελειώνει με την Κυριακή των Βαϊων, τη θριαμβευτική είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα.
«Τη αυτή ημέρα, Κυριακή των Βαΐων, την λαμπρὰν και ένδοξον πανήγυριν της εις Ιερουσαλὴμ εισόδου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν.»
Ζούμε κι εμείς την επίγεια δόξα Του
Ξέροντας πως βρίσκεται εν δεξιά του Πατρός
Μετά του αγίου Πνεύματος δοξαζόμενος υπ’ αγγέλων.
Εμείς μοιάζουμε με τα παιδάκια
«Ωσαννά τω Υιώ Δαβίδ
Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.»
Τ’ απόγευμα στο μισοσκόταδο θα ψάλλουμε
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται.»
Αυτά τ’ ανθρώπινα.
Εκείνος ξέρει καλύτερα
Και χαμογελά στη μεγαλοσύνη Του.

Με το βράδυ της Κυριακής των Βαϊων μπαίνουμε στο Νυμφίο.
Μες στο σκοτάδι φως τα προστάγματά του.
Έρχεται, χτυπά την πόρτα,
Ο νυμφίος εν τω μέσω της νυκτός
Κι όσοι αγρυπνούν
Τον σηκώνουν στους ώμους
Και χορεύουν με τραγούδια
Κι όσοι στον ύπνο πιάστηκαν
Χάνουν το πανηγύρι
Μένουν έξω του γάμου.
Διάλεξε, να μείνεις έξω του χορού
Ή ξάγρυπνος να μείνεις;
Συκιά που δίνει τους καρπούς
Για ξερή, καταραμένη;

«Τη αγία και μεγάλη Δευτέρα, μνείαν ποιούμεθα του μακαρίου Ιωσὴφ του Παγκάλου, καὶ της υπὸ του Κυρίου καταρασθείσης και ξηρανθείσης Συκής.» 

Όποιος άκουσε μια φορά τις μελωδίες του Νυμφίου, δεν τις ξεχνά.
«Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ, λάμπρυνόν μου την στολὴν της ψυχής, Φωτοδότα, και σώσον με.» 

 Τη Δευτέρα το βράδυ ακούμε την παραβολή των δέκα παρθένων, το σημαντικό του να είναι ο άνθρωπος έτοιμος και για τα μικρά και για τα μεγάλα.
Καλό το κουβεντολόι, καλή κι η σειρά στην τηλεόραση, έρχεται η ώρα, ας περιμένουν λίγο να τελειώσει το επεισόδιο, δεν χάθηκε ο κόσμος. Κι  όμως χάθηκε. Ήταν μια ευκαιρία και δεν ξέρουμε πότε και αν θα ξανάρθει.
Μια άλλη παραβολή μας θυμίζει πως ο καθένας έρχεται στον κόσμο με τα ταλέντα του λίγα  ή πολλά, ο καθένας έχει μια κλίση, κάπου κάτι τον καλεί, κι εκεί νιώθει ευτυχισμένος. Μας έδωσε το τάλαντο, κι εμείς δεν δικαιούμαστε να το θάψουμε, να το αφήσουμε ανεκμετάλλευτο, να μην το πολλαπλασιάσουμε.
Οι περισσότεροι την Τρίτη το βράδυ πηγαίνουμε στην εκκλησιά, για ν’ ακούσουμε το τροπάριο της Κασσιανής, έτσι το μάθαμε, έτσι το λέμε.
«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,
τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σήν δούλην παρίδης,
Ο αμέτρητον έχων το έλεος.»
                 
Κύριε, η αμαρτωλή
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, έγινε μυροφόρα κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονό μου, μέσα μου πυκνό σκοτάδι, νύχτα, ακολασίας έρωτας
Δέξε μου τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
 σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ' άκουσε να περπατάνε,
από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη
και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος θα εξιχνιάσει,
ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην παραμερίσεις τη δούλη σου,
εσύ που έχεις τ' αμέτρητον έλεος.

Νιπτήρας, Μυστικός δείπνος, προσευχή, προδοσία
Η δοκιμασία της προσευχής
Της αγρύπνιας
Της εγκατάλειψης από τους καθεύδοντες μαθητές
Θρόμβοι αίματος
Από το μέτωπο
Οστεώδες, μελαψό,
Κι η προσευχή
Εκ βαθέων εκέκραξά σοι Κύριε Κύριε
Εισάκουσον της φωνής μου.
Ως έσχατος των θνητών
Στον τρόμο του παγερού θανάτου
Κύριε Κύριε μη με εγκαταλείψεις.
Πόσοι μόνοι βαδίζουμε στη ζωή
Πόσο διαπερνούμε την επιφάνεια στιλπνή
Απαστράπτουσα
Στο βάθος θρήνος και κλαυθμός
Και οδυρμός πολύς
Κύριε Κύριε μη μας εγκαταλείπεις.

Η Προσευχή
Ν΄ αγρυπνούσα μαζί σου εκείνο το βράδυ
Ν’ αγρυπνούσα μαζί σου σ’ εκείνο τον κήπο
Ανάμεσα στους κουρασμένους μαθητές
Να σκούνταγα τον Πέτρο, τον ηγαπημένο Ιωάννη,
Ένα ηφαίστειο, μια θάλασσα γαλανή.

Μένεις εσύ εκεί
Πικραμένος, θλιμμένος, δακρυσμένος
ανθρώπινος
Σε ανεξερεύνητα βάθη 
ο Μεγάλος Πατέρας.



Ο Νιπτήρας
Ύστερα από τη μεγάλη ταπείνωση, μπορώ κι εγώ να πλύνω τα πόδια των μαθητών μου; Η λεκάνη το νερό, πόδια της άσκησης, του δρόμου, της φυγής, του ερχομού, της ανάβασης και της κατάβασης, πόδια συντριμμένα από τις κακουχίες, τις πέτρες, τα σκουντουφλήματα, κι Αυτός, τελευταία προσφορά στους μαθητές και φίλους, πλένει τους πόδας κι ο επαναστάτης Πέτρος, μη Κύριε, ώσπου πείθεται, πλύνε και τα χέρια και τα πόδια και το πρόσωπο, εσύ η ατελεύτητη αγάπη.
Στο στρωμένο δείπνο ο μαθητής καραδοκεί, η προδοσία προβάλλει φίδι μέσα από τον κόρφο του, και ποιος θα σε προδώσει εσένα, Κύριε, αυτός που βούτηξε  μαζί μου στο πιάτο το ψωμί του. Όλα τα  ξέρει, τόσο βέβαιος για την πραγμάτωσή τους. Με φίλημα προδίδεις το δάσκαλό σου, τον ρωτά αργότερα, την κρίσιμη, ώρα, και γιατί δεν με συλλαμβάνατε τόσον καιρό που μιλούσα μπροστά σας!!!
Στιγμές στο χρόνο αιωνισμένες, επαναλαμβανόμενες συγκινήσεις, δάκρυα ή ραγίσματα καρδιάς, από τα παιδικάτα ως τα γεροντάματά μας, θυμούμαστε, ριγούμε, μετέχουμε κι εμείς στη θεία τράπεζα, του δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε. Κοινωνεί όποιος νιώθει έτοιμος για το δείπνο, έτοιμος για το θεϊκό τραπέζι.
Τα δώδεκα ευαγγέλια
Να μοιραστούμε μαζί του ελάχιστη από την αγωνία, να σταθούμε και να ακροαστούμε, να επικαλεστούμε τις δυνάμεις και αδυναμίες μας, ποιος πάει στην εκκλησία χωρίς τα βάρη της καθημερινότητας, που όσο παν και περισσότερο αυξάνονται, σαν τα μυρμήγκια στο τραπέζι, μικρά μικρά κι ενοχλητικά. Αρχίζουν τα δώδεκα ευαγγέλια, παρακολουθούμε, μετέχουμε, στο σκοτάδι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, στο βάθος του χρόνου, στη φαντασία ή στην παραστατική μας δύναμη. Παρακολουθούμε, φεύγουμε από τον Άννα πάμε στον Καϊάφα, στην αυλή ο Πέτρος, δεν ξέρει λέει τον Κύριο, τον απαρνείται τρις, κι ο αλέκτωρ φωνεί, τον ακούμε, τον βλέπουμε με κατεβασμένο κεφάλι, αχ, όλοι το ίδιο είμαστε! Κι έξω, κάτι σαν πληρωμένη διαδήλωση, σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν, ο Πιλάτος αθανατισμένος στο Σύμβολο της Πίστεως, η ενταύθα ζωή, τα επίγεια, ο εν χρόνω άνθρωπος, πλένει τα χέρια, πόσοι πλένουμε τα χέρια, αφήστε μας ήσυχους!
΄Ωσπου ακούγεται από το ιερό ο εξερχόμενος εσταυρωμένος, Σήμερον κρεμάται επί ξύλου.
Σήμερον κρεμάται
 Μέσα στη σκοτοδίνη μας
Χτυπά χαλίκια του γιαλού να μας ξυπνήσει
Μαζεύει τα ψίχουλα του νου
Σ΄ένα μικρό πανέρι
Συνέλθετε, λέει
Εγκλειστείτε στη φυλακή σας
Χτυπάτε το κεφάλι στους τοίχους γι’ αυτόν
Που γιάτρεψε, δίδαξε, ανόρθωσε
Καθάρισε τα πληγωμένα περιστέρια
Στα νερά του Ιορδάνη.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου
Στο σκοτάδι
Ελάχιστα κεριά
Το σφίξιμο στην καρδιά
Τι κάναμε, τι κάνουμε
Δεν πνίγουμε κάθε μέρα το νήπιο στον ύπνο του
Δεν σφάζουμε το αθώο κορμί στο πανί
Δεν καίμε τα φτερά της μικρής πεταλούδας
Τι κάναμε, τι κάνουμε, τι δεν κάνουμε
Να γονατίσουμε, να θρηνήσουμε, να καθαριστούμε.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου
Ήλιος και φως
Μέλι και γάλα
Δεν κρεμάται
Τον σταυρώνουμε
Με τα ειλητάρια των σοφών
Τις συμπαγείς συνθήκες
Τις άτεγκτες λογιστικές μας πράξεις.

Κι εκείνος κάθεται σιωπηλός
Στο βράχο, στη σπηλιά του
Δεν ουρλιάζει, δεν διαμαρτύρεται
Ξέρει, αποδέχτηκε τη μοίρα των λευκών προβάτων
Διαπερνά τα κύματα
Τους αιώνες
Παφλάζει σε κάθε γενιά
Ήρεμη στην ακτή.
Η τρικυμία πέρασε
Στον κήπο της Γεθσημανή
Είναι το χώμα ακόμα υγρό
Τώρα, Γενηθήτω το θέλημά Σου,
Ο μεγάλος αναστεναγμός.

Δεν έχουμε την τύχη να’ μαστε
Ούτε οι ληστές στο πλευρό του.
Ντυμένοι τους αδιάβροχους χιτώνες μας
Με τα απαθή προσωπεία.
Ένα θρησκευτικό δρώμενο στο ναό
νομίζουμε
Συγκινητικό
Η καμπάνα χτυπά πένθιμα
Ο ιερέας με το σταυρό και τον σταυρωμένο
Στο ημίφως
Κάπου και στην καρδιά μας
Όλα τα κεριά σβησμένα
Μια φλογίτσα ίσως από τα παλιά
Μες στην καρδιά του παιδιού
Αναβοσβήνει, κινεί και κινείται
Στέφανον εξ ακανθών
Ψευδή πορφύραν
Ράπισμα
Λόγχη
Τ’ αγκάθια και σήμερα γδέρνουν το μέτωπο
Αίματος θρόμβοι
Ο βαθύτατος πόνος
Έστω κι αν δεν το αξίζει ο άνθρωπος
Αυτός πρέπει να το υποστεί
Το μέτρο της χωρίς όρια Αγάπης.

Κι η λαϊκή μας μούσα στο τραγούδι της Παναγίας
«Βλέπεις εκείνον τον γυμνόν, τον παραπονεμένον,
οποὺ φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οποὺ φορεί στην κεφαλὴν ακάνθινο στεφάνι;
Αυτὸς είναι ο γιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!»
 

Αποκαθήλωση

Και την άλλη μέρα το πρωί, η αποκαθήλωση.

΄Ηταν μέρα Παρασκευή, θα ερχόταν το Σάββατο και δεν ήταν καλό να μείνει ο Χριστός σταυρωμένος, πάει ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, στον Πιλάτο και του ζητά το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος διερωτήθηκε, πράγματι πέθανε; Κάλεσε ένα εκατόνταρχο και τον ρώτησε. Αυτός τον διαβεβαίωσε πως ο Χριστός ήταν πεθαμένος. Έτσι έδωσε το σώμα του Ιησού στον Ιωσήφ. Αυτός αγόρασε καθαρό σεντόνι, τον κατέβασε από τον σταυρό, τον τύλιξε και τον τοποθέτησε σε ένα μνημείο πέτρινο σκαμμένο. Και κύλισε και μια μεγάλη πέτρα στη θύρα του μνημείου. Εκεί ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή κι η Μαρία του Ιωσή και παρακολουθούσαν πού τον έθαψε.
«Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντό σου σώμα σινδόνι καθαρά ειλύσας και αρώμασιν εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο.»

Έφεραν τον επιτάφιο κεντημένο, από το ιερό ο ιερέας με εξαπτέρυγα και ψάλτες, έρχονται στο κουβούκλιο και τον τοποθετούν.

Ο κεντημένος επιτάφιος με συμβολισμούς στα χρώματα και στη διακόσμηση φερόταν παλιά πάνω από τις κεφαλές των ιερέων ως ουρανός κατά τη μεγάλη είσοδο. Είναι ο σημερινός αέρα με τον οποίο καλύπτονται τα ιερά σκεύη.
Η χρυσοκεντητική τέχνη έδωσε άπειρα δείγματα επιταφίων, άλλους με σταυρούς εγγεγραμμένους σε κύκλους, άλλους με τα σύμβολα των ευαγγελιστών ή με αγγέλους, άστρα, κανδήλες, τον ήλιο και τη σελήνη, κάποτε το σταυρό, άλλοι κεντημένοι σε βελούδο, με ανάγκλυφο κέντημα, με χρυσά, αργυρά σύρματα και μετάξια.
Στο κύριο μέρος πάντα ο νεκρός Χριστός, η Παναγία, ο Ιωάννης, ο Ιωσήφ ο Αριμαθείας και ο Νικόδημος, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία Ιωσή. Σε πολλές παραλλαγές η κύρια εικόνα, πάντα σεβαστή και συγκινητική, πλούσια ή φτωχικά καμωμένη.

Ένα μοναδικό σε συγκίνηση δοξαστικό στην πρώτη τοποθέτηση του Ιησού στον επιτάφιο είναι το
«Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον,
καθελών Ιωσήφ από του ξύλου συν Νικοδήμω,
και θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, άταφον,
ευσυμπάθητον θρήνον αναλαβών,
οδυρόμενος έλεγεν˙
οίμοι, γλυκύτατε Ιησού˙
ον προ μικρού ο ήλιος εν Σταυρώ κρεμάμενον θεασάμενος,
ζόφον περιεβάλλετο,
και η γη τω φόβω εκυμαίνετο,
και διερρήγνυτο ναού το καταπέτασμα˙
αλλ’ ιδού νυν βλέπω σε,
δι’ εμέ εκουσίως υπελθόντα θάνατον˙
πώς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ή πώς σινδόσιν ειλήσω;
ποίαις χερσί δε προσψαύσω, το σον ακήρατον σώμα;
ή ποία άσματα μέλψω, τη ση εξόδω, οικτίρμον;
Μεγαλύνω τα Πάθη σου, υμνολογώ και την ταφήν σου,
συν τη Αναστάσει, κραυγάζων˙
Κύριε, δόξα σοι.»

Εσένα, τον ντυμένο το φως  σαν ιμάτιο, σαν κατέβασε ο Ιωσήφ από το ξύλο με τον Νικόδημο, βλέποντάς σε νεκρό, γυμνό, άταφο, άρχισε ένα κλάμα γοερό κι έλεγε χτυπώντας το στήθος: "Αλίμονο,  γλυκύτατε Ιησού. Πριν λίγο σε είδε ο ήλιος να κρέμεσαι στο σταυρό και τυλίχθηκε το σκοτάδι. Κι η γη από το φόβο της έτρεμε και το καταπέτασμα του ναού διαρρηγνύονταν.  Αλλά, να, τώρα σε βλέπω για μένα νεκρό εθελούσιο. Πώς σε κηδεύσω Θεέ μου; Πώς με σεντόνια τυλίξω;  Με ποια χέρια θ΄αγγίξω το δικό σου άσπιλο σώμα; Και ποια τραγούδια θα ψάλλω στα εξόδιά σου, Οικτίρμων; Μεγαλύνω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφή σου και με την ανάσταση κράζω: Κύριε δόξα σοι."



ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
«Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν. Η ζωή, πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς; Του θανάτου το βασίλειον λύεις δε, και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς». 
Άρχισαν ήδη να ψάλλουν, μικροί και μεγάλοι, άλλοι κρατούν τη σύνοψη, άλλοι φυλλάδια, ο παπάς κατέβηκε πρώτος κι άρχισε να ψάλλει, ακολούθησε η χορωδία κι ύστερα το άξιον εστί οι ψαλτάδες. Η ζωή εν τάφω, άξιον εστί, αι γενεαί πάσαι.
Θλίψη στις καρδιές, άνθρωπος δικός μας, ο Θεός μας, κατεβαίνει στον Άδη. Έχει μιαν άλλη διάσταση η κηδεία του, δεν είναι όπως των κοινών ανθρώπων, κάτι υπερφυσικό πλανάται στην εκκλησία, κατεβαίνει από τα κατηχούμενα, από τους σκεπασμένους με τα μαύρα κρέπια πολυελαίους, όλα ακατάληπτα, η ζωή εν τάφω.
Τα λουλούδια του επιταφίου
Δεν είχαν στολίδια
Τη στολή του Πανάγαθου φορούσαν
Τη μυρουδιά χορευτικής λαχτάρας
Την πετούμενη λύπη
Την κραυγάζουσα χαρά.
«Η ζωή, πώς θνήσκεις; πώς και τάφω οικείς; του θανάτου το βασίλειον λύεις δε,
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.»
Μέσα από τα λουλούδια του επιταφίου η μυρουδιά της ανάστασης, το λευκό χρώμα, οι λαμπάδες, ανάβει η φλόγα της ζωής, δεν πεθαίνει. Αυτή η πίστη μας κρατά στη ζωή, και στη μικρή μας νήσο, με τα τόσα βάσανα, με τα πάθια της σκλαβιάς, η πίστη στην ανάσταση. 
«Μεγαλύνομέν σε, Ιησού βασιλεύ, και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι' ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.»
Πολλές φορές σκέφτομαι πως το σώμα είναι αθάνατο, το ξέρουμε από τις επιστήμες, μεταποιείται σε κάτι άλλο, διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη και δεν χάνεται στο σύμπαν, κι η ψυχή μας, ότι κι αν είναι, το θεϊκό τούτο δημιούργημα, μένει στον αιώνα του αιώνος. Η αρχή της αφθαρσίας και για το σώμα και για την ψυχή.
«Μέτρα γης ο στήσας εν σμικρώ κατοικείς, Ιησού παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.»
‘Ενας μικρός τάφος, κοινός τόπος για όλους τους θνητούς, όσα κι αν αποκτήσαμε στη γη, όση περιουσία, όση δόξα και κλέος. Εκεί τελειώνουν, με την πίστη πάντα στην ανάσταση.
«Ο δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός, και εν μνήματι καινώ κατατίθεται
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.»
Στρέφω την προσοχή στη μάνα, στον πατέρα, στον αδελφό, στους παππούδες και γιαγιάδες που πέρασαν από αυτή τη ζωή, μας άφησαν πολλά, μας δίδαξαν, μας κράτησαν από το χέρι, με το παράδειγμα και χωρίς το λόγο τους παίρναμε μηνύματα.
«Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ, και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας
και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.»
«Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.»
Πόσες φορές το επιβεβαιώσαμε πως η ομορφιά αναδύεται από την ψυχή και καθρεφτίζεται στο πρόσωπο. Όσο κι αν μάγευε και μαγεύει η σωματική ομορφιά, μένουν πάντα στην καρδιά οι καλές πράξεις, ο καλός λόγος, η καλοσύνη.
Δώσε μου δύναμη Χριστέ να καταλάβω τα ακατάληπτα
Ή καλύτερα να πω με όλη την καρδιά μου
Στάσου στο θαυμασμό της μεγαλοσύνης Του
Αρκέσου στο θάμπος των θαυμασίων Του.
«Ω θαυμάτων ξένων, ω πραγμάτων καινών! ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.»
Έτσι κι εμείς, δικό μας καθήκον να θάψουμε τους δικούς μας, αλίμονο όμως στο δύστυχο που θάβει ο ίδιος παιδί. Το μεγαλύτερο φονικό μαχαίρι στη ζωή μας!
«Και εν τάφω έδυς  και των κόλπων, Χριστέ  των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας·
τούτο ξένον και παράδοξον ομού.»
Στον κατάμαυρο ουρανό τ’ αστέρια
Στον πικρότατο Άδη εσύ η χαρά της ζωής
Το φως το ανέσπερο. Πόση ελπίδα φέρνεις στη ζωή μας!
«Εκ φθοράς ανέβης η ζωή μου, Σωτήρ, σου θανόντος και νεκροίς προσφοιτήσαντος
και συνθλάσαντος του άδου τους μοχλούς.»
«Ως φωτός λυχνία νυν η σαρξ του Θεού υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται
και διώκει τον εν άδη σκοτασμόν.»
Αποδέχτηκες τη μοίρα μας με τη θέλησή Σου,
Μας ανεβάζεις στη δόξα Σου τους ανάξιους.
«Ο χειρί σου πλάσας τον Αδάμ, εκ της γης δι' αυτόν τη Φύσει γέγονας άνθρωπος
και εσταύρωσαι βουλήματι τω σω.»
«Δακρυρρόους θρήνους επί σε η αγνή μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα
ανεβόα· πώς κηδεύσω σε Υιέ;»
Πόσο ανθρώπινη τη θέλουμε την Παναγία,
Της φορτώνουμε όλη τη θλίψη μας
Γιομίζουμε κροντήρια τα δάκρυά μας
Βρύση δακρυσμένη την βλέπουμε,
Μάνα, όπως όλες τις μανάδες.
«Υπό γην εκρύβης, ώσπερ ήλιος, νυν και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι·
αλλ' ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.»
Καμιά δύναμη δεν κρύβει τον ήλιο
Κανένας θάνατος δεν νικά τη ζωή
Τ’ αστέρι της γέννησης
Ο ήλιος της ανάστασης
Φως εκ φωτός
Θεός μέγας.
«Ως ηλίου δίσκον η σελήνη, Σωτήρ αποκρύπτει, και σε τάφος νυν έκρυψεν,
εκλιπόντα τω θανάτω σαρκικώς.»
«Νοεραί σε τάξεις, ηπλωμένον νεκρόν, καθορώσαι δι' ημάς εξεπλήττοντο,
καλυπτόμεναι ταις πτέρυξι, Σωτήρ.»
 «Καθελών σε, Λόγε από ξύλου νεκρόν, εν μνημείω Ιωσήφ νυν κατέθετο.
Αλλ' ανάστα, σώζων πάντας ως Θεός.»
Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής,
Μια ευγένεια πλανάται στο όνομα, στην πράξη,
Τη μέγιστη ευλογία
Να θάψει το σώμα Σου
Να θάψουμε τους χαμένους των πολέμων
Τους δικούς μας νιους στη γηρατειά τους.
«Ο ζωής ταμίας πως οράται νεκρός; εκπληττόμενοι οι άγγελοι έκραζον·
πώς δ' εν μνήματι συγκλείεται Θεός;»
Απορούμε οι άνθρωποι, απορούν οι άγγελοι
Αδράχνουμε και τους αγγέλους ν’ απορούν
Οι διαστάσεις του χώρου και του χρόνου
Διαρρήγνυνται.
«Ο ευσχήμων, Σώτερ, σχηματίζει φρικτώς και κηδεύει ως νεκρόν ευσχημόνως σε
και θαμβείταί σου το σχήμα το φρικτόν.»


Στη μνήμη πάλι οι δικοί μας,
γονιοί, συγγενείς, φίλοι
Μαζί Σου, Κύριε, στον τάφο,
Μαζί Σου στον παράδεισο
Στην αιώνια Ζωή.
«Υπό γην βουλήσει κατελθών ως θνητός, επανάγεις από γης προς ουράνια
τους εκείθεν πεπτωκότας, Ιησού.»
Καν νεκρός ωράθης, αλλά ζων ως Θεός νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας,
τον εμόν απονεκρώσας νεκρωτήν.»
Η χαρά μέσα στη λύπη στη χαρμολύπη
Το ιλαρό φως
Κατακλύζει τις καρδιές
Συναρπάζει
Τον μέτοχο των παθών του Κυρίου.
«Ω χαράς εκείνης! ω πολλής ηδονής! ήσπερ τους εν Άδη πεπλήρωκας,
εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς.
«Προσκυνώ το πάθος, ανυμνώ την ταφήν, μεγαλύνω σου το κράτος, φιλάνθρωπε,
δι' ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.»
 «Υπακούσας, Λόγε, τω ιδίω Πατρί, μέχρις άδου του δεινού καταβέβηκας
και ανέστησας, το γένος των βροτών.»
Γενηθήτω το θέλημά Σου.
Μακάρι να φτάσουμε στον κόκκο της πίστης,
Τον παντοδύναμο
Να τον κρύψουμε βαθιά στα φυλλοκάρδια
Περιουσία μιας αιώνιας ζωής
Και επί γης ειρήνη.
«Οίμοι, φως του κόσμου οίμοι φως το εμόν! Ιησού μου ποθεινότατε, έκραζεν
η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς.»
«Ω Θεέ και λόγε, ω χαρά η εμή, πως ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον;
νυν σπαράττομαι τα σπλάχνα μητρικώς.»
«Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς; η θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν,
ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;»
«Ω βουνοί και νάπαι και ανθρώπων πληθύς, κλαύσατε και πάντα θρηνήσατε
συν εμοί τη του Θεού υμών Μητρί.»
Η Μάνα σπαράζει αναζητά πηγές δακρύων
Ελάτε δέντρα και βουνά στην αγκαλιά της
Κλάψτε μαζί της
Πέτρες και βράχοι,
Νερά ποταμοί και θάλασσες
Πουλιά ερπετά.

«Πότε ίδω, Σώτερ, σε το άχρονον φως, την χαράν και ηδονήν της καρδιάς μου;
η Παρθένος ανεβόα γοερώς.»
«Θέλων ώφθης, Λόγε, εν τω τάφω νεκρός, αλλά ζης και τους βροτούς, ως προείρηκας,
αναστάσει σου, Σωτήρ μου, εγερείς.»
Δόξα Πατρί
«Ανυμνούμεν, Λόγε, σε τον πάντων Θεόν, συν Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι,
και δοξάζομεν την θείαν σου ταφήν.»
Και νυν
«Μακαρίζομέν σε Θεοτόκε αγνή, και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον
του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.»
«Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.»



ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Οι πολυέλαιοι τρέμουν
Δεν έχουν δύναμη να κρατηθούν
Δονούνται από μια εσωτερική κίνηση
Τρέμουν
Την ώρα των επιταφίων ύμνων
Μέσα στη γαλήνη της νυχτός
Ο παντογνώστης ποιητής του παντός
Καθεύδει
Καθήμενος επί των Χερουβείμ
Βαθιά στην καρδιά μας
Απρόσβλητος από ρύπους.
**********
Η μάνα σου τραβά τα μαλλιά
Οι μανάδες των πεθαμένων παλικαριών μας ολοφύρονται
Σφούγγισε με το θαυματουργό Σου χέρι
Το δακρυσμένο μάτι
Άπλωσε τη γαλήνη στις ψυχές
Να μυρίσουν μυροφόρες
Ν’ ανατείλουν μέρες εγέρσεως.
****************
Αι μυροφόροι μύρα
Λίαν πρωί ελθούσαι
Κι εμείς αργά το απόγευμα
Προσπίπτουμε στη χάρη Σου.
Ξέρεις από πόνο και θάνατο
Σε ξέρουμε σπλαχνικό κι αθάνατο
Σώσε μας, προστάτεψε τον τόπο μας
Ν ακουστούν ξανά οι καμπάνες των εκκλησιών μας
Να μυρίσουν ξανά τα ρόδα στους κήπους μας
Ρημαγμένους, ποδοπατημένους.
*******************

Τα κοριτσόπουλα ραίνουν τον επιτάφιο
Μικρούλικες ψυχές, αγνές
Πεταλουδίτσες της αγάπης
Της άγνοιας, της αθωότητας,
‘Εραναν τον τάφον
Σηκώνονται χαριτωμένες
Εις δόξαν Θεού
Ραίνουν τον άγνωστο νεκρό
Τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου.
Μα αυτά τα μικρά
Τι αμαρτίαν έχουν, Δέσποτα;

*****************

Έξω από την εκκλησιά χαλασμένα σπίτια
Γκρεμισμένες φτερούγες
Ακατάληπτη μοίρα των ειρηνοφόρων
Των παιδιών της Λευτεριάς.
Τραβούν από τη θάλασσα τα δίχτυα
Στους βράχους παιχνιδίζουν οι αχτίδες
Μπαινοβγαίνουν στις γούβες με την άρμη.
‘Αγιος Βασίλειος, ΄Αγιος Επίκτητος,  Αγια Μαρίνα
Βουνό Συγχαρί Κουτσοβέντης
Το συναξάρι δεν τελειώνει
Κι η μνήμη ματωμένη γονατίζει
Μπροστά στον επιτάφιό Σου, Ύψιστε.
***************
Τα λουλούδια του επιταφίου
Χαρμόσυνα σήματα χρωματικά
Σε ποικίλες κλίμακες μελωδίες
Άστρων ανταύγειες στη γη.
***********
Χαρά που έκαμε το ατίμητο!
Τρεμόσβηνε από φόβο
Μη και δεν το κόψουν για τον επιτάφιο!
Κι ένα λεπτό δάχτυλο,
Κι άλλο, κι άλλο
Τ΄αγκαλιάζει με στοργή
Για τον επιτάφιο, του λέει,
Θερμά ευχαριστώ, ανταπαντά.
**************

Κι εγώ για το σταυρό, λέει μια μαργαρίτα
Κι εγώ για το σταυρό, λέει το τριαντάφυλλο
Στητά κι ολόρθα
Μ΄ όλη τη χάρη κι ευωδιά
Φωνή Κυρίου εξ ουρανού
Το πιο ταπεινό, σαν κρίνο του αγρού,
Στην καρδιά του σταυρού.
****************
Ευφρόσυνες μελωδίες αγγέλων
Σε ήχους ευθείς και πλάγιους
Χτυπούν στα βράχια στην ακροθαλασσιά
Μέρα συννεφιασμένη
Σταγόνες αιωρούνται στο λιόφωτο
Πεταλουδίζει η καρδιά
Την ακούς, την νιώθεις
Σαν να χορεύει στα ποδάρια
Νιογέννητο ήλιο!
***************

Διαλύεις το θάνατο με την ομορφιά Σου
Φωτίζεις τα σκοτάδια μας σαν αστραπή
Σταυρωμένος σαν κακούργος
Δώσε μας καρδιά ν΄ανεχόμαστε!
*****************

Σαλεύουν τα θεμέλια της γης
Στη χούφτα σου κρατάς το σύμπαν.
Καταδέχτηκες.
Κατεβαίνεις και μας ανυψώνεις
Το γένος των θνητών
Κλίνουμε γόνυ,
Παντοδύναμε.
******************

Μας ευλογείς κι αναβλύζουν κρουνοί της χάριτος
Θαμπωμένοι από το δίσκο του υπέρλαμπρου φωτός
Σε βλέπουμε τώρα στον επιτάφιο
Και η προσμονή της ανάστασης
Κρούει χαρμόσυνες θύρες.
**********************
Δυο χιλιάδες χρόνια
Πιασμένα χέρι χέρι
Με τις ψυχές
Σαν τις νυχτερίδες πιασμένες
Κρώζουν, ζητούν έλεος.
Τον θυμάμαι τις τελευταίες του μέρες
Τις εκλάμψεις της φλόγας
Τις γροθιές που σφίγγονταν
Έτοιμες για την πάλη
Ο Διγενής κι ο Χάροντας
Όλες οι μανάδες στο συρτό
Γύρω από το κιβούρι
Να ψάλλουν στον νεκρό τους γιο
Τον επιτάφιο ύμνο
***************
Και πώς να ψάλλω τη μεγαλοσύνη σου εγώ ο μικρός
Μου έδωσες ζωή, Με το θάνατό σου με ανασταίνεις.
**************
Φως ανέτειλε στους ανθρώπους που κάθονταν στον Άδη
Κάπου στα βάθη της καρδιάς μας ο λυτρωτής καθεύδει
**************
Δάκρυα και στεναγμούς για τους δικούς  μας
Ευχαριστήρια για την πίστη μας σε Σένα
Και στην ανάσταση.
***********
Κι εκεί που έσκυβα να προσκυνήσω
Γίνεται ο επιτάφιος ένα μικρό κασελάκι
Μέσα τα οστά του αγνοούμενου παιδιού μου
Να τ’αφήσω στην αγκάλη σου
Να ταφούν μαζί σου, Κύριε.

********************************
********************************



ΣΕ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΔΙΣΤΙΧΑ ΜΟΥ

Επάτησες το θάνατον, Χριστέ μου ζωοδότη
Έδωκές μας τη ζωήν τζιαι την αιώνια νιότην.
*****
Εσιέπασεν ο ήλιος το πρόσωπον θλιμμένος
Η γη αναταράχτηκεν θωρώντας σε θαμμένον.
*********
Εσύ στον ύπνον έππεσες τζι εμάς εξύπνησές μας
Η μάνα σου εκούντζιζεν τζι εμάς ανάστησές μας.
***********
Φρίττουσιν οι αρκάντζιελοι οι εκκλησιές ταράσσουν
Το φως μας ελλιόστεψεν γη τζι ουρανός τρομάσσουν.
***********
Εμείς που τον εθάψαμεν πρώτες να τον χαρούμεν
Αναστημένον τον Χριστόν το άγγελμαν να πούμεν.
************
Τζιαι πού να πώ τον πόνον μου τα σπλάχνα μου ν΄αννοίξω
Τζιαι πού να χύσω δάκρυα στα μύρα να τον πνίξω;
*************
Σαν σπόρος ππέφτει μες στη γην ποτίζω τον με δάρκα
Σε λλίον αναστήννεται θωρεί με μες στ’ αμμάθκια.
******************
Το θάνατον οι άνθρωποι ποττέ εν τον συγχωρούμεν
Παίρνει που την αγκάλη μας παιδκιά μας π’ αγαπούμεν.
**********
Είσιεν γλυτζιύν το πρόσωπον, σαν ήλιον σαν φεγγάριν
Έσβησεν ο αρκάντζιελος το φως μου το κλωνάριν.
***************
Σήκου να δεις τους φίλους σου, γιούλλη μου άντζιελέ μου
Μεν με αφήννεις μόνη μου, απέραντε γυαλέ μου.
**************
Τζιοιμούμαι συντρομάσσουμαι θωρώ σε πανωθκιόν μου
Τζιαι ησυχάζω, σιαίρουμαι πον να σαι στο θαφκιό μου.
****************
Άννοιξε τα στομόσιειλα τζιαι πε μας παραμύθκια
Τραούδα μας ν’ αννοίξουσιν ούλλα τα παραθύρκα.
**************
Έβαλα μαύρα επόσφιξα σφογγάρκα χολήν  ξύδιν
Να πίννω να φαρμακωθώ μέσα στην κάψαν τζιείνην.
************
Εθώρουν σε τζι εσιαίρουμουν άννοια τες αγκάλες
Τζιαι τώρα φεύκεις μανιχός τζι οι μασιαιρκές εν μιάλες.
*******************
Τζιαι που τες τέσσερις μερκές του κόσμου συναμένοι
Κλαίουσι σε Χριστούλλη μου ούλλοι οι πικραμμένοι
********************
Ήρτεν η θάλασσα , η στερκά, ο ήλιος, το φεγγάριν
Ούλλα τ’ αστέρκα τ’ ουρανού στου πλάστη τους τη χάρη.
****************
Χολήν τζιαι ξύδιν βάλασιν απάνω στο σφογγάρι
Να δώκουσιν του λυτρωτή ο χάρος να τους πάρει.
****************

Χαρά στον τζιείνον που έγραψεν το ω γλυκύ μου έαρ
Ήταν αθθός της άνοιξης της πιο ωραίας μέρας.
****************
Σαν το δαμάλιν που θωρεί στο ξύλον κρεμμασμένον
Το θαλερόν μοσχάριν της έκλαιεν η παρθένος
*************

  

         
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ  (δημοτικό)
‘Εξω από την εκκλησιά στεκόταν πάντα ο γέρο παπάς και μας έλεγε το θρήνο της Παναγίας.
Άδε μαντάτο σκοτεινόν, τζι’ ημέρα λυπημένη
πού ήρτεν σήμμερον σέ μέ , τήν πολλοπικραμμένη .
Επιάσαν τόν υιούλλη μου, τζι΄έμειν’αρφανεμένη.
Άρκοντες αγρικήσατε , όσ’ είστε συναγμένοι .
Πρώτον τό πώς εστάθηκε, τζιαί πώς εμελετήθη
πώς επροδώθην ο Χριστός , τζιαί πώς εκατεκρίθη.
Ιούδας τόν επρόδωσε, καθώς είναι γραμμένο
καί επληρώθη τό ρηθέν, τό πάλαι γεγραμμένο .
Τρέχει ο τρισκατάρατος, καί πάει στούς Εβραίους
καί λέει τους μίαν γραφήν, αυτούς τούς φαρισαίους:
«Τί έχετε νά δώσετε, γιά νά σάς βεβαιώσω
εκείνον πού γυρεύετε, νά σάς τόν παραδώσω;»
Εκείνοι τού ετάξασιν, αργύρια τριάντα
τζιαί νόμισεν ο μιαρός, πώς θά τά έσιει πάντα.
Ιούδας πάει εμπροστά, «χαίρε ραββί» τού λέει
τάχα πώς ελυπήθηκεν,τζι’αρκίνεψεν να κλαίει .
Αρπάξαν τον οι άνομοι, στά βρωμερά τους σιέρκα
κτυπούσαν του στό πρόσωπο, μέ βέρκες μέ μασιέρκα .
Τζιαί πώς νά μήν σκοτώννουμαι ,τζιαί πώς νά μήν θρηνήσω
δάκρυα πού τά μμάδκια μου, χαμαί στή γή νά χύσω .
Έσιει τρία μερόνυχτα, όπου τόν βασανίζουν
ολόγυμνον τόν γιούλλη μου, στές στράτες τόν γυρίζουν.
Φορεί στεφάνιν αγκαθκιών , πάνω στή τζιεφαλήν του
νά τό ’ξεραν οι άνομοι , πως εν μέ τήν βουλήν του .

 Όρη αναστενάξετε, τζιαί δέντρα μαραθείτε
τζιαί ποταμοί στραντζίήσετε, τζιαί πέτρες ραγισθείτε .
Ετύφλωσαν τά μμάδκια τους, τζιαί φράξασιν τά φκιά τους
τζι’η ευσπλαχνία σου Χριστέ, δοξάζω σε,  βαστά τους .
Κλάψετε χήρες τζι’ ορφανά, τζι’όλ’  η συγγένειά σας
εχάσετε τόν δάσκαλον,τζιαί τήν παριορκά σας .
Επιάσαν τόν υιούλλη μου,τζι’ έμειν’ αρφανεμένη
ο κόσμος κλαίει, ουρανός  τζι’η γη σκοτεινιασμένη .*************

ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ
Προφητείας Ἰεζεκιὴλ τὸ Ἀνάγνωσμα

Εγένετο επ' εμὲ χειρ Κυρίου, και εξήγαγέ με εν πνεύματι Κυρίου, και έθηκέ με εν μέσω του πεδίου και τούτο ην μεστόν οστέων ανθρωπίνων, και περιήγαγέ με επ’ αυτά, κύκλωθεν κύκλω. Και ιδού πολλά σφόδρα, επί προσώπου του πεδίου, και ιδού ξηρά σφόδρα. Και είπε προς με: «Υιέ ανθρώπου, ει ζήσεται τα οστέα ταύτα;. Και είπα: Κύριε, Κύριε, συ επίστασαι ταύτα. Και είπε προς με. Προφήτευσον επί τα οστά ταύτα και ερείς αυτοίς. Τα οστά τα ξηρά ακούσατε λόγον Κυρίου. Τάδε λέγει Κύριος τοις οστέοις τούτοις. Ιδού εγώ φέρω εις υμάς πνεύμα ζωής και δώσω εις υμάς νεύρα και ανάξω εις υμάς σάρκας και εκτενώ εφ΄ημάς δέρμα, και δώσω πνεύμα εις υμάς και ζήσεσθε και γνώσεσθε ότι εγώ ειμί Κύριος.»
Και προεφήτευσα, καθώς ενετείλατό μοι Κύριος. Και εγένετο φωνή εν τω εμέ προφητεύσαι, και ιδού σεισμός και προσήγαγε τα οστά εκάτερον προς εκάτερον προς την αρμονίαν αυτού. Και είδον. Και ιδού επ’ αυτά νεύρα και σάρκες εφύοντο, και ανέβαινεν επ’ αυτά δέρμα επάνω και πνεύμα ουκ ην εν αυτοίς. Και είπε με: «Προφήτευσον επί το πνεύμα, υιέ ανθρώπου, προφήτευσον και ειπέ τω πνεύματι. Τάδε λέγει Κύριος. Εκ των τεσσάρων πνευμάτων ελθέ και εμφύσησον εις τους νεκρούς τούτους και ζησάτωσαν.»
Και προεφήτευσα καθ’ ό τι ενετείλατό μοι. Και εισήλθεν εις αυτούς το πνεύμα και έζησαν και έστησαν επί των ποδών αυτών συναγωγή πολλή σφόδρα. Και ελάλησε Κύριος προς με λέγων: «Υιέ ανθρώπου, τα οστά ταύτα πας οίκος Ισραήλ εστιν. Αυτοί λέγουσι, ξηρά γέγονε τα οστά ημών, απώλολεν η ελπίς ημών, διαπεφωνήκαμεν. Διά τούτο προφήτευσον, και ειπέ προς αυτούς. Τάδε λέγει Κύριος Κύριος. Ιδού εγώ ανοίγω τα μνήματα υμών και ανάξω υμάς εκ των μνημάτων ημών,  και εισάξω υμάς εις την γην του Ισραήλ, και γνώσεσθε, ότι εγώ ειμι Κύριος, εν τω ανοίξαι με τους τάφους υμών, του αναγαγείν με εκ των τάφων τον λαόν μου. Και δώσω  πνεύμα εις υμάς και ζήσεσθε και θήσομαι υμάς επί την γην υμών και γνώσεσθε ότι εγώ Κύριος ελάλησα και ποιήσω»  λέγει Κύριος Κύριος.





ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ 3
Πρώτη ανάσταση
Αύριο με πόση λαχτάρα θα περιμένουμε από την χρυσαυγή το Ανάστα ο Θεός! ‘Ολη η παιδική μας ηλικία γιορτάζει από τα έγκατα της αθωότητάς μας. Ακούονται οι σκάμνοι που χτυπούν, τα εξαπτέρυγα βλέπουμε με το άγγελμα να τρέχουν γύρω γύρω, η αγαλλίαση των ανθρώπων ανοίγει παράθυρα, ξεδιπλώνονται διάπλατα οι ουρανοί. Ανάστα ο Θεός, ένας μεγάλος στεναγμός που απελευθερώνει τις δυνάμεις μας, τα μαύρα κρέπια σωριάζονται στο σολέα, οι εικόνες χαμογελούν μεταξύ τους και μαζί μας, να κι ένα χέρι αγίου που μας χαιρετά, κι όλα αυτά τα μελωδικά χαμόγελα. Μα αφού κι εσείς το ξέρατε κι εμείς. Είναι όμως αυτό το βίωμα, κρυμμένο στη βαθιά βεβαιότητα, κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, αυτή την ώρα, το χτυποκάρδι κι η παγκόσμια χαρά, με τον ιερέα να σκορπίζει στο διάβα του λουλούδια και να ψάλλει «Ανάστα ο Θεός». Κι ύστερα οι ψαλτάδες κι οι σκάμνοι να μη σταματούν να χτυπούν.
Μια μέρα το Μεγάλο Σάββατο με ποικίλες κι αλλεπάλληλες συγκινήσεις, μεταπτώσεις, προσμονή, ανυπομονησία, ξάφνιασμα.
Τα μεσάνυχτα θα πάμε στον Καλό Λόγο, πρώτα το «δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών» κι ύστερα ο Καλός Λόγος, «Την ανάστασίν Σου Χριστέ Σωτήρ άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς και ημάς τους επί γης καταξίωσον εν καθαρά καρδία σε δοξάζειν.»
Ουρανός και γη, καθαρά καρδία, δοξολογία στον αναστάντα Κύριον.
Το ευαγγέλιο, τα ειρηνικά στο χαρμόσυνο πλάγιο πρώτο ήχο, κι ύστερα «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.»
 Αντιλαλούν οι νάρθηκες, οι αυλές των εκκλησιών, οι γειτονιές. Μακάρι, Θεέ μου, και στα σκλαβωμένα χωριά μας.
Στα πρόσωπά μας να λάμπουν αγιοκέρια, ο θάνατος νεκρός με την ανάστασή του, συνταράζονται τα καταχθόνια, ο θάνατος ξένος.
Χριστός ανέστη!
‘Οσοι παρακολουθούν ύστερα τον εσπερινό της Αγάπης, ακούν το ευαγγέλιο σε όσες γλώσσες μπορεί να λεχθεί, να ακουστεί το άγγελμα της ανάστασης σε όλη την κτίση.
Τέτοια μέρα, παλιά, στα χωριά, άρχιζαν τα παιχνίδια στην αυλή της εκκλησιάς, κι η διασκέδαση, το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών κι η πατροπαράδοτη φλαούνα.
‘Ολη η διακαινήσιμος εβδομάδα είναι περίοδος χαράς και απελευθέρωσης, προ πάντων από το φόβο του θανάτου.
Κι ο χαιρετισμός: Χριστός ανέστη- Αληθώς ανέστη.
************




Πεντηκοστάριο
Από την Κυριακή του Πάσχα στην εκκλησία ανοίγουμε το Πεντηκοστάριο. Το βιβλίο του Πεντηκοσταρίου, ανάλογο με το  βιβλίο του Τριωδίου, για τις προ του πάσχα μέρες και το πεντηκοστάριο για τις μετά το πάσχα.
 Σ’ αυτό περιλαμβάνονται η Κυριακή του Πάσχα, και όλες οι μετά από αυτήν μέρες, Κυριακή του Θωμά, Κυριακή των Μυροφόρων και Ιωσήφ του Δικαίου, Κυριακή του Παραλύτου, Κυριακή της Σαμαρείτιδος, Κυριακή του Τυφλού. Ακολουθεί η Πέμπτη της Αναλήψεως, η Κυριακή των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων της εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου,  Ψυχοσάββατον,  Κυριακή της αγίας Πεντηκοστής, η Δευτέρα Μετά την Πεντηκοστήν , του αγίου Πνεύματος, και η όλη περίοδος τελειώνει με την Κυριακή των Αγίων Πάντων.

  
Κυριακή του Θωμά
Η απιστία και η πίστη, τα πάντα εν σοφία οικονόμησε, ώστε να απουσιάζει ο Θωμάς κατά την πρώτη επίσκεψη του Χριστού στους μαθητές του, κι έτσι ανθρώπινα- ύστερα από οκτώ μέρες- να του πει, έλα βάλε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων και βάλε την χείρα εις την πλευράν και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός. Και το καλύτερο, «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες.»
Όπως λέει ο ευαγγελιστής
Κι ενώ οι μαθητές το βράδυ της Κυριακής ήταν συγκεντρωμένοι στο ανώι, γιατί φοβόντουσαν τους Ιουδαίους, και παρόλο που οι πόρτες ήταν κλειστές, παρουσιάστηκε ο Κύριος και τους λέει: Ειρήνη υμίν.  Ταυτόχρονα τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Στη συνέχεια φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους είπε: «Λάβετε Πνεύμα άγιον. Αν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιου,  του είναι συγχωρημένες, αν δεν τις συγχωρήσετε, θα μείνουν ασυγχώρητες».
Ο Θωμάς όμως δεν ήταν μαζί τους, όταν ήλθε ο Ιησούς. Του είπαν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο». Εκείνος απαντά: «Αν δεν δω στα χέρια του το σημάδι από τα καρφιά και δεν βάλω το δάκτυλό μου σε αυτά και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω».
 Ύστερα από οκτώ ημέρες ήταν πάλι οι μαθητές συγκεντρωμένοι στο σπίτι και ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Ιησούς, κι ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στο μέσον και τους είπε: «Ειρήνη υμίν». Έπειτα λέει στο Θωμά: «Φέρε το δάκτυλό σου εδώ και κοίταξε τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός». Ο Θωμάς αποκρίθηκε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Στο τέλος του λέει, πίστεψες, επειδή με είδες. «Μακάριοι εκείνοι που δεν με είδαν και όμως πίστεψαν».
*****************


 Κυριακή των Μυροφόρων και Ιωσήφ του Δικαίου,
που παρέλαβε το σώμα του Ιησού και το έθαψε.

Είναι μια Κυριακή αφιερωμένη στις γυναίκες που βρίσκονταν πάντα κοντά στο Χριστό, του παραστάθηκαν στη ζωή και στο μαρτύριο του σταυρού, τον μύρωσαν και τον περιποιήθηκαν, και πρώτες είχαν τη θεία χάρη και πήραν τη χαρά να πληροφορηθούν την ανάστασή Του
************************
  
Κυριακή του Παραλύτου.
Επειδή οι Εβραίοι γιόρταζαν τη δική τους Πεντηκοστή, και σε μια τέτοια χρονική περίοδο έγινε το θαύμα, γι’ αυτό κι εμείς το τιμούμε πριν από τη δική μας Πεντηκοστή.
Ένα ωραίο  ποίημα, δοξαστικό στη λιτή, περιλαμβάνει σε λίγους στίχους όλα τα σχετικά με το θαύμα που έκαμε ο Χριστός, να θεραπεύσει ένα παράλυτο.
« Επί τη Προβατική κολυμβήθρα,
άνθρωπος κατέκειτο εν ασθενεία,
και ιδών σε Κύριε εβόα·
 Άνθρωπον ουκ έχω,
ίνα, όταν ταραχθή το ύδωρ,
βάλη με εν αυτώ·
εν ω δε πορεύομαι,
 άλλος προλαμβάνει με,
καί λαμβάνει την ίασιν,
εγὼ δε ασθενών κατάκειμαι,
και ευθὺς σπλαγχνισθεὶς ο Σωτήρ,
λέγει προς αυτόν·
Διά σέ άνθρωπος γέγονα,
διά σέ σάρκα περιβέβλημαι,
και λέγεις άνθρωπον ουκ έχω;
άρον σου τον κράββατον και περιπάτει.
Πάντα σοι δυνατά, πάντα υπακούει,
πάντα υποτέτακται,
πάντων ημών μνήσθητι,
και ελέησον Άγιε, ως φιλάνθρωπος.»

Τόπος, χρόνος, η κατάσταση, ο ζωντανός διάλογος, προπάντων όμως η έκπληξη του Ιησού: «εγώ έγινα άνθρωπος για σένα και συ λες πως δεν έχεις άνθρωπο, όταν ταραχθεί το ύδωρ, να σε βάλει στην κολυμβήθρα;» Η ποιητική δύναμη του υμνογράφου, φαίνεται έστω και σε μια πρότασή του, μια σύλληψη πνευματική!
*******************



Κυριακή της Σαμαρείτιδος
Της ύστερον μετονομασθείσης Φωτεινής.
Σύμφωνα με το ευαγγέλιο της ημέρας
Έρχεται τότε ο Ιησούς σε μια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στον τόπο που έδωσε ο Ιακώβ στον Ιωσήφ το γιο του. Και εκεί ήταν το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος από την οδοιπορία, καθόταν κοντά στην πηγή. Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να αντλήσει νερό. Λέει σ’ αυτήν ο Ιησούς: «Δώσε μου να πιω». Οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα. Του λέει η Σαμαρείτισσα: «Πώς εσύ, ένας  Ιουδαίος ζητάς να πιεις από εμένα, μια Σαμαρείτισσα;» γιατί δε συναναστρέφονται Ιουδαίοι με Σαμαρείτες.
Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε: «Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέει, “δώσε μου να πιω”, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό ζωντανό».
Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, ούτε κουβά έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το νερό το ζωντανό; Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι και ήπιε από αυτό αυτός και οι γιοι του και τα θρέμματά του;»
Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε: «Καθένας που πίνει από το νερό αυτό θα διψάσει πάλι. Όποιος όμως πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω δε θα διψάσει στον αιώνα, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα αναβλύζει σε ζωή αιώνια».
Λέει τότε η γυναίκα: «Κύριε, δώσε μου αυτό το νερό, για να μη διψώ μήτε να έρχομαι εδώ να αντλώ».
Ο Ιησούς της λέει: «Πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου και έλα εδώ».
Αποκρίθηκε αυτή και του είπε: «Δεν έχω άντρα». Της λέει ο Ιησούς: «Καλά είπες ότι δεν έχεις άντρα, γιατί πέντε άντρες είχες και τώρα αυτός που έχεις δεν είναι άντρας σου. Είναι αλήθεια αυτό που είπες.».
Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, νομίζω πως είσαι προφήτης. Οι πατέρες μας σε τούτο το όρος προσκύνησαν το Θεό, αλλά εσείς λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος που πρέπει να προσκυνεί κανείς».
Της λέει ο Ιησούς: «Πίστευέ με, γυναίκα, ότι έρχεται ώρα που ούτε στο όρος τούτο ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνείτε τον Πατέρα. Εσείς προσκυνείτε αυτό που δεν ξέρετε, εμείς προσκυνούμε αυτό που ξέρουμε, ότι η σωτηρία έρχεται από τους Ιουδαίους.
 Αλλά έρχεται ώρα, και μάλιστα είναι τώρα, που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά. Και πράγματι, ο Πατέρας τέτοιοι ζητά να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν. Ο Θεός είναι πνεύμα και εκείνοι που τον προσκυνούν ως Πνεύμα και αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν».
Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Ξέρω ότι έρχεται ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός. Όταν έρθει εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα».
Της λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι, που σου μιλώ».
Τότε ήρθαν οι μαθητές του και θαύμαζαν που μιλούσε με γυναίκα. Κανείς όμως δεν είπε: «Τι ζητάς;» ή «Τι μιλάς μαζί της;»
Άφησε, λοιπόν, την υδρία της η γυναίκα και πήγε στην πόλη και λέει στους συμπολίτες της : «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκανα. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός;»
Εκείνοι βγήκαν από την πόλη και έρχονταν προς αυτόν.
Στο μεταξύ τον παρακαλούσαν οι μαθητές λέγοντας: «Ραβί, φάε».
Εκείνος τους είπε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν ξέρετε»
Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές μεταξύ τους: «Μήπως του έφερε κανείς να φάει;»
Τους λέει ο Ιησούς: «Δική μου τροφή είναι να κάνω το θέλημα εκείνου που με έστειλε και να τελειώσω το έργο του.
Εσείς δε λέτε: “Ακόμα είναι τέσσερις μήνες και ο θερισμός έρχεται”; Ιδού, σας λέω, σηκώστε πάνω τα μάτια σας και παρατηρήστε τα χωράφια: λευκά είναι, έτοιμα για θερισμό ήδη.
Ο θεριστής λαβαίνει μισθό και συνάζει καρπό για ζωή αιώνια, για να χαίρονται μαζί ο σπορέας και ο θεριστής.
Γιατί σε αυτό αληθεύει το ρητό, “άλλος είναι που σπέρνει και άλλος που θερίζει”.
Εγώ σας απέστειλα να θερίζετε αυτό για το οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει. Άλλοι έχουν κοπιάσει και μπήκατε στον κόπο τους».
Τότε, από εκείνη την πόλη, πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν εξαιτίας του λόγου που έδωσε μαρτυρία η γυναίκα: «Μου είπε όλα όσα έκανα».
Μόλις λοιπόν ήρθαν προς αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους. Και έμεινε εκεί δύο ημέρες. Και πολύ περισσότεροι πίστεψαν εξαιτίας του λόγου του, και στη γυναίκα έλεγαν: «Δεν πιστεύουμε πια από τη δική σου διήγηση, γιατί εμείς οι ίδιοι έχουμε ακούσει και ξέρουμε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας του κόσμου».
Μια ζωντανή σκηνή, και μια σωστή τοποθέτηση, ότι δηλαδή ο Θεός απαιτεί εν πνεύματι και αληθεία να τον προσκυνούμε.
*********************



Κυριακή του Τυφλού.
Τη αυτή ημέρα, Κυριακή έκτη από του Πάσχα, το εις τον εκ γενετής Τυφλόν εορτάζομεν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού θαύμα.
Το δοξαστικό στον εσπερινό αποδίδει περιληπτικά τα γενόμενα και το πνεύμα τους. Λέει:
Κύριε, πηγαίνοντας στο δρόμο, βρήκες έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής και έκπληκτοι οι μαθητές σου σε ρωτούσαν: Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονιοί του και γεννήθηκε τυφλός; Εσύ όμως, σωτήρα μας, τους έλεγες, ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονιοί του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού στο πρόσωπό του. Εγώ πρέπει να εκτελώ τα έργα αυτού που με έστειλε, που κανένας δεν μπορεί να κάνει. Κι όταν είπε αυτά, έφτυσε χαμαί, έκαμε πηλό κι έχρισε τα μάτια του, λέγοντάς του: Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του  Σιλωὰμ. Αυτός νίφτηκε, θεραπεύτηκε κι έλεγε στο Χριστό προσκυνώντας τον: Πιστεύω, Κύριε. Έτσι λέμε κι εμείς, ελέησέ μας.
  

Πέμπτη της Αναλήψεως
Τη αυτή ημέρα, Πέμπτη της έκτης Εβδομάδος από του Πάσχα, την Ανάληψιν εορτάζομεν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Μετά την ανάστασή του ο Χριστός ήταν μαζί με τους μαθητές του για σαράντα μέρες, τους υποσχέθηκε όμως πως θα αναληφθεί στους ουρανούς, κι ύστερα θα έρθει το Πανάγιο Πνεύμα να τους διδάξει όλη την αλήθεια.
Ο Κύριος τους έδωσε εντολή να μείνουν στην Ιερουσαλήμ . Όταν έφθασε ο καιρός να αναληφθεί, πήρε τους Μαθητές Του στο Όρος των Ελαιών και εκεί  παρουσιάστηκαν οι άγγελοι που θα τον συνόδευαν στον ουρανό. Ενώ οι μαθητές κι η μητέρα του Τον έβλεπαν, σηκώθηκε από τη γη, ένα νέφος τον ανέβασε στον ουρανό με την ανθρώπινη σάρκα μας και κάθισε στα δεξιά του Θεού. Οι απόστολοι επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα και κλείστηκαν σ΄ ένα υπερώο, περιμένοντας την έλευση του αγίου Πνεύματος.
Αυτή τη μέρα ψάλλουμε το απολυτίκιο:
«Ανελφθης εν δξη, Χριστ ο Θες ημών, χαροποισας τος Μαθητς, τ επαγγελα του αγου Πνεματος, βεβαιωθντων αυτων δι της ευλογας, ότι συ ει ο Υιός του Θεού, ο λυτρωτς του κσμου.»

  
Κυριακή των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων της εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου
Οι Πατέρες που έλαβαν μέρος στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο έβαλαν τα θεωρητικά θεμέλια του ορθόδοξου χριστιανισμού. Οι αιρέσεις, διαφορετικές ερμηνείες της νέας θρησκείας, έπρεπε να βρουν απάντηση και να δοθούν τα ορθά μηνύματα στους πιστούς. Στους Πατέρες αυτούς οφείλουμε το Σύμβολο της Πίστεως, στο οποίο περιέχονται όλες οι βασικές αλήθειες της Ορθοδοξίας. Ποιος είναι ο Θεός μας; Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα… και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον υιόν του Θεού…και εις το Πνεύμα το άγιον…το εκ του Πατρός εκπορευόμενον…


  
Ψυχοσάββατον
Αυτή τη μέρα θεσπίστηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας να θυμόμαστε όλους ανεξαίρετου τους νεκρούς.
« Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν
Ο ιερέας παρακαλεί το Θεό να αναπαύσει όλους τους ευσεβείς ορθοδόξους βασιλιάδες, πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, ιερομόναχους, ιεροδιάκονους, μοναχούς, πατέρες, προπάτορες, πάππους, προπάππους, γονείς, συζύγους, τέκνα, αδέλφια, συγγενείς μας από αρχαιοτάτων χρόνων ως σήμερα.
Έχουμε δύο Ψυχοσάββατα, τὸ ένα πριν από την Κυριακή της Απόκρεω, που είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού κι έτσι τον καλούμε να σπλαχνιστεί τους νεκρούς μας, και το άλλο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, που θεωρείται η γενέθλια μέρα της Εκκλησίας μας, η οποία  περιλαμβάνει και τους ζωντανούς και τους κεκοιμημένους αδελφούς μας.
Επειδὴ πολλοὶ πέθαναν μικροὶ ή στην ξενιτιὰ ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους γκρεμούς ή και μερικοί λόγω της φτώχιας τους δεν αξιώθηκαν ένα μνημόσυνο, γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας μας θέσπισαν αυτά τα ψυχοσάββατα.




Κυριακή της αγίας Πεντηκοστής
Όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων
Όταν συμπληρώθηκε η μέρα της πεντηκοστής ήταν όλοι μαζί συγκεντρωμένοι οι απόστολοι και ξαφνικά ακούστηκε από τον ουρανό ήχο σαν βίαιο φύσημα και γέμισε το σπίτι που κάθονταν. Και είδαν να μοιράζονται πύρινες γλώσσες πάνω από το κεφάλι του καθενός και όλοι γέμισαν από άγιο Πνεύμα κι άρχισαν να μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες ανάλογα με την προσφορά του αγίου Πνεύματος. Ήταν εκεί στα Ιεροσόλυμα και κατοικούσαν Ιουδαίοι ευλαβείς από κάθε έθνος κι όταν ακούστηκε αυτή η φωνή το πλήθος συγκεντρώθηκε και συγχύστηκε γιατί άκουε ο καθένας να του μιλούν στη διάλεκτό του. Και όλοι θαύμαζαν κι έλεγαν ο ένας στον άλλο, μα δεν είναι Γαλιλαίοι όλοι αυτοί που μιλούν; Και πώς εμείς τους ακούμε καθένας  στη μητρική μας διάλεκτο, «Πάρθοι και Μήδοι και  Ελαμίται, και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν,  Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την  Ασίαν, Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατὰ Κυρήνην, και οι επιδημούντες Ρωμαίοι,  Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι,  Κρήτες και  Άραβες, ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του  Θεού;
Απολυτίκιο
Ευλογητς ει Χριστ ο Θες ημών, ο πανσφους, τους αλιείς αναδεξας, καταπμψας αυτοίς το Πνεύμα το Άγιον, και δι' αυτών, την οικουμνην σαγηνεσας· φιλνθρωπε, δξα σοι.

  

Δευτέρα του αγίου Πνεύματος
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ ὀγδόῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν ἁγίαν Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν. Τη αυτή ήμερα, Δευτέρα της Πεντηκοστής αυτό το Πανάγιον και ζωοποιόν και παντοδύναμον εορτάζομεν Πνεύμα, τον ένα της Τριάδος Θεόν, το ομότιμον και ομοούσιον και ομόδοξον τω Πατρί και τω Υίω.
Οι άγιοι Πατέρες όρισαν να γιορτάζουμε το άγιο  Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της αγίας Τριάδας και την ημέρα της Πεντηκοστής, που ήταν εβραϊκή γιορτή, και τη Δευτέρα ειδικά. Όπως ξέρουμε κι οι δυο γιορτές γίνονται την Κυριακή, με τον εσπερινό της Δευτέρας να ακολουθεί τη θεία λειτουργία της Κυριακής, του γονατιστού, όπως είναι γνωστή η γιορτή.
Στην Κύπρο συνηθίζουμε να γιορτάζουμε αυτή τη μέρα τον «κατακλυσμό», με καταβρέξιμο φίλων και γνωστών και με τις πρώτες για πολλούς θαλάσσιες εξορμήσεις.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με τη Δευτέρα του αγίου Πνεύματος τελειώνει μια μεγάλη περίοδος της θρησκευτικής μας ζωής, που αρχίζει στο πρώτο μέρος με το Τριώδιο – του Τελώνου και Φαρισαίου- προχωρεί στη Μεγάλη Εβδομάδα με ιδιαίτερη έμφαση στο δεύτερο μέρος στην ταφή του Ιησού Χριστού και στο έθιμο της προσκύνησης Επτά επιταφίων, και στο τρίτο μέρος παρακολουθούμε τα μετά την ταφή, ως την ημέρα της Πεντηκοστής και του αγίου Πνεύματος, που μας έστειλε ο Ιησούς για να είναι πάντα μαζί μας και να μας φωτίζει.
……………
Το βιβλίο γράφτηκε σε στενή συνεργασία με τον φίλτατο Πέτρο Παπαπέτρου (Πιν) υπεύθυνο της εικονογράφησης και όλων των λεπτομερειών για την καλή του εμφάνιση, πρώτιστα όμως ο συγγραφέας οφείλει ευχαριστήρια στους εμπνευστές του έργου, υλικούς θεμελιωτές και προωθητές του

ΤΕΛΟΣ


 ++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++

ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ ΕΠΤΑ ΘΥΜΙΑΜΑΤΑ 2
ΣΤΑΣΗ ΠΡΩΤΗ
Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.
Η ζωή, πώς θνήσκεις; πώς και τάφω οικείς; του θανάτου το βασίλειον λύεις δε,
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε, Ιησού βασιλεύ, και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι' ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Μέτρα γης ο στήσας εν σμικρώ κατοικείς, Ιησού παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.
Ιησού Χριστέ μου, βασιλεύ του παντός, τι ζητών τοις εν τω Άδη ελήλυθας,
ή το γένος απολύσαι των βροτών;
Ο δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός, και εν μνήματι καινώ κατατίθεται
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.
Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ, και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας
και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.
Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.
Ω θαυμάτων ξένων, ω πραγμάτων καινών! ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.
Και εν τάφω έδυς και των κόλπων, Χριστέ των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας·
τούτο ξένον και παράδοξον ομού.
Επί γης κατήλθες, ίνα σώσης Αδάμ, και εν γη μη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα,
μέχρις άδου κατελήλυθας ζητών.
Υπό γην εκρύβης, ώσπερ ήλιος, νυν και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι·
αλλ' ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.
Προσκυνώ το πάθος, ανυμνώ την ταφήν, μεγαλύνω σου το κράτος, φιλάνθρωπε,
δι' ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.
Οίμοι, φως του κόσμου οίμοι φως το εμόν! Ιησού μου ποθεινότατε, έκραζεν
η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς.
Ω Θεέ και λόγε, ω χαρά η εμή, πως ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον;
νυν σπαράττομαι τα σπλάχνα μητρικώς.
Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς; η θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν,
ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;
Θέλων ώφθης, Λόγε, εν τω τάφω νεκρός, αλλά ζης και τους βροτούς, ως προείρηκας,
αναστάσει σου, Σωτήρ μου, εγερείς.
Δόξα Πατρί
Ανυμνούμεν, Λόγε, σε τον πάντων Θεόν, συν Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι,
και δοξάζομεν την θείαν σου ταφήν.
Και νυν
Μακαρίζομέν σε Θεοτόκε αγνή, και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον
του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.
Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.

Επιτάφιος Θρήνος - Εγκώμια Στάση Δεύτερη
Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην,
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
-Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον πάντων κτίστην·
τοις σοις γαρ παθήμασιν, έχομεν
την απάθειαν, ρυσθέντες της φθοράς.
-Έφριξεν η γη, και ο ήλιος, Σώτερ, εκρύβη,
σου του ανεσπέρου φέγγους, Χριστέ,
δύναντος εν τάφω σωματικώς.
-Ύπνωσας, Χριστέ, τον φυσίζωον ύπνον εν τάφω
και βαρέος ύπνου εξήγειρας
του της αμαρτίας το των ανθρώπων γένος.


-Μόνη γυναικών χωρίς πόνον έτεκόν σε, τέκνον,
πόνους δε νυν φέρω πάθει τω σω
αφορήτους, έλεγεν η σεμνή.

Άνω σε, Σωτήρ, αχωρίστως τω Πατρί συνόντα,
κάτω δε νεκρόν ηπλωμένον γη
φρίττουσιν ορώντα τα Σεραφείμ.

Ρήγνυται ναού καταπέτασμα τη ση σταυρώσει,
κρύπτουσι φωστήρες, Λόγε, το φως
σου κρυβέντος, Ήλιε, υπό γην.

Μύρον αληθώς συ ακένωτον υπάρχεις, Λόγε·
όθεν σοι και μύρα προσέφερον
ως νεκρώ τω ζώντι γυναίκες μυροφόροι.

Έδυς υπό γην ο φωσφόρος της δικαιοσύνης
και νεκρούς ώσπερ εξ ύπνου εξήγειρας,
εκδιώξας άπαν το εν τω άδη σκότος.

Κόκκος διφυής ο φυσίζωος εν γης λαγόσι
σπείρεται, συν δάκρυσι σήμερον,
αλλ' αναβλαστήσας κόσμον χαροποιήσει.

Τάφω Ιωσήφ ευλαβώς σε τω καινώ συγκρύπτων,
ύμνους εξοδίους θεοπρεπείς
τοις συμμίκτοις θρήνοις μέλπει σοι, Σωτήρ.

Ήλοις σε σταυρώ πεπαρμένον η ση μήτηρ, Λόγε
βλέψασα, τοις ήλοις λύπης πικράς
βέβληται και βέλεσι την ψυχήν.

Τέτρωμαι δεινώς και σπαράττομαι τα σπλάχνα, Λόγε,
βλέπουσα την άδικον σου σφαγήν·
έλεγεν η πάναγνος εν κλαυθμώ.

Όμμα το γλυκύ και τα χείλη σου πως μύσω, Λόγε;
πως νεκροπρεπώς δε κηδεύσω Σε;
φρίττων ανεβόα ο Ιωσήφ.

Δύνεις υπό γην, Σώτερ, ήλιε δικαιοσύνης·
όθεν η τεκούσα σελήνη σε ταις
λύπαις εκλείπει, της θέας στερουμένη.

Έφριξεν ορών, Σώτερ, Άδης σε τον ζωοδότην
πλούτον τον εκείνου σκυλεύοντα
και τους απ' αιώνος νεκρούς εξανιστώντα.

Ήλιος φαιδρόν απαστράπτει μετά νύκτα, Λόγε,
και συ δ' αναστάς εξαστράψειας
μετά θάνατον φαιδρώς ως εκ παστού.

Γη σε, πλαστουργέ, υπό κόλπους δεξαμενή,
τρόμω συσχεθείσα, Σώτερ, τινάσσεται,
αφυπνώσασα νεκρούς τω τιναγμώ.

Μύροις σε, Χριστέ, ο Νικόδημος και ο ευσχήμων
νυν καινοπρεπώς περιστείλαντες,
Φρίξον, ανεβόων, πάσα η γη!

Έδυς, φωτουργέ, και συνέδυ σοι το φως ηλίου·
τρόμω δε η κτίσις συνέχεται,
πάντων σε κηρύττουσα Ποιητήν.

Ίδε μαθητήν, ον ηγάπησας και σην μητέρα,
τέκνον, και φθογγήν δος, γλυκύτατον,
έκραζε δακρύουσα η Αγνή.

Κάλλος, Λόγε, πριν, ουδέ είδος εν τω πάσχειν έσχες,
αλλ' εξαναστάς υπερέλαμψας,
καλλωπίσας τους βροτούς θείαις αυγαίς.

Ύπνωσεν Αδάμ, αλλά θάνατον πλευράς εξάγει·
συ δε νυν υπνώσας, Λόγε Θεού,
βρύεις εκ πλευράς σου κόσμω ζωήν.

Ύπνωσας μικρόν και εζώωσας τους τεθνεώτας
και εξαναστάς εξανέστησας
τους υπνούντας εξ αιώνων Αγαθέ.


Ήρθη σταυρωθείς ο εν ύδασι την γην κρεμάσας
και ως άπνους εν αυτή νυν προσκλίνεται,
ο μη φέρουσα εσείετο δεινώς.

Έφριξεν ιδών το αόρατον φως, σε Χριστέ μου,
μνήματι κρυπτόμενον άπνουν τε,
και εσκότασεν ο ήλιος το φως

Έκλαιε πικρώς η πανάμωμος μήτηρ σου, Λόγε,
ότε εν τω τάφω εώρακε
σε τον άφραστον και άναρχον Θεόν.

Άδης ο δεινός συνετρόμαξεν, ότε σε είδεν,
ήλιε της δόξης αθάνατε,
και εδίδου τους δεσμίους εν σπουδή.

Μέγα και φρικτόν, Σώτερ, θέαμα νυν καθοράται!
ο ζωής γαρ πέλων παραίτιος
θάνατον υπέστη, ζωώσαι θέλων πάντας.

Ύμνοις σου, Χριστέ, νυν την σταύρωσιν και την ταφήν τε
άπαντες πιστοί εκθειάζομεν,
οι θανάτου λυτρωθέντες ση ταφή.

Δόξα Πατρί…
Άναρχε Θεέ, συναΐδιε Λόγε και Πνεύμα,
σκήπτρα των ανάκτων κραταίωσον
κατά πολεμίων, ως αγαθός.

Και νυν…
Τέξασα ζωήν, παναμώμητε αγνή Παρθένε,
παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα
και βράβευσον ειρήνην, ως αγαθή.

Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.

Επιτάφιος Θρήνος - Εγκώμια Στάση Τρίτη
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου.

Καθελών του ξύλου ο Αριμαθαίας εν τάφω σε κηδεύει.

Μυροφόροι ήλθον μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.

Δεύρο πάσα κτίσις ύμνους εξοδίους προσοίσωμεν τω Κτίστη.

Ως νεκρός τον ζώντα συν μυροφόροις πάντες μυρίσωμεν εμφρόνως.

Ιωσήφ τρισμάκαρ, κήδευσον το σώμα του Χριστού του ζωοδότου.

Ους έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν κατά του ευεργέτου.

Ους έθρεψε τω μάννα, φέρουσι τω Σωτήρι χολήν άμα και όξος.

Ω της παραφροσύνης και της χριστοκτονίας της των προφητοκτόνων!

Ως άφρων υπηρέτης προδέδωκεν ο μύστης την άβυσσον σοφίας.

Τον ρύστην ο πωλήσας αιχμάλωτος κατέστη, ο δόλιος Ιούδας.

Ιωσήφ κηδεύει συν τω Νικοδήμω νεκροπρεπώς τον Κτίστην.

Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;

Θρήνον συνεκίνει η πάναγνός σου μήτηρ, σου Λόγε νεκρωθέντος.

Γύναια συν μύροις ήκουσι μυρίσαι Χριστόν το θείον μύρον.

Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου, πλαστουργέ μου, πως πάθος κατεδέξω;

Η δάμαλις τον μόσχον εν ξύλω κρεμασθέντα ηλάλαζεν ορώσα.

Σώμα το ζωηφόρον ο Ιωσήφ κηδεύει μετά του Νικοδήμου.

Ανέκραζεν η κόρη θερμώς δακρυρροούσα, τα σπλάχνα κεντουμένη.

Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πως τάφω νυν καλύπτη;

Ανάστηθι, οικτίρμον, ημάς εκ των βαράθρων εξανιστών του Άδου.

Ανάστα, ζωοδότα,  η σε τεκούσα μήτηρ δακρυρροούσα λέγει.

Ουράνιαι δυνάμεις εξέστησαν τω φόβω νεκρόν σε καθορώσαι.

Κλαίει και θρηνεί σε η πάναγνός σου μήτηρ, Σωτήρ μου, νεκρωθέντα.

Φρίττουσιν οι νόες την ξένην και φρικτήν σου ταφήν του πάντων κτίστου.

Έρραναν τον τάφο αι μυροφόροι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι.

Ειρήνην Εκκλησία, λαώ σου σωτηρίαν δώρησαι ση εγέρσει.

Δόξα Πατρί …
Ω Τριάς, Θεέ μου Πατήρ, Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Και νυν …
Ιδείν την του Υιού σου ανάστασιν Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.

Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου.

*****************************************