ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ
Μια χρονιά βρέθηκα στο Βουνό, Μεγάλη Βδομάδα, είχαν συναχτεί
στην εκκλησιά αρκετά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, κάναμε πρόβες να ψάλλουμε τα
εγκώμια, Η ζωή εν τάφω και Αι γενεαί πάσαι, ήταν μια καλή προσπάθεια, κι ύστερα
αρκετά αγριολούλουδα υπήρχαν στο χωριό, μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες και στους
κήπους άλλα πολύχρωμα, στολίσαμε και τον επιτάφιο, ψάλλαμε το βράδυ, την άλλη μέρα, Σάββατο πρωί
ο κόσμος πήγαινε δουλειά, μόνοι μείναμε,
ο Τζώρτζης, ο Γιαννακός, τα εγγόνια του
παπά, ο Κώστας της Αλεξάντρας ο Κώστας κι ο Αλέκος της Ξενούς.
Ήρθε η Κυριακή το μεσημέρι, τις περισσότερες φορές γιόρταζε
το χωριό τον άγιό του, του Αγίου Γεωγίου, λιτανεία μεγάλη έξω από την εκκλησιά
τη μεγάλη εικόνα του στρατηλάτη, κακοτράχαλα ήταν έξω κοντά στα σπίτια του παππού
παπά, και με το τέλος, στον περίβολο οι άντρες, κι οι γιορτάρηδες με τη
μπουκάλα το κρασί και το ένα ποτήρι, να κερνούν και στο πανέρι χαλλούμι και
κουλούρι, να ζήσετε χρόνια πολλά κι από χρόνου.
Κατά το απόγεμα, ήταν ένα σπίτι πλιθαρένο με μεγάλο ηλιακό,
βολίκια πάνω, πλάκες της Αθηαίνου κάτω, του Ηλία, ύστερα ο θείος Κυριάκος το
αγόρασε κι έκτισαν το σπίτι της Μαρούλλας του Αντρέα του Αργυρού, κρεμούσαν με
σκοινί μια σανίδα δίμετρη από τη μια και από την άλλη, κι άρχιζαν το κορίτσια
το τραγούδι και το πήγανε έλα στη σούσα, παρακολουθούσαμε λίγο, φεύγαμε για τις
θείες.
Η Ξενού πιο κάτω έκαμνε ωραία κουλούρια με στολίδια, μικρά
ζεμπίλια με κόκκινα αυγά, κουκλάκια, κρέμαζε κουλούρες στον τοίχο, και στολίδια
με στάχυα, της Αλεξάντρας ο φούρνος ήταν στις δόξες του, πολλά παιδιά, πολλά
ψωμιά, κουλούρια, βλαούνες, απλωμένα στο τραπέζι και σκεπασμένα με ρούχο. Χαρά
Θεού.