Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

των τριών ιεραρχών

 

Λέει και το συναξάρι της ημέρας, επί Αλεξίου Κομνηνού οι ελλόγιμοι και ενάρετοι άνδρες της εποχής έκαμαν επανάσταση, άλλοι Βασιλείτες, υποστήριζαν πως μεγαλύτερος όλων είναι ο Βασίλειος, άλλοι Γρηγορίτες, αυτοί με τον Γρηγόριο, κι άλλοι Ιωαννίτες, με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, να ΄ν καλά κι ο Τωμαδάκης που μας τον δίδαξε στη Βυζαντινή Λογοτεχνία, στον ύπνο του βλέπει ύστερα από χρόνια ο Ιωάννης ο Μαυρόπους, επίσκοπος Ευχαΐτων και τους τρεις, άντε, του λένε, μάς βλέπεις πως μπροστά στο Θεό οι τρεις είμαστε ένα, δώσε ένα τέλος στη διάσταση, και ρυθμίζει τα πάντα εν σοφία, καθιερώνει τις 30 Ιανουαρίου γιορτή των Τριών Ιεραρχών, γιόρταζαν που γιόρταζαν όλοι τον Γενάρη, 1, 25 και 27, στο τέλος του μηνός κι οι τρεις μαζί, να πάει το πάσα κακό, και τους γράφει και ύμνους, κανόνες και τροπάρια κι εγκώμια, και δεν ξέρουν κι οι δάσκαλοι τι να κάνουν μια τέτοια μέρα, άλλοι λεν πρέπει να είναι ανοιχτά τα σχολεία, άλλοι αργία, τον καιρό μας το Παγκύπριο μας καλούσε μαθητές να πάμε στον εσπερινό στον Άη Γιάννη, και πηγαίναμε οι γειτόνοι, κι άλλοι, κι έπαιρναν και παρουσίες, χρόνια ύστερα, ήμουν γυμνασιάρχης εκεί, ποιος να πάει; Κανείς! Και μου παραπονιόταν την άλλη μέρα ο μακαριστός Χρυσόστομος, πού ήταν οι μαθητές σας, κύριε; Τι να του πεις; Μάλιστα θυμάμαι χαρακτηριστικά, ήταν μαθητές που έμεναν παλιά στη Λευκωσία, από χωριά, σε σπίτια έμεναν, κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, τους έβαζε γραμμή, δυο τρεις που ήταν, και τους έφερνε στον εσπερινό, στην εκκλησιά μας, τω καιρώ εκείνω, όταν αμαθείς εμείς, δεν ξέραμε ούτε τη λέξη διαπλοκή ούτε τι σημαίνει διαφθορά και άλλα σύγχρονα, καλή ήταν κι η φτώχια κι η αξιοπρέπειά της, πτωχαλαζών, λένε και για τον Παπαδιαμάντη. Να ζήσουν  οι δάσκαλοι, μακαρίζουμε τους δασκάλους μας, τη δουλειά του ο καθένας αν την κάμνει καλά, πάει κι ο τόπος ίσια και προοδεύει.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

αννα νεοφύτου, λαϊκή λατρεία στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

-LXII-

ΑΝΝΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ, ΛΑΪΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2020

Η Άννα Νεοφύτου μας έδωσε τον δεύτερο τόμο του έργου της Λαϊκή Λατρεία  στην Παραδοσιακή Κοινωνία της Κύπρου. ‘Ενας μεγάλος τόμος 654 σελίδων με επιμέλεια έκδοσης της ίδιας, φωτογραφία εξωφύλλου «Η πούλλα της Λαμπρής από την Ακανθού» Λούλας Λιασή.

Διαφωτιστικός και περιεκτικός ο Πρόλογος: Όλα αρχίζουν με το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών. Ο πρώτος τόμος της ιδίας συγγραφέως είχε τίτλο « Λαϊκή Λατρεία. Οι Γιορτές του Δωδεκαημέρου» Όπως στον τόμο εκείνο έτσι και σ’ αυτόν το πλήθος των πληροφοριών απομαγνητοφωνήθηκε, διαχωρίστηκε, ταξινομήθηκε. Ο κορμός του κειμένου είναι γραμμένος στην κοινή νεοελληνική και παρεμβάλλονται στην κυπριακή διάλεκτο οι επιλεγμένες μαρτυρίες, μια ζωντανή κατάθεση των απλών ανθρώπων του λαού. Στις υποσημειώσεις δίνονται στοιχεία για τις μαρτυρίες.

Εισαγωγή. Η πρώτη παράγραφος συμπυκνώνει το νόημα όλου του περιεχομένου.

«Τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις του τόπου μας έχουν τις ρίζες τους κυρίως στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο και με επιδράσεις από τους διάφορους κατακτητές που πέρασαν από το νησί, συνδέονται σήμερα αλληλένδετα και τελεσίδικα με εκείνα της χριστιανικής θρησκείας.»

Και ακολουθεί όλη η διαδρομή του βιβλίου περιληπτικά ως την Πεντηκοστή.

Όταν μελετήσει κανείς και τους δύο τόμους , αντιλαμβάνεται την ταυτότητα και ενότητα του λαού μας, αφού μπορεί να πει πως, αν διαιρέσουμε τον χρόνο στα δυο, τα έθιμα σχεδόν επαναλαμβάνονται, αφού τα κύρια στοιχεία τους είναι κοινά: το καθάρισμα των σπιτιών, του σώματος και της ψυχής,  οι ετοιμασίες με τα ζυμώματα, τα αυτοσχέδια στολίδια στο σπίτι και οι μεταμφιέσεις, ο ρόλος του νερού, του φωτός και της φωτιάς ως καθαρτηρίων, η θρησκευτική ζωή συνδυασμένη με τη γεωργική- κτηνοτροφική- αλιευτική της εποχής, οι σχέσεις με τους γείτονες Τουρκοκύπριους, ακόμα και οι ξένες επιδράσεις, μερικές  από την Μικρά Ασία, ή η καταγωγή όλων αυτών από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο.

Με γενικές εισαγωγές στο κάθε κεφάλαιο, ώστε να εισπνέουμε το γενικό πνεύμα, με αναλυτική παρουσίαση της κάθε περιόδου ύστερα, με  παράθεση των κυριοτέρων αναφορών από τη συλλογή των συνεντεύξεων, όλα αυτά αποτελούν ένα τεράστιο θησαυροφυλάκιο το οποίο άριστα εκμεταλλεύεται η συγγραφέας και έτσι διασώζονται και γίνονται κοινό κτήμα και στους άλλους όχι μόνο ήθη και έθιμα αλλά ένας τρόπος ζωής, μια γλώσσα με πλούσια ορολογία και ένα πνεύμα, που εν πολλοίς σπάραξε η τουρκική εισβολή.

Μέσα από το έργο προβάλλουν οι αρετές του λαού μας, η καθαριότητα, η εργατικότητα, η οικονομία, η φιλαλληλία, η θρησκευτικότητα, η οικογένεια και η κοινωνική ζωή, οι αγαθές σχέσεις με τους συνοίκους Τουρκοκυπρίους. Στο βιβλίο δίνεται ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο εορτασμού των διαφόρων γιορτών από τους Μαρωνίτες, ένα σημαντικό υποσύνολο της κυπριακής κοινωνίας.

Ο κάθε τόπος με τις ιδιαιτερότητές του, η κάθε κοινότητα με τη φυσιογνωμία της, όλα παραλλαγές του ίδιου μεγάλου πνεύματος των γιορτών, πρώτα με τις νηστείες και τις προσευχές κι ύστερα με τα εκρηκτικά χαρούμενα γιορτινά ξεσπάσματα της ανοιξιάτικης φύσης και του Πάσχα.

Κι αναλογιζόμαστε πάλι τις επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής, την καταστροφή και κατάληψη όχι μόνο των τόπων μας αλλά την κατασπάραξη της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, του τρόπου ζωής και του ήθους των ανθρώπων, πράγματα που δεν θα επανορθώσουμε, εφόσον η Τουρκία επιδιώκει το χωρισμό των ανθρώπων, με βάση τη θρησκεία και τη γλώσσα και την εθνότητα, αρχές που αντίκεινται στο πνεύμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκόσμιας ειρήνης και συνεργασίας, του σεβασμού τα άλλου, όποιος κι αν είναι.

Το βιβλίο της Άννας Νεοφύτου «Λαϊκή Λατρεία στην Παραδοσιακή Κοινωνία της Κύπρου. Οι Γιορτές του Πάσχα από τις Αποκριές μέχρι και την Πεντηκοστή» μας επανασυνδέει με τις ρίζες μας και με τη γνησιότητα των ανθρώπων της Κύπρου.

Στέλιος Παπαντωνίου

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

του Μακρυγιάννη

 Του Μακρυγιάννη

Μέσα μέσα έχουμε τον τρόπο μας να καθαριζόμαστε από τους ρύπους της πολιτικής και μουμουεμικής περιβάλλουσας, ο Μακρυγιάννης είναι μια κολυμβήθρα γνησιότητας, βγαίνουν τα λόγια του μέσα από την αγράμματη αλλά μορφωμένη ψυχή του, την πείρα της ζωής, τους αγώνες του για το έθνος. Ένα τέτοιο ωραίο του είναι το :
«Εβάλατε και νέον αρχηγό στο φρούριο της Κόρθος» γράφει στους πολιτικούς της εποχής. «Αχιλλέα τον έλεγαν, λογιότατο. Κι ακούγοντας τ’ όνομα Αχιλλέα, παντυχαίνετε ότ’ είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε τ’ όνομα τους Τούρκους. Δεν πολεμάγει τ’ όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή. Κι ο Αχιλλέας ο δικός σας, ο φρούραρχος της Κόρθος, λεβέντης ήταν, «Αχιλλέγα» τον έλεγαν. Είχε και το κάστρο εφοδιασμένο απ’ τ’ αναγκαία του πολέμου, είχε και τόσο στράτεμα. Όταν είδε τους Τούρκους του Δράμαλη από μακριά – και ήταν και καταπολεμισμένος από Ρούμελη, από Ντερβένια – βλέποντάς τον ο Αχιλλέας άφησε το κάστρο κι έφυγε, απολέμιστο. Να ήταν ο Νικήτας έφευγε; ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι; Όχι βέβαια. Ότι τον καρτέρεσαν αυτοί το Δράμαλη στον κάμπο και τον αφάνισαν· όχι σ’ εφοδιασμένο κάστρο, και σαν τον κάστρο της Κόρθος» ( Β’ 59 -60).
Φαίνεται πως ακονίζονται σπαθιά, έτοιμοι πολλοί για εκλογές βουλευτικές, τ’ όνομα, λέει Μακρυγιάννης, δεν είναι αυτό που θα μας κατευθύνει, αλλ΄η αξία η πραγματική, όσο μπορούμε να κρίνουμε. Γιατί, κακά τα ψέματα, θυμώνουν πολλοί και τα βάζουν με παπάδες και ψαλτάδες γιατί λέει το τροπάριο «νίκας τοις βασιλεύσι» κι αυτοί δυσανασχετούν και επαναστατούν, άλλοι το κάνουν «ευσεβέσι» κι άλλοι αλλιώς, ότι όμως στο βάθος πολλοί είναι βασιλικότεροι του βασιλέως δεν το συναισθάνονται.
Ο Καραμανλής έφερε Καραμανλή, κι ο Παπανδρέου Παπανδρέου και κόντρα Παπανδρέου κι ο Μητσοτάκης Μητσοτάκη και Μητσοτάκαινα, κι ο Κυπριανού Κυπριανού κι ο Παπαδόπουλος Παπαδόπουλο αν όχι και Γιωρκάτζη. Αυτά όμως δεν μας πειράζουν, εμείς είμαστε δημοκρατικοί άνθρωποι, δεν είμαστε της κληρονομικής εξουσίας, αναμφίβολα, μα το μάθημα του Μακρυγιάννη μην το ξεχνάμε. Δεν είναι από το όνομα που θα κρίνουμε την αξία. Αν αξίζουν, χαλάλι και τα ονόματα.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Κυριάκου Αναγιωτού Ιπποστάσιο

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΑΓΙΩΓΟΥ, ΙΠΠΟΣΤΑΣΙΟ

Η ποίηση του Κυριάκου Αναγιωτού είναι ελκυστική, έξυπνη, πρωτότυπη εν πολλοίς, λακωνική, δεμένος και δουλεμένος ο στίχος και το σύνολο, με μεταφορές, παραβολές και συμβολισμούς. Κρυπτική μπορεί να χαρακτηριστεί, γιατί κάτω από τον ωραίο και ώριμο λόγο του κρύβει την πίκρα της πατρίδας, του αγνοούμενου, των στρατιωτικών επιχειρήσεων με τα θλιβερά τους παρεπόμενα, όμως το όνειρο ή το όραμα για το φως και το καλύτερο ζωγραφίζεται φωτεινό και λάμπει. Χαρακτηριστική η αποδοχή των αναπότρεπτων με τη φιλοσοφική ενατένιση ή του χρόνου που παρέρχεται ή της ταυτότητας που παραμένει η αυτή μέσα στις αλλαγές της. Με το ποιητικό του οπλοστάσιο κρύβει βαθύ πόνο, πίκρα και οδύνη. Οι εικόνες όμως-  παραπλανητικές-  σκεπάζουν ευλαβώς ή χαριέντως τα μηνύματα. Ήρεμος στη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής, σκάπτει ένδον, αναλύει την πορεία της ζωής και ανέρχεται πέραν των προσωπικών στο πανανθρώπινο.

Η συλλογή του Ιπποστάσιο αρχίζει με το ομότιτλο ποίημα, λόγος πυκνός, μεταφορικός, ρυθμικός, η λογική απηχεί γνωστά ήθη χριστιανικά, μια αδιόρατη ειρωνεία, ο μεταφορικός λόγος συνδυασμένος με τη φυσική δροσιά, αξίες και αρχές ή ιδανικά, εσωτερικός πλούτος, αγκωνάρια του βαθύτερου εαυτού, με τάσεις διαφυγής, σε μια ήρεμη συνομιλία ή εξομολόγηση με και προς τον αναγνώστη.

Κάποτε απελπισμένος, γιατί δεν επικοινωνεί, παρά την προσπάθεια, με μόνη τη σιγή να υφαίνει τον άρρητο λόγο. Η ζωή κι ο θάνατος συνταιριασμένα και ποιητικά δοσμένα, οδός άνω και κάτω μία και η αυτή, απόηχοι του πολέμου, μα βαθιά η νοσταλγία του φωτός, πέρα από τις θυσίες και τις εκρήξεις, με τη φύση να μετέχει στη συγκίνηση.

Κάποτε ειρωνικός απέναντι στον υβριστή και στον επιφανειακό ζητητή των στιλπνών, βέβαιος όμως για το τέλος. Η νεότης και το γήρας, εικόνες ευφροσύνης και αποδοχής, σφρίγους και σταφιδώματος, με την μνήμη υπερπλήρη και τη φαντασία παιχνιώδη αντιμετωπίζει την πραγματικότητα την οποία, είτε αποδίδει ευκρινώς είτε πίσω από πολυσήμαντες λέξεις και εικόνες ή με συμπυκνωμένη σοφία: «χωρίς κέντρο και ακτίνα δεν ορίζεται κύκλος», που μπορεί να υπονοεί την επιστήμη, την τέχνη, προπάντων όμως την πολιτική μας κατάσταση με την στρατιωτικομαθηματική ορολογία.

Η συνύπαρξη τραγικού και κωμικού, των αντιθέτων που οδηγούν στο απρόσμενο ξάφνιασμα κεντρίζουν τον αναγνώστη. Συγκινητικές στιγμές από τη ζωή των συγγενών των αγνοουμένων, τον πόλεμο και την ειρήνη, το παρελθόν και το παρόν, εκφράζουν τον βαθύτερο εαυτό που διερευνά επίμονα, άχρι θανάτου, ελπίζοντας στην ενδοσκοπική διέξοδο.

Φαινόμενα της κοινωνικής μας ζωής, η επιφάνεια και το ανύπαρκτο βάθος, χωρίς αυστηρές συστάσεις ή επικρίσεις, υποκρύπτουν τον ευγενικό, υπομονετικό, φιλοσοφημένο ποιητή με την αποδοχή των άλλων ως έχουν.

Τα ποιήματα στην Κυπριακή διάλεκτο στο τέλος, συγκινητικά, σε εύπλαστη γλώσσα, κλείνουν μια μικρή ποιητική συλλογή, διαμαντάκι επικοινωνίας.

Στέλιος Παπαντωνίου

 

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Ο Δεσπότης στο χωριό

 Ο ΔΕΣΠΌΤΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Θα ήταν γύρω στο 1958, ήδη ο Χρίστος Τσιάρτας ήταν γνωστός ήρωας της ΕΟΚΑ, κάτω από το σπίτι του ή του Στεφανή το ξενοδοχείο, ήταν η είσοδος του χωριού, εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι, ξένοι και δικοί για να υποδεχτούν τον μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, τότε ο Πολύστυπος υπαγόταν στη μητρόπολη Κερύνειας. Ήρθε το μαύρο αυτοκίνητο από την Άλωνα, έστριψε την κρυάβρυση, ο παπάς με το ευαγγέλιο και τα παιδιά με εξαπτέρυγα, μουχτάρης κι αζάδες και τουρκόπουλος, έτοιμος ο δάσκαλος να τον καλωσορίσει, κατέβηκε ο δεσπότης, άρχισε ο δάσκαλος, είπε αρκετά, του δεσπότη όμως δεν του άρεσαν και του έκαμε παρατήρηση, «για την ένωση δεν είπες τίποτε, αλλά κανένας δεν δαγκώνει το χέρι που τον ταϊζει», κάπως έτσι του το είπε, ήταν ευθύς ο δεσπότης, δεν είχε κανένα να φοβηθεί, ο δάσκαλος όμως στεναχωρέθηκε. Την άλλη μέρα στην εκκλησία του άη Νικόλα λειτουργούσε, ιερέας ήταν αυτός που κατοικούσε στην είσοδο του χωριού από τον απόστολο Ανδρέα δεξιά το σπίτι, έψαλλε ο Ξενής, στο ιερό ο γιος του ο Γιώργος, καλοκαίρι ήταν, χοντρός όμως ο δεσπότης άρχισε να ιδρώνει, ανοίξτε τις πόρτες, έγινε, ανοίξτε τα παράθυρα, σβήστε τα κεριά, σβήστε τις καντήλες, όλα έγιναν, κι έβγαλε λόγο βροντερό που τέλειωσε με το «Και καλήν ελευθερίαν». Ήταν στη δεξιά σειρά των σκάμνων η μάνα του φίλου μου του Φύτου, τώρα ίσως να βρίσκεται στην Αφρική ο φίλος, η μάνα όμως ανοιχτόκαρδη, λέει στις παριστάμενες, να μην ακούσει ο δεσπότης, «Εσύ καλήν ελευθερίαν, εμείς δεν είμαστε γκαστρωμένες». Κι έμεινε ο λόγος στα καφενεία και το γελούσαν αργότερα.

Τζο Μπάιντεν

 

ΤΖΟ ΜΠΑΪΝΤΕΝ

Δεν μιλώ για την πολιτική που θα ακολουθήσει ο Μπάιντεν στο κυπριακό ούτε καλώ κανένα να χτυπήσει καμπάνες, πέρασαν τα χρόνια και μάθαμε πως η κάθε χώρα το συμφέρον της υπηρετεί και αυτό πρέπει να κάνει, όμως δεν αφήνω απαρατήρητο πως στη χθεσινή ορκωμοσία του έφερε τον πάστορά του να διαβάσει ευχή και την ώρα εκείνη απαξάπαντες έδειξαν τον δέοντα σεβασμό συμπροσευχόμενοι οι πολλοί, ύστερα ορκίστηκε έχοντας την αριστερή παλάμη στη Βίβλο, την οικογενειακή του, και στην ομιλία του επικαλέστηκε τη βοήθεια του Θεού, γιατί ως άνθρωπος ακόμα και πλανητάρχης εμφανίστηκε ταπεινός, αναγνωρίζοντας ύψιστη άλλη δύναμη που ρυθμίζει τα σύμπαντα.

Ας μην προβούμε σε συγκρίσεις, την απαξίωση του θρησκευτικού όρκου από πολλούς εν Ελλάδι, που διαγράφουν τον χριστιανισμό, την ώρα που η πιο πολυπολιτισμική χώρα του κόσμου, η Αμερική, άλλη οδό δείχνει, του σεβασμού του θρησκεύματος του καθενός. Πόσο ηχηρά κενά ακούγονται τα εδώ συνθήματα, «κατεβάστε τις εικόνες από τις τάξεις, δεν είναι χριστιανικά τα σχολεία μας, κλείστε τα εκκλησάκια, προκαλούν τους μωαμεθανούς μαθητές» και άλλα τρελά και τραλαλά, από δημοσιογραφίσκους και ηγετίσκους. Ο Μπάιντεν έδωσε ένα μάθημα χτες στην ορκωμοσία του. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.  

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

ετσι πολέμησε

 

ΕΤΣΙ ΠΟΛΕΜΗΣΕ

Δεν ξέραμε τον άνθρωπο, φοιτητής δεν ήταν, στα καράβια δούλευε, αλλά μόλις άκουσε πως πάμε Χαλκίδα για στρατιωτική εκπαίδευση το 64, κι αυτός μαζί μας, ήταν παλιός αντάρτης της ΕΟΚΑ, μόλις άκουγε κάτι καινούργιο, έβαζε τον σταυρό του ο άνθρωπος , «δεν ξέραμε τίποτε εμείς τότε στον αγώνα», έλεγε, «μόνο να κρατάμε το όπλα και να ριχνόμαστε στη μάχη, πολλές φορές κάναμε και τα αντίθετα από όσα μας λένε τώρα εδώ στο στρατόπεδο», κι εμάς καρφώνονταν τα λόγια του στη μνήμη, χωρίς καμιά εκπαίδευση, χωρίς μάχιμο στρατό, χωρίς πολεμοφόδια, έτσι πολέμησαν τότε οι δικοί μας, με την καρδιά και  μόνο, κι ύστερα που ήρθε η εκπαίδευση κι ο νους κι η λογική και τα όπλα από τις ξένες χώρες και φτιάξαμε στρατό και πηγαίναμε ως τα εξήντα μας σχεδόν, θαυμάζαμε εκείνους τους «ανίδεους» που κινούσαν στη μάχη με την καρδιά και μόνο, «καρδίαν καθαράν, και πνεύμα ευθές». Έτσι πολέμησε η Κύπρος τον Εγγλέζο.

μπορείς να πεις

 

ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΕΙΣ

Και βεβαίως μπορεί να μου πεις: «εσύ, επειδή βρισκόσουν κατά τύχη σε μια γειτονιά στη Λευκωσία που τράβηξε χρόνια και χρόνια από τους τούρκους, γι’ αυτό δεν δέχεσαι εύκολα την όποια λύση σου προτείνουν, τα παιδικάτα σου φταιν ή η ατυχία σου», αλλά λέω κι εγώ: «όποιος κι αν είναι ο άνθρωπος πρέπει να μπορεί να ζήσει κι αυτός και τα παιδιά κι οι απόγονοί του τελοσπάντων σε συνθήκες ειρήνης και προπάντων ελευθερίας και δημοκρατίας, γιατί μόνο μέσα στις συνθήκες αυτές θα μπορέσει να επιτελέσει τον προορισμό του, να αναπτύξει τις δυνατότητές του, να γίνει Άνθρωπος δημιουργικός και προπάντων ελεύθερος, να σέβεται εαυτόν και τους άλλους, να συμβάλλει στο γενικό καλό. Αν όμως οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει δεν είναι αντάξιες του ανθρώπου και είναι προϊόντα δόλου και απάτης, καρκινικά κύτταρα εξαπλούμενα  παντού, τότε να του λείπει».

Άρα, ας επιτευχθεί μια λύση δημοκρατίας, ελευθερίας και ανθρωπιάς για τον τόπο κι ας μην ψάχνουμε χίλιες δικαιολογίες κατωτάτης υποστάθμης, «μας βαρέθηκαν, μα δεν μπορούμε να κάμουμε κι αλλιώς, είμαστε δεσμευμένοι» και άλλα πολλά και ανάξια να λέγονται από ιθύνοντες.

Ελευθερία, Δημοκρατία, Αξιοπρέπεια. Αν αυτές οι αρχές διέπουν τη λύση του κυπριακού, καλώς να την δεχτούμε. Αν όχι, «Όχι και πάλι Όχι». Έχουμε και παιδιά κι εγγόνια, έχουμε καθήκον στους προγόνους, στους εαυτούς μας  και στους απογόνους μας.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

και γιατί δεν λέτε

 Και γιατί δεν λέτε στον ελληνικό κυπριακό λαό, «Ακούστε, όλα όσα λέμε και γράφουμε ως πολιτικοί είναι στάχτη στα μάτια των άλλων, μη τη βάζετε στα δικά σας, λύση δεν έχει, μη φοβάστε, ένα κράτος που έχουμε δεν θα το μοιραστούμε με κανένα τάρταρο, τι να συζητήσουμε, τι να δώσουμε, δεν έχουμε τίποτε να δώσουμε, ήδη είναι πολλά που υποσχεθήκαμε παίζοντας κουμέρες, γι’ αυτό και τρέμουμε στα επόμενα, ούτε αέρα, ούτε θάλασσα, ούτε γη δεν έχουμε, άρπαξαν με τη βία μέχρι και τα βρακοζώνια μας οι κλέφτες, και ζητούν να νομιμοποιήσουμε τις παρανομίες τους, αλλά να νομιμοποιήσουμε τίποτε δεν πρόκειται, καμιά υπογραφή δεν έχουμε πουθενά να βάλουμε».

Πείτε τα στον ελληνικό κυπριακό λαό πείτε τα στους οηέδες και στους εγγλέζους και να δείτε πως και ο ιός θα εξανεμιστεί και οι κορώνες και τα γουρούνια. Τίποτε δεν δίνουμε σε κλεφτοκοτάδες και σε αρπαχτικά χτηνά!!! Πέψετέ τους έσσω τους!

τις νύχτες

 

Τις νύχτες βγαίναμε κρυφά από τους γονιούς μας- έτσι νομίζαμε-  ήταν μια μικρή πορτούλα στο πίσω μέρος, στον άλλο δρόμο, μόνο ένα ρομανίσι ήταν, του βάζαμε λαδάκι να μην γκρινιάζει, ανοίγαμε και βγαίναμε στο δρομάκι, εγώ κι ο μεγάλος αδελφός, στο λιακωτό της εκκλησιάς πίσω από μια γλάστρα ήταν ο κουβάς με την μπογιά, γαλάζια γαλάζια, και τα βουρτσιά, παίρναμε από ένα, ο μεγάλος και τον κουβά, κι αρχίζαμε μόλις βγαίναμε στον κύριο δρόμο, χάμω στην άσφαλτο, ΕΝΩΣΙΣ, ΕΝΩΣΙΣ κάποτε συμπληρώναμε ΕΝΩΣΙΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΝΩΣΙΝ.

Μια νύχτα όμως η διαταγή ήταν να φορτώσουμε τον κουβά πίσω στο ποδήλατο και να πάμε έξω από το Παγκύπριο, στον κύριο δρόμο, χάμω, στην άσφαλτο να γράψουμε. Μόλις ξεμακρύναμε λίγο, στη Χρυσαλινιώτισσα μπροστά, μας ανάβουν ξαφνικά φανάρια αυτοκινήτου, τούρκοι επικουρικοί ήταν, κάτι μας έλεγαν, τα δρομάκια τα ξέραμε, λαβύρινθος, μπήκαμε στην αυλή της εκκλησιάς, βγήκαμε από την άλλη, ο κουβάς δεν ήταν καλά δεμένος, ολογάλαζο έγινε το ποδήλατο, σκάλα και τροχός, αχτίνες προφυλακτήρας, φτάσαμε στο σπίτι, ήταν μια γωνιά εκεί έξω, ένα βαρέλι μεγάλο φυτεμένη μια φοινικιά, η αγάπη της μάνας μου, το αφήσαμε εκεί να στεγνώσει, ακούω ακόμα τα χτυποκάρδια, όσο κι αν το καθαρίσαμε, όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, όσο κι αν ξεθώριασε, το ουρανί μένει κι ευτυχώς δεν βγαίνει ίσαμε σήμερα!   

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

15 Ιανουαρίου

 

15 Ιανουαρίου

Σήμερα σπογγίζουμε δάκρυα

στα νεκροταφεία

Παππούδες πατεράδες

παλάμες ροζιασμένες

Στα δάχτυλα την καρδιά και την πατρίδα

Τη μεγάλη λαχτάρα για ένωση

Τα οράματα φωτεινά και γαλάζια

Λυτρωτικά σαν δάκρυα

που συγνέφιαζαν την αλυσίδα

 

Σήμερα δεν έχουμε μάτια

Αιδώς αιδώς αναιδείς

Αιδώς αιδώς αναιδείς

Να πεταγόμαστε στον ύπνο μας

από τον εφιάλτη

Κι αυτός μέσα κι έξω

Ιανός και Ιούδας

Να επιτηρεί από τα τείχη

Χορταριασμένα και καταφαγωμένα.

 

Εάλω η πόλις εάλω η πόλις

Σπεύσατε οι ζωντανοί…

 

Στέλιος Παπαντωνίου

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

το πουσι

 

ΤΟ ΠΟΥΣΙ

Αν το σκεφτείς, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας το διανύσαμε στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι πηχτό, αλλά κατάφερναν μερικοί να το παρουσιάζουν μια απλή ομίχλη που σε δευτερόλεπτα θα διαλυόταν, άνοιγαν διόδους εδώ κι εκεί με σχήματα λόγου και «μέτρα εμπιστοσύνης», δοσοληψίες με τον κατακτητή, «αδέλφια» και άλλα τέτοια ευτράπελα, χτυπούσαν άτσαλα τα χέρια, κι η ζωή συνεχιζόταν στο σκότος της σκλαβιάς, η μισή Κύπρος τουρκοπατημένη κι η άλλη έσκυβε τον αυχένα, μερικοί όρθωναν ανάστημα και τους έλεγαν τρελούς, ο «ρεαλισμός» μπήκε στη ζωή μας υπόγεια, σαν φίδι σερνάμενο, κι όμως άρχισε από την «Αργώ», μεγάλο όνομα της μυθολογίας μας, και δεν ήταν λογοτεχνικό κίνημα, μια μπαρούφα για να σκεπάζουν τις πομπές τους, τις προδοσίες και τις υποχωρήσεις, έβγαιναν στα μπαλκόνια και μιλούσαν για την επανένωση της πατρίδας  μας κι ήξεραν πως μιλούσαν για την πραγματική  διχοτόμησή της, οι οπαδοί έριχναν βεγγαλικά και καπνογόνα, άλλων τα μάτια έτσουζαν άλλοι τα έκλειναν, άλλων ήταν από καιρό κλειστά και τ’ αυτιά ανοιχτά  στα τραγούδια των σειρήνων, «μα δεν βλέπετε πόσο διαυγής ο καιρός», ρωτούσαν, και γύρω γύρω καταχνιά και ζόφος, «έχουμε τον τρόπο να λύσουμε το πρόβλημα, άστε μας κι εμάς με τις μεθόδους μας», κι όλο βάθαινε ο λάκκος, κι όλο βάθαινε, κάτι συσκέψεις και επισκέψεις και σεμινάρια, αχ σεμινάρια σεμινάρια με μάστερ και δοκτοράτα, κι ήταν έτοιμοι να μάθουν, να σκύψουν, να γονατίσουν, έτσι -τους έλεγαν- κάνουν οι πολιτισμένοι, και αυτοί ήθελαν να αποδείξουν πως είναι πολιτισμένοι κι οι ουρακοτάγκοι στα κλαδιά κι οι τσίτες στη ράχη των ανθρώπων να κοροϊδεύουν, αμυδρά ακουγόταν η φωνή του Ρήγα, «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή»,  «Θα πάρω μια ανηφοριά», αντηχούσε η φωνή του Βαγορή, «μολών λαβέ» του αετού του Μαχαιρά, «αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας» του Μάτση, εμείς μ’ αυτά αναγιωθήκαμε, αυτά μας κρατούν στη ζωή και στο φως, αυτά μας κρατούν ανοιχτά τα μάτια, ήταν πολύ και πάλι το πούσι σήμερα.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Ο ΔΑΝΤΗΣ

 Ο ΔΑΝΤΗΣ

Ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία του πρώτον συναντά τον ποιητή Βιργίλιο, που θεωρεί δάσκαλο και δημιουργό του, κι αν ψάχνουμε καμιά φορά κι εμείς ποιοι είμαστε ή ποιοι γίναμε, θα ονομάσουμε τους δασκάλους μας, ποιητές και πεζογράφους, που μας έκαμαν αυτούς που είμαστε, τους γονιούς και δασκάλους, τους ανθρώπους που μας ζύμωσαν σ’ αυτό τον κόσμο με το παράδειγμα και με το λόγο τους, τους ήρωες των εθνικών αγώνων μας, ανάλογα με την εποχή και τον τόπο που ζήσαμε. Δεν είναι μόνο τα βάθη μας αλλά κι η επιφάνειά μας φτιαγμένη από τόσους άλλους, που διαλυόμαστε στους κύκλους των άλλων ή τους περιβαλλόμαστε σαν ιμάτια αλλεπάλληλα, από τα πρώτα παραμύθια μας, τα πρώτα μας ακούσματα, τους πρώτους ήρωες της μυθολογίας μας, τον Θησέα τον Οδυσσέα τον Ηρακλή, την εκστρατεία την Αργοναυτική, τον μονοσάνταλο εκείνο, και διερωτώμαι με ποιους ήρωες μεγάλωσαν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, ίσως τα παιδιά μας με τους δικούς μας, ακόμα και ιστορικά πρόσωπα, τον Κωνσταντίνο στα τείχη της Πόλης τις τελευταίες του στιγμές, τα δημοτικά μας τραγούδια και τους μεγάλους αγαπημένους μας συγγραφείς από Ομήρου ως σήμερα. Και πετάγονται από την τηλεόραση και τα βιντεοπαιχνίδια κάτι άτσαλες μορφές, άγνωστές μας, άσχετες με τη μυθολογία μας, τέρατα γης και ουρανού, φαντασίας τερατώδους, σαν τους τραγουδιστές μας που δεν ξέρουν πια να μιλούν ελληνικά, να τραγουδούν ελληνικά, κι η φωνή τους παραμορφώνεται με τους λαρυγγισμούς των ξένων. Φθορά της φωνής φθορά του τραγουδιού και της γλώσσας, κι όλα όσα ανελλήνιστα ακούμε και μας λασπουριάζουν. Και ψάχνουμε να ξαναβρούμε τους δασκάλους μας, όπως ο Δάντης τον Βιργίλιο, να μας βοηθήσουν να περάσουμε από τα σκοτεινά μονοπάτια τα σημερινά, της παγκοσμιοποίησης και της βαρβαρικής ισοπέδωσης. Δεν είναι μόνο οι ιοί άγνωστοι κι αόρατοι εχθροί μας, είναι και η περιβάλλουσα πνευματική πανσπερμία, θολή και επικίνδυνη για την ψυχική υγεία μας

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

 

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Δυο φιλολογικά ερωτήματα , ενδιαφέρουν κι άλλους, μην ακούτε φιλολογία και πάτε πίσω, συνήθως αναφέρουν για τον Κυριάκο Μάτση πως είπε, ή έγραψε περίπου, «δεν ενδιαφέρει αυτή τη γη ποιοι την καλλιεργούν, έλληνες ή τούρκοι, σημασία έχει αυτοί οι άνθρωποι ελεύθερα να απολαμβάνουν τους καρπούς των μόχθων τους», και τώρα, διαβάζοντας το βιβλίο του Γιάννη Δρουσιώτη «Φύλλα Φθινοπωρινά», βρίσκω την πληροφορία πως ο Μάτσης διάβαζε και Μαρξ. Είναι βέβαιο, χωρίς να έχω παραπομπές, πως το πνεύμα το διεθνιστικό του Μαρξ και της ανατροπής των κεφαλαιοκρατών, συνέβαλε στην πιο πάνω ρήση του Μάτση, ο οποίος όμως από την άλλη φέρεται από τον Γιάννη Δρουσιώτη ως ελληνολάτρης, αρχηγός των δεξιών στη Θεσσαλονίκη τον καιρό του εμφυλίου, που του συμπαραστάθηκε μάρτυρας υπεράσπισης στο στρατοδικείο που τον καταδίκασε τετράκις σε θάνατο. Ερμηνεία και εξήγηση υπάρχει για τα λόγια του Κυριάκου Μάτση,  δεν είναι άρα ανάγκη να μας τσαμπουνούν οι της όποιας λύσης πως ο Μάτσης δεν ενδιαφερόταν για το ποιος καλλιεργεί την κυπριακή μας γη. Έλληνες την ελληνική γη. Γι’ αυτό θυσιάστηκε. Για την ένωση με την Ελλάδα και την ελευθερία των ελληνοκυπρίων από τους Άγγλους. Αλοίμονο! Εδώ φτάσαν μερικοί, να μας βγάζουν και τον Μάτση της όποιος λύσης και του διαμοιρασμού των κλεψιμιών!!!

Το δεύτερο ερώτημα που μού απαντήθηκε ήταν σχετικό με τις «+13-12-43» του Γιώργου Ιωάννου, ένα διήγημα που αναφέρεται στον εμφύλιο και όμως δεν το προβάλλουν οι ερμηνευτές. Ο Δρουσιώτης στο πιο πάνω βιβλίο του, αντάρτης στον Όλυμπο, γνώρισε τους Σαρακατσαναίους και φιλοξενούνταν οι αντάρτες από αυτούς, όμως συνεχώς τους παρακαλούσαν, κάντε επιχειρήσεις όχι όμως κοντά μας γιατί οι Γερμανοί μα τα αντίποινά τους θα μας αφανίσουν. Ο Γιώργος Ιωάννου στο διήγημά του στο τέλος αναφέρει πως κάποιος από τους επισκέπτες στον ιερό χώρο της μαζικής απάνθρωπης εκτέλεσης στα Καλάβρυτα, είπε, «καλά να τους κάμουν, αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του εχθρού». Δεν αναφέρει όμως πως οι μεν δεξιές αντάρτικες ομάδες αποφάσισαν να μην κάμνουν επιθέσεις εναντίον των Γερμανών, αφού θα πλήρωναν με αντίποινα γειτονικά χωριά, ενώ οι αριστερές ανταρτικές ομάδες συνέχιζαν τις επιθέσεις, πιστεύοντας πως ήταν κακό να μη συνεχιστεί ο αγώνας εναντίον των Γερμανών. Κατακριτέος βέβαια ο λαλήσας και προπάντων οι εγκληματίες ναζί.

Προβληματισμός ήταν, ο εμφύλιος ήταν ζωντανός σίγουρα ως το 1970 περίπου, ο Ιωάννου επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα γύρω στο 1963, ύστερα άλλαξαν τα πράματα, ο κόσμος ημέρεψε, άλλα προβλήματα μπήκαν στη μέση, αναγνωρίστηκε στο μεταξύ η αντίσταση. Ο  Θεός σώζοι την Ελλάδα κι εμάς από τους Τούρκους. Γι’ αυτό χρειάζεται η Ελληνική ομόνοια, αλλά γνήσια ελληνική, κι όχι κοσμοπολίτικη, όπως μας την παρουσιάζουν επίσημα με τους γιορτασμούς για τα διακοσάχρονα του 1821!!!

 

γιαννης δρουσιώτης ΦΥΛΛΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ

 

Γιάννης Αργ. Δρουσιώτης, ΦΥΛΛΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ -του θανάτου και της ζωής-

ΑΡΜΙΔΑ/ΧΡΥΣΟΠΟΛΙΤΙΣΣΑ

Μετά θάνατον φαίνεται να προτιμούσε  ο Γιάννης Αργυρού Δρουσιώτης να εκδοθούν και κυκλοφορήσουν σε βιβλίο τα χειρόγραφα που έδωσε στη Ρήνα Κατσελλή, που επιμελήθηκε την έκδοση, «Φύλλα Φθινοπωρινά»,  με χορηγία του Γιαννάκη Μάτση. Η σεμνότητα κι η ταπεινοφροσύνη του συγγραφέα, χαρακτηριστική των ανθρώπων που χαράχτηκαν στη ζωή με μοναδικές εμπειρίες, του θανάτου και της ζωής, αφού ο ίδιος καταδικάστηκε τον καιρό του εμφυλίου στην Ελλάδα τετράκις εις θάνατον. Μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του ο Κυριάκος Μάτσης. Αμφότεροι, ήρωες αγώνων του έθνους, κατά των Γερμανών ο Δρουσιώτης και των Άγγλων ο Μάτσης, με τον πόνο της τουρκικής κατοχής να φεύγει ο Γιάννης Δρουσιώτης από τον κόσμο, αφού όμως πρώτα δέχτηκε και αφομοίωσε ιστορικές στιγμές, αγωνιστικές, αγωνιώδεις, αλλά και ειρηνικές, ομορφιάς και γαλήνης, ελευθερίας και ποιητικής ευφορίας.

Τέσσερα μέρη διακρίνουμε στο βιβλίο: το πρώτο αφιερωμένο στον Κυριάκο Μάτση, το δεύτερο στη ζωή στο αντάρτικο και στις φυλακές στην Ελλάδα τον καιρό του εμφυλίου, όπως τον έζησε ο Γιάννης Δρουσιώτης, το τρίτο στιγμιότυπα της ζωής, ιδιαίτερα στην αγαπημένη του συγγραφέα Λεμεσό, και το τέταρτο αυτούσιο το Πληροφοριακό Δελτίο του Δήμου Λεμεσού του Ιουλίου 1945, αφιερωμένο στον αδελφό του Γιάννη, Ανδρέα Α. Δρουσιώτη. «Έκτακτη έκδοση ειδικά προς τιμή του αειμνήστου ήρωα στο βωμό της λευτεριάς Ανδρέα Δρουσιώτη που ένδοξα έπεσε στο Τόχοβο της Αικατερίνης στις 19 του Οχτώβρη του 1944.»

Όσα αναγράφονται στα εσώφυλλα είναι ικανά να δώσουν μια πρώτη εικόνα του βιβλίου. Ένα ποίημα εισαγωγικό στο πνεύμα του όλου, συμπυκνώνει το νόημα: «Η ζωή που ανάγεται στη θυσία και στο θάνατο είναι το ύψιστο της ζωής πανηγύρι.»

«Ι. Του Κυριάκου Μάτση» το πρώτο μέρος, μνήμες των Χριστουγέννων του 1954, όταν ο Κυριάκος Μάτσης με τον Γιάννη Δρουσιώτη σημάδευαν στο Παλαιχώρι πού να φύτευαν κερασιές. Εικόνα του λεβέντη γιου, αλησμόνητη στο γέρο πατέρα, ήταν ο νέος με μέλλον και οράματα, ύστερα άλλαξε, τώρα στο δωμάτιό του όπως το άφησε, οι μνήμες της μάνας Μάτση, «Κανένας να μεν κλάψει, να μεν τους δώκουμεν την ευχαρίστηση», κι οι τελευταίες στιγμές στο Δίκωμο, «Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας». Ο φλογερός ελληνοκεντρικός οραματιστής Μάτσης που διάβαζε Μαρξ, ο Χάρτιγκ στις φυλακές στην Ομορφίτα και το αιώνια χαραγμένο «Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής»  η διάσωση ποιημάτων του από τη Ρήνα Κατσελλή τότε στην Κερύνεια, όταν ο Μάτσης διέμενε στο αγρόκτημα της οικογένειάς της και στο τέλος ένα λυρικό ξέσπασμα του Δρουσιώτ:

«Οι κάτοικοι του Δικώμου άκουσαν δυο τρομερές εκρήξεις. Η πρώτη χειροβομβίδα τον λιάνισε. Η δεύτερη, τη φαντάζομαι μεγαλόψυχη, όταν είδε τα κομμάτια του παλικαριού, ελύγισε και άστραψε από θαυμασμό. Τα αέριά της δακρυσμένα, υγραίνονται, υγραίνονται και διαστέλλονται, διαστέλλονται ως σήμερα και μας πλημμυρίζουν.»

Το δεύτερο κείμενο για τον Κυριάκο Μάτση με τίτλο «Κυριάκος Μάτσης. Κυπαρίσσι σκυφτό της Κερύνειας», μνήμες  από τη δίκη του Γιάννη Δρουσιώτη με μάρτυρα υπεράσπισης τον Κυριάκο Μάτση, ηγέτη τότε της δεξιάς στη Θεσσαλονίκη ενώ ο Γιάννης ανήκε στην αριστερά, γι’ αυτό και σύγκρουση του μάρτυρα με τον πρόεδρο του έκτακτου στρατοδικείου. Ο Γιάννης Δρουσιώτης είναι ένας λυρικός ποιητής. Τα γραφτά του αντηχούν πένθιμες χορδές, ηρωικές, εξομολόγησης, μπροστά στο μεγαλείο των θυσιασθέντων για την ελευθερία μας.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, «ΙΙ. Του Πολέμου», με πρώτο κείμενο «Η άνοιξη ήρθε με τα τανκς», Απρίλης του 1941 οι Γερμανοί στην Αθήνα. Ο Γιάννης από Βέλγιο, Γαλλία στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα μπαίνει στην Αντίσταση, το φθινόπωρο για Θεσσαλονίκη, να τελειώσει Γεωπονία. Στον Όλυμπο ανεβαίνει αντάρτης. Σκέψεις και κρίσεις, αυτοκριτική και φιλοσοφημένες ρήσεις, ο μελετητής της γης, ο γεωπόνος και λάτρης της μάνας γης κακίζει τις καταστροφές του περιβάλλοντος. Η ζωή στο αντάρτικο κι η καθημερινή ψυχική ανασυγκρότηση και αυτογνωσία. Μεθιστορικές κρίσεις, ο πόνος από τον εμφύλιο, γνωριμία με τους Σαρακατσαναίους της περιοχής, οι υπερφυσικές δυνάμεις των ανταρτών, μύθοι και θρύλοι που γεννιούνται από μόνοι τους στο ελεύθερο αντάρτικο περιβάλλον, το ηρωικό και επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας, όλα αυτά με τη γραφίδα του Δρουσιώτη, στοχαστή, γνώστη και διερευνητή της ψυχολογίας των ανθρώπων, ευαίσθητου δέκτη εθνικών και ανθρώπινων παλμών και κραδασμών.

Το επόμενο κείμενο, «Ήταν μια συνηθισμένη ιστορία» φθινόπωρο 1948 στις φυλακές στη Θεσσαλονίκη, στο Επταπύργιο, εμφύλιος. Η ζωή στα μπουντρούμια και στην αναμονή της εκτέλεσης. Σελίδες δοσμένες με απαράμιλλη συγγραφική δεινότητα, κοφτός λόγος, λακωνικό και ιωνικός – λυρικός, περιγραφή μουντή με τους μελλοθανάτους, οι τελευταίες μέρες και στιγμές, όλη η φιλοσοφία της ζωής και του θανάτου, η ψυχολογική κατάσταση, για πολλούς ανερμήνευτη  και αντιφατική, για τον συγγραφέα όμως καυτή εμπειρία. Ελληνικό φως και αγάπη πατρίδας, αξιοπρέπεια και ρίγος για τους ανθρώπους που βιώνουν τις ακραίες στιγμές της ζωής στο σύνορο με τον θάνατο.

Ακολουθεί Η Απελευθέρωση με κείμενο «Το καράβι που κουβαλάει τη φωτιά». 17/1/1942 η ηρωική δράση Κυπρίου, του Ιάκωβου Θεοδούλου, που κατόρθωσε να μεταφέρει καράβι γεμάτο βόμβες αντί στο γερμανικό προορισμό του, σε συμμαχικό λιμάνι και γι’ αυτό παρασημοφορήθηκε από τους Άγγλους, στους οποίους με την τουρκική εισβολή επέστρεψε το παράσημο, ως συμμάχους των εισβολέων.

Σημασία έχει για τον λογοτέχνη και τον αναγνώστη, η γραφή, το ύφος, ο πλούτος του λεξιλογίου και των δομών, οι περιγραφές και αφηγηματική δεινότητα, ο ρυθμός, η απεικόνιση και ζωντάνια, η μετάδοση στον αναγνώστη σπαρταριστής της ζωής . Στα χέρια ενός ζηλευτού αφηγητή, όπως ο Δρουσιώτης, γνώστη και της δράσης αλλά προπάντων της ψυχολογίας των ανθρώπων με τη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής και του θανάτου, ο λόγος ευτυχεί και οι αναγνώστες.

 Το τρίτο μέρος του βιβλίου «ΙΙΙ .Διάφορα» περιλαμβάνει διηγήσεις ή διηγήματα με τίτλους «Ο Καρχαρίας, Για πού σαλπάρει το κονάκι Ελευθερία- ρεμβασμός, Τ’ αδελφάκι, Η τσαχπίνα γατούλα με τα καμώματά της, Μια γεροντική κηδεία, Στη Λεμεσό δυο γλάροι». Εμφανής η αγάπη στη Λεμεσό και στη θάλασσά της. Η ικανότητα της συμβολικής παρουσίασης της εχθρικής μας χώρας ως καρχαρία που θέλει να καταβροχθίσει και άλλα πλοιάρια- νησιά, η κακία και αδηφαγία, η ονειρική θεώρηση κτισμάτων της αγαπημένης του πόλης, μνήμες ζωής και μουσικής, ομορφιάς και καλοσύνης, η ταύτιση με ήρωες των διηγημάτων του, χαρές με στιγμιότυπα της ζωής και εμβάθυνση στο μυστήριό της , η ζωή και ο θάνατος, γνωστά πια τοπία της ψυχοσύνθεσης και βιωμάτων του, με την ειρωνεία και πίκρα, την αγάπη και την ομορφιά τους, όλα δοσμένα σε ποιητικό μάλλον λόγο, υποχρεώνουν τον αναγνώστη σε αναγνώριση του ταλέντου του συγγραφέα και της αξίας των γραπτών του.

Το τέταρτο και τελευταίο μέρος, Παράρτημα, με φωτογραφίες, Πρόλογο της Ρήνας Κατσελλή για τη γνωριμία της με τον συγγραφέα, βιογραφικά σημειώματα, και αυτούσιο το «Αφιέρωμα του Δήμου Λεμεσού στον Ανδρέα Α. Δρουσιώτη», με ομιλία του Πλουτή Σέρβα και του ιατρού Μαρσέλου, λοχαγού του ΕΛΑΣ, με στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Ανδρέα  από τον πατέρα Αργυρό Δρουσιώτη κλείνουν το βιβλίο. Ένα σύμπλεγμα πλήρες ιστορίας, εθνικής αυτογνωσίας και λογοτεχνικής έκφρασης.

Στέλιος Παπαντωνίου

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Κατέβαιναν απ’ το πατάρι

 Κατέβαιναν απ’ το πατάρι τα ξύλινα όπλα, τ’ αλογάκια, οι μπάλες με τα ρούχα και τα λάστιχα, οι γυάλινες μπίλιες, κιμωλίες για βασιλέα, ο βεζύρης, οι πέντε πέτρες, φτερούγιζαν για λίγο, τιτίβιζαν ως το φεγγίτη, μαζί τους πετούσε πρώτα στη γειτονιά, κι ύστερα στο χωριό, εκεί ψηλά στο μοναστήρι, γερασμένα σπίτια, στενοί δρόμοι, ψυχές μεστωμένες στο στάρι, και στο μύλο με το λάδι, τα μικρά παιδιά έπαιζαν στο ποτάμι, πλατσουρίζαν στη λιμνούλα με τα χρυσόνειρα, η θεια στο φούρνο, πολλά παιδιά, η γιαγιά στο περβόλι με τη γίδα, ο παππούς καλούσε εσπερινό, να φέρουν κάνα πρόσφορο, λάδι και κρασί, για ζωντανούς και πεθαμένους. Το Σάββατο σ’ όλο το χωριό καπνίζαν τα σπίτια, μύριζε σαπούνι ελιάς, νερά στο δρόμο, άλλοι για το καφενείο, άλλοι για περίπατο, μ’ ένα γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα, άλλοι περασμένο στ’ αφτί, άσπρο πουκάμισο κολλαρισμένο, στο σίδερο τα κάρβουνα, μπριγιαντίνη στα μαλλιά, κολώνια φρεσκοξυρισμένοι, τα βραδινά τα λεωφορεία στο μαντρί τους γονάτιζαν σαν γκαμήλες. Τη Δευτέρα το πρωί θα ξεκινήσουν από το χάραμα, η εργατιά με το καλάθι σκεπασμένο, το καπακλί με το φαΐ, ψωμί τυλιγμένο στην πετσέτα, καμωμένη στον αργαλειό με το τραγούδι της αδελφής, τ’ άγρυπνο βλέμμα της μάνας, καντήλι στο τραπέζι, λάμπες πετρελαίου, με το μελιχρό φως απλωμένο στους τοίχους, στις σεβαστές εικόνες, στ’ αγαπημένα πρόσωπα, που τα πήρε η φωτιά, ο καταστροφικός άνεμος, κι αυτά επιμένουν, έρχονται κι επανέρχονται ευλογώντας νεκρούς και ζωντανούς