Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

τις νύχτες

 

Τις νύχτες βγαίναμε κρυφά από τους γονιούς μας- έτσι νομίζαμε-  ήταν μια μικρή πορτούλα στο πίσω μέρος, στον άλλο δρόμο, μόνο ένα ρομανίσι ήταν, του βάζαμε λαδάκι να μην γκρινιάζει, ανοίγαμε και βγαίναμε στο δρομάκι, εγώ κι ο μεγάλος αδελφός, στο λιακωτό της εκκλησιάς πίσω από μια γλάστρα ήταν ο κουβάς με την μπογιά, γαλάζια γαλάζια, και τα βουρτσιά, παίρναμε από ένα, ο μεγάλος και τον κουβά, κι αρχίζαμε μόλις βγαίναμε στον κύριο δρόμο, χάμω στην άσφαλτο, ΕΝΩΣΙΣ, ΕΝΩΣΙΣ κάποτε συμπληρώναμε ΕΝΩΣΙΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΝΩΣΙΝ.

Μια νύχτα όμως η διαταγή ήταν να φορτώσουμε τον κουβά πίσω στο ποδήλατο και να πάμε έξω από το Παγκύπριο, στον κύριο δρόμο, χάμω, στην άσφαλτο να γράψουμε. Μόλις ξεμακρύναμε λίγο, στη Χρυσαλινιώτισσα μπροστά, μας ανάβουν ξαφνικά φανάρια αυτοκινήτου, τούρκοι επικουρικοί ήταν, κάτι μας έλεγαν, τα δρομάκια τα ξέραμε, λαβύρινθος, μπήκαμε στην αυλή της εκκλησιάς, βγήκαμε από την άλλη, ο κουβάς δεν ήταν καλά δεμένος, ολογάλαζο έγινε το ποδήλατο, σκάλα και τροχός, αχτίνες προφυλακτήρας, φτάσαμε στο σπίτι, ήταν μια γωνιά εκεί έξω, ένα βαρέλι μεγάλο φυτεμένη μια φοινικιά, η αγάπη της μάνας μου, το αφήσαμε εκεί να στεγνώσει, ακούω ακόμα τα χτυποκάρδια, όσο κι αν το καθαρίσαμε, όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, όσο κι αν ξεθώριασε, το ουρανί μένει κι ευτυχώς δεν βγαίνει ίσαμε σήμερα!