Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

εικόνες στους ουρανούς


Εικόνες- Στους ουρανούς

«Καλά», λέω, «δεν θέλεις να μιλήσεις, δεν γίνονται αυτά τα πράματα διά της βίας», ο Ματθαίος πάντα δυσκολευόταν στην έκφραση, αγαθός άνθρωπος, τον έπαιρναν οι δικοί του στα χωράφια, στο θέρος και στ’ αλώνισμα, μακριά πουκάμισα καλοκαίρι καιρό, τα ύφαινε η μάνα του,  δουλευτής, μα στόμα δεν άνοιγε εύκολα.

Ο άλλος, γραμματιζούμενος, τον ρώτησα, «τίποτε» -λέει –«δεν έχω να πω». Δεν είδες δεν άκουσες; Και πώς ο Μάρκος κάθεται στο γραφείο και μας αφήνει εκείνη έστω τη φράση, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού»; Δεν το μπορούσες να το πεις και συ;

Βγήκε από την κύρια είσοδο, οδός αγίου Γεωργίου 1, ωραίος ωραίος, «άλλη φορά τα λέμε, γεια σου» και μ’ αφήνει. Πετάχτηκα να τον κατευοδώσω, εκείνη την ώρα περνούσε με τα λευκά κατάλευκά του, παντελόνι, σακκάκι, καπέλο, ο Λουκάς, γιατρός και ζωγράφος, μάντης ήταν; «Άσε να σου τα πω εγώ», πράγματι την ώρα που βλογούσε, «διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν», σου φτάνει; Καλό, λέω, ας είναι κι αυτό.

Κι ο Γιάννης ο ηγαπημένος, αμίλητος, ούτε να μας καλημερίσει, πήγαινε για το Παγκύπριο, εκεί κοντά το κονάκι του.  

«Πάω», λέει ο Λουκάς, «θα προσθέσω κι άλλα στα Πεπραγμένα», έχω να λογοδοτήσω σε λίγες μέρες στο Σύλλογο Ιατρών και Ζωγράφων: «Άνδρες Γαλιλαίοι…».  Πολύ ρητορικούς λόγους μου θυμίζεις! Ήταν και δυο στον ουρανό με τα λευκά, δεν είμαι μόνος, «έεε τι κοιτάτε, αναλαμβάνεται, αναλαμβάνεται…»  μας λένε, καταλάβαμε.

Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εκείνη τη νύχτα του Ιουλίου, έπρεπε την άλλη μέρα να καταταγώ στο στράτευμα, να πάμε μια βόλτα με τους φίλους, το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο ανάγγελλε πως ο άνθρωπος πατά το πόδι στη σελήνη, όλα τα παρακολουθήσαμε αργότερα στις τηλεοράσεις, όσα επιτρέπονταν, ο άνθρωπος πετά στον ουρανό, με το αεροπλάνο, το ελικόπτερο, στο στρατόπεδο στον άγιο Βασίλειο ήμουν όταν άκουσα πως χτύπησαν το ελικόπτερο που πήγαινε για Μαχαιρά στο μνημόσυνα του Αετού μας. Με τα πλοία τη βγάζαμε σχεδόν όλη τη φοιτητική μας ζωή, από το λιμάνι Λεμεσού, με τις μαούνες στο πλοίο, κατάστρωμα, με τις κάσες τα γάλατα Βλάχας και τα χαλούμια στον κούζο, μόνο στο τέλος αξιωθήκαμε να κάμουμε και κανένα αεροπορικό, τέλειωναν τα βάσανα.

Το αεροδρόμιο Λευκωσίας μια παράγκα, μικρά αεροπλάνα, ο πατέρας πήγαινε κάποτε ως τη Βηρυτό, «τελωνείο, να σε ψάξουμε, έχουμε πληροφορίες πως φέρνεις ρολόγια», τίποτε δεν βρήκανε, τον φόβο τον τραβήξαμε, μαθαίναμε μικροί: νόμιμο- παράνομο.

Για να πάμε από Νέα Υόρκη -ουάουουου- στο Όλμπανυ, μας άφησαν πίσω τις αποσκευές, δεν σήκωνε βάρος το μικρούλι, τις πήραμε την άλλη μέρα, ξυπνήσαμε τη νύχτα τους συγκάτοικους, λάθος κλειδί μας είχε δώσει η κυρά Νοικοκυρά, ελληνίδα, καλή μέρα να έχετε, μόνο κάτι πλούσιοι τον καιρό μας ήξεραν από αεροπλάνα.

Κι ο ζωγράφος έπρεπε να φτιάξει την εικόνα, δεν του πήγαιναν οι προηγούμενες πινελιές, ήθελε να αλλάξει τεχνοτροπία, πώς θα παρουσιαστεί το ανέβασμα στον ουρανό, καλά οι λευκοφόροι, κι οι άλλοι από κάτω να παρακολουθούν, μια δόξα να ανεβαίνει στον ουρανό, κι άρχισε κάτι χτυπητές πινελιές, τα κατάφερε, τον μελέτησαν αργότερα οι ειδήμονες, κι έρχονταν στην εκκλησιά και ρωτούσαν, οβραίοι και ρωμιοί:  «τι ιδιαίτερο έχει αυτή η εικόνα σας της αναλήψεως», κι εμείς ως συνήθως, δεν ξέραμε.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Κύριε Πρόεδρε


Κύριε Πρόεδρέ μου, ελπίζω να του πεις, τώρα που θα ‘ρθει με τα γαλανά του κύματα πως το καράβι μας ξεκίνησε από καιρό για το λιμάνι και δεν έφτασε στον προορισμό του, δεν ήταν τα κύματα, δεν ήταν η φορά των ανέμων, ήταν σχέδια και σχοινιά καμωμένα από ανθρώπους που τραβούσαν το καράβι μακριά από το λιμάνι, κι η λιμενάρχης σπάνια συμφωνούσε με την πορεία του καραβιού, κι όλο φώναζε για τους πνεύμονές της, που δεν μπορούσε να αναπνεύσει, όχι πως τώρα το μπορεί καλύτερα, οι νταβατζήδες στο λιμάνι, οι αχθοφόροι πλήθαιναν, έβριζαν Χριστό και Παναγιά, κι η χανούμη στην άλλη άκρη καθόταν με τα μεγάλα της βυζιά και περίμενε να ρθει η ώρα και της την έφερε την ώρα,  σερβιρισμένη σε πιάτο πορσελάνης ένας συνταγματάρχης, με την επίσημή του στολή, των παρελάσεων, και στο λιμάνι γιόρταζαν, κάθονταν κι έπλεκαν τρικά σαν πολυτεχνίτες που ήταν, πώς να τα βγάλουν πέρα με τόση ακρίβεια η ζωή, αλήθεια, ήταν και τα παλικάρια που πήραν το μαχαίρι να σφαγούν στην ποδιά του καραβιού, μα η χανούμη τα κατάφερε, ήξερε πως η Τρούμπα ήταν γεμάτη αμερικανάκια που έβγαιναν στη στεριά για τα καμπαρέ, ήξερε πως η αρκούδα θα γυρνούσε στους δρόμους και θα επεδείκνυε τον κόκκινο πισινό της για να εισπράττει ο αρκουδιάρης γυρίζοντας το τενεκεδάκι, κι έτσι πάνω στο καράβι άρχισε το μακελειό, οι πειρατές με τα σιδερένια χέρια τους γάντζους, με τα μπουρλότα, άρχισαν να διαγουμίζουν, να σφάζουν και να λεηλατούν, ο πολιτισμένος κόσμος -που λεν στην τηλεόραση- παρακολουθούσε, άλλοι έστελλαν καμιά πατανία για βοήθεια, άλλοι είχαν ήδη  -ξένοι και δικοί- τα σχέδια να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις ξένες περιουσίες, το καράβι δεν βυθιζόταν, έχανε συνεχώς τον προσανατολισμό, πάλι άνθρωποι τα κατάφερναν, ενώ άλλοι  έσφιγγαν τα χείλη και μάτωναν, φώναζαν όχι, όχι, μη, αυτούς τους τραβούσαν αιώνες κληρονομιάς στα βάθη της γης και στα βάθη του χρόνου, κι αυτοί διασώζουν ό τι είναι να σωθεί. Το καράβι το έστρεψαν μακριά από το λιμάνι, το καράβι βυθίζεται, το καράβι κινδυνεύει, η χανούμη διάταξε και τους μπογιατζήδες να ετοιμάζουν τις βούρτσες, να το βάψει θέλει κατακόκκινο, πολύ της αρέσει, είναι και δάσκαλοι και νομικοί και μεγάλα ονόματα που κρατούν από καιρό τις ίδιες βούρσες, στα ίδια χρώματα με τη χανούμη, αυτά τα καταλαβαίνεις κύριε Πρόεδρε, αυτά θα τα πεις στον φιλοξενούμενό σου, στον φιλοξενούμενό μας, στο γιο της μάνας μας;


Ψυχή της Μάνας


Ψυχή της Μάνας

Μαθητάδες, χίλιοι μάστορες, πελεκούν την πέτρα  

Κι ο αρχιμάστορας θολός στα γόνατα προσπέφτει.

Άγγελοι το έργο επιστατούν

μια στην Πόλη μια στη Χώρα, στην αγια Σοφιά.

Τη νύχτα κατεβαίνουν οι αρχάγγελοι

τη μέρα με το πρώτο φως ανέρχονται και πάλι.

 Περνάς τις νύχτες άγρυπνες

στην αγκαλιά σου τη γλυκιά Παρθένα, την πατρίδα.

Λευκά σεντόνια τύλιγες, στα πούπουλα αγκαλιάζεις   

τραύματα γαίματα νωπά στα χέρια και στα πόδια.

Θαύματα!  Φρίξον ουρανέ! Στη γη τριανταφυλλένη.  

Ο ήλιος στέκεται πρωί στα κύματα των λόφων

και η σελήνη ασημιά και ταπεινή στη χάση.

Μελάνια χύνονται χαρτιά, μυαλά, εκρήξεις στον αγέρα:

«Γύρνα και δες τα θάματα», κραυγάζει,

«γύρνα και μη φοβάσαι».

«Μαζί σου πάντα», ακούω τη φωνή.

Με της πατρίδας μου τη γη

με τις αγκάλες της φωτιάς και τις κραυγές της δόξας

Κολοκοτρώνη το σπαθί, καλάμι Μακρυγιάννη

με του Γρηγόρη τη φωτιά και του μικρού αγχόνη.



Τη νύχτα κατεβαίνουν στην αγια Σοφιά

την Πόλη και στη Χώρα

χοροί δοξολογούσιν

τα Χερουβείμ, τα Σεραφείμ, οι άγιες Δυνάμεις:

«Τη νύχτα μην κοιμάστε, τη νύχτα ξαγρυπνάτε

τη νύχτα βγαίνει ξαστεριά,

τη νύχτα από τους τάφους περιπατεί στα χώματα,

με βια μετράει τη γη,  ψυχή της Μάνας».

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019


Εικόνες- Η μεταφυσική της πίστης στην ανάσταση

Κάτσε κάτω κι άκουε, κι αφού ακούς και εκτελείς σαν φαντάρος, σημαίνει πως είσαι ζωντανός, έχεις κίνηση κι αισθήσεις, μα με το «θανάτω θάνατον πατήσας» σημαίνει πως πρέπει να συλλάβεις σε όλο το πλάτος και βάθος το θάνατο, κι αν έχει ακουστά, κι η φιλοσοφία μελέτη θανάτου είναι και τούτο σημαίνει πως ζωή ίσον αισθήσεις, ενώ θάνατος ίσον απουσία αισθήσεων, άρα το μόνο που σου μένει αν θέλεις να είσαι νεκρός είναι το να νεκρώσεις τις αισθήσεις. Και τότε τι σου μένει; Οι πνευματικές σου δυνάμεις, άρα με τις πνευματικές σου δυνάμεις να συλλαμβάνεις, με αυτές να κτίζεις και το παρόν και το μέλλον σου, αφού το παρελθόν σου ανήκει πια στη μνήμη, στις πνευματικές σου δυνάμεις. Δεν σου λέω λοιπόν να ξεχάσεις την Κερύνεια και τη Μόρφου και την Αμμμόχωστο και τα αγαπημένα χωριά μας, σου λέω να τα θυμάσαι όπως τα έζησες εσύ, ελληνικά και χριστιανικά, με τη μνήμη,  κι όχι με τις αισθήσεις όπως είναι σήμερα. Άρα κακό κάνεις με το να παρουσιάζεις την κατεχόμενη γη σου όπως είναι σήμερα, γιατί έτσι την παρουσιάζεις ζωντανή, ενώ για να την ζωντανέψεις, να την αναστήσεις, πρέπει να την αφήσει στο θάνατο και να ζήσεις το θάνατό της όπως τον ζούσες τόσα χρόνια πριν σου ανοίξει τις πύλες της κόλασης ο Ντενκτάς, και αγωνιζόσουν και δεν ξεχνούσες και καιγόσουν  να την ζωντανεύεις στα παιδιά και στα εγγόνια σου. «Θανάτω θάνατον πατήσας»  σημαίνει πως δεν έχει αισθήσεις και δεν σου στέλνει μηνύματα και εικόνες η καταπατημένη σου γη, δεν έχει αυτιά ούτε μάτια, ούτε όσφρηση ούτε γεύση,  και μη μου κάθεσαι να τρως και να πίνεις και να την απολαμβάνεις και να ποθαμέζεσαι τα έργα του οχτρού του διαβόλου, την ώρα που αυτά είναι νεκρά. Νεκροφιλία κάνεις. ‘Ετσι μου είπε, κι έφυγε.

Τρεις εικόνες έχουμε στην εκκλησιά μας για την ανάσταση η πρώτη τον παρουσιάζει τον Κύριό μας με τη σημαία στο χέρι να ανέρχεται στον  ουρανό, το μνήμα είναι κάτω στη γη όπως τα σημερινά στα νεκροταφεία, κι αυτός ανεβαίνει μέσα σε λευκό φως από τη γη στον ουρανό, πάλι τα ίδια μηνύματα, μη μένεις προσκολλημένος στα γήινα, δεν σου δίνουν αυτό που ζητά η ψυχή σου, ανέβα στα ουράνια, στον κόσμο του πνεύματος, μακριά από τις αισθήσεις, όπως το είπε κι ο Σωκρατίσκος μας στο Φαίδωνα.

Η άλλη, σαν σε λάκκο απάνω στέκεται και τραβά από τον Άδη τον Αδάμ και την Εύα, αλλά αν δεν κατέβηκε στον άδη δεν είναι δυνατόν να τους ανεβάζει στο φως. Και πάλι η ανάγκη του θανάτου, χωρίς το θάνατο δεν θα υπάρξει ανάσταση, μην τον φοβάστε, ζήστε τον θάνατό σας, το θάνατο των αγαπημένων σας και πιο αγαπημένο η πατρίδα, «μητρός και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων», συγχωράτε με παππούδες και γιαγιάδες. Η μισή μου πατρίδα πέθανε, ο οχτρός της ζωής της είναι ο θάνατός της, ο Τούρκος κατακτητής, κι αυτό το θάνατό της πρέπει να τον συνειδητοποιήσουμε για να πιστέψουμε στην ανάστασή της και με το θάνατό της να την αναστήσουμε.

Η Τρίτη εικόνα μοιάζει με την πρώτη, άτεχνη, μεγαλύτερη, την έχουμε πρόχειρη για τις λιτανείες, πέθανε, αναστήθηκε, και δεν τον πίστεψαν οι άμεσα δικοί του, κι ο Θωμάκος εκείνος που ήθελε να αγγίξει τις πληγές, και την πλευρά. Την άλλη φορά όμως «Θωμά δε και Κλεόπα συμπορευόμενος ωμίλει».

Πού πήγαν, τον έζησαν και στην ανάσταση, μπορεί εν ετέρα μορφή, μπορεί να ήταν κλειστά τα μάτια για να μη δουν την άλλη πραγματικότητα, όταν όμως έφυγε η καρδιά τους καιγόταν, όπως τότε στο άγιον Όρος, με τόσα καλογεράκια, «δεν είναι κρίμα κι άδικο Παναγία μου», λέω, «τόσοι νέοι», κι όταν κατέβηκα εκεί στην Παραμυθία, εσκίρτησε η καρδία μου και κατάλαβα.

Αυτά δεν τα καταλαβαίνεις με τις αισθήσεις και το νου, με την καρδιά τα καταλαβαίνεις.  Εκεί θεμελιώνεται όλη η πίστη στη μεταφυσική της ανάστασης. Το θάνατο πρώτα να ζήσεις σε βάθος και πλάτος. Κατάλαβα, λέω, να πας στο καλό, να πάω κι εγώ.


Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

εικόνες Σαμαρείτιδα


Εικόνες    Σαμαρείτιδα

Εδώ έπρεπε να βρει μια συνομιλία να κάμει με τη γυναίκα, αυτή μπαινόβγαινε στα Κατεχόμενα, γιατί; Του είπαν μια μέρα πως βρήκε τον τόπο που είναι θαμμένος ο αδελφός της και εκεί τριγυρνά, να μυριστεί, να πιάσει στον αέρα ένα θρήνο, ένα βλέμμα λυπημένο, μια τελευταία στιγμή, να φέρει τον χρόνο πίσω, το εβδομήντα τέσσερα, από μακριά ήταν από την Άλωνα, το παιδί χάθηκε άδικα στον πόλεμο.

Κάτσε, της λέει, να τα πούμε, τώρα που σε συνάντησα στη Βρύση των Πουλιών, δώσε μου λίγο νερό να πιώ, δροσερό τοπίο, γεμάτο φουντουκιές, τα πουλάκια από το ένα στο άλλο κλαρί πηδούσαν, τα κοπέλια πήγαν κάτω στην Άλωνα να βρουν φαγητό, κάπου εκεί στο καφενείο θα έβρισκαν, εκτός αν τράβηξαν για τον Πολύστυπο, στην πλατεία σίγουρα, έκοψαν στο δρόμο  λίγο σταφύλι και λεφτοκάρκα να περάσουν. Καλά, εσύ φαγητό δεν θέλεις;  Όχι, μόνο λίγο νερό, για να σου δώσω κι εγώ από το δικό μου,  να μην διψάς ποτέ, πήγαινε όμως πρώτα φώναξε τον άντρα σου.

Η γυναίκα τα ΄χασε, έμεινε με ανοιχτό το στόμα «Κύριε δεν έχω άντρα», καλά λες, είχες έναν Έλληνα, ένα Φοίνικα, έναν Ασσύριο, έναν Αιγύπτιο, έναν Πέρση, έναν Ρωμαίο, και Άραβα και Βυζαντινό πήρες και Φράγκο και Βενετό και Τούρκο κι Εγγλέζο. Καλά , εσύ πού τα ξέρεις; Κι αυτός που έχεις τώρα, με το ζόρι θέλει να σε αρπάξει ο Τούρκος, με τα χρόνια και την αγάπη του σε έχει ο Έλληνας…Και φεύγει η γυναίκα, κατεβαίνει στο χωριό να φωνάξει τους χωριανούς, φοβήθηκε. Τι γίνεται εδώ, ποιος είναι , όλα μου τα είπε, όλα τα ξέρει, δε θυμάμαι τη σειρά. Πήγαινε, της λεν, κι ερχόμαστε.

Κύριε, τι λες για την κατάσταση, πώς θα ξεμπλέξουμε; Έχεις έναν τόπο, σου καταπάτησαν τον μισό, δύναμη δεν έχεις να τον ελευθερώσεις, θα περιμένεις αναγκαστικά, έχεις κι ένα χρόνο, αυτόν δεν μπορούν να τον καταπατήσουν εκτός εάν εσύ θέλεις, έχεις παρελθόν, παρόν και μέλλον, τίποτε να μη διαγράψεις, να διδάσκεις το παρελθόν στα παιδιά του χωριού, να σχεδιάσεις μαζί τους το μέλλον, το παρόν είναι μια στιγμή, γίνεται αμέσως παρελθόν, και το μέλλον γίνεται τόσο γρήγορα παρόν, γι’ αυτό δώσε βάση στο παρελθόν και στο μέλλον. Με τα παιδιά να σχεδιάσεις, όχι με τους μεγάλους, αυτοί καταφαγώθηκαν από τις βιοτικές μέριμνες. Ρώτα τα παιδιά, πώς θα ήθελαν να ζουν; Κι έτσι να σχεδιάσεις μαζί τους τα απαραίτητα πρώτα.  Μπορούν να ζήσουν χωρίς ελευθερία, χωρίς ανεξαρτησία, είναι δυνατόν να διαφεντεύει άλλος τη ζωή τους, είναι δυνατόν να μη γίνουν ο εαυτός τους αλλά κάτι άλλο, που άλλοι σχεδίασαν κι όχι η ίδια η ψυχή τους, τα τρίσβαθα του ανθρώπου;

Τότε είναι που ήρθαν κι οι χωριανοί, άλλος σηκώστηκε από τον καφενέ, σφούγγιζε ακόμα τα μουστάκια,  άλλος ήρθε από τα περβόλια,  με τις γαλόσιες άλλος από τον ποτό, άκουσαν τα λόγια του, «τα παιδιά σας να σκεφτείτε, να ζήσουν ελεύθερα, να γίνουν ο εαυτός τους». Τους άρεσε ο λόγος, άντε της λεν, πήγαινε τώρα στο σπίτι σου, πήραμε το μάθημά μας, και δεν πιστέψαμε επειδή εσύ μας τα είπες, αλλά επειδή τον ακούσαμε οι ίδιοι εμείς.

εικόνες του τυφλού


Εικόνες- Του τυφλού

Ο ένας, λέει, ήταν εκ γενετής αόμματος, στη δική μας όμως περίπτωση αόμματος έγινε μετά το 1974, στην αρχή ίσως να  έβλεπε και καλά μάλιστα, ήταν τέτοιοι οι καιροί, γραμμένα όλα στη μνήμη και στα κύτταρά του,  όταν όμως άνοιξε τα συρματοπλέγματα ο Ντενκτάς και του έδωσε το δικαίωμα να μπαινοβγαίνει, έχασε την όραση και την ακοή ακόμα, όλα ξεθώριασαν.

Πρώτα πρώτα δεν βλέπει κανένα Ντενκτάς, δεν ακούει πως αυτός του έδωσε την άδεια, το ξεχνά, νομίζει πως του σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, πως έχει την ελευθερία διακίνησης και χαίρεται στην τύφλα και στην κουφότητά του και ξεχνά πως όπως του έδωσαν την άδεια μπορούν να του την πάρουν, η παρανομία δεν έχει όρια, ο γάτος παίζει με το ποντίκι και το ποντίκι νομίζει πως παίζει μαζί του ο γάτος και δεν ξέρει πώς να το καταβροχθίσει θέλει.  Ολόκληρα μπαϊράκια του έστησαν στον Πενταδάχτυλο, πάνω στο Βουνό, πάντα ο κλέφτης θέλει να βάλει τη δική του σφραγίδα στα κλεψιμαίικα, μην του τα κλέψουν, να κοκκινίζουν, να ασπρίζουν οι πέτρες, μέρα νύχτα να τα βλέπει, και δεν τα βλέπει, καθότι αόμματος, και τώρα ακόμα που στέκεται μπροστά στο φυλάκιο των τούρκων αστυνομικών και παραδίδει την ταυτότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ή το διαβατήριο και κανονίζει τις ασφάλειές του για το αυτοκίνητό του δεν βλέπει δεν ακούει, και δεν ήταν εκ γενετής. Νομίζει πως όλα είναι φυσιολογικά, τόσο τα έχει συνηθίσει, «έξις δευτέρα φύσις», και προχωρεί ακάθεκτος, μέσα μέσα τον συλλαμβάνουν να πληρώσει κανένα τσουχτερό πρόστιμο, να μάθει να σέβεται τους «νόμους» του ψευδοκράτους, «τι να κάνουμε, εκμεταλλεύονται τον καημό μας», λέει, περνά έξω από το σπίτι του, άλλοι το χαίρονται, αυτός στέκεται εκεί, ραγιαδίστικα όπως του αρμόζει, έτσι τα φαντάζομαι, κι αν του ανοίξουν όπως στο σκυλί, κουνά την ουρά χαρούμενος, μας κέρασαν και καφέ, κάποτε,  έτσι λεν όσοι «υπερέβησαν» όπως περήφανα λένε, αυτά τα τετριμμένα, «πώς θα πάμε μπροστά», ρωτούν, και δεν ξεχωρίζουν το μπροστά από το πίσω.

Κι ο Χριστός του λέει, έλα, και του αλείφει με πηλό τα μάτια, τόση λάσπη δεν την βλέπει, αυτός δεν ανοίγει τα μάτια, πήγαινε στου Σιλωάμ και πλύσου, και δεν πάει και δεν βλέπει και συνεχίζει να νομίζει πως όλοι οι άλλοι είναι τυφλοί κι αυτός πως βλέπει καλύτερα, «αυτό είναι η δημοκρατία», λέει, «να κάνει ο καθένας ό τι θέλει».

Το κράτος κλείνει τα μάτια, μα είναι οι κανονισμοί της πράσινης γραμμής και των πρασίνων αλόγων,  του ρίχνουν λάσπη στα μάτια και δεν τα ανοίγει, του καταγγέλλουν χίλια δυο που γίνονται παράνομα, και δεν ανοίγει τα μάτια, κλειστά και τα αφτιά, και τώρα, πάλι λέει, θα παρακαθήσει σε συνομιλίες, άτυπες! Δηλαδή; Ο άλλος του τα λέει κατάμουτρα, «η ελληνοκυπριακή διοίκηση», κτλ κτλ. Μα κρατά και ταυτότητα και διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας και χαίρεται νοσοκομεία και περίθαλψη και εμβάσματα και προτεραιότητες.

Κι ο δικός μας δεν βλέπει, δεν ακούει. Ζούμε στη χώρα των τυφλών και των κωφών. Το συνηθίσαμε, Κύριε. Να δεις πόσοι άλλοι ξέρουν καλύτερα και θα μας τα πουν!!!






Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

9 εικόνες Η σταύρωση


9. εικόνες Η σταύρωση

«Ηλί Ηλί, λιμά σαβαχθανί», τον Ηλία φωνάζει αυτός, κι ήταν πράγματι του προφήτη Ηλιού, εικοστή Ιουλίου, πυρφόρα άρματα στον ουρανό έριχναν βόμβες και τρέχαμε να σωθούμε, δονούνταν ο αέρας, πλοία αποβίβαζαν τανκς και σιδερένιες μπότες να καταπατήσουν  κορμιά και χώματα, στην παραλία στο Πέντε Μίλι άνοιγαν κοιλιές καραβιών και ξερνούσαν ατσάλι και μπούλμπερη, τα ραδιόφωνα καλούσαν τους εφέδρους να παρουσιαστούν στις μονάδες τους, που δεν ήξεραν πού να τις βρουν, εμείς στο πεδίο των Ελαιών στα γυμνάσια του Κύκκου, ψάχναμε να βρούμε ας είναι και τσιμεντόκουτο να γράψουμε τα ονόματά μας οι παρουσιασθέντες, και δεν μπορούσαμε βέβαια να κοιμηθούμε, ένα όπλο χωρίς κλείστρο μας έφεραν, να πέφτει ο ένας και να το παίρνει ο άλλος, μας είπαν, η σταύρωση είχε ήδη αποφασιστεί στο συνέδριο των παρανόμων, ο Ιούδας είχε επιτελέσει ο έργο του με ένα φίλημα, ο Πόντιος Κισιγκέρος δεν έπλυνε καν τα χέρια του.

Πρωί πρωί στο προεδρικό, πριν λίγες μέρες, όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων, αυτά ήταν τανκς πραγματικά, δεν είναι ένας ο Πέτρος και δυο και τρεις που τον απαρνήθηκαν, τα ιμάτιά της να μοιραστούν, να διαμελιστεί, το καταπέτασμα του ουρανού εσχίσθη εις δύο, από άνωθεν έως κάτω, η γη εσχίσθη από ανατολή ως δύση, βορράς και νότος, άλλους τους πότισαν με ξίδι, άλλους τους έσυραν στην αιχμαλωσία στα καράβια, φραγγελλωμένους, γυμνούς και πεινασμένους.

Στην εκκλησιά μας βάλαμε ήδη τα μαύρα κρέπια από τη Μεγάλη Πέμπτη, σκεπάσαμε τις εικόνες, σκεπάσαμε τη μάνα του να μην βλέπει, πολλές μανάδες κρατούσαν σφιχτά τα παιδιά στην αγκαλιά μην τους τα πάρουν, άλλες τα είδαν να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια τους, τους αντράδες, τις κόρες, αγνοούμε ακόμα…

Τη σταύρωση, μικρή εικόνα, τη θυμάμαι πάντα δίπλα στην ανάσταση, που βρισκόταν πάνω από την αγία πύλη, ο σταυρός να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης, ημίγυμνος επί ξύλου κρεμάμενος, το κεφάλι γυρτό, κάτω η μάνα κι ο φίλος, πάρε την στο σπίτι, αδύναμο πλάσμα, θα είναι η μάνα σου κι εσύ ο γιος της, πολλοί ζωγράφοι τοποθετούν και ένα κρανίο στο βάθος, κρανίου τόπος, κι η επιγραφή ΙΝΒΙ, γι’ αυτό κατηγορήθηκε, βλασφημεί, παρουσιάζεται ως βασιλεύς των Ιουδαίων ή διασπείρει νέες ιδέες για θρησκείες και θεούς, αυτόν τον πότισαν κώνειο, ήμουν εκεί και παρακολουθούσα τις τελευταίες του στιγμή, ο Πλάτων τα έλεγε, αν και ασθενούσε, ο καθένας με το  αίμα του σφράγισε την αλήθεια του, κι η μάνα μας την προδοσία του Ιούδα με το αίμα των παιδιών της.

Αποκαθήλωση δεν έχουμε, ωραία τελετή, κάποιος έπρεπε να ζητήσει να τον θάψει. Όταν πήγαν στον Κυβερνήτη αυτός αρνήθηκε, τον Γρηγόρη, λέει θα τον θάψετε στις φυλακές, και τα άλλα παιδιά, φυλακισμένους θα τους κρατήσω και μετά θάνατον, αυτή η ύβρις των ανθρώπων, όταν δεν έχουν όρια, όταν δεν ξέρουν τα όριά τους πως είναι δυο πήχεις στη γη.

Έκτοτε ζούμε με τη σταύρωση, σαράντα πέντε χρόνια, αλλά δεν γίνεται, δίπλα της έχουμε πάνω από την αγία πύλη την Ανάσταση. Γι΄αυτήν ζούμε.

8 εικόνες ο δείπνος


8. εικόνες - Ο  δείπνος

Με το μελιχρό φεγγάρι στον ουρανό,  πάνω στο βουνό το σπίτι του παππού, στο βάθος απλωμένα τα φωσάκια της Λευκωσίας, ήταν πάντα γλυκό το δείπνο, λιτό, η γιαγιά μόλις τέλειωνε το ξεφούρνισμα, μύριζαν ακόμα κι οι πέτρες, ελιόπιτες, φρέσκο ψωμί, ελιές, ντομάτες από το περβολούδι,  χαλλούμι δικής της παραγωγής, πάνωθέ μας μια λιγνή κληματαριά, αγριότοπος που μαλάκωσε από τον ανθρώπινο μόχθο ή αν ήταν χειμωνιάτικος καιρός, μπαίναμε στη δίχωρη. Στο στύλο, στη μέση της κάμαρας ο λιχνοστάτης, το σκοτάδι ολόγυρα, η μυρουδιά του λαδιού στα μεγάλα πιθάρια, κι ένα γέρικο  τραπέζι να τρίζει με τον τετραγωνισμένο μουσαμά του. Καρέκλες ετοιμόρροπες, παλιοτσαέρες, πάντα όμως ιεροτελεστία, σαν τον μυστικό εκείνο.

Δυο εικόνες στην εκκλησιά μας, βασικά η ίδια σύνθεση, το μεγάλο τραπέζι, ο Κύριος στη μέση, δεξιά του να γέρνει στο στήθος του ο ηγαπημένος, ο Ιούδας να απλώνει το χέρι στο πιάτο, πολλές φορές φασολάδα γιαχνί, να μπορεί άνετα να βουτήξει το ψωμί στο ζουμί ο πεινασμένος, κάποτε σαλάτα με μπόλικο λάδι και λεμόνι, ποιος θα σε προδώσει, η χούντα το είχε αποφασίσει από καιρό, το πολυτεχνείο ήταν παιχνίδι σ’ αυτό που θα ακολουθούσε, την ευκαιρία ζητούσαν, κι ο Πέτρος θα ΄βγαινε να αρνηθεί τρεις φορές, δεν θα ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος ούτε ο τρίτος.

Μια άλλη εικόνα πιο μεγάλη, δωρεά της γυναίκας του Αλέξαντρου, μεγάλου ψάλτη, άφησε εκείνος τη φωνή του κι αυτή την εικόνα, και μια του Κασσιανού μας, όταν πέθανε ο πατέρας πλησίαζαν χριστούγεννα, στο τραπέζι ένα πραγματικό νεκρόδειπνο, όλοι οι ήρωες της Ιλιάδας μαζί μας, κι ύστερα μας άφησαν η μάνα κι ο αδελφός, έτσι τα συνηθίζαμε, στη μεγάλη κάμαρα, να καθόμαστε ένα γύρο, να θυμόμαστε τους δικούς μας και να μακαρίζουμε.

Από το παράθυρο εκεί της τραπεζαρίας είδαμε γάμους και κηδείες της γειτονιάς, χτυπούσαν οι εγγλέζοι κι οι τούρκοι επικουρικοί τα τζάμια σαν επέβαλλαν κέρφιου, ούτε τράπεζα διαπραγματεύσεων δεν χρειάστηκαν αυτή τη φορά, μπήκαν κατ’ ευθείαν στη σταύρωση, όλα είχαν αποφασιστεί, διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς. Θ’ ακολουθούσε η σταύρωση, δεν εύρισκαν χειρότερη λύση.

 






Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Μετά βαίων


7. ΕΙΚΟΝΕΣ -ΜΕΤΑ ΒΑϊΩΝ

Μετά βαΐων και κλάδων, η συγκλονιστική είσοδος, ήταν εξόριστος κάμποσο καιρό στις Σεϋχέλλες, τότε όλοι τον λάτρευαν, άλλοι τώρα δεν θέλουν να ακούσουν το όνομά του, άλλοι ακόμα τον προσκυνούν, άλλοι ανέβαιναν πάνω στα δέντρα να τον δουν, σαν τον Ζακχαίο, μικρός τη ηλικία, τι να κάμει, κατέβα κάτω μικρέ, αλλά εκείνη τη μέρα συγκεντρώθηκαν έξω από το Παγκύπριο όλοι οι μαθητές, θα κρατούσαμε δήθεν την τάξη, τι τάξη, μάλλον στην Πέμπτη ήμασταν, άλλοι με τα περιβραχιόνια, άλλοι με τις σάλπιγγες και τα τύμπανα, ένα μεγάλο καινούριο αυτοκίνητο αμερικάνικη Κάντιλακ, ο επί πώλου όνου καθεσθείς,  καλώς ήλθατε, απλός άνθρωπος, ήξερε ότι ερχόταν προς το πάθος, νενικήκαμεν, τώρα άρχιζαν τα δύσκολα, στην Ιερουσαλήμ, έτσι περνά η δόξα των ανθρώπων, η δόξα που σου δίνουν οι άνθρωποι, τη μια του έστρωναν τα ιμάτια στο δρόμο και ωσαννά, την άλλη σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν, ασύγκριτα τα μεγέθη, αλλά να που επαναλαμβάνονται στην Ιστορία των ανθρώπων, άλλη του Θεού.

Εκείνος έπρεπε να πιει το ποτήριον, έστω κι αν στην ανθρώπινη στιγμή είπε το απελθέτω, δεν είναι εύκολα πράγματα, να προκαλείς το θάνατό σου, και μπράβο τους που έφτασαν σ’ αυτό το σημείο, δεν λέω για Κείνον, λέω για το γιο του Σωφρονίσκου, τον φίλτατο Σωκράτη, άπελθε Κρίτων, λέω για τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, σ’ ευχαριστώ φίλε μου αλλά δεν φεύγω, παρά το γαίμαν τους πολλούς εν κάλλιον του πισκόπου, και τα παιδάκια εκείνα στην αγχόνη, παιδάκια ήταν αν το σκεφτείς, νέοι άνθρωποι με παιδική ψυχή,  μαλαματένια, κι ανέβηκαν στα πιο ψηλά σκαλοπάτια και μας διδάσκουν,  όσοι διδάσκονται.

Αυτή η εικόνα είναι από τις παλιές εκείνες μικρές, μάλλον του φίλου μου του Ηρακλείδη, κυπριακή ζωγραφική του μοναστηριού, είναι όμως ακόμα μια άλλη, νεότερης τεχνοτροπίας, ερχόμενος ο Κύριος, ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και πράγματι μόνο όποιος ανέβηκε, με πούλμαν βέβαια σήμερα, θα καταλάβει το αναβαίνομεν, και με πόση μαεστρία οι ψαλτάδες ψάλλουν το κομμάτι, αναβαίνοντας τη μουσική κλίμακα.

Κι εγώ, κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ, τόση ανάβαση δεν ήταν παρά για την τόσο απότομη κατάβαση, για την πτώση, όπως η ψυχή της Πολιτείας κατεβαίνει και κατεβαίνει στο χειρότερο σκαλί, ο θάνατος με ολάνοιχτο στόμα, η σαρκοβόρα τουρκιά με ολάνοιχτο στόμα, κι εμείς εκεί, έτοιμοι να μας καταβροχθίσει το κήτος!

 Ιωνά Ιωνά, εσύ μας απέμεινες πίστη στερεά, κι Εκείνος, που πάτησε το θάνατο, κατέβηκε στα τάρταρα κι όμως ανέστη. Δεύτε ουν και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν!




6. εικονες- της Μεταμορφώσεως


6. Εικόνες – της Μεταμορφώσεως

Πώς μεταμορφωνόταν ο κόσμος από τη μια πλευρά του βουνού στην άλλη, από το Βουνό ξεκινήσαμε με τα ξαδέλφια, πέτρες και δέντρα, και φτάσαμε στην άλλη, στον άη Επίκτητο, στη θεία στο θείο και στα ξαδέλφια, έτσι κι ο Παπάντωνης, όταν είχε πεθάνει ο Παπάκωστης και πριν κάμουν τον Παπαδάμο, με το γαϊδουράκι του πήγαινε και λειτουργούσε στο χωριό, να βλέπει θάλασσα, κι όχι μόνο τα βράδια τη Χώρα με τα φωτάκια της, κι από τον Πολύστυπο με τον μικρό και το φίλο Γιώργο ζωγράφο καβαλήσαμε το βουνό και βρεθήκαμε στον Αγρό, στη βρύση του Καούρου, μια μεταμόρφωση η πλάση.

Θα ’ταν καλή η μέρα, έλα λέει στον Πέτρο και στον Ιάκωβο και στον Ιωάννη, πάμε πάνω στο βουνό, μια ωραία εκδρομή νόμισαν, γιατί όχι; Πρέπει να ‘ναι κανείς δυνατός ζωγράφος, εκρηκτικός και λαμπρός να κατορθώσει να δώσει την σκηνή, πρόσωπο σαν ήλιος, ιμάτια λευκά ως το φως, και πώς να αποδώσεις τη φωνή του Ηλία και του Μωυσή συλλαλούντων κι ύστερα τη φωνή από το νέφος  που επιβεβαιώνει πως είναι ο Υιός ο αγαπητός;

Έπεσαν κατά πρόσωπον της γης, αυτό γίνεται, εκφράζεται, κι ο Πέτρος ο καημένος, τι ωραία λέει, να κάμουμε τρεις σκηνές, μια για σένα μια για τον Ηλία μια για το Μωσή και να μείνουμε δω πάνω, νόμιζε πως η αιωνιότητα είναι διάρκεια στο χρόνο, δεν είχε συλλάβει ακόμα το άχρονο. Άντε σηκωθείτε, τους λέει, κι είδαν μόνον Εκείνον, τέτοια θαυμαστά, και νομίζουν πως σήμερα με τους προβολείς και τα πολύχρωμα, τα νέφη και τους καπνούς θα μεταμορφώσουν το είδωλο τον τραγουδιστή τους, δώσε ρεύμα και θόρυβο να βγεις από τον κόσμο σου, αλίμονο!  

Μόνο κάτι γερόντια του αγίου Όρους ή άλλων μονών το κατορθώνουν, το βλέπεις στο πρόσωπο, τη λάμψη, τη γαλήνη την αγιότητα, «φως το χέρι φως το πόδι κι όλα γύρω σου είναι φως», το είδε κι ο Σολωμός κι οι μεγάλοι μύστες του Λόγου και της Τέχνης, καθώς ηδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

εικονες τα πέντε πρώτα


ΕΙΚΟΝΕΣ

ΔΕΝ ΓΕΛΑΣΑ

Δεν γέλασα, Κύριε, ναι δεν γέλασες αλλά γέλασες, να μην πιστεύεις, και γιο θα γεννήσεις και μεγάλος θα γίνει, από μικρός θα φαίνεται πως θα γενεί μεγάλος, τι να κάμει κι η Κυρά, προηγουμένως έδωσε στον άντρα της τη δούλα της, κάμε παιδί μαζί της, αφού εγώ δεν το μπορώ, του είπε, κι έτσι άρχισε το παραμύθι της γιαγιάς να ξετυλίγεται, το χειμώνα καθόμασταν κοντά στο μαγκάλι, κόρτες ψωμί για καπήρα, ελιόλαδο στο πιάτο με κάμποσο λεμόνι, σε μεγάλη ηλικία να γεννούν οι γυναίκες, συνομήλικός μου ήταν ο πατέρας, άντρας τη Κυράς,  εβδομήντα έξι ετών, όταν έκαμε το πρώτο του παιδί με τη δούλα, ενενήντα και, όταν έκαμε το δεύτερο, μα κι η Άννα το ίδιο, μαζί με το Βακίμη της, κάθονταν εκεί στο αδιέξοδο, πάροδος Μεγάλου Κωνσταντίνου, άτεκνοι, το ντρέπονταν, καταραμένοι είμαστε, έλεγαν, μα γιατί, καλά πλάσματα, ήσυχοι, κανένα δεν βλάψατε, το καλό κάνετε, γιατί να επιτρέψει, κι έτσι ήλθε η ευλογία και γέννησε τη Μαριγούλα.

Να σκεφτείς, την ίδια εικόνα είδα στη Λακατάμια, η θεια Χαρίτα γεννούσε, η μαμμού στην κάμαρα, εμείς παιδιά, βλέπαμε να μπαινοβγαίνουν οι γυναίκες, να ζεσταίνουν νερό, φέρτε νερό να πλύνουμε το μωρό, κι ύστερα να ακούμε το κλάμα και να χορεύουμε, κι η γειτονιά μας το γλέντησε, στήσαμε εκεί στο αδιέξοδο ένα παλιό γραμμόφωνο, κρεμάσαμε φώτα να βλέπουμε, όλοι βρεθήκαμε εκεί οι γειτόνοι, χαρά μεγάλη, η γέννησή της χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη, όχι μόνο στη γειτονιά.

Κι η Μαριγούλα μεγάλωνε εκεί στο αδιέξοδο, ο Βακίμης κι η Άννα χαίρονταν, έπαιζε βασιλέα, τον σχεδίαζε στον τσιμέντο με κιμωλία, πήγαινε στο Παρθεναγωγείο Αγίου Κασσιανού, η δεσποινίς Θεοδώρα πολύ την αγαπούσε, κι εκείνοι  σκέφτονταν τι να την κάμουν, μεγάλοι πια, να την βάλουν σώκλειστη σε κανένα οικοτροφείο, να την κλείσουν σε κανένα μοναστήρι, αυτοί θα αποχαιρετούσαν πολύ σύντομα τη ζωή, το παιδί έπρεπε να βρει απάγκιο. 

Κι έτσι στην εικόνα τη μια βλέπουμε την Άννα ξαπλωμένη, με το ριπίδι να της κάνει αέρα μια κυρία, κάτω έτοιμο το νερό να πλύνουν το μωρό κι η άλλη, να παραδίνουν στο Ζαχαρία τη Μαριγούλα, τώρα ο Ζαχαρίας είναι πρόβλημα, ποιος από τους δυο ήταν, αυτός που καθόταν στη γειτονιά, απέναντι από το ιατρείο του Πρωτοπαπά, χοντρός, κοντά στο τείχος ή ο άλλος, με το καφενείο στο Βουνό, τον τηλεφωνικό πράσινο θάλαμο έξω, ένα τηλέφωνο για όλο το χωριό, ένα λίζο για τα παιδιά, εκτός αν θέλετε σουμάδα!

Το ατεκνίας όνειδος Με κυρτωμένους ώμους Ιωακείμ και Άννα φιλόθεοι

Με αμετρήτους ιλασμούς εν τεμένει Με τρεμούσας χείρας δεν είχαν πρόσφορο 

φίλον τέκος Του ναού οικήτορα. Δεν ήταν Αβραάμ στο βωμό αναφορά Ισαάκ τον μονάκριβο, Αλλά Κύριος οίδε. Η στείρα έτεκε μακαρία την Θεομήτορα Αδάμ και Εύα έκπαγλοι φέγγος ιδόντες Εκ της φθοράς του θανάτου ελεύθεροι. Οι ποιητές κοντακίων 

Θαυμαστοί μαϊστορες απολυτικίων Μειλιχίοισι λόγοις ολίγοις Πλέκουν τον στέφανον

Των γενεθλίων της Θεοτόκου.



ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ

Και πώς την περιμέναμε τη μέρα τούτη, γιατί θα φορούσαμε άσπρα πουκάμισα για την παρέλαση, ήταν παραδομένο, τρικό μπλε τον Οκτώβρη με τις 28, άσπρο πουκάμισο το Μάρτη με τις 25, στον πίνακα της τάξης φουστανέλες και δάφνες, πολύχρωμες κιμωλίες, πάλες και ζήτω, και τραγούδια της πατρίδας, εκείνα τα ωραία τα ηρωικά, ήταν τέτοια και τα χρόνια της ΕΟΚΑ μας που ζήσαμε παιδιά κι έφηβοι, κατέβαινε ο αρχάγγελος λοιπόν, δεν το μπορούσα εκείνο το «Άγγελος προτοστάντης», αυτό καταλάβαινα, γίνεται προτοστάντης, διαμαρτυρόμενος, στην ορθόδοξη εκκλησία; Πώς, τι έλεγε; Απορία ψάλτου: βηξ. Κι ύστερα έμαθα, κι άκουα κι έψελνα «Τη Υπερμάχω στρατηγώ» και στην εκκλησιά και στις διαδηλώσεις, τα παιδιά στην Ευρύχου σηκώνονταν πρωί για το εωθινό, ανέβαιναν εκεί, στον τόπο της θυσίας του Μάρκου Δράκου, κάθε χρονιά, με τις σάλπιγγες και τα στεφάνια, αντλούσαν αίμα και ήθος ηρωικό, κάπως έτσι θα τ’ αποφάσισε κι η Μαριγούλα, να πάει στην Ορεινή, να δει την ξαδέλφη της Ελισάβετ, μετά τον ευαγγελισμό, ένας τεράστιος άγγελος στην  εικόνα και το σπίτι κατά που το συλλάβει ο αγιογράφος, κάποτε με στοές και κολόνες, κάποτε νεοκλασικό, κι ο Προδρομάκης σκίρτησε εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία της, τι ωραίο απόσπασμα, τι θεία περικοπή, την διαβάζει ο παπάς  ξανά και ξανά κι εγώ μαζί τους, βλέπω την εξώπορτα, το λιακωτό, σαν τα παλιά νησιώτικα σπίτια, σαν της γειτονιάς μου το νάρθηκα της εκκλησιάς, πλακοστρωμένο, μπαίνει η Μαριγούλα, και «πώς το ‘ κανες ξαδελφούλα, και πώς το’ κανε η μητέρα του Κυρίου μου να ‘ρθει σε μένα,  και καλώς όρισες βρε, καιρό να σε δούμε», αγκαλιάσματα και φιλιά, το ίδιο και στην άγια Λαύρα, ξέρω ιστορία δεν είν’ ανάγκη να επεμβαίνετε, εκεί αντρακλάδες φουστανελάδες γενειοφόροι προπάπποι, να είναι καλά οι ζωγράφοι, με τις εικόνες τους ιστορούν, θεολογούν, τέρπουν ψυχές, ανεβάζουν στην ιδέα, στο θείο, στις αξίες που πιστέψαμε μια ζωή, θρησκεία- πατρίδα- οικογένεια, η θρησκεία μάς ανεβάζει στο θείο, η πατρίδα μάς ενώνει και καλεί και στη θυσία για όλους, ελευθερία ή θάνατος, η οικογένεια δένει στενά, ανθρώπινα πράματα, και ζούμε κι ευτυχούμε με τις αξίες μας και με τις ιδέες μας και με τον ιδεατό κόσμο μας, η μεταφυσική είναι πιο πάνω από τη φυσική και το ρεαλισμό, τι κάθομαι τώρα και ζαλίζω, ο καθένας το δρόμο της ευτυχίας του, της πλήρωσης της ψυχής του. Κι ο αρχάγγελος κατεβαίνει από τον ουρανό, κι εμείς ανεβαίνουμε στον ουρανό, «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», έτσι ζούμε, ανάμεσα στη γη και στα ουράνια, και σ’ όποιον αρέσει. Δεν ζητήσαμε άδεια. Την πήραμε, την έχουμε και την χαιρόμαστε. Και στα δικά σας.

ΟΙ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ

Τα παιδιά της μάνας μου, ύστερα από μένα, δεν κρατήθηκαν στη ζωή, όταν πήγε στην εκκλησιά και ζήτησε από τον Παπάκωστα να την διαβάσει γιατί ποσαράντωσε, μα τι, λέει, έριψα το παιδί, παπά μου, τώρα το ακούω, το άλλο, ο Άντρος μας, το σπίτι γέμισε συγγενείς και γειτόνους, μπαινόβγαινε ο γιατρός στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, σε λίγο ακούστηκε το κλάμα, μεγάλη χαρά, μεγάλωσε, θέριεψε, τον έφαε ο καρκίνος, οι σφαίρες στην ειρήνη και στον πόλεμο, ο όλμος στο φυλάκιο του Καπαρτή, πιο φονικό από όλα το τσιγάρο, με τα πακέτα τον συνόδεψε στο φέρετρο η γυναίκα του, κι έτσι μείναμε μόνοι, ο μεγάλος κι εγώ.                                             Κι ύστερα παρακολουθήσαμε γεννήσεις και γεννήσεις, ξαδέλφια και γειτόνους, κι αργότερα βέβαια τα δικά μας παιδιά, γεννήσαμε κύριε διευθυντά, και τι κάνατε, κορίτσι, δεν πειράζει, κι εγώ κορίτσια έχω, πριν γεννηθεί το πρώτο, ήταν αγόρι, όλοι ήξεραν να διαβάζουν την κοιλιά της γυναίκας μου, και τα ευχαριστήθηκα τα κορίτσια μου κι ύστερα τις εγγονές μου, η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών, Άνθρωπος γενόμενος ατρέπτως.                                                                                             Πάντα σχεδόν στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά η ίδια σκηνή, ο Ιωσήφ και η Μαρία, οι βοσκοί, και αγγελούδια πολλά, όλα τα παιδιά στην παράσταση, να χαίρονται που παίζουν, κι οι εικόνες στην εκκλησιά το ίδιο, ο Ιωσήφ παράμερα ακουμπισμένος στο ραβδί, σπήλαιο, όπως το φαντάζονται οι αγιογράφοι, άγγελοι στον ουρανό κι επιγραφή «επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», προβατάκια ποιμένες κι ο μικρούλης στη φάτνη, η Μαρία σκυμμένη επάνω του, κι ύστερα μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από τον Ιωσήφ, τι βλέπω, εγώ σε πήρα άσπιλη κι αμόλυντη και τι δράμα τώρα ζω, θα σε στείλω πίσω στους γονιούς σου, μα ο άγγελος αρχάγγελος όλα τα κανονίζει, τον ταρακουνά, μάθε και λίγη θαυματουργία, πελεκάνος άνθρωπος!                                                                                       Στη Χρυσαλινιώτισσα, απέναντι από την εκκλησία, ο πελεκάνος ήταν μοναδικός, ένα κατάστημα καθαρότατο, μερακλής της δουλειάς, ο Ιωσήφ δεν είχε μηχανήματα, όλα με το χέρι, μάθαινε κι ο μικρός κοντά του δουλειά, υπάκουο παιδί, μου έφτιαξε ένα γραφείο, στερεότατο, τίποτε δεν το ταρακουνά, εκεί να διαβάζω και να γράφω, μα την πρώτη Ανθολογία Αποστολίδη Χριστούγεννα την πήρα, δώρο από τη θεία Μαρούλα, Τρίτη τάξη Γυμνασίου, και την καταβρόχθισα, κοντά στη σόμπα του γκαζιού, μόλις τότε είχαν κυκλοφορήσει, με τη γιαγιά και τον παππού όμως τέτοιες μέρες καθόμασταν γύρω από το μαγκάλι, και με την ελιά στο χέρι, ελιές οφτές και ψωμί από τον φούρναρη στα κάρβουνα, ύστερα εμπνεύστηκε η μάνα μου να φτιάχνει το μοναδικό της ψωμί, μυρουδάτο και να φουρνίζει και να μοιράζει, πάντα ανοιχτοχέρα και περήφανη για τα καλούδια της.                                                                          Κι επειδή τα πάντα εν σοφία εποίησαν, εκείνο το πρωινό ξύπνημα, στις πέντε αρχίζει ο όρθρος, λίγα βήματα το σπίτι από την εκκλησιά, ξαστεριά, το αγιάζι,  ξυπνούσαν κι οι αγγέλοι της γειτονιάς, κι η καμπάνα χαρμόσυνη, από το δημοτικό μαθαίναμε να ψάλλουμε το απολυτίκιο της ημέρας και το Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον, ένα ωραιότατο κομμάτι από τις Ώρες, μερακλής θα ήταν  ο δάσκαλος που το ξεψάχνισε, κι ύστερα όλες οι γιορτές στα σχολεία, όταν ακόμα οι εορτασμοί ήταν ενδοτμηματικοί, το ευαγγέλιο της ημέρας και οι ψαλμοί ήταν σε πρώτη ζήτηση, αργότερα ήρθαν τα ξενικά, άλλοι καιροί άλλα ήθη.                                                         Και προ πάντων βέβαια τα δώρα, όλη η Λήδρας γεμάτη τότε με πεζούς ή ποδηλάτες, που ψώνιζαν, κι εμείς γυμνασιόπαιδα, δεν ξεχνιέται, αφού όλοι κρατούσαν πακέτα, βλέπουμε στη γωνία εκεί στου Μαγγλή πεταμένα κάμποσα, φορτωθήκαμε από δυο τρία η παρέα, μην κυκλοφορούμε εκτός τόπου και χρόνου, κι εμείς τα δώρα μας, κι ο πατέρας να απορεί, περνούσε με το ποδήλατο, πού τα βρήκε τα λεφτά να πάρει δώρα, ο γιος σου; Απορεί πάσα κτίσις.                                          Τόσο μεγάλο θαύμα, κι όμως ο Ιωσήφ στη γωνιά του περιβάλλεται με την μεγάλη αγάπη μας, στην ανθρώπινη γωνιά μας.



ΤΟ ΓΥΜΝΟΥΛΙ ΚΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ

Αρχαιότατο ήταν το έθιμο, θεόσδοτο, από Αβραάμ και Ισαάκ, κι όταν ήρθε η όγδοη μέρα πήρε κι η Μαρία το παιδί, ήταν και δική μας συνήθεια, μόλις μπορούσε να καθίσει μόνο,  το κουβαλούσαν το παιδί στο φωτογράφο να ποζάρει γυμνούλι, αρσενικό ήταν θηλυκό, απόδειξη πως είχε… Κανένας δεν ξέρει πόθεν ξεκίνησε η μόδα, κι έτσι όλοι είχαμε μια τέτοια φωτογραφία, με τα χρόνια την έτρωγε ο σκόρος ή οι οχτροί στις επιδρομές, είχαμε κι εμείς στην εκκλησιά μια διπλή εικόνα, ο άγιος Βασίλειος με ειλητάριο αριστερά, και δεξιά πάνω ψηλά το μικράκι γυμνό, έτοιμο για την περιτομή, από πάνω του ιερείς πολλοί με τις λεπίδες, λαμπάδες, στις κεφαλές τιάρες, ωραία σύνθεση, δωρεά του Αντζουλή προσκυνητή 1815, σε πρώτο πλάνο ο Ιωσήφ κι η Μαρία και η περικοπή του ευαγγελίου, μόνο που την χάναμε, την εικόνα, μια εδώ μια εκεί, κι έτσι της κάναμε μια γωνιά να την βλέπουμε συνεχώς, να βεβαιωνόμαστε για την ύπαρξή της.

Ο Βασίλης άλλο πράμα, δεν είναι αυτός της Κόκα Κόλα, ούτε κατά διάνοια, ένας αγαθότατος άνθρωπος, μυαλωμένος, επαναστάτης, όλο δύναμη και σφρίγος πνευματικό, στην εικόνα σοβαρός και σκεφτικός, δεν έμεινε λόγος ωραίος να μην τον γράψει, φτωχός να μην τον βοηθήσει, λίγο ο Γρηγόριος εκείνος του αντιστάθηκε, «για μένα μεγάλη πράξη είναι η απραξία», του είπε, ωραίο λέει; Ωραιότατο!!! Ύστερα τον έβαλαν με μια κόκκινη πανωφόρα και με γένια λευκά να γυρίζει με ένα μαγνητοφωνάκι στους δρόμους πρωτοχρονιάτικα και να τραγουδά το γνωστόν, εκεί τα παρατράγουδα, «συσαρχο συσαρχο ντισσακυρί ααα», υπάρχει βέβαια ωραιότατη ερμηνεία του, «δες και με δες και με το παλικάρι», που ‘λεγε ο καψούρης στην γκόμενα, άλλου παπά ευαγγέλια.

Στο σπίτι παλιά το μαγκάλι, και ρίχναμε στα κάρβουνα φύλλα ελιάς, να δούμε αν θ’ αναποδογυρίσει, «άη Βασίλη βασιλιά, δείξε και φανέρωσε αν μ’ άγαπά…», από μέσα σου έλεγες το όνομα, δεν ήταν ανάγκη να γίνει και τουτούκκι, μικρός είσαι ακόμα για τέτοια, γεια σου Φρόυδ, οι έρωτες από την πολύ μικρή μας ηλικία αρχίζουν, κι έτσι με τα καλά μας που παννίζαμε τέτοια μέρα, με το κλαδί το πεύκο που αγοράζαμε και στολίζαμε με βαμβάκι, με τα λαμπιόνια από τον Πισσαρίδη και τον Κόκκινο στην Ερμού, με τον αρχιεπίσκοπο στην εκκλησιά, ήταν προνόμιο του Κασσιανού μας, αργότερα το ‘φαγαν, εν ταις λαμπρότησι λοιπόν των ημερών, με τα ήθη και τα έθιμα, καταγραμμένα πια σε μεγάλα κιτάπια, ύστερα από το μεγάλο κακό των βαρβάρων, γιατί κι ο κόσμος τα εγκαταλείπει, τώρα ξενυχτά, κάτι για ρεβεγιόν ο λόγος, εμείς ακόμα στο σπίτι την περνάμε, οικογενειακά, να σβήσουμε τα φώτα τα μεσάνυχτα, να τα ανάψουμε με τον καινούργιο χρόνο, να φιληθούμε το φιλί της αγάπης μας, να ξυπνήσουμε πρωί να πάμε στην εκκλησιά, αν δεν πάμε εμείς, ποιοι θα παν; Και πώς θ’ αρχίσει με τη βοήθεια του Θεού ο νέος χρόνος;   

ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Και σήμερα θα λάβετε το βάπτισμα του πυρός, μας λέει στη Χαλκίδα που μας πήραν φαντάρια τότε, το ‘64, κι άρχισε μια πραγματική μάχη, άσφαιρα βέβαια αλλά ο θόρυβος και το κακό μεγάλο, κι έτσι όταν άρχισε η δεύτερη εισβολή, δεκαπενταύγουστο ήταν, στου Μόρφου εμείς, το μικράκι στο κάρικοτ τεσσάρων πέντε μηνών και φώναζα μην το ξεχάσουμε, ήρθε όμως η ώρα που έπρεπε να το βαφτίσουμε, άλλοι τα βάφτιζαν στον αέρα μη μας παν αβάφτιστα, οι δικοί μου όλοι ήταν στη Λεμεσό, η γειτονιά μας στη Λευκωσία πεδίο μάχης, ο μικρός μας τραυματισμένος από όλμο στο νοσοκομείο Λεμεσού, της Λευκωσία ασφυκτικά γεμάτο, βαφτίσαμε λοιπόν εκεί, στης θείας Δεσπούς, ο μεγάλος ήταν στην Αγγλία, αλλά όταν είπαν να τον βαφτίσουν διάλεξαν τον άη Χρυσόστομο, μόλις είχε πεθάνει ο αδελφός του πατέρα με το ίδιο όνομα, προς τιμήν του λοιπόν Χρυσόστομος και στον άη Χρυσόστομο, έτσι μπήκε σιγά σιγά το όνομα στην οικογένεια του Παπάντωνη και Χρυσούλα και Χρυσούλης, άλλοι βάφτιζαν στον απόστολο Αντρέα, μεγάλη η χάρη του. 

Λες καμιά φορά, μα ποια σχέση έχουν μεταξύ τους δυο κολόνες; Και να που βρίσκεις την απάντηση, θεολογική μάλιστα, στη μια κολόνα του Κασσιανού μας ζωγραφισμένος ο Ιωάννης να βαφτίζει τον Χριστό στον Ιορδάνη και στην άλλη ο αρχάγγελος Μιχαήλ να παίρνει την ψυχή μιας κρεβατωμένης, αν το σκέφτηκε βέβαια μπράβο του, όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν, συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον και λοιπά και λοιπά, η βάφτιση θάνατος κι αναγέννηση και περπάτημα στη νέα ζωή της καθαρότητος.

Η μικρούλα εικόνα, με τον Ιωάννη αριστερά, τους αγγέλους δεξιά, με τις πετσέτες, αυτή την αίσθηση μου δίνουν, ο Ιησούς και η περιστερά, η φανέρωση της αγίας Τριάδας, βρε τους λέω, κι ο Σεφέρης γι’ αυτά μιλά στο ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος», τη φωνή του Θεού άκουσε, ο γιος μου ο αγαπητός, ο Άνθρωπος, δεν είναι δυνατόν να είναι σκλάβος, για την ελευθερία τον γέννησα, πού αυτοί, νομίζουν πως αναλύουν ποιήματα σε κομματικά σεμινάρια, κακό μεγάλο κάνουν, δεν περνά όμως, η αλήθεια φως και λάμπει πάσι τοις νουν έχουσι.

Όλοι ξέρουν πως οι προφητείες κι ο απόστολος στην τελετή της βάφτισης είναι δικά μου, μια αναγνώριση κι αυτή, ο παπάς με το σταυρό, τα παιδάκια στριμώχνονται να παρακολουθήσουν, δεν ξέρω πια αν είναι όλα στην ώρα τους βαφτισμένα, σήμερα της μόδας έγινε να γίνεται ο γάμος των γονιών και ακολούθως η βάφτιση του παιδιού τους, ξινόστραφα πράματα, να δούμε πού θα μας οδηγήσουν!

Εμείς δεν έχουμε θάλασσα στη Χώρα, υπάρχουν ποτάμια και λίμνες, εκεί παν μερικοί παπάδες και αγιάζουν τα ύδατα, στις παραθαλάσσιες ο σταυρός στη θάλασσα, και τιμημένος ο κολυμβητής που θα τον παραδώσει στο δέσποτα, αθλήματα και παιχνίδια, μεγάλη μέρα, κι εγώ μικρούλης πρώτο απολυτίκιο αυτό έμαθα να ψάλλω με τον παππού Στυλλή, «Εν  Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…»!




εικόνες Τα βαφτίσια του πολέμου


Τα βαφτίσια του πολέμου

Και σήμερα θα λάβετε το βάπτισμα του πυρός, μας λέει στη Χαλκίδα που μας πήραν φαντάρια τότε, το 64, κι άρχισε μια πραγματική μάχη, άσφαιρα βέβαια αλλά ο θόρυβος και το κακό μεγάλο, κι έτσι όταν άρχισε η δεύτερη εισβολή, δεκαπενταύγουστο ήταν, στου Μόρφου εμείς, το μικράκι στο κάρικοτ και φώναζα μην το ξεχάσουμε, ήρθε όμως η ώρα που έπρεπε να το βαφτίσουμε, άλλοι τα βάφτιζαν στον αέρα μη μας παν αβάφτιστα, οι δικοί μου όλοι ήταν στη Λεμεσό, η γειτονιά μας στη Λευκωσία πεδίο μάχης, ο μικρός μας τραυματισμένος από όλμο στο νοσοκομείο Λεμεσού, της Λευκωσία ασφυκτικά γεμάτο, βαφτίσαμε λοιπόν εκεί, ο μεγάλος ήταν στην Αγγλία, αλλά όταν είπαν να τον βαφτίσουν διάλεξαν τον άη Χρυσόστομο, μόλις είχε πεθάνει ο αδελφός του πατέρα με το ίδιο όνομα, προς τιμήν του λοιπόν Χρυσόστομος και στον άη Χρυσόστομο, έτσι μπήκε σιγά σιγά το όνομα στην οικογένεια του Παπάντωνη και Χρυσούλα και Χρυσούλης.  

Λες καμιά φορά, μα ποια σχέση έχουν μεταξύ τους δυο κολόνες; Και να που βρίσκεις την απάντηση, θεολογική μάλιστα, στη μια κολόνα της εκκλησιάς μας ζωγραφισμένος ο Ιωάννης να βαφτίζει τον Χριστό στον Ιορδάνη και στην άλλη ο αρχάγγελος Μιχαήλ να παίρνει την ψυχή μιας κρεβατωμένης, αν το σκέφτηκε βέβαια μπράβο του, όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν, Συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον και λοιπά και λοιπά, η βάφτιση θάνατος κι αναγέννηση και περπάτημα στη νέα ζωή της καθαρότητος.

Η μικρούλα εικόνα, με τον Ιωάννη αριστερά, τους αγγέλους δεξιά, με τις πετσέτες, αυτή την αίσθηση μου δίνουν, ο Ιησούς και η περιστερά, η φανέρωση της αγίας Τριάδας, βρε τους λέω, κι ο Σεφέρης γι’ αυτά μιλά στο ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος», τη φωνή του Θεού άκουσε, ο γιος μου ο αγαπητός, ο Άνθρωπος, δεν είναι δυνατόν να είναι σκλάβος, για την ελευθερία τον γέννησα, πού αυτοί, νομίζουν πως αναλύουν ποιήματα σε κομματικά σεμινάρια, κακό μεγάλο κάνουν, δεν περνά όμως, η αλήθεια φως και λάμπει πάσι τοις νουν έχουσι.

Όλοι ξέρουν πως οι προφητείες κι ο απόστολος στην τελετή της βάφτισης είναι δικά μου, μια αναγνώριση κι αυτή, ο παπάς με το σταυρό, τα παιδάκια στριμώχνονται να παρακολουθήσουν, δεν ξέρω πια αν είναι όλα στην ώρα τους βαφτισμένα, σήμερα της μόδας έγινε να γίνεται ο γάμος των γονιών και ακολούθως η βάφτιση του παιδιού τους, ξινόστραφα πράματα, να δούμε πού θα μας οδηγήσουν!

Εμείς δεν έχουμε θάλασσα στη Χώρα, υπάρχουν ποτάμια και λίμνες, εκεί παν μερικοί παπάδες και αγιάζουν τα ύδατα, στις παραθαλάσσιες ο σταυρός στη θάλασσα, και τιμημένος που θα τον παραδώσει στο δέσποτα, αθλήματα και παιχνίδια, μεγάλη μέρα, κι εγώ μικρούλης πρώτο απολυτίκιο αυτό έμαθα να ψάλλω με τον παππού Στυλλή, «Εν  Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…»!

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Φαίδων Α΄


ΦΑΙΔΩΝ Α΄





Κάτι λεπτά νήματα

Περνούν το αίμα δεν το περνούν

Ένα ρυάκι στη ρίζα του δέντρου

Ποτίζει δεν ποτίζει

κόβεται κάπου ρυάκι νήμα

Κι η ρίζα να διψά

δεν ξέρει να μιλήσει

πονά βρυχιέται.



Γλώσσες πολύχρονες τ’ ανθρώπου

Ταλανίζουν, ευφραίνουν, μεταφέρουν μηνύματα

Κι άξιος ο ερμηνευτής τους.



Ο Ερμής με το κηρύκειο

Διαγγέλλει τα γιγνόμενα  και γενησόμενα.

Η γλώσσα μία πολυτάλαντη

Κι οι ερμηνείες αρίφνητες.



………………………

Κι άλλοι δεν καταλαβαίνουν

Όσα λεν τα λουλούδια την άνοιξη

Κι όσα η πορτοκαλιά σιγοψιθυρίζει

Στ’ αφτί της πεταλούδας.



Κι εσύ τόσον καιρό κρυφάκουγες

Κρατούσες μυστικά

Δεν εκμυστηρευόσουν

Τ’ ανήλια βάθη στο χώμα τι κρύβουν

Τα πελώρια κυπαρίσσια

Στους τάφους των κεκοιμημένων.



Μια πνοή ζωής

Ένα λευκό πέταγμα στον αέρα

Κι η αιωνιότητά σου διακόπτεται

Κάποτε προσωρινά

Κάποτε εξολοκλήρου

Για τη μετάβαση στην άλλη

………………………………………
Δεν άκουσα κύκνους να τραγουδούν

Χορεύουν στη φαντασία σου μικρές μηχανές

Καλοκουρδισμένες

Με κομματιασμένους καθρέφτες

Κρύσταλλα

Κι η μελωδία επανέρχεται.



Την επιβεβαιώνει ο Σωκράτης

Για την ευτυχία του πτηνού

Για την ευτυχία του θνητού

Σαν ξέρει πως ελευθερώνεται

Και πετά στους άλλους κόσμους

Γαλάζια χρώματα.



Έτσι και συ

μουρμούριζες, τραγουδούσες,

απολάμβανες μουσική

σιγόψελνες,

 όπως στις εικοσιτέσσερις ώρες

τον πολυέλεο.



Ίσως στο έλεός Του

Να μπορείς να αναπνέεις και πάλι

Στη δεύτερη τώρα ζωή σου

……………………………………………..

Η πρώτη επαφή με το θάνατο

ξαπλωμένο στο κρεβάτι

ήρεμο πρόσωπο,

πόσο μεγάλης ηλικίας

μικροί δεν υπολογίζουμε

μεγάλοι δε συνειδητοποιούμε

το κερί στο πλευρό του

ιερή κατάνυξη

με τον ιερέα να τον κοινωνεί

των αχράντων μυστηρίων

κι όμως ζεστή ατμόσφαιρα

οι ψυχές των φίλων, των συγγενών

που στριμώχνονταν

στο μικρό λιακωτό

μερικές ίσως να τις έβλεπε

πουλιά στο ταβάνι,

στο πλαϊνό παράθυρο

στο περβάζι

να περιμένουν να τον πάρουν μαζί τους

έτοιμος σχεδόν φαινόταν

για το ταξίδι.

………………………………………..



Στο άλλο απόφευγαν το πρόσωπο

σιγομιλούσαν για το αίμα

πώς να καλυφθεί

που έφευγε από το σώμα

σωρεύεται στο κύπελλο

κομματιασμένα μέλη

με όλα τα μυθολογικά τεμαχισμένα 

να κρέμονται πάνω απ’ τη φαρέτρα του Άδη

πάνω απ’ τα κεφάλια μας

να βγαίνουν μέσα από τις σάκες των παιδιών

από τα σχολικά βιβλία

και να λάμπουν

μέσα από το μυθολογικό φως

στη σκοτεινή κάμαρα

με το παλικάρι

καβάλα στη μοτόρα.

 …………………………….



Ήταν ευκαιρία ν’ αθανατιστούν

παιδιά, γαμπροί, νύφες

συγγενείς και φίλοι

γύρω από το σκήνωμα

στην κύρια θέση

και έτσι γνωρίζω

στο θάνατό του τον προπάππο

τις ξακουστές κορμοστασιές της ράτσας

τα ήρεμα γερόντια

ενωμένα στον άλλο κόσμο

με τα λουλούδια και την απόλυτη σιωπή.

Σαν σε φωτογραφία.



Τα ονόματα παίρνουν τη μορφή τους

οι μορφές ανιχνεύουν τις ράχες της μνήμης

σκαρφαλώνουν στους τοίχους

σε χρονολογίες απροσδιόριστες

σε χώρους από καιρό ερειπωμένους

μαζί με την ιστορία της γειτονιάς

της φυγής,

ενός δύσμοιρου και μακάριου

παρελθόντος.

Φαίδων Β΄


Φαιδων Β΄



Πλάτων δε οίμαι ησθένει

Γιατί δεν ήξερε ακόμα τις ανακόλουθες χορδές

που θ’ ακούγονταν

Μέσα στις μεσοπρόθεσμες συμφωνίες

και τις αχάριστες ζητωκραυγές των νικητών

Της άδικης δίκης των αθώων όπου γης

Κι αράχνιαζε γύρω το σκοτάδι στη φυλακή

κι απλώνονταν κύκλους μεγάλους

Ίσαμε τον τότε γνωστό κόσμο

Ως τη Βακτριανή και τα Εκβάτανα

Κι η σωτηρία δεν ήρθε με τη ναυαρχίδα του Απόλλωνα

Με τη σοφία της δάφνης ή τις χρησμωδίες της αλήθειας

Οι μεγάλες αλήθειες έμεναν κρυμμένες στο μύθο

Κι ο μόνος που όσο γερνούσε γινόταν φιλομυθότερος

δεν ήταν ο Σωκράτης

Αλλά ο Αριστοτέλης.

Ο Πλάτων πράγματι ησθένει.

…………………………

Φέρε βελόνες πευκοβελόντες

να ράψουμε το στόμα της αλήθειας

Φέρε το δηλητήριο σε ύαλο κερασί

Να ποτίσουμε τα στόματα που ανοίγουν στον ορίζοντα

και διαλαλούν πραμάτειες αγίνωτες ακόμα

Άπεπτες στον κόσμο

Άφθορες στο χρόνο

Που τρέχει πιο γρήγορα από τα στόματα

Που πρέπει να σταματήσει για να τον προφτάσουν

Με τα γαϊδουράκια τους τα φτωχά ανθρωπάκια.

………………………………………………………….



Εξοικονομήστε ενέργεια παρακαλώ,

μην μιλάτε,

μην αναπτύσσετε θεωρίες,

μην ταξιδεύετε στο διάστημα.

Θα χρειαστούμε διπλή και τριπλή δόση

Το κόνιο είναι λιγοστό’

τρίβουμε όσο χρειάζεται για ένα

Αλλά λέοντα.

………………………………………………………………………………

Ήταν δυνατό να υπάρχει Σωκράτης χωρίς Ξανθίππη;

Πίσω από κάθε μεγάλο άντρα

Βρίσκεται μια μεγάλη γυναίκα.

……………………………………………………………………………

Στη σκιά του κάθονταν

αλλά αυτή τη μέρα την τελευταία

Όρθρια βρέθηκε στη φυλακή

Κοντά στο μνήμα του

Ν’ ακούσει πρώτη το λόγο τον τελευταίο

Τι θα χαραμίσει την ψυχή του

αν δεν πει τον τελευταίο του λόγο

Λιτό κοφτό σπαρτιατικό

Φιλοσοφημένο

Όπως τον άκουαν τα παιδιά σαν της έλεγαν

δώσε γάλα δώσε καρύδια και σύκα και παστά

Κι αυτή γυρόφερνε τη γειτονιά

και ζωντάνευαν τα τέκνα του και τα τέκνα της

Ώσπου της έφερε την άλλη,  

Την κόρη του μεγάλου και δικαίου

κι αυτή πάλι πίσω του να τον κεντά σαν αλογόμυγα

Αυτή στο τέλος ήταν η μοίρα του

αυτήν του διάλεξε το μαντείο

Να τον αναγκάζει να φιλοσοφεί

Για να επιβιώσει.

………………………………..

Κι ο Φαίδων με τις μπούκλες του δεκοχτούρες

να παίζει ο γέρο δάσκαλος και να χαζεύει

τώρα που αρχίζουν να ξαναζούν τα μεγάλα παραμύθια

κι η αιωνιότητα κυκλώνεται λογικά και παράλογα

Ο χρόνος πλέκεται με το νήμα που ξετυλίγει

Το τρικό θα δέσει

Το σάβανο υφαίνεται

Έτσι όπως ο υφαντής φτιάχνει τα ιμάτια

και δεν ξέρει κανείς ποιο θα είναι το τελευταίο

ή ποια ψυχή θα το φορέσει.

Κι αν το ιμάτιο είναι το τελευταίο

Τι θ’ απογίνει μια ψυχή;



Στέλιος Παπαντωνίου

εικόνες το γυμνούλι κι ο γέροντας


Εικόνες

Το γυμνούλι κι ο γέροντας

Αρχαιότατο ήταν το έθιμο, θεόσδοτο, από Αβραάμ και Ισαάκ, κι όταν ήρθε η όγδοη μέρα πήρε κι η Μαρία το παιδί, ήταν και δική μας συνήθεια, μόλις μπορούσε να καθίσει μόνο,  το κουβαλούσαν το παιδί στο φωτογράφο να ποζάρει γυμνούλι, αρσενικό ήταν θηλυκό, απόδειξη πως είχε… Κανένας δεν ξέρει πόθεν ξεκίνησε η μόδα, κι έτσι όλοι είχαμε μια τέτοια φωτογραφία, με τα χρόνια την έτρωγε ο σκόρος ή οι οχτροί στις επιδρομές, είχαμε κι εμείς στην εκκλησιά μια διπλή εικόνα, ο άγιος Βασίλειος μεγαλοπρεπής στα δεξιά και αριστερά το μικράκι γυμνό, έτοιμο για την περιτομή, από πάνω του ιερείς με τις λεπίδες και στις κεφαλές αρχιερατικές μίτρες, ωραία σύνθεση μόνο που την χάναμε, την εικόνα, μια εδώ μια εκεί, κι έτσι της κάναμε μια γωνιά να την βλέπουμε συνεχώς, να βεβαιωνόμαστε για την ύπαρξή της.

Ο Βασίλης άλλο πράμα, δεν είναι αυτός της Κόκα Κόλα, ούτε κατά διάνοια, ένας αγαθότατος άνθρωπος, μυαλωμένος, επαναστάτης, όλο δύναμη και σφρίγος πνευματικό, δεν έμεινε λόγος ωραίος να μην γράψει, φτωχός να μην τον βοηθήσει, λίγο ο Γρηγόριος εκείνος του αντιστάθηκε, για μένα μεγάλη πράξη είναι η απραξία, του είπε, ωραίο λέει; Ωραιότατο!!! Ύστερα τον έβαλαν με μια κόκκινη πανωφόρα και με γένια λευκά να γυρίζει με ένα μαγνητοφωνάκι στους δρόμους πρωτοχρονιάτικα και να τραγουδά το γνωστόν, εκεί τα παρατράγουδα, «συσαρχο συσαρχο ντισσακυρί ααα», υπάρχει βέβαια ωραιότατη ερμηνεία του, «δες και με δες και με το παλικάρι», που ‘λεγε ο καψούρης στην γκόμενα, άλλου παπά ευαγγέλια.

Στο σπίτι παλιά το μαγκάλι, και ρίχναμε στα κάρβουνα φύλλα ελιάς, να δούμε αν θ’ αναποδογυρίσει, «άη Βασίλη βασιλιά, δείξε και φανέρωσε αν μ’ άγαπά…», από μέσα σου έλεγες το όνομα, δεν ήταν ανάγκη να γίνει και τουτούκκι, μικρός είσαι ακόμα για τέτοια, γεια σου Φρόυδ, οι έρωτες από την πολύ μικρή μας ηλικία αρχίζουν, κι έτσι με τα καλά μας που παννίζαμε τέτοια μέρα, με το κλαδί το πεύκο που αγοράζαμε και στολίζαμε με βαμβάκι, με τα λαμπιόνια από τον Πισσαρίδη και τον Κόκκινο στην Ερμού, με τον αρχιεπίσκοπο στην εκκλησιά, ήταν προνόμιο του Κασσιανού μας, αργότερα το ‘φαγαν, εν ταις λαμπρότησι λοιπόν των ημερών, με τα ήθη και τα έθιμα, καταγραμμένα πια σε μεγάλα κιτάπια, ύστερα από το μεγάλο κακό των βαρβάρων, γιατί κι ο κόσμος τα εγκαταλείπει, τώρα ξενυχτά, κάτι για ρεβεγιόν ο λόγος, εμείς ακόμα στο σπίτι την περνάμε, οικογενειακά, να σβήσουμε τα φώτα τα μεσάνυχτα, να τα ανάψουμε με τον καινούργιο χρόνο, να φιληθούμε το φιλί της αγάπης μας, να ξυπνήσουμε πρωί να πάμε στην εκκλησιά, αν δεν πάμε εμείς, ποιοι θα παν; Και πώς θ’ αρχίσει με τη βοήθεια του Θεού ο νέος χρόνος;    

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Το πραξικόπημα συνεχίζεται


Το πραξικόπημα συνεχίζεται

Πραξικόπημα είναι κάθε ενέργεια που αποβλέπει στην ανατροπή της νόμιμης τάξης με βίαια μέσα αλλά -γιατί όχι- και με ύπουλα, αφού το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, η ανατροπή της νομιμότητας. ‘Υστερα από την τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963, ύστερα από το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου τον Ιούλιο του 1974, ύστερα από την τουρκική εισβολή, η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει να αναγνωρίζεται ως κράτος μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ και αυτή παραμένει η μόνη σταθερή ασπίδα προστασίας της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου, του 82% του πληθυσμού του νησιού. Κυπριακή Δημοκρατία είμαστε όλοι εμείς που παραμένουμε στις θέσεις μας, γιατί πιστεύουμε πως έχουμε υποχρέωση στο παρελθόν και στο μέλλον του τόπου, στα παιδιά και στα εγγόνια μας, υπερασπιζόμαστε το κράτος μας και πιστεύουμε πως πρέπει να διατηρηθεί στη ζωή, για να συνεχίσει ο ελληνισμός να υπάρχει σ’ αυτή τη γωνιά της γης.

Και όμως δεν είναι λίγες οι φορές που με λόγια και πράξεις πολλοί ή λίγοι προσπαθούν να αμφισβητήσουν την κρατική μας υπόσταση, ρωτώντας για παράδειγμα, «μα είναι η Κύπρος κανονικό κράτος;» Ή εξισώνοντάς το με το ψευδοκράτος, με το εξυπναδίστικο , «τι ψευδοκράτος τι κλεφτοκράτος!»

Κανείς δεν αμφιβάλλει για τις αδυναμίες της κρατικής μηχανής ή των εκάστοτε κυβερνήσεων. Αλλά Κυπριακή Δημοκρατία είμαστε όλοι εμείς, και το κράτος δεν καθρεφτίζει τίποτε άλλο παρά τους εαυτούς μας. Αδυναμίες του αδυναμίες μας. «Μα για ποια Κυπριακή Δημοκρατία μιλάμε;», ρωτούν. Αυτήν του 1960, του ‘70, του ‘80 και πάει λέγοντας. Τη Δημοκρατία που σου στέλνει στο σπίτι την επιταγή, κι εσύ ωραία ωραία την μασουλάς, χωρίς να ρωτάς τι και ποιο κράτος σου την έστειλε. Πληρώνουμε φόρους, υπακούμε στους νόμους του, περιμένουμε τις συντάξεις ή τα επιδόματα, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, έχουμε δοσοληψίες με αυτό το κράτος, με την ταυτότητά του κυκλοφορούμε, κι αυτό πρέπει να σεβόμαστε αλλά και να απαιτούμε να μας σέβεται, όσο κι αν είναι σαρανταπληγιασμένο, γιατί κράτος δεν είναι αόρατες ουσίες αλλά συγκεκριμένοι άνθρωποι, που υπάρχουν και λειτουργούν και λειτουργούμε κι εμείς και υπάρχουμε ως πολίτες.

Η Τουρκία ή οι Τουρκοκύπριοι έχουν απόλυτο δίκαιο στις απαιτήσεις τους εναντίον μας; Τους ακούσατε καμιά φορά να λεν άλλα αντί άλλων, παρά να υπερασπίζονται τα άδικα αιτήματά τους; Εμείς γιατί, στην τόση εξυπνάδα μας, να αμφισβητούμε το κράτος μας, να υπερασπιζόμαστε θεληματικά ή άθελα τα δίκαια του οχτρού, την ώρα που κινδυνεύουμε να εξαφανιστούμε από προσώπου της γης; Ύψιστο δίκαιο είναι αυτές τις ώρες η σωτηρία της πατρίδας και όχι η απόδειξη της ορθότητας των κομματικών μας θέσεων ή της δικής μας θεώρησης του κυπριακού. Αυτά μπορεί να είναι θέματα για συζήτηση, στην πράξη όμως όλοι μας καλούμαστε να υπερασπιζόμαστε το κράτος μας, την Κυπριακή Δημοκρατία, γιατί αυτή είμαστε εμείς, τα παιδιά και τα εγγόνια μας, που πρέπει να μείνουν ριζωμένα εδώ που έχουν τρισχιλιόχρονες ρίζες και να μην ξεριζωθούν με τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες  πραξικοπηματικές μας διακηρύξεις και ενέργειες.

Στέλιος Παπαντωνίου  

εικονες- οι γεννήσεις


ΕΙΚΟΝΕΣ

Οι γεννήσεις

Τα παιδιά της μάνας μου, ύστερα από μένα, δεν κρατήθηκαν στη ζωή, όταν πήγε στην εκκλησιά και ζήτησε από τον Παπάκωστα να την διαβάσει γιατί ποσαράντωσε, μα τι, λέει, έριψα το παιδί, παπά μου, τώρα το ακούω, το άλλο, ο Άντρος μας, το σπίτι γέμισε συγγενείς και γειτόνους, μπαινόβγαινε ο γιατρός στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, σε λίγο ακούστηκε το κλάμα, μεγάλη χαρά, μεγάλωσε, θέριεψε, τον έφαε ο καρκίνος, οι σφαίρες στην ειρήνη και στον πόλεμο, ο όλμος στο φυλάκιο του Καπαρτή, πιο φονικό από όλα το τσιγάρο, με τα πακέτα τον συνόδεψε στο φέρετρο η γυναίκα του, κι έτσι μείναμε μόνοι, ο μεγάλος κι εγώ.                                             Κι ύστερα παρακολουθήσαμε γεννήσεις και γεννήσεις, ξαδέλφια και γειτόνους, κι αργότερα βέβαια τα δικά μας παιδιά, γεννήσαμε κύριε διευθυντά, και τι κάνατε, κορίτσι, δεν πειράζει, κι εγώ κορίτσια έχω, πριν γεννηθεί το πρώτο, ήταν αγόρι, όλοι ήξεραν να διαβάζουν την κοιλιά της γυναίκας μου, και τα ευχαριστήθηκα τα κορίτσια μου κι ύστερα τις εγγονές μου, η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών, Άνθρωπος γενόμενος ατρέπτως.                                                                                             Πάντα σχεδόν στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά η ίδια σκηνή, ο Ιωσήφ και η Μαρία, οι βοσκοί, και αγγελούδια πολλά, όλα τα παιδιά στην παράσταση, να χαίρονται που παίζουν, κι οι εικόνες στην εκκλησιά το ίδιο, ο Ιωσήφ παράμερα ακουμπισμένος στο ραβδί, σπήλαιο, όπως το φαντάζονται οι αγιογράφοι, άγγελοι στον ουρανό κι επιγραφή «επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», προβατάκια ποιμένες κι ο μικρούλης στη φάτνη, η Μαρία σκυμμένη επάνω του, κι ύστερα μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από τον Ιωσήφ, τι βλέπω, εγώ σε πήρα άσπιλη κι αμόλυντη και τι δράμα τώρα ζω, θα σε στείλω πίσω στους γονιούς σου, μα ο άγγελος αρχάγγελος όλα τα κανονίζει, τον ταρακουνά, μάθε και λίγη θαυματουργία, πελεκάνος άνθρωπος!                                                                                       Στη Χρυσαλινιώτισσα, απέναντι από την εκκλησία, ο πελεκάνος ήταν μοναδικός, ένα κατάστημα καθαρότατο, μερακλής της δουλειάς, ο Ιωσήφ δεν είχε μηχανήματα, όλα με το χέρι, μάθαινε κι ο μικρός κοντά του δουλειά, υπάκουο παιδί, μου έφτιαξε ένα γραφείο, στερεότατο, τίποτε δεν το ταρακουνά, εκεί να διαβάζω και να γράφω, μα την πρώτη Ανθολογία Αποστολίδη Χριστούγεννα την πήρα, δώρο από τη θεία Μαρούλα, Τρίτη τάξη Γυμνασίου, και την καταβρόχθισα, κοντά στη σόμπα του γκαζιού, μόλις τότε είχαν κυκλοφορήσει, με τη γιαγιά και τον παππού όμως τέτοιες μέρες καθόμασταν γύρω από το μαγκάλι, και με την ελιά στο χέρι, ελιές οφτές και ψωμί από τον φούρναρη στα κάρβουνα, ύστερα εμπνεύστηκε η μάνα μου να φτιάχνει το μοναδικό της ψωμί, μυρουδάτο και να φουρνίζει και να μοιράζει, πάντα ανοιχτοχέρα και περήφανη για τα καλούδια της.                                                                          Κι επειδή τα πάντα εν σοφία εποίησαν, εκείνο το πρωινό ξύπνημα, στις πέντε αρχίζει ο όρθρος, λίγα βήματα το σπίτι από την εκκλησιά, ξαστεριά, το αγιάζι,  ξυπνούσαν κι οι αγγέλοι της γειτονιάς, κι η καμπάνα χαρμόσυνη, από το δημοτικό μαθαίναμε να ψάλλουμε το απολυτίκιο της ημέρας και το Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον, ένα ωραιότατο κομμάτι από τις Ώρες, μερακλής θα ήταν  ο δάσκαλος που το ξεψάχνισε, κι ύστερα όλες οι γιορτές στα σχολεία, όταν ακόμα οι εορτασμοί ήταν ενδοτμηματικοί, το ευαγγέλιο της ημέρας και οι ψαλμοί ήταν σε πρώτη ζήτηση, αργότερα ήρθαν τα ξενικά, άλλοι καιροί άλλα ήθη.                                                         Και προ πάντων βέβαια τα δώρα, όλη η Λήδρας γεμάτη τότε με πεζούς ή ποδηλάτες, που ψώνιζαν, κι εμείς γυμνασιόπαιδα, δεν ξεχνιέται, αφού όλοι κρατούσαν πακέτα, βλέπουμε στη γωνία εκεί στου Μαγγλή πεταμένα κάμποσα, φορτωθήκαμε από δυο τρία η παρέα, μην κυκλοφορούμε εκτός τόπου και χρόνου, κι εμείς τα δώρα μας, κι ο πατέρας να απορεί, περνούσε με το ποδήλατο, πού τα βρήκε τα λεφτά να πάρει δώρα, ο γιος σου; Απορεί πάσα κτίσις.                                          Τόσο μεγάλο θαύμα, κι όμως ο Ιωσήφ στη γωνιά του περιβάλλεται με την μεγάλη αγάπη μας, στην ανθρώπινη γωνιά μας.

Σάββατο 13 Ιουλίου 2019


Ποια βότανα

Ποια βότανα, ποια σατανικά φαρμάκια αναμειγνύουν σε ψευδαργύρου κανάτια και μας ποτίζουν, για να κοιμόμαστε, να νυστάζουμε, να μην ξυπνούμε, σαρακοφαγωμένοι σαράντα πέντε χρόνια, κι όλο να βυθιζόμαστε στα κουφάρια μας, στις γελοίες κηδείες μας, την ώρα που ο μουεζίνης γυρίζει την κασέτα του κι ακούγεται το κλικ, να μας περιλούζει βρόμικα λύματα, κι εμείς περιμένουμε κάθαρση, όχι αυτή την κατάντια του καραγκιόζη και του βεζύρη, να μας κρατάν πίσω από το μπερντέ, χάρτινες γελοίες φιγούρες, να παίζουμε και να παρακολουθούμε, να μας παίζουν και να παρακολουθούμε, ενώ λιγδερή η κολυμβήθρα σκουριάζει, όσο περνούν τα χρόνια, και δεν είναι κανείς να καθαρίσει τα όσια.

Στέλιος Παπαντωνίου

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ


ΕΙΚΟΝΕΣ

Επαναστατικός ευαγγελισμός

Και πώς την περιμέναμε τη μέρα τούτη, γιατί θα φορούσαμε άσπρα πουκάμισα για την παρέλαση, ήταν παραδομένο, τρικό μπλε τον Οκτώβρη με τις 28, άσπρο πουκάμισο το Μάρτη με τις 25, στον πίνακα της τάξης φουστανέλες και δάφνες, πολύχρωμες κιμωλίες, πάλες και ζήτω, και τραγούδια της πατρίδας, εκείνα τα ωραία τα ηρωικά, ήταν τέτοια και τα χρόνια της ΕΟΚΑ μας που ζήσαμε παιδιά κι έφηβοι, κατέβαινε ο αρχάγγελος λοιπόν, δεν το μπορούσα εκείνο το «Άγγελος προτοστάντης», αυτό καταλάβαινα, γίνεται προτοστάντης, διαμαρτυρόμενος, στην ορθόδοξη εκκλησία; Πώς, τι έλεγε; Απορία ψάλτου: βηξ. Κι ύστερα έμαθα, κι άκουα κι έψελνα «Τη Υπερμάχω στρατηγώ» και στην εκκλησιά και στις διαδηλώσεις, τα παιδιά στην Ευρύχου σηκώνονταν πρωί για το εωθινό, ανέβαιναν εκεί, στον τόπο της θυσίας του Μάρκου Δράκου, κάθε χρονιά, με τις σάλπιγγες και τα στεφάνια, αντλούσαν αίμα και ήθος ηρωικό, κάπως έτσι θα τ’ αποφάσισε κι η Μαριγούλα, να πάει στην Ορεινή, να δει την ξαδέλφη της Ελισάβετ, μετά τον ευαγγελισμό, ένας τεράστιος άγγελος στην  εικόνα και το σπίτι κατά που το συλλάβει ο αγιογράφος, κάποτε με στοές και κολόνες, κάποτε νεοκλασικό, κι ο Προδρομάκης σκίρτησε εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία της, τι ωραίο απόσπασμα, τι θεία περικοπή, την διαβάζει ο παπάς  ξανά και ξανά κι εγώ μαζί τους, βλέπω την εξώπορτα, το λιακωτό, σαν τα παλιά νησιώτικα σπίτια, σαν της γειτονιάς μου το νάρθηκα της εκκλησιάς, πλακοστρωμένο, μπαίνει η Μαριγούλα, και «πώς το ‘ κανες ξαδελφούλα, και πώς το’ κανε η μητέρα του Κυρίου μου να ‘ρθει σε μένα,  και καλώς όρισες βρε, καιρό να σε δούμε», αγκαλιάσματα και φιλιά, το ίδιο και στην άγια Λαύρα, ξέρω ιστορία δεν είν’ ανάγκη να επεμβαίνετε, εκεί αντρακλάδες φουστανελάδες γενειοφόροι προπάπποι, να είναι καλά οι ζωγράφοι, με τις εικόνες τους ιστορούν, θεολογούν, τέρπουν ψυχές, ανεβάζουν στην ιδέα, στο θείο, στις αξίες που πιστέψαμε μια ζωή, θρησκεία- πατρίδα- οικογένεια, η θρησκεία μάς ανεβάζει στο θείο, η πατρίδα μάς ενώνει και καλεί και στη θυσία για όλους, ελευθερία ή θάνατος, η οικογένεια δένει στενά, ανθρώπινα πράματα, και ζούμε κι ευτυχούμε με τις αξίες μας και με τις ιδέες μας και με τον ιδεατό κόσμο μας, η μεταφυσική είναι πιο πάνω από τη φυσική και το ρεαλισμό, τι κάθομαι τώρα και ζαλίζω, ο καθένας το δρόμο της ευτυχίας του, της πλήρωσης της ψυχής του. Κι ο αρχάγγελος κατεβαίνει από τον ουρανό, κι εμείς ανεβαίνουμε στον ουρανό, «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», έτσι ζούμε, ανάμεσα στη γη και στα ουράνια, και σ’ όποιον αρέσει. Δεν ζητήσαμε άδεια. Την πήραμε, την έχουμε και την χαιρόμαστε. Και στα δικά σας.