Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ


ΕΙΚΟΝΕΣ

Επαναστατικός ευαγγελισμός

Και πώς την περιμέναμε τη μέρα τούτη, γιατί θα φορούσαμε άσπρα πουκάμισα για την παρέλαση, ήταν παραδομένο, τρικό μπλε τον Οκτώβρη με τις 28, άσπρο πουκάμισο το Μάρτη με τις 25, στον πίνακα της τάξης φουστανέλες και δάφνες, πολύχρωμες κιμωλίες, πάλες και ζήτω, και τραγούδια της πατρίδας, εκείνα τα ωραία τα ηρωικά, ήταν τέτοια και τα χρόνια της ΕΟΚΑ μας που ζήσαμε παιδιά κι έφηβοι, κατέβαινε ο αρχάγγελος λοιπόν, δεν το μπορούσα εκείνο το «Άγγελος προτοστάντης», αυτό καταλάβαινα, γίνεται προτοστάντης, διαμαρτυρόμενος, στην ορθόδοξη εκκλησία; Πώς, τι έλεγε; Απορία ψάλτου: βηξ. Κι ύστερα έμαθα, κι άκουα κι έψελνα «Τη Υπερμάχω στρατηγώ» και στην εκκλησιά και στις διαδηλώσεις, τα παιδιά στην Ευρύχου σηκώνονταν πρωί για το εωθινό, ανέβαιναν εκεί, στον τόπο της θυσίας του Μάρκου Δράκου, κάθε χρονιά, με τις σάλπιγγες και τα στεφάνια, αντλούσαν αίμα και ήθος ηρωικό, κάπως έτσι θα τ’ αποφάσισε κι η Μαριγούλα, να πάει στην Ορεινή, να δει την ξαδέλφη της Ελισάβετ, μετά τον ευαγγελισμό, ένας τεράστιος άγγελος στην  εικόνα και το σπίτι κατά που το συλλάβει ο αγιογράφος, κάποτε με στοές και κολόνες, κάποτε νεοκλασικό, κι ο Προδρομάκης σκίρτησε εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία της, τι ωραίο απόσπασμα, τι θεία περικοπή, την διαβάζει ο παπάς  ξανά και ξανά κι εγώ μαζί τους, βλέπω την εξώπορτα, το λιακωτό, σαν τα παλιά νησιώτικα σπίτια, σαν της γειτονιάς μου το νάρθηκα της εκκλησιάς, πλακοστρωμένο, μπαίνει η Μαριγούλα, και «πώς το ‘ κανες ξαδελφούλα, και πώς το’ κανε η μητέρα του Κυρίου μου να ‘ρθει σε μένα,  και καλώς όρισες βρε, καιρό να σε δούμε», αγκαλιάσματα και φιλιά, το ίδιο και στην άγια Λαύρα, ξέρω ιστορία δεν είν’ ανάγκη να επεμβαίνετε, εκεί αντρακλάδες φουστανελάδες γενειοφόροι προπάπποι, να είναι καλά οι ζωγράφοι, με τις εικόνες τους ιστορούν, θεολογούν, τέρπουν ψυχές, ανεβάζουν στην ιδέα, στο θείο, στις αξίες που πιστέψαμε μια ζωή, θρησκεία- πατρίδα- οικογένεια, η θρησκεία μάς ανεβάζει στο θείο, η πατρίδα μάς ενώνει και καλεί και στη θυσία για όλους, ελευθερία ή θάνατος, η οικογένεια δένει στενά, ανθρώπινα πράματα, και ζούμε κι ευτυχούμε με τις αξίες μας και με τις ιδέες μας και με τον ιδεατό κόσμο μας, η μεταφυσική είναι πιο πάνω από τη φυσική και το ρεαλισμό, τι κάθομαι τώρα και ζαλίζω, ο καθένας το δρόμο της ευτυχίας του, της πλήρωσης της ψυχής του. Κι ο αρχάγγελος κατεβαίνει από τον ουρανό, κι εμείς ανεβαίνουμε στον ουρανό, «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», έτσι ζούμε, ανάμεσα στη γη και στα ουράνια, και σ’ όποιον αρέσει. Δεν ζητήσαμε άδεια. Την πήραμε, την έχουμε και την χαιρόμαστε. Και στα δικά σας.