Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

εικόνες- δεν γέλασα


ΕΙΚΟΝΕΣ

ΔΕΝ ΓΕΛΑΣΑ

Δεν γέλασα, Κύριε, ναι δεν γέλασες αλλά γέλασες, να μην πιστεύεις, και γιο θα γεννήσεις και μεγάλος θα γίνει, από μικρός θα φαίνεται πως θα γενεί μεγάλος, τι να κάμει κι η Κυρά, προηγουμένως έδωσε στον άντρα της τη δούλα της, κάμε παιδί μαζί της, αφού εγώ δεν το μπορώ, του είπε, κι έτσι άρχισε το παραμύθι της γιαγιάς να ξετυλίγεται, το χειμώνα καθόμασταν κοντά στο μαγκάλι, κόρτες ψωμί για καπήρα, ελιόλαδο στο πιάτο με κάμποσο λεμόνι, σε μεγάλη ηλικία να γεννούν οι γυναίκες, συνομήλικός μου ήταν ο πατέρας, άντρας τη Κυράς,  εβδομήντα έξι ετών, όταν έκαμε το πρώτο του παιδί με τη δούλα, ενενήντα και, όταν έκαμε το δεύτερο, μα κι η Άννα το ίδιο, μαζί με το Βακίμη της, κάθονταν εκεί στο αδιέξοδο, πάροδος Μεγάλου Κωνσταντίνου, άτεκνοι, το ντρέπονταν, καταραμένοι είμαστε, έλεγαν, μα γιατί, καλά πλάσματα, ήσυχοι, κανένα δεν βλάψατε, το καλό κάνετε, γιατί να επιτρέψει, κι έτσι ήλθε η ευλογία και γέννησε τη Μαριγούλα.

Να σκεφτείς, την ίδια εικόνα είδα στη Λακατάμια, η θεια Χαρίτα γεννούσε, η μαμμού στην κάμαρα, εμείς παιδιά, βλέπαμε να μπαινοβγαίνουν οι γυναίκες, να ζεσταίνουν νερό, φέρτε νερό να πλύνουμε το μωρό, κι ύστερα να ακούμε το κλάμα και να χορεύουμε, κι η γειτονιά μας το γλέντησε, στήσαμε εκεί στο αδιέξοδο ένα παλιό γραμμόφωνο, κρεμάσαμε φώτα να βλέπουμε, όλοι βρεθήκαμε εκεί οι γειτόνοι, χαρά μεγάλη, η γέννησή της χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη, όχι μόνο στη γειτονιά.

Κι η Μαριγούλα μεγάλωνε εκεί στο αδιέξοδο, ο Βακίμης κι η Άννα χαίρονταν, έπαιζε βασιλέα, τον σχεδίαζε στον τσιμέντο με κιμωλία, πήγαινε στο Παρθεναγωγείο Αγίου Κασσιανού, η δεσποινίς Θεοδώρα πολύ την αγαπούσε, κι εκείνοι  σκέφτονταν τι να την κάμουν, μεγάλοι πια, να την βάλουν σώκλειστη σε κανένα οικοτροφείο, να την κλείσουν σε κανένα μοναστήρι, αυτοί θα αποχαιρετούσαν πολύ σύντομα τη ζωή, το παιδί έπρεπε να βρει απάγκιο.  

Κι έτσι στην εικόνα τη μια βλέπουμε την Άννα ξαπλωμένη, με το ριπίδι να της κάνει αέρα μια κυρία, κάτω έτοιμο το νερό να πλύνουν το μωρό κι η άλλη, να παραδίνουν στο Ζαχαρία τη Μαριγούλα, τώρα ο Ζαχαρίας είναι πρόβλημα, ποιος από τους δυο ήταν, αυτός που καθόταν στη γειτονιά, απέναντι από το ιατρείο του Πρωτοπαπά, χοντρός, κοντά στο τείχος ή ο άλλος, με το καφενείο στο Βουνό, τον τηλεφωνικό πράσινο θάλαμο έξω, ένα τηλέφωνο για όλο το χωριό, ένα λίζο για τα παιδιά, εκτός αν θέλετε σουμάδα!

Στέλιος Παπαντωνίου