Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Φαίδων Α΄


ΦΑΙΔΩΝ Α΄





Κάτι λεπτά νήματα

Περνούν το αίμα δεν το περνούν

Ένα ρυάκι στη ρίζα του δέντρου

Ποτίζει δεν ποτίζει

κόβεται κάπου ρυάκι νήμα

Κι η ρίζα να διψά

δεν ξέρει να μιλήσει

πονά βρυχιέται.



Γλώσσες πολύχρονες τ’ ανθρώπου

Ταλανίζουν, ευφραίνουν, μεταφέρουν μηνύματα

Κι άξιος ο ερμηνευτής τους.



Ο Ερμής με το κηρύκειο

Διαγγέλλει τα γιγνόμενα  και γενησόμενα.

Η γλώσσα μία πολυτάλαντη

Κι οι ερμηνείες αρίφνητες.



………………………

Κι άλλοι δεν καταλαβαίνουν

Όσα λεν τα λουλούδια την άνοιξη

Κι όσα η πορτοκαλιά σιγοψιθυρίζει

Στ’ αφτί της πεταλούδας.



Κι εσύ τόσον καιρό κρυφάκουγες

Κρατούσες μυστικά

Δεν εκμυστηρευόσουν

Τ’ ανήλια βάθη στο χώμα τι κρύβουν

Τα πελώρια κυπαρίσσια

Στους τάφους των κεκοιμημένων.



Μια πνοή ζωής

Ένα λευκό πέταγμα στον αέρα

Κι η αιωνιότητά σου διακόπτεται

Κάποτε προσωρινά

Κάποτε εξολοκλήρου

Για τη μετάβαση στην άλλη

………………………………………
Δεν άκουσα κύκνους να τραγουδούν

Χορεύουν στη φαντασία σου μικρές μηχανές

Καλοκουρδισμένες

Με κομματιασμένους καθρέφτες

Κρύσταλλα

Κι η μελωδία επανέρχεται.



Την επιβεβαιώνει ο Σωκράτης

Για την ευτυχία του πτηνού

Για την ευτυχία του θνητού

Σαν ξέρει πως ελευθερώνεται

Και πετά στους άλλους κόσμους

Γαλάζια χρώματα.



Έτσι και συ

μουρμούριζες, τραγουδούσες,

απολάμβανες μουσική

σιγόψελνες,

 όπως στις εικοσιτέσσερις ώρες

τον πολυέλεο.



Ίσως στο έλεός Του

Να μπορείς να αναπνέεις και πάλι

Στη δεύτερη τώρα ζωή σου

……………………………………………..

Η πρώτη επαφή με το θάνατο

ξαπλωμένο στο κρεβάτι

ήρεμο πρόσωπο,

πόσο μεγάλης ηλικίας

μικροί δεν υπολογίζουμε

μεγάλοι δε συνειδητοποιούμε

το κερί στο πλευρό του

ιερή κατάνυξη

με τον ιερέα να τον κοινωνεί

των αχράντων μυστηρίων

κι όμως ζεστή ατμόσφαιρα

οι ψυχές των φίλων, των συγγενών

που στριμώχνονταν

στο μικρό λιακωτό

μερικές ίσως να τις έβλεπε

πουλιά στο ταβάνι,

στο πλαϊνό παράθυρο

στο περβάζι

να περιμένουν να τον πάρουν μαζί τους

έτοιμος σχεδόν φαινόταν

για το ταξίδι.

………………………………………..



Στο άλλο απόφευγαν το πρόσωπο

σιγομιλούσαν για το αίμα

πώς να καλυφθεί

που έφευγε από το σώμα

σωρεύεται στο κύπελλο

κομματιασμένα μέλη

με όλα τα μυθολογικά τεμαχισμένα 

να κρέμονται πάνω απ’ τη φαρέτρα του Άδη

πάνω απ’ τα κεφάλια μας

να βγαίνουν μέσα από τις σάκες των παιδιών

από τα σχολικά βιβλία

και να λάμπουν

μέσα από το μυθολογικό φως

στη σκοτεινή κάμαρα

με το παλικάρι

καβάλα στη μοτόρα.

 …………………………….



Ήταν ευκαιρία ν’ αθανατιστούν

παιδιά, γαμπροί, νύφες

συγγενείς και φίλοι

γύρω από το σκήνωμα

στην κύρια θέση

και έτσι γνωρίζω

στο θάνατό του τον προπάππο

τις ξακουστές κορμοστασιές της ράτσας

τα ήρεμα γερόντια

ενωμένα στον άλλο κόσμο

με τα λουλούδια και την απόλυτη σιωπή.

Σαν σε φωτογραφία.



Τα ονόματα παίρνουν τη μορφή τους

οι μορφές ανιχνεύουν τις ράχες της μνήμης

σκαρφαλώνουν στους τοίχους

σε χρονολογίες απροσδιόριστες

σε χώρους από καιρό ερειπωμένους

μαζί με την ιστορία της γειτονιάς

της φυγής,

ενός δύσμοιρου και μακάριου

παρελθόντος.