Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

εικονες τα πέντε πρώτα


ΕΙΚΟΝΕΣ

ΔΕΝ ΓΕΛΑΣΑ

Δεν γέλασα, Κύριε, ναι δεν γέλασες αλλά γέλασες, να μην πιστεύεις, και γιο θα γεννήσεις και μεγάλος θα γίνει, από μικρός θα φαίνεται πως θα γενεί μεγάλος, τι να κάμει κι η Κυρά, προηγουμένως έδωσε στον άντρα της τη δούλα της, κάμε παιδί μαζί της, αφού εγώ δεν το μπορώ, του είπε, κι έτσι άρχισε το παραμύθι της γιαγιάς να ξετυλίγεται, το χειμώνα καθόμασταν κοντά στο μαγκάλι, κόρτες ψωμί για καπήρα, ελιόλαδο στο πιάτο με κάμποσο λεμόνι, σε μεγάλη ηλικία να γεννούν οι γυναίκες, συνομήλικός μου ήταν ο πατέρας, άντρας τη Κυράς,  εβδομήντα έξι ετών, όταν έκαμε το πρώτο του παιδί με τη δούλα, ενενήντα και, όταν έκαμε το δεύτερο, μα κι η Άννα το ίδιο, μαζί με το Βακίμη της, κάθονταν εκεί στο αδιέξοδο, πάροδος Μεγάλου Κωνσταντίνου, άτεκνοι, το ντρέπονταν, καταραμένοι είμαστε, έλεγαν, μα γιατί, καλά πλάσματα, ήσυχοι, κανένα δεν βλάψατε, το καλό κάνετε, γιατί να επιτρέψει, κι έτσι ήλθε η ευλογία και γέννησε τη Μαριγούλα.

Να σκεφτείς, την ίδια εικόνα είδα στη Λακατάμια, η θεια Χαρίτα γεννούσε, η μαμμού στην κάμαρα, εμείς παιδιά, βλέπαμε να μπαινοβγαίνουν οι γυναίκες, να ζεσταίνουν νερό, φέρτε νερό να πλύνουμε το μωρό, κι ύστερα να ακούμε το κλάμα και να χορεύουμε, κι η γειτονιά μας το γλέντησε, στήσαμε εκεί στο αδιέξοδο ένα παλιό γραμμόφωνο, κρεμάσαμε φώτα να βλέπουμε, όλοι βρεθήκαμε εκεί οι γειτόνοι, χαρά μεγάλη, η γέννησή της χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη, όχι μόνο στη γειτονιά.

Κι η Μαριγούλα μεγάλωνε εκεί στο αδιέξοδο, ο Βακίμης κι η Άννα χαίρονταν, έπαιζε βασιλέα, τον σχεδίαζε στον τσιμέντο με κιμωλία, πήγαινε στο Παρθεναγωγείο Αγίου Κασσιανού, η δεσποινίς Θεοδώρα πολύ την αγαπούσε, κι εκείνοι  σκέφτονταν τι να την κάμουν, μεγάλοι πια, να την βάλουν σώκλειστη σε κανένα οικοτροφείο, να την κλείσουν σε κανένα μοναστήρι, αυτοί θα αποχαιρετούσαν πολύ σύντομα τη ζωή, το παιδί έπρεπε να βρει απάγκιο. 

Κι έτσι στην εικόνα τη μια βλέπουμε την Άννα ξαπλωμένη, με το ριπίδι να της κάνει αέρα μια κυρία, κάτω έτοιμο το νερό να πλύνουν το μωρό κι η άλλη, να παραδίνουν στο Ζαχαρία τη Μαριγούλα, τώρα ο Ζαχαρίας είναι πρόβλημα, ποιος από τους δυο ήταν, αυτός που καθόταν στη γειτονιά, απέναντι από το ιατρείο του Πρωτοπαπά, χοντρός, κοντά στο τείχος ή ο άλλος, με το καφενείο στο Βουνό, τον τηλεφωνικό πράσινο θάλαμο έξω, ένα τηλέφωνο για όλο το χωριό, ένα λίζο για τα παιδιά, εκτός αν θέλετε σουμάδα!

Το ατεκνίας όνειδος Με κυρτωμένους ώμους Ιωακείμ και Άννα φιλόθεοι

Με αμετρήτους ιλασμούς εν τεμένει Με τρεμούσας χείρας δεν είχαν πρόσφορο 

φίλον τέκος Του ναού οικήτορα. Δεν ήταν Αβραάμ στο βωμό αναφορά Ισαάκ τον μονάκριβο, Αλλά Κύριος οίδε. Η στείρα έτεκε μακαρία την Θεομήτορα Αδάμ και Εύα έκπαγλοι φέγγος ιδόντες Εκ της φθοράς του θανάτου ελεύθεροι. Οι ποιητές κοντακίων 

Θαυμαστοί μαϊστορες απολυτικίων Μειλιχίοισι λόγοις ολίγοις Πλέκουν τον στέφανον

Των γενεθλίων της Θεοτόκου.



ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ

Και πώς την περιμέναμε τη μέρα τούτη, γιατί θα φορούσαμε άσπρα πουκάμισα για την παρέλαση, ήταν παραδομένο, τρικό μπλε τον Οκτώβρη με τις 28, άσπρο πουκάμισο το Μάρτη με τις 25, στον πίνακα της τάξης φουστανέλες και δάφνες, πολύχρωμες κιμωλίες, πάλες και ζήτω, και τραγούδια της πατρίδας, εκείνα τα ωραία τα ηρωικά, ήταν τέτοια και τα χρόνια της ΕΟΚΑ μας που ζήσαμε παιδιά κι έφηβοι, κατέβαινε ο αρχάγγελος λοιπόν, δεν το μπορούσα εκείνο το «Άγγελος προτοστάντης», αυτό καταλάβαινα, γίνεται προτοστάντης, διαμαρτυρόμενος, στην ορθόδοξη εκκλησία; Πώς, τι έλεγε; Απορία ψάλτου: βηξ. Κι ύστερα έμαθα, κι άκουα κι έψελνα «Τη Υπερμάχω στρατηγώ» και στην εκκλησιά και στις διαδηλώσεις, τα παιδιά στην Ευρύχου σηκώνονταν πρωί για το εωθινό, ανέβαιναν εκεί, στον τόπο της θυσίας του Μάρκου Δράκου, κάθε χρονιά, με τις σάλπιγγες και τα στεφάνια, αντλούσαν αίμα και ήθος ηρωικό, κάπως έτσι θα τ’ αποφάσισε κι η Μαριγούλα, να πάει στην Ορεινή, να δει την ξαδέλφη της Ελισάβετ, μετά τον ευαγγελισμό, ένας τεράστιος άγγελος στην  εικόνα και το σπίτι κατά που το συλλάβει ο αγιογράφος, κάποτε με στοές και κολόνες, κάποτε νεοκλασικό, κι ο Προδρομάκης σκίρτησε εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία της, τι ωραίο απόσπασμα, τι θεία περικοπή, την διαβάζει ο παπάς  ξανά και ξανά κι εγώ μαζί τους, βλέπω την εξώπορτα, το λιακωτό, σαν τα παλιά νησιώτικα σπίτια, σαν της γειτονιάς μου το νάρθηκα της εκκλησιάς, πλακοστρωμένο, μπαίνει η Μαριγούλα, και «πώς το ‘ κανες ξαδελφούλα, και πώς το’ κανε η μητέρα του Κυρίου μου να ‘ρθει σε μένα,  και καλώς όρισες βρε, καιρό να σε δούμε», αγκαλιάσματα και φιλιά, το ίδιο και στην άγια Λαύρα, ξέρω ιστορία δεν είν’ ανάγκη να επεμβαίνετε, εκεί αντρακλάδες φουστανελάδες γενειοφόροι προπάπποι, να είναι καλά οι ζωγράφοι, με τις εικόνες τους ιστορούν, θεολογούν, τέρπουν ψυχές, ανεβάζουν στην ιδέα, στο θείο, στις αξίες που πιστέψαμε μια ζωή, θρησκεία- πατρίδα- οικογένεια, η θρησκεία μάς ανεβάζει στο θείο, η πατρίδα μάς ενώνει και καλεί και στη θυσία για όλους, ελευθερία ή θάνατος, η οικογένεια δένει στενά, ανθρώπινα πράματα, και ζούμε κι ευτυχούμε με τις αξίες μας και με τις ιδέες μας και με τον ιδεατό κόσμο μας, η μεταφυσική είναι πιο πάνω από τη φυσική και το ρεαλισμό, τι κάθομαι τώρα και ζαλίζω, ο καθένας το δρόμο της ευτυχίας του, της πλήρωσης της ψυχής του. Κι ο αρχάγγελος κατεβαίνει από τον ουρανό, κι εμείς ανεβαίνουμε στον ουρανό, «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», έτσι ζούμε, ανάμεσα στη γη και στα ουράνια, και σ’ όποιον αρέσει. Δεν ζητήσαμε άδεια. Την πήραμε, την έχουμε και την χαιρόμαστε. Και στα δικά σας.

ΟΙ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ

Τα παιδιά της μάνας μου, ύστερα από μένα, δεν κρατήθηκαν στη ζωή, όταν πήγε στην εκκλησιά και ζήτησε από τον Παπάκωστα να την διαβάσει γιατί ποσαράντωσε, μα τι, λέει, έριψα το παιδί, παπά μου, τώρα το ακούω, το άλλο, ο Άντρος μας, το σπίτι γέμισε συγγενείς και γειτόνους, μπαινόβγαινε ο γιατρός στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, σε λίγο ακούστηκε το κλάμα, μεγάλη χαρά, μεγάλωσε, θέριεψε, τον έφαε ο καρκίνος, οι σφαίρες στην ειρήνη και στον πόλεμο, ο όλμος στο φυλάκιο του Καπαρτή, πιο φονικό από όλα το τσιγάρο, με τα πακέτα τον συνόδεψε στο φέρετρο η γυναίκα του, κι έτσι μείναμε μόνοι, ο μεγάλος κι εγώ.                                             Κι ύστερα παρακολουθήσαμε γεννήσεις και γεννήσεις, ξαδέλφια και γειτόνους, κι αργότερα βέβαια τα δικά μας παιδιά, γεννήσαμε κύριε διευθυντά, και τι κάνατε, κορίτσι, δεν πειράζει, κι εγώ κορίτσια έχω, πριν γεννηθεί το πρώτο, ήταν αγόρι, όλοι ήξεραν να διαβάζουν την κοιλιά της γυναίκας μου, και τα ευχαριστήθηκα τα κορίτσια μου κι ύστερα τις εγγονές μου, η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών, Άνθρωπος γενόμενος ατρέπτως.                                                                                             Πάντα σχεδόν στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά η ίδια σκηνή, ο Ιωσήφ και η Μαρία, οι βοσκοί, και αγγελούδια πολλά, όλα τα παιδιά στην παράσταση, να χαίρονται που παίζουν, κι οι εικόνες στην εκκλησιά το ίδιο, ο Ιωσήφ παράμερα ακουμπισμένος στο ραβδί, σπήλαιο, όπως το φαντάζονται οι αγιογράφοι, άγγελοι στον ουρανό κι επιγραφή «επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», προβατάκια ποιμένες κι ο μικρούλης στη φάτνη, η Μαρία σκυμμένη επάνω του, κι ύστερα μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από τον Ιωσήφ, τι βλέπω, εγώ σε πήρα άσπιλη κι αμόλυντη και τι δράμα τώρα ζω, θα σε στείλω πίσω στους γονιούς σου, μα ο άγγελος αρχάγγελος όλα τα κανονίζει, τον ταρακουνά, μάθε και λίγη θαυματουργία, πελεκάνος άνθρωπος!                                                                                       Στη Χρυσαλινιώτισσα, απέναντι από την εκκλησία, ο πελεκάνος ήταν μοναδικός, ένα κατάστημα καθαρότατο, μερακλής της δουλειάς, ο Ιωσήφ δεν είχε μηχανήματα, όλα με το χέρι, μάθαινε κι ο μικρός κοντά του δουλειά, υπάκουο παιδί, μου έφτιαξε ένα γραφείο, στερεότατο, τίποτε δεν το ταρακουνά, εκεί να διαβάζω και να γράφω, μα την πρώτη Ανθολογία Αποστολίδη Χριστούγεννα την πήρα, δώρο από τη θεία Μαρούλα, Τρίτη τάξη Γυμνασίου, και την καταβρόχθισα, κοντά στη σόμπα του γκαζιού, μόλις τότε είχαν κυκλοφορήσει, με τη γιαγιά και τον παππού όμως τέτοιες μέρες καθόμασταν γύρω από το μαγκάλι, και με την ελιά στο χέρι, ελιές οφτές και ψωμί από τον φούρναρη στα κάρβουνα, ύστερα εμπνεύστηκε η μάνα μου να φτιάχνει το μοναδικό της ψωμί, μυρουδάτο και να φουρνίζει και να μοιράζει, πάντα ανοιχτοχέρα και περήφανη για τα καλούδια της.                                                                          Κι επειδή τα πάντα εν σοφία εποίησαν, εκείνο το πρωινό ξύπνημα, στις πέντε αρχίζει ο όρθρος, λίγα βήματα το σπίτι από την εκκλησιά, ξαστεριά, το αγιάζι,  ξυπνούσαν κι οι αγγέλοι της γειτονιάς, κι η καμπάνα χαρμόσυνη, από το δημοτικό μαθαίναμε να ψάλλουμε το απολυτίκιο της ημέρας και το Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον, ένα ωραιότατο κομμάτι από τις Ώρες, μερακλής θα ήταν  ο δάσκαλος που το ξεψάχνισε, κι ύστερα όλες οι γιορτές στα σχολεία, όταν ακόμα οι εορτασμοί ήταν ενδοτμηματικοί, το ευαγγέλιο της ημέρας και οι ψαλμοί ήταν σε πρώτη ζήτηση, αργότερα ήρθαν τα ξενικά, άλλοι καιροί άλλα ήθη.                                                         Και προ πάντων βέβαια τα δώρα, όλη η Λήδρας γεμάτη τότε με πεζούς ή ποδηλάτες, που ψώνιζαν, κι εμείς γυμνασιόπαιδα, δεν ξεχνιέται, αφού όλοι κρατούσαν πακέτα, βλέπουμε στη γωνία εκεί στου Μαγγλή πεταμένα κάμποσα, φορτωθήκαμε από δυο τρία η παρέα, μην κυκλοφορούμε εκτός τόπου και χρόνου, κι εμείς τα δώρα μας, κι ο πατέρας να απορεί, περνούσε με το ποδήλατο, πού τα βρήκε τα λεφτά να πάρει δώρα, ο γιος σου; Απορεί πάσα κτίσις.                                          Τόσο μεγάλο θαύμα, κι όμως ο Ιωσήφ στη γωνιά του περιβάλλεται με την μεγάλη αγάπη μας, στην ανθρώπινη γωνιά μας.



ΤΟ ΓΥΜΝΟΥΛΙ ΚΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ

Αρχαιότατο ήταν το έθιμο, θεόσδοτο, από Αβραάμ και Ισαάκ, κι όταν ήρθε η όγδοη μέρα πήρε κι η Μαρία το παιδί, ήταν και δική μας συνήθεια, μόλις μπορούσε να καθίσει μόνο,  το κουβαλούσαν το παιδί στο φωτογράφο να ποζάρει γυμνούλι, αρσενικό ήταν θηλυκό, απόδειξη πως είχε… Κανένας δεν ξέρει πόθεν ξεκίνησε η μόδα, κι έτσι όλοι είχαμε μια τέτοια φωτογραφία, με τα χρόνια την έτρωγε ο σκόρος ή οι οχτροί στις επιδρομές, είχαμε κι εμείς στην εκκλησιά μια διπλή εικόνα, ο άγιος Βασίλειος με ειλητάριο αριστερά, και δεξιά πάνω ψηλά το μικράκι γυμνό, έτοιμο για την περιτομή, από πάνω του ιερείς πολλοί με τις λεπίδες, λαμπάδες, στις κεφαλές τιάρες, ωραία σύνθεση, δωρεά του Αντζουλή προσκυνητή 1815, σε πρώτο πλάνο ο Ιωσήφ κι η Μαρία και η περικοπή του ευαγγελίου, μόνο που την χάναμε, την εικόνα, μια εδώ μια εκεί, κι έτσι της κάναμε μια γωνιά να την βλέπουμε συνεχώς, να βεβαιωνόμαστε για την ύπαρξή της.

Ο Βασίλης άλλο πράμα, δεν είναι αυτός της Κόκα Κόλα, ούτε κατά διάνοια, ένας αγαθότατος άνθρωπος, μυαλωμένος, επαναστάτης, όλο δύναμη και σφρίγος πνευματικό, στην εικόνα σοβαρός και σκεφτικός, δεν έμεινε λόγος ωραίος να μην τον γράψει, φτωχός να μην τον βοηθήσει, λίγο ο Γρηγόριος εκείνος του αντιστάθηκε, «για μένα μεγάλη πράξη είναι η απραξία», του είπε, ωραίο λέει; Ωραιότατο!!! Ύστερα τον έβαλαν με μια κόκκινη πανωφόρα και με γένια λευκά να γυρίζει με ένα μαγνητοφωνάκι στους δρόμους πρωτοχρονιάτικα και να τραγουδά το γνωστόν, εκεί τα παρατράγουδα, «συσαρχο συσαρχο ντισσακυρί ααα», υπάρχει βέβαια ωραιότατη ερμηνεία του, «δες και με δες και με το παλικάρι», που ‘λεγε ο καψούρης στην γκόμενα, άλλου παπά ευαγγέλια.

Στο σπίτι παλιά το μαγκάλι, και ρίχναμε στα κάρβουνα φύλλα ελιάς, να δούμε αν θ’ αναποδογυρίσει, «άη Βασίλη βασιλιά, δείξε και φανέρωσε αν μ’ άγαπά…», από μέσα σου έλεγες το όνομα, δεν ήταν ανάγκη να γίνει και τουτούκκι, μικρός είσαι ακόμα για τέτοια, γεια σου Φρόυδ, οι έρωτες από την πολύ μικρή μας ηλικία αρχίζουν, κι έτσι με τα καλά μας που παννίζαμε τέτοια μέρα, με το κλαδί το πεύκο που αγοράζαμε και στολίζαμε με βαμβάκι, με τα λαμπιόνια από τον Πισσαρίδη και τον Κόκκινο στην Ερμού, με τον αρχιεπίσκοπο στην εκκλησιά, ήταν προνόμιο του Κασσιανού μας, αργότερα το ‘φαγαν, εν ταις λαμπρότησι λοιπόν των ημερών, με τα ήθη και τα έθιμα, καταγραμμένα πια σε μεγάλα κιτάπια, ύστερα από το μεγάλο κακό των βαρβάρων, γιατί κι ο κόσμος τα εγκαταλείπει, τώρα ξενυχτά, κάτι για ρεβεγιόν ο λόγος, εμείς ακόμα στο σπίτι την περνάμε, οικογενειακά, να σβήσουμε τα φώτα τα μεσάνυχτα, να τα ανάψουμε με τον καινούργιο χρόνο, να φιληθούμε το φιλί της αγάπης μας, να ξυπνήσουμε πρωί να πάμε στην εκκλησιά, αν δεν πάμε εμείς, ποιοι θα παν; Και πώς θ’ αρχίσει με τη βοήθεια του Θεού ο νέος χρόνος;   

ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Και σήμερα θα λάβετε το βάπτισμα του πυρός, μας λέει στη Χαλκίδα που μας πήραν φαντάρια τότε, το ‘64, κι άρχισε μια πραγματική μάχη, άσφαιρα βέβαια αλλά ο θόρυβος και το κακό μεγάλο, κι έτσι όταν άρχισε η δεύτερη εισβολή, δεκαπενταύγουστο ήταν, στου Μόρφου εμείς, το μικράκι στο κάρικοτ τεσσάρων πέντε μηνών και φώναζα μην το ξεχάσουμε, ήρθε όμως η ώρα που έπρεπε να το βαφτίσουμε, άλλοι τα βάφτιζαν στον αέρα μη μας παν αβάφτιστα, οι δικοί μου όλοι ήταν στη Λεμεσό, η γειτονιά μας στη Λευκωσία πεδίο μάχης, ο μικρός μας τραυματισμένος από όλμο στο νοσοκομείο Λεμεσού, της Λευκωσία ασφυκτικά γεμάτο, βαφτίσαμε λοιπόν εκεί, στης θείας Δεσπούς, ο μεγάλος ήταν στην Αγγλία, αλλά όταν είπαν να τον βαφτίσουν διάλεξαν τον άη Χρυσόστομο, μόλις είχε πεθάνει ο αδελφός του πατέρα με το ίδιο όνομα, προς τιμήν του λοιπόν Χρυσόστομος και στον άη Χρυσόστομο, έτσι μπήκε σιγά σιγά το όνομα στην οικογένεια του Παπάντωνη και Χρυσούλα και Χρυσούλης, άλλοι βάφτιζαν στον απόστολο Αντρέα, μεγάλη η χάρη του. 

Λες καμιά φορά, μα ποια σχέση έχουν μεταξύ τους δυο κολόνες; Και να που βρίσκεις την απάντηση, θεολογική μάλιστα, στη μια κολόνα του Κασσιανού μας ζωγραφισμένος ο Ιωάννης να βαφτίζει τον Χριστό στον Ιορδάνη και στην άλλη ο αρχάγγελος Μιχαήλ να παίρνει την ψυχή μιας κρεβατωμένης, αν το σκέφτηκε βέβαια μπράβο του, όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν, συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον και λοιπά και λοιπά, η βάφτιση θάνατος κι αναγέννηση και περπάτημα στη νέα ζωή της καθαρότητος.

Η μικρούλα εικόνα, με τον Ιωάννη αριστερά, τους αγγέλους δεξιά, με τις πετσέτες, αυτή την αίσθηση μου δίνουν, ο Ιησούς και η περιστερά, η φανέρωση της αγίας Τριάδας, βρε τους λέω, κι ο Σεφέρης γι’ αυτά μιλά στο ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος», τη φωνή του Θεού άκουσε, ο γιος μου ο αγαπητός, ο Άνθρωπος, δεν είναι δυνατόν να είναι σκλάβος, για την ελευθερία τον γέννησα, πού αυτοί, νομίζουν πως αναλύουν ποιήματα σε κομματικά σεμινάρια, κακό μεγάλο κάνουν, δεν περνά όμως, η αλήθεια φως και λάμπει πάσι τοις νουν έχουσι.

Όλοι ξέρουν πως οι προφητείες κι ο απόστολος στην τελετή της βάφτισης είναι δικά μου, μια αναγνώριση κι αυτή, ο παπάς με το σταυρό, τα παιδάκια στριμώχνονται να παρακολουθήσουν, δεν ξέρω πια αν είναι όλα στην ώρα τους βαφτισμένα, σήμερα της μόδας έγινε να γίνεται ο γάμος των γονιών και ακολούθως η βάφτιση του παιδιού τους, ξινόστραφα πράματα, να δούμε πού θα μας οδηγήσουν!

Εμείς δεν έχουμε θάλασσα στη Χώρα, υπάρχουν ποτάμια και λίμνες, εκεί παν μερικοί παπάδες και αγιάζουν τα ύδατα, στις παραθαλάσσιες ο σταυρός στη θάλασσα, και τιμημένος ο κολυμβητής που θα τον παραδώσει στο δέσποτα, αθλήματα και παιχνίδια, μεγάλη μέρα, κι εγώ μικρούλης πρώτο απολυτίκιο αυτό έμαθα να ψάλλω με τον παππού Στυλλή, «Εν  Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…»!