Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

εικόνες το γυμνούλι κι ο γέροντας


Εικόνες

Το γυμνούλι κι ο γέροντας

Αρχαιότατο ήταν το έθιμο, θεόσδοτο, από Αβραάμ και Ισαάκ, κι όταν ήρθε η όγδοη μέρα πήρε κι η Μαρία το παιδί, ήταν και δική μας συνήθεια, μόλις μπορούσε να καθίσει μόνο,  το κουβαλούσαν το παιδί στο φωτογράφο να ποζάρει γυμνούλι, αρσενικό ήταν θηλυκό, απόδειξη πως είχε… Κανένας δεν ξέρει πόθεν ξεκίνησε η μόδα, κι έτσι όλοι είχαμε μια τέτοια φωτογραφία, με τα χρόνια την έτρωγε ο σκόρος ή οι οχτροί στις επιδρομές, είχαμε κι εμείς στην εκκλησιά μια διπλή εικόνα, ο άγιος Βασίλειος μεγαλοπρεπής στα δεξιά και αριστερά το μικράκι γυμνό, έτοιμο για την περιτομή, από πάνω του ιερείς με τις λεπίδες και στις κεφαλές αρχιερατικές μίτρες, ωραία σύνθεση μόνο που την χάναμε, την εικόνα, μια εδώ μια εκεί, κι έτσι της κάναμε μια γωνιά να την βλέπουμε συνεχώς, να βεβαιωνόμαστε για την ύπαρξή της.

Ο Βασίλης άλλο πράμα, δεν είναι αυτός της Κόκα Κόλα, ούτε κατά διάνοια, ένας αγαθότατος άνθρωπος, μυαλωμένος, επαναστάτης, όλο δύναμη και σφρίγος πνευματικό, δεν έμεινε λόγος ωραίος να μην γράψει, φτωχός να μην τον βοηθήσει, λίγο ο Γρηγόριος εκείνος του αντιστάθηκε, για μένα μεγάλη πράξη είναι η απραξία, του είπε, ωραίο λέει; Ωραιότατο!!! Ύστερα τον έβαλαν με μια κόκκινη πανωφόρα και με γένια λευκά να γυρίζει με ένα μαγνητοφωνάκι στους δρόμους πρωτοχρονιάτικα και να τραγουδά το γνωστόν, εκεί τα παρατράγουδα, «συσαρχο συσαρχο ντισσακυρί ααα», υπάρχει βέβαια ωραιότατη ερμηνεία του, «δες και με δες και με το παλικάρι», που ‘λεγε ο καψούρης στην γκόμενα, άλλου παπά ευαγγέλια.

Στο σπίτι παλιά το μαγκάλι, και ρίχναμε στα κάρβουνα φύλλα ελιάς, να δούμε αν θ’ αναποδογυρίσει, «άη Βασίλη βασιλιά, δείξε και φανέρωσε αν μ’ άγαπά…», από μέσα σου έλεγες το όνομα, δεν ήταν ανάγκη να γίνει και τουτούκκι, μικρός είσαι ακόμα για τέτοια, γεια σου Φρόυδ, οι έρωτες από την πολύ μικρή μας ηλικία αρχίζουν, κι έτσι με τα καλά μας που παννίζαμε τέτοια μέρα, με το κλαδί το πεύκο που αγοράζαμε και στολίζαμε με βαμβάκι, με τα λαμπιόνια από τον Πισσαρίδη και τον Κόκκινο στην Ερμού, με τον αρχιεπίσκοπο στην εκκλησιά, ήταν προνόμιο του Κασσιανού μας, αργότερα το ‘φαγαν, εν ταις λαμπρότησι λοιπόν των ημερών, με τα ήθη και τα έθιμα, καταγραμμένα πια σε μεγάλα κιτάπια, ύστερα από το μεγάλο κακό των βαρβάρων, γιατί κι ο κόσμος τα εγκαταλείπει, τώρα ξενυχτά, κάτι για ρεβεγιόν ο λόγος, εμείς ακόμα στο σπίτι την περνάμε, οικογενειακά, να σβήσουμε τα φώτα τα μεσάνυχτα, να τα ανάψουμε με τον καινούργιο χρόνο, να φιληθούμε το φιλί της αγάπης μας, να ξυπνήσουμε πρωί να πάμε στην εκκλησιά, αν δεν πάμε εμείς, ποιοι θα παν; Και πώς θ’ αρχίσει με τη βοήθεια του Θεού ο νέος χρόνος;