Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

8 εικόνες ο δείπνος


8. εικόνες - Ο  δείπνος

Με το μελιχρό φεγγάρι στον ουρανό,  πάνω στο βουνό το σπίτι του παππού, στο βάθος απλωμένα τα φωσάκια της Λευκωσίας, ήταν πάντα γλυκό το δείπνο, λιτό, η γιαγιά μόλις τέλειωνε το ξεφούρνισμα, μύριζαν ακόμα κι οι πέτρες, ελιόπιτες, φρέσκο ψωμί, ελιές, ντομάτες από το περβολούδι,  χαλλούμι δικής της παραγωγής, πάνωθέ μας μια λιγνή κληματαριά, αγριότοπος που μαλάκωσε από τον ανθρώπινο μόχθο ή αν ήταν χειμωνιάτικος καιρός, μπαίναμε στη δίχωρη. Στο στύλο, στη μέση της κάμαρας ο λιχνοστάτης, το σκοτάδι ολόγυρα, η μυρουδιά του λαδιού στα μεγάλα πιθάρια, κι ένα γέρικο  τραπέζι να τρίζει με τον τετραγωνισμένο μουσαμά του. Καρέκλες ετοιμόρροπες, παλιοτσαέρες, πάντα όμως ιεροτελεστία, σαν τον μυστικό εκείνο.

Δυο εικόνες στην εκκλησιά μας, βασικά η ίδια σύνθεση, το μεγάλο τραπέζι, ο Κύριος στη μέση, δεξιά του να γέρνει στο στήθος του ο ηγαπημένος, ο Ιούδας να απλώνει το χέρι στο πιάτο, πολλές φορές φασολάδα γιαχνί, να μπορεί άνετα να βουτήξει το ψωμί στο ζουμί ο πεινασμένος, κάποτε σαλάτα με μπόλικο λάδι και λεμόνι, ποιος θα σε προδώσει, η χούντα το είχε αποφασίσει από καιρό, το πολυτεχνείο ήταν παιχνίδι σ’ αυτό που θα ακολουθούσε, την ευκαιρία ζητούσαν, κι ο Πέτρος θα ΄βγαινε να αρνηθεί τρεις φορές, δεν θα ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος ούτε ο τρίτος.

Μια άλλη εικόνα πιο μεγάλη, δωρεά της γυναίκας του Αλέξαντρου, μεγάλου ψάλτη, άφησε εκείνος τη φωνή του κι αυτή την εικόνα, και μια του Κασσιανού μας, όταν πέθανε ο πατέρας πλησίαζαν χριστούγεννα, στο τραπέζι ένα πραγματικό νεκρόδειπνο, όλοι οι ήρωες της Ιλιάδας μαζί μας, κι ύστερα μας άφησαν η μάνα κι ο αδελφός, έτσι τα συνηθίζαμε, στη μεγάλη κάμαρα, να καθόμαστε ένα γύρο, να θυμόμαστε τους δικούς μας και να μακαρίζουμε.

Από το παράθυρο εκεί της τραπεζαρίας είδαμε γάμους και κηδείες της γειτονιάς, χτυπούσαν οι εγγλέζοι κι οι τούρκοι επικουρικοί τα τζάμια σαν επέβαλλαν κέρφιου, ούτε τράπεζα διαπραγματεύσεων δεν χρειάστηκαν αυτή τη φορά, μπήκαν κατ’ ευθείαν στη σταύρωση, όλα είχαν αποφασιστεί, διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς. Θ’ ακολουθούσε η σταύρωση, δεν εύρισκαν χειρότερη λύση.