Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

ΕΙΚΟΝΕΣ- ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΕΙΚΟΝΕΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ



1.       ΔΕΝ ΓΕΛΑΣΑ

Δεν γέλασα, Κύριε, ναι δεν γέλασες αλλά γέλασες, να μην πιστεύεις, και γιο θα γεννήσεις και μεγάλος θα γίνει, από μικρός θα φαίνεται πως θα γενεί μεγάλος, τι να κάμει κι η Κυρά, προηγουμένως έδωσε στον άντρα της τη δούλα της, κάμε παιδί μαζί της, αφού εγώ δεν το μπορώ, του είπε, κι έτσι άρχισε το παραμύθι της γιαγιάς να ξετυλίγεται. Tο χειμώνα καθόμασταν κοντά στο μαγκάλι, κόρτες ψωμί για καπήρα, ελιόλαδο στο πιάτο με κάμποσο λεμόνι, σε μεγάλη ηλικία να γεννούν οι γυναίκες, συνομήλικός μου ήταν ο πατέρας, άντρας τη Κυράς,  εβδομήντα έξι ετών, όταν έκαμε το πρώτο του παιδί με τη δούλα, ενενήντα και, όταν έκαμε το δεύτερο, μα κι η Άννα το ίδιο, μαζί με το Βακίμη της, κάθονταν εκεί στο αδιέξοδο, πάροδος Μεγάλου Κωνσταντίνου, άτεκνοι, το ντρέπονταν, καταραμένοι είμαστε, έλεγαν, μα γιατί, καλά πλάσματα, ήσυχοι, κανένα δεν βλάψατε, το καλό κάνετε, γιατί να επιτρέψει, κι έτσι ήλθε η ευλογία και γέννησε τη Μαριγούλα.

Να σκεφτείς, την ίδια εικόνα είδα στη Λακατάμια, η θεια Χαρίτα γεννούσε, η μαμμού στην κάμαρα, εμείς παιδιά, βλέπαμε να μπαινοβγαίνουν οι γυναίκες, να ζεσταίνουν νερό, φέρτε νερό να πλύνουμε το μωρό, κι ύστερα να ακούμε το κλάμα και να χορεύουμε, κι η γειτονιά μας το γλέντησε, στήσαμε εκεί στο αδιέξοδο ένα παλιό γραμμόφωνο, κρεμάσαμε φώτα να βλέπουμε, όλοι βρεθήκαμε εκεί οι γειτόνοι, χαρά μεγάλη, η γέννησή της χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη, όχι μόνο στη γειτονιά.

Κι η Μαριγούλα μεγάλωνε εκεί στο αδιέξοδο, ο Βακίμης κι η Άννα χαίρονταν, έπαιζε βασιλέα, τον σχεδίαζε στον τσιμέντο με κιμωλία, πήγαινε στο Παρθεναγωγείο Αγίου Κασσιανού, η δεσποινίς Θεοδώρα πολύ την αγαπούσε, κι εκείνοι  σκέφτονταν τι να την κάμουν, μεγάλοι πια, να την βάλουν σώκλειστη σε κανένα οικοτροφείο, να την κλείσουν σε κανένα μοναστήρι, αυτοί θα αποχαιρετούσαν πολύ σύντομα τη ζωή, το παιδί έπρεπε να βρει απάγκιο. 

Κι έτσι στην εικόνα τη μια βλέπουμε την Άννα ξαπλωμένη, με το ριπίδι να της κάνει αέρα μια κυρία, κάτω έτοιμο το νερό να πλύνουν το μωρό κι η άλλη, να παραδίνουν στο Ζαχαρία τη Μαριγούλα, τώρα ο Ζαχαρίας είναι πρόβλημα, ποιος από τους δυο ήταν, αυτός που καθόταν στη γειτονιά, απέναντι από το ιατρείο του Πρωτοπαπά, χοντρός, κοντά στο τείχος ή ο άλλος, με το καφενείο στο Βουνό, τον τηλεφωνικό πράσινο θάλαμο έξω, ένα τηλέφωνο για όλο το χωριό, ένα λίζο για τα παιδιά, εκτός αν θέλετε σουμάδα!

Το ατεκνίας όνειδος Με κυρτωμένους ώμους Ιωακείμ και Άννα φιλόθεοι

Με αμετρήτους ιλασμούς εν τεμένει Με τρεμούσας χείρας δεν είχαν πρόσφορο 

φίλον τέκος Του ναού οικήτορα. Δεν ήταν Αβραάμ στο βωμό αναφορά Ισαάκ τον μονάκριβο, Αλλά Κύριος οίδε. Η στείρα έτεκε μακαρία την Θεομήτορα Αδάμ και Εύα έκπαγλοι φέγγος ιδόντες Εκ της φθοράς του θανάτου ελεύθεροι. Οι ποιητές κοντακίων 

Θαυμαστοί μαΐστορες απολυτικίων Μειλιχίοισι λόγοις ολίγοις Πλέκουν τον στέφανον

Των γενεθλίων της Θεοτόκου.

2.       ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ

Και πώς την περιμέναμε τη μέρα τούτη, γιατί θα φορούσαμε άσπρα πουκάμισα για την παρέλαση, ήταν παραδομένο, τρικό μπλε τον Οκτώβρη με τις 28, άσπρο πουκάμισο το Μάρτη με τις 25, στον πίνακα της τάξης φουστανέλες και δάφνες, πολύχρωμες κιμωλίες, πάλες και ζήτω, και τραγούδια της πατρίδας, εκείνα τα ωραία τα ηρωικά, ήταν τέτοια και τα χρόνια της ΕΟΚΑ μας που ζήσαμε παιδιά κι έφηβοι, κατέβαινε ο αρχάγγελος λοιπόν, δεν το μπορούσα εκείνο το «Άγγελος προτοστάντης», αυτό καταλάβαινα, γίνεται προτοστάντης, διαμαρτυρόμενος, στην ορθόδοξη εκκλησία; Πώς, τι έλεγε; Απορία ψάλτου: βηξ. Κι ύστερα έμαθα, κι άκουα κι έψελνα «Τη Υπερμάχω στρατηγώ» και στην εκκλησιά και στις διαδηλώσεις.

Τα παιδιά στην Ευρύχου σηκώνονταν πρωί για το εωθινό, ανέβαιναν εκεί, στον τόπο της θυσίας του Μάρκου Δράκου, κάθε χρονιά, με τις σάλπιγγες και τα στεφάνια, αντλούσαν αίμα και ήθος ηρωικό, κάπως έτσι θα τ’ αποφάσισε κι η Μαριγούλα, να πάει στην Ορεινή, να δει την ξαδέλφη της Ελισάβετ, μετά τον ευαγγελισμό, ένας τεράστιος άγγελος στην  εικόνα και το σπίτι, κατά που το συλλάβει ο αγιογράφος, κάποτε με στοές και κολόνες, κάποτε νεοκλασικό, κι ο Προδρομάκης σκίρτησε εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία της, τι ωραίο απόσπασμα, τι θεία περικοπή, την διαβάζει ο παπάς  ξανά και ξανά κι εγώ μαζί τους, βλέπω την εξώπορτα, το λιακωτό, σαν τα παλιά νησιώτικα σπίτια, σαν της γειτονιάς μου το νάρθηκα της εκκλησιάς, πλακοστρωμένο, μπαίνει η Μαριγούλα, και «πώς το ‘ κανες ξαδελφούλα, και πώς το ’κανε η μητέρα του Κυρίου μου να ‘ρθει σε μένα,  και καλώς όρισες βρε, καιρό να σε δούμε», αγκαλιάσματα και φιλιά, το ίδιο και στην άγια Λαύρα, ξέρω ιστορία δεν είν’ ανάγκη να επεμβαίνετε, εκεί αντρακλάδες φουστανελάδες γενειοφόροι προπάπποι, να είναι καλά οι ζωγράφοι, με τις εικόνες τους ιστορούν, θεολογούν, τέρπουν ψυχές, ανεβάζουν στην ιδέα, στο θείο, στις αξίες που πιστέψαμε μια ζωή, θρησκεία- πατρίδα- οικογένεια, η θρησκεία μάς ανεβάζει στο θείο, η πατρίδα μάς ενώνει και καλεί και στη θυσία για όλους, ελευθερία ή θάνατος, η οικογένεια δένει στενά, ανθρώπινα πράματα, και ζούμε κι ευτυχούμε με τις αξίες μας και με τις ιδέες μας και με τον ιδεατό κόσμο μας, η μεταφυσική είναι πιο πάνω από τη φυσική και το ρεαλισμό, τι κάθομαι τώρα και ζαλίζω, ο καθένας το δρόμο της ευτυχίας του, της πλήρωσης της ψυχής του.

Κι ο αρχάγγελος κατεβαίνει από τον ουρανό, κι εμείς ανεβαίνουμε στον ουρανό, «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», έτσι ζούμε, ανάμεσα στη γη και στα ουράνια, και σ’ όποιον αρέσει. Δεν ζητήσαμε άδεια. Την πήραμε, την έχουμε και την χαιρόμαστε. Και στα δικά σας.



        3.       ΟΙ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ

Τα παιδιά της μάνας μου, ύστερα από μένα, δεν κρατήθηκαν στη ζωή. Όταν πήγε στην εκκλησιά και ζήτησε από τον Παπάκωστα να την διαβάσει γιατί ποσαράντωσε, μα τι; λέει, έριψα το παιδί παπά μου, τώρα το ακούω, το άλλο, ο Άντρος μας, το σπίτι γέμισε συγγενείς και γειτόνους, μπαινόβγαινε ο γιατρός στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, σε λίγο ακούστηκε το κλάμα, μεγάλη χαρά, μεγάλωσε, θέριεψε, τον έφαε ο καρκίνος, οι σφαίρες στην ειρήνη και στον πόλεμο, ο όλμος στο φυλάκιο του Καπαρτή, πιο φονικό από όλα το τσιγάρο μετά άγχους, με τα πακέτα τον συνόδεψε στο φέρετρο η γυναίκα του, κι έτσι μείναμε μόνοι, ο μεγάλος κι εγώ.                                             Κι ύστερα παρακολουθήσαμε γεννήσεις και γεννήσεις, ξαδέλφια και γειτόνους, κι αργότερα βέβαια τα δικά μας παιδιά, γεννήσαμε κύριε διευθυντά, και τι κάνατε, κορίτσι, δεν πειράζει, κι εγώ κορίτσια έχω. Πριν γεννηθεί το πρώτο, ήταν αγόρι, όλοι ήξεραν να διαβάζουν την κοιλιά της γυναίκας μου, και τα ευχαριστήθηκα τα κορίτσια μου κι ύστερα τις εγγονές μου, η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών, Άνθρωπος γενόμενος ατρέπτως.                                                                                             Πάντα σχεδόν στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά η ίδια σκηνή, ο Ιωσήφ και η Μαρία, οι βοσκοί και αγγελούδια πολλά, όλα τα παιδιά στην παράσταση, να χαίρονται που παίζουν, κι οι εικόνες στην εκκλησιά το ίδιο, ο Ιωσήφ παράμερα ακουμπισμένος στο ραβδί, σπήλαιο, όπως το φαντάζονται οι αγιογράφοι, άγγελοι στον ουρανό κι επιγραφή, «επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», προβατάκια ποιμένες κι ο μικρούλης στη φάτνη, η Μαρία σκυμμένη επάνω του, κι ύστερα μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από τον Ιωσήφ, τι βλέπω; εγώ σε πήρα άσπιλη κι αμόλυντη και τι δράμα τώρα ζω, θα σε στείλω πίσω στους γονιούς σου. Μα ο άγγελος αρχάγγελος όλα τα κανονίζει, τον ταρακουνά, μάθε και λίγη θαυματουργία, πελεκάνος άνθρωπος, και ουκ εγίνωσκεν αυτήν!                                                                                       Στη Χρυσαλινιώτισσα, απέναντι από την εκκλησία, ο πελεκάνος ήταν μοναδικός, ένα κατάστημα καθαρότατο, μερακλής της δουλειάς, ο Ιωσήφ δεν είχε μηχανήματα, όλα με το χέρι, μάθαινε κι ο μικρός κοντά του δουλειά, υπάκουο παιδί, μου έφτιαξε ένα γραφείο, στερεότατο, τίποτε δεν το ταρακουνά, εκεί να διαβάζω και να γράφω, μα την πρώτη Ανθολογία Αποστολίδη Χριστούγεννα την πήρα, δώρο από τη θεία Μαρούλα, Τρίτη τάξη Γυμνασίου, και την καταβρόχθισα, κοντά στη σόμπα του γκαζιού, μόλις τότε είχαν κυκλοφορήσει. Με τη γιαγιά και τον παππού όμως τέτοιες μέρες καθόμασταν γύρω από το μαγκάλι, και με την ελιά στο χέρι, ελιές οφτές και ψωμί από τον φούρναρη στα κάρβουνα, ύστερα εμπνεύστηκε η μάνα μου να φτιάχνει το μοναδικό της ψωμί  μυρουδάτο και να φουρνίζει και να μοιράζει, πάντα ανοιχτοχέρα και περήφανη για τα καλούδια της.                                                                          Κι επειδή τα πάντα εν σοφία εποίησαν, εκείνο το πρωινό ξύπνημα, στις πέντε αρχίζει ο όρθρος, λίγα βήματα το σπίτι από την εκκλησιά, ξαστεριά, με το αγιάζι  ξυπνούσαν κι οι αγγέλοι της γειτονιάς, κι η καμπάνα χαρμόσυνη, μια μεγάλη εικόνα κάτω από τον άη Γιώργη μας, ο Κασσιανός μας με τον φίλο του Γερμανό αποχαιρετούν το μοναστήρι του αγίου Ιερωνύμου, κοντά στη Βηθλεέμ, άγγελοι πολλοί τους παρακολουθούν, και ψάλλουν, όπως από το δημοτικό μαθαίναμε να ψάλλουμε το απολυτίκιο της ημέρας και το «Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον», ένα ωραιότατο κομμάτι από τις « Ώρες», μερακλής θα ήταν  ο δάσκαλος που το ξεψάχνισε, στην εικόνα και το αστέρι κι οι μάγοι εξ Ανατολών, κι ύστερα όλες οι γιορτές στα σχολεία, όταν ακόμα οι εορτασμοί ήταν ενδοτμηματικοί, το ευαγγέλιο της ημέρας και οι ψαλμοί ήταν σε πρώτη ζήτηση, αργότερα ήρθαν τα ξενικά, άλλοι καιροί άλλα ήθη.                                                                                                                       Και προ πάντων βέβαια τα δώρα, όλη η Λήδρας γεμάτη τότε με πεζούς ή ποδηλάτες που ψώνιζαν, κι εμείς γυμνασιόπαιδα, δεν ξεχνιέται, αφού όλοι κρατούσαν πακέτα, βλέπουμε στη γωνία εκεί στου Μαγγλή πεταμένα κάμποσα, φορτωθήκαμε από δυο τρία η παρέα, μην κυκλοφορούμε εκτός τόπου και χρόνου, κι εμείς τα δώρα μας, κι ο πατέρας να απορεί, περνούσε με το ποδήλατο, πού τα βρήκε τα λεφτά να πάρει δώρα, ο γιος σου; Απορεί πάσα κτίσις.                                         

Τόσο μεγάλο θαύμα, κι όμως ο Ιωσήφ στη γωνιά του, γενεές δεκατέσσαρες και δεκατέσσαρες και δεκατέσσαρες, περιβάλλεται με την μεγάλη αγάπη μας, στην ανθρώπινη γωνιά μας.



 4.       ΤΟ ΓΥΜΝΟΥΛΙ ΚΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ

Αρχαιότατο ήταν το έθιμο, θεόσδοτο, από Αβραάμ και Ισαάκ, κι όταν ήρθε η όγδοη μέρα πήρε κι η Μαρία το παιδί, ήταν και δική μας συνήθεια, μόλις μπορούσε να καθίσει μόνο,  το κουβαλούσαν το παιδί στο φωτογράφο να ποζάρει γυμνούλι, αρσενικό ήταν θηλυκό, απόδειξη πως είχε… Κανένας δεν ξέρει πόθεν ξεκίνησε η μόδα, κι έτσι όλοι είχαμε μια τέτοια φωτογραφία, με τα χρόνια την έτρωγε ο σκόρος ή οι οχτροί στις επιδρομές, εκείνες τις μέρες θα ακούστηκε κι η φωνή εν Ραμά κι η Ραχήλ η προσφυγούλα κι η μάνα κι η γυναίκα του αγνοούμενου, αγνά παιδιά στο μαχαίρι.

Είχαμε κι εμείς στην εκκλησιά μια διπλή εικόνα, ο άγιος Βασίλειος με ειλητάριο αριστερά, και δεξιά πάνω ψηλά το μικράκι γυμνό, έτοιμο για την περιτομή, από πάνω του ιερείς πολλοί με τις λεπίδες, λαμπάδες, στις κεφαλές τιάρες, ωραία σύνθεση, δωρεά του Αντζουλή προσκυνητή 1815, σε πρώτο πλάνο ο Ιωσήφ κι η Μαρία και η περικοπή του ευαγγελίου, μόνο που την χάναμε, την εικόνα, μια εδώ μια εκεί, κι έτσι της κάναμε μια γωνιά να την βλέπουμε συνεχώς, να βεβαιωνόμαστε για την ύπαρξή της.

Ο Βασίλης άλλο πράμα, δεν είναι αυτός της Κόκα Κόλα, ούτε κατά διάνοια, ένας αγαθότατος άνθρωπος, μυαλωμένος, επαναστάτης, όλο δύναμη και σφρίγος πνευματικό, στην εικόνα σοβαρός και σκεφτικός, δεν έμεινε λόγος ωραίος να μην τον γράψει, φτωχός να μην τον βοηθήσει, λίγο ο Γρηγόριος εκείνος του αντιστάθηκε, «για μένα μεγάλη πράξη είναι η απραξία», του είπε, ωραίο λέει; Ωραιότατο!!!

 Ύστερα τον έβαλαν με μια κόκκινη πανωφόρα και με γένια λευκά να γυρίζει με ένα μαγνητοφωνάκι στους δρόμους πρωτοχρονιάτικα και να τραγουδά το γνωστόν, εκεί τα παρατράγουδα, «συσαρχο συσαρχο ντισσακυρί ααα», υπάρχει βέβαια ωραιότατη ερμηνεία του, «δες και με δες και με το παλικάρι», που ‘λεγε ο καψούρης στην γκόμενα, άλλου παπά ευαγγέλια.

Στο σπίτι παλιά το μαγκάλι, και ρίχναμε στα κάρβουνα φύλλα ελιάς, να δούμε αν θ’ αναποδογυρίσει, «άη Βασίλη βασιλιά, δείξε και φανέρωσε αν μ’ άγαπά…», από μέσα σου έλεγες το όνομα, δεν ήταν ανάγκη να γίνει και τουτούκκι, μικρός είσαι ακόμα για τέτοια, γεια σου Φρόυδ, οι έρωτες από την πολύ μικρή μας ηλικία αρχίζουν, κι έτσι με τα καλά μας που παννίζαμε τέτοια μέρα, με το κλαδί το πεύκο που αγοράζαμε και στολίζαμε με βαμβάκι, με τα λαμπιόνια από τον Πισσαρίδη και τον Κόκκινο στην Ερμού, με τον αρχιεπίσκοπο στην εκκλησιά, ήταν προνόμιο του Κασσιανού μας, αργότερα το ‘φαγαν, εν ταις λαμπρότησι λοιπόν των ημερών, με τα ήθη και τα έθιμα, καταγραμμένα πια σε μεγάλα κιτάπια, ύστερα από το μεγάλο κακό των βαρβάρων, γιατί κι ο κόσμος τα εγκαταλείπει, τώρα ξενυχτά, κάτι για ρεβεγιόν ο λόγος.

Εμείς ακόμα στο σπίτι την περνάμε, οικογενειακά, να σβήσουμε τα φώτα τα μεσάνυχτα, να τα ανάψουμε με τον καινούργιο χρόνο, να φιληθούμε το φιλί της αγάπης μας, να ξυπνήσουμε πρωί να πάμε στην εκκλησιά, αν δεν πάμε εμείς, ποιοι θα παν; Και πώς θ’ αρχίσει με τη βοήθεια του Θεού ο νέος χρόνος;   




5.       ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Και σήμερα θα λάβετε το βάπτισμα του πυρός, μας λέει στη Χαλκίδα που μας πήραν φαντάρια τότε, το ‘64, κι άρχισε μια πραγματική μάχη, άσφαιρα βέβαια, αλλά ο θόρυβος και το κακό μεγάλο, κι έτσι όταν άρχισε η δεύτερη εισβολή, δεκαπενταύγουστο ήταν, στου Μόρφου εμείς, το μικράκι στο κάρικοτ τεσσάρων πέντε μηνών και φώναζα μην το ξεχάσουμε, ήρθε όμως η ώρα που έπρεπε να το βαφτίσουμε, άλλοι τα βάφτιζαν στον αέρα μη μας παν αβάφτιστα.

Οι δικοί μου όλοι ήταν στη Λεμεσό, η γειτονιά μας στη Λευκωσία πεδίο μάχης, ο μικρός μας τραυματισμένος από όλμο στο νοσοκομείο Λεμεσού, της Λευκωσία ασφυκτικά γεμάτο, βαφτίσαμε λοιπόν εκεί, στης θείας Δεσπούς, ο μεγάλος ήταν στην Αγγλία, αλλά όταν είπαν να τον βαφτίσουν διάλεξαν τον άη Χρυσόστομο, μόλις είχε πεθάνει ο αδελφός του πατέρα με το ίδιο όνομα, προς τιμήν του λοιπόν Χρυσόστομος και στον άη Χρυσόστομο, έτσι μπήκε σιγά σιγά το όνομα στην οικογένεια του Παπάντωνη και Χρυσούλα και Χρυσούλης, άλλοι βάφτιζαν στον απόστολο Αντρέα, μεγάλη η χάρη του, σήμερα στολίζουν τις κολυμβήθρες, παραξενιές πράματα. 

Λες καμιά φορά, μα ποια σχέση έχουν μεταξύ τους δυο κολόνες; Και να που βρίσκεις την απάντηση, θεολογική μάλιστα, στη μια κολόνα του Κασσιανού μας ζωγραφισμένος ο Ιωάννης να βαφτίζει τον Χριστό στον Ιορδάνη, δεν πέτυχε και πολύ το ένδυμα από τριχών καμήλου, ζώνη δερματίνη, πού να βρεθούν ακρίδες και μέλι άγριο,  και στην άλλη κολόνα ο αρχάγγελος Μιχαήλ να κατεβαίνει με τα φτερά και τη ρομφαία του και να παίρνει την ψυχή μιας κρεβατωμένης. Αν το σκέφτηκε βέβαια μπράβο του, «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν, συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον» και λοιπά και λοιπά, η βάφτιση θάνατος κι αναγέννηση και περπάτημα στη νέα ζωή της καθαρότητας, μετανοείτε.

Η μικρούλα εικόνα, με τον Ιωάννη αριστερά, τους αγγέλους δεξιά, με τις πετσέτες, αυτή την αίσθηση μου δίνουν, ο Ιησούς και η περιστερά, η φανέρωση της αγίας Τριάδας, βρε τους λέω, κι ο Σεφέρης γι’ αυτά μιλά στο ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος», τη φωνή του Θεού άκουσε, ο γιος μου ο αγαπητός, ο Άνθρωπος, δεν είναι δυνατόν να είναι σκλάβος, για την ελευθερία τον γέννησα, πού αυτοί, νομίζουν πως αναλύουν ποιήματα σε κομματικά σεμινάρια, κακό μεγάλο κάνουν, δεν περνά όμως, η αλήθεια φως και λάμπει πάσι τοις νουν έχουσι.

Όλοι ξέρουν πως οι προφητείες κι ο απόστολος στην τελετή της βάφτισης χρόνια τώρα από έναν διαβάζονται, μια αναγνώριση κι αυτή, ο παπάς με το σταυρό, τα παιδάκια στριμώχνονται να παρακολουθήσουν, δεν ξέρω πια αν είναι όλα στην ώρα τους βαφτισμένα, σήμερα της μόδας έγινε να γίνεται ο γάμος των γονιών και αμέσως κατόπιν  η βάφτιση του παιδιού τους, ξινόστραφα πράματα, να δούμε πού θα μας οδηγήσουν!

Εμείς δεν έχουμε θάλασσα στη Χώρα, υπάρχουν ποτάμια και λίμνες, εκεί παν μερικοί παπάδες και αγιάζουν τα ύδατα, στις παραθαλάσσιες ο σταυρός στη θάλασσα, και τιμημένος ο κολυμβητής που θα τον παραδώσει στο δέσποτα, αθλήματα και παιχνίδια, μεγάλη μέρα, κι εγώ μικρούλης πρώτο απολυτίκιο αυτό έμαθα να ψάλλω με τον παππού Στυλλή, «Εν  Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…»!



6.       ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ

Πώς μεταμορφωνόταν ο κόσμος από τη μια πλευρά του βουνού στην άλλη, από το Βουνό ξεκινήσαμε με τα ξαδέλφια ποδαρόδρομο, πέτρες και δέντρα, και φτάσαμε στην άλλη πλευρά, στον άη Επίκτητο, στη θεία στο θείο και στα ξαδέλφια, έτσι κι ο Παπάντωνης, όταν είχε πεθάνει ο Παπάκωστης και πριν κάμουν τον Παπαδάμο, με το γαϊδουράκι του πήγαινε και λειτουργούσε στο χωριό, να βλέπει θάλασσα, κι όχι μόνο τα βράδια τη Χώρα με τα φωτάκια της, κι από τον Πολύστυπο με τον μικρό και το φίλο Γιώργο ζωγράφο, καβαλήσαμε το βουνό και βρεθήκαμε στον Αγρό, στη βρύση του Καούρου, μια μεταμόρφωση η πλάση.

Θα ’ταν καλή η μέρα, έλα λέει στον Πέτρο και στον Ιάκωβο και στον Ιωάννη, πάμε πάνω στο βουνό, μια ωραία εκδρομή νόμισαν, γιατί όχι; Πρέπει να ‘ναι κανείς πολύ δυνατός ζωγράφος, εκρηκτικός και λαμπρός να κατορθώσει να δώσει την σκηνή, πρόσωπο σαν ήλιος, ιμάτια λευκά ως το φως, και πώς να αποδώσεις τη φωνή του Ηλία και του Μωυσή συλλαλούντων κι ύστερα τη φωνή από το νέφος  που επιβεβαιώνει πως είναι ο Υιός ο αγαπητός;

Έπεσαν κατά πρόσωπον της γης, αυτό γίνεται, εκφράζεται, κι ο Πέτρος ο καημένος, τι ωραία λέει, να κάμουμε τρεις σκηνές, μια για σένα μια για τον Ηλία μια για το Μωσή και να μείνουμε δω πάνω, έτσι και με την εγγονή, την πήραν στα ψηλά βουνά, σε μια χαράδρα, στήσαν σκηνές, πού να κάμει το κορίτσι σε τέτοιο τοπίο, ο Πέτρος νόμιζε πως η αιωνιότητα είναι διάρκεια στο χρόνο, δεν είχε συλλάβει ακόμα το άχρονο, ας μείνουμε εδώ.

 Άντε σηκωθείτε, τους λέει, εγέρθητι,  κι είδαν μόνον Εκείνον, τέτοια θαυμαστά, και νομίζουν πως σήμερα με τους προβολείς και τα πολύχρωμα φώτα, τα νέφη και τους καπνούς θα μεταμορφώσουν το είδωλο τον τραγουδιστή τους, δώσε ρεύμα και θόρυβο να βγεις από τον κόσμο σου, αλίμονο, που όλο και βυθίζεσαι στην καταχνιά! 

Μόνο κάτι γερόντια του αγίου Όρους ή άλλων μονών το κατορθώνουν, το βλέπεις στο πρόσωπο, τη λάμψη, τη γαλήνη, την αγιότητα, «φως το χέρι φως το πόδι κι όλα γύρω σου είναι φως», το είδε κι ο Σολωμός κι οι μεγάλοι μύστες του Λόγου και της Τέχνης, ως ο Πατήρ φως ο Λόγος φως και το άγιον Πνεύμα, εκείνοι το είδαν καθώς ηδύναντο.

Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς.

7.       ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Μπαμ, δεκαπέντε Ιουλίου ήτανε, η πρώτη προσβολή, την ώρα που άρχισαν εμβατήρια από το ραδιόφωνο, ένιωσε πως άρχισε να παραλύει, το στόμα έκλεισε, δεν γύριζε η γλώσσα του, φόβος και τρόμος τον κατέλαβε, σε πέντε μέρες ήρθε η δεύτερη, χειρότερη αυτή τη φορά, νόμιζε πως τον βομβάρδιζαν αεροπλάνα, το βόρειό του τμήμα παρέλυσε εντελώς, τα γαλαζοπράσινα μάτια του ακινητούσαν, το δασύ του στήθος, με τόσους μύθους και παραδόσεις για τη Ρήγαινα και το σκυλί της, για τον Ιλαρίωνα και το Βουφαβέντο πάγωσαν στο χρόνο κι ακινητούσαν τα πάντα, άκουγε θρήνους και κλαυθμούς, ούτε να φωνάξει δεν είχε δύναμη, παράλυτος. Και δεν έφτανε αυτό, σιγά σιγά αυτό το βόρειό του τμήμα άρχισε να βγάζει εξανθήματα, να κοκκινίζει όλο το δέρμα του, οι γιατροί του είπαν πως καρκινικά κύτταρα από την Κοκκινιά του κατακλύζουν το βόρειο τμήμα του σώματος, τέτοιο κακό δεν είχε ματαδεί, νόμιζε πως το αίμα του υποχωρούσε όλο στη νότια πλευρά του κι αυτός έμενε αναιμικός και άπνους.

Προσπάθησε να φέρει στο νου, σκηνές από παλιά, την Κατριγιέ θυμάται, την τουρκού που καθόταν πάροδος Μεγάλου Κωνσταντίνου, τότε που δέχτηκε τα πρώτα χτυπήματα η γειτονιά του, 56-58, την Εγγλέζα που καθόταν στο μεγάλο σπίτι και διαφέντευε τη γειτονιά, τι γίνεται, ρωτούσαν όλοι, αυτή θα μας βγάλει την ψυχή στην καταπίεση, οπότε μια μέρα θυμάται το Λευτέρη, τον πατέρα του, που άρπαξε το δίκαννο και την απείλησε να την σκοτώσει, πού αυτή, γάτα και σκύλα εφτάψυχη, του έβαλε την Κατριγιέ να τον πιλατεύει, «δεν ξέρεις από διαίρει και βασίλευε», του φώναζε ο Πουαγκαρές ο γείτονας, με υαλοπωλείο στην Ερμού. Κι αυτός όλο και πείσμωνε.

Και τώρα κείται παράλυτος στην Προβατική κολυμβήθρα, πρόβατα κόκκινα και πράσινα και γαλάζια κυκλοφορούν, οι βοσκοί τους το ίδιο ντυμένοι, με δέρματα προβάτων ή λύκων, στα ίδια χρώματα, κανένας δεν ενδιαφέρεται να τον ρίξει στην κολυμβήθρα να σωθεί, ο καθένας στο μετερίζι του να πολεμά τον άλλο, βοσκός τον βοσκό, κάποτε η γειτόνισσα της Εγγλέζας, η Αμερικάνα, κι αυτή εκεί, κοντά στο αδιέξοδο της Μεγάλου Κωνσταντίνου και Μακρονήσου, πετάγεται και ρίχνει καμιά ατάκα ενθουσιαστική, τρέχει ο Νικολής ο τυφλός και παίζει την καμπάνα της εκκλησιάς μας, όλοι απορούν, θύματα της απελπισίας και της χαρτορίχτρας.

Όλοι στη γειτονιά τον θυμόμαστε τον τούρκο χασάπη στο παντοπωλείο της Ερμού, καθόταν εκεί στο τείχος, κοντά στα σχολεία του Αγίου Κασσιανού, χοντρός, φαλακρός, πολύ τον έξυπνο μας έπαιζε πάντα, και τώρα, λέει, να συνομιλήσουμε αδελφοί, λάθος του λεν, το αδελφοί είναι άλλου παπά ευαγγέλια, ας μας λείπει, και δίνει μια στο παραλυμένο βόρειο μέρος του Κύπρου μας το κάνει να φαίνεται υγιές και νομιμόφρον, την άλλη του ανοίγει κανένα παράθυρο στον κόσμο, να τρέχουν οι τρελοί να τον συνδράμουν, τα καρκινικά κύτταρα πολλαπλασιάζονται, η παραλυσία κάποτε με τον τρόπο της κινδυνεύει να επεκταθεί και στο νότιο μέρος του Κύπρου μας, οι γιατροί έτσι κι αλλιώς τον έχουν ξεγραμμένο, δεν πολυενδιαφέρονται, τρέχει η γυναίκα του η καημένη, ας είναι τους λέει και λίγη γυμναστική να μπορέσει να κινήσει το χέρι, το πόδι, να περπατήσει έστω, να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς, εδώ όλοι χάσκουν, ψάχνουν στον Μπαμπινιώτη, λήμμα «αξιοπρεπώς» τι σημαίνει, άλλο να διαβάζεις κι άλλο να καταλαβαίνεις, κι ο καημένος  ο Κύπρος μας περιμένει εκεί, σαράντα πέντε χρόνια τον Κύριο, να περάσει και να του πει, «άρον το κράββατόν σου και περιπάτει».  



8.       ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Ο ένας, λέει, ήταν εκ γενετής αόμματος, στη δική μας όμως περίπτωση αόμματος έγινε μετά το 1974, στην αρχή ίσως να  έβλεπε και καλά μάλιστα, ήταν τέτοιοι οι καιροί, γραμμένα όλα στη μνήμη και στα κύτταρά του,  όταν όμως άνοιξε τα συρματοπλέγματα ο Ντενκτάς και του έδωσε το δικαίωμα να μπαινοβγαίνει, έχασε την όραση και την ακοή ακόμα, όλα ξεθώριασαν.

Πρώτα πρώτα δεν βλέπει κανένα Ντενκτάς, δεν ακούει πως αυτός του έδωσε την άδεια, το ξεχνά, νομίζει πως του σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, πως έχει την ελευθερία διακίνησης και χαίρεται στην τύφλα και στην κουφότητά του και ξεχνά πως όπως του έδωσαν την άδεια μπορούν να του την πάρουν, η παρανομία δεν έχει όρια, ο γάτος παίζει με το ποντίκι και το ποντίκι νομίζει πως παίζει μαζί του ο γάτος και δεν ξέρει πως να το καταβροχθίσει θέλει.  Ολόκληρα μπαϊράκια του έστησαν στον Πενταδάχτυλο, πάνω στο Βουνό, πάντα ο κλέφτης θέλει να βάλει τη δική του σφραγίδα στα κλεψιμαίικα, μην του τα κλέψουν, να κοκκινίζουν, να ασπρίζουν οι πέτρες, μέρα νύχτα να τα βλέπει, και δεν τα βλέπει, καθότι αόμματος, και τώρα ακόμα που στέκεται μπροστά στο φυλάκιο των τούρκων αστυνομικών και παραδίδει την ταυτότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ή το διαβατήριο και κανονίζει τις ασφάλειές του για το αυτοκίνητό του δεν βλέπει δεν ακούει, και δεν ήταν εκ γενετής. Νομίζει πως όλα είναι φυσιολογικά, τόσο τα έχει συνηθίσει, «έξις δευτέρα φύσις», και προχωρεί ακάθεκτος, μέσα μέσα τον συλλαμβάνουν να πληρώσει κανένα τσουχτερό πρόστιμο, να μάθει να σέβεται τους «νόμους» του ψευδοκράτους, «τι να κάνουμε, εκμεταλλεύονται τον καημό μας», λέει, περνά έξω από το σπίτι του, άλλοι το χαίρονται, αυτός στέκεται εκεί, ραγιαδίστικα όπως του αρμόζει, έτσι τα φαντάζομαι, κι αν του ανοίξουν, όπως στο σκυλί κουνά την ουρά χαρούμενος, μας κέρασαν και καφέ, κάποτε,  έτσι λεν όσοι «υπερέβησαν» όπως περήφανα λένε, αυτά τα τετριμμένα, «πώς θα πάμε μπροστά», ρωτούν, και δεν ξεχωρίζουν το μπροστά από το πίσω.

Κι ο Χριστός του λέει, έλα, και του αλείφει με πηλό τα μάτια, τόση λάσπη δεν την βλέπει, αυτός δεν ανοίγει τα μάτια, πήγαινε στου Σιλωάμ και πλύσου, και δεν πάει και δεν βλέπει και συνεχίζει να νομίζει πως όλοι οι άλλοι είναι τυφλοί κι αυτός πως βλέπει καλύτερα, «αυτό είναι η δημοκρατία», λέει, «να κάνει ο καθένας ό τι θέλει».

Το κράτος κλείνει τα μάτια, μα είναι οι κανονισμοί της πράσινης γραμμής και των πρασίνων αλόγων,  του ρίχνουν λάσπη στα μάτια και δεν τα ανοίγει, του καταγγέλλουν χίλια δυο που γίνονται παράνομα, και δεν ανοίγει τα μάτια, κλειστά και τα αφτιά, και τώρα, πάλι λέει, θα παρακαθήσει σε συνομιλίες, άτυπες! Δηλαδή; Ο άλλος του τα λέει κατάμουτρα, «η ελληνοκυπριακή διοίκηση», κτλ κτλ. Μα κρατά και ταυτότητα και διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας και χαίρεται νοσοκομεία και περίθαλψη και εμβάσματα και προτεραιότητες.

Κι ο δικός μας δεν βλέπει, δεν ακούει. Ζούμε στη χώρα των τυφλών και των κωφών. Το συνηθίσαμε, Κύριε. Να δεις πόσοι άλλοι ξέρουν καλύτερα και θα μας τα πουν!!!


9.       ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ

Εδώ έπρεπε να βρει μια συνομιλία να κάμει με τη γυναίκα, αυτή μπαινόβγαινε στα Κατεχόμενα, γιατί; Του είπαν μια μέρα πως βρήκε τον τόπο που είναι θαμμένος ο αδελφός της και εκεί τριγυρνά, να μυριστεί, να πιάσει στον αέρα ένα θρήνο, ένα βλέμμα λυπημένο, μια τελευταία στιγμή, να φέρει τον χρόνο πίσω, το εβδομήντα τέσσερα, από μακριά ήταν από την Άλωνα, το παιδί χάθηκε άδικα στον πόλεμο.

Κάτσε, της λέει, να τα πούμε, τώρα που σε συνάντησα στη Βρύση των Πουλιών, δώσε μου λίγο νερό να πιώ, δροσερό τοπίο, γεμάτο φουντουκιές, τα πουλάκια από το ένα στο άλλο κλαρί πηδούσαν, τα κοπέλια πήγαν κάτω στην Άλωνα να βρουν φαγητό, κάπου εκεί στο καφενείο θα έβρισκαν, εκτός αν τράβηξαν για τον Πολύστυπο, στην πλατεία σίγουρα, έκοψαν στο δρόμο  λίγο σταφύλι και λεφτοκάρκα να περάσουν. Καλά, εσύ φαγητό δεν θέλεις;  Όχι, μόνο λίγο νερό, για να σου δώσω κι εγώ από το δικό μου,  να μην διψάς ποτέ, πήγαινε όμως πρώτα φώναξε τον άντρα σου.

Η γυναίκα τα ΄χασε, έμεινε με ανοιχτό το στόμα «Κύριε δεν έχω άντρα», καλά λες, είχες έναν Έλληνα, ένα Φοίνικα, έναν Ασσύριο, έναν Αιγύπτιο, έναν Πέρση, έναν Ρωμαίο, και Άραβα και Βυζαντινό πήρες και Φράγκο και Βενετό και Τούρκο κι Εγγλέζο. Καλά , εσύ πού τα ξέρεις; Κι αυτός που έχεις τώρα, με το ζόρι θέλει να σε αρπάξει ο Τούρκος, με τα χρόνια και την αγάπη του σε έχει ο Έλληνας…Και φεύγει η γυναίκα, κατεβαίνει στο χωριό να φωνάξει τους χωριανούς, φοβήθηκε. Τι γίνεται εδώ, ποιος είναι , όλα μου τα είπε, όλα τα ξέρει, δε θυμάμαι τη σειρά. Πήγαινε, της λεν, κι ερχόμαστε.

Κύριε, τι λες για την κατάσταση, πώς θα ξεμπλέξουμε; Έχεις έναν τόπο, σου καταπάτησαν τον μισό, δύναμη δεν έχεις να τον ελευθερώσεις, θα περιμένεις αναγκαστικά, έχεις κι ένα χρόνο, αυτόν δεν μπορούν να τον καταπατήσουν εκτός εάν εσύ θέλεις, έχεις παρελθόν, παρόν και μέλλον, τίποτε να μη διαγράψεις, να διδάσκεις το παρελθόν στα παιδιά του χωριού, να σχεδιάσεις μαζί τους το μέλλον, το παρόν είναι μια στιγμή, γίνεται αμέσως παρελθόν, και το μέλλον γίνεται τόσο γρήγορα παρόν, γι’ αυτό δώσε βάση στο παρελθόν και στο μέλλον. Με τα παιδιά να σχεδιάσεις, όχι με τους μεγάλους, αυτοί καταφαγώθηκαν από τις βιοτικές μέριμνες. Ρώτα τα παιδιά, πώς θα ήθελαν να ζουν; Κι έτσι να σχεδιάσεις μαζί τους τα απαραίτητα πρώτα.  Μπορούν να ζήσουν χωρίς ελευθερία, χωρίς ανεξαρτησία, είναι δυνατόν να διαφεντεύει άλλος τη ζωή τους, είναι δυνατόν να μη γίνουν ο εαυτός τους αλλά κάτι άλλο, που άλλοι σχεδίασαν κι όχι η ίδια η ψυχή τους, τα τρίσβαθα του ανθρώπου;

Τότε είναι που ήρθαν κι οι χωριανοί, άλλος σηκώστηκε από τον καφενέ, σφούγγιζε ακόμα τα μουστάκια,  άλλος ήρθε από τα περβόλια,  με τις γαλόσιες άλλος από τον ποτό, άκουσαν τα λόγια του, «τα παιδιά σας να σκεφτείτε, να ζήσουν ελεύθερα, να γίνουν ο εαυτός τους». Τους άρεσε ο λόγος, άντε της λεν, πήγαινε τώρα στο σπίτι σου, πήραμε το μάθημά μας, και δεν πιστέψαμε επειδή εσύ μας τα είπες, αλλά επειδή τον ακούσαμε οι ίδιοι εμείς.





 10.   ΜΕΤΑ ΒΑϊΩΝ

Μετά βαΐων και κλάδων, η συγκλονιστική είσοδος, ήταν εξόριστος κάμποσο καιρό στις Σεϋχέλλες, τότε όλοι τον λάτρευαν, άλλοι τώρα δεν θέλουν να ακούσουν το όνομά του, άλλοι ακόμα τον προσκυνούν, άλλοι ανέβαιναν πάνω στα δέντρα να τον δουν, σαν τον Ζακχαίο, μικρός τη ηλικία, τι να κάμει, κατέβα κάτω μικρέ, αλλά εκείνη τη μέρα συγκεντρώθηκαν έξω από το Παγκύπριο όλοι οι μαθητές, θα κρατούσαμε δήθεν την τάξη, τι τάξη, μάλλον στην Πέμπτη ήμασταν, άλλοι με τα περιβραχιόνια, άλλοι με τις σάλπιγγες και τα τύμπανα, ένα μεγάλο καινούριο αυτοκίνητο αμερικάνικη Κάντιλακ, ο επί πώλου όνου καθεσθείς,  καλώς ήλθατε, απλός άνθρωπος, ήξερε ότι ερχόταν προς το πάθος, νενικήκαμεν, τώρα άρχιζαν τα δύσκολα, στην Ιερουσαλήμ, έτσι περνά η δόξα των ανθρώπων, η δόξα που σου δίνουν οι άνθρωποι, τη μια του έστρωναν τα ιμάτια στο δρόμο και ωσαννά, την άλλη σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν, ασύγκριτα τα μεγέθη, αλλά να που επαναλαμβάνονται στην Ιστορία των ανθρώπων, άλλη του Θεού.

Εκείνος έπρεπε να πιει το ποτήριον, έστω κι αν στην ανθρώπινη στιγμή είπε το απελθέτω, δεν είναι εύκολα πράγματα, να προκαλείς το θάνατό σου, και μπράβο τους που έφτασαν σ’ αυτό το σημείο, δεν λέω για Κείνον, λέω για το γιο του Σωφρονίσκου, τον φίλτατο Σωκράτη, άπελθε Κρίτων, λέω για τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, σ’ ευχαριστώ φίλε μου αλλά δεν φεύγω, παρά το γαίμαν τους πολλούς εν κάλλιον του πισκόπου, και τα παιδάκια εκείνα στην αγχόνη, παιδάκια ήταν αν το σκεφτείς, νέοι άνθρωποι με παιδική ψυχή,  μαλαματένια, κι ανέβηκαν στα πιο ψηλά σκαλοπάτια και μας διδάσκουν,  όσοι διδάσκονται.

Αυτή η εικόνα είναι από τις παλιές εκείνες μικρές, μάλλον του φίλου μου του Ηρακλείδη, κυπριακή ζωγραφική του μοναστηριού, είναι όμως ακόμα μια άλλη, νεότερης τεχνοτροπίας, ερχόμενος ο Κύριος, ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και πράγματι μόνο όποιος ανέβηκε, με πούλμαν βέβαια σήμερα, θα καταλάβει το αναβαίνομεν, και με πόση μαεστρία οι ψαλτάδες ψάλλουν το κομμάτι, αναβαίνοντας τη μουσική κλίμακα.

Κι εγώ, κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ, τόση ανάβαση δεν ήταν παρά για την τόσο απότομη κατάβαση, για την πτώση, όπως η ψυχή της Πολιτείας κατεβαίνει και κατεβαίνει στο χειρότερο σκαλί, ο θάνατος με ολάνοιχτο στόμα, η σαρκοβόρα τουρκιά με ολάνοιχτο στόμα, κι εμείς εκεί, έτοιμοι να μας καταβροχθίσει το κήτος!

 Ιωνά Ιωνά, εσύ μας απέμεινες πίστη στερεά, κι Εκείνος, που πάτησε το θάνατο, κατέβηκε στα τάρταρα κι όμως ανέστη. Δεύτε ουν και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν!




11.   Ο ΔΕΙΠΝΟΣ

Με το μελιχρό φεγγάρι στον ουρανό,  πάνω στο βουνό το σπίτι του παππού, στο βάθος απλωμένα τα φωσάκια της Λευκωσίας, ήταν πάντα γλυκό το δείπνο, λιτό, η γιαγιά μόλις τέλειωνε το ξεφούρνισμα, μύριζαν ακόμα κι οι πέτρες, ελιόπιτες, φρέσκο ψωμί, ελιές, ντομάτες από το περβολούδι,  χαλλούμι δικής της παραγωγής, πάνωθέ μας μια λιγνή κληματαριά, αγριότοπος που μαλάκωσε από τον ανθρώπινο μόχθο ή αν ήταν χειμωνιάτικος καιρός, μπαίναμε στη δίχωρη. Στο στύλο, στη μέση της κάμαρας ο λιχνοστάτης, το σκοτάδι ολόγυρα, η μυρουδιά του λαδιού στα μεγάλα πιθάρια, κι ένα γέρικο  τραπέζι να τρίζει με τον τετραγωνισμένο μουσαμά του. Καρέκλες ετοιμόρροπες, παλιοτσαέρες, πάντα όμως ιεροτελεστία, σαν τον μυστικό εκείνο.

Δυο εικόνες στην εκκλησιά μας, βασικά η ίδια σύνθεση, το μεγάλο τραπέζι, ο Κύριος στη μέση, δεξιά του να γέρνει στο στήθος του ο ηγαπημένος, ο Ιούδας να απλώνει το χέρι στο πιάτο, πολλές φορές φασολάδα γιαχνί, να μπορεί άνετα να βουτήξει το ψωμί στο ζουμί ο πεινασμένος, κάποτε σαλάτα με μπόλικο λάδι και λεμόνι, ποιος θα σε προδώσει, η χούντα το είχε αποφασίσει από καιρό, το πολυτεχνείο ήταν παιχνίδι σ’ αυτό που θα ακολουθούσε, την ευκαιρία ζητούσαν, κι ο Πέτρος θα ΄βγαινε να αρνηθεί τρεις φορές, δεν θα ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος ούτε ο τρίτος.

Μια άλλη εικόνα πιο μεγάλη, δωρεά της γυναίκας του Αλέξαντρου, μεγάλου ψάλτη, άφησε εκείνος τη φωνή του κι αυτή την εικόνα, και μια του Κασσιανού μας, όταν πέθανε ο πατέρας πλησίαζαν χριστούγεννα, στο τραπέζι ένα πραγματικό νεκρόδειπνο, όλοι οι ήρωες της Ιλιάδας μαζί μας, κι ύστερα μας άφησαν η μάνα κι ο αδελφός, έτσι τα συνηθίζαμε, στη μεγάλη κάμαρα, να καθόμαστε ένα γύρο, να θυμόμαστε τους δικούς μας και να μακαρίζουμε.

Από το παράθυρο εκεί της τραπεζαρίας είδαμε γάμους και κηδείες της γειτονιάς, χτυπούσαν οι εγγλέζοι κι οι τούρκοι επικουρικοί τα τζάμια σαν επέβαλλαν κέρφιου, ούτε τράπεζα διαπραγματεύσεων δεν χρειάστηκαν αυτή τη φορά, μπήκαν κατ’ ευθείαν στη σταύρωση, όλα είχαν αποφασιστεί, διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς. Θ’ ακολουθούσε η σταύρωση, δεν εύρισκαν χειρότερη λύση.

  

12.   Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ

«Ηλί Ηλί, λιμά σαβαχθανί», τον Ηλία φωνάζει αυτός, κι ήταν πράγματι του προφήτη Ηλιού, εικοστή Ιουλίου, πυρφόρα άρματα στον ουρανό έριχναν βόμβες και τρέχαμε να σωθούμε, δονούνταν ο αέρας, πλοία αποβίβαζαν τανκς και σιδερένιες μπότες να καταπατήσουν  κορμιά και χώματα, στην παραλία στο Πέντε Μίλι άνοιγαν κοιλιές καραβιών και ξερνούσαν ατσάλι και μπούλμπερη, τα ραδιόφωνα καλούσαν τους εφέδρους να παρουσιαστούν στις μονάδες τους, που δεν ήξεραν πού να τις βρουν, εμείς στο πεδίο των Ελαιών στα γυμνάσια του Κύκκου, ψάχναμε να βρούμε ας είναι και τσιμεντόκουτο να γράψουμε τα ονόματά μας οι παρουσιασθέντες, και δεν μπορούσαμε βέβαια να κοιμηθούμε, ένα όπλο χωρίς κλείστρο μας έφεραν, να πέφτει ο ένας και να το παίρνει ο άλλος, μας είπαν, η σταύρωση είχε ήδη αποφασιστεί στο συνέδριο των παρανόμων, ο Ιούδας είχε επιτελέσει το έργο του με ένα φίλημα, ο Πόντιος Κισιγκέρος δεν έπλυνε καν τα χέρια του.

Πρωί πρωί στο προεδρικό, πριν λίγες μέρες, όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων, αυτά ήταν τανκς πραγματικά, δεν είναι ένας ο Πέτρος και δυο και τρεις που τον απαρνήθηκαν, τα ιμάτιά της να μοιραστούν, να διαμελιστεί, το καταπέτασμα του ουρανού εσχίσθη εις δύο, από άνωθεν έως κάτω, η γη εσχίσθη από ανατολή ως δύση, βορράς και νότος, άλλους τους πότισαν με ξίδι, άλλους τους έσυραν στην αιχμαλωσία στα καράβια, φραγγελλωμένους, γυμνούς και πεινασμένους.

Στην εκκλησιά μας βάλαμε ήδη τα μαύρα κρέπια από τη Μεγάλη Πέμπτη, σκεπάσαμε τις εικόνες, σκεπάσαμε τη μάνα του να μην βλέπει, πολλές μανάδες κρατούσαν σφιχτά τα παιδιά στην αγκαλιά μην τους τα πάρουν, άλλες τα είδαν να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια τους, τους αντράδες, τις κόρες, αγνοούμε ακόμα…

Τη σταύρωση, μικρή εικόνα, τη θυμάμαι πάντα δίπλα στην ανάσταση, που βρισκόταν πάνω από την αγία πύλη, ο σταυρός να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης, ημίγυμνος επί ξύλου κρεμάμενος, το κεφάλι γυρτό, κάτω η μάνα κι ο φίλος, πάρε την στο σπίτι, αδύναμο πλάσμα, θα είναι η μάνα σου κι εσύ ο γιος της, πολλοί ζωγράφοι τοποθετούν και ένα κρανίο στο βάθος, κρανίου τόπος, κι η επιγραφή ΙΝΒΙ, γι’ αυτό κατηγορήθηκε, βλασφημεί, παρουσιάζεται ως βασιλεύς των Ιουδαίων ή διασπείρει νέες ιδέες για θρησκείες και θεούς, αυτόν τον πότισαν κώνειο, ήμουν εκεί και παρακολουθούσα τις τελευταίες του στιγμές, ο Πλάτων τα έλεγε, αν και ασθενούσε, ο καθένας με το  αίμα του σφράγισε την αλήθεια του, κι η μάνα μας την προδοσία του Ιούδα με το αίμα των παιδιών της.

Αποκαθήλωση δεν έχουμε, ωραία τελετή, κάποιος έπρεπε να ζητήσει να τον θάψει. Όταν πήγαν στον Κυβερνήτη αυτός αρνήθηκε, τον Γρηγόρη, λέει θα τον θάψετε στις φυλακές, και τα άλλα παιδιά, φυλακισμένους θα τους κρατήσω και μετά θάνατον, αυτή η ύβρις των ανθρώπων, όταν δεν έχουν όρια, όταν δεν ξέρουν τα όριά τους πως είναι δυο πήχεις στη γη.

Έκτοτε ζούμε με τη σταύρωση, σαράντα πέντε χρόνια, αλλά δεν γίνεται, δίπλα της έχουμε πάνω από την αγία πύλη την Ανάσταση. Γι΄ αυτήν ζούμε.



13.   Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ Της ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Κάτσε κάτω κι άκουε, κι αφού ακούς και εκτελείς σαν φαντάρος, σημαίνει πως είσαι ζωντανός, έχεις κίνηση κι αισθήσεις, μα με το «θανάτω θάνατον πατήσας» σημαίνει πως πρέπει να συλλάβεις σε όλο το πλάτος και βάθος το θάνατο, κι αν έχει ακουστά, κι η φιλοσοφία μελέτη θανάτου είναι και τούτο σημαίνει πως ζωή ίσον αισθήσεις, ενώ θάνατος ίσον απουσία αισθήσεων, άρα το μόνο που σου μένει αν θέλεις να είσαι νεκρός είναι το να νεκρώσεις τις αισθήσεις. Και τότε τι σου μένει; Οι πνευματικές σου δυνάμεις, άρα με τις πνευματικές σου δυνάμεις να συλλαμβάνεις, με αυτές να κτίζεις και το παρόν και το μέλλον σου, αφού το παρελθόν σου ανήκει πια στη μνήμη, στις πνευματικές σου δυνάμεις. Δεν σου λέω λοιπόν να ξεχάσεις την Κερύνεια και τη Μόρφου και την Αμμμόχωστο και τα αγαπημένα χωριά μας, σου λέω να τα θυμάσαι όπως τα έζησες εσύ, ελληνικά και χριστιανικά, με τη μνήμη,  κι όχι με τις αισθήσεις όπως είναι σήμερα. Άρα κακό κάνεις με το να παρουσιάζεις την κατεχόμενη γη σου όπως είναι σήμερα, γιατί έτσι την παρουσιάζεις ζωντανή, ενώ για να την ζωντανέψεις, να την αναστήσεις, πρέπει να την αφήσει στο θάνατο και να ζήσεις το θάνατό της όπως τον ζούσες τόσα χρόνια πριν σου ανοίξει τις πύλες της κόλασης ο Ντενκτάς, και αγωνιζόσουν και δεν ξεχνούσες και καιγόσουν  να την ζωντανεύεις στα παιδιά και στα εγγόνια σου. «Θανάτω θάνατον πατήσας»  σημαίνει πως δεν έχει αισθήσεις και δεν σου στέλνει μηνύματα και εικόνες η καταπατημένη σου γη, δεν έχει αυτιά ούτε μάτια, ούτε όσφρηση ούτε γεύση,  και μη μου κάθεσαι να τρως και να πίνεις και να την απολαμβάνεις και να ποθαμέζεσαι τα έργα του οχτρού του διαβόλου, την ώρα που αυτά είναι νεκρά. Νεκροφιλία κάνεις. ‘Ετσι μου είπε, κι έφυγε.

Τρεις εικόνες έχουμε στην εκκλησιά μας για την ανάσταση η πρώτη τον παρουσιάζει τον Κύριό μας με τη σημαία στο χέρι να ανέρχεται στον  ουρανό, το μνήμα είναι κάτω στη γη όπως τα σημερινά στα νεκροταφεία, κι αυτός ανεβαίνει μέσα σε λευκό φως από τη γη στον ουρανό, πάλι τα ίδια μηνύματα, μη μένεις προσκολλημένος στα γήινα, δεν σου δίνουν αυτό που ζητά η ψυχή σου, ανέβα στα ουράνια, στον κόσμο του πνεύματος, μακριά από τις αισθήσεις, όπως το είπε κι ο Σωκρατίσκος μας στο Φαίδωνα.

Η άλλη, σαν σε λάκκο απάνω στέκεται και τραβά από τον Άδη τον Αδάμ και την Εύα, αλλά αν δεν κατέβηκε στον άδη δεν είναι δυνατόν να τους ανεβάζει στο φως. Και πάλι η ανάγκη του θανάτου, χωρίς το θάνατο δεν θα υπάρξει ανάσταση, μην τον φοβάστε, ζήστε τον θάνατό σας, το θάνατο των αγαπημένων σας και πιο αγαπημένο η πατρίδα, «μητρός και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων», συγχωράτε με παππούδες και γιαγιάδες. Η μισή μου πατρίδα πέθανε, ο οχτρός της ζωής της είναι ο θάνατός της, ο Τούρκος κατακτητής, κι αυτό το θάνατό της πρέπει να τον συνειδητοποιήσουμε για να πιστέψουμε στην ανάστασή της και με το θάνατό της να την αναστήσουμε.

Η Τρίτη εικόνα μοιάζει με την πρώτη, άτεχνη, μεγαλύτερη, την έχουμε πρόχειρη για τις λιτανείες, πέθανε, αναστήθηκε, και δεν τον πίστεψαν οι άμεσα δικοί του, κι ο Θωμάκος εκείνος που ήθελε να αγγίξει τις πληγές, και την πλευρά. Την άλλη φορά όμως «Θωμά δε και Κλεόπα συμπορευόμενος ωμίλει».

Πού πήγαν, τον έζησαν και στην ανάσταση, μπορεί εν ετέρα μορφή, μπορεί να ήταν κλειστά τα μάτια για να μη δουν την άλλη πραγματικότητα, όταν όμως έφυγε η καρδιά τους καιγόταν, όπως τότε στο άγιον Όρος, με τόσα καλογεράκια, «δεν είναι κρίμα κι άδικο Παναγία μου», λέω, «τόσοι νέοι», κι όταν κατέβηκα εκεί στην Παραμυθία, εσκίρτησε η καρδία μου και κατάλαβα.

Αυτά δεν τα καταλαβαίνεις με τις αισθήσεις και το νου, με την καρδιά τα καταλαβαίνεις.  Εκεί θεμελιώνεται όλη η πίστη στη μεταφυσική της ανάστασης. Το θάνατο πρώτα να ζήσεις σε βάθος και πλάτος. Κατάλαβα, λέω, να πας στο καλό, να πάω κι εγώ.



 14.   ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

«Καλά», λέω, «δεν θέλεις να μιλήσεις, δεν γίνονται αυτά τα πράματα διά της βίας», ο Ματθαίος πάντα δυσκολευόταν στην έκφραση, αγαθός άνθρωπος, τον έπαιρναν οι δικοί του στα χωράφια, στο θέρος και στ’ αλώνισμα, μακριά πουκάμισα καλοκαίρι καιρό, τα ύφαινε η μάνα του,  δουλευτής, μα στόμα δεν άνοιγε εύκολα.

Ο άλλος, γραμματιζούμενος, τον ρώτησα, «τίποτε» -λέει –«δεν έχω να πω». Δεν είδες δεν άκουσες; Και πώς ο Μάρκος κάθεται στο γραφείο και μας αφήνει εκείνη έστω τη φράση, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού»; Δεν το μπορούσες να το πεις και συ;

Βγήκε από την κύρια είσοδο, οδός αγίου Γεωργίου 1, ωραίος ωραίος, «άλλη φορά τα λέμε, γεια σου» και μ’ αφήνει. Πετάχτηκα να τον κατευοδώσω, εκείνη την ώρα περνούσε με τα λευκά κατάλευκά του, παντελόνι, σακκάκι, καπέλο, ο Λουκάς, γιατρός και ζωγράφος, μάντης ήταν; «Άσε να σου τα πω εγώ», πράγματι την ώρα που βλογούσε, «διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν», σου φτάνει; Καλό, λέω, ας είναι κι αυτό.

Κι ο Γιάννης ο ηγαπημένος, αμίλητος, ούτε να μας καλημερίσει, πήγαινε για το Παγκύπριο, εκεί κοντά το κονάκι του.  

«Πάω», λέει ο Λουκάς, «θα προσθέσω κι άλλα στα Πεπραγμένα», έχω να λογοδοτήσω σε λίγες μέρες στο Σύλλογο Ιατρών και Ζωγράφων: «Άνδρες Γαλιλαίοι…».  Πολύ ρητορικούς λόγους μου θυμίζεις! Ήταν και δυο στον ουρανό με τα λευκά, δεν είμαι μόνος, «έεε τι κοιτάτε, αναλαμβάνεται, αναλαμβάνεται…»  μας λένε, καταλάβαμε.

Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εκείνη τη νύχτα του Ιουλίου, έπρεπε την άλλη μέρα να καταταγώ στο στράτευμα, να πάμε μια βόλτα με τους φίλους, το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο ανάγγελλε πως ο άνθρωπος πατά το πόδι στη σελήνη, όλα τα παρακολουθήσαμε αργότερα στις τηλεοράσεις, όσα επιτρέπονταν, ο άνθρωπος πετά στον ουρανό, με το αεροπλάνο, το ελικόπτερο, στο στρατόπεδο στον άγιο Βασίλειο ήμουν όταν άκουσα πως χτύπησαν το ελικόπτερο που πήγαινε για Μαχαιρά στο μνημόσυνα του Αετού μας. Με τα πλοία τη βγάζαμε σχεδόν όλη τη φοιτητική μας ζωή, από το λιμάνι Λεμεσού, με τις μαούνες στο πλοίο, κατάστρωμα, με τις κάσες τα γάλατα Βλάχας και τα χαλούμια στον κούζο, μόνο στο τέλος αξιωθήκαμε να κάμουμε και κανένα αεροπορικό, τέλειωναν τα βάσανα.

Το αεροδρόμιο Λευκωσίας μια παράγκα, μικρά αεροπλάνα, ο πατέρας πήγαινε κάποτε ως τη Βηρυτό, «τελωνείο, να σε ψάξουμε, έχουμε πληροφορίες πως φέρνεις ρολόγια», τίποτε δεν βρήκανε, τον φόβο τον τραβήξαμε, μαθαίναμε μικροί: νόμιμο- παράνομο.

Για να πάμε από Νέα Υόρκη -ουάουουου- στο Όλμπανυ, μας άφησαν πίσω τις αποσκευές, δεν σήκωνε βάρος το μικρούλι, τις πήραμε την άλλη μέρα, ξυπνήσαμε τη νύχτα τους συγκάτοικους, λάθος κλειδί μας είχε δώσει η κυρά Νοικοκυρά, ελληνίδα, καλή μέρα να έχετε, μόνο κάτι πλούσιοι τον καιρό μας ήξεραν από αεροπλάνα.

Κι ο ζωγράφος έπρεπε να φτιάξει την εικόνα, δεν του πήγαιναν οι προηγούμενες πινελιές, ήθελε να αλλάξει τεχνοτροπία, πώς θα παρουσιαστεί το ανέβασμα στον ουρανό, καλά οι λευκοφόροι, κι οι άλλοι από κάτω να παρακολουθούν, μια δόξα να ανεβαίνει στον ουρανό, κι άρχισε κάτι χτυπητές πινελιές, τα κατάφερε, τον μελέτησαν αργότερα οι ειδήμονες, κι έρχονταν στην εκκλησιά και ρωτούσαν, οβραίοι και ρωμιοί:  «τι ιδιαίτερο έχει αυτή η εικόνα σας της αναλήψεως», κι εμείς ως συνήθως, δεν ξέραμε.


15.   Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΚΙ Ο ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟΣ

Τότε κι ο Χρύσης θα γονατίσει στο Πέντε Μίλι και θα σου αναπέμψει δέηση, έτσι θα τέλειωνε ο πεντηκοστός, αλλά κι η πεντηκοστή, καθημερινά την περιμένουμε κι έρχεται στους άξιους κι εμψυχώνει κάθε ζώο, τα κύματα στο γυαλό καταπαύουν, ηρεμεί το γαλάζιο και οι γύρω λόφοι δέχονται το χάδι στα πράσινα μαλλιά τους, ανοιχτή η αγκάλη της παραλίας, στα ψηλά βουνά γονατίζουν τα δέντρα όπως κάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια, σταυροκοπιούνται τα μοναστήρια κι οι βρύσες στους δρόμους τρέχουν πεντακάθαρο δροσερό νερό, κάποτε κατεβαίνει ωσεί περιστερά, κάποτε γλώσσαι ωσεί πυρός, όλα με κάτι μοιάζουν, πώς να τα πούμε οι άνθρωποι τα θαυμάσια, με ποιες εικόνες να τα εικονίσουμε και στην εκκλησιά μας προσκυνούμε την εικόνα, μια τη χάνουμε μια τη βρίσκουμε, οι απόστολοι περιμένουν κλεισμένοι στο υπερώο και ακούγονται τα αεροπλάνα, ήταν με το πρώτο φως, το παιδί ήταν δεν ήταν τεσσάρων μηνών, βουητό ακούστηκε κι ύστερα εκείνος ο συνταραχτικός γνωστός πια θόρυβος, ήταν η τελευταία μας μέρα σ’ ένα σπίτι που μόλις χτίσαμε και δεν είχαμε χαρεί, το παιδί να επιβιώσει κι όλη η οικογένεια και τα άλλα γίνονται, και πάλι αποδείχτηκε η αξία του πνεύματος, όσοι κουβαλούσαν μέσα τους μια παιδεία επιβίωναν, εμψύχωναν τους άλλους, μιλούσαν γλώσσες ξένες, μπορούσαν να μεταβούν σε άλλες χώρες να δουλέψουν, η δύναμη που αναβλύζει από τα ρείθρα της χάριτος τους καθοδηγούσε, να κρατηθούν στη ζωή, στην πίστη και στην πατρίδα.

Σας συμφέρει να φύγω και να σας στείλω τον Παράκλητο, τους είπε, κι έτσι έγινε εκείνη τη μέρα, όλη θαύματα, όπως όλη η ζωή των ανθρώπων  όταν το αποφασίσουν πως τίποτε δεν είναι δικό τους, όλα άνωθεν είναι δοσμένα, όταν γονατίσουν ταπεινοί και ευχαριστήσουν για τα τόσα αγαθά, προπάντων τη ζωή τους. Η πεντηκοστή κι ο πεντηκοστός, ένα διαρκές γονάτισμα και προσευχή, Κύριε ελέησόν με, να επαναλαμβάνεται σε όλες τις κλίμακες, σε όλες τις αποχρώσεις.

Αγίω Πνεύματι αναβλύζει πάσα σοφία, παν ζώον εμψυχούται, εξάλειψον το ανόμημά μου. 
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ




εικόνες η πεντηκοστή και ο πεντηκοστός


Εικόνες- Η πεντηκοστή κι ο πεντηκοστός

Τότε κι ο Χρύσης θα γονατίσει στο Πέντε Μίλι και θα σου αναπέμψει δέηση, έτσι θα τέλειωνε ο πεντηκοστός, αλλά κι η πεντηκοστή, καθημερινά την περιμένουμε κι έρχεται στους άξιους κι εμψυχώνει κάθε ζώο, τα κύματα στο γυαλό καταπαύουν, ηρεμεί το γαλάζιο και οι γύρω λόφοι δέχονται το χάδι στα πράσινα μαλλιά τους, ανοιχτή η αγκάλη της παραλίας, στα ψηλά βουνά γονατίζουν τα δέντρα όπως κάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια, σταυροκοπιούνται τα μοναστήρια κι οι βρύσες στους δρόμους τρέχουν πεντακάθαρο δροσερό νερό, κάποτε κατεβαίνει ωσεί περιστερά, κάποτε γλώσσαι ωσεί πυρός, όλα με κάτι μοιάζουν, πώς να τα πούμε οι άνθρωποι τα θαυμάσια, με ποιες εικόνες να τα εικονίσουμε και στην εκκλησιά μας προσκυνούμε την εικόνα, μια τη χάνουμε μια τη βρίσκουμε, οι απόστολοι περιμένουν κλεισμένοι στο υπερώο και ακούγονται τα αεροπλάνα, ήταν με το πρώτο φως, το παιδί ήταν δεν ήταν τεσσάρων μηνών, βουητό ακούστηκε κι ύστερα εκείνος ο συνταραχτικός γνωστός πια θόρυβος, ήταν η τελευταία μας μέρα σ’ ένα σπίτι που μόλις χτίσαμε και δεν είχαμε χαρεί, το παιδί να επιβιώσει κι όλη η οικογένεια και τα άλλα γίνονται, και πάλι αποδείχτηκε η αξία του πνεύματος, όσοι κουβαλούσαν μέσα τους μια παιδεία επιβίωναν, εμψύχωναν τους άλλους, μιλούσαν γλώσσες ξένες, μπορούσαν να μεταβούν σε άλλες χώρες να δουλέψουν, η δύναμη που αναβλύζει από τα ρείθρα της χάριτος τους καθοδηγούσε, να κρατηθούν στη ζωή, στην πίστη και στην πατρίδα.

Σας συμφέρει να φύγω και να σας στείλω τον Παράκλητο, τους είπε, κι έτσι έγινε εκείνη τη μέρα, όλη θαύματα, όπως όλη η ζωή των ανθρώπων  όταν το αποφασίσουν πως τίποτε δεν είναι δικό τους, όλα άνωθεν είναι δοσμένα, όταν γονατίσουν ταπεινοί και ευχαριστήσουν για τα τόσα αγαθά, προπάντων τη ζωή τους. Η πεντηκοστή κι ο πεντηκοστός, ένα διαρκές γονάτισμα και προσευχή, Κύριε ελέησόν με, να επαναλαμβάνεται σε όλες τις κλίμακες, σε όλες τις αποχρώσεις.

Αγίω Πνεύματι αναβλύζει πάσα σοφία, παν ζώον εμψυχούται, εξάλειψον το ανόμημά μου.