Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ


Στέλιου Παπαντωνίου

ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

Μεγάλη υπόθεση να διαβάζεις ποίηση μετά από πενήντα χρόνια και να θυμάσαι τον άγνωστό σου τότε Στέφανο Κωνσταντινίδη, εκείνος στο Γυμνάσιο Πεδουλά κι εγώ στο Γυμνάσιο Λεμύθου, στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας μας, ύστερα άλλαξαν οι δρόμοι αλλά «βουνό με βουνό δεν σμίγει», κι έτσι ξαναβρεθήκαμε μέσω των διαβασμάτων μας, μέσω κοινών γνωστών, κοινών ενδιαφερόντων, όπως  η ποίηση και γενικότερα η λογοτεχνία, κι  έτσι, όταν μου έστειλε την πρώτη του συλλογή, ήδη εγώ την κατείχα αλλά έμεινε στη Μόρφου, θυμήθηκα και τον κοινό φίλο, τον μακαριστό Μίκη Φοινικαρίδη, που του είχε κάμει το εξώφυλλο και τα πρώτα λόγια του πρώτου του ποιήματος, που χρησιμοποίησα κι εγώ σε πανηγυρικό της 28ης Οκτωβρίου, τον πρώτο που έγραφα τότε,  ανάμεσα στ΄άλλα και τους στίχους, αθάνατους τους λέγω, «Γεννήθηκα το 1941 π.Χ. την ώρα που γεννιούνταν τα θανατερά μανιτάρια στο διπλανό πευκόδασο».

Κυρίες και κύριοι,

Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι γνωστός σε πολλούς από τα άρθρα του στον Κυριακάτικο Φιλελεύθερο, σε άλλους από το επιστημονικό του έργο σε θέματα διεθνούς πολιτικής, σε άλλους από το ποιητικό και λογοτεχνικό του γενικά έργο, και προπάντων από την καθημέραν παρακολούθηση της εδώ ζωής, οπότε όντας στον Καναδά ζει και βιώνει την Κύπρο περισσότερο από πολλούς από μας.

Για να επιτύχει η παρουσίαση ενός έργου, πρέπει ο παρουσιαστής να συμπορευτεί, να συμπλεύσει, να συντονιστεί στα μήκη κύματος του πομπού- ποιητή, στη μακρά του πορεία, έξι ποιητικές συλλογές, μια κάθε δέκα χρόνια, αρχής γενομένης από το 1969. Κι αυτές είναι:

1.       Επένδυση στο χρόνο ενός ονείρου και κάποιων μαρτυρίων, 1969

2.       Παρακαλείσθε μη πτύετε εντός του λεωφορείου 1979

3.       Anthumes (δίγλωσση ελληνικά γαλλικά) 1984

4.       Εναλία Κύπρος: Ο θάνατος του Ονήσιλου στα 1989 μ.Χ.

5.       Προκρούστη του Εναρέτου 2008

6.       Λεξήματα 2017

Αυτά τα ποιητικά πλην των διηγημάτων

1.       Ο γυρισμός του αρχιερέα 1980

2.       Η επιστροφή του αρχιερέα και άλλα διηγήματα 2012

Και το μυθιστόρημα Νομάδας.



Προμετωπίδα στην πρώτη ποιητική συλλογή με τίτλο «Επένδυση στο χρόνο ενός ονείρου και κάποιων μαρτυρίων» “Μνήμη Ιερή της αδελφής μου Παναγιώτας Πέτρου Κωνσταντινίδου της εικοσάχρονης φοιτήτρια της Ιατρικής και νεαρής ποιήτριας που μας έφυγε τόσο ξαφνικά στις 30 Σεπτεμβρίου 1968.”

Η συλλογή περιλαμβάνει δεκαεφτά ποιήματα, μερικά με το βάρος του θανάτου, περισσότερο όμως παρατηρούμε σε γενικές γραμμές τη διαλεκτική σύλληψη των πραγμάτων, την πάλη απελπισίας και ελπίδας, ζωής και θανάτου, με πάντα νικητή τη ζωή και την ελπίδα, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες ζει και διέρχεται ο ποιητής, χρόνους, καταστάσεις, πολιτικές, παγκόσμιες.

Το φιλολογικό περιβάλλον της εποχής, δεκαετία του εξήντα,  είναι πλήρες της ξεβαμμένης πια καρυωτακικής ποίησης αλλά προπάντων με το σφριγηλό αίμα της γενιάς του τριάντα, με τον προδρομικό Καβάφη σε πρώτη γραμμή, κι ύστερα τον Σεφέρη, Ελύτη, Εγγονόπουλο, συγκλονιστικές γνωριμίες με την ποίησή τους τότε, επαναστατικές φωνές για τους νέους. Αδρή όμως και η γραμμή Αναγνωστάκη, λίγο αργότερα  γνωστή, που ξεκινά με την πεζολογία του ειρωνικού εκείνου Καβάφη και τον πολιτικό λόγο των ποιητών της αριστεράς, που μπολιάζουν τους νεότερους, είτε με τα κοινωνικά κηρύγματα, της ειρήνης και τα αντιπολεμικά, της  δικαιοσύνης, με παράλληλες ιστορικές αναφορές από τον Θουκυδίδη ή άλλους αρχαίους, από Ομήρου και εξής.

Ζωντανός ο Ηρόδοτος με το επίγραμμά του για τους Λακεδαιμόνιους, ω ξειν αγγέλλειν… σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής, αλλά το ποίημα του Στέφανου εξυψώνει τους άγνωστους συμπολεμιστές Θεσπιείς, αποζητώντας και αποδίδοντας δικαιοσύνη. Στίχοι αλησμόνητοι, «Για Θεσπιείς κανένας δεν μιλάει» που σημαίνει πως ο ποιητής πέτυχε στο έργο του, άφησε στη μνήμη μας στίχους του σημαδιακούς. Στο τέλος τέλος δεν υπήρξε στη ζωή  του ο θεωρητικός της δικαιοσύνης αλλά και ο ακτιβιστής επιζητητής της.

Από το πρώτο ποίημα της συλλογής χαράσσεται η γραμμή της διαπάλης ελπίδας απελπισίας και του αγώνα για επιβίωση και ελπίδα, παρ’ όλα τα αντίξοα.

«Γεννήθηκα το 1941 π.Χ./ την ώρα που γεννιούνταν τα θανατερά μανιτάρια/ στο διπλανό πευκόδασο,/ - αλήθεια, είπε η μάνα μου, τι σύμπτωση!- χωρίς καλές προοπτικές/ και με λίγες ελπίδες./ Κι όμως…/Πώς αυξαίνουν οι ελπίδες/ όταν θέλουμε να ζήσουμε;..»

Σε λόγο απλό και καθημερινό, αλλά και κλασσικό διαχρονικό, μεταβιβάζει αυτά τα μηνύματα, της ελπίδας, του  ζωντανού κι ελπιδοφόρου μέλλοντος, της πίστης στις δυνάμεις του ανθρώπου, παρ΄ όλα τα αντίξοα, σε μια διαλεκτική μεταξύ τους σχέση. Ο τόπος, ο χρόνος, οι συνθήκες, τα εσωτερικά καβαφικά εμπόδια πρέπει να παραμεριστούν όπως οι Κύκλωπες. Όμως η περίοδος των νεανικών ανατροπών και διαψεύσεων δεν παύει να ποτίζει με πόνο τον ποιητή που συνειδητοποιεί την απάτη μέσα στην οποία ζει, αλλά ωθείται να βρει διεξόδους, να διερευνήσει νέες οδούς. Τα υπαρξιακά προβλήματα και γενικά η φιλοσοφία του υπαρξισμού ξάναβε το νου και τις νεανικές συνειδήσεις, που βίωναν την τραγικότητα της ύπαρξης, τη μετατροπή των πραττομένων εις το εναντίον. «Αγαπήσαμε και κλάψαμε. Κλάψαμε μα δεν υπάρχει αγάπη. Γυρέψαμε κι η αναζήτηση μας βούλιαξε. Τι καρτερούμε; Αλήθεια, τι καρτερούμε;

  Εκτός όμως από αυτό που διακρίνεται ως απλός πεζός λόγος, στην πρώτη του συλλογή περιλαμβάνονται μεγάλες συνθέσεις ώριμες στη σκέψη και στην έκφραση, ακούσματα αρμονίας και αναφιλητών, το τρίξιμο της πόρτας τη νύχτα, εναλλασσόμενοι ήχοι με τη σιωπή, μουσικές αρμονικά ολότητες που εκφράζουν παγκόσμια προβλήματα με πίσω τους εναργή και διαρκή τη διαπάλη ζωής και θανάτου.

Ήταν βέβαια καιροί που οι λεξιλογικοί ακροβατισμοί ήταν της εποχής, στην προσπάθεια να συλληφθούν δύσβατες έννοιες και καταστάσεις με φιλοσοφικό βάθος, πέρασε και από αυτό το στάδιο ο Στέφανος, για να επανέλθει όμως σε απλούστερες και πιο κατανοητές εικόνες και γραμμές, χωρίς να ξεφτίζει τα υψηλά νοήματα, ιδιαίτερα της πάλης του ανθρώπου με την κοινή μοίρα ή τα ανατρεπτικά μηνύματα του Νίτσε για το θάνατο των Θεών.

Στις «στιγμές» πέντε ολιγόστιχα ποιήματα, μπορεί να θυμίζουν Μόντη ή τον πρώιμο Ελύτη με το Αιγαίο του, μέσα όμως από το έργο των ποιητών και των φιλοσόφων, όπως του Νίτσε, διαμορφώνει τον χαρακτήρα και την ποίησή του, που απηχούν τα επαναστατικά κινήματα παντός είδους της εποχής αυτής.

Η κλίση του στην παγκόσμια πολιτική και οι συγκρίσεις ανάμεσα σε γεγονότα και σταθμούς της Ιστορίας ανιχνεύονται ήδη εδώ, όπως στο ποίημα «μας πρόλαβαν»- μια ανάμεσα στους ισραηλίτες και παλαιστίνιους διαμάχη, κι ύστερα προφητικά αρπαγμένη η δική μας με την Τουρκία, ή μέσα από σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης ιστορίες και κωδικοποιημένες επαναστατικές στιγμές.

 Η Παλαιά Διαθήκη,  θησαυροφυλάκιο γεγονότων, συμβόλων με διαιώνια σημασία έστω κι αν παραπέμπουν στη εποχή τους, δίνουν λαβή για τη δική του «σύνθεση». “Τι κι αν φωνάζουν οι Ιουδαίοι κι αν οι σάλπιγγες ηχούν; Τα τείχη της Ιεριχούς κρατούν. Τους αυλούς της εταίρας- ω τους αυλούς- καρτερούσαν τον παλιό καιρό –τραγούδι ηθικής από χείλη πόρνης- η Ιεριχώ οι Ιουδαίοι η εταίρα οι αυλοί ο Θεός. Επενδύσεις εποχών.”

Κι όμως οι παραλληλισμοί, οι ποιητικές νύξεις παραπέμπουν σε δικές μας χαρακτηριστικές ιστορικές στιγμές.

Βασική όμως συνισταμένη της πρώτης αυτής ποιητικής συλλογής του Στέφανου Κωνσταντινίδη είναι ο θρήνος για το χαμό της αδελφής, μια πορεία που παρακολούθησε από πολύ κοντά, που τον γέμισε με αναπάντητα ερωτήματα μπροστά στο μέγα χάσμα του θανάτου. Ίσως το γεγονός να επέτεινε μια φυσική του απαισιοδοξία αλλά και την αποφασιστική γι’ αυτόν στάση της ανατροπής της σε αισιοδοξία. «Ό τι και να τραγουδήσουμε είναι πληκτικό πολύ… Τώρα πια δεν έχουμε ναούς για τους Θεούς μας. Δεν έχουμε ούτε λιβάνι για τους νεκρούς μας. Κι όμως… Το θερμόμετρο δείχνει ακόμη ζεστό το αίμα μας. Πάει να πη, ζούμε ακόμη…»

Εξολοκλήρου αφιερωμένο στην αδελφή του το «επιτύμβιο» καθαρή ποίηση, ανέβασμα στους άλλους ουρανούς με τις εικόνες του, μα πάντα το αγκάθι του ερωτηματικού στο τέλος, για να υπενθυμίζει τη διαλεκτική των πραγμάτων και της ανθρώπινης σκέψης. Ο θάνατος του έδωσε το έναυσμα για φιλοσοφική ενατένισή του, μέσα στο «λακωνικό»  “Ο χρόνος, τα πλοκάμια του/ η ύπαρξη κι ο θάνατος πρώτη απόδειξη του αναπόδειχτου στη χώρα της ανυπαρξίας.» Ο χρόνος και το άχρονο η ουσία της ζωής και του θανάτου. Όπως πάλι λακωνικά λέει στο παρακάτω ποίημα «Ο θάνατος της ελπίδας» Τώρα θυμούμαι εκείνο το στενό δρομάκι της παληάς μου γειτονιάς:-“Οδός Μακαρίων- Αδιέξοδος”

 Δεν ήταν όμως ποτέ δυνατόν η ποιητική συλλογή αυτή να κλείσει τόσο πένθιμα. Σε μια παγκόσμια σύλληψη της ελπίδας με προμετωπίδα το του Ελύτη «Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο: αύριο αύριο αύριο το Πάσχα του Θεού», γράφει

“Α! μην το ρωτάς το γιατί.  Αύριο οι πλατείες θα γιομίσουν πάλι ζωή (δεν σε αρκεί;) το κλάμα θα γενή γάλα της νέας γενιάς γέννημα της Χιροσίμας. Μaκριά, πολύ μακριά, ηχούν καμπάνες…

======================================

Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Στέφανου Κωνσταντινίδη μας δίνει στην αρχή την ευκαιρία να γνωρίσουμε με τρεις παρατιθέμενες κριτικές πώς αντιμετώπισαν οι ευαίσθητοι αναγνώστες της ποίησης την πρώτη του συλλογή. Αυτή η δεύτερη, με τον παράξενο στην αρχή τίτλο «Παρακαλείσθε μη πτύετε εντός του λεωφορείου» μας θυμίζει επιγραφές του καιρού μας στα δημόσια λεωφορεία στην Ελλάδα, όταν όμως διαβάσουμε τη συλλογή, καταλαβαίνουμε πως είναι ένας επιτυχημένος τίτλος, για ποιήματα γραμμένα εναντίον της δικτατορίας της χούντας και των ελληνοχριστιανικών αρχών, όπως προβάλλονταν.

Ήδη ως ποιητής γλωσσικά είναι κατασταλαγμένος, δεν έχει ανάγκη γλωσσικών πειραματισμών, η απλή γλώσσα τον εκφράζει και είναι άριστο γι’ αυτόν εργαλείο για να πλησιάσει τους αναγνώστες του και να γνωστοποιήσει τα μηνύματά του. Χαρακτηριστικό της συλλογής η εξωτερική ειρωνεία και η εσωτερική πίκρα του ποιητή. Είναι ο καιρός που συλλαμβάνονται από τον ποιητή οι μεγάλες αλήθειες, που γκρεμίζονται είδωλα ή παραδομένες αρχές, η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια πάσχουν, πολλά ανατρέπονται με τη λογική και τη νεανική επαναστατικότητα. Ο πολιτισμός δεν είναι η χρήση του σαπουνιού, που μας θυμίζει τόσα ναζιστικά ή άλλα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αλλά ο σεβασμός προς τον άνθρωπο και τα δημιουργήματά του. «Μιλάτε για πολιτισμό; Μα βέβαια κάτι θυμούμαι/ στο σχολείο μας μάθανε να πλενόμαστε με σαπούνι… το πολύ σαπούνι έλεγε ο δάσκαλος η πολλή κατανάλωση σαπουνιού είναι μια ένδειξη πολιτισμού… Όταν μεγάλωσα έμαθα για καινούργια επιτεύγματα πολιτισμού: το Άουσβιτς, το Νταχάου, το Βιετνάμ, η 21 Απριλίου, ο Κυπριακός Ιούλης του 74…»

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι ο συνομιλητής στο ποίημα ιωάννης ο… Όσοι θυμάστε τη Θεσσαλονίκη του, μετέχετε άνετα στη συζήτηση, το Μέγαρο της Τράπεζας Εμπορικών Συναλλαγών, και ο Σεφέρης, “Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει, συνεχίζει ο άλλος, (και πάντα δυτικά προσθέτει ένας τρίτος)” . Ένα ποίημα με πετυχημένη την ειρωνεία και τον ποιητικό διάλογο με ομοτέχνους, παθόντες από το αντιδημοκρατικό πολίτευμα που οδήγησε και την Κύπρο στην καταστροφή, με τόσους κολασμένους.

Ο ποιητής είναι και ιδεολόγος, είναι όμως και μαρξιστής, «εμείς διαλέξαμε τη γη- κανένας ιδεολόγος δεν έσωσε τον κόσμο…» Άρα και μαρξιστική η ερμηνεία της Ιστορίας, δεν είναι οι εμφύλιοι τα αίτιο των κακών, αλλά κατά τον ποιητή «εκεί που οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται είναι γιατί οι νηστικοί ζητούν τη βασιλεία της γης.» Ο καπιταλισμός, αίτιο πολλών κακών, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τους κρατούντες, η ανεργία και οικονομική καταβαράθρωση θεώνται μέσα από την τεχνική της επιστολής σε ένα φίλο, ένας τρόπος γραφής που κερδίζει επικοινωνιακά τον αναγνώστη με τη αμεσότητά του, όπως και στο ποίημα με τίτλο Νυχτερινό Τηλεγράφημα σ΄ένα σύντροφο. «Δεν σχολιάζω, περιττεύει, μέρες και νύχτες το ίδιο όπιο, μέρες και νύχτες η ίδια ιστορία: Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου. Μακάριοι οι έχοντες και κατέχοντες ότι αυτών εστιν η βασιλεία της γης…» Χρήση των γραφών και του ύφους τους, με τις ανάλογες αλλαγές για να αποδοθεί το νόημα της ανατροπής.

Ο θάνατος μεγάλων ποιητών δίνει στους λαούς την ευκαιρία να εκφράσουν τα πραγματικά φιλελεύθερα τους αισθήματα, κάτι που έγινε και με το θάνατο του Λόρκα, την κηδεία του Παλαμά παλαιότερα και του Σεφέρη και του Πάπλο Νερούντα. Ελευθερία Δημοκρατία Σοσιαλισμός ήταν τα συνθήματα στη Χιλή. Ωραίοι στίχοι «Περνάνε αλυσίδες στα γιασεμιά, κλείνουν στη φυλακή τα κόκκινα τριαντάφυλλα- πάντα το κόκκινο τους φόβιζε τους στρατηγούς- επιβάλλουν σιωπή και παίρνουν στο χέρι το νυστέρι του χειρούργου…»

Πολιτικά τοποθετημένος, αλλά και επαναστατικός στις ερμηνείες αρχαίων μύθων και ποιημάτων, η Ελένη, η Τροία, ο Οδυσσέας, θεοί και άνθρωποι, αναστραμμένοι, σε διάφορες παραλλαγές στη συλλογή, ειρωνικά ιδωμένοι, φανερώνουν την άλλη όψη από την σχολικά διαδεδομένη. Ο ποιητής προσπαθεί να συλλάβει την αλήθεια, την ουσία των πραγμάτων, «Δεν θέλω τίποτε. Να μια στιγμή καθάρια… Μα μια στιγμή μονάχα.»

Παρ΄όλα όσα αρνητικά παραδίνονται για την κοινωνία της κατανάλωσης και του καπιταλισμού, της χούντας και της αδικίας, στο τέλος η ελπίδα και πάλι, με τους προφητικούς στο ύφος στίχους «Έσσεται ήμαρ… και τα όρνεα θα φάνε τις σάρκες των βασιλέων των αρχιερέων των στρατηγών και των εμπόρων των χιλιάρχων και των ισχυρών και της κυρίας που συνεχίζει να παίζει με το γάτο της..»

Άριστα δομημένη η συλλογή, έχει ως κατακλείδα το ποίημα -ερμηνευτικό του τίτλου της, «καινούργιες εντολές ή ύμνος εις την ελευθερίαν:

Κάθε πρωί φεύγουμε για τα καινούργια σύνορα φορτωμένοι με καινούργιες εντολές “οι αρχαίοι ημών πρόγονοι…” “ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός…” “τα ιδεώδη της φυλής…” εμείς γενιά ελληνική κουβαλούμε λέει τα όνειρα του κόσμου. Κάθε πρωί φεύγουμε για τα καινούργια σύνορα φορτωμένοι τις καινούργιες εντολές… “παρακαλείσθε μη πτύετε εντός του λεωφορείου…”

===================================================

Τρία ποιήματα στα οποία ιδιαίτερα θα σταθούμε από τη ελληνογαλλική συλλογή Anthumes είναι Η Σαλαμίνα της Κύπρου, Πρόσφυγες και Αποχαιρετισμός. Και τα τρία έχουν θέμα την Κύπρο και την αγάπη του ποιητή στην πατρίδα, και με τα τόσα βάσανα.

Η σκηνή στη Σαλαμίνα κι ο Αίαντας να γυροφέρνει ανάμεσα στ’ ακρωτηριασμένα αγάλματα, που μας παραπέμπουν και οπτικά στο τοπίο αλλά και συμβολικά στις πολεμικές καταστροφές και την εισβολή του ’74. Η αποκάλυψη του Ιωάννη επιτείνει το τρομερό θέαμα και βίωμα με τα τέρατα που ανεβαίνουν από τη θάλασσα, ένα τοπίο και μια βαθιά πληγή στον αρχαίο ελληνικό μας κόσμο και στις ψυχικές μας καταβολές. 

Μέσα στο ίδιο κλίμα κινούνται οι Πρόσφυγες, ανακαλώντας σκηνές από την Τροία και την Καρχηδόνα, τα λατομεία της Σικελίας του Ευριπίδη με απόηχους σεφερικούς, καταστροφές που φέρνει ο πόλεμος, που προκαλούν δικοί και ξένοι, ενώ μέσα από τα σύμβολα των ιστορικών και μυθολογικών μορφών επαναβεβαιώνεται πως η ιστορία επαναλαμβάνεται κι ο άνθρωπος νιώθει πάντα και παντού τον ίδιο πόνο του ξεριζωμού και της άδικης μοίρας. Η Σαλαμίνα, ως θέατρο πολεμικών πολιτιστικών συγκρούσεων, ο Τεύκρος, ο Ονήσιλος μαζί με όλη τη χορεία των προσώπων που έχουν αναχθεί πια σε σύμβολα της μοίρας του ανθρώπου, ειδικά του Έλληνα της Κύπρου και γενικότερα του παγκόσμιου, ζωντανεύουν στους στίχους του ποιητή ως πολυεπίπεδα και πολύπλευρα μουσικά όργανα φορείς πολλών άλλων φωνών αλλά των ίδιων διαιώνιων μηνυμάτων.

Ένα ιστορικό- μυθικό πρόσωπο αγαπητό στον ποιητή είναι ο Αλέξανδρος, μια παράλληλη πορεία ζωής αντιλαμβάνεται ο ποιητής τη δική του, φεύγει από την Πενταλιά για να κατακτήσει με τον τρόπο του τον κόσμο του πνεύματος, ένα τεράστιο ταξίδι, μια εκστρατεία, με τις περιπέτειες και τον πλούτο της, με τα πρόσωπα της οικογένειάς του, τους φόβους και τις αγωνίες, το αίσθημα της ματαίωσης και το κενό, ο ποιητής όμως παραμένει ο πιστός της ταπεινής γης του.

===================

Η τέταρτη  ποιητική του συλλογή είναι εξολοκλήρου αφιερωμένη στην Κύπρο. Ήδη εμφανίζονται τα ρήγματα στο αγωνιστικό μέτωπο, η κατάσταση αναδίνει σήψη, ο ποιητής με τις ευαίσθητες κεραίες του συλλαμβάνει, μπορεί να μην θρηνεί ως Ιερεμίας, με το ειρωνικό του νυστέρι τέμνει, η διάβρωση όμως και η παχυδερμία μένουν ασυγκίνητες. Ποιο όπλο έχει ο ποιητής; Οι τίτλοι επαναλαμβάνονται, παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα, Λευκωσία, κατάληψη, σκλαβιά, η Ιστορία επαναλαμβάνεται, ο ποιητής επί των τειχών προσπαθεί να αφυπνίσει, οι πολιτικοί όμως ανάξιοι εκμεταλλεύονται καταστάσεις στην κάτω το μετρίου αντιμετώπιση των γεγονότων και της βαριάς μοίρας του μοιρασμένου μας τόπου.

Με τον τίτλο της η τρίτη ποιητική συλλογή του Στέφανου Κωνσταντινίδη προδιαγράφει και το περιεχόμενο: «Εναλία Κύπρος -Ο θάνατος του Ονήσιλου στα 1989 μ.Χ. (εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 1990).

Με πιο διαπεραστικό ακόμα το ειρωνικό εγχειρίδιο διαπερνά την κρατούσα στην Κύπρο κατάσταση, η κατρακύλα άρχισε, η αγωνιστικότητα μόνο στα λόγια. Χαρακτηριστικό της συλλογής η σύγκριση ιστορικών στιγμών και σελίδων πτώσης και κατάπτωσης, η Ιστορία επαναλαμβάνεται, ο ποιητής διαπιστώνει ομοιότητες, τη δύναμη του εχθρού, την αδυναμία των αμυνομένων, την κάμψη του φρονήματος. Η σύγκριση οδηγεί σε θλιβερές προβλέψεις, όμως ο ρόλος του ποιητή είναι να υποδείξει, να αφυπνίσει με το στίχο του.

Ο ποιητής συνομιλεί με τα άψυχα, που μετατρέπονται σε σύμβολα, όπως τα τείχη της Λευκωσίας ως τόπος άμυνας αλλά και δημόσιων επετειακών εκδηλώσεων, η υφέρπουσα πολιτική απάτη, το πολιτικό θέατρο αποκαλύπτεται, με παράλληλη υπενθύμιση στίχων άλλων ποιητών, όπως του Παλαμά από το Δωδεκάλογο του Γύφτου, με το αλησμόνητο εκείνο, και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει. Επάλληλες προβλέψεις και απευκταίες τύχες. Ήταν και η εποχή της στροφής του λαού στο χρηματιστήριο, η εμπορευματοποίηση της κατοχής, η βιτρίνα σε αντίθεση με την ουσία που χανόταν κάτω από τις βαρύγδουπες διακηρύξεις, ήταν και το Νταβός κι οι συναντήσεις εκεί των πολιτικών, κι ο ποιητής χρησιμοποιεί τον Πενταδάχτυλο με τα πέντε του δάχτυλα, σήμα και σύμβολο.  Συναισθηματικά φορτισμένος γίνεται η φωνή του τόπου και η το πικραμένο του στόμα. Σε πρώτο πληθυντικό διεκτραγωδεί τη γενική θορυβώδη και επιδεικτική επιφάνεια σε αντίθεση με την πραγματική ψυχική, πνευματική και πολιτική ρηχότητα.

Η γνώση της Ιστορίας και της ελληνικής ποιητικής παραγωγής, ιδιαίτερα του Σεφέρη σ’ αυτή τη συλλογή, η πολιτική ματιά και κρίση, με αυτά στο οπλοστάσιο ο ποιητής παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, μετέχει στον πόνο, ξαναζεί πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης και της Λευκωσίας, διαβλέπει τον ολισθηρό δρόμο και τη κατωφέρεια, διακρίνει εξωτερικά ηχηρά λόγια και ζητωκραυγές από τη εσωτερική κάμψη και κούραση, περιδιαβάζει στον τόπο και γίνεται η φωνή της πληγωμένης πατρίδας που ξανάζησε τουρκοκρατία.

Η συλλογή δεν κλείνει με ελπιδοφόρα μηνύματα. Δυστυχώς η κατάσταση δεν το επιτρέπει.

Μεταφέρω δυο ποιήματα ενδεικτικά των τίτλων, των παραλλαγών, του συγκριτικού πνεύματος ιστορικών γεγονότων και της ειρωνικής πικρής γεύσης που αφήνουν.

ΙΟΥΛΗΣ 1974 Μ.Χ.

Κι εγώ που νόμιζα πως ο Ιούλης είναι μονάχα για την γαλλική επανάσταση- στις 14 του Ιούλη του 1789 είπαν πως έπεσε η Βαστίλλη- Κι εγώ νόμιζα πως ο Ιούλης είναι μονάχα ανάμνηση πικρή από το υγρό ζεστό καλοκαίρι μιας άλλης εποχής- μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν Δευτερογιούνη- Μη βιάζεστε πάντα υπάρχει καιρός για καινούργια επιτεύγματα (Κάπως έτσι δεν το ‘πε ο ποιητής άνθρωπος παράξενος που ξεστόμιζε χρησμούς σαν την Πυθία) 15 του Ιούλη 1974,  20 του Ιούλη 1974, μη ψάχνετε να βρήτε αν είναι μ.Χ. πρόκειται για μια λεπτομέρεια.

Και η παραλλαγή

Αν τουλάχιστο συνέβαινε το 1974 π.Χ. θα μπορούσαμε να αναθέσουμε στους αρχαιολόγους να ψάξουν για το κρανίο του Αττίλα ή να ζητήσουμε χρησμό από το μαντείο για τα μελλούμενα. Τώρα όμως 1974 μ.Χ. αλήθεια σε ποιους ν’ απευθυνθούμε.

=================================

«Προκρούστη του Εναρέτου» είναι ο σημαδιακός τίτλος της ποιητικής συλλογής που ακολουθεί. Ως γνωστόν ο Προκρούστης, ένας από τους ληστές της Αττικής τον καιρό του Θησέα, τοποθετούσε σ’ ένα κρεβάτι τους περαστικούς κι αν ξεπερνούσαν τις διαστάσεις, τους έκοβε τα άκρα ή και το κεφάλι για να χωρέσουν στο κρεβάτι, αν ήταν πιο κοντοί, τους τραβούσε ώσπου να αρμόσουν στα μέτρα του. Με άλλα λόγια, χίλιοι δυο τρόποι χρησιμοποιούνται στην πολιτική ή άλλη ζωή για να προσαρμοστούμε στα δοσμένα άνωθεν μέτρα, ειδ’ άλλως ακολουθούν οι  κυρώσεις, διότι δεν συνεμορφώθην προς τις υποδείξεις λέει και το γνωστό τραγούδι, οι συνέπειες γνωστές στην Ιστορία, και στην καθημέραν ζωήν, μόνο προσαρμοζόμενος θεωρείται ο πολίτης ενάρετος, ειδ΄άλλως «η λαιμητόμος καρατόμησε το Ροβεσπιέρο» «Κι ύστερα τον σούβλισαν στην Αλαμάνα τον Αθανάσιο Διάκο».

Η ποιητική αυτή συλλογή αποτελεί  στροφή στην ποίηση του Στέφανου Κωνσταντινίδη, γιατί εμπλουτίζονται τα σύμβολά του με τη Βαβυλώνα, τον Γρανικό ποταμό, με τις νίκες του Μεγάλου Αλεξάνδρου,  το άλογο του Ομέρ Βρυώνη, παρμένο από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, όπου εδώ συμβολίζει μάλλον τη λύση με την οποία η Τουρκία θα επιβληθεί στην περιοχή, ένα μέσο πίσω από το  οποίο κρύβεται ο εχθρός,  τους Βησιγότθους ως δυτικούς βαρβάρους.

Παραλλαγές των ποιημάτων είδαμε και προηγουμένως, τώρα όμως εισάγεται μια νέα προσπάθεια για συμβολική ποίηση, με την έννοια της μουσικότητας, της εναρμόνισης των συμφώνων των λέξεων του ποιήματος, χωρίς βέβαια να εγκαταλείπεται η ειρωνεία με το πνεύμα του Καβάφη ή του Αναγνωστάκη τις αντηχήσεις και βέβαια του αγαπημένου Σεφέρη, «Χαϊδεύω τα σκουριασμένα όνειρα» μόλις διαβάσεις, αμέσως ακούς τη φωνή του Σεφέρη, από το Μυθιστόρημα «Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά», μέσα στο ίδιο κλίμα. Όπως είπε και ο βραβευμένος δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, ή είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.

Η μουσικότητα του στίχου στο ποίημα «Η Ωραία του Έρωτα», όπου  παρατηρούμε αυτή την προσπάθεια της εναρμόνισης των συμφώνων των λέξεων, αβάδιστη διαβαίνεις, πυρπολούν οι ώρες του έρωτα, το κενό του φονικού της νύχτας, διαγώνιες βαδίζοντας, χαράχτηκες στην πέτρα να ιερουργείς, δαιμονικά στο πευκόδασο, ακούτε τις παρηχήσεις, δεν είναι τυχαίες, “Η ποίηση παντρεμένη με ήχους παράξενους”, μας λέγει αμέσως παρακάτω σε μια σειρά από ποιήματα με τίτλο «Της ποίησης».

Η συλλογή ανοίγει με το λακωνικό και περιεκτικότατο τρίστιχο: «Πώς είναι δυνατό να χωρέσουν τα όνειρά μας στο κρεβάτι του Προκρούστη;» Αν αρχίσουμε από το όνειρο της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα που προσπάθησαν  τραβώντας από τα μαλλιά να το διαδεχτούν οι συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, ως τις λύσεις τύπου σχεδίου Ανάν και παρομοίων και των προσπαθειών που γίνονται για να πεισθεί ο λαός να δεχτεί, καταλαβαίνουμε το πνεύμα, λακωνικώς λέγει και ποιεί όσα με τα άρθρα και τη στάση του στη ζωή ομολογεί και διαλαλεί. Γενικά ο φόβος είναι μήπως δούμε «την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών με υπογραφή των επιγόνων.»

Το ποίημα Καθεστωτικοί Διανοούμενοι, εκπροσωπεί και τα σημερινά προβλήματα της προσπάθειας επιβολής λεξιλογίου στη δημοσιογραφία, με τα νέα του σύμβολα και το κύριο μήνυμα της συλλογής για την αλλαγή της σημασίας των λέξεων. «Εναλλακτικά προσχήματα για να δικαιολογήσουμε τη διακόρευση του ονείρου. Εναλλακτικά προσχήματα για να ιππεύσουμε το άλογο του Ομέρ Βρυώνη.ΙΙ   Και οι λέξεις δεν ήταν ποτέ αθώες.»

Η ποίηση παρ’ όλα αυτά, γενικά για τον Στέφανο είναι το όπλο της αντίστασης στα επιβαλλόμενα, η σημαία της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, όσες προσπάθειες κι αν κάνουν οι εκάστοτε ιθύνοντες να ισοπεδώσουν τους πάντες και τα πάντα, για να εξυπηρετήσουν αλλότριους σκοπούς και συμφέροντα.

Όμως ο ποιητής έχει τα όπλα του: «Η ποίηση τελευταία γραμμή άμυνας στην επίθεση των βαρβάρων.»            ===========================================

Τα Λεξήματα, έκδοση 2017 περιέχουν γνωστά μας ήδη ποιήματα, αναγνωρισμένα, από μόνα τους επιμένουν, επανέρχονται στη μνήμη, έχουν ήδη αποκτήσει την αξία και τη θέση τους στην ποίηση, τα αγαπά ιδιαίτερα και ο ποιητής και οι αναγνώστες του, «χαϊδεύω τα σκουριασμένα καράβια που κουβαλάνε τα όνειρά μου τοξότης γερασμένος που επιστρέφει από τον πόλεμο της Τροίας. Κι ούτε μια μήνυση στην ιστορία να μην μπορώ να κάνω» Σεφερικές αγάπες, ο Οδυσσέας ή Αλέξανδρος ή ο Νομάδας, βρέθηκε πια και το αντίστοιχο πεζό του έργο που συμβαδίζει με το ποιητικό. Στην ίδια συλλογή, το αξέχαστο και σημαδιακό «Γεννήθηκα το 1941 π.Χ» «Τα επιτεύγματα πολιτισμού» με το μνημειώδες  σαπούνι, ένδειξη πολιτισμού, ο μέγας δάσκαλος Κωνσταντίνος Καβάφης, «29 Απριλίου 1863- 29 Απριλίου1933 έπαιξε λέει η ισορροπία των άστρων σπάνιο φυσικό φαινόμενο» και μας δόθηκε η χάρις της ποίησής του.

Τα ιστορικά γεγονότα ως σύμβολα, όπως τα πρόσωπα που έγραψαν ιστορία, ανεβαίνουν κι εδώ στην ποιητική σκηνή με την αχλύ του μύθου, από τη θρησκευτική ζωή η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή και η ποιήτρια Κασσιανή, από την αρχαία ιστορία ο Θεμιστοκλής, τα Σούσα, ο Μεγάλος Βασιλεύς. Αλλά διαβάζοντας τα ποιήματα φέρνουμε αμέσως στο νου δικές μας περιπτώσεις της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, ιδιαίτερα μετά το 1974, σύγχρονα γεγονότα της ελλαδικής ιστορίας, με τα μνημόνια και τα δημοψηφίσματα. Οι Ούννοι επανέρχονται, στις Θερμοπύλες κανείς, οι ξένοι επιβάλλουν και επιβάλλονται, μόνο παρελθούσες εποχές μπορούν να αποδώσουν από κάποια απόσταση την πίκρα για την κατάντια ή τις επαναλαμβανόμενες στιγμές. Δεν είναι όμως μόνο οι βάρβαροι που φταιν, είναι και η τρυφηλή αβδηρίτικη ζωή μας.

Ο ποιητής είναι και ιστορικός, είναι και πολιτικός αναλυτής, με την ποίηση χρησμοδοτεί, αποφθέγγεται, διεισδύει στα γιγνόμενα και συλλαμβάνει προπάντων την εσωτερική δομή της αλήθειας και την εξωτερική εικόνα, που ζωγραφίζει με το πινέλο της ειρωνείας, γιατί η αλήθεια έχει τις διπλές όψεις της, το βάθος και την επιφάνειά της. Ύστερα,  η γνώση της Ιστορίας συντελεί στη διαιώνια σύλληψη των αληθειών και στον παραλληλισμό των στιγμών της ζωής μας. Ο Ηρόστρατος έμεινε στην ιστορία γιατί πυρπόλησε το Αρτεμίσιο της Εφέσου, για να μείνει το όνομά του στην Ιστορία αθάνατο, έγινε θεατρικό έργο από τον Ζαν Πολ Σαρτρ,  όμως για να ‘ρθουμε στο σήμερα « ένας αόρατος σκηνοθέτης από την Έφεσο κόβει- ράβει και το δικό μας μέλλον» λέει ο ποιητής. Αλλεπάλληλοι ιστορικοί σταθμοί, ποιητικά σύμβολα, φορείς σκέψεων, συναισθημάτων, αληθειών.



 Φίλοι μου, η περιδιάβαση στο έργο του Στέφανου Κωνσταντινίδη πάντα μας αφήνει πιο πλούσιους, γιατί ο συγγραφέας μας γνωρίζει και ιστορεί και διεισδύει και συλλαμβάνει και φιλοσοφεί και ποιεί. Μια πραγματική επαφή με το έργο του ανοίγει ορίζοντες πολλών επιπέδων.

Ευχαριστώ

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

άκρατος οίνος


Άκρατος οίνος

Την άλλη άποψη δεν την ακούω γιατί την έζησα στο πετσί, στα κόκκαλα στο αίμα μου, με κυνηγά σαράντα τόσα χρόνια με τις βόμβες και τη βία, με το διώξιμο από το σπίτι μου, τα χώματά μου, με τη ξιφολόγχη και τους αγνοούμενους αδελφούς μου πεταμένους στα σκουπίδια, ασφαλτοστρωμένους, με τους νεκρούς και πρόσφυγες κι εγκλωβισμένους μου, τη δική μου μόνο άποψη ακούω γιατί την είδα, την βλέπω την ακούω, μου μιλά καθημερινά, μου κατευθύνει τα βήματα, γιατί δεν ξεχνώ ούτε θέλω να ξεχάσω, τη δική μου άποψη, γιατί αν στο δικαστήριο σταθώ διχασμένος σχιζοφρενικός, τότε ο οχτρός χειροκροτεί χορεύει χαίρεται, με τη σκληρή δική του άποψη που πλάθει κι επιβάλλει, κι εγώ μισός,  χαμένος στο κατράμι και τη λασπουριά βυθίζομαι, το βλέπω καθημερινά και το ακούω, το διαβάζω το λυπούμαι, γι’ αυτό ο καθένας πρέπει να κρατά γερά την άποψή του, για να μπορούν οι τρίτοι να εκφέρουν δίκαιη κρίση, όχι με μένα συγχυσμένο στο νερωμένο μου κρασί. Έστω ο οίνος άκρατος. Σε όσους αρέσει. Ας κεράσουν άλλοι.


Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Το φως του Κρόνου


Το φως του Κρόνου

Τον θυμάμαι πολύ καλά, ήρθε στο γειτονικό σπίτι, γινόταν γάμος, τέλος της χρονιάς, αρχή της άλλης, το έθιμο να σβήνουμε τα φώτα για να μας ξανάρθει σε λίγο το καινούριο φως ήταν τότε στα χέρια των παιδιών, μ’ ανέβασε σε μια καρέκλα, μόλις σου πω να σβήσεις τα φώτα, έτσι κι έγινε, με μια μεγάλη αγωνία, η ιεροτελεστία εξαρτιόταν από το σίγουρό μου δάκτυλο, κι ύστερα μου είπε, άναψε, κι άρχισε η μεξικάνικη μελωδία, ράσπα ήταν ρούμπα ήταν, έπαιρνε σε κάθε τέτοιο επεισόδιο ένα σφουγγάρι, με το κοντύλι γράφαμε στην πλάκα, με το σφουγγάρι σβήναμε, λίγο λίγο μου έσβηνε τα δυνατά χρώματα, τα δυνατά φώτα, τους ρυθμούς και τις μελωδίες, κι ύστερα έμαθα να τον διαβάζω κυκλικά, με τις γιορτές τις εθνικές, με τις γιορτές στην εκκλησιά μου, η βάφτιση, ο ευαγγελισμός, η μεγάλη βδομάδα, εκεί καθυστερούσε αρκετά, ο βηματισμός του γινόταν βαρύς, να τον βλέπω κρεμασμένο στο ξύλο, ανάμεσα στα λουλούδια, ως το μεγάλο Σάββατο, όλα δονούνταν με την έγερση, τα λουλούδια αιωρούνταν στον αέρα κι οι κιτρομηλιές της γειτονιάς διαμαρτύρονταν αν δεν έκοβες φύλλα τους μυρωδάτα να ραντίσει ο παπάς να μοσκοβολήσει το εκκλησίασμα. Κι ύστερα το άγιον Πνεύμα κι ο τροχός από την αρχή, μια τάξη και πειθαρχία, με τις νηστείες και τις γιορτές, όλος στολισμένος ο ενιαυτός, οι θειότατοι Πατέρες έτσι θέσπισαν κι ακολουθούσαμε στη γειτονιά τα χνάρια του, ευχαριστημένοι που είχαμε τάξη στη ζωή, ποικιλία και χάρη.

Νύχτα ήταν όταν μου χτύπησε το τζάμι του υπνοδωματίου, της άνοιξα, καιρός σου, μου λέει, να επαναστατήσεις και συ, τώρα που είσαι νέος, να βγούμε μαζί στα σινεμά, πάρε και τσιγάρα μαζί σου, θα τα σπάσουμε στα κεντράκια, κάναμε κεφάλι, κανένας δεν θυμόταν το γεροντάκο, δεν υπήρχε, εξαφανίζονταν διά μαγείας, κρυφοκοιτούσε, βεβαιωνόταν για την άτακτη πορεία, έκανε υπομονή, κι έβαζε στο πέτο μου γαρύφαλο, μια γαμπρός μια πατέρας μια παππούς, κι έτσι ερχόταν πάντα την ίδια νύχτα, μεσάνυχτα, άλλοι ανάλαβαν να σβήνουν το φως, ήταν τα παιδιά μου, ύστερα τα εγγόνια μου, από την όψη τους καταλάβαινα τη δική μου, όλα γίνονταν πια συγκριτικά,  μια μέρα στο Αθήνησιν γραπτές εξετάσεις, γράφουμε, βγαίνουμε Πανεπιστημίου, κόσμος και κοσμάκης κίνηση πολλή, δεκαετία του εξήντα, τι συμβαίνει πατριώτη, γιατί τόση κίνηση, Κυριακή είναι, εσωτερικά είχε σβηστεί το ημερολόγιο μπροστά στην αγωνία των μαθημάτων, συννεφιασμένη Κυριακή ή Κυριακή του Πάσχα φωτίστηκε μέσα μου, ήταν μια εσωτερική μεγάλη σάλα, εκεί γιόρταζα, μα αν ήταν κάτι σημαντικότερο, σβηνόταν με το σφουγγάρι κι η σάλα κι η τραπεζαρία, μόνος ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του, κι είναι ο τελευταίος που πιστεύω πως θα ρθει και στην κηδεία μου, θα σταθεί εκεί, ατάραχος, ακίνητος, θα με αφήσει να πετάξω  όπως ήρθα, χωρίς να τον εννοήσω, στην αρχή και στο τέλος, μα θα συνειδητοποιώ την καλή ή κακή γειτονία του από τα θραύσματα της καθημερινότητας που θα ποικίλλουν ανάλογα, και θα ομορφαίνουν τη ζωή μου όσο θα τον έχω στη συνείδησή μου, λειτουργικό μου σύντροφο.

Στέλιος Παπαντωνίου  

Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ

Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ
Του Στέλιου Παπαντωνίου

Είναι τόσο μεγάλη λοιπόν η ευκαιρία, ώστε πρέπει να προλάβουμε να κλείσουμε το κυπριακό, για να συζήσουμε με την άλλη κοινότητα, που κρατιέται από τη φούστα της μάνας της, που την εκμεταλλεύεται για να γίνει η μεγάλη κυρία της γειτονιάς; Φτάσαμε στο χείλος της αβύσσου, το είδαν με τα ίδια τα μάτια τους οι μετέχοντες στις συσκέψεις στο εξωτερικό, από το ένα θέρετρο στο άλλο. Κι ο γενικός γραμματέας περίμενε τους εκπροσώπους του κι αυτοί φορούσαν τον μανδύα του ειρηνοποιού, ξέροντας πολύ καλά πως βάραιναν στο ζύγι της αδικίας.
Υπέστημεν παράνομη εισβολή; Μάλιστα. Μας έδιωξαν από τη γη, τα σπίτια και τις περιουσίες μας; Μάλιστα. Κακοποιούν ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολιτισμό αιώνων; Μάλιστα. Η Τουρκία ύστερα από τις εκλογές με τον πανίσχυρο πια Πρόεδρο θα κάμψει αυχένα ή ους και θα ακούσει τις φωνές μας; Όχι. Κι εμείς πώς συμπεριφερόμαστε; Ραγιάδες των ραγιάδων πολλοί, μπαινοβγαίνοντας στην κατεχόμενη γη μας, καζινόβιοι, νυχτόβιοι, έμποροι της παρανομίας και της φτηνής βενζίνης. Και το εσωτερικό μέτωπο; Του ετοιμάζουν γλωσσάρι ή γλωσσοδέτη, και μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου. Ύστερα από το Γκραν Μοντανά και ύστερα από την σωτήρια για μας την τελευταία στιγμή κατάληξη των συνομιλιών, δεν γκρεμιστήκαμε πλήρως, εκεί μας οδηγούσαν, η αριστερά αρχίζει κατά μέτωπον την επίθεση στον ίδιο τον πρώην σύμμαχό της, το δυσακελ δεν βγήκε τυχαία στους δρόμους και στους τοίχους. Και τώρα ακόμα αυτό παρακολουθούμε, το ύφος έμεινε ύφος κι η διαμάχη των δηλώσεων καθημερινή. Ο καθένας να λέει τα δικά του, το βάραθρο είναι μπροστά μας και δεν αποφασίζουν να το αντικρίσουν, ο Πολύφημος στη σπηλιά του ευφραίνεται και περιμένει να του χορέψουν διζωνικό δικοινοτικό καρτσιλαμά, πού θα παν, η φάκα δεν έχει διέξοδο, τα δυο μεγάλα κόμματα βάδιζαν στην αρχή χέρι χέρι, τώρα η αριστερά κατηγορεί με πάθος τη δεξιά, ότι μιλά τη γλώσσα του ενδιάμεσου, κι εκείνος ο ενδιάμεσος βραχνιασμένος, μόλις ακούεται η φωνή του, ποιος εκπροσωπεί όλους όσοι θέλουν την ελευθερία σ’ αυτό τον τόπο, μοναχικοί καβαλάρηδες κατάντησαν!
Είναι μια κυρά κάπου στην Αμερική και περιμένει το σινιάλο, να ρθει να βάλει τάξη στο χάος, είναι ένας γενικός γραμματέας ίδια Πυθία, άλλα λεν τα ψηφίσματα, άλλα λέει προφορικά, αλλιώς κωδικοποιούνται, άλλος άλλα καταλαβαίνει, άλλος άλλα, ό τι συμφέρει στον καθένα, ένα «κανονικό κράτος» έχει καταντήσει να είναι το όνειρό μας, θερινής πράγματι νυκτός. Πολλοί επαναλαμβάνουν τους στίχους του Παλαμά, «και καρτέραγε τον τούρκο να την πάρει», ό τι χειρότερο για την ψυχολογία, την εποχή μας και την ύπαρξή μας.
Η εισβολή ήταν παράνομη, τα αποτελέσματά της είναι παράνομα, η Κυπριακή Δημοκρατία νόμιμο κράτος μέλος ΟΗΕ και ΕΕ υπέστη επίθεση, κατακρατούνται διά της βίας εδάφη της, καταπατούνται ανθρώπινα δικαιώματα, απειλείται σχεδόν καθημερινά με πλοία και κανόνια. Δεν μπορεί να εξισώνεται το παράνομο μόρφωμα με το νόμιμο κράτος, χιλιοειπωμένα και αχώνευτα και από πολλούς ελληνοκύπριους ακόμα, που το παίζουν υπεράνω. Το δημοψήφισμα του 2004 έδειξε τη δύναμη και τη θέληση του λαού να ζήσει μέσα σε συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας, μέσα στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, χωρίς στρατούς κατοχής, χωρίς επεμβάσεις, με μια διακυβέρνηση που να ενδιαφέρεται μόνο για το καλό των Κυπρίων. Αν δεν είναι αυτά τα σχέδια του σουλτάνου, αν δεν είναι αυτά τα σχέδια των τουρκοκυπρίων, αν δεν είναι αυτά τα σχέδια των κομμάτων μας, προς τι οι συνομιλίες, σε μια προδιαγεγραμμένη καταστροφική πορεία; Είναι δυνατόν οι απλοί πολίτες να ανησυχούν και τα κόμματα να υπνώττουν; Ποιος θα αναλάβει την πρωτοβουλία να ρίξει λίγο φως στο πυκνό σκοτάδι;

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Ο γραφιάς


Ο γραφιάς

Κάθεται λοιπόν ο γραφιάς σαν την Πηνελόπη και γνέθει και κλώθει και κεντά και υφαίνει τη ζωή τη δική του, βρίσκεις στα πλάνα, στις υποσημειώσεις, στο στερέωμα, εδώ στα κόμματα και στις τελείες τα ταξίδια του, ο Αλέξαντρος κι η Βακτριανή, ο Ηρώδης κι ο Ιωάννης, ένα γύρο περιτρέχουν την ατμόσφαιρα, ανάλογα με τις εποχές, τις τεχνοτροπίες, τις σχισμές του μυαλού ή του υπεδάφους, ακούονται βόγγοι, ήχοι, διαπεραστικοί, βαρείς, κάπου το φως ανατέλλει από τα βάθη, εκεί που κοιμούνται οι κουκουβάγιες, τα ψαλτήρια και τα σκονισμένα βιβλία, έρχεται καταστροφή, την προβλέπει, έρχεται άνοιξη την τραγουδά πριν την ώρα της, και τώρα το καλοκαίρι ξενυχτά στη φρεσκοβαμμένη πολιτεία του περιμένοντας τον εναέριο να τον ταξιδέψει και παραπέρα, μα ήδη γνωρίζει την πορεία και τη μέρα και την ώρα της επιστροφής.

Στέλιος Παπαντωνίου

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Ευτυχώς στη δυστυχία μου


Ευτυχώς στη δυστυχία μου

Μα δεν μου ΄πες πότε ξαναπήγες στην Τουρκία να παρακολουθήσεις τις εκλογές, πρώτη φορά νομίζω, προοδεύεις, και δίνεις την εντύπωση πως για την πληροφόρηση κάνεις το παν, αλλά μήπως με προετοιμάζεις να γίνει τουρκόπουλος, να μου δώσεις και το μεταλλικό περιβραχιόνιο, να πάρω τα όρη κα τα παραρά, να καταγγέλλω τις κατσίκες που μπαίνουν σε ξένα χωράφια, κι εσύ εκεί τι ζητάς, μπορούσες να μάθεις τα αποτελέσματα και ικανόν τη κακία, μήπως περιμένεις τον ελευθερωτή σου και δεν το ΄ξερα, η να μάθεις από πρώτο χέρι επί ποίου σουλτάνου φόρεσες το φερετζέ και το φέσι; Είναι λέει φτηνά τα πετρελαιοειδή και πάει με το στόλο του, γεμίζει βενζίνη κι έρχεται, αλλά μας πειράζουν οι αναθυμιάσεις κι οικολόγοι διαμαρτύρονται, δεν είναι λέει ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ενώ αν ήταν….κι οι τελώνες με τους φαρισαίους περιμένουν το γενικό εισαγγελέα να αποφανθεί, οι κάρτες  πληρώνουν σε ευρωπαϊκό νόμισμα αντί σε τουρκικές λίρες, δεν ξέρουμε και τι επιτρέπεται πια να γράφουμε με το τούτο το γλωσσάρι, που κόκκαλα δεν έχει μα δεν μπορεί να τσακίσει των Ελλήνων τα ιερά, κι έτσι με τις αναθυμιάσεις, με το τούρκικο κοκκινάδι στα σαρκώδη χείλη, με το πλαστικό χρήμα, πούλησαν τόσοι και τόσοι την ψυχή, εγώ γραικός γεννήθηκα γραικός θε να πεθάνω, ευτυχώς που βγαίνουν παραπούλια να πνάζει η ψυχή μου.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Χάρη Ν. Σπανού, Τοπικό Κλίμα


ΧΑΡΗ Ν. ΣΠΑΝΟΥ, ΤΟΠΙΚΟ ΚΛΙΜΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΑΙΟΝ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2018

«Είμαστιν τζιείνοι που ’μαστιν τζι εμείς τζαι τα παιδκιά μας», θα μπορούσε να πει άνετα ο μακαριστός φίλος μου Νίκος Σπανός. Διαβάζοντας τη νουβέλα της Χάρης Σπανού «Τοπικό κλίμα» τον θυμήθηκε και με τις παραπομπές στο ημερολόγιό του και με τους προβληματισμούς της συγγραφέως, δώδεκα ενότητες που μπορούν να διαβαστούν και ανεξάρτητα ως διηγήματα και ως ενιαίο σύνολο, αφού τόσο στενά συνδέονται μεταξύ τους, χρονικά οι σκέψεις από τη δεκαετία του  ΄50 ως αύριο, ένα αύριο όπως προδιαγράφεται από την ως τώρα πολιτική πορεία μας, με μια λύση διζωνικής δικοινοτικής ή όπως αλλιώς αποκαλείται, αλλά με τις γενικές της γραμμές προδιαγεγραμμένες. Το κυπριακό λυμένο, ένας αλλιώτικος κόσμος στην επιφάνεια, αλλά στο βάθος ο ίδιος, με προβληματισμούς πολιτικούς, ανάμεσα στο παρελθόν παρόν και μέλλον, όπως απασχολούν στη δαιδαλώδη πορεία τους  τη συγγραφέα και πολλούς στην Κύπρο, με το ρόλο των έσω και έξω στην Ιστορία μας, σκέψεις για την Τέχνη και τη ζωή, με μια γάτα να περιγράφεται εν κινήσει ή εν αναπαύσει, διερχόμενη το έργο.

Η μεταποίηση των πολιτικών προβληματισμών σε λογοτεχνία απαιτεί ιδιαίτερη δεξιότητα, με την οποία η Χάρη Σπανού είναι οπλισμένη, γιατί από τη μια προβληματίζεται ζωντανά πολιτικά κι από την άλλη είναι βαθύς γνώστης και της ελληνικής γλώσσας και της λογοτεχνίας μας, γι’ αυτό μπορεί άνετα να δομήσει το υλικό της ώστε να οδηγεί από την έναρξη στην κορύφωση και στη λύση, με περιγραφές – πινελιές ποικίλες, δημιουργικές του κλίματος, του τοπικού κλίματος μέσα στο οποίο ζούμε και στο οποίο έχουμε την τύχη να βρίσκονται άνθρωποι –όπως η συγγραφέας- να το εκφράζουν, κι αυτό νομίζω είναι η μεγάλη προσφορά της Χάρης: μας τοποθετεί σ’ έναν καθρέφτη μπροστά και μας λέει «αυτό είναι που ζείτε, από αυτά πάσχετε, μην πτοείσθε, στο βάθος είστε οι ίδιοι, η συνέχειά μας ως Ελλήνων της Κύπρου δεν εξαντλείται με τα προβλήματα και με τις δοσμένες λύσεις». Αυτά συνέλαβα.

Στέλιος Παπαντωνίου


Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

το φως


Το φως

Τίτλους πολλούς κι ονόματα, μα δεν έβλεπε μπροστά του, σκεπασμένος με όλα τα πτυχία, πτυχές υφασμάτων πολυτελών, μα αν το φως σου είναι σκοτεινό, το σκοτάδι πόσο θα είναι μέσα σου, του είπε, αυτός δεν κατάλαβε, ένα πρόβλημα πάντα το φως, ανάβει εκεί που προσπαθείς μέσα στα σκοτεινά, πού να πάω, πού να διαβώ, κι ένα μικρό φωσάκι ανάβει, σαν από σπίρτο, σαν σπινθήρας από τσακμακόπετρα, και φωτίζει και το ακολουθείς, κι αφήνεσαι, έχεις πια εμπιστοσύνη, μέσα στο σκοτάδι σου άναψε φως, όσο παραπλανητικό κι αν είναι, εσύ το εμπιστεύεσαι, το σκοτάδι όμως συνεχίζει να είναι πολύ, ό τι γράφεις, ό τι μαθαίνεις , όσο απλώνεις το χέρι στον άνθρωπό σου, όλοι είναι άνθρωποί σου, και το φως δυναμώνει αλλά πάντα το σκοτάδι πολύ, ένας αγώνας φωτός σκότους, μέσα στη μέρα μπορείς να ζεις στο σκότος, μέσα στη βαθιά νύχτα μπορεί να περπατείς στο φως και να το χαίρεσαι, έτσι που βγαίνει ζεστό, το παίρνεις στις χούφτες, σαν άγιο φως, που λεν, εσύ είσαι με το μέρος του, το προτιμάς, το αγαπάς, το σέβεσαι, αγωνίζεσαι γι’ αυτό, ήσυχα και σιγαλά, δεν λες «αγωνίζομαι», αυτό το «εργάζομαι σκληρά» κατάντησε γελοίο, μέσα στη σιωπή τα καταφέρνετε καλύτερα, καταμάθετε τα κρίνα του αγρού, σήμερα τον έπιασε το λυρικό του, με τα κρίνα, τα χόρτα, τα πουλιά, ούτε τρέχουν ξωπίσω από τα στολίδια ούτε από τα πολυτελή ενδύματα, κι εκείνο το φως, έστω το λυχναράκι, εκεί ψηλά στο Βουνό ο παππούς κι η γιαγιά είχαν τη λάμπα κρεμασμένη στο στύλο που κρατούσε τη στέγη στη δίχωρη, κι έφεγγε στο τραπέζι, να βλέπουμε τα αγαθά του Θεού, στο βάθος όμως σε όλες τις γωνιές της κάμαρας, σκοτάδι, στα κοφίνια, στα μεγάλα πιθάρια, στις ελιές μέσα στον κούζο, γλυκό φως, έστω κι ελάχιστο, γλυκές μορφές, το φως έρχεται από τη μνήμη, από τη σκέψη, από την αγάπη, όσα φέρνουμε στο φως είναι πολύ λίγα, έχουμε πολλή δουλειά ακόμα να κάμουμε, γιατί πολύ το σκότος.  Ανασκουμπωθείτε, τους είπε και χάθηκε μέσα στα σπερμένα.

 Στέλιος Παπαντωνίου

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

Η Καίτη Χρίστη για την Γειτονιά μου


H Γειτονιά μου, Στέλιου Παπαντωνίου

Ο αφηγητής αξιοποιεί εις το έπακρο όλες τις διεξόδους του υπερρεαλισμού, ο οποίος αποδεσμεύει τις άγνωρες όψεις του υποσυνειδήτου: ονειρικές εικόνες, συνειρμική σύνδεση νοημάτων, τολμηρή και αυτόνομη χρήση των λέξεων. Kαι ο χρόνος κυκλικός αγκαλιάζει όλη την ιστορία, όλα τα πάθη και τις δοκιμασίες, ωσεί παρούσες, γιατί κατά τον Ηράκλειτο «του λόγου εόντος ξυνού… οδός άνω κάτω μια και ωυτή». Σε ανοιχτό διάλογο με όλους τους ομοτέχνους ξετυλίγει στη συλλογή διηγημάτων, Η γειτονιά μου, ο Στέλιος Παπαντωνίου όσα τον πονούν και τον καίνε κατ΄ όναρ και εν εγρηγόρσει την προσωπική του μυθολογία κλείνοντας το μάτι στους μυημένους.
Όλες οι εμπειρίες, τα βιώματα μιας πολυκύμαντης βιωτής, ιδιαίτερα οι παιδικές αναμνήσεις που εγχαράσσονται ανεξίτηλες εντός μας και αίφνης εκρήγνυνται, ως ηφαίστειο, ωσεί πυρός φλόγα και ενδύονται  τον μαγικό χιτώνα των λέξεων, την αύρα των σημαδιακών ονομάτων, περιγράφοντας μια εσωτερική αφήγηση, μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Η ακριτική γειτονιά του Αγίου Κασσιανού, εκεί στην πράσινη γραμμή, την ολογαίματη ή η γειτονιά των αγγέλων ή η μυστική συνάθροιση αυτών που έφυγαν άλλ΄είναι πάντα εδώ, αφού είναι σαρξ εκ της σαρκός μας. Σ΄αυτή  τη μυθική γειτονιά περιδιαβάζουν ζώντες και κεκοιμημένοι, νήπια και μειράκια και πολιοί γέροντες και ανάριες γυναικείες μορφές που κάποτε διαφέντευαν τα όνειρα και τις φαντασιώσεις των εφήβων, αμαρτωλοί και άγιοι σε μια παράξενη συνάφεια στο απέραντο έλεος του Θεού. Εδώ σ΄αυτή τη γειτονιά ο χρόνος ακυρώνεται γιατί είναι όλοι εδώ μια μυστική συνεύρεση από περάτων της γης και ψιθυρίζουν κάποια παλιά μυστικά μέσα στη νύχτα και καθώς τα σπίτια είναι τόσο κοντά το ένα με τ΄άλλο, τα μηνύματα διαπερνούν τους μεσότοιχους  και ακούγεται ένας θόρυβος, μια βουή όλο ανταπόκριση και πάνε κι έρχονται τα φιλέματα, τα δώρα και οι αγάπες που δεν πεθαίνουν.
Κι έπειτα η γειτονιά που θέλησε ο αφηγητής να τη μετουσιώσει σε ιστορίες της καρδιάς αφήνει τις σελίδες του βιβλίου, πολύ στενόχωρα είναι εκεί μέσα και χάνεται στα στενά σοκάκια και πάει ν΄ανταμώσει εκείνο το γεροντάκι, τον Άγιο Κασσιανό, τον κοσμογύριστο των ερήμων και τον Γιάννη που τον μακέλεψαν οι Τούρκοι και πάει και πιο πέρα στον Ηρακλείδη τον ζωγράφο, γιατί η γειτονιά έγινε παραμύθι και όλα είναι δυνατά στον κόσμο των παραμυθιών και πάει να προσκυνήσει στον Απόστολο Ανδρέα τον σκλαβωμένο και περνά από το Μπογάζι και χάνεται ανάμεσα στις βαρκούλες που λικνίζονται στα κύματα. Κι έπειτα  πάει πίσω στον χρόνο, στα παιδιά του Αγώνα, στον αγωνιστή, στον ωραίο έφηβο ποιητή στον οποίο αρνήθηκε να δώσει χάρη η βασίλισσα της Αυτοκρατορίας. Και εκτείνεται η γειτονιά και πάει και βρίσκει την Παναγιώτα και την Ελισάβετ, τις ξαδέλφες, τη μάνα του Χριστού και τη μάνα του Ιωάννη. Κι έρχεται κι ο Λουκάς ο ζωγράφος, που ιστόρησε τα παιδικά χρόνια του Ιησού. Άραγε η Βαρβάρα με τα μεγάλα της μάτια και τη θεσπέσια ομορφιά είναι η περικαλλής νύμφη του Χριστού, η μεγαλομάρτυς αγία Βαρβάρα που κατά το συναξάρι ήθελε να σφάξει ο πατέρας της; και πώς να μην περάσει από τη γειτονιά ο Γιάννης ο Πρόδρομος που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του και συγκρούστηκε με τη σάπια εξουσία κι εκεί στο τέμπλο πάντα δίπλα στον Χριστό με την αγία κάρα του στο πιάτο και βέβαια μέσα στο μυθικό κόσμο του αφηγητή, δίπλα του ο άλλος, ο ελληνολάτρης και ελληνόφρων Ονήσιλος με το κομμένο κεφάλι γεμάτο μέλισσες, ο μελισσουργός. Κι από κοντά οι άγιοι, ο Άγιος Σπυρίδων ο Τριμιθούντος με όλη την περιπετειώδη ζωή του να εμπλέκεται με τους τραγικούς αγνοούμενους της Άσσιας που οι βάρβαροι σκόρπισαν τα άγια λείψανά τους για να κρύψουν το άγος κι ύστερα πάλι πίσω στον χρόνο στο ενωτικό δημοψήφισμα του 50. Και από την Τριμιθούντα στην Κέρκυρα κι ο φίλος του ο Σπύρος που έφυγε τόσο νέος. Κι η γειτονιά απλώνεται ως τους Αγίους Ομολογητές με τα παράξενα ονόματα που δεν τους χωρεί η φωτογραφία τους. Κι η κυρά Φροσύνη που έσωσε τους λεβέντες και κείνη γυμνή να τη σέρνουν σαν τον Έκτορα πίσω από το άρμα οι Αττίλες για να ομολογήσει. Από τη θρυλική γειτονιά δεν μπορούσαν να λείψουν οι μανάδες. Από κείνο το μοναδικό κορίτσι που ονειρεύονταν οι αιώνες με οδύνη και αγωνία να ρθει να τους σώσει που έτεκε το πιο όμορφο, αστερογέννητο παιδί του κόσμου «δια την ημετέραν σωτηρίαν» μέχρι τις μανάδες που στοιχειώνουν τη γειτονιά με τα νανουρίσματά τους, τα κανακέματά τους, την αγωνία τους στον μεγάλο χαλασμό του 74. Όλο περιμένουν να γυρίσουν, στο περβόλι, στο λιοχώρι, στα λατρεμένα δέντρα, στα άγια χώματα. Κι οι μανάδες να φεύγουν για το τελευταίο ταξίδι ημέρα Δεκαπενταύγουστου, όπως κι Εκείνου η Μάνα. Έτσι η γειτονιά άνοιξε την αγκαλιά της κι έγινε όλο το καθημαγμένο, το νησί των αγίων, το νησί του μαρτυρίου που σαν πέτρινο καράβι διασχίζει τα πέλαγα μες τη τραμουντάνα, όπως το μυθικό καράβι της Αργώς. Όμως δεν ζητά το χρυσόμαλλο δέρας, αυτό είναι εδώ, στα έγκατα της ματοβαμμένης γης. Γι΄αυτό άγριοι ολετήρες απλώνουν τις αρπάγες τους να το παγιδέψουν, εκείνο μένει μόνο δικό μας. Έτσι πια η γειτονιά  επί πτερύγων ανέμων  περιίπταται λάμπουσα ανάμεσα στους χίλιους ήλιους του στερεώματος να κανοναρχεί το δίκαιο.

Καίτη Χρίστη

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

ήχος πρώτος, εωθινόν δεύτερον


Ήχος πρώτος, εωθινόν δεύτερον

Τέλειωσαν όλα με την κάθοδό μας στην καθημερινότητα, ήταν ομαλή, δεν είχαμε αναταράξεις, στο τέλος χειροκρότησαν τα παιδιά τον πιλότο, από τα ψηλά βουνά πρασινισμένα, κατεβαίνουμε σε ερημικά μονοπάτια, ήρεμα, οι επαναλήψεις δεν είναι ποτέ ακριβώς οι ίδιες, παραλλάσσει ο ήχος, οι κλίμακες άλλες κάθε φορά, μέσα στη ομοιότητα το ανόμοιο, το ποικίλο, η σοφία των πατέρων, την απολαύσαμε και σήμερα, βγήκαμε ωραία ωραία, αποχαιρετήσαμε κάτι περιστέρια στα κεραμίδια, τα δέντρα σαν πρώτη φορά να τα βλέπαμε που σκαρφαλώνουν πάνω από τα σπίτια, φουντωτά στην διάφορη πρασινάδα τους, ίσως οι φοινικιές να είναι το γνώρισμα της γειτονιάς, της περιοχής, ένα φτερό στο καπέλο του παρελθόντος,  στο σπίτι η απαιτούμενη ηρεμία, στη γωνιά του ο καθείς, καιρός συγκέντρωσης ύστερα από την τύρβη των μαθημάτων, το τρέξιμο της εγγονής  να προλάβει την ύλη, όλα να τα μάθει σε μια χρονιά, κι έτσι βγήκαμε ειρηνεμένοι, πήραμε τις εφημερίδες μας, κάτσαμε στη σκιά των δέντρων  να  διαβάσουμε, να χαζέψουμε τους περιπατητές, τα μικρά παιδάκια που παίζουν ξέγνοιαστα στον κήπο, κοντά στη λιμνούλα με τα νούφαρα, είναι καλός ο καιρός, στη θερμοκρασία του ανθρώπου ανάλογο το αεράκι, χαϊδεύει, δεν ενοχλεί, κάπου ένα άρωμα αναδύεται, μια εκκλησιά είναι κοντά, ως ευωδία πνευματική, τριγυρίζει στον αέρα χελιδόνι, με το κελάδημά του, τη μυστική ροή των σκέψεων που περιμένουν το έναυσμα, έτσι να κατέρχεται η γαλάζια μέρα, να απλώνει τη γαλήνη της σαν νύχτα, μέσα στη σιγή, για να μας υπενθυμίσει πως η επανάληψη είναι μητέρα των επιστημών, είναι μέσο εξοικονόμησης δυνάμεων, είναι ο ρυθμός του κόσμου, όταν βρίσκει την ισορροπία του ύστερα από τα σκαμπανεβάσματα, ύστερα από τις κορυφώσεις και τις ψυχικές κάθετες ραβδώσεις. Ας μπούμε στο ρυθμό της, ουδέποτε μηχανική, πάντα ζωντανή και σκερτσόζα, η εξοικονομούσα επανάληψη. Ήχος πρώτος, εωθινόν δεύτερον.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Ο κυρ Αλέξανδρος


Ο κυρ Αλέξανδρος

Α μπα. Μόνο έναν Αλέξανδρο εσύ ξέρεις, ακούω τη φωνή, τον βλέπω να ’ρχεται τρικλίζοντας δεν θα ’λεγα ακριβώς, κάπως έτσι, γερόντιο με την πανωφόρα του κατακαλόκαιρα, γερμένο το κεφάλι, κι εμείς πού είμαστε, στα ράφια της βιβλιοθήκης, όχι βέβαια, όταν πήραμε να την βάψουμε και κατεβάσαμε τα βιβλία, τόμοι το έργο σου, κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, εσύ ήσουν άλλος άνθρωπος, μια πέννα να λιώνει στα δάκτυλά σου, ένας ολόκληρος κόσμος να ζωντανεύει με το πνεύμα σου, για το νησί σου λέω, πήγα κάποτε, περίμενα να το δω όπως το περιγράφεις, εδώ κι εκεί, πάντα στα βιβλία οι περιγραφές είναι πιο ωραίες από το ίδιο το τοπίο, χαίρομαι που ήρθες σήμερα, και μη βιάζεσαι να φύγεις, πολλά έγραψες, την ελληνική φύση και τον έρωτά σου στην κατακαημένη πατρίδα, και στον Χριστούλη, και στην κυρα Παναγιά, τα καλοκαίρια εκεί γίνεται του χαμού, μπαινοβγαίνει κόσμος στο σπίτι σου, φωτογραφίες στους τοίχους, το κρεβατάκι σου, το γραφειάκι, μελετητές και μελετητές, και συ το ’ξερες από τότε, το καταλάβαινες, το διαισθανόσουν, ήσουν μεγάλος, θαυματουργός, θαυματοποιός, από την τρίτη γυμνασίου μας γοήτευες, με το Χριστό στο Κάστρο, την Υπηρέτρα, κι ύστερα για χρόνια μαζί σου να μελετούν τα παιδιά τη Φόνισσα, εργάρα, να μαθαίνουν και κανένα ελληνικό, ό τι και να πει κανείς για σένα λίγο είναι, και τώρα σε βρίσκουμε στο διαδίχτυο, λες μια λέξη, βρες την στον Παπαδιαμάντη, και σου τη βρίσκει και σου τη φέρνει, ούτε στ’ όνειρό σου παππούλη μου, οι μελετητάδες κάνουν χρυσές δουλειές, μα η αγάπη δεν φαίνεται στη μηχανή, βαθιά στην καρδιά κρύβεται, από τα παιδικάτα μας, από τους αναστεναγμούς των φτωχών, από την πίκρα της ζωής, και τα βάσανα, που με τίποτα δεν τελειώνουν. Καλά τα είπες όλα. Μη μου βιάζεσαι. Να τα ξαναπούμε.

Αλέξανδρος


Αλέξανδρος

Μπορεί κι άλλοι να θέλησαν να σώσουν από την πορνεία κόρες, ή από τα καμπαρέ αρτίστες, με την αγάπη τους, ο Αλέξανδρος, ως εορτάζων  τη δεκάτη του αυτού μηνός Ιουνίου, την Αντωνίνα έσωσε από το πορνείο, εκεί την έκλεισαν γιατί δεν ειδωλολάτρευε, σταλμένος από τον Κύριο ο Αλέξανδρος, της έδωσε το χιτώνα του, βγήκε σωσμένη, μα ύστερα συνέλαβαν και τους δυο, στη Μικρασία και στον Πόντο κάτι παρόμοιο γινόταν, ήταν Έλληνας, ήταν Χριστιανός, ήταν Αρμένης, σκοτώστε τον, βασανίστε τον πρώτα, ατιμάστε τον, βάλτε φωτιά στη συνοικία τους, αλείψτε τους πίσσα να καούν, αυτά οι πισσοκόχλαστοι, μα ο δικός μας ήταν άλλος άνθρωπος, ο κύριος Αλέξανδρος, υιός ιερέως, του Παπαχριστόδουλου, αδελφός του Παπαευτύχιου, νέος ήρθε στην εκκλησιά μας, με το ποδήλατο πηγαινοερχόταν, ήμουν οκτώ χρονών όταν με πήρε από το χέρι ο παππούς Στυλλής και με οδήγησε στο ψαλτήρι, εδώ θα μπαίνεις κάθε Κυριακή, ψηλός ο θρόνος του ιεροψάλτη, κι εγώ από κάτω, έβαζε το χέρι ο Αλέξανδρος στο κεφάλι μου, με χειροθετούσε, έμαθα να ισοκρατώ, κι ύστερα σιγά σιγά να ψάλλω μαζί του, δούλευε τότε σε  καπνοβιομηχανία, Διανέλλου και Βεργοπούλου,  κάπνιζε, μα πολύ νωρίς κατάλαβε πως δεν κάνει το κάπνισμα για ιεροψάλτη, μια φωνή δυνατή, εκτέλεση τέλεια, παρόλα τα λίγα του γράμματα ήθελε πάντα να καταλαβαίνει  τι έλεγε, για να εκτελεί καλύτερα και με βάση το νόημα, έτρεχε στις άλλες  εκκλησιές μόλις τελειώναμε εμείς, να ακούσει ψαλτάδες, να αρπάξει θέσεις, «έτσι το ’ λεγε στη Φανερωμένη ο…, έτσι το άκουσα από τον…», γεννημένος ψάλτης,  ανέβηκε στο ψαλτήρι στα δεκαπέντε του, κάπου στην Κυθρέα, αυτός από το έξω Μετόχι, με οικογένεια σιγά σιγά σεβαστή, με σπουδασμένα τα παιδιά του, αργότερα κουβαλούσε κάσες τις μπύρες στου Φωτιάδη, ένας τόσο ταλαντούχος άνθρωπος, μια τέτοια φωνή, μοναδική, κι έκανε το χαμάλη,  κάτι χερούκλες που του έκανε το επάγγελμα, στην εκκλησιά τακτικός, ούτε κι όταν οι Τούρκοι πολιορκούσαν τη γειτονιά δεν έμεινε μακριά της, ποτέ του δεν αρρώστησε, μόνο μια χρονιά δέχτηκε τις πιέσεις να πάει με την Ελένη του στους αγίους Τόπους, εσύ θα με αντικαταστήσεις, είχαν μια κρυφή σχέση με τον άγιο Κασσιανό, και ποιος δεν αγαπά  τον άγιό μας. Εξήντα χρόνια μας έψαλλε, μια φορά στα πρώτα χρόνια, του κουβάλησε ο Μακάριος ο Γ΄ τον μακαριστό Θεόδουλο Καλλίνικο, να ψάλλει αυτός στη θέση του, μπήκε κατ’ ευθείαν στο ιερό, μακαριότατε, εδώ εγώ είμαι ο ψάλτης, δεν επιτρέπω να ψάλλει κανένας άλλος στον τόπο μου, μην του θίξεις την ψαλτική δεινότητα, και με το δίκιο του, ήξερε την αξία του, είχε στην ψαλτική το γνώθι σαυτόν, στα βαθιά του γερατειά μας έψαλλε ακόμα, ώσπου αποφάσισε πως ήταν καιρός να απέλθει εν ειρήνη και  εν πλήρει δόξη, ο Θεός θα τον χαίρεται σίγουρα στο ψαλτήρια εκεί πάνω, ο καθένας έχει τα κομμάτια που εκτελεί με ιδιαίτερη αγάπη, δεν θα δυσκολευτεί  να διακρίνει  το τάλαντον. Ζωντανή η μνήμη του.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Καλλιόπη


Καλλιόπη

Ήταν πάντα αισιόδοξη, όχι πως δεν πέρασε πολλά στη ζωή της, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του πατέρα, μόνη κι έρημη πράγματι, σ’ ένα σπίτι που ζούσαμε κάποτε δεκατρία άτομα, κι ύστερα άρχισε να γέρνει, ένας ένας έφευγε, άλλοι για τον άλλο κόσμο, άλλοι για να κάμουν τη δική τους οικογένεια, αυτή στο πόστο της , δεν εγκατέλειπε τη γειτονιά, ολόκληρο καινούργιο σπίτι έχτισε ο πατέρας, στην περιοχή Προδρόμου, ένα ερημοκλήσι ήταν τότε, χωράφια, ο ποταμός κοντά, τον διασχίζαμε με τα ποδήλατα και βρισκόμασταν εκεί, από τη γειτονιά δεν φεύγω, τι να κάμει κι εκείνος, το πούλησε, δεν μπορούσε να τα βάλει με το περιβάλλον, γείτονες συγγενείς φίλοι, δίπλα η εκκλησιά, μελίσσι. Κι όταν λοιπόν έφυγε και κείνος, άρχισε η μοναξιά να τρίζει τα δόντια, χρωστούμε -λέμε οι αρσενικοί, δε δίνουμε και μεγάλη σημασία, ξέρουμε πως τα βγάζει πέρα, ο καθένας τα δικά του, και την ξεχνούμε ή έχουμε εμπιστοσύνη, χωρίς να σκεφτόμαστε πως κι εκείνη άνθρωπος είναι, έχει τους φόβους, μόνη σ’ ένα σπίτι, σε μεγάλη ηλικία, κοντά οι τούρκοι, τα φυλάκια, μια ζωή τα πέρασε, αλτ τις ει, μέσα στη νύχτα, πυροβολισμοί, κι ο χότζας να ξαγρυπνά με τις μεγαφωνικές του εγκαταστάσεις, η κατακυρίευση του αέρα μας, ώσπου της πήραμε μια ξένη  συντροφιά, και ποια μάνα δέχεται ξένη στο σπίτι, μούτρα κι αρνήσεις, ώσπου κατάλαβε πως μόνη δεν τα ’βγαζε πέρα, κι ύστερα δεν τα ΄βγαζε ούτε και με την ξένη γυναίκα, και την πήραμε σε οίκον ευγηρίας ή όπως αλλιώς λέγονται, αμαρτίες τέκνων παιδεύουσι γονείς, κι έτσι που σήμερα τη θυμήθηκα, η γιορτή της, βρίσκονταν δυο τρεις με το ίδιο όνομα, Καλλιόπη, κι  έκαναν τη γιορτή στην εκκλησιά, δώρισαν και μια μικρή εικόνα της αγίας, ζωγραφισμένη από την Πόπη του Μάριου, κι η Κάλια, κι άλλη παλιά γειτόνισσά της, το γιόρταζαν, καλά να είναι η καθεμιά εκεί που είναι, την αισιοδοξία της όμως, όσο κι αν καταβάλλει το μαυρισμένο τσουκάλι τη μέρα μας, σαν τη θυμηθούμε αναθαρρεύουμε, κράτησες τόσα χρόνια στη γειτονιά ρε μάνα, λέω, κι εμείς πώς να μην πολεμήσουμε με δόντια και με νύχια να την κρατήσουμε τούτη την πατρίδα, ο σκύλος γαυγίζει, το λιοντάρι βρουχιέται, κι εμείς διατελούντες εν ειρήνη, έχουμε εκείνη τη βαθύτατη πίστη, στις τρεις χιλιάδες χρόνια, στη ρίζα μέσα στην κάθε ψυχή του καθενός μας, πως σαν έρθει η ώρα θα αρνηθούμε την παράδοση σε ξένα χέρια, θα κρατήσουμε τη γη μας, εγώ δεν ξεχνώ πόσο ήσουν πάντα αισιόδοξη. Και με το δίκιο σου και με την πίστη σου. Καλά μας δίδασκες. Μόνο με το παράδειγμα. Και τη σιωπή.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

τις ημέρες εκείνες


Τις ημέρες εκείνες, ύστερα από τις πολλές διαδηλώσεις και τα δακρυγόνα, την ελληνική σημαία που σκαρφάλωνε από δημοτικά σε γυμνάσια, οι εγγλέζοι έκλεισαν πολλά σχολεία, ανάμεσα στα πρώτα στη Λευκωσία το Παγκύπριο, ήλθαν οι μέρες των εξετάσεων, ο νους ανέμιζε στα μπαλκόνια, στα σπίτια των δασκάλων μας κρυφό σκολειό, μα ο νόμος απαιτούσε εξετάσεις, σ’ όποιο μεγάλο χώρο να συγκεντρωθούμε, ήταν τότε το σπίτι του Σεβέρη, εκεί στο Δημαρχείο, στο δημόσιο κήπο της πλατείας Μεταξά, μια τεράστια σκάλα, ο κατάλληλος χώρος να κάτσουμε στα σκαλοπάτια να γράψουμε Γεωγραφία,  κάτι για τη Θήρα ρωτούσε, ήταν κι η θήρα ήταν κι η θύρα, ένα πέλαγο η σύγχυση, τόσες θίρες, και δεν άλλαξε το σύστημα εξήντα πέντε τόσα χρόνια, διπλώνονται τα εγγόνια, κάτι λέξεις ολοκαίνουργιες μαγεύουν, συγχύζουν, χαζεύουν, όπως μπροστά στις βιτρίνες του Άριστον και του Μπάτα και της Κυπριακής Εταιρείας, που ψάχναμε το πιο φτηνό παπούτσι, μια παρασάγγα άχρηστα κι αχρηστεμένα, ποιος να δώσει αέρα στα πανιά του νου να ταξιδέψει, καλοκαίρι καιρό! Τα καημένα!

το γαλάζιο μου κύτταρο


Αφαιρέστε το όνομα πατρός

Αφαιρέστε  το όνομα μητρός

Το  όνομά μου και το επίθετο

Μην αγγίξετε όμως εκείνο

το γαλάζιο μου κύτταρο

Που γράφει

έλλην χριστιανός ορθόδοξος.

Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας.

Και δεν σας ρωτώ αν σας αρέσει.

Αρκεί που αρέσει σ’ εμένα.

Α μα πια!!!

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Ναβουχοδονόσορ


Ναβουχοδονόσορ
Έτους δισχιλιοστού και οκτωκαιδεκάτου Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς εποίησε εικόνα χρυσήν και ονόμασεν αυτήν «Πορθητήν», του διαπλείν πελάγη και πορθείν πάσαν ξένην θάλασσαν και διακορεύειν τον βυθόν αυτής έως αν εξέλθωσιν αι πνοαί της θαλάσσης και γένωνται πυρ εξολοθρεύον. Και εκάλεσε τους υπάτους και τους στρατηγούς και τοπάρχας και ο κήρυξ εβόα: ΄Η αν ώρα ακούσητε της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου, συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες προσκυνείτε τη εικόνι τη χρυσή, διανοίγετε τας αγκάλας και δέχεσθε τον «Πορθητήν», σύμβολον ειρήνης. Και η Κύπρις απέστειλε τρεις παίδας, απωλέσαντας το πρόσωπον κατά την οδόν. Κι ο μέν απώλεσε και τας χείρας, ο δε και τους πόδας, ο δε τρίτος τους οφθαλμούς και τα ώτα, έσχε δε γλώσσαν αχάλινον. Και έλεγεν ο ερυθρός ούτος τοις εταίροις: Ο βεζύρης κηρύττει συνομοσπονδίαν και δύο κράτη, δεύτε ομιλήσωμεν τω τοπάρχη, δεύτε διαμοιράσωμεν τα υπάρχοντα, δεύτε ανοίξωμεν τας αγκάλας τοις αδελφοίς τοις υπό τον τοπάρχην, αύτη η μόνη λύσις, διαλεγώμεθα και η Κύπρις σωθήσεται. Και ο μέν χωλός τους πόδας και ο τας χείρας απέστρεφον το πρόσωπον, άπαντες γαρ ένοχοι ήσαν δουλείας. Και η Κύπρις εθρήνει τον Άδωνιν και ανέμενεν αυτόν εγερθήναι εκ νεκρών του καθαρίσαι το πρόσωπον αυτών του ιδείν και ακούειν και γιγνώσκειν. Και η νυξ βαθεία και ο Άδωνις εκάθευδεν. Μόνα τα βάθη της θαλάσσης των φρονίμων ηγρύπνουν και φωνή δικαίου συνετάρασσεν αυτούς: Μη δότε τα άγια τοις κυσί. Μη προσκυνείτε τη εικόνι τη χρυσή. Ανδρείζεσθε και κρατεούσθε. Ως ο Σεδράχ,Μισάχ και Αβδεναγώ ούτως εξελεύσεσθε της καμίνου του πυρός της καιομένης. Αποκαταστήσατε έκαστος το ίδιον αυτού πρόσωπον. Επ’ ελευθερία εκλήθητε. Ακούσατε τα βάθη της ψυχής υμών και ίδετε την αλήθειαν. Δούλός εστιν ο κύπτων αυτός τον αυχένα. Ο ελεύθερος ανυπότακτος υπομένει και εις τέλος σωθήσεται. Οι αδικηθέντες, οι εξορισθέντες του παραδείσου, οι θρηνούντες άχρι του νυν αγνοουμένους, τεθνεώτας και κακοποιηθέντας, οι εγκλωβισμένοι και ελπίζοντες μη υποτάσσεσθε τω βασιλεί, τω βεζύρη και τω τοπάρχη αυτών. Η οδός τραχεία. Εστέ έτοιμοι.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Οι άγιοι πάντες


Οι άγιοι πάντες

Καθόταν στη σκηνή του, ο ίδιος την είχε κατασκευάσει, σκηνοποιός έγραφε η ταυτότητά του, εκεί στα Πλατάνια από κάτω, κι έγραφε, προς Εβραίους λέει, κι η εκκλησιά γέμιζε, δεν ξέραμε από πού μας έρχονταν, από κάθε γωνιά της γης, έμπαιναν από τις χαραμάδες των παραθύρων, διαπερνούσαν τα τζάμια, ήταν κάτι μικρές πορτούλες στο γυναικωνίτη είχαν από εκεί το ελεύθερο, στριμώχνονταν στους σκάμνους, δεν είχαμε καμιά κηδεία ήρωα, όπως τότε, ούτε εθνικό μνημόσυνο, κανένα αρχιεπίσκοπο δεν περιμέναμε, οι άγιοι πάντες διά πίστεως, άρχισε ο Παύλος, άλλος με τα λιοντάρια άλλος με μαστίγια στη ράχη άλλος πετροβολημένος, τον καιρό του αγώνα δεν είχαμε κι άλλα όπλα, πλίνθους και κεράμους και μπουκάλια της κόκα κόλα, μερικοί κατέβαιναν με τις μηλωτές του και τα αιγινά πανωφόρια τους, πριονισμένοι, κακοποιημένοι από την Άσσια και τα πέριξ, ύφαιναν ένα ωραίο πορφυρό μανδύα να τον δωρίσουν στην εκκλησιά, η Εκάβη κι όλες οι τρωαδίτισσες στα πόδια της Αθηνάς τοποθέτησαν το πέπλο, να δώσει ο Θεός να μην προδοθεί η πόλη του Πριάμου, άλλοι έσπερναν το λόγο του Κυρίου τους, στρεβλωμένοι, μαστιγωμένοι, καμένοι με φωτιά, κρατούσαν σαν τον Πρόδρομο μερικοί το κεφάλι στο πιάτο, άλλοι σε ποτήρια το αίμα τους, σ΄όποιον ζητούσε αιμοδοσία έδιναν αφιλοκερδώς, πρώτη φορά βλέπαμε νύχια σιδερένια να κατασκίζουν τις σάρκες τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά παλαιοί και νεομάρτυρες, με το σκούφο και τη βράκα ή τη φουστανέλα, με τα παπαδικά και τα καλογερίστικα, ήταν η μέρα τους, να γιορτάσουν όλοι μαζί, οι άγιοι πάντες.

Οι μάσκες


Οι μάσκες

Κάποτε, λέει, θα πρέπει να ξαναπάρουμε το δρόμο Και τον παίρνουμε

Στην εκκλησιά περιμέναμε το δεσπότη, Έρχεται από τα ηνωμένη έθνη

Μεγάλη προσμονή μεγάλες ελπίδες μεγάλο το καράβι

Ύστερα από το μακελειό πιστεύαν στους οργανισμούς

Έστελλαν κάμποσους τόμους με υπογραφές

Υπόγραφαν με τα δάχτυλα και με την ψυχή τους

Ορφανεμένοι τόσα χρόνια ζητούσαν τη μάνα τους

Εκείνη μακελεμένη, μαλλιοτραβηγμένη

Έθαβε στις γωνιές των δρόμων τα πεινασμένα της παιδιά

Το δημαρχείο δεν είχε κάρα να κουβαλούν

τα ξέραμε μα πιστεύαμε Ό τι μας έλεγαν το δέναμε κόμπο

Ελάτε να πολεμήσουμε Να πολεμήσετε για τη μάνα σας

Να λευτερωθείτε μόλις τελειώσει το κακό

Κι έτρεχαν με τους ημιόνους και τα μουστάκια

Οι φτωχούληδες του Θεού και της αγγλιτέρας

Άφηναν τα κοκκαλάκια σε ξένα νεκροταφεία

Και περίμεναν οι άλλοι

Ο κόσμος λευτερώνεται Υψώνει χέρια στο φως

Το βλέπει το φως, το συλλαβίζει

Έρχονται περιστέρια και φωλιάζουν στα χαλάσματα

Στους τενεκέδες, στις τρύπες των πλιθαριών

Κι ύστερα από την αναμονή

Βασίλεψε η άψη, με το παραμικρό έπαιρνε η ζιβάνα, το σπίρτο

Άναβαν λαμπρακιές στις πόλεις, στα χωριά

Ουρανομήκεις ακούονταν οι ζητωκραυγές για την ένωση

Στην αγκαλιά της μάνας στην αγκαλιά

Με κάτι νεροπίστολα στην αρχή Με κάτι χειροποίητα

Οι νεροσωλήνες εκρήγνυνται Το μπαρούτι για το καθημέραν πάσχα

το φυτίλι άναβε στο πέταμα

Καινούργιοι αγώνες άλλα αθλήματα στα γήπεδα

Στα χωριά και στις πόλεις Στις χαράδρες και στα κρησφύγετα

-Εδώ με συγχωρεί η αγιοσύνη σας

Έπρεπε να ζητήσουμε την άδεια από τον ηγεμόνα Από τον ξεπουλητή

Από το σουλτάνο;

Κι έτσι πορευτήκαμε ως την πύλη που δεν ήταν μεγάλη Δεν ήταν ωραία,

Με στρογγυλά τραπέζια Με πολύ πολύ λαδικό πιάτα σαλάτες

Γλιστρούσαν τα πατώματα στα πατίνια ανισόρροποι και στα τραπεζώματα

Νομίζαμε πως όσοι βλέπουν με τα μάτια έχουν ψυχή

Ακούν με τα αφτιά έχουν ψυχή

Δικαίωμά μας να ζήσουμε άνθρωποι

Ίσως όμως να μη μας έβλεπαν έτσι Ίσως να μην άκουαν πως μιλούσαμε ανθρώπινα

Κι έτσι μια στην ανοικτή καταπακτή, τρεις τρεις στις αγχόνες

Χειροπόδαρα δεμένοι Κι έρχονται ακόμα σήμερα στο φως φυλλάδες ανατριχιαστικές

Απάνθρωπη μεταχείριση, πέθανε στα βασανιστήρια

Κι ο άλλος επαίρεται ως ο πολιτισμένος της ανθρωπότητας.

Κι η ζωή συνεχίζεται

Άρχισαν να πουλιούνται πια χονδρικά οι μάσκες

Καθημερινό καρναβάλι Από ξένους και δικούς

Ποιος είσαι ούτε στον καθρέφτη Τόση παραποίηση

Κι έτσι πέρασε σταγόνα σταγόνα στην ψυχή μας

Μια τερατώδης μάσκα

Που τη φορούμε καθημερινά και διαπερνούμε τα πλήθη

Ούτε τους καταλαβαίνουμε ούτε μας καταλαβαίνουν

Κι όλο εφευρίσκονται νέες μάσκες νέες μέθοδοι εξαπάτησης, επιστημονικές έρευνες, ψυχολογικά θέματα, σεμινάρια τα σεμινάρια

Να’ σαι συγκεντρωμένος στις βίδες να τις παρατηρείς που τρίζουν

Ξεβιδώνονται, επιστημοσύνη, χωρίς λευκές ποδιές, χωρίς τανάλιες δοντάγρες,

Εσωτερικού κι εξωτερικού σπουδές και πτυχία στην πλατεία κρέμασμα

Τα μυαλά δεν διακρίνονται στα τσιγκέλια ανάμεσα στα μοσχαράκια και τα αρνιά

Προς το παρόν στην ιδίαν θέσιν αναμένομεν.

Ευτυχώς χωρίς οδηγίες.

καλά λες

Καλά λες.
Του άρεσε να τα λέμε, θα πρέπει πολύ να συγκεντρωθείς για να μαζέψεις τη σκουριά και να καθαρίσεις τους οφθαλμούς και τη διάνοια. Λόγια και γραφτά, τα περισσότερα σωριάστηκαν για να χτίσουν έναν τοίχο κι όταν χτίζουν θορυβούν, ξύλα μαδέρια το μιστρί και τα τούβλα, τα τσιμέντα ανακατεύονται μηχανικά, ο τοίχος ανυψώνεται, για να μη βλέπεις την αλήθεια, την ουσία που πρέπει να είναι κι όχι τον τοίχο που σου υποβάλλουν, τον άκουα, εκεί στον καφενέ, ο δρόμος ήταν ακόμα ανοιχτός, ένας κατέβαινε οδό Μεγάλου Κωνσταντίνου, άλλος πήγαινε αγια Σοφιά άλλος για Ερμού, κάπου εκεί ο Γιώργης από τη Μικρασία με τον παστουρμά, ο Πιτζιολής με τα ζεστά ψωμιά, η βρύση κλειστή εδώ και χρόνια, ύστερα έγιναν φυλάκια, γκρεμίστηκαν τα σπίτια, μαράθηκε ο καφενές, η αλήθεια είναι πως πρέπει να δεις πού σε οδήγησαν, με τις νομικές, τις πολιτικές, τις ατασθαλίες, ένα σκοτεινό μέλλον σου προδιαγράφουν, οι τοίχοι πλησιάζουν ο ένας τον άλλον απειλητικά, σκότος επεκάθησεν επί πάσαν της γην, αν παραμείνεις εκεί που σε οδήγησαν, αυτό φοβούμαι, λέω, κι όχι μόνο εγώ, πολλοί ευτυχώς, λοιπόν, αφού το βλέπετε, καθαρίστε τους δρόμους, τα χτίρια, τώρα που πέφτει και βροχή κατακαλόκαιρα και ξαστερώνει το περιβάλλον, η διαυγής ατμόσφαιρα, δεν γεννήθηκες για να γίνει ς σκλάβος κανενός, ορθά λες, δεν γεννήθηκες για να γεννήσεις σκλαβάκια, ορθά λες, να συζήσεις με όσους θέλεις αλλά ελεύθερος, όχι ραγιάς, σωστά λες, κι αφού το συλλάβεις και καταλάβεις την ουσία , να σκέφτεσαι αναλόγως και να πράττεις αναλόγως, μη σε συγχύζουν τα λόγια τα πολλά, οι διενέξεις των κομματαρχών, οι εξυπνάδες και τα λογύδρια, σωστά λες, ο άνθρωπος γεννήθηκε για να γίνει ελεύθερος κι όχι από μόνος του να κάμψει αυχένα στον καθένα. Σε κανένα. Καλά λες.

τέτοιες ώρες


Τέτοιες ώρες

Σαν τέτοιες ώρες

ψιλή βροχή

Συννεφιασμένος ουρανός

Κατεβαίνει στον Πενταδάχτυλο

Ρωτά το σπίτι του παππού

Δεν το βρίσκει

Στο κοιμητήρι κοιμούνται ανήσυχοι

Χτυπούν τις νύχτες τενεκέδες να τους διώξουν

Άγρια πουλιά θεριά τσακάλια

Φοβερίζουν

Ριζωμένοι βαθιά στα χώματα

Κανένας δεν το κουνά

ξέρει τη γλώσσα τους

Εκεί καταφεύγει

Κάθονται στον καφενέ,

Έξω από το ρημοκλήσι και λεν τα παλιά

Τον καιρό που τη γιαγιά την έλεγαν Ειρήνη

Τον παππού Αγάθο.



Στέλιος Παπαντωνίου