Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

το φως


Το φως

Τίτλους πολλούς κι ονόματα, μα δεν έβλεπε μπροστά του, σκεπασμένος με όλα τα πτυχία, πτυχές υφασμάτων πολυτελών, μα αν το φως σου είναι σκοτεινό, το σκοτάδι πόσο θα είναι μέσα σου, του είπε, αυτός δεν κατάλαβε, ένα πρόβλημα πάντα το φως, ανάβει εκεί που προσπαθείς μέσα στα σκοτεινά, πού να πάω, πού να διαβώ, κι ένα μικρό φωσάκι ανάβει, σαν από σπίρτο, σαν σπινθήρας από τσακμακόπετρα, και φωτίζει και το ακολουθείς, κι αφήνεσαι, έχεις πια εμπιστοσύνη, μέσα στο σκοτάδι σου άναψε φως, όσο παραπλανητικό κι αν είναι, εσύ το εμπιστεύεσαι, το σκοτάδι όμως συνεχίζει να είναι πολύ, ό τι γράφεις, ό τι μαθαίνεις , όσο απλώνεις το χέρι στον άνθρωπό σου, όλοι είναι άνθρωποί σου, και το φως δυναμώνει αλλά πάντα το σκοτάδι πολύ, ένας αγώνας φωτός σκότους, μέσα στη μέρα μπορείς να ζεις στο σκότος, μέσα στη βαθιά νύχτα μπορεί να περπατείς στο φως και να το χαίρεσαι, έτσι που βγαίνει ζεστό, το παίρνεις στις χούφτες, σαν άγιο φως, που λεν, εσύ είσαι με το μέρος του, το προτιμάς, το αγαπάς, το σέβεσαι, αγωνίζεσαι γι’ αυτό, ήσυχα και σιγαλά, δεν λες «αγωνίζομαι», αυτό το «εργάζομαι σκληρά» κατάντησε γελοίο, μέσα στη σιωπή τα καταφέρνετε καλύτερα, καταμάθετε τα κρίνα του αγρού, σήμερα τον έπιασε το λυρικό του, με τα κρίνα, τα χόρτα, τα πουλιά, ούτε τρέχουν ξωπίσω από τα στολίδια ούτε από τα πολυτελή ενδύματα, κι εκείνο το φως, έστω το λυχναράκι, εκεί ψηλά στο Βουνό ο παππούς κι η γιαγιά είχαν τη λάμπα κρεμασμένη στο στύλο που κρατούσε τη στέγη στη δίχωρη, κι έφεγγε στο τραπέζι, να βλέπουμε τα αγαθά του Θεού, στο βάθος όμως σε όλες τις γωνιές της κάμαρας, σκοτάδι, στα κοφίνια, στα μεγάλα πιθάρια, στις ελιές μέσα στον κούζο, γλυκό φως, έστω κι ελάχιστο, γλυκές μορφές, το φως έρχεται από τη μνήμη, από τη σκέψη, από την αγάπη, όσα φέρνουμε στο φως είναι πολύ λίγα, έχουμε πολλή δουλειά ακόμα να κάμουμε, γιατί πολύ το σκότος.  Ανασκουμπωθείτε, τους είπε και χάθηκε μέσα στα σπερμένα.

 Στέλιος Παπαντωνίου