H Γειτονιά
μου, Στέλιου Παπαντωνίου
Ο αφηγητής αξιοποιεί εις το έπακρο όλες τις
διεξόδους του υπερρεαλισμού, ο οποίος αποδεσμεύει τις άγνωρες όψεις του
υποσυνειδήτου: ονειρικές εικόνες, συνειρμική σύνδεση νοημάτων, τολμηρή και αυτόνομη χρήση
των λέξεων. Kαι ο χρόνος κυκλικός αγκαλιάζει όλη την ιστορία, όλα τα πάθη και τις
δοκιμασίες, ωσεί παρούσες, γιατί κατά τον Ηράκλειτο «του λόγου εόντος ξυνού… οδός άνω κάτω μια και ωυτή». Σε ανοιχτό διάλογο με όλους τους ομοτέχνους
ξετυλίγει στη συλλογή διηγημάτων, Η γειτονιά
μου, ο Στέλιος Παπαντωνίου όσα τον πονούν και τον καίνε κατ΄ όναρ και εν
εγρηγόρσει την προσωπική του μυθολογία κλείνοντας το μάτι στους μυημένους.
Όλες οι εμπειρίες, τα βιώματα μιας πολυκύμαντης
βιωτής, ιδιαίτερα οι παιδικές αναμνήσεις που εγχαράσσονται ανεξίτηλες εντός μας
και αίφνης εκρήγνυνται, ως ηφαίστειο, ωσεί πυρός φλόγα και ενδύονται τον μαγικό χιτώνα των λέξεων, την αύρα των
σημαδιακών ονομάτων, περιγράφοντας μια εσωτερική αφήγηση, μια εκ βαθέων
εξομολόγηση. Η ακριτική γειτονιά του Αγίου Κασσιανού, εκεί στην πράσινη γραμμή,
την ολογαίματη ή η γειτονιά των αγγέλων ή η μυστική συνάθροιση αυτών που έφυγαν
άλλ΄είναι πάντα εδώ, αφού είναι σαρξ εκ της σαρκός μας. Σ΄αυτή τη μυθική γειτονιά περιδιαβάζουν ζώντες και
κεκοιμημένοι, νήπια και μειράκια και πολιοί γέροντες και ανάριες γυναικείες
μορφές που κάποτε διαφέντευαν τα όνειρα και τις φαντασιώσεις των εφήβων,
αμαρτωλοί και άγιοι σε μια παράξενη συνάφεια στο απέραντο έλεος του Θεού. Εδώ
σ΄αυτή τη γειτονιά ο χρόνος ακυρώνεται γιατί είναι όλοι εδώ μια μυστική
συνεύρεση από περάτων της γης και ψιθυρίζουν κάποια παλιά μυστικά μέσα στη
νύχτα και καθώς τα σπίτια είναι τόσο κοντά το ένα με τ΄άλλο, τα μηνύματα
διαπερνούν τους μεσότοιχους και
ακούγεται ένας θόρυβος, μια βουή όλο ανταπόκριση και πάνε κι έρχονται τα
φιλέματα, τα δώρα και οι αγάπες που δεν πεθαίνουν.
Κι έπειτα η γειτονιά που θέλησε ο αφηγητής να τη
μετουσιώσει σε ιστορίες της καρδιάς αφήνει τις σελίδες του βιβλίου, πολύ
στενόχωρα είναι εκεί μέσα και χάνεται στα στενά σοκάκια και πάει ν΄ανταμώσει εκείνο
το γεροντάκι, τον Άγιο Κασσιανό, τον κοσμογύριστο των ερήμων και τον Γιάννη που
τον μακέλεψαν οι Τούρκοι και πάει και πιο πέρα στον Ηρακλείδη τον ζωγράφο,
γιατί η γειτονιά έγινε παραμύθι και όλα είναι δυνατά στον κόσμο των παραμυθιών
και πάει να προσκυνήσει στον Απόστολο Ανδρέα τον σκλαβωμένο και περνά από το
Μπογάζι και χάνεται ανάμεσα στις βαρκούλες που λικνίζονται στα κύματα. Κι
έπειτα πάει πίσω στον χρόνο, στα παιδιά
του Αγώνα, στον αγωνιστή, στον ωραίο έφηβο ποιητή στον οποίο αρνήθηκε να δώσει
χάρη η βασίλισσα της Αυτοκρατορίας. Και εκτείνεται η γειτονιά και πάει και
βρίσκει την Παναγιώτα και την Ελισάβετ, τις ξαδέλφες, τη μάνα του Χριστού και
τη μάνα του Ιωάννη. Κι έρχεται κι ο Λουκάς ο ζωγράφος, που ιστόρησε τα παιδικά
χρόνια του Ιησού. Άραγε η Βαρβάρα με τα μεγάλα της μάτια και τη θεσπέσια
ομορφιά είναι η περικαλλής νύμφη του Χριστού, η μεγαλομάρτυς αγία Βαρβάρα που
κατά το συναξάρι ήθελε να σφάξει ο πατέρας της; και πώς να μην περάσει από τη
γειτονιά ο Γιάννης ο Πρόδρομος που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του και
συγκρούστηκε με τη σάπια εξουσία κι εκεί στο τέμπλο πάντα δίπλα στον Χριστό με
την αγία κάρα του στο πιάτο και βέβαια μέσα στο μυθικό κόσμο του αφηγητή, δίπλα
του ο άλλος, ο ελληνολάτρης και ελληνόφρων Ονήσιλος με το κομμένο κεφάλι γεμάτο
μέλισσες, ο μελισσουργός. Κι από κοντά οι άγιοι, ο Άγιος Σπυρίδων ο
Τριμιθούντος με όλη την περιπετειώδη ζωή του να εμπλέκεται με τους τραγικούς
αγνοούμενους της Άσσιας που οι βάρβαροι σκόρπισαν τα άγια λείψανά τους για να
κρύψουν το άγος κι ύστερα πάλι πίσω στον χρόνο στο ενωτικό δημοψήφισμα του 50.
Και από την Τριμιθούντα στην Κέρκυρα κι ο φίλος του ο Σπύρος που έφυγε τόσο
νέος. Κι η γειτονιά απλώνεται ως τους Αγίους Ομολογητές με τα παράξενα ονόματα
που δεν τους χωρεί η φωτογραφία τους. Κι η κυρά Φροσύνη που έσωσε τους λεβέντες
και κείνη γυμνή να τη σέρνουν σαν τον Έκτορα πίσω από το άρμα οι Αττίλες για να
ομολογήσει. Από τη θρυλική γειτονιά δεν μπορούσαν να λείψουν οι μανάδες. Από
κείνο το μοναδικό κορίτσι που ονειρεύονταν οι αιώνες με οδύνη και αγωνία να
ρθει να τους σώσει που έτεκε το πιο όμορφο, αστερογέννητο παιδί του κόσμου «δια την ημετέραν σωτηρίαν» μέχρι τις
μανάδες που στοιχειώνουν τη γειτονιά με τα νανουρίσματά τους, τα κανακέματά
τους, την αγωνία τους στον μεγάλο χαλασμό του 74. Όλο περιμένουν να γυρίσουν,
στο περβόλι, στο λιοχώρι, στα λατρεμένα δέντρα, στα άγια χώματα. Κι οι μανάδες
να φεύγουν για το τελευταίο ταξίδι ημέρα Δεκαπενταύγουστου, όπως κι Εκείνου η
Μάνα. Έτσι η γειτονιά άνοιξε την αγκαλιά της κι έγινε όλο το καθημαγμένο, το
νησί των αγίων, το νησί του μαρτυρίου που σαν πέτρινο καράβι διασχίζει τα
πέλαγα μες τη τραμουντάνα, όπως το μυθικό καράβι της Αργώς. Όμως δεν ζητά το
χρυσόμαλλο δέρας, αυτό είναι εδώ, στα έγκατα της ματοβαμμένης γης. Γι΄αυτό
άγριοι ολετήρες απλώνουν τις αρπάγες τους να το παγιδέψουν, εκείνο μένει μόνο
δικό μας. Έτσι πια η γειτονιά επί
πτερύγων ανέμων περιίπταται λάμπουσα ανάμεσα
στους χίλιους ήλιους του στερεώματος να κανοναρχεί το δίκαιο.
Καίτη Χρίστη