Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Το φως του Κρόνου


Το φως του Κρόνου

Τον θυμάμαι πολύ καλά, ήρθε στο γειτονικό σπίτι, γινόταν γάμος, τέλος της χρονιάς, αρχή της άλλης, το έθιμο να σβήνουμε τα φώτα για να μας ξανάρθει σε λίγο το καινούριο φως ήταν τότε στα χέρια των παιδιών, μ’ ανέβασε σε μια καρέκλα, μόλις σου πω να σβήσεις τα φώτα, έτσι κι έγινε, με μια μεγάλη αγωνία, η ιεροτελεστία εξαρτιόταν από το σίγουρό μου δάκτυλο, κι ύστερα μου είπε, άναψε, κι άρχισε η μεξικάνικη μελωδία, ράσπα ήταν ρούμπα ήταν, έπαιρνε σε κάθε τέτοιο επεισόδιο ένα σφουγγάρι, με το κοντύλι γράφαμε στην πλάκα, με το σφουγγάρι σβήναμε, λίγο λίγο μου έσβηνε τα δυνατά χρώματα, τα δυνατά φώτα, τους ρυθμούς και τις μελωδίες, κι ύστερα έμαθα να τον διαβάζω κυκλικά, με τις γιορτές τις εθνικές, με τις γιορτές στην εκκλησιά μου, η βάφτιση, ο ευαγγελισμός, η μεγάλη βδομάδα, εκεί καθυστερούσε αρκετά, ο βηματισμός του γινόταν βαρύς, να τον βλέπω κρεμασμένο στο ξύλο, ανάμεσα στα λουλούδια, ως το μεγάλο Σάββατο, όλα δονούνταν με την έγερση, τα λουλούδια αιωρούνταν στον αέρα κι οι κιτρομηλιές της γειτονιάς διαμαρτύρονταν αν δεν έκοβες φύλλα τους μυρωδάτα να ραντίσει ο παπάς να μοσκοβολήσει το εκκλησίασμα. Κι ύστερα το άγιον Πνεύμα κι ο τροχός από την αρχή, μια τάξη και πειθαρχία, με τις νηστείες και τις γιορτές, όλος στολισμένος ο ενιαυτός, οι θειότατοι Πατέρες έτσι θέσπισαν κι ακολουθούσαμε στη γειτονιά τα χνάρια του, ευχαριστημένοι που είχαμε τάξη στη ζωή, ποικιλία και χάρη.

Νύχτα ήταν όταν μου χτύπησε το τζάμι του υπνοδωματίου, της άνοιξα, καιρός σου, μου λέει, να επαναστατήσεις και συ, τώρα που είσαι νέος, να βγούμε μαζί στα σινεμά, πάρε και τσιγάρα μαζί σου, θα τα σπάσουμε στα κεντράκια, κάναμε κεφάλι, κανένας δεν θυμόταν το γεροντάκο, δεν υπήρχε, εξαφανίζονταν διά μαγείας, κρυφοκοιτούσε, βεβαιωνόταν για την άτακτη πορεία, έκανε υπομονή, κι έβαζε στο πέτο μου γαρύφαλο, μια γαμπρός μια πατέρας μια παππούς, κι έτσι ερχόταν πάντα την ίδια νύχτα, μεσάνυχτα, άλλοι ανάλαβαν να σβήνουν το φως, ήταν τα παιδιά μου, ύστερα τα εγγόνια μου, από την όψη τους καταλάβαινα τη δική μου, όλα γίνονταν πια συγκριτικά,  μια μέρα στο Αθήνησιν γραπτές εξετάσεις, γράφουμε, βγαίνουμε Πανεπιστημίου, κόσμος και κοσμάκης κίνηση πολλή, δεκαετία του εξήντα, τι συμβαίνει πατριώτη, γιατί τόση κίνηση, Κυριακή είναι, εσωτερικά είχε σβηστεί το ημερολόγιο μπροστά στην αγωνία των μαθημάτων, συννεφιασμένη Κυριακή ή Κυριακή του Πάσχα φωτίστηκε μέσα μου, ήταν μια εσωτερική μεγάλη σάλα, εκεί γιόρταζα, μα αν ήταν κάτι σημαντικότερο, σβηνόταν με το σφουγγάρι κι η σάλα κι η τραπεζαρία, μόνος ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του, κι είναι ο τελευταίος που πιστεύω πως θα ρθει και στην κηδεία μου, θα σταθεί εκεί, ατάραχος, ακίνητος, θα με αφήσει να πετάξω  όπως ήρθα, χωρίς να τον εννοήσω, στην αρχή και στο τέλος, μα θα συνειδητοποιώ την καλή ή κακή γειτονία του από τα θραύσματα της καθημερινότητας που θα ποικίλλουν ανάλογα, και θα ομορφαίνουν τη ζωή μου όσο θα τον έχω στη συνείδησή μου, λειτουργικό μου σύντροφο.

Στέλιος Παπαντωνίου