Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Σβήσ' τα φώτα ρε μιτσή


Σβήσ’ τα φώτα, ρε μιτσή

Κουπλέ, ρεφραίν, φιλιά, κοκτέιλ μεθυστικό, η πιο καλή δουλειά, η ράσπα απ’ το Μεξικό.
(Κούλα Νικολαΐδου-  Φωνητικά: Τρίο Κιτάρα)

Ήταν η τελευταία μέρα του χρόνου, δεκαετία του πενήντα, πότε ακριβώς δεν θυμάμαι, όμως η θεια Καλλιόπη έπρεπε να παντρέψει την Ξένια της, έμεναν στο αδιέξοδο της Αραχώβης, κοντά η περβόλα που παίζαμε μπάλα, κι οι κιτρομηλιές για να κόβουμε το Μεγάλο Σάββατο φύλλα για το Ανάστα ο Θεός, ο Γιώργος της ήταν καρεκλάς, έπινε το κρασάκι του το βραδάκι, εκείνος ευτυχούσε η Καλλιόπη νευρίαζε μα ήταν τόσο καλόκαρδη, και τι αστεία δεν μας έλεγε, έπαιρνε η Ξένια  το Νικόλα, κάποτε έβγαινε και στη σκηνή ηθοποιός, από το Μιτσερό μάλλον, όλη η γειτονιά γέμιζε εκεί με χωριανούς, δεν είχε όμως χώρο για το γάμο, το σπίτι της παλιό, πλιθάρι,  μια κάμαρα κάτω, ύστερα έγινε φυλάκιο το εξήντατρία, εκεί την έβγαλα σαν ήρθα από τη Χαλκίδα, είπαν στο γιατρό το Σαββίδη, είχε μεγάλο σπίτι απέναντι από την εκκλησιά του αγίου Κασσιανού, ύστερα κατώκησε ο ίδιος με την Αναστασία του αφού το διώροφο το έδωσε στη Ζωούλα του, που πήρε το Σέρβο της,  εκεί λοιπόν να γίνει ο γάμος, τελευταία νύχτα του χρόνου, αυτή διάλεξαν, στο μεταξύ ο Παπάκωστας όλα τα’ θελε στην εντέλεια, εκεί στο ευαγγέλιο που γινόταν το νερό κρασί, πάντα με περίμενε να πάω να ρίξω από το ποτήρι το κρασί μέσα στο νερό, να δει ο κόσμος το θάμα, κι ο κόσμος συγκεντρώθηκε, τραπέζια στον ηλιακό, στο δάπεδο μεγάλα μάρμαρα τα παλιά εκείνα, γκριζωπή πόρτα, κι εσωτερικά ακόμα τζάμια, να μπαίνει φως στα ανήλιαγα, Χορός δυο τρεις στροφές, φιλάκι μετά γλυκό, κερνά χαρές κρυφές, η ράσπα απ’ το Μεξικό, και στις κάμαρες μέσα, τη μια χρησιμοποίησε για ιατρείο ο Σαββίδης, στο βάθος βάθος η κουζίνα, ένας διάδρομος στενός, κάτι σαν δέντρα,  ήταν κι η ορχήστρα, κι ήταν εποχή της Ράσπας, δεν ήμουν βέβαιος για τον τίτλο του τραγουδιού, ρωτώ το ίντερνετ και μου βγάζει μουσική και στίχους, σαν τη σβούρα στριφογυρνάς, σαν ζαρκάδι τρέχεις μ’ αρνί, κι αν τη ντάμα σου τυραννάς είναι η ράσπα η αφορμή, Κουπλέ, ρεφραίν, φιλιά, κοκτέιλ μεθυστικό, η πιο καλή δουλειά, η ράσπα απ’ το Μεξικό, τίποτε δεν καταλάβαινα από λόγια, κάτι ράσπα, αβέβαιη κι αυτή, κομπερ μεφελ φιλια κομπέρ μεθυστικό η πιο καλή δουλειά η ράσπαπτομεξικό, θα’ μουν πέντε έξι χρόνων, λοιπόν κόσμος πολύς, χαρές και χοροί και τραγούδια, στη ράσπα αντικριστοί κρατώντας τα χέρια ο ένας του άλλου, κι ύστερα αλαμπρατσέτα στριφογύριζαν, σαν παιδάκια που’ παιζαν βασιλέα έμοιαζαν ή σαν τα μικρά κορίτσια που χόρευαν στην αυλή του σχολείου, κι έρχονται τα μεσάνυχτα, με αρπάζει ένας, με ανεβάζει στην καρέκλα κοντά στο κουμπί του ηλεκτρικού, όταν σου πω το σβήνεις ρε μιτσή, όταν σου πω, το ανάβεις, σβήσε, σκοτεινά, χαρές και τραγούδια, βαρβατζιή, άης Βασίλης έρκεται από την Καισαρείαν, άψε το φως ρε μιτσή, χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα, να ζήσετεεεεε
Στέλιος Παπαντωνίου

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Λεωνίδας Γαλάζης


Λεωνίδα Γαλάζη, Κείμενα, Τρόποι, Σημασίες- θέματα λογοτεχνίας

Ένας από τους πιο σοβαρούς μελετητές της λογοτεχνίας μας στην Κύπρο είναι ο Λεωνίδας Γαλάζης, οπλισμένος με γνώση και ευαισθησία, σεβασμό στο έργο που μελετά και με πολλή αγάπη για την Τέχνη του Λόγου. Βαθύς ανατόμος κριτικών, λογοτεχνών και του έργου τους, άριστος χειριστής της γλώσσας μας, πλησιάζει το αντικείμενό του και τον αναγνώστη με τη θέληση για πρόσληψη και μετάδοση των μυστικών του Λόγου.

Στο βιβλίο του Κείμενα, Τρόποι, Σημασίες- θέματα λογοτεχνίας, αφιερωμένο στη γυναίκα του, παρακολουθούμε τον επιστήμονα της λογοτεχνίας και κριτικής να απλώνεται στην ιστορική περίοδο των έργων που μελετά, στα κοινωνικά ρεύματα και λογοτεχνικές σχολές, για να εξαγάγει και μας οδηγήσει στο δίδαγμα της μεσότητας και του διαλόγου στην έκθεση των πορισμάτων των υπό εξέταση, δείγμα του χαρακτήρα και του ήθους του μελετητή.

Με επιστημονικά τεκμηριωμένες τοποθετήσεις αλλά και προσωπικές του τομές στο έργο μεγάλων της λογοτεχνίας μας συνυφαίνει μερικές φορές σε ύφος υψηλόν την επιστήμη με τη διδακτική πράξη.

Το βιβλίο αυτό του Λεωνίδα Γαλάζη αναδεικνύει το πλούσιο έργο κριτικών και λογοτεχνών μας και τον ίδιο ως έναν μεγάλο της Τέχνης εραστή και επιστήμονα.
Στέλιος Παπαντωνίου


Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Τι εκπληκτικά πράγματα γράφει ο Κυριάκος Δημητρίου στο βιβλίο του «Τα μάτια του λύκου και άλλες μικρές ιστορίες»! Παράξενες ιστορίες, με την πιθανότητά τους, τη λογική τους, προπάντων το ζωγράφισμα του κόσμου, τόσο λεπτομερές και ζωντανό, στέρεα τα ανάερα, χρωματισμένα με χρώματα υπερρεαλιστικά, πίνακες και σκηνές, με κάποιο συγκρατημένο φόβο μέσα του ο αναγνώστης, ίσως γιατί του είναι ξένοι άνθρωποι και τοπία, στο κλίμα όμως του δεινού συγγραφέα, που βρίσκει την ομορφιά στο παράδοξο.

Το μεγάλο του όμως μυστικό είναι πως πίσω από όλα αυτά κρύβονται μεγάλες αλήθειες της ζωής, της πείρας, της φιλοσοφίας, που μπορεί να ειπώθηκαν κάποτε απλά, η Τέχνη είναι όμως στέκεται στο πώς γράφονται αυτές οι αλήθειες και όχι ποιες είναι.

Μύθοι της αρχαιότητας μεταμορφωμένοι, η αιώνια παρουσία των διαιωνίων μύθων δοσμένων στην εποχή μας, στη νέα τους απροσδόκητη εκδοχή του μυστηρίου και της ατμόσφαιράς του, της ανατροπής, της τραγικής περιπέτειας.

Ο Κυριάκος Δημητρίου δημιουργεί ένα θαυμαστό λογοτεχνικό κόσμο.

Στέλιος Παπαντωνίου

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

τράγων ωδή


Τράγων ωδή

Ήταν το στήριγμά του, η περηφάνια του, όσα δεν πέτυχε ο ίδιος στη ζωή, και τώρα ακούει φωνές που δεν είναι δικές της, βλέπει οράματα και ξαφνιάζεται, στο σχολείο δεν ξέρουν δεν καταλαβαίνουν, κάτι συμβαίνει στο παιδί, στο νοσοκομείο να την κρατήσουν, να δουν, να μάθουν, να εξετάσουν, και την κατακρατούν σαράντα μέρες, δυο μήνες, πότε θα ισορροπήσουν τα φάρμακα, στο μεταξύ κάτι λέν  κι ο πατέρας δεν καταλαβαίνει, το άριστο τέκνο του, η βαθυστόχαστη, η τελειομανής, στο τραγούδι στο χορό στα γράμματα στις τέχνες, και μένει εμβρόντητος, περνούν από τη σκηνή του όλες οι τραγωδίες, τα μικρά παιδιά πνιγμένα, καταφαγωμένα από τις βόμβες, πεινασμένα και διψασμένα, σωριασμένα σπίτια, τρώγλες στην έρημο της γης,ποιες αμαρτίες της οικουμένης πληρώνουν, σφάγια στο βωμό μιας άγνωστης θεότητας, η μοίρα, και τις εστιν μου ο πλησίον, δι΄ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν, και κάθαρση δεν έρχεται, στραβώνει το στόμα, το πόδι ακινητεί, το χέρι οξειδώνεται, το μυαλό μόνο λειτουργεί και καταλαβαίνει, θυμάται στον κόλπο σαν κολυμπούσε να πιάσει τα χταπόδια, μένει μετέωρος, κρύφτηκε στους βράχους, η θάλασσα είναι ανεξερεύνητη, η επαύριον ανεξιχνίαστη, μέγα σου το έλεος, ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.

Στέλιος Παπαντωνίου


Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Μαρίας Περατικού- Κοκαράκη, Τα χρόνια με τα κυκλάμινα


Μαρία Περατικού – Κοκαράκη, Τα Χρόνια με τα Κυκλάμινα, εκδόσεις Λιβάνη

Ένα πλούσιο μυθιστόρημα σε ιστορία και κοινωνία της Κύπρου, της περιόδου 1955- 1970, είναι τα «Χρόνια με τα Κυκλάμινα» της Μαρίας Περατικού-  Κοκαράκη. Πείρα ζωής, από τους νεανικούς εφηβικούς έρωτες και την ψυχολογία, με πρόσωπα εν πολλοίς του οικογενειακού περιβάλλοντος, η Ελένη, ο Ανδρέας Κωστίδης, καθηγητής φιλόλογος γυμνασιάρχης, αγωνιστής της περιόδου 1955-59, ο Κρητικός που γνώρισε την όμορφη Κυπριώτισσα στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου, κυκλοφορούν στο έργο ως ήρωες μυθιστορήματος, θεμιτό κι αναμενόμενο.

Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις. Τα Κυκλάμινα, με πολλούς συμβολισμούς, ως το όμορφο της φύσης, της ζωής, της κάθε κυπριακής ιστορικής περιόδου γνώρισμα, αποτελούν το  ποιητικό μοτίβο στο έργο, μαρτυρία της ευαισθησίας της συγγραφέως, παντογνώστριας αλλά και οικονόμας της όλης συγγραφής, που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την ευαισθησία αλλά και την επιμέλεια της δομής, με  προλογικά σημειώματα σε κάθε κεφάλαιο, το μότο ή την προμετωπίδα, εισαγωγικά της εποχής και του πνεύματος, με ενδιάμεσα άλλα διεισδύοντα ρήματα, πλαγιογραμμένα,  ποιητικά στην ουσία αλλά και φιλοσοφικά μεταφυσικά, ενός άλλου κόσμου, της μοίρας και του ρόλου της στη ζωή των ανθρώπων. Σύνθεση και συμπλοκής ιστορίας, εμβάθυνσης στα πρόσωπα και την ψυχολογία τους, κοινωνικά περιγράμματα μιας ηρωικής εποχής με παρατηρήσεις- αντίγραφα της πραγματικότητας, που επιβεβαιώνουμε οι ζήσαντες παρόμοιες καταστάσεις στις πόλεις και στα χωριά της κυπριακής επαρχίας.

‘Αριστη γνώστης της κυπριακής ιστορίας και κοινωνίας, των προσώπων, ηρώων, αγωνιστών και πρωταγωνιστών του έπους του ΄55-΄59, διαχέει το πνεύμα της εποχής μέσω αναδρομών στο παρελθόν αλλά και μεταθέτει στο παρόν με προλήψεις. Διαδρομές ελεύθερες στο χρόνο, ανάμεσα στο παρελθόν, παρόν και μέλλον.

Η κοινωνία της εποχής, ιδιαίτερα των μικρών κοινοτήτων, με πολλή παρατηρητικότητα δοσμένη, ζωγραφίζει ήθη και έθιμα, ανθρώπους και περιβάλλοντα, ιδιαίτερα την σχολική ζωή με το πνεύμα και τα προβλήματά της.

Με ιδιαίτερη διεισδυτικότητα καταγράφει τα συμβαίνοντα στα βάθη της ψυχής των ηρώων της, με αξιοπρόσεχτη την νεανικότητα της ψυχοσύνθεσης και της γραφής στις αναφορές της νιότης και των ερώτων της.

Η πλοκή και ο μύθος απλός, η φιλία και ο έρως, οι συγκρούσεις και αντιθέσεις, δίνουν όμως όλα αυτά την ευκαιρία να γνωρίσουν οι αναγνώστες την Κύπρο του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα με όλα της τα γνωρίσματα, εις βάθος και πλάτος.

Γερή δόμηση του υλικού, άνετη γραφή και ελκυστική, ποικίλος ο κόσμος που ανοίγεται στον αναγνώστη, ευκαιρία να απολαύσει ένα μυθιστορηματικό λογοτεχνικό θησαυροφυλάκιο πείρας ζωής, ιστορίας, κοινωνιολογίας και ψυχολογίας.

Στέλιος Παπαντωνίου  




Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

περιμένουμεν σε


Επρόκοψεν η νύχτα τζι ακόμα να φανείς, που γυρίζεις.

Σ΄ίντα σπήλιους κάθεσαι τζιαι κλαίεις

Μα ε θωρείς τα λαμπιόνια,

εν ακούεις τα τραούθκια, τα πιθκιαύλια

Ακόμα τζια ταμπουλέκκια παίζουν σου στη Λήδρας

Τζι εσού;

Αφού εθ θα τ’ αγρωνίσεις

Ούτε τον Άϊν Γιώρκην στο Βουνόν

Ούτε στο χωρκόν του

Ούτε τον Άϊν  Δίχτητον

Ούτε τζια την Τζιερύνειαν

Τζείνην εκάμαν την αγνώριστην.

Έλα έσσω λαλώ σου

Έλα ποδά στη γειτονιάμ μου

Περιμένουν τα μωρά στην αυλήν της εκκλησιάς

Περιμένουμέ σε

Μεν αρκείς άλλον

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Συγχαρητήρια


Συγχαρητήρια

Άλλη αγωνία κι αυτή, να δίνουν στο παιδί τελευταία στιγμή το κομμάτι να το μάθει να το παίξει στο πιάνο να συνοδεύσει τα κάλαντα στη σχολική γιορτή, κι αυτός στο δημοτικό σχολείο αγίου Κασσιανού να αποστηθίζει μια μια τις στροφές κι ύστερα όλο μαζί, Κωστή Παλαμά,

Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο,

τον έβλεπε τον στάβλο, τον μυριζόταν, ήταν κι αυτός εκεί,

 ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!

Ήταν κάτι μικρά ζουμπουρλίδικα, έτσι τον ζωγράφιζαν τον Χριστό,


Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σαν διαμαντάκι
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

Και τους έβλεπε να αποθέτουν χρυσόν και λίβανον και σμύρναν,

Και να στέκεται μπροστά σε όλους, δεν είχαν τότε μεγάλη αίθουσα, αν ήταν καλός ο καιρός έβγαιναν στην τάπια, πάνω από το γήπεδο του Ορφέα, αν ήταν χειμωνιάτικος, στην τάξη του ο καθένας, μεγάλα παράθυρα μεγάλες πόρτες μεγάλες αίθουσες, ούτε ο ηλιακός δεν τους χωρούσε, κι η αγωνία του μεγαλώνει, το ‘ μαθε καλά η μικρή, δεν φοβάται, έκατσε μαζί της, εδώ παύση, εδώ πιο αργά, μαζί τώρα, μπράβο, κι ύστερα τόσα χρόνια στα σχολεία, πολύ νευρίαζε που ήθελαν οι γονιοί να γίνει η γιορτή σε αίθουσα θεάτρου, άντε μωρέ, δεν μας φτάνει το σχολείο, και μεγάλη αίθουσα έχει και κλειστό γήπεδο, δούλευε η καθηγήτρια της μουσικής, δούλευε η καθηγήτρια της τέχνης, δούλευαν οι φιλόλογοι κι ο θεολόγος όλο και κάτι θα σκαρφιζόταν να πει, τα παιδιά συγκεντρωμένα, καθαρά και πειθαρχημένα, ένα πνεύμα μελλοντικής ανάπαυσης κι αναπνοής αναμένει, διάχυτο στον αιθέρα, αρπαζόταν από τις παλιές κουρτίνες, από τους πίνακες, πού θα μου πάτε, κλείνουν σε λίγο τα σκολειά, κι αρχίζει και συνεχίζεται και τελειώνει η γιορτή, κι η κλήρωση, εκεί στο Παγκύπριο, τον καιρό που ήταν μαθητής το χάρηκαν που κληρώθηκε στην κακιάρα δασκάλα τους ξυριστική μηχανή, και τώρα που τελειώνει, είναι κι οι επιθεωρητάδες, κι οι μουκταραίοι,  χειροκροτήματα, κι όλοι στο διευθυντή, συγχαρητήρια κύριε διευθυντά, συγχαρητήρια, μα όταν έγινε αυτός διευθυντής, στον απολογισμό του δεν έλεγε ποτέ τι έγινε στο σχολείο τη χρονιά που πέρασε αλλά ποιοι το έκαμαν και τους εκθείαζε. Να μάθουν άλλη φορά να δίνουν συγχαρητήρια σ’ αυτούς που δουλεύουν!!!

Ζήνων Ζαννέτος

Στέλιος Παπαντωνίου Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ διηγήματα

«Ἕνα κεραμικό ῥάντιστρον ἁγιάσματος πατριδικοῦ Νόστου και Μνήμης, ἀπ’ ὅπου ὁ ὕσσωπος τῆς καρδιᾶς ῥαντίζει μέ στάγματα εὐλογίας –Καλοῦ Λόγου- τό πνεῦμα καί τό ἦθος τοῦ ἀναγνώστη.» (Ζήνων Ζαννέτος)

Ὁ ἀναγνώστης τοῦ βιβλίου τοῦ Στέλιου Παπαντωνίου «Ἡ γειτονιά μου», ἀπό τὸ πρῶτο ἀφήγημα, ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἰδιοτροπία τῆς γραφῆς, τόσο μὲ τὸ ἀσύνηθες τῆς μυθοποιίας, ὅσο καὶ μὲ τὴν προφορικότητα τῆς διηγηματικῆς ἔκφρασης, ποὺ  συνθέτει τὶς παραγράφους μὲ μακροπεριόδους προτάσεις, χωρίς τελεῖες, ἀλλά μὲ ἀναπνευστικές παύσεις (τῆς ἀνάσας), μὲ προτασικές ἱστορήσεις παράλληλες, συνάλληλες, ἐπάλληλες ἤ και ἄσχετες.

Ὁ συγγραφέας, μὲ τὸν τρόπο τοῦ παραμυθιοῦ, ἐγκοσμίζει τὴν ἱερή τάξη τοῦ Οὐρανοῦ, κάνοντας ἀρχή μὲ μιὰν ἔκδηλη παραφρασμένη ταυτωνυμία. Ἔτσι ὁ Χριστός γίνεται Χρίστος, ἡ Παναγία Παναγιώτα, ἡ Ἀνάσταση Ἀναστάσης, ἐνῶ οἱ  Ἄγγελοι και Ἅγιοι δροῦν και βιοτεύουν μὲ τὰ ὀνόματά τους στὰ σώματα ὁμωνύμων συνανθρώπων μας, συνοίκων τῆς Γειτονιᾶς τοῦ συγγραφέα. Ἡ γειτονιά αὐτή ἀναβιώνει τὴν ὄλβια καθημερινότητα τῆς ἄλλοτε Κύπριας βιοτῆς, διασώζοντας τὴν ἀγαθότητα τοῦ βιοτικοῦ διαλόγου τῆς Ζωῆς τοῦ πάλαι ποτὲ εὐδαίμονος καιροῦ τῆς καθημερινότητας τοῦ Κοινοῦ τῶν Κυπρίων. Μιὰ καθημερινότητα, ποὺ προσομοιάζει μὲ ἐκείνην τοῦ Οὐρανοῦ, ὅπως ἡ φαντασία καὶ ἡ πίστη τοῦ Χριστιανοῦ τὴν ἔπλασε. Ἡ γραφή τοῦ Παπαντωνίου, ἐφ’ ὅσον γηώνει τὴ συνοικία τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τὴν ἐκγειτονικεύει, δίνοντας ἀνθρωπομορφή στὴ Θεία Τάξη καὶ κρατώντας τὴν ταυτωνυμία ὡς σηματωρό σύμβολο τοῦ μύθου του, μοιραῖα ἀφηγεῖται ἀκροβατώντας ἐπί ὀλισθηροῦ ἱστοῦ βεβήλωσης καὶ καθαγιασμοῦ. Γιατί ἡ καθημερινότητα τῶν ἡρώων τοῦ μύθου τῆς ἀφήγησης ἀπό τὴν ἀγαθότητα τῆς προαίρεσης μπορεῖ να ὀλισθήσει στὴν ἀνθρωπίνη σφαλερότητα, τὴν ἁμαρτωλότητα.

Ἡ γραφή, μέσα ἀπό τὸν καθαρμό τῆς Μνήμης καὶ τοῦ Νόστου ἀναδεικνύει τὸν Κύπριον οὑμανισμό τῆς παραδοσιακῆς ζωῆς τοῦ κόσμου τῆς Κύπρου καθαγιασμένον μὲ τὴ σφραγίδα  τοῦ εὐλογημένου πλήθους τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου, κάποιων πανορθοδόξου λατρείας καὶ προσκύνησης. Ὁ οὑμανισμός αὐτός εἶναι γνώρισμα τοῦ Ἤθους τῶν Κυπρίων καὶ συνιστᾶ μιὰ πτυχή τοῦ Ἔρωτα Πατρίδας, ὁ ὁποῖος ἐνδημεῖ διιστορικά στὴν ψυχή τῶν Κυπρίων ὡς σωστική ἀσπίδα, λόγῳ καὶ τοῦ διαρκῶς ἐλλοχεύοντος κινδύνου ληστρικοῦ ἀφανισμοῦ τους. Σκηνικός χῶρος τοῦ μύθου τῆς ἀφήγησης, κατά δήλωση τοῦ συγγραφέα, εἶναι ὁ ἀγώνας τῆς Ε.Ο.Κ.Α.: «Κάπου τότε γεννήθηκε κι ὁ Χρίστος» (σελ.12) Ἡ ἀφηγηματική ἀναγωγή τῶν ἀνθρωπίνων στὰ θεϊκά καὶ παλίνδρομα, καθώς ἀνελίσσεται ὁ μῦθος τῶν ἀφηγημάτων, δίνει στὴ γραφή ἐνάργεια και ἀναγνωστικό ἐνδιαφέρον.

Στὸ ἔργο «Ἡ γειτονιά μου» ὑπάρχει μιὰ νεωτερική ἀφηγηματική τεχνική ποὺ θὰ τὴν ὀνόμαζα «συνειρμική ἀναφορικότητα» διαφραστικῶν ψηφίδων ποὺ ἡ μνημική τους ἀνάκληση, ὡς ἀφηγηματικός τόπος και τρόπος χρήσης λειτουργεῖ ἄλλοτε ὡς εἰρωνεία, ἄλλοτε ὡς διαστατική νοηματική βάθυνση, ἐνίοτε δέ, ὡς ἀφασική ὑπερρεαλιστική ἔκφραση. Ἡ ἀναφορικότητά τους παραπέμπει σὲ ἱστορικές βιοτικές καταστάσεις τοῦ Κοινοῦ Κυπρίων, στὴ μνημική ἀνεικόνιση τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Κύπρου καὶ ἄλλοτε σὲ σημειολογική πνευματικήν ἀναφορικότητα ἀπό τὴ γνωστική κιβωτό τοῦ συγγραφέα, τὴν ἀρκούντως εὔπορη.

 ἔνταξη τῶν ρηματικῶν νοηματικῶν αὐτῶν κύβων-ρήσεων μέσα στὴν ἀφηγηματική πλοκή, ἐκτός τῆς ἀναφορικότητάς τους ὡς μεταφορέων νοημάτων μὲ ἰδιόλογη φώνηση, ἀποκαλύπτουν τὸν γνωστικόν πλοῦτο τοῦ συγγραφέα, ἀλλά καὶ τὴν ἱκανότητά του ὡς πρὸς τὴν ἀναπεμπτική συμβολισμική ἤ μεταφορική λογοτεχνική τους χρήση, τὴ συνειρμική τους ἀναφορικότητα, ἡ ὁποία καὶ συνδιαμορφώνει μιάν ἰδιότροπη ἑρμηνεία τοῦ μυστικοῦ λόγου τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου μαζί μὲ τὴν εὐτραπελία τῆς καθημερινότητας, ποὺ φωνεῖ
ὡς πολιτική ἀνατομία ἤ ὡς παιγνιώδης θυμοσοφία.

Ἡ ἱστορία τοῦ τόπου, ὡς δραστικός πραγματωμένος βίος τοῦ Κοινοῦ τῶν Κυπρίων, ἡ φιλόσοφη καὶ θυμόσοφη θεώρησή της, ἐνίοτε ἡ αἱρετική ἀνάγνωσή της, τὰ πρωτεύοντα ἱστορικά γεγενημένα και τὰ δευτερεύοντα βιοτικά συμβάντα τῶν προσώπων τῆς γειτονιᾶς ἀποτελοῦν τὴν βιωματικήν ἰλύν τοῦ βιβλίου τὴν ἰλύν, ποὺ μὲ τὴν κάμινον τῆς Τέχνης μεταμορφώνεται σὲ πετρώδη ὕλη, ποὺ τέμνεται καὶ τεμαχίζεται σὲ ψηφίδες, οἱ ὁποῖες μὲ τὴν τεχνική τοῦ ψηφιδωτοῦ συνθέτουν τὸ πρόσωπο τοῦ μύθου. Οἱ ψηφίδες αὐτῆς τῆς ἰλύος ἀποσπῶνται ἀπό τὸ χρόνο τους καὶ σὲ μιὰ συγχονία βιωματική φωνοῦν τὸν προσωπικό λόγο, τὴ βιωματική δηλαδή φώνηση τῆς πρόσληψής τους ἀπό τὸν συγγραφέα. Ὁ ἀφηγηματικός αὐτός τρόπος γραφῆς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν περιοδικότητα καὶ τὴ χρονική ἀκολουθία τῆς ἱστορίας, γιατί ὁ λόγος τῆς ἀναφορᾶς τους  ἄλλοτε ὑπηρετεῖ τὸ πρωθύστερο, ἄλλοτε τὴ συγχρονικότητα ὡς συμβολική συγκριτική μεθοδολογική ἑρμηνεία καὶ ἄλλοτε ὡς ἁπλός παιχνιώδης συνειρμός, ποὺ παίζει μὲ τὴν ὁμοιοφωνία τῶν λέξεων ἤ τήν ἀφασική εἰρωνεία τῆς μεταφορικῆς χρήσης τοῦ νοήματος κάποιας γλωσσικῆς ψηφίδας-ρήσης.

Ἡ συνειρμική ἀναφορικότητα εἶναι ἕνας νεωτερικός ἀφηγηματικός τρόπος, ποὺ ζωηρεύει τὴν μονοτονία τῆς ἀφήγησης καὶ τὴν ἐπιδερμικότητα τῆς προφορικότητας τῆς ἀφηγηματικῆς ροῆς, ἐνῶ, ὅταν ἡ συνειρμική ἀναφορικότητα ἀποστάζει δραματικὰ ἤ τραγικά σκέμματα, προκαλεῖ θλιβήν καὶ ἔλεγον, πόνον καὶ ἀπέλπιδα πικρία. Οἱ περιπτώσεις αὐτές μᾶς ὑποψιάζουν γιὰ τὴ στάση τοῦ συγγραφέα ἔναντι τῶν δρωμένων τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου, τὴν οὑμανιστικήν ἀνάγνωση τῆς τραγικότητας τῆς Ζωῆς καὶ τὴ συνειδητότητα τοῦ Λόγου τῆς Ἱστορίας. Τα σήματα, βέβαια, αὐτά ἐκπέμπονται ἀπό τὸν λόγον τῆς κρυπτείας τῆς γραφῆς μὲ τὸν μυστικό τους τρόπο προκαλοῦν τὴν ἑρμηνευτική ἀνάγνωση καὶ ἀποκαλύπτονται στὴ βάσανο τοῦ στοχασμοῦ τοῦ ἀναγνώστη.

Ἡ Κύπρος, ὡς οἰκητήριος τόπος Ζωῆς, εὐλογήθηκε διαχρονικά νὰ εὐφρανθεῖ μὲ τὸν αἰωρισμό τοῦ θαύματος τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας, ἀλλά καὶ νὰ βιώσει τὴν κατάρα τῆς παραλόγου ἐπικράτειας τοῦ θανάτου, τῆς πτωτικῆς τραγικῆς μοίρας στὶς ἐσχατιές τοῦ γνόφου τῆς ζωῆς καὶ στὰ γκρεμνά τῆς ἀβύσσου τοῦ θανάτου τῆς δόθηκε, σὲ  σχεδόν ἀπόλυτα μεγέθη, ἡ εὐδαίμων ζωή τοῦ βίου καὶ ἡ μεγίστη δυστυχία τοῦ θανάτου. Μιὰ τέτοια μοῖρα βιοτικοῦ πεπρωμένου ἐγκυμονεῖ ἀφ’ ἑαυτῆς τὸν Λόγον τῆς Τέχνης, ὀρθολογίαν τοῦ πνευματικοῦ στοχασμοῦ ἤ ὑπερρεαλιστικήν παραλογία. Κυρίως, ὅμως, ἡ Τέχνη διαλέγεται μὲ τὸ σκληρό πρόσωπο τῆς Μοίρας –τὸ μοιρολόι, τὸν λόγον τῆς Μοίρας- τὸν συναισθηματικόν ἔλεγον καὶ τὸ προζύμι τῆς πίκρας και τῆς θλιβῆς. Στοὺς καιρούς μας ὁ θαυματουργός ἀγώνας τῆς Ε.Ο.Κ.Α. καὶ ἡ τραγωδία τοῦ ’74, δύο κορυφαῖα συμβεβηκότα τῆς ἱστορίας τῆς Κύπρου, κυοφόρησαν τὸν δημιουργικό πυρετό τοῦ πνεύματος ποὺ γέννησε τὸν καλλιτεχνικό στεναγμό, που ξέσπασε σὲ πληθωρική καλλιτεχνική παραγωγή και δημιουργία, κυρίως στον τομέα τῆς Λογοτεχνίας, στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 20οῦ  αἰώνα καὶ ἐντεῦθεν.

«Ἡ Γειτονιά μου» τοῦ Στέλιου Παπαντωνίου ἐντάσσεται σ’αὐτόν τὸν λογοτεχνικόν ὀργασμό τῆς Κύπρου. Τὴν γέννησε μιὰ οἰστρήλατη στοχασμική ἀνάγνωση τοῦ ’74, ποὺ ψηλαφεῖ τὸ κομποσκοίνι τῆς πορείας πρὸς τὴν πραγμάτωση τῶν γεγενημένων στὴν Κύπρο, μὲ ὕστατον ἰσόρροπο κόμπο τὴν ἀνθρωπίνη τραγωδία τῆς εἰσβολῆς καὶ τὰ συνακόλουθά της. Μὲ ἵστορα λογισμό τοῦ ἱστορικοῦ προσώπου τῆς Κύπρου, μὲ εὐαισθησιακό διάλογο μὲ σταθμούς τῆς βηματοδρομίας της, ἐνίοτε μὲ σκωπτική θώπευση, μέχρι καὶ εἰρωνική στηλίτευση ἄγει τὸν λογοτεχνικόν του στοχασμό στὰ ταμιεῖα τῆς Μνήμης καὶ τοῦ Νόστου και πειρᾶται νὰ ψηφιδώσει ἔλλογες ἤ μοιραῖες καὶ θαυμαστές ἐκφάνσεις τοῦ Λόγου τῆς Ἱστορίας, ὡς παρηγορίαν τοῦ πνεύματος καὶ πράυνση τοῦ πυρέσσοντος πόνου καὶ τῆς ἰδιοπρόσωπης πικρίας τῆς Κύπρου ἀπό τὴν κάκωση καὶ τὸν ἀκρωτηριασμό τοῦ σώματός της.

Ὑποπτεύομαι πὼς ἡ πρώτη μαγιά τῆς ἀφηγηματικῆς ἰλύος τοῦ Παπαντωνίου βρίσκεται σ’ ἕναν ἔλλογο σχεδιασμό ψηφίδωσης τοῦ σύγχρονου βεβαρυμένου προσώπου τῆς Κύπρου ὑπό τον ζόφον τοῦ Ἀττίλα, μ’ ἕνα νεωτερικό συμβολισμικό τρόπο, μὲ βασική τεχνοτροπία τὴν ἀναίρεση τῆς περιοδικῆς ἀφήγησης τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς χρονικῆς, ἡμερολογιακῆς ἀκολουθίας της. Ἡ ἱστορία τῆς Κύπρου, αὐτό ποὺ, ὀρθότερα, θὰ ἀποκαλούσαμε ὁ διαιώνιος πραγματωμένος βίος τοῦ νησιοῦ, ἀποσπᾶται ἀπό τὶς σελίδες τῆς ἐπίπεδης ἱστόρησης καὶ γίνεται στοχαστική καὶ συναισθηματική ἰλὺς τῆς ἀφηγηματικῆς εὐαισθησίας τοῦ συγγραφέα. Ἡ ζύμωση αὐτή τῆς Ἱστορίας πειρᾶται, μὲ λογοτεχνική νεοτροπία, νὰ κατανοήσει τὴ διαχρονική ὑφαντική τῆς Κλωθοῦς Μοίρας τῆς Κύπρου, αὐτῆς ποὺ ἀναπαράγει τὶς ψυχικές ἀντοχές τῆς τραγωδικῆς θλιβῆς και πικρίας, τὶς μυστικὲς ἰδιοπρόσωπες δυνάμεις ἐπιβίωσης, ἀνάστασης καὶ δημιουργικῆς ἀναθαυματουργίας καὶ διάρκειας.

Ἡ νεοτροπία τῆς γραφῆς τοῦ Παπαντωνίου συνίσταται στὴν ἁγιοποίηση τῆς Γειτονιᾶς του, πού τώρα σε νεκρική σιωπή στενάζει μερικῶς κατεχόμενη και λεηλατημένη ἀπό τὸν σαρακηνόν εἰσβολέα. Ἀναβιώνοντας τὴ σταματημένη ἀνάσα τῆς Γειτονιᾶς του ὁ Παπαντωνίου ἐξεικονίζει τὸν πρὸ τοῦ ’74 βίο της μὲ ἥρωες-πολίτες ποὺ μετώκησαν ἀπό τὴν Πολιτεία τοῦ Οὐρανοῦ στὴ γειτονιά τῆς ἁγιότητας. Ἔτσι, μετωνομάζει τον Χριστόν σε Χρῖστο, τὴν Παναγία σὲ Παναγιώτα, τὴν Ἀνάσταση σὲ Ἀναστάση, τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του σὲ σπίτι τοῦ γείτονα πολίτη μὲ δράση ἐπάλληλη τοῦ Βίου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων του ἐκείνη τοῦ νοικοκύρη γείτονά του. Ἔτσι ὁ βίος τοῦ Χριστοῦ συμπλέκεται καὶ ἐξανθρωπίζεται ὡς δραστικός μῦθος τοῦ ἀνθρώπου Χρίστου, καταδηλώνοντας μ’ αὐτό τον τρόπο τὴν ἄλλοτε ἀγαθότητα τῆς βιοτῆς τῆς Γειτονιᾶς, τὸ καθημερινὸ ἦθος τῆς συμβίωσης τῶν κατοίκων της. Κατά συναισθηματικήν ἀντίστιξη ἡ φωνή τῆς ἄλλοτε εὐφρόσυνης βιοτῆς παραπέμπει στὸν σημερινό πόνο τῆς τωρινῆς σιωπῆς τῆς νεκρωμένης πια γειτονιᾶς, πόνο ποὺ βιώνει ὁ ἐν ἐξορία τῆς Γειτονιᾶς του διαβιῶν συγγραφέας. Ἐξορία ὑπαρξιακή, πνευματική, βιωματική, βιοτική. Ἀπό τὴ μιά, εὐφροσύνη-συναισθηματική και πνευματική-ἀναβιωματική ἐξεικόνιση τῆς κοινοτικῆς βιοτικῆς ἀγαθότητας, ἀπ’ ὅπου ἐλευθερώνονται γαληνά καὶ εὐάρεστα συναισθήματα καὶ ἐνθυμήματα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τά ὑφέρποντα ἐναργῆ κατ’ ἀντίστιξη συναισθήματα τοῦ ἀβάσταχτου πόνου, τῆς ὁριακῆς θλιβῆς καὶ πικρίας, ὡς ἀμνυακή μήτρα τῆς γένεσης τῆς γραφῆς. Τὰ τελευταῖα, χωρίς νὰ περιγράφονται, ἀνακύπτουν ἀπό τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴν ὑποψία  τῆς τελεολογίας τῆς γραφῆς.

Εἶναι σύνηθες ἡ μνημική ἀναβίωση ὡς ἀφηγηματική γραφή, ὅπως «Ἡ Γειτονιά μου» τοῦ Στέλιου Παπαντωνίου νὰ ἐκπέμψει σκέμματα εὐγενισμένα, λυρικά και ρομαντικά εὐήδονα, κεκαθαρμένη καταλλαγή τῶν κοινοτικῶν διαφορῶν καὶ συγκρούσεων, ἐξαγιασμένη ἀνάμνηση τῶν δυσχερειῶν τῆς καθημερινότητας καὶ συναισθηματικό γλυκασμό τοῦ μιμνησκόμενου πρὶν. Οἱ εἰκόνες τῆς μνήμης , ἐξεργασμένες στὸν μυστικό θάλαμο τοῦ νόστου, ξεθωριάζουν τὸ κακό καὶ τὸ ἄσχημο καὶ ἀγαθύνουν, καλλύνουν μὲ ἰριδίζουσα φωτοστέφεια  τὸν κόσμο τῆς ἄλλοτε βιοτῆς καὶ ζήσης. Ὁ Παπαντωνίου, κατακυριευμένος από τὴν πίκρα καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας τοῦ γενέθλιου τόπου τῆς ὕπαρξης καὶ τοῦ βίου του, ἀναβιώνει νοσταλγικά τὶς βιοτικές εἰκονες, τὶς κατατεθειμένες στὴν τράπεζα τῆς Μνήμης, μὲ συναισθηματικό ἐπιτόκιο εὐάρεστο καὶ, μὲ πρωτότυπον τρόπον ἀφηγηματικῆς ἀνάπλασης, καθαγιάζει καὶ ὡραϊζει τὸν κόσμο τῆς μνήμης καὶ τὴ βιοτή του, τὸν τόπο τῆς παιδικῆς ἀθωότητας, τὴ Γειτονιά ὅπου γεννήθηκε καὶ ἔγινε ἡ γειτονιά τῆς καρδιά του.

Ἡ Μνήμη, ὡς λογοτεχνική μήτρα, δουλεύει με σύμβολα, αναφορές, προσομοιώσεις καὶ ἄλλα λογοτεχνικά σχήματα καὶ διαστασιάζει, ἀλλοιώνει ἤ καὶ στρεβλώνει τὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ πλάσει τὸν μῦθον της. Μὲ ἀνάλογο τρόπο παρήχθη ἡ γραφή τῆς «Γειτονιάς » τοῦ Παπαντωνίου. Ἡ ἐμπλοκή τῆς Ἱστορίας τῆς Κύπρου στὸν ἀφηγηματικό μύθο τῶν προσώπων διαστασιάζει τὴ βιοτή τῆς Γειτονιᾶς σὲ κοινοτική βιοτή τοῦ Κοινοῦ τῶν  Κυπρίων καὶ μὲ ἀβίαστο τρόπο ἡ Σταύρωση τῶν προσώπων τῆς Γειτονιᾶς παραπέμπει στὴ Σταύρωση τῆς Κύπρου καὶ τοῦ Κοινοῦ της.

Τὸ πρῶτο ἀφήγημα τῆς «Γειτονιᾶς» εἶναι ἡ φωτογραφία τοῦ πληθυσμοῦ ποὺ πρόκειται νὰ βιογραφηθεῖ μὲ τὸν τρόπο τῆς Λογοτεχνίας. Ἡ περιγραφή τοῦ πληθυσμοῦ αὐτοῦ μᾶς πάει στὶς ἀσπρόμαυρες ἐκεῖνες στημένες «πόζες» φωτογράφησης τῆς οἰκογένειας, στὰ ἄλλοτε περίλαμπρα πανηγύρια τῶν χωριῶν μας, μὲ ἱεράρχηση προσόμοια ἐκείνης τῆς φωτογράφησης: μπροστά καὶ προβεβλημένος ὁ πατέρας, πατριάρχης τῆς οἰκογένειας, ἡ μάνα δίπλα του σὲ σεμνότερη στάση καὶ ἔκφραση καὶ σὲ ἄλλα ἐπίπεδα τὰ παιδιά. Στὴ «Γειτονιά» ὁ Χρῖστος (Χριστός) ἀνοίγει τήν ἀφήγηση καὶ ἀκολουθοῦν ἡ Παναγιώτα (Παναγία) καὶ οἱ ἐπώνυμοι γείτονες (ἅγιοι).

Ὁ Παπαντωνίου ἐξαντλεῖ, σχεδόν, τὴν ἀφηγηματική του τεχνική στὸ πρῶτο, κιόλας, ἀφήγημά του μὲ τίτλο ὁ Χρῖστος. Σ’ αὐτό ἡ ἀνάγνωση συναντᾶ τή συνειρμική ἀναφορική παραπομπή, τὴν πλοκή τοῦ ἱστορικοῦ –παρελθοντικοῦ-γεγονότος σὲ συγχρονική διαπλοκή μὲ τὰ ἀφηγούμενα, τὴ φιλοπαίγμονα διάθεση ἕως τὸν εἰρωνικό στιγματισμό, τὴ λόγια γνώση τοῦ συγγραφέα, ποὺ τὴ χρησιμοποιεῖ ὡς ἄρτυμα στὸ σῶμα τῆς ἀφήγησης καὶ, κατά κύριο λόγο, τὸ ἐπάλληλο τῆς ἀφήγησης ἐπί τῆς ὁμολόγου δράσεως καὶ τὸ παιχνίδι τῶν συμβόλων, ὅπου ἡ Θειοτόκος περιπέτεια ἐνανθρωπίζεται καὶ τὸ ἀντίστροφο: ὁ ἀνθρώπινος βίος ἐνδύεται τὴν ἁγιότοκο περιπέτεια καὶ καθαγιάζεται ὡς γλυκασμός τῆς ζωῆς καὶ ὡς κοινοτική ἔκφραση.

Τὸ ἔργο τοῦ Στέλιου Παπαντωνίου ἐντάσσεται στὴν κατηγορία τῶν ἔργων ποὺ μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς δοκιμή αὐτογνωσίας, μυστικός συνειδησιακός ἔλεγχος καὶ πνευματικός διάλογος ἀναζήτησης τοῦ βαθμοῦ τῆς προσωπικῆς εὐθύνης γιὰ τὰ τραγικά συμβεβηκότα τῆς Κύπρου. Τὸν βαθμόν αὐτῆς τῆς εὐθύνης γιὰ την κατάντια τῆς Πατρίδας οἱ εὐαίσθητοι δημιουργοί τῆς Κύπρου προσπάθησαν ὁ καθένας μὲ τὴ  δημιουργική του δωρεά νὰ ἀναδείξουν μέσα στὰ μετὰ τὴν εἰσβολή ἔργα τῆς Τέχνης, ὡς ἀνακουφιστικήν κάθαρση τῆς ψυχῆς.

Τὴν εὔροια τῆς ἀνάγνωσης καὶ τὸ ἐνδιαφέρον ἐκτός τῶν ἄλλων ἐπιτείνει καὶ ὀ ἰδιόμορφος ἀφηγηματικός τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον ποικίλλεται ἡ γραφή τῆς «Γειτονιάς»: συχνά ἡ ἀφήγηση ἔχει τὴ ροή τῆς προφορικότητας, τὸν τρόπο της καὶ τὴν ἀνάσα τοῦ προφορικοῦ λόγου. Μακροπερίοδοι αφήγησης, τελεῖες τοῦ προφορικοῦ λόγου, ποὺ εἶναι ἔμμεσες παύσεις γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀνάσας, συμπαράταξη πολλῶν αὐτόνομων ἐπεισοδίων καὶ στοιχείων τοῦ μύθου στὴν ἴδια ἀφηγηματική περίοδο μὲ χαλαρό νοηματικό σύνδεσμο ἀποτυπώνουν τὴ ροή τῆς προφορικότητας. Ἡ λογικότητα τῆς περιόδου καὶ ἡ χαλαρή παράταξη καὶ λογική ὑπόταξη τοῦ νοήματος ἐκφέρονται σχεδόν ἀπνευστί καὶ γι’αὐτό τὰ σημεῖα τῆς στίξης ἀκολουθοῦν τὴ μουσικότητα τῆς προφορικότητας, ὅπως ἡ μουσική ἐκφορά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιημάτων μὲ τὴ Βυζαντινή μουσική, ὅπου οἱ παύσεις τῆς φωνῆς- τελεῖες, κόμματα, -δὲν ἀκολουθοῦν πιστά τὴ λογικότητα τοῦ ποιητικοῦ κειμένου. Σ’ αὐτή τὴν ἀπνευστί ἐκφορά τοῦ λόγου, ἐκτός τοῦ νοήματος τῆς περιόδου συνωθούνται καὶ συνειρμοί λεκτικῶν ἤχων, εἰρωνική σάτιρα τῆς δράσης, ὡς σχολιασμός, ἀκόμα καὶ φράσεις –κλισέ του συρμού, πού, τελικά, συνθέτουν ἕνα ζωντανόν  ἀφηγηματικό λόγο, ποὺ κρατᾶ τὸ ἐνδιαφέρον  τοῦ ἀναγνώστη ὀξυμμένο. Ὅπως ὁ παραμυθοποιός πασχίζει οἱ παύσεις τῆς ἀφήγησής του νὰ εἶναι σχεδόν ἀνήκουστες γιὰ νὰ κρατᾶ σὲ ἐγρήγορση φαντασιακή τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀκροατῆ του, ἔστω καὶ μὲ θολούρα τῆς λογικῆς σύνταξης τοῦ λόγου καὶ τοῦ εἱρμοῦ του, ἔτσι καὶ ἡ προφορικότητα τῆς γραφῆς ἐπαυξάνει τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ἀνάγνωσης μὲ παύσεις αἰωρούμενης λογικότητας καὶ λογικῆς συνέπειας, μὲ ἀναπνευστικά κόμματα σὲ θέση τελείας.

Ἐπιλογικά θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθεῖ πὼς ἡ ὅλη γραφή τοῦ ἔργου τοῦ Σ. Παπαντωνίου « Ἡ Γιτονιά μου» καὶ οἱ καθ’ ἑρμηνευτικήν ὑποψίαν προθέσεις της- ἡ μυθολογία τῆς ἀφήγησης, ὁ ἐντοπισμός τῆς δράσης, τὸ κοινοτικόν ἦθος τῶν προσώπων, ἡ ἀναφορική συνειρμική ἐμπλοκή τῆς ἱστορίας τῆς Κύπρου-ὑποκρύπτουν ἕνα ἀβάστακτο πατριδικόν ἐρωτισμό γιὰ τὴν Κύπρο, ὁ ὁποῖος φύσει ἐμπεριέχει αἰσθήματα ἁγιότητας καὶ γλυκασμοῦ τῆς Ζωῆς, ἀλλά καὶ λόγω τῆς σύγχρονης ὀφιονίου πληγῆς τοῦ τόπου, ἔντονα συνοδά προκύπτοντα συναισθήματα της θλιβῆς, τοῦ ἐλέγου καὶ τοῦ τραγωδικού πόνου τοῦ θανάτου ποὺ πλουταίνουν τὸ εὔκρατο κλῖμα τῆς ἀνάγνωσης.

Μεσοῦντος Νοεμβρίου 2018                                                                      Ζήνων Ζαννέτος





























  






εάλω η ψυχή Κλεοπάτρας Μακρίδου


Κλεοπάτρα Μακρίδου

Εάλω η ψυχή

Ποιητική συλλογή σε δυο ενότητες, Το Κόκκινο του Έρωτα και Νότες Νόστου, δυο πόλοι διακριτοί  στην ποίηση της Μακρίδου, που νοσταλγικά ζει στο εξωτερικό με τον νου να  στρέφεται συνεχώς στα πάτρια βυθισμένη στον πόνο από την καταστροφή. Οι νότες του νόστο επαναφέρουν το αιώνιο μήνυμα του Οδυσσέα, που ποθεί την Ιθάκη του.

Το κόκκινο του έρωτα με τα ερωτικά ποιήματα οδηγούν μάλλον στην πνευματική θέαση των πραγμάτων. «Έτσι συνήθως χάνονται τα χρόνια από έναν ανέλπιδο Έρωτα που εκτοξεύει στο σύμπαν ενώ έχουμε ανάγκη γης.» Αυτό είναι το «μεταξύ». Ο έρως ως μεταξύ ουρανού και γης, θυμίζει τον πλατωνικό έρωτα, τέκνον της Πενίας και του Πόρου, ως τον φιλόσοφο που είναι μεταξύ γνώσης και άγνοιας. Αν είναι έτσι, δεν είναι δυνατόν στον αναγνώστη με ευκολία να αποφανθεί. Ο ποιητής όμως ξέρει να συναισθάνεται και να εκφράζει.

Η καταβύθιση στα βάθη της ψυχής και η απογύμνωσή της από την τύρβη των γεγονότων οδηγούν τον άνθρωπο στη θέαση αυτού προς εαυτόν, στην αυτογνωσία, που σφραγίζεται από την απογοήτευση και θλίψη, δυο συναισθήματα διάσπασης του τόπου και του χρόνου, του ανθρώπου που προσπαθεί να ενώσει τα διεστώτα. Μέσα σ’ αυτή τη διάσπαση ζει συνεχώς η ποιήτρια. Όπως γράφει : Μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στην ξένη και στην πατρώα, αλλά αυτή είναι μοιρασμένη, όπως ο χρόνος της Ιστορίας της. Ωστόσο  η ενότητά της  αποτελεί αίτημα ψυχικό και ιστορικό.  Η ποιήτρια,  βαθιά πιστή στο χώμα της πατρίδας, το υπερασπίζεται ψυχή τε και σώματι. Γίνεται ένα μαζί του, διαισθάνεται το αβέβαιο μέλλον αλλά βιώνει βαθιά και την πανάρχαια ιστορία του τόπου.

Η Μακρίδου έχει την ικανότητα να γράφει μακρόστιχα  ποιήματα αλλά και λακωνικά, μικρά, που συμπυκνώνουν πολλή την ποιητική  ουσία. π.χ. «Το κάθε ποίημα είναι μια δήλωση Αγάπης μιας στιγμής, αιωνιότητα σαν αστραπή!»

Μέσα στον κόσμο της πτώσης και της φθοράς διακρίνει το γνήσιο, αποστρέφεται την ψεύτικη μνήμη και επιστρέφει στον εαυτό της, «σ’ αυτά που η ψυχή ποιεί ασυναισθήτως…»

Τα ερωτικά ποιήματά της περιέχουν το συγκρουσιακό, τις αντιθέσεις των άκρων, της φυγής και επανόδου, του σώματος και του πνεύματος του ονείρου, της διάσπασης και του πόθου της ενότητας, του τραγικού σε τελευταία ανάλυση. «…τίποτε δεν είναι τυχαίο, είπα, όλα τα όνειρα είναι τραγικά!»

Ο στίχος «της Πατρίδας μου το σώμα με τυλίγει ασώματο» συμπυκνώνει τη σύλληψη της ποιήτριας. Το αντικείμενο είναι εκτατό και μη εκτατό. Αποχωρισμός, απουσία, άρνηση ζωής. Κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής ταυτότητας της ποιήτριας και της συλλογής. Ο λόγος εδώ είναι πιο αινιγματικός, κρυπτικός,  γιατί περισσότερο ζει ποιητικά, φιλοσοφικά, πνευματικά.

Τα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται όχι για τον ερωτικό τους λόγο αλλά για τον έρωτα του λόγου. «Αποσύρομαι χωρίς θόρυβο και δάκρυα στα οχυρά της Ποίησης και στην ηδονή των λέξεων. Και μόνο για την ευτυχία του έρωτα που εκείνες γεννούν αξίζει να ζεις!»

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου εκφράζει ποιητικά τον ξενιτεμένο Κύπριο με την γυναικεία ευαισθησία  και προσωπική καλλιέργειά της, ώστε στο έργο της να συνυφαίνονται έρως πατρίδος και άλγος νόστου.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

παράδεισος


ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Λέω καμιά φορά, τα εγγόνια μου ποια χριστούγεννα θα θυμούνται, τα δικά τους, με το δέντρο και τα λαμπιόνια, τις υπεραγορές και τα μωλ, και δεν ξέρω τι άλλο, κι η μάνα μου δεν μου είπε ποτέ για τα δικά της χριστούγεννα, ούτε ο πατέρας, ούτε ο παππούς ούτε η γιαγιά, δεν είχαν αυτοί χριστούγεννα, ή δεν είχαν αλλάξει τότε, κι αυτοί σαν τα δικά μας, κοντά στο μαγκάλι, με την ελιά, και την καπήρα, άι Βασίλη βασιλιά, δέντρα δεν είχε στον καιρό τους, ύστερα ήρθαν κι αυτά, βρίσκαμε κανένα κλάδο πεύκο, φουντωτό, είχαμε μια λεκάνη - λένη, το τοποθετούσαμε, και κάμποσες μεγάλες πέτρες να το κρατούν, και στολίδια, ήταν στην Ερμού ο Πισσαρίδης, ο Κόκκινος, τα μεγάλα καταστήματα, στη Λήδρας ο Μαύρος πιο πλούσιος, κάτι λαμπιόνια, κρατούν ως τώρα, χάρτινα με αμπαζούρ, αστέρια χάρτινα, γυαλιστερά χρώματα,  και το βάζαμε στη γωνιά του ηλιακού, και στο σχολείο τα ίδια κάναμε, καμιά γαλοπούλα στο λαχείο, ενδοτμηματικοί εορτασμοί, Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον,  κι ύστερα ο μεγάλος, ο γενικός του σχολείου, μα ο παππούς δεν έλεγε ποτέ, θυμάμαι τα χριστούγεννα στο χωριό, ούτε η γιαγιά, ούτε στο Βουνό μας είπαν για κάτι άλλο, αν γιόρταζαν, ο παππούς παπάς πάντα νήστευε, και περίμεναν τη μέρα των χριστουγέννων, η γιαγιά φούρνιζε έξω στην αυλή, σήμερα τίποτε δεν υπάρχει, τα ισοπέδωσαν οι κατακτητές, η μνήμη όμως είναι εκεί και δουλεύει, αναδύονται οι ζωγραφιές, οι μυρουδιές του χωριού, στη Χώρα όμως πράγματι ήταν αλλιώτικα, καλά να είναι ο Παπάκωστας ολόκληρες σαράντα μέρες λειτουργούσε, το σαρανταλείτουργο, μόνος, του είχαμε ένα μαγκάλι στο ιερό, πρωινή ατμόσφαιρα εκκλησίας, μύρο κι αγιασμός, όσο μπορούσαμε τον βοηθούσαμε τις παγωμένες εκείνες μέρες του χειμώνα, μοιράζαμε μερίδες, στα σπίτια της γειτονιάς, απόδειξη πως ο παπάς τους μνημόνευε, στη θεία πρόθεση, το ψωμί έβγαινε ζεστό από το φούρνο του Πιτζιολή, άλλη ζεστασιά, άλλες μυρουδιές, άλλοι άνθρωποι, με το τσάι γλυκάνισο να θερμαίνει το σπίτι, τα πρωινά χνώτα, κι ύστερα μου λεν δεν υπάρχει παράδεισος, και τι ήταν τα παιδικά μας χρόνια;

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

ακαταλαβίστικα


ΑΚΑΤΑΛΑΒΙΣΤΙΚΑ
Στέλιος Παπαντωνίου
Εσύ πας να μου συγχύσεις και τον Άι Γιώργη τον Ξορινό. Ο σκοπός σου; Τα μέσα για να τον επιτύχεις; ΄Η θέαμα δωρεάν άνευ άρτου και σκοπού! Μια στην εκκλησιά μια στο τζαμί, τι το παίζεις; Χριστόφιας; Τι να καταλάβεις, καημένε, από πού να σε πιάσω που μου ξεφεύγεις, σαν χέλι σαν λαφίνα, να γαντζώσω τα νύχια μου απάνω σου, να χτυπιέσαι χάμω, τι να καταλάβω, και τι γύρευες εσύ ένας «ηγέτης», ένας προύχων, ένας αρχηγός κόμματος, κάποτε των εθνικοφρόνων, και τώρα  ανάμεσα στις μαντίλες, καημένε, ωωωω αλλάχ, δεν ανέκραζες;   Και τώρα Κύριε ελέησον, και δεσποτικές λειτουργίες, «αν εν κακόν τζιαι  ξόρισ΄το». Εσύ ήσουν υπεύθυνος για την κακοκαιρία στο Δίκωμο;  Ήσουν εκπρόσωπος κανενός; Σε στείλαν; Ήταν ταφή ηρώων που πολέμησαν για την κυπριακή ελευθερία και δεν πληροφορηθήκαμε ποιοι ήταν, σε ποια μάχη πολέμησαν, ποιοι τους σκότωσαν; Φώναξαν «έξω η Τουρκία από την Κύπρο, η Κύπρος ανήκει στο λαό της, στους νόμιμους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας», και τους  σκότωσαν; Όλα μπορεί να γράφτηκαν με αίμα σ’ αυτό τον τόπο, ένα τόσο δα αχερωνάρι και χαράχτηκαν τόσα πολλά πάνω του, επουλώνεις πληγές; Τι να καταλάβω; Διαγκωνίζεσαι με τον τσαβουσόγλειο φίλο, που έκαμε την Τουρκιά δεύτερη χώρα του; Άλλη σύγχυση. Την Τουρκία έχουμε εχθρό βρεεεε! Μα,  δυστυχώς για μένα, επιμένω, καημένε να καταλάβω και να ξεσυγχυστώ. Και τώρα σε βλέπω ανάμεσα στα κεφαλομάντηλα, μύγα μες στο γάλα. Ωωωωωω αλλάχ, έπρεπε να ανακράζεις. Ίσως να ανέκραζες. Κι  ύστερα στον Άι Γιώργη, άλλη παράστασή σου, ευτυχώς για σένα πολλοί βρίσκουν κι εξηγήσεις κι ερμηνείες και διοσημίες: είναι «μεγάλος πολιτικός», καλοκρατεί τον δησύ καλοκρατεί το ακελ καλοκρατεί το δηκο καλοκρατεί τον Καρογιάν καλοκρατεί τους σοσιαλιστές,  είναι πεμπάμενος! Καλά, όλοι αυτοί είναι η Κύπρος, την Κύπρο την εκπροσωπούν πεντέξι νομάτοι που δεν ξεχωρίζουν τον εχθρό από τον φίλο; Κι ο σκοπός; Και τα μέσα; Μα ποιος τον έστειλε; Κάποτε αυτά γίνονταν κρυφά, τώρα όχι μόνο στο φανερό, μα να τα βλέπουν οι αποστείλαντες πως καλά κάνουν τη δουλειά οι αποσταλμένοι!!! Ο σκοπός; Δεν είναι η απελευθέρωση της Κύπρου;  Τα μέσα; Θέατρο για το λαό; Για το πόπολο, τη μάζα, τους αδαείς υψηλής πολιτικής; Τι να καταλάβεις, καημένε, τι να καταλάβω ο καημένος! Μπορεί να πήγε να ζητήσει συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων της κακοκαιρίας για τις κακοτεχνίες. Ίσως να ήταν δουλειές του, ίσως καμιάς εταιρείας του, ή να ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, διότι δεν έφτιαξε το οδόστρωμα, άφησε αφύλακτες τις κοίτες των ποταμών, επέτρεψε στα δέντρα να μεγαλώνουν χωρίς άδεια, - χωρίς άδεια;- δεν απαγόρεψε τα δυστυχήματα, - δεν τα απαγόρεψε;-  Μα μόνο μια συμπαράσταση ή παράσταση  στην κηδεία δεν είναι τίποτε, καημένε,  ανέξοδη είναι, και αφού έχεις τους οπαδούς κι αφού έχεις στη βουλή τους φίλους και συμμάχους, και τα παίζετε πλακάκια, ουχί άπαξ, πρέπει να θεσπίσετε νόμο,  να αποζημιωθούν τα θύματα, να πληρώνονται οι οικογένειές τους, πρώτα εφάπαξ, κι ύστερα κατά μήνα μετά δεκάτου τρίτου,  εφ΄όρου ζωής, ή έως τετάρτης γενεάς – συζητήστε το-  είναι μια ακόμα ευκαιρία να αποδείξει η βουλή πως δεν έχει ανάγκη τις εισηγήσεις του τουρκοκύπριου «πώς τον λεν» για  να παίρνει αποφάσεις, τις χειρότερες που λέει κι ο έτερος ηγέτης του ετέρου κόμματος, ο τσαβουσόγλειος που λέγαμε,  χα. Μπορεί και από μόνη η βουλή  να προβαίνει στα δέοντα. Μεγάλη ευκαιρία. Αναμένομεν. Κι αντί να καταθέσεις νομοσχέδιο για αποζημιώσεις στα θύματα στη βουλή, χάνω τον ένα στην Άγκυρα, τον άλλο σε κηδείες και στο εκκλησίασμα στον Άι Γιώργη. Έλεος!

παρουσίαση του βιβλίου μου του ΠΕΝ για τη Λίλη Μιχαηλίδου


ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
Κυρίες και κύριοι

Το έργο που επιτελεί το ΠΕΝ έχει παγκόσμιες διαστάσεις,                              αφού φέρνει σε επαφή τους ανθρώπους όπου γης                                               με λογοτέχνες της Κύπρου,                                                                                               με τις εκδόσεις του σε μια παγκοίνως γνωστή γλώσσα.                              Γι΄αυτό και οφειλόμενη η παραδοχή της αξίας του                                                και η συμπαράσταση στο έργο του.

Οι εκδόσεις του ΠΕΝ έχουν τυποποιηθεί                                                              και έχουν γίνει αποδεκτές από καιρό ως ουσιώδεις σε περιεχόμενο              και εύχρηστες σε σχήμα,                                                                                   εξ ου και συμβάλλουν επιτυχώς στην εισαγωγή                                            στο έργο λογοτεχνών μας.

Μια άξια λόγου λογοτέχνις είναι η Λίλη Μιχαηλίδου,                                    με πλούσια και αξιόλογα κείμενα.
Δίκαιη λοιπόν η απόφαση                                                                                   να παρουσιαστεί στις εκδόσεις ΠΕΝ                                                                              η γραπτή δημιουργία της.

Η Ειρένα Ιωαννίδου,                                                                                  αναγνωρισμένη ήδη από καιρό μεταφράστρια                                                            από την ελληνική στην αγγλική,                                                                             αποτελεί σφραγίδα βεβαιότητας                                                                              για την πιστότητα των μεταφραζομένων                                                               και την μετάδοση του πνεύματος των λογοτεχνών μας                                                     στους ξένους αναγνώστες.

Στο βιβλίο που παρουσιάζουμε
ύστερα από μια περιδιάβαση στο έργο της λογοτέχνιδας,                          παρατίθεται ανθολόγηση αποσπασμάτων από κριτικές,
θραύσματα σημαντικά από το έργο της και βιογραφικά.

Έτσι μέσα σε ένα σύνολο πενήντα περίπου σελίδων
δίνεται στον αναγνώστη ευκαιρία γνωριμίας
με ένα αναγνωρισμένο πια λογοτεχνικό πρόσωπο.


Το έργο της Λίλης Μιχαηλίδου είναι και ποιητικό και πεζό.                           Κάθε μια συλλογή της προσθέτει,                                                                        δίνει μια άλλη οπτική των συλλήψεών της.                                     Παρακολουθούμε την πορεία της γραφής της,                                                       τα στοιχεία ταυτότητας και ετερότητας σε κάθε έκδοση έργου της.

Στην παρουσίαση του έργου της
η πορεία που ακολουθήθηκε
ήταν ευθύγραμμη,               
από την πρώτη συλλογή ως την τελευταία,                                                         από το ένα ποίημα ή διήγημα στο άλλο,
με αναφορά στο περιεχόμενο, στους εκφραστικούς της τρόπους,
σε σκέψεις και παρατηρήσεις  μας για την γραφή,
την πρόοδο και τα στοιχεία ταυτότητας.

Ο μελετητής του έργου της προσπάθησε να είναι συνταξιδιώτης
και της λογοτέχνιδας και των αναγνωστών του έργου της.

Η Λίλη Μιχαηλίδου ως ποιήτρια και πεζογράφος                             παρουσιάστηκε στα κυπριακά γράμματα το 2001                                                με την ποιητική της συλλογή Η Αλχημεία του Χρόνου, Γκοβόστης.                                        Ακολούθησε η συλλογή Ανάγλυφα Σχήματα και Δρόμοι,                         Γκοβόστης, 2003,                                                                                                          Ανάμνηση μιας Ανατολής, δίγλωσση έκδοση, Γκοβόστης 2004, Υπαινιγμοί, Εκδόσεις Μελάνι, 2008,                                                                    Αρένα, με μετάφραση στα αγγλικά από David Connolly, Μελάνι 2014,  τα ταξιδιωτικά αφηγήματα Η Πόλη δεν θέλει συστάσεις, Μελάνι 2010, το ταξιδιωτικό Σταγόνες από τη Χώρα των Μαασάι                                   και τέλος η συλλογή διηγημάτων Ανδρών                                                 με μετάφραση στα αγγλικά από τον David Connolly.
Λογοτέχνις με διαρκείς και γόνιμους προβληματισμούς,                     αυτοδίδαχτη, μελετά                                                                                         και ως εργατική μέλισσα επιλέγει τα κατά τη φύση της                                    ζωτικά και γονιμοποιά στοιχεία άλλων συγγραφέων                          διαμορφώνοντας την προσωπικότητα,                                                                   την ποιητική και τη γραφή της.

Κύρια γνωρίσματα του έργου της
η δημιουργική δύναμη του λόγου,            
η αντιστοίχιση εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου,                                        ο έρως ως κοσμογονική δύναμη που διαπερνά όλη τη γραφίδα της,
ποιήτρια με όλες τις αισθήσεις της σε διέγερση,                                                   με διαπεραστική εσωτερική ματιά
και εξωτερική απομυζούσα παρατηρητικότητα.

Κατά τη λογοτεχνική της πορεία                                                                               στη συνάντησή της με άλλους δασκάλους                                                   κατορθώνει να αποκωδικοποιήσει τα μυστικά                                                             της φιλοσοφίας και της τέχνης τους και να τα ενστερνίζεται εμπλουτίζοντας έτσι εαυτήν και το έργο της.

Συνεπής στον εαυτό της, στο χαρακτήρα, στην ταυτότητα,                  περιδιαβάζει ταξιδεύοντας στο πραγματικό και πνευματικό παγκόσμιο
πλούσια με όσα καρπούται στο δρόμο,
εξ ου και το καρποφόρο έργο της.

Στην πρώτη της ποιητική συλλογή Η Αλχημεία του Χρόνου                     (Γκοβόστης 2001) παρατηρούμε πως
μετά πάροδον ετών
όσα βιώθηκαν μεταποιούνται δια των χημικών διεργασιών
και ενώσεων,
έρχονται στο φως ως χρυσός, και τούτο είναι η ποίηση,                               η φωτίζουσα και φωτεινή.                                                                                        

Όσο διαβάζει κανείς τα ποιήματα της Λίλης Μιχαηλίδου                                τόσο θαυμάζει τον νέο άνθρωπο που ανακάλυψε
βασικές μεγάλες αλήθειες και όχι μόνο τις υιοθέτησε
αλλά τις διέπλασε εσωτερικά και εξέφρασε στο έργο της,
διερευνώντας το πολύπτυχο και πολυεδρικό τους.

Πρόκειται πρώτον
για τη σύλληψη της έννοιας του Λόγου ως δημιουργού κόσμου
και δεύτερον του όντος Άνθρωπος ως πηλού
έχοντος βαθιά μέσα του το πνεύμα,
το οποίο εμμόνως ανασκάπτει,
ώστε να διανοίγονται στο εσωτερικό του δίοδοι φωτός.
Τρίτο στοιχείο που χαρακτηρίζει το έργο της είναι ο Έρωτας 
στη συνύπαρξή του με το σώμα του ανθρώπου,
τη γύρω φύση
και η σύζευξη των δύο.

Λακωνικός λόγος, αποστασιωμένος, τριτοπρόσωπη έκφραση.                          Ως ιέρεια μεγαλοπρεπής στην απλότητά της,                                             στρέφεται κάποτε με το πρώτο πρόσωπο εις εαυτήν,                                         και πάλι όμως καταφεύγει στο τρίτο,
παρατηρητής εσωστρεφής κι εξωστρεφής,                                                                                                        ταξιδεύει και μας ταξιδεύει,
κινεί με τις εικόνες της κινηματογραφικά,
αλλεπάλληλα, επικαλείται τη μνήμη κι όλες τις αισθήσεις,                         με πλούτο εικόνων διαλογικών εσωτερικών και περιβαλλοντικών
από το μερικό στο γενικό,
στη φιλοσοφική ενατένιση όντων και φαινομένων,
χωρίς επιδεικτικές λεξιλογικές εκρήξεις,
άνετη στην επικοινωνία με τον αναγνώστη.

Στη συλλογή ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΡΟΜΟΙ , Γκοβόστης, 2003
η  Λίλη Μιχαηλίδου ανέβλεψε ως ποιήτρια
κι έθεσε στόχο της το συνταίριασμα του έσω κόσμου με τον έξω.                                                         
Μας οδηγεί όμως τούτη η ανακάλυψή της στην ουσία της ποίησης,              την έκφραση της ψυχής
μέσω των εικόνων του έξω κοσμήματος.

Είναι θαυμαστή η συνέπεια αυτής της σύλληψης στο έργο της.                Απόδειξη πως αυτή η αλήθεια είναι βαθιά
και πως διαποτίζει εξολοκλήρου τη σκέψη και τα συναισθήματά της.                                               

Οι αλλαγές είναι του περιβάλλοντος κόσμου,
όπου τα πάντα ρει και κινείται.          
 Ένδον η εσωτερική διόπτρα προσπαθεί να φωτίσει τα διαιώνια.

Ερωτική, ταξιδεύτρα, όπως και στην πρώτη της συλλογή
και προπάντων ένδον σκάπτουσα,
εξασκουμένη και ασκούσα το «γνώθι σαυτόν».

Ο έρωτας, το όνειρο, το ταξίδι, με τέρμα την αυτογνωσία,                       αποτελούν θεμέλια στο ποιητικό της οικοδόμημα.

 Η Λίλη Μιχαηλίδου δεν είναι μονοσήμαντη ποιήτρια.                                         Ο αναγνώστης θέλει το χρόνο του να εντρυφήσει στο ποίημα.



Στη συλλογή ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ,                                                       REMEMBRANCE O A DAWN, Γκοβόστης
ταξιδεύουμε μαζί της.                                                                                               ‘Ένα ταξίδι στην Ινδία χάρισε στη Λίλη Μιχαηλίδου
την πρώτη ύλη για την ποιητική αυτή συλλογή.                                                                                      Η αγάπη στα ταξίδια, η έφεση στην εξερεύνηση,                                                στο πλάτεμα των οριζόντων
 διακρίνει την ποιήτρια που
από τη μια επιζητεί τη επιβεβαίωση των πνευματικών της συλλήψεων και από την άλλη δίνει διέξοδο στην τάση φυγής στα πέρατα της γης, για να επιστρέψει πάλι στις πηγές της, στον ίδιο τον εαυτό της, σοφότερη, ασφαλέστερη.

Ίσως η Ινδία να έδωσε τη λαβή για φιλοσοφικότερη θέαση της ζωής            με ερωτήματα γι’ αυτήν και το θάνατο, το φως και το σκοτάδι,                     για τον  άνθρωπο, τη μοίρα, τον πόνο και τα παθήματά του.

Ακολουθούν οι ΥΠΑΙΝΙΓΜΟΙ, Εκδόσεις Μελάνι
Ευχάριστο ξάφνιασμα από την πρώτη ήδη σελίδα:                                            Η Λίλη Μιχαηλίδου μας δίνει σε πέντε αφιερωματικές  λέξεις το νόημα φράσης για τον «υπαινιγμό» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες:
“Στη θρυαλλίδα μια κοινής συνισταμένης”                                               όπου θρυαλλίδα, η λέξη που θα αναφλέξει τις κοινές εικόνες,                               μνήμες, αντιλήψεις κι έτσι ο αναγνώστης                                                               θα μετάσχει του νοήματος του πομπού δημιουργού.

Κύριο θεματικό γνώρισμα της συλλογής είναι ο έρωτας,                                   με λιγότερο ή περισσότερο υπαινικτικά ποιήματα.                                         Η συλλογή «Υπαινιγμοί»
προκαλεί σε μελέτη της λεξιλογικής τεχνικής της,
κάτω από την οποία κρύβονται ερωτικά σκιρτήματα και πάθη.

Στη συλλογή ΑΡΕΝΑ, Μετάφραση στα αγγλικά από David Connolly
προμετωπίδα: «Έρωτας, ζωή και θάνατος στην ίδια αρένα παλεύουν
 για το κόκκινο κρασί΄
κάποιοι το ονομάζουν “θεία κοινωνία”
άλλοι μέθη…»

Τρεις ουσιαστικές έννοιες, έρως ζωή θάνατος
που δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν
χωρίς την άνοδο στις σφαίρες του πνεύματος,                                                                                                        είτε αυτές παίρνουν θρησκευτική μορφή είτε τη διονυσιακή,                       από αρχαιοτάτων ελληνικών χρόνων γνωστή,                                                   άλλη όψη του απολλώνιου πνεύματος.

Ύστερα από τους  λεξιλογικούς συνδυασμούς
και τις εκφραστικές αναζητήσεις των προηγουμένων δοκιμών γραφής, έχουμε τώρα μπροστά μας ένα μεστό απλωμένο
ήρεμα και σταθερά λόγο.

Βέβαιη πια η ποιήτρια για την αξία της, για τον εαυτό της,                      ανοίγεται στον αναγνώστη ελεύθερα. 
Με την ποιητική συλλογή Αρένα της Λίλης Μιχαηλίδου παρακολουθήσαμε μια ανοδική ποιητική πορεία,                                  απελευθέρωση στο στίχο και στο λόγο,
ωριμότητα και αμεσότητα επικοινωνίας με τον αναγνώστη.

Η ΠΟΛΗ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ, Μελάνι 2010                      
Η Λίλη Μιχαηλίδου επιλέγει τους δασκάλους της
και μαθαίνει την τέχνη τους
διεισδύοντας στο πνεύμα των μυστικών τους.

Στο βιβλίο περιλαμβάνονται ταξιδιωτικά δυο τριών σελίδων το καθένα, άρα τόσο ουσιαστικό το γράψιμο,
χωρίς περιττολογίες και κουραστικές εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες, ένα ανάβλυσμα ψυχής και ευαισθησίας,
ειδικού αντικρίσματος των τόπων,
σε συνδυασμό με την εσωτερική θέαση,
μια ανθρώπινη ευγενική λαλιά,
που εκτείνεται γαλήνια στον αναγνώστη.

Η είσοδος στα μυστικά της πολιτείας, στις μυρουδιές,
στα φώτα και στις αποχρώσεις,
μακριά από αναστολές,
προαπαιτεί την εντός βύθιση,
τον  ένδον πλουν.




Με πλουσιότατο λεξιλόγιο,
συνομιλεί με τον εαυτό της και με τους άλλους,
ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα,
τη θεατρική παράσταση των συμβαινόντων
και την κινηματογράφησή τους.


ΑΝΔΡΩΝ… Διηγήματα. Μετάφραση  David Connolly, Μελάνι
Η ποιήτρια ό τι και να γράψει παραμένει ποιήτρια.
Τη συλλογή των διηγημάτων της  Ανδρών  
η Λίλη Μιχαηλίδου εισάγει με προλογικό σημείωμα
για να γνωρίζουμε το έναυσμα για τη συγγραφή
και τη χρονολογική ταξινόμησή τους.

Το αναλυτικό προλογικό σημείωμα φανερώνει πως
κάθε διήγημα είχε την αφόρμησή του από ένα ανδρικό πρόσωπο,
που την συγκίνησε
και χαράχτηκε στη μνήμη,                
για να αποδοθεί σε λογοτεχνική φόρμα,                                                              μέσα από διαρκείς πειραματισμούς,
από την κλασική ως τη σουρρεαλιστική γραφή.

Παραστατικότατη στην εξωτερική περιγραφή των προσώπων της,  διεισδυτική στην ψυχή των ηρώων της, αποκαλυπτική του εαυτού της, πάντα συγκρατημένη και επιφυλακτική.

ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ  ΜΑΑΣΑ΄Ι
Η επίσκεψη στην Κένυα δίνει την ευκαιρία και στον αναγνώστη
να γνωρίσει μέσα από την ευαισθησία της συγγραφέως
έναν κόσμο άγνωστό μας,
με τον οποίον οι συγκρίσεις φανερώνουν τα κύρια χαρακτηριστικά του.

Ο χρόνος και η διαφορετική αίσθησή του, ο τόπος, οι άνθρωποι,                      τα ήθη και έθιμά τους, τα σωματικά τους χαρακτηριστικά
κι η ποίησή τους, η έκφραση των δικών τους συναισθημάτων.
Όλα είναι ζωντανά, προσωποποιημένα.
Ο πεζός λόγος είναι ποιητικός,
ο διάλογος με τη φύση και τους ανθρώπους εσωτερικός,
ζωντανός, παραστατικός.

Η καθημερινή ζωή, η σκόλη, ο δικός τους τρόπος σκέψης,
μέσα σε μια διαφορετική ροή του χρόνου, με τον ήλιο να καίει,
κι οι συγκρίσεις να συμβάλλουν στη γνώση και κατανόηση των άλλων που δεν είναι εμείς,
μα αποκτούν κυριότητα στην εικόνα, στους ήχους,
στην αποτύπωση των βιωμάτων.
@@@@@@@@@@
Συμπερασματικά,
η Λίλη Μιχαηλίδου είναι μια ποιήτρια,
ό τι κι αν γράφει,
μια αξιοθαύμαστη συγγραφέας,
που γύρισε τον κόσμο
και τον άφησε στην ανοιχτή ψυχή της να μιλήσει,
τον προσέλαβε με τις ευαίσθητες κεραίες της,
ανάμιχτο με το όνειρο, τις σκέψεις και τα συναισθήματα,
μακριά από πλατειασμούς,
κατευθείαν στο κέντρο του ουσιώδους,
δοσμένου όσο πιο ποιητικά.
**************************************************
Η ποιήτρια και πεζογράφος Λίλη Μιχαηλίδου
συνεχίζει το καρποφόρο έργο της.

Ευχαριστώ