Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Το γράψιμο


Το γράψιμο
Στη Χάρη δώρημα, την κόρη του Σπανού
Ήταν κάτι παλιές κόλλες τετραδίου, το τετράδιο γέμισε σχεδόν τον προηγούμενο χρόνο, δεν πετάμε όμως τίποτε, εκεί θυμάμαι το πρώτο μου γράψιμο, κομμένη κόλλα ακανόνιστη, το κόκκινο περιθώριο οι γαλάζιες γραμμές, κιτρινωπό το φύλλο, μολύβι μισό, ποιηματάκια βέβαια, στο δημοτικό, έτσι κι αλλιώς δεν διάβαζα σε κανένα τα γραφτά μου, το δίπλωσα, το φύλαξα, κι ύστερα έγιναν δυο και τρία και πολλά, στο Γυμνάσιο έδωσα για δημοσίευση στη Μαθητική Εστία, μου επεστράφη με τη δικαιολογία πως δεν είχε επιτυχημένη ομοιοκαταληξία, δεν ήταν και κανένα αξιόλογο, δεν μου το είπαν έτσι, κάπου εκεί στα σκαλιά από Καθηγητικό Σύλλογο ως το διάδρομο προς Σεβέρειο, τον πούμπουρα, μα εγώ συνέχισα, έτσι κι αλλιώς μάλλον δεν περίμενα αναγνώριση, τα έγραφα γιατί έρχονταν στην ώρα τους, και συνεχίστηκε στην Αθήνα με τις σπουδές, η κάσα γέμιζε, φιλάργυρος, δεν τα έβλεπε ήλιου φως, δεν ήταν σαν τις ζωγραφιές μου, τις κρέμασα στον τοίχο, κι όταν σε μια συγκέντρωση στο σπίτι άρχισαν οι φίλοι την ψυχολογική τους ανάλυση, μόλις έφυγαν τις μάζεψα, τις έκαψα και λευτερώθηκα.
Με τα γραφτά μου καταλάβαινα κι εγώ πως δεν κόμιζα, λυτρωνόμουν από τα ντέρτια μάλλον,  οι κάσες πλήθαιναν και με πεζά τώρα, ως επί το πλείστον σκέψεις, κάτι σαν άρθρα κι άλλα πεζοτράγουδα που τα έλεγαν τότε αφού ήταν αμαρκέ,  οπότε άρχισε κάποτε ο αγώνας, ο εντός μου, με έσπρωχνε να στείλω στην εφημερίδα, διάβαζα ονομάτων της εποχής και δεν καταλάβαινα πού η αξία τους, μα τέτοια μπορώ να γράψω κι εγώ, κι αν μου πουν όμως…, κι οι αναστολές έπρεπε να γδαρούν, να κατασγαφτούν, κι έτσι άρχισε ο αγώνας, μα πρέπει πια να το ξεπεράσεις, ανάγκη δεν έχεις κανένα, κι έστειλα. Και το πρώτο έγινε δεύτερο και τα λοιπά, οπότε με παίρνουν από την εφημερίδα και μου λεν, δεν μας έστειλες γι’ αυτή τη βδομάδα, δεν το περίμενα, κι άρχισε ο περίπατος στο δάσος και το κατέβασμα της ιδέας, η έμπνευση του περιπατητικού και το γράψιμο, τώρα που τα διαβάζω καμιά φορά ήταν καλά.
Το γράψιμο άλλο πράμα, πώς κατεβαίνουν –εξ ύψους κατήλθες- πού ήταν και που δεν μπορείς να τα ξαναπείς με τον ίδιο τρόπο, πώς το είπα τότε;  ούτε συ δεν ξέρεις, άλλη μαγεία, λέω και στα παιδιά, γράφε, σκέφτομαι, μην σκέφτεσαι, άρχισε να γράφεις και σου κατεβαίνουν, μέχρι να τους πείσω περνά κάμποσος καιρός, μα πώς να τα διδάξουν στα σχολεία αν δεν γράφουν οι ίδιοι, γράψε πρώτα δάσκαλε να δεις πώς γράφουν κι ύστερα να απαιτείς, κι έτσι ξεθαρρεύουν, λοιπόν.
Μαγεία το γράψιμο, μαγευτικό άγνωστο ταξείδι, με την έμπνευσή του στην αρχή, την κατεβάζεις σου κατεβαίνει, κάπως σαν το μήλο του Νεύτωνα, σκεφτόταν το πράμα από καιρό, και του ήρθε, έτσι και με τη μεγάλη της Γειτονιάς, πέρασε από μπροστά μου η εικόνα,  το εικονοστάσι,  θέλει και την ησυχία του το πράμα, και κατέβαιναν ουρανοκατέβατα, τρεχούμενο νερό καθάριο πεντακάθαρο, γάργαρο ρυθμικό, ήταν βέβαια και η προπαιδεία, και ο ρυθμός μεγάλο μυστικό, το’ χεις, το καλλιεργείς,  και τώρα, ύστερα που διάβασα της Χάρης το κείμενο, ιατροφιλόσοφος της πάει καλύτερα από γιατρίνα σκέτο, έδωσα και τη δική μου εκδοχή, φαντάσου να διαισθάνονταν οι δάσκαλοι  από το Δημοτικό τα παιδιά που έγραφαν και να τα ’βαζαν σε τάξη λογοτεχνικής γραφής, όπως τους αθλητές, τους παίχτες, που τους αρπάζουν εκ νεότητος, αυτά τα πράματα δεν γίνονται με τους γραφιάδες, μόνος σου παίρνεις το δρόμο και δεν τον αφήνεις, είμαστε αυτοδίδακτοι, είπε κι εκείνος ο μεγάλος, ο μέγιστος, ντροπή μας να παίρνουμε φράσεις του στο στόμα μας, μεγέθη ασύγκριτα αλλά… Αλήθεια!                         Στέλιος Παπαντωνίου