Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

1η απριλίου 1955

 

ΠΡΩΤΗ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1955

 

«ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ,

 Ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων μᾶς ἀτενίζουν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν τὴν Ἑλληνικὴν Ἱστορίαν

διὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐλευθερίαν των, οἱ Μαραθωνομάχοι, οἱ Σαλαμινομάχοι, οἱ τριακόσιοι τοῦ Λεωνίδα καὶ οἱ νεώτεροι τοῦ Ἀλβανικοῦ ἔπους. Μᾶς ἀτενίζουν οἱ ἀγωνισταὶ τοῦ '21, οἱ ὁποῖοι μας ἐδίδαξαν, ὅτι ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπὸ τὸν ζυγὸν δυνάστου ἀποκτᾶται μὲ ΑΙΜΑ.

Μᾶς ἀτενίζει ἐπίσης σύμπας ὁ Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖος μᾶς παρακολουθεῖ μὲ ἀγωνίαν ἀλλὰ καὶ μὲ ἐθνικὴν ὑπερηφάνειαν.»

 

Πρωταπριλιάτικο δεν ήταν ψέμα το ΄55.

Λάμψαν οι βουνοκορφές στα χωριά,

βόγκηξαν οι πόλεις, στέναξε η περιφραγμένη γη,

πολύς ορυμαγδός σηκώθη,

συρματοπλέγματα πέσαν,

αχτίδες φωτός διαπερνούν της σκλαβιάς το σκοτάδι,

ορμητική πνοή από τα σπλάχνα μας,

να σβήσει όπου γης τον ξένο, 

τον κόρακα που μας σπαράζει.

 

Μνημονεύετε Μόδεστο Παντελή.

Η απειρία μας να γίνει πείρα με το αίμα του,

η άγνοια να γίνει γνώση με τον ενθουσιασμό του,

έγνοια για τον καθένα και για όλους μας.

Τι είναι τύχη, τι ατυχία, τι μοίρα του δύσμοιρου τόπου μου;

Στα χέρια μας κι αυτά, χωρίς όπλα, χωρίς πυρομαχικά,

η στρατιά των αμάχων,

των μαχητών μόνης της καρδιάς.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

ειρήνης τύραννος

 

Ουαί ημίν. Ήταν να το δούμε κι αυτό, την Τουρκία να φιγουράρει ειρηνοφόρος, να προϊσταται ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ρωσία και στην Ουκρανία, να υποκλίνονται οι αντιπρόσωποι των δυο χωρών στον σουλτάνο, κι αυτός, έστω καταδεκτικός, να ανέχεται τις χειραψίες, ενώ ο υπουργός των εξωτερικών υπερήφανος ττούρκος διάνος κούρκος γάλος ή γαλήνα, να παρουσιάζει το μέγα γεγονός: ό τι ως τώρα δεν πέτυχαν άλλοι, το πέτυχε η χώρα του: αρχίζουν οι υποχωρήσεις, αναμένεται λευκός καπνός, ενώ ακόμα καπνίζουν τα ερείπια της Κερύνειας, της Μόρφου και της Αμμοχώστου, κι εμείς αναζητούμε πρόεδρο αλλαγής, και ψάχνουμε εδώ κι εκεί και δεν βρήκαμε ακόμα, κι οι πολιτικοί μας καλά καθεύδουν και περί άλλα τυρβάζουν, οι ιθύνοντες με χαλινούς και μουτταρκές και αγγλικά ομματογυάλια, ακόμα και στον πρόεδρο των ΗΠΑ αναλύουν τα ΜΜΕ, κι αφήνουν την τουρκιά ν’ αλωνίζει και να θερίζει ακόμα, ενώ ακούονται σενάρια για προσαρτήσεις και δημοψηφίσματα, φόβος και τρόμος για όσους διαβλέπουν το ζοφερό μέλλον. Ουαί ημίν. Ήταν να το δούμε κι αυτό: την παράσταση στο Ντολμαμπαχτσέ της Κωνσταντινούπολις «Ειρήνης Τύραννος».   

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

 

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΕΝΑΣ

Ο Λένας στο εργαστήρι του

 πάνω ψηλά κι απέναντι,

σαν μέγας βράχος στη σκεπή,

σαν Ήφαιστος λιοφώτιστος

ή με το σεληνόφως,

βόμβες αυγά στη θήκη τους,

φορτώνει το δισάκι

στο γαϊδουράκι, στο στρατί

για την ηλεκτροκόλληση,

το τελευταίο χέρι,

κι απέ στις πόλεις, στα χωριά,

πολύτροπος,

σαν Οδυσσέας ξέρει.

Μια ψυχή,

άνθος του αγρού,

φως και φωτιά μερόνυχτα

σαν Ήφαιστος από τα Χαντριά,

λαμπαδιασμένα μπράτσα

να χαράζει στη φλούδα του δέντρου

το καλούπι της βόμβας

να εξολοθρεύει τους εχθρούς

ο Κρουπ της Κύπρου.

Κι η ψυχή του,

αντάρτικο σχήμα μετάλλου,

μικρός σπόρος παιδικός,

σε ταπεινό σαρκίο.

Στυλιανός Λένας.

Ο πολυμήχανος Οδυσσέας

νύχτα και μέρα

να τον αναζητεί  ο πατέρας κι η μητέρα

«Μπορεί και να μη ζήσουμε».

Τα πανάρχαια ομηρικά χέρια  

του χειροποίητου θανατικού

και με χτυπημένο κεφάλι,

ατέρμονη

η σιδερένια θέληση

για πετούμενο νησί

σε λευτεριάς αγέρα,

στης μάνας την αγκάλη.

 Γονατιστός

με δάκρυα στην Παναγιά προσεύχουνταν

σαν έστελνε τις νύχτες

βόμβες στον ηλεκτρικό σταθμό

ν΄ ανακράξουν

ανατινάξεις φεγγοβόλες

στις μάχες των αδύνατων.

Κι όταν

μέσα στις κούφιες πόρτες

έστελνε στις πόλεις

σειρές τις βόμβες

ένας τεχνίτης, μάστορας,

θυσία στο βωμό της λευτεριάς,

χαρακιές στην Ιστορία,

να θυμάται.

Πάντα συλλογισμένος

ο  Λένας,

ο «Κρουπ» της ΕΟΚΑ,

ο βαθιά θρησκευόμενος.

Να ‘χουμε θώρακα την πίστη

και περικεφαλαία την ελπίδα,

σκέφτεται,

κι ετοιμάζεται για την Ποταμίτισσα.

Και πώς να χαλάσει το εργαστήρι

και πώς ν’ αφήσει τα παιδιά,

τόσον καιρό μαζί τους

στο πάνω σπίτι του Παπά

και τότε που πληγώθη

 χύνοντας ζεστό μέταλλο,

και τότε που όλο σκάλιζε

καλούπια για τις βόμβες

σε φλούδες δέντρων,

και τότε που περίμενε

από το εργαστήριο του θείου να του φέρουν…

Μια κινητήρια μηχανή

το άγρυπνο μυαλό του,

όλα να τα σκέφτεται,

να εφευρίσκει όπλα,

πώς να χτυπήσει τον εχθρό…

Κι ενώ τριγύριζαν  για να σωθούν,

υστερούμενοι,

θλιβόμενοι,

κακουχούμενοι,

εν ερημίαις πλανώμενοι

και όρεσι και σπηλαίοις

και ταις οπαίς της γης,

κάπου εκεί ανάμεσα

Πελέντρι Ποταμίτισσα

οι κοκκινοσκούφηδες οχτροί

στήνουν καρτέρι,

φίδια ζωσμένη η προδοσία,

ξερνούσε χολή και φωτιά,

από πάνω πετά ελικόπτερο,

ανάμεσα στα δέντρα,

άοπλος ο Λένας,

ντυμένος την τιμημένη αλατζιά,

μεταλλωρύχος μοιάζει,

τον καλούν να σταθεί,

πετιέται ολόρθος

από δόμη σε δόμη,

μια βολή,

γονατιστή μια γριά

παρακολουθεί,

προσεύχεται,

το πληγιασμένο σώμα του

πήρε το ελικόπτερο

στον Αμίαντο,

ύστερα στ΄ Ακρωτήρι,

17 Φεβρουαρίου του 1957

 και πέταξε στον ουρανό,

αγγέλων συνοδεία,

28 του Μάρτη.

«Ζωντανό δεν έπρεπε

να με πιάσουν,

φέρτε φαρμάκι τώρα πια

να πιω.»

Ένα κεφαλόσκαλο, κεφαλοχώρι,

κεφαλόβρυσος φωτιάς

πήγε στον άλλο κόσμο,

στην ευκρασία των καιρών του αιωνίου.

 

 

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

οι κρυφοί ανέμοι

 

 

ΟΙ ΚΡΥΦΟΙ ΑΝΕΜΟΙ

Έλα, Χριστέ, βοήθα μου με τους αγίους μαρτύρους

τραγούδι για τον τόπο μας μεγάλο ν’ αρχινήσω

τα κάστια της Κύπρου μας τα βάσανα μεγάλα

στους χρόνους της αναβροχιάς  και της αναμπουμπούλας.

Βουτώ την πέννα στην καρδιά μαύρα γράμματα γράφει

χρόνους πολλούς στα κάτεργα με το χαλκά στα πόδια.

Δεν ήταν μια δεν ήταν δυο, παλεύει με τις χούφτες

μπήγει τα νύχια στο ψωμί μην του το καταφάνε 

βρακάδες, πάφτωχος λαός,

ανήμπορος γονατιστός σκυφτός στο σκληρό χώμα,

με ιδρώτα και με δάχτυλα στη ζήση του και στην ταφή

στον τόπο με το δάκρυ.

Εγγλέζοι, Φράγκοι, Οθωμανοί, γίγαντες πολεμάρχοι

με τις ασπίδες και σπαθιά μ΄ αλόγατα, μπομπάρδες

ξερνούν το σίδερο φωτιά  να τον εξαφανίσουν.

 

Οι σταυροφόροι φέραν μας κακό μέγα και πρώτο

αγέρι πήρε τα μυαλά, παν το σταυρό να σώσουν

κι εμάς καρφώνουν στο σταυρό, λυμαίνονται τον τόπο.

Στα χίλια τόσα κι εκατό και ενενήντα ένα

Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος στη Λεμεσόν κατέβη

άρπαξε τον Ισαάκιο, στη φυλακή τον βάνει,

δεματιαστούς μας πούλησε στους μοναχούς Ναΐτες

κι ύστερα μ ΄άλυσους χοντρούς στους Φράγκους με χρυσάφι

Λουζινιάνους τ’ όνομα, ιππότες αιμοβόρους

ξανθότριχους ευγενικούς, υποκριτές σταβλίτες.

Κάθονται πά΄ στη ράχη μας για να μας γονατίσουν

τρών΄ το ψωμί, τη σάρκα μας, και μισταρκούς μας έχουν

χτίζουν κονάκια, εκκλησιές και πέτρινα παλάτια

γδέρνουν παπάδες, μοναχούς σέρνοντας στα ποτάμια

την πίστη τους ν’ αλλάξουσιν, ορθόδοξοι να πάψουν.

 

Κι ο ποιητής στην Κύπρο μας σαν ήρθε αγαπημένη

έβγαλε λόγο θλιβερό, λόγο ευλογημένο

στου άγιου Νεόφυτου το μνήμα προσκυνώντας.

Πολύς καπνός κι αφόρητος ’πού το βορρά μας ήρθε

γράφει ο άγιος του Θεού, που όλα αυτά τα ζήσε.

 

 

 

Μα οι Φράγκοι φέρνουν Βένετους, Κορνάρο Αικατερίνη

κρατούν κλειδιά της θάλασσας, εμπόροι καπετάνιοι

πώς να γεμίσουν το πουγκί, στο νου τους το μαχαίρι

πουλούν ανθρώπους για σκυλιά του κυνηγιού της ράτσας

πατούν παπάδες στο λαιμό, τα αίματά τους πίνουν

Βένετοι δυσωδέστεροι του Φράγκου του ιππότη.

Μα σκαλοπάτια το κακό πολλά κατρακυλάει

κι άλλο χειρότερο όρνεο  σπαράζει τη φυλή μας,

σφίγγει, δαγκώνει Οθωμανός την Κωνσταντίνου πόλιν.

 

Και  θρήνος έπεσε βαρύς στην Πόλη βασιλίδα

Στα χίλια τετρακόσια πεντήκοντα και τρία.

Απρίλην ως τον Μάιον, Μωχάμετ πολιόρκει

με την τρανήν μπομπάρδαν του, με το στρατό μυρμήγκια.

Πασάδες πείνα και κακό να φαν κορμιά τ΄ανθρώπων

να κλέψουν πολυτίμητα, να βρίσουν, ν΄ ατιμάσουν

και μέσα θείος άγγελος σεμνός με τη ρομφαία,

ο μέγας Κωνσταντίνος

Παλαιολόγος ο φτωχός, άγιος αδικημένος

Δικέφαλος ορίζοντας, κορμί στητό, με την καρδιά καμένη

φως  αυγής, άστρο της γης και τ’ ουρανού στολίδι.

Ολονυχτίς κι ολημερίς στη μάχη και στα κάστρα

ώσπου την Πόλην πήραν την κι  η Παναγία κλαίει.

Πήραν την Πόλην πήραν την, δικέφαλος εσφάγη

Ρωμιοί στις τέσσερις μερκές του κόσμου γονατίζουν

στα χίλια τετρακόσια πεντήκοντα και τρία

Τρίτην ημέραν θλιβερήν, μαύρην φουρτουνιασμένην 

στο μεγαλομονάστηρο, μεγάλη εκκλησίαν

της του Θεού Σοφίας.

Και ο λαός θρηνεί πικρά κι από καρδιάς δακρύζει

 

Κι απλώνουν οι Οθωμανοί στην χριστιανοσύνην

δαγκάνες σάρκες αίματα χυμένα στις πεζούλες.

Νησιά και ξέρες, εκκλησιές, αρχόντισσες κυράδες

νοικοκυρέους, έμπορους, πλοιάρχους, δουλευτάδες.

 

Στα χίλια πεντακόσια και εβδομήντα ένα

ήρθεν κι η ώρα στου νησιού της Κύπρου το μαντάτο

στον Μουχαμέτη τον Πασιά και στου Ισλάμ το ξίφος

Βένετοι, Φράγκοι, χριστιανοί ρωμιοί να φαν το χώμαν.

 

Πλάθει κλαμώντας ο λαός της Κύπρου μας τραγούδι

Οθωμανού τον αρπαγμό, γεννίτσαρου κοπάδι.

 

Οι Βενετοί τους πολεμούν στη Χώραν Αμμοχώστου

στα κάστρα και στο άπλωμα, στη θάλασσα, στες πόλεις.

Στα τείχη της Αμμόχωστος γενναίος Βραγαδίνος

τριακόσιες μέρες μάχεται με την ψυχή στο στόμα

διψά, πίνει το δρώμα του, μασά τα σωθικά του 

κι ως έμεινεν χωρίς νερόν, χωρίς ψωμίν, μπαρούτι

άνοιξεν τα χεράκια του έλεος να ζητήσει.

Κι αρπάξαν τον κι εβγάλαν του το δέρμα πέρα ως πέρα

κι επετσοκόψαν το κορμί στους σκύλλους να το ρίξουν

το δέρμαν του με άχυρον χολήν  να το γεμίσουν

την κεφαλήν παλλούκωσαν στην πόλην να γυρίσουν

να δουν γυναίκες και παιδιά στο κλάμα να ραγίσουν.

 

Κι αρπάσσουν κόρες και παιδιά στα πλοία τα φορτώνουν

Μαρία η Συγκλητική λεβεντονιά η ψυχή της

ολόλαμπρη η κορμοστασιά κι ατσάλι στη θωριά της

ανάβει φλόγα στην καρδιά φλόγα και στο μπαρούτι.

Η αποθήκη καίγεται, γαλέρα στον αέρα

κι οι κόρες λεύτερες πετούν σε γαλανόν αιθέρα.

Λίμνες το αίμα χύνουσι, σελίδες τα κορμιά τους

να τις διαβάζουν οι στερνοί να ΄χουν εικονοστάσι

κερί ν’ανάβουν και κρασί στη μνήμη τους να πίνουν

και τους Ρωμιούς στην εκκλησιά πάντα να μακαρίζουν.

 

Τριακόσια χρόνια στο ζυγό  τριακόσια χρόνια κλάμα

τριακόσια χρόνια στη σκλαβιά στα γόνατα σερνόνταν

Οθωμανοί κρατούσαν την δεμένην μέρα νύχτα

και στον γκρεμό την έσπρωχναν γυμνή κοκκαλιασμένη

αναμαλλιάρα κι άσχημη, στον νου της σαλεμένη.

Δεντρά, θάμνοι, πετούμενα λιγνά σκελετωμένα

ήλιο δεν έβλεπαν ποτέ, σκοτάδι και μαυρίλα.

Ρημάξασιν οι εκκλησιές, τα σήμαντρα σιγήσαν

τα γράμματα βουβάθηκαν, χρώματα σχήματα νεκρά

ήχοι λεβέντικοι χοροί κλίναν κεφάλι προς τη γη

περίμεναν τον τάφο τους ν’ ανοίξει

και το κορμί να καταπιεί, το πνεύμα τους ν΄ αναπαυτεί.

 

Μόνη, δεμένη μ΄άλυσους,  ξωμάκρυνεν η Δύση

σκοτάδι η Ανατολή και ο Βορράς κι ο Νότος.

Σουλτάνος την επούλειε, σουλτάνος την γαλεύγει

αίμα και δάκρυ, κόκκαλα στεγνά κι αραχλιασμένα

ο χριστιανός ο πάφτωχος σκυμμένος ως το χώμα.

Και μια σηκώνεται και δυο να διώξει τα βαρίδια

γυπαετούς π’ αρπάζουν τον, αφήνουν πεινασμένα

τα τέκνα της φαμέλιας τους,  αδικημένος κόπος

αγράμματος, απαίδευτος, μα η Εκκλησιά κρατά τον.

 

Ο τράχηλος βαρέθηκε με το ζυγό να σκύβει

ώσπου μια φλόγα στην ψυχή, στο νου και στην καρδία

με όρκο στο ευαγγέλιο να ρθει η ελευθερία.

 

Ήρθαν στην Κύπρο Φιλικοί ανθρώπους να μυήσουν

μέσα στα νέφη της σκλαβιάς να δουν φωτός αχτίδα.

Κυπριανός στον θρόνο του της Κύπρου ιεράρχης

άσπρα πολλά τους έταξε, φαΐ, κρασί, μπαρούτι.

Η Κύπρος ήταν μακριά ’πό το βυζί της μάνας

κοντά της ήταν η Τουρκιά, θηλιά εις το λαιμό τους.

Ήξερε πως τον κυνηγούν, στο μάτι, να τον σφάξουν

στην αγκαλιά το ποίμνιο ασφαλισμένο να ΄ναι.

 

Οι φιλικοί

Γονατιστοί ορκίζονταν εις την αγιά Τριάδα

να μην προδώσουν μυστικό στη μέγγενη κι αν μπαίναν

ορθόψυχα μονόβουλοι, τυφλά να υπακούσουν

δίχα να ξέρουν ποια ήταν κρυμμένη «η Κεφαλή» τους.

 

 

Άλλοι έκλαιγαν χαρούμενοι, γιατ΄ήρθε η άγια μέρα

άλλοι ψυχοφτερούγιζαν στους οραματισμούς τους.

 

Ήρθαν και στον Κυπριανό, πρώτο των επισκόπων

να τον ορκίσουν και να πουν το άγιο μήνυμά τους

κι εκειός εστάθη ακίνητος, πολύ συλλογισμένος.

Θωρούσε αρπάγες της Τουρκιάς στο δύσμοιρο νησί του

σφαγές, αθώα θύματα, τα σπίτια τους καμένα

τους εδικούς ανήμπορους, στη δίψα και στην πείνα.

 

Ήξερε μαύρη μια ψυχή πως ήταν ο πασιάς τους

άρπαγας, άτιμος, φονιάς, ένα αδηφάγο τέρας.

κι είπεν τους ο Κυπριανός:

 

Φίλοι μου, φίλοι Φιλικοί,

Δεν ημπορώ εις τ΄άρματα την Κύπρο να σηκώσω

μα θέλω μ’ όλο το κορμί, με την ψυχή στο στόμα

μ’ όλη αγαθή τη θέληση, του Πλάστη μου την έγνοια

πολλά να σας συντρέξω, πολλά να βοηθήσω,

κι εγώ να πολεμήσω.

Με το κρασί, με το φαΐ, με τα πολεμοφόδια

όσα καθένας δύναται χρήματα να προσφέρει

να χτίσουμεν ένα Σκολειό, της αλυσίδας λιώμα

φεγγοβολούσα γέννα.

 

Κι όταν η γαλανόλευκη στη Ρούμελη και στο Μοριά 

κυμάτισε σταυρός κι ελευθερία,

και τράνταξε και τρόμαξε την Αυτοκρατορία

εικοσιπέντε του Μαρτιού, δόξα του εικοσιένα

 

 

 

Της Χώρας τα καντούνια στένευαν, μαύριζε στις φλέβες το αίμα, στα κεραμίδια των σπιτιών σιωπούσαν τ’ αγριόχορτα, ένας άγγελος δρασκέλιζε τα δώματα, κατέβαινε τα πλιθαρένια σπίτια στο πλακόστρωτο, η νύχτα ακόνιζε τα δόντια να δαγκώσει κάθε πουλί που κούρνιαζε, κάθε όνειρο που επέτα, θολά τα νερά, κήποι, περβόλες διψασμένες.

Ο Σωκράτης φυλακισμένος ακούει τον Κρίτωνα να τον προτρέπει να αποδράσει από τη φυλακή, κι όμως αρνείται. Καρφωμένος εδώ, λέει, στους νόμους της πατρίδας με τους οποίους γεννήθηκα και μεγάλωσα. Δεμένος κι ο Κυπριανός στο σταυρό του νησιού, πιστός στον όρκο του ποιμενάρχη, με τις αλυσίδες του Λόγου δεμένος ο καθένας, προσκυνούν την άχραντη εικόνα του Ανθρώπου. Στης Αθήνας την αγορά, στις γειτονιές της Χώρας, ήθος και νους, προζύμι βυθισμένο στα αιωνόβια δεντρά της Ιστορίας.

Ὀποιος έτρεμε στου φόβου το σκιάχτρο κι έκρυβε κάθε ντροπή χτυπούσε την πόρτα στης Σκάλας τα κουσουλάτα. Προστάτες Μεγάλες Δυνάμεις ζητεί να σωθεί.

 

Θαυμαστός ο Κκιόρ- ογλους. Ὀπως τιμά τον  Έκτορα στην Ιλιάδα ο Όμηρος, έτσι κι ο ποιητής μας αφήνει την ανθρώπινη φωνή του να κελαηδά δροσάτα.

Ο χριστιανός ποιητής θαυμάζει και δοξολογεί τον μωαμεθανό αφέντη, γιατί αποδεικνύει την ανθρωπιά και την αξία της φιλίας όταν και όπως πρέπει.                                                            Κι ο δέσποτας Κυπριανός στη γη του καρφωμένος.

Καμπάνες ανύπαρκτες, βουβαμάρα παντού, ένα κερί στην εκκλησιά να λιώνει και να σβήνει. Δάκρυζε η Παναγιά από καιρό, έτσι λέγαν. Ο θάνατος ετοιμασμένος από καιρό μάραινε πρώτα τα λουλούδια στις γλάστρες κι ύστερα χτυπούσε τις πόρτες των Ρωμιών.

 

Η Ιστορία μαρτυρεί πως το 1820 ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός φιλοξενεί τον Φιλικό Δημήτριο Ύπατρο και του υπόσχεται οικονομική βοήθεια για την ελληνική επανάσταση. Τον Οκτώβρη του 1820, ο Αντώνιος Πελοπίδας ήρθε στην Κύπρο, ως απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη για να παραλάβει την εισφορά του αρχιεπισκόπου.

Έχει σωθεί ένα γράμμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στον Κυπριανό, το οποίο αναφέρει τα εξής:

 

Στο παραπάνω γράμμα o πρίγκιπας Αλέξανδρος  Υψηλάντης ως Σχολείο της Πελοποννήσου υπονοεί την επανάσταση του 1821. Σημειώνεται ότι οι Φιλικοί που επισκέπτονταν την Κύπρο φιλοξενούνταν ως μαθητές στο υπόγειο της Ελληνικής Σχολής της Κύπρου.

Όπως αντικρίζει ξαφνικά το φως τυφλός μες στο σκοτάδι που άνοιξε τα μάτια του σαν θαύμα μες στον Άδη, ἐτσι σ’αντικριστό χορό, στ’αλώνι της καρδίας, φτωχοί εμείς από τη μια στη σκοτεινιά της Οθωμανοκρατίας, από την άλλη λαμπρό μας φως στα βάθη των αιώνων «Το εύδαιμον το ελεύθερον», που μαρτυρεί  βαρύ σκληρό τον θάνατο  ή την ελευθερία.  Φως και σκοτάδι, πάλη στ’αλώνια, ποιος ο νικητής; Στους αιθέρες ανάβαση Ολύμπου στα ουράνια σταυρός Γολγοθά. Ο άνθρωπος δεν γεννήθη για να είναι σκλάβος, αλλά για να ελευθερώνεται, όπως τον κάλεσεν ο Κύριος.

 

Λόγια γραμμένα στο χαρτί, χρυσάφι και μελάνι, αίμα στη στέρνα της καρδιάς, ρίζες της Ρωμιοσύνης ως τα θεμέλια της γης, βαθιά στην Ιστορία ρουφώντας γάλα από τα ζείδωρα αιώνων μεγαλεία, ο αγωνιστής και ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης σφραγίζει τον άρτο της ιστορικής μας ζωής με τ΄άγια τούτα λόγια :

Κατ’ αρχάς Σύ, Κύριε, τη Ρωμιοσύνη θεμέλιωσες, να ζει στους αιώνες, στη συντέλεια του κόσμου, ευλογημένη, καθημαγμένη, αγωνιζόμενη, λεύτερη.

 

ΑΚΤΗ ΚΑΝΑΡΗ

Λαπήθου στην Ασπρόβρυση κατέβην το καράβιν

Κι ο Κωνσταντίνος άραξε στην αγκαλιά της ξέρας

Κατέβηκαν κι οι χωριανοί τους ξένους να φιλέψουν

Άνοιξαν τα κελάρια τους, ψωμί, κρασί και στάρι

Λάδι, λεμόνια της βροχής πλυμμένα να φορτώσουν

Μαχαίρια λαπηθιώτικα για των Τουρκών τα στήθια,

Κάσες κλειστές με θησαυρούς, στολίδια της γυναίκας

Της μάνας, κόρης κι αδελφής, να παν για τον αγώνα

Κι αδέλφια με τη λεβεντιά και την αντρειωσύνη

Στης μάχης την αντάρα.

 

Γονάτισαν και φίλησαν τα χέρια του Κανάρη

Παπάδες και καλόγεροι της Αχειροποιήτου

Κι ανάψαν φώτα και φωτιές από τον μπουρλοτιέρη

Κι η Λευτεριά χαμόγελον ανθούσε στην ειδή τους

Και στην καρδιά λουλούδιζε ολόψυχη η ευχή τους

Άνοιξη πάλι, λευτεριά, πατρίδα μας,

Και λευτεριά στην Κύπρο.

Μεγάλη ψυχή, θέση ψηλή, ο Κκιόρ-ογλου εφέντης, και το παιδί του της μηλιάς μήλο με ευγενικό γάλα βυζαγμένο.

«Κατευνθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή, εισάκουσόν μου Κύριε.»

Η μοίρα της Κύπρου, ελληνική στην Ιστορία, από τον καιρό του τρωικού πολέμου και πριν ακόμα, και κοντά στην Τουρκία γεωγραφικά, που ετοιμάζει επιθέσεις εναντίον της από τον καιρό που συνειδητοποίησε τη γεωγραφική θέση του νησιού και τη σημασία που έχει γι’ αυτήν. Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες της Κύπρου, συνειδητοί ακόλουθοι της θεμελιακής προτροπής του Θουκυδίδη μη αποφεύγετε τους πολεμικούς κινδύνους, αφού  «το εύδαιμον το ελεύθερον» (ευτυχισμένος είναι μόνο ο ελεύθερος), παλεύουν για την  ελευθερία τους κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες και τη μοιραία γειτνίαση με την Τουρκία.

Η ανθρωπιά στο βάθος της δεν ξέρει διακρίσεις. Ο μωαμεθανός θα ανοίξει την πόρτα το πρωί, περαστικός θα είναι ο χριστιανός, θα τον καλημερίσει, νερό διψασμένος να ζητήσει, ένα ποτήρι θα βρεθεί στην παλάμη του ὀποιος κι αν είναι, φτωχός, πεινασμένος, αναγκεμένος. Τόσα χρόνια στα ίδια της Χώρας τα καντούνια γνώριζε με το μικρό του το όνομα ο ένας τον άλλο μη βλέποντας αν λάτρευε Χριστό ή Μωάμεθ. Στα πανηγύρια μαζί, γάμους, σουνέτι, βαφτίσια, μα τώρα η ζυγαριά βάραινε κατά την αδικία, και το ΄ξέραν.

 

 

Τη Μεγάλη Παρασκευή την ώρα της περιφοράς του επιταφίου ψάλλουμε στις εκκλησιές:

«Τόν ἥλιον κρύψαντα τάς ἰδίας ἀκτῖνας

 

Σφαγμένη, κρεμασμένη Ανάσταση, ματοβαμμένες παπαρούνες, πέρασαν φωτεινοί κι ολόλαμπροι στον ουρανό με τ’ ασημοκάντηλα στο καλιμαύχι, σβησμένα τα φώτα της Χώρας, μεγάλη οργή, στα μνήματα φλόγες τ’ ουρανού τ’ αστέρια,  μαύρα κρέπια στις πόρτες, στενά τα μπαλκόνια, ξύλινες πόρτες, παράθυρα κλείναν με σιδερένιο λοστό.

Στο τζαμί το μισοφέγγαρο χαμογελούσε.

Ούτε Νικόδημος, ευσχήμων βουλευτής, ούτε Ιωσήφ από Αριμαθαίας. Στο ματωμένο λασπωμένο σεντόνι κείτονται.

Γονατιστοί προσεύχονταν στο Μαχαιρά οι παπάδες, στη θολωτή καμάρα οι Φιλικοί

μετρούσαν μέρες στα πατερμά, τη δάδα που άναψε στο Μωριά θεωρούσαν, τους μακελεμένους νεκρούς ευλογούσαν.

Όταν επήλθε σταδιακά η ηρεμία, σταθμό στην Οθωμανοκρατία στην Κύπρο αποτέλεσε το Χάττι Χουμαγιούν του 1856, με το οποίο δίδονταν και στους Κυπρίους δικαιώματα ισονομίας και ισοπολιτείας, και έτσι οι Έλληνες χριστιανοί ένιωσαν κάπως ελαφρότερο τον ζυγό.

 

Το 1878 αρχίζει η Αγγλική Κατοχή, που διαρκεί ως το 1960. Οι Έλληνες της Κύπρου διαδηλώνουν παντοιοτρόπως στους νέους αυθέντες τον πόθο τους για ένωση με την Ελλάδα, μετέχουν σε όλους τους αγώνες του ελληνικού κράτους, αναγκάζονται ύστερα από την απόλυτη άρνηση των Άγγλων να αναγνωρίσου το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως στους Κυπρίους να αποδυθούν σε ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα  (ΕΟΚΑ 1955-59), ορόσημο του οποίου καταγράφεται το 1960,  όταν ιδρύεται η Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Στο μεταξύ οι Τουρκοκύπριοι, μειονότητα του 18%,  με σχέδια της Τουρκίας σε συνεννόηση με την Αγγλία εξεγείρονται εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1963, με σκοπό να προκαλέσουν επέμβαση της Τουρκίας και να διχοτομήσουν το νησί, πράγμα που επιτυγχάνουν το 1974 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Προηγήθηκε πραξικόπημα της ελλαδικής χούντας εναντίον του εκλελεγμένου Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, που έδωσε την αφορμή στην Τουρκία.

 

Η εισβολή στην Κύπρο επανέφερε την Τουρκία στο νησί, που κατέλαβε το βόρειο τμήμα της Κύπρου, έδιωξε διά της βίας τους νόμιμους κατοίκους της και τους κατέστησε πρόσφυγες στον τόπο τους, εισήγαγε εποίκους από την Τουρκία, κατέστρεψε τον ελληνικό χριστιανικό πολιτισμό στην Κατεχόμενη γη, ίδρυσε κρατίδιο μη αναγνωρισμένο παρά μόνο από την ίδια, ανέτρεψε τα πάντα και υπενθύμισε και πάλι στους Έλληνες της Κύπρου τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου του 1821 με τις εκτελέσεις αμάχων, τους αγνοούμενους, τους  νεκρούς, τους εγκλωβισμένους της Καρπασίας, τις καθημερινές απειλές.

 

Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε τη ζωή  και τον πολιτισμό μας, βέβαιοι πως αυτό που προπάντων μας διατηρεί στη ζωή είναι η πίστη στις ρίζες και στην παράδοσή μας, στον ελληνισμό και στη χριστιανική μας πίστη, όπως  λακωνικά τα έχει εκφράσει ο Βασίλης Μιχαηλίδης:

«Η Ρωμιοσύνη εν΄ φυλή συνότζαιρη του κόσμου,

κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψει,

κανένας, γιατί σιέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.

Η Ρωμιοσύνη εν΄ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!»