Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

 

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΕΝΑΣ

Ο Λένας στο εργαστήρι του

 πάνω ψηλά κι απέναντι,

σαν μέγας βράχος στη σκεπή,

σαν Ήφαιστος λιοφώτιστος

ή με το σεληνόφως,

βόμβες αυγά στη θήκη τους,

φορτώνει το δισάκι

στο γαϊδουράκι, στο στρατί

για την ηλεκτροκόλληση,

το τελευταίο χέρι,

κι απέ στις πόλεις, στα χωριά,

πολύτροπος,

σαν Οδυσσέας ξέρει.

Μια ψυχή,

άνθος του αγρού,

φως και φωτιά μερόνυχτα

σαν Ήφαιστος από τα Χαντριά,

λαμπαδιασμένα μπράτσα

να χαράζει στη φλούδα του δέντρου

το καλούπι της βόμβας

να εξολοθρεύει τους εχθρούς

ο Κρουπ της Κύπρου.

Κι η ψυχή του,

αντάρτικο σχήμα μετάλλου,

μικρός σπόρος παιδικός,

σε ταπεινό σαρκίο.

Στυλιανός Λένας.

Ο πολυμήχανος Οδυσσέας

νύχτα και μέρα

να τον αναζητεί  ο πατέρας κι η μητέρα

«Μπορεί και να μη ζήσουμε».

Τα πανάρχαια ομηρικά χέρια  

του χειροποίητου θανατικού

και με χτυπημένο κεφάλι,

ατέρμονη

η σιδερένια θέληση

για πετούμενο νησί

σε λευτεριάς αγέρα,

στης μάνας την αγκάλη.

 Γονατιστός

με δάκρυα στην Παναγιά προσεύχουνταν

σαν έστελνε τις νύχτες

βόμβες στον ηλεκτρικό σταθμό

ν΄ ανακράξουν

ανατινάξεις φεγγοβόλες

στις μάχες των αδύνατων.

Κι όταν

μέσα στις κούφιες πόρτες

έστελνε στις πόλεις

σειρές τις βόμβες

ένας τεχνίτης, μάστορας,

θυσία στο βωμό της λευτεριάς,

χαρακιές στην Ιστορία,

να θυμάται.

Πάντα συλλογισμένος

ο  Λένας,

ο «Κρουπ» της ΕΟΚΑ,

ο βαθιά θρησκευόμενος.

Να ‘χουμε θώρακα την πίστη

και περικεφαλαία την ελπίδα,

σκέφτεται,

κι ετοιμάζεται για την Ποταμίτισσα.

Και πώς να χαλάσει το εργαστήρι

και πώς ν’ αφήσει τα παιδιά,

τόσον καιρό μαζί τους

στο πάνω σπίτι του Παπά

και τότε που πληγώθη

 χύνοντας ζεστό μέταλλο,

και τότε που όλο σκάλιζε

καλούπια για τις βόμβες

σε φλούδες δέντρων,

και τότε που περίμενε

από το εργαστήριο του θείου να του φέρουν…

Μια κινητήρια μηχανή

το άγρυπνο μυαλό του,

όλα να τα σκέφτεται,

να εφευρίσκει όπλα,

πώς να χτυπήσει τον εχθρό…

Κι ενώ τριγύριζαν  για να σωθούν,

υστερούμενοι,

θλιβόμενοι,

κακουχούμενοι,

εν ερημίαις πλανώμενοι

και όρεσι και σπηλαίοις

και ταις οπαίς της γης,

κάπου εκεί ανάμεσα

Πελέντρι Ποταμίτισσα

οι κοκκινοσκούφηδες οχτροί

στήνουν καρτέρι,

φίδια ζωσμένη η προδοσία,

ξερνούσε χολή και φωτιά,

από πάνω πετά ελικόπτερο,

ανάμεσα στα δέντρα,

άοπλος ο Λένας,

ντυμένος την τιμημένη αλατζιά,

μεταλλωρύχος μοιάζει,

τον καλούν να σταθεί,

πετιέται ολόρθος

από δόμη σε δόμη,

μια βολή,

γονατιστή μια γριά

παρακολουθεί,

προσεύχεται,

το πληγιασμένο σώμα του

πήρε το ελικόπτερο

στον Αμίαντο,

ύστερα στ΄ Ακρωτήρι,

17 Φεβρουαρίου του 1957

 και πέταξε στον ουρανό,

αγγέλων συνοδεία,

28 του Μάρτη.

«Ζωντανό δεν έπρεπε

να με πιάσουν,

φέρτε φαρμάκι τώρα πια

να πιω.»

Ένα κεφαλόσκαλο, κεφαλοχώρι,

κεφαλόβρυσος φωτιάς

πήγε στον άλλο κόσμο,

στην ευκρασία των καιρών του αιωνίου.