Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου


«Ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, ελέησον ημάς ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου», καιρός να συνειδητοποιήσουμε τον αίροντα την αμαρτίαν και τας αμαρτίας, την αμαρτωλότητά μας και τις αμαρτίες μας, την υπερευαισθησία του, χωρίς να ξέρουμε τον άνδρα ή τις γυναίκες έχουμε συγκλονιστεί, βασανιζόμαστε από τύψεις χωρίς να έχουμε εγκληματίσει, ερωτηματικά, γιατί ο άνθρωπος να φτάσει σ’ αυτό το σημείο, όχι ο συγκεκριμένος αλλά εμείς ως άνθρωποι, από αρχαιοτάτων χρόνων, από Άβελ και Κάιν, ενώ τα αδύναμα πλάσματα, βασανισμένα σε ξένο τόπο για να εργαστούν, να συνεισφέρουν στη φτωχή τους μάνα και κύρη, να βρουν ένα καλύτερο μέλλον, κι όμως  να σβήνουν τα πάντα σε μια στιγμή πάθους, ας το ονομάσουν οι επιστήμονες το έγκλημα, δεν είναι το όνομα, η λέξη, ο όρος, είναι η πράξη, «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις, μην κάμεις ό τι δεν θέλεις να σου κάμουν», ο χρυσός νόμος της Ηθικής, ή «όπως θέλεις να σου συμπεριφέρονται έτσι να συμπεριφέρεσαι κι εσύ, ο άλλος είναι ο εαυτός σου ο αδελφός σου», και πάλι δεν είναι λόγια, ή «μη χρησιμοποιήσεις ποτέ τον άνθρωπο ως μέσο, ο άνθρωπος είναι αυτοσκοπός», τόσα και τόσα τα διδάγματα, τα δόγματα, η συμπυκνωμένη σοφία για την πράξη, κι όμως καθημερινά δεχόμαστε τις επιθέσεις του εναντίου, κι Εκείνος σε λίγες μέρες στο σταυρό θα πληρώσει για τις αμαρτίες όλων, φέτος του προσθέτουμε ένα ακόμα έγκλημα, μια ακόμα αμαρτία, πληρώνει για την αμαρτωλότητα, κάθε χρόνο και καινούργια κακά, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, τώρα είναι η στιγμή να νιώσουμε τι σημαίνει αίρω την αμαρτία των άλλων, άνθρωπος κι ο φονιάς κι ο φονεμένος, ποιος θα ξεπλύνει από πάνω μας την αμαρτία, που νιώθουμε την ενοχή και τον πόνο, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση, τέτοιες μέρες, πάντα είναι τέτοιες οι μέρες!

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

βόρβορος και ιλύς


βόρβορος και ιλύς
Βόρβορος και ιλύς, αίμα και λάσπη, το νερό δεν ξεπλένει την αμαρτία, επλήθυναν οι ανομίες, το αίμα του Άβελ βοά, έπαρε Κύριε από τα σπλάχνα μου την αμαρτίαν ταύτην, η χαρά του νερού, η καθαρότης κι η διαύγεια στενάζουν, ανοίγουν το στόμα να εμέσουν, εν Ιορδάνη βαπτιζομένου και τώρα στην ατίμωση, δεμένα χέρια και πόδια, δεν είναι λέξεις και μαθήματα οι διακρίσεις κι η ασέβεια προς τον αδελφό, η σπίλωση κι η αμαύρωση του άλλου, δεν είναι πινακίδες και τσιτάτα, κρύβουμε το κεφάλι από ντροπή, έλεος πλέον σ’ αυτό τον τόπο.

ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ


Γένεση και θάνατος

50 Τότε ο Ιωσήφ έπεσε πάνω στον πατέρα του  και έκλαψε και τον φίλησε. Έπειτα διέταξε τους υπηρέτες του, τους γιατρούς, να ταριχεύσουν τον πατέρα του τζαι τζείνοι ερίξαν την μες στον λάκκον. Έτσι λοιπόν, οι γιατροί ταρίχευσαν τον Ισραήλ και χρειάστηκαν 40 ολόκληρες ημέρες, διότι τόσες ημέρες απαιτούνται για την ταρίχευση· και οι Αιγύπτιοι έκλαιγαν για αυτόν 70 ημέρες, εν πολλούς μήνες που εχαθήκαν τα ίχνη τους.

Όταν πέρασαν οι ημέρες του πένθους για αυτόν, ο Ιωσήφ είπε στους αυλικούς* του Φαραώ: «Αν βρήκα εύνοια στα μάτια σας, δώστε στον Φαραώ το εξής μήνυμα: “Ο πατέρας μου με έβαλε να ορκιστώ,+ λέγοντας: «Δες, εγώ πεθαίνω.+ Και εσύ πρέπει να με θάψεις στον τάφο+ που έχω σκάψει στη γη Χαναάν».+ Σε παρακαλώ, άφησέ με να ανεβώ και να θάψω τον πατέρα μου, και μετά θα επιστρέψω”». Ο Φαραώ αποκρίθηκε: «Πήγαινε και θάψε τον πατέρα σου ακριβώς όπως σε έβαλε να ορκιστείς».+ Να δούμεν αν θα αξιωθεί κανένας να θάψει στην πατρίδα της τούτον το πλάσμαν.

Ο Ιωσήφ λοιπόν ανέβηκε να θάψει τον πατέρα του, και μαζί του πήγαν όλοι οι υπηρέτες του Φαραώ, οι πρεσβύτεροι+ της αυλής του και όλοι οι πρεσβύτεροι της γης της Αιγύπτου και όλο το σπιτικό του Ιωσήφ και οι αδελφοί του και το σπιτικό του πατέρα του.+ Μόνο τα μικρά τους παιδιά και τα γιδοπρόβατα και τα βόδια τους άφησαν στη γη Γεσέν. Μαζί του ανέβηκαν επίσης άρματα+ και ιππείς, και η συνοδεία ήταν πολύ μεγάλη. 10 Κατόπιν έφτασαν στο αλώνι του Ατάδ, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του Ιορδάνη, και εκεί πένθησαν με μεγάλο θρήνο, και ο Ιωσήφ συνέχισε να πενθεί τον πατέρα του εφτά ημέρες. 11 Οι κάτοικοι του τόπου, οι Χαναναίοι, τους είδαν να πενθούν στο αλώνι του Ατάδ και είπαν εντυπωσιασμένοι: «Οι Αιγύπτιοι έχουν βαρύ πένθος!» Να γιατί η τοποθεσία αυτή, η οποία βρίσκεται στην περιοχή του Ιορδάνη, ονομάστηκε Αβέλ-μισραΐμ.* και στην κυπριακή Μιτσερόν.

12 Έτσι λοιπόν, οι γιοι του έκαναν για εκείνον ακριβώς όπως τους είχε δώσει εντολή.+ 13 Οι γιοι του τον μετέφεραν στη γη Χαναάν και τον έθαψαν στη σπηλιά του αγρού Μαχπελάχ, του αγρού μπροστά στη Μαμβρή, τον οποίο είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τον Εφρών τον Χετταίο για να έχει έναν ιδιόκτητο τόπο ταφής.+ 14 Αφού έθαψε τον πατέρα του, ο Ιωσήφ επέστρεψε στην Αίγυπτο μαζί με τους αδελφούς του και όλους όσους είχαν πάει μαζί του για να θάψουν τον πατέρα του.

Μα μια ξένη γεναίκα που βρέθηκε στη γη μας σκοτώθηκε, μαζί ίσως με το παιδί της, από χέρι άδικο, ποιος ξέρει, και κανένας δεν την έκλαψε, δεν ήταν κόρη του Ιωσήφ, κόρη του Μεγιστάνα του πλούτου, του ένδοξου και μεγαλοβιομήχανου, κι εμάς τι μας νοιάζει, είπαν όσοι το άκουσαν, προς στιγμή ταράχτηκαν βέβαια, μα ύστερα στράφηκαν στη δουλειά τους, η φωθκιά τζιει που ππέφτει καύκει, τούτην την φοράν έππεσεν μακριά, μα πάντα τα μακριά κοντά γινίσκουνται, να προσέχουμεν τα παιδκιά μας, τα αγγόνια μας, την κοινωνία μέσα στην οποίαν ζιούμεν, τζιαι για την οποίαν είμαστιν υπεύθυνοι. Δι ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν, λαλεί ο Αριστοτέλης για την τραγωδίαν.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Με το γράψιμο




Με το γράψιμο

Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτό το γράψιμο το ευλογημένο, πως είναι ευλογημένο το ξέρουν όσοι γράφουν κι όσοι κατάλαβαν τι μαγεία κρύβει το άγνωστο, κανείς δεν ξέρει τι θα του κατέβει ενώ γράφει, κι ύστερα λέει ο ίδιος: πώς μου κατέβηκε αυτό; πώς το είπα; και δεν θυμάται για να το επαναλάβει το ίδιο, τέλος πάντων, γράφω καμιά φορά και μου λεν, σε αναλύσεις έργων άλλων ποιητών ιδιαίτερα, «αυτά που γράφεις είναι βαθυστόχαστα, πολύς κόσμος δεν τα καταλαβαίνει», ούτε κι εγώ καταλαβαίνω πώς μου κατέρχονται, και δε τα βρίσκω εγώ βαθυστόχαστα, τα έργα που αναλύω έχουν μέσα τα στοιχεία αυτά, ή ακόμα και σε άρθρα, «γράφε πιο απλά» μου λεν, «θέλουμε λεξικό καμιά φορά», εγώ βέβαια δεν το συνειδητοποιώ, αλλά μου συμβαίνει να διαβάζω κείμενα άλλων, θεωρούμενα «βαθυστόχαστα» σε πολλά εισαγωγικά, και δεν καταλαβαίνω τίποτε, μα προσπαθώ, τα αντιγράφω, κάθομαι από πάνω τους να τα κατακτήσω, γράφω περιληπτικά το περιεχόμενο, αγωνίζομαι να βρω τη λογική τους, αντιλαμβάνομαι πως χρησιμοποιούν τις λέξεις με ένα δικό τους τρόπο, μόνο εκείνοι έτσι τις εννοούν, θα έλεγα, και όμως να, από κάτω από το κείμενό τους αρχίζει συζήτηση, βρε καταλαβαίνετε περί τίνος πρόκειται, συνεννοείστε; Στο τέλος ο καθένας λέει το δικό του, κι  όλοι είναι ευχαριστημένοι, έστω κι αν εγώ ουδέν κατενόησα!!! Το κακό είναι που συμβαίνει το ίδιο και με κείμενα που δίνονται στους μαθητές, ακαταλαβίστικα, γονατίζω πάνω τους, τίποτε δεν βγαίνει, και στο τέλος δεν κακίζω τα παιδιά που δεν τα κατανοούν αλλά αυτούς που τους τα έδωσαν και πρώτα πρώτα αυτούς που τα έγραψαν. Έτσι ακαταλαβίστικα. Πάντως με τον Πλάτωνα και με τον Κάντιο και με τον Σπινόζα πολύ καλά τα πήγα. Τους κατάλαβα όσο δυνατόν. Γονατιστός από πάνω τους, μα άξιζε.

Στέλιος Παπαντωνίου

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Μακρυγιάννη μου


Μακρυγιάννη μου

Μπάρμπα Μακρυγιάννη μου, με τα Οράματά σου, τις προσευχές σου στον Χριστό και στην Παναγιά μας, τρελό σ’ ανέβασαν και σε κατέβασαν, ό τι συμφέρει στον κόσμο, ό  τι πουλά, το ένα ξεπουλήθηκε απομνημονευτικό,  το άλλο έμεινε στα ράφια, για τα Οράματά σου λέω, και τώρα που μου το θύμισε ο φίλος μου, Ορφανό παιδί από την Κυθρέα, λέω, για την Πάφο δεν ξέρω τίποτε, για τον κήπο της, για τους ναούς της, ένα γύρο που δίνω εκεί, μέσα- μέσα, δεν μπορώ και να κρίνω, αλλά αυτό το κάτι που μου λέει πως όσα μαθαίναμε στο Συντακτικό, θυμάστε το παράδειγμα «Ο κόσμος κτίζουν εκκλησιές», εδώ δεν κάνει, μόλις ακούσουν για εκκλησιά, τι μοντερνισμός είναι αυτός, τι περηφάνια για τον προοδευτικό  πολιτισμό μας, και μένει κι ο αγαπητότατός μου δεσπότης ενεός, δεν θα το πίστευε, στην Αθηένου δεν γνώρισε τέτοια, ούτε και μεγάλωσε με τέτοια, μια ευσέβεια από τη μια της ως την άλλη άκρη,  κι όμως, όλα συμβαίνουν σ’ αυτό τον τόπο, γι’ αυτό σου λέω, Μακρυγιάννη μου, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που είδες τόσα και τόσα στη ζωή σου. Εδώ καταντήσαμε εμείς, οι «ησυχίαν άγοντες», να βλέπουμε και να ακούμε όλα του κόσμου τα παράξενα και να μην ανησυχούμε. Για μας η απάθεια. Του έχουμε εμπιστοσύνη. Εκείνος ξέρει καλύτερα.

Στέλιος Παπαντωνίου

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

η άρνηση συνεχίζεται


Στέλιος Παπαντωνίου

Η άρνηση συνεχίζεται

Ο καθένας μπορεί να πλέκει το μύθο του και να τον επενδύεται, να ζει μ’ αυτόν, είτε « ΄63-΄74 μαύρη περίοδο» τον ονομάζει, άσχετα αν αυτοκλειδώθηκε στους θύλακές του και ετοιμαζόταν στρατιωτικά και πολιτικά για να δημιουργήσει δικό του κράτος, παρακλάδι του τουρκικού, για τους τουρκοκυπρίους λέγω. Όλοι ξέρουν σήμερα πως από την Τουρκία έρχονταν ως δάσκαλοι στρατιωτικοί και εξασκούσαν στα όπλα νέες και νέους, τους βλέπαμε σε παρελάσεις και ασκήσεις στις φωτογραφίες που διέρρεαν, παραταγμένοι κάτω από τα τείχη της Λευκωσίας την περίοδο αυτή.

Άλλοι μπορούν να μιλούν και να μας φορτώνουν εγκλήματα με το «κάναμε κι εμείς πολλά», να εξισώνουν έτσι  την στρατιωτική τουρκική βία που ανεξίτηλη μένει σε όσους την έζησαν τη χειρότερή μας χρονιά, το 1974, με την παρανομία των άτακτων ελληνοκυπρίων που κακώς ως τώρα δεν οδηγήθηκαν στα δικαστήρια για τα εγκλήματα που έκαναν εναντίον τουρκοκυπρίων. Όλα έχουν το λόγο τους, όχι πάντα δίκαιο. Τα σχέδια δικών μας και ξένων είναι κάποτε εκτός της δικής μας φαντασίας. Άλλα οι μεγαλοδύναμοι σχεδιάζουν, άλλα εμείς ποθούμε.

Το 1974 σημάδεψε μια για πάντα το σώμα της πατρίδας. Άλλαξε την ιστορία και τον πολιτισμό της. Μπήκε στη μέση η ανθελληνική χούντα των συνταγματαρχών, καταραμένη φάρα, να νομίζει πως σώζει την Ελλάδα με την επιβολή δικτατορίας. Και το χειρότερο, να επεμβαίνει στον τόπο μας, να καταργήσει κι εδώ τον εκλεγμένο ηγέτη και να ανοίξει τις πύλες στον βάρβαρο, θεωρώντας τον σύμμαχό του και συμπαίχτη στο νησί, κατά τα αμερικανικά σχέδια. Έκτοτε η μυθική και παραδείσια ζωή της γαλήνης, της ευτυχίας και της νεανικής ξεγνοιασιάς έδωσε τη θέση της στην αιματωμένη πέτρα που ρίξαμε πίσω μας διωγμένοι από τα χώματά μας. Γκρεμισμένος ο φούρνος της γιαγιάς, ισοπεδωμένο το σπίτι μας, το σπίτι του παππού, οι εκκλησιές στάβλοι και κοπριές, βγαλμένα τα μάτια των αγίων μας. Πρόσφυγες, αιχμάλωτοι, νεκροί, αγνοούμενοι, η μεγαλύτερη τραγωδία, να θάβουμε ακόμα απομεινάρια των ηρωικών νεκρών αυτού που δεν ήταν πόλεμος μα προδοσία καλοσχεδιασμένη και μισητή. Κι αυτά δεν είναι μύθοι.

Μύθος είναι πως θα λυθεί το κυπριακό δίκαια. Αυτό το παραδέχονται όλοι όσοι ασχολήθηκαν με αυτό. Και μας ετοιμάζουν και ετοίμαζαν να δεχτούμε την αδικία, ονομάζοντάς την με διάφορα ονόματα, σχέδια επί σχεδίων. Όλα για να μας ενταφιάσουν στον τόπο μας, να ζήσουμε μια αντιδημοκρατική και ανελεύθερη ζωή, βαφτίζοντάς την με διάφορες καρικατούρες, νομικίστικα τερτίπια και βιτρίνες. Σημασία έχει πως στην επιφάνεια και στο βάθος όλα τα λεγόμενα σχέδια δεν ήταν παρά προσπάθειες να μας πείσουν πως ηττηθήκαμε σ’ ένα ανύπαρκτο πόλεμο (προδοσία ναι) και πως έπρεπε να δεχτούμε τους όρους του νικητή, να υποταχτούμε σε μια άλλη απάνθρωπη δύναμη, να ξαναζήσουμε μια άλλη τουρκοκρατία, για να επέλθει δήθεν η ειρήνη στον τόπο, ειρήνη χωρίς ελευθερία και δημοκρατία, άδικη και βαρεμένη με εγκλήματα πολέμου.  

 Οι πολιτικοί τη δουλειά τους, να προσπαθούν να βρουν λύσεις, ή να εμφανίζονται πως προσπαθούν, να τις εμφανίζουν με τον μανδύα του μύθου, με τα νομικίστικα και δικηγορίστικα, «είναι κατοχυρωμένο το δικαίωμα της επιστροφής των προσφύγων στα σπίτια τους, κι έχουν και το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια» (πόση αλήθεια κρύβεται στις τέτοιες διαβεβαιώσεις ή γιατί να καταφύγω στα δικαστήρια αφού θα πάω στο σπίτι μου; ) Άλλα λεν οι πολιτικοί, άλλα όμως η πείρα κι η λογική της ελευθερίας.

Εκείνοι με τα λόγια τους κι εμείς με τη δική μας άρνηση σε κάθε υποδούλωση. Να αντιστεκόμαστε στην επιβολή ανελεύθερων και αντιδημοκρατικών λύσεων, υποταγής και τουρκοποίησης του νησιού μας. Κι η άρνηση συνεχίζεται.

Κυριακή 14 Απριλίου 2019

εωθινο- μη μου άπτου


μη μου άπτου
Ο ιερέας στην ιερά τράπεζα αναγίνωσκε το εωθινό ευαγγέλιο

η Μαρία έξω, να περιποιηθεί τα κόλλυβα, το κερί, τους άρτους,

ύστερα από την ταυτοποίηση  

σκέφτηκε να του κάμνει κάθε βδομάδα  μνημόσυνο

σ’ ένα χρόνο θα ‘βγαιναν καμιά πενηνταριά,

όσα χρόνια περίπου της λείπει,

γονατισμένη εκεί,

κι ένα αγέρι περνά από μπροστά της, το νιώθει,

ανοίγει τα χέρια να τ’ αγκαλιάσει

«Μαρία, μη μου άπτου, ου πω αναβέβηκα προς τον πατέρα μου»,

κι εκείνος κι η μάνα

άλλα τόσα χρόνια μακαρισμένοι.

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

καθ' εκάστην ημέραν


ΚΑΘ’ ΕΚΑΣΤΗΝ ΗΜΕΡΑΝ

Καθ΄εκάστην ημέραν ευλογήσω Σε

Καθένας στο εκκλησάκι του

Στο στασίδι, στο σκάμνο, στη γωνιά του

Στη μικρή ή στη μεγάλη του εκκλησιά

Οι μικρές θεόπνευστες

Οι μεγάλες

Μεγαφωνικά κλαυθμηρίζουσες

Να γονατίζει η ψυχούλα σου

Αυτές τις μέρες

Λίγο στα απόδειπνα

Λίγο στις προηγιασμένες

Χαρά ανεκλάλητη ο ακάθιστος

Κι έτσι

Με τα λουλούδια

Που χορεύουν φέτο χρωματικά

Με τα χελιδόνια στα βολίκια στο λιακωτό

Περιμένουμε υπομονετικά

Βαδίζουμε το δρόμο μας

Καθαρίστε το δρόμου Του

Ν΄ανέβει στα Ιεροσύλυμα.



Στέλιος Παπαντωνίου

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

ΑΝΤΡΟΣ ΛΥΡΙΤΣΑΣ - 2


ΑΝΤΡΟΣ ΛΥΡΙΤΣΑΣ, …Πάντων των Αοράτων, ποιήματα- αφιερώσεις

Συνεχίζουμε την περιδιάβαση στην ποίηση του Άντρου Λυρίτσα όπως παρουσιάζεται στην τελευταία του συλλογή …Πάντων των Αοράτων.

Η ανατροπή παραδομένων μύθων για τη γένεση του ανθρώπου και η αντίθετη όψη του νομίσματος θεμελιωδών ελευθεριών αφήνουν χώρο στον επαναστάτη ποιητή να ερμηνεύσει με το δικό του τρόπο τα πράγματα. «Ψέματα πως πήρα πηλό και σ’ έκαμα Εγώ έφτυσα από αηδία Κι ούτε σου φύσηξα ζωή Μόνο αναστέναξα». ΄Η στο ποίημα Του Ιούδα «ένα φιλί Και μάλιστα μες στη Γεθσημανή Ποτέ δεν είναι προδοσία.»

‘Ενας σχεδόν κοινός τόπος στην ποίηση είναι το ποίημα που δεν γράφτηκε ή οι στίχοι που δεν γράφτηκαν κι όμως τυραννούν τους ποιητές, που νιώθουν πως δεν είπαν κι ούτε θα πουν τον τελευταίο τους λόγο. Η τυραννία του άρρητου, του βαθέως σκότους που μαγεύει.

Μοναξιά και βάθος καρδιάς, ποιητικά όπλα του εκφραστή όχι μόνο του εαυτού του αλλά και των συνανθρώπων του. «Αν σας μίλησα για την έρημο Είναι γιατί μόνο εκεί θα ξεδιψάσετε Απ’ το πηγάδι της καρδιάς σας.»

Όσο όμως η ερημιά ανθεί ποιητικό κρίνο, άλλο τόσο ο έρως ως αναζήτηση του άλλου οδηγεί στη δημιουργική πνοή τον άνθρωπο, που σέβεται τους αγώνες και τη θυσία των ηρώων μιας μαρτυρικής γης και γενέθλιας περιοχής.

«Να μεθύσουμε ξανά από φως και αίμα Όταν μας κλείσουνε στους γρόνθους των βουνών Θάναι των κέδρων η σκιά Δροσιά στα δυο μας μάτια.»

Το δεύτερο μέρος της συλλογής ΑΦΙΕΡΩΣΕΙΣ αρχίζει με το «Πιστεύω πως πάντοτε οι μεγάλοι ποιητές βοηθούν ένα νέο ποιητή να βρει και να εκφράσει τον αληθινό εαυτό του.» Α. Μητροφάνους. Μνήμη ενός υπέροχου συναδέλφου και φίλου, του οποίου επιβεβαιώνονται τα λόγια με την παρούσα ποιητική συλλογή.


Άντρος Λυρίτσας


ΑΝΤΡΟΣ ΛΥΡΙΤΣΑΣ, …Πάντων των Αοράτων, ποιήματα- αφιερώσεις

Μια γνήσια ποιητική φωνή εκ βαθέων, του Άντρου Λυρίτσα στη συλλογή ποιημάτων του…Πάντων των Αοράτων μας οδηγεί με το έργο του στα βάθη της ύπαρξης, στον Έρωτα και στο Λόγο, στη δημιουργική πνοή που κρύβει ο άνθρωπος εντός του. Ο ποιητής είναι θεός πάντων των αοράτων. Φέρνει στο φως. Η ποίηση καταφυγή, σκέπη στη μοναξιά, οι λέξεις σύντροφοι στις εκστάσεις μπροστά στα θαυμάσια, στα κρυμμένα στα βάθη της ψυχής. Έρως, μυστήριο, Άνοιξη, πόθοι και στεναγμοί, ομολογούν το ερωτικό και φιλοσοφικό στοιχείο της συλλογής. Σ’ ένα βυθιζόμενο κόσμο, ο ποιητής διασώζει το αόρατο.

Σ’ αυτό τον άλλο κόσμο υπάρχουν επιλογές ποιητικές, ο χορός, ο ψίθυρος, το αιώνιο παιχνίδι από τον καιρό του Ηράκλειτου, χάρες και μυστικοί δρόμοι, για να διεισδύσει κανείς στα μυστικά της ζωής. Ο ποιητής ανακάλυψε τον άλλο κόσμο και μας τον κοινοποιεί μέσα από τα δικά του ποιητικά ρήματα και την πλούσια λεκτική σκευή.

Στα βάθη του είναι συνειδητοποιείται η έλλειψη, υπάρχει όμως κι η δυνατότητα υπέρβασής της, η υπέρβαση εαυτού ως αγάπη, άπλωμα στον άλλο, τον ένα, αλλά και στο πανανθρώπινο, η θυσία εαυτού για την ανθρωπότητα, από του νυν και έως του αιώνος.

Στην ποιητική αυτή συλλογή του Άντρου Λυρίτσα πλεονάζει η καταφυγή στα αρχέτυπα, της λογοτεχνίας και της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, δοσμένα μέσα από τα διαθηκικά αναγνώσματα, γιατί ο ποιητής κατόρθωσε να εμβαθύνει εις εαυτόν και να εξαγάγει εκ βαθέων τους πανάρχαιους μύθους και τα σύμβολα.

Ένας αδιάκοπος αγώνας για αφαίρεση των περιττών πολιτισμικών επενδυτών οδηγεί στην εύρεση της ουσίας και την ανάληψη της ευθύνης για τον δρόμο που ο καθένας ακολουθεί. «Αντίο Πατέρα, αρνούμαι τη δική σου μοναξιά, πάω να κτίσω τη δικιά μου. Θ’ ανταμώσουμε ξανά στο δάσος με τα κυπαρίσσια. Εσύ θα κλαις για έναν ήλιο που σε πρόδωσε κι εγώ θα θάβω τη δική μου αθανασία.»

Το αίσθημα ενοχής, που από Αδάμ συνοδεύει τον άνθρωπο, τυραννάει τον ποιητή, που βρίσκει στον Έρωτα την αμφίσημη παρηγοριά  «πληγή και βάλσαμο.»

Παρθενογένεση στην ποίηση δεν υπάρχει, ως εγράφη. Ο ποιητής ομολογεί την οφειλή στους μεγάλους του δασκάλους, ανακάλυψε όμως τον ωκεανό εντός του και σώζεται. Ο ανάντης δρόμος, ο περιπετειώδης και τραγικός η μοίρα του. Ως αρχαίος ναυαγός ξαναζεί το αιώνιο δράμα του Γολγοθά, μέσα στο πνεύμα του οποίου συλλαμβάνει την χωρίς λύτρωση ηρωική κι απέλπιδα δημιουργική πορεία.

Η αποδοχή αυτής της ζωής και του αγώνα μέσα σ’ αυτήν, ο ιδρώτας από την έξωση από τον παράδεισο, οικεία βουλήσει, η αποδοχή της ομορφιάς και της καταστροφικής της κάποτε παρουσίας,  το δάκρυ ως γιατρειά και λύτρωση αλλά και ως πάθη και πάθος μέσα στη ζωή, φανερώνουν την ηρωική στάση του αδύναμου ανθρώπου μπροστά στις υπεράνθρωπες απαιτήσεις ανωτέρων δυνάμεων.

Στο τέλος, «Ποίηση είναι η απόσταξη της ζωής…Θα αποστάξω την πέτρα να κυλήσει σαν δάκρυ η ζωή.»

Λίγα για την ποίηση του Άντρου Λυρίτσα. Έστωσαν εισαγωγικά.

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Κατέβα μόνος σου


Κατέβα μόνος σου

Φοβούμαι, Κύριε, να, πάρε μαχαίρι, κόψε δεσμά, κι εγώ που δεν μπορώ παρά να κόβω το ψωμί, και τον άρτο κάποτε, να μοιράζω στη γειτονιά μερίδες, κι αντίδωρο στην αυλή της εκκλησιάς, πάρ’ το και σκότωσε, τη λευτεριά σου θα τη βρεις στη σφαγή των δεσμών, μη φοβηθείς το αίμα, δικό σου θα ’ναι, κι έτσι άρχισα να κατεβαίνω, μια προς τα κάτω μια να ξανανεβαίνω, να παρακολουθώ το ποτάμι που έτρεχε στα πόδια μου, να πετάγονται μέσα από τα σκότη η μάνα κι ο κύρης μου, Οδυσσέας ένα πράμα στον άδη, κι ήταν πιο πολλοί οι πεθαμένοι μου, την Παρασκευή να πάρω στην εκκλησιά κόλλυβα, μαζί κι οι αμαρτίες μου και τα πονηρά τελώνια, μη αποστρέψεις το πρόσωπό σου από του παιδός σου, στο ξαναλέω, να το μαχαίρι, κατέβα μόνος σου.